Το δίλημμα της μοντέρνας θεολογίας : Ιησούς ή Χριστός;
Ετσι λοιπόν ο Bultmann, παίρνει αυτόν τον δρόμο. Όσoν αφορά τον Ιησού είναι απολύτoυ σπουδαιότητος το «τί» (das Dass), το γεγονός πώς υπήρξε, όσο δέ για τα υπόλοιπα, η πίστη δέν μπορεί να αρπαχτεί σε τόσο αμφίβολες υποθέσεις πάνω στις οποίες δέν υπάρχει καμμία δυνατότης να φτάσουμε σε οποιαδήποτε ιστορική βεβαιότητα, απλώς αναφέρεται αποκλειστικώς στο συμβάν του λόγου στο Κήρυγμα, μέσω του οποίου η κλειστή ανθρώπινη ύπαρξη ανοίγει στην αυθεντικότητα της. Όμως ένα κενό «τί» (Dass) είναι άραγε πιό εύκολο να το υποστηρίξουμε απο ένα γεμάτο περιεχόμενο;
Μήπως αποκτήθηκε οποιοδήποτε κέρδος αρνούμενοι με αδιαφορία το ερώτημα του «τί», τί πράγμα και πώς ήταν αυτός ο Ιησούς, εξαρτώντας αντιθέτως τον άνθρωπο σε ένα απλό συμβάν του λόγου; Αυτός ο τελευταίος συμβαίνει όπωσδήποτε μιας και αναγγέλεται. Αλλά το πραγματικό του περιεχόμενο και η νομιμότης του συνεχίζουν να παραμένουν προβληματικά.
Έχοντας υπ’οψη αυτά τα προβλήματα, γίνεται κατανοητό πώς αυξάνει ο αριθμός όσων απο το απλό κήρυγμα και απο τον Ιστορικό Ιησού, μειωμένο κατα κάποιο τρόπο στο φάντασμα ενός απλού «τί», επιστρέφουν πίσω στον πιό ανθρώπινο απο τους ανθρώπους, η ανθρωπότης του οποίου φαίνεται τώρα, μέσα σε έναν αθεϊστικό κόσμο, σαν ή τελευταία σπίθα του Θείου που επέζησε τού « Θανάτου του Θεού». Αυτό συμβαίνει σήμερα στην Θεόλογία που λέγεται « Θεολογία του θανάτου του Θεού», η οποία μας λέει : Ναί δέν έχουμε πια Θεό, μας έμεινε όμως ο Ιησούς σαν σημείο της εμπιστοσύνης που μας δίνει κουράγιο να συνεχίσουμε τον δρόμο. Σε έναν κόσμο άδειο απο Θεό, η ανθρωπότης του πρέπει να γίνει ένα είδος αντιπροσώπου εκείνου του Θεού που δέν κατορθώνουμε πλέον να βρούμε.
Με πόση έλλειψη κριτικής όμως, πάνω σε αυτό το σημείο, πολλοί διεκδικούσαν με πάθος και επέτρεπαν μία Θεόλογία χωρίς Θεό, μόνο και μόνο για να μήν φανούν οπισθοδρομικοί στους προοδευτικούς συναδέλφους τους.
Θα έπρεπε απο την αρχή να τίθεται, κάθε φορά, το ερώτημα και να στοχαζόμαστε μήπως εμφανίζεται μια επικίνδυνη έλλειψη κριτικού Πνεύματος ήδη απο την πρόθεση μας να πραγματοποιήσουμε μια θεολογία ανεξαρτήτως του Θεού.
Όπως και να έχει πάντως δέν μπορούμε πλέον να σβήσουμε τα τελευταία 40 χρόνια. Και να πεισθούμε πώς η επιστροφή στον Ιησού και μόνον είναι αρκετή και δέν είναι πλέον αδιανόητη.
Η προσπάθεια που κατεβλήθη, αδιαφορώντας για τον ιστορικό Χριστιανισμό, να κατασκευαστεί ένας καθαρός Ιησούς, αντλημένος απο τους αποστακτήρες των Ιστορικών, με τον οποίο όμως έπρεπε ταυτοχρόνως να κατορθώσουμε να ζήσουμε, είναι απολύτως ακατανόητη.
Η απλή ιστορία ( Historia) δέν δημιουργεί κανένα παρόν παρά μόνον αντιστρατεύεται αυτό που υπήρξε, έτσι λοιπόν και ο ρομαντισμός γύρω απο τον Ιησού είναι ουσιαστικώς χωρίς μέλλον και είναι επιπλέον ξεκομμένος απο το παρόν όσο ήταν και η φυγή στο καθαρό γεγονός του λόγου.
Παρόλα αυτά αυτό το εκκρεμές του μοντέρνου πνεύματος ανάμεσα στον Ιησού και στον Χριστό, που παρακολουθήσαμε συνοπτικά, δέν ήταν εντελώς άχρηστο. Πρέπει να μείνει για πάντα ζωντανή η γνώση που αποκτήθηκε πώς δέν υπάρχει το ένα ( ο Ιησούς) χωρίς το άλλο ( Χριστός), διαφορετικά θα συνεχίζουμε την κίνηση του εκρεμούς εσσαεί, διότι τα δύο αυτά είναι αδιαιρέτως ενωμένα.
Πρέπει αν προχωρήσουμε ένα βήμα μπρός, και πρίν απο κάθε ανοικοδόμηση, που μπορεί να μας δώσει μόνον τεχνητές φιγούρες που δημιουργούνται πάντοτε σε έναν δεύτερο χρόνο, να προσπαθούμε να κατανοήσουμε τί μας λέει η πίστη, η οποία δέν είναι ανοικοδόμηση αλλά παρουσία, δέν είναι θεωρία, αλλά ζωντανή και υπαρξιακή πραγματικότης. Ίσως κατορθώσουμε και νά εμπιστευθούμε την επικαιρότητα της πίστεως η οποία αντιστέκεται στους αιώνες, μια πίστη η οποία δέν θέλησε να είναι τίποτε άλλο απο μία κατανόηση του τί είναι αληθινά αυτός ο Ιησούς. Ίσως πρέπει να στηριχθούμε πιό πολύ σε αυτή παρά στην ανοικοδόμηση, η οποία ψάχνει τον δρόμο της αφαιρετικά απο την πραγματικότητα. Τουλάχιστον ας ερευνήσουμε τί λέει στα αλήθεια αυτή η πίστη.
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΘΕΟ, ΣΗΜΕΡΑ.
Η Χριστιανική Πίστη στον Θεό συνεπάγεται πάνω απ’όλα την απόφαση για το πρωτείο του Λόγου πάνω στην καθαρή ύλη. Η ομολογία «Εγώ πιστεύω πως ο θεός υπάρχει» περιλαμβάνει την θέση υπέρ της Ιδέας πως ο λόγος, δηλαδή η σκέψη, η ελευθερία, η αγάπη δεν μας περιμένουν μόνον στο τέλος, αλλά και από την αρχή. Πως ο λόγος είναι η δύναμις η οποία παράγει και αγκαλιάζει κάθε όν. Με άλλους όρους: η πίστη εμπλέκει μόνον την απόφαση ότι η σκέψη και η σημασία δεν συστήνουν μόνον ένα δευτερεύον και τυχαίο προϊόν του είναι, αλλά ότι όλη η ύπαρξη είναι προϊόν της σκέψης, μάλιστα δε πως, στην πιό εσωτερική της δομή είναι σκέψη.
Σ’αυτή την απόφαση για την λογικό-ιδεατή δομή της υπάρξεως, η οποία κατάγεται από το νόημα και την κατανόηση, δηλώνεται ταυτοχρόνως και η πίστη στην Δημιουργία. Αυτή η πίστη συνεπάγεται την πεποίθηση πως το αντικείμενο πνεύμα, το οποίο βρίσκαμε να είναι παρών σε κάθε πράγμα, μάλιστα δε λόγω του οποίου μαθαίνουμε να γνωρίζουμε όλο και καλύτερα κάθε πράγμα, είναι αναπαραγωγή και έκφραση του υποκειμενικού πνεύματος και η ιδανική δομή του είναι που είμαστε ικανοί να ξανασκεφτούμε, είναι έκφραση μιας προυπάρχουσας δημιουργικής σκέψης, λόγω της οποίας όλα τα πράγματα υπάρχουν.
Ας προχωρήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια: Στην αρχαία πυθαγορική θεωρία ενός θεού που έχει σαν πρόθεση να σχεδιάσει την γεωμετρία του σύμπαντος, εκφράζεται το όραμα της μαθηματικής δομής τού είναι, το οποίο μας οδηγεί να το αντιληφθούμε σαν ένα προϊόν σκέψης, σαν να είναι δομημένο μ’ένα λογικό Ιδεαλιστικό τρόπο. Εκφράζεται η γνώση πως ούτε και η ύλη είναι απλώς μια έλλειψη νοήματος η οποία διαφεύγει από την κατανόηση, αλλά φέρει και αυτή μέσα της αλήθεια και κατανόηση τα οποία καθιστούν δυνατή την συλλογική κατανόηση.
Αυτό το όραμα απέκτησε ένα πρωτοφανές βάρος σήμερα, λόγω και της μελέτης της μαθηματικής δομής της ύλης, της δυνατότητος να την σκεφτούμε και να την αξιολογήσουμε με μαθηματικούς όρους. Ο Άινσταιν δηλώνει σχετικά με το θέμα πως μέσα στη Φύση «φανερώνεται μια Νόηση τόσο θαυμάσια, που απεναντί της κάθε προσπάθεια σκέψης με κάποιο νόημα και κάθε ανθρώπινη οργάνωση δεν αντιπρόσωπεύει παρά μόνον μια αντανάκλαση άνευ αξίας».
Αυτό σημαίνει πως όλη μας η σκέψη αντιπροσωπεύει μόνον έναν αναστοχασμό πραγμάτων που είναι προιόντα σκέψης πολύ πριν τα ανακαλύψουμε. Σε μας δεν απομένει παρά μόνον η μίζερη προσπάθεια να αναστοχαστούμε την τάξη του Είναι, ένα όν που είναι ήδη εννούμενο και να βρούμε σ’αυτό την αλήθεια.
Η μαθηματική σύλληψη του κόσμου, μέσω του μαθηματικού σύμπαντος, βρήκε, ας πούμε τον «Θεό των φιλοσόφων». Τον ξανα-ανακάλυψε, με όλη την δυσκολία του πράγματος, η οποία εμφανίζεται μπροστά μας, όταν για παράδειγμα, ο Αινστάϊν συνεχίζει να απωθεί την έννοια ενός προσωπικού Θεού σαν «Ανθρωπομορφισμό» και τον κατατάσσει στην «ηθική θρησκεία» και στην « Θρησκεία του φόβου», στις οποίες αντιπαραθέτει σαν μόνη εναλλακτική λύση την «κοσμική θρησκευτικότητα», η οποία κατα την γνώμη του, φανερώνεται στον «εκστατικό θαυμασμό απέναντι στην αρμονία της φύσεως», σε μία « βαθειά πίστη στο έλλογο της δομής του σύμπαντος» και στον «πόθο να συλλάβουμε μια αντανάκλαση, έστω και μικρή, της Νοήσεως που αποκαλύπτεται σ’αυτόν τον κόσμο».
Έχουμε μπροστά μας εδώ, όλο το πρόβλημα της πίστεως στον Θεό : απο το ένα μέρος φαίνεται η διαύγεια τού είναι, καθότι έλλογο παραπέμπει σε μία σκέψη, αλλά ταυτοχρόνως συναντούμε και την αδυναμία να σχετίσουμε αυτή την σκέψη τού είναι με τον άνθρωπο. Το εμπόδιο είναι φανερό: πρόκειται για μία ανεπαρκέστατη έννοια τού προσώπου, η οποία εμποδίζει να ταυτίσουμε τον «Θεό τών φιλοσόφων» με τον «Θεό της πίστεως».
Συνεχίζεται
ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΗΔΗ Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ, ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΜΑΣ ΟΔΗΓΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου