Συνέχεια από Τετάρτη, 25 Σεπτεμβρίου 201
Enrico Berti
Μου έθεσαν την ερώτηση εάν ο Αριστοτέλης καταλήγει λογικός. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης στην Μεταφυσική είναι λογικά επιχειρήματα: Όταν λέει πως το Είναι δεν είναι γένος διότι χρησιμοποιείται σαν κατηγορούμενο λόγω των διαφορών του, αυτό χωρίς αμφιβολία είναι ένα επιχείρημα λογικού χαρακτήρος, αλλά δεν φτάνει γι’αυτό στην εκλογίκευση. Στον Αριστοτέλη, όπως σε όλους τους αρχαίους στοχαστές, λογική και μεταφυσική είναι στενά συνδεδεμένες, δεν υπάρχει από το ένα μέρος το Είναι και από το άλλο η σκέψη : η σκέψη είναι πάντοτε σκέψη του Είναι και το Είναι είναι πάντα νοούμενο στην σκέψη. Επομένως δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στην λογική και στην μεταφυσική.
ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΑ Ι, Κ - Χ, ΧΙ
ΒΙΒΛΙΑ Ι, Κ - Χ, ΧΙ
Μου έθεσαν την ερώτηση εάν ο Αριστοτέλης καταλήγει λογικός. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης στην Μεταφυσική είναι λογικά επιχειρήματα: Όταν λέει πως το Είναι δεν είναι γένος διότι χρησιμοποιείται σαν κατηγορούμενο λόγω των διαφορών του, αυτό χωρίς αμφιβολία είναι ένα επιχείρημα λογικού χαρακτήρος, αλλά δεν φτάνει γι’αυτό στην εκλογίκευση. Στον Αριστοτέλη, όπως σε όλους τους αρχαίους στοχαστές, λογική και μεταφυσική είναι στενά συνδεδεμένες, δεν υπάρχει από το ένα μέρος το Είναι και από το άλλο η σκέψη : η σκέψη είναι πάντοτε σκέψη του Είναι και το Είναι είναι πάντα νοούμενο στην σκέψη. Επομένως δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στην λογική και στην μεταφυσική.
Ρωτήθηκα στην συνέχεια, τι σκέπτομαι για την πλατωνική Δημιουργία. Σκέφτομαι πώς δεν είναι μία αληθινή Δημιουργία, διότι όλοι γνωρίζουμε πώς ο Δημιουργός αυτός δεν δημιουργεί, αλλά βρίσκεται ήδη μπροστά στα πιο σημαντικά πράγματα, δηλαδή πρώτα απ’όλα στην αληθινή πραγματικότητα, που είναι ο κόσμος των ιδεών, ο οποίος δεν δημιουργήθηκε από τον Δημιουργό. Και πράγματι στην συνέχεια, οι μεσοπλατωνικοί και οι νεοπλατωνικοί θα πουν πώς ο κόσμος των ιδεών είναι μέσα στον Νου του Θεού, και πώς οι ιδέες είναι θείες σκέψεις. Αυτό όμως δεν το λέει ο Πλάτων στον Τίμαιο και το γεγονός πώς το προσθέτουν οι άλλοι, θέλει να πει πώς γι’αυτούς η ύπαρξη ενός κόσμου των ιδεών που προηγείται του Δημιουργού και είναι ανεξάρτητος από τον Δημιουργό, θεωρήθηκε εμπόδιο σε μία θεωρία ή οποία θα δίδασκε ότι το όλον προήλθε από τον Θεό. Από το άλλο μέρος γνωρίζουμε πώς υπάρχει η διάσημη χώρα, ο υποδοχεύς, ο τόπος στον οποίο τα πράγματα αποκτούν ύπαρξη. Συνήθως, αυτή η σύλληψη του Τίμαιου, αναπαριστάται με μερικές λίμνες των βουνών, στις οποίες οι λόγοι και τα βουνά και τα δένδρα καθρεφτίζονται στο νερό. Να λοιπόν, για τον Πλάτωνα τα αισθητά πράγματα είναι σαν τις εικόνες των δένδρων και των βουνών που αντικαθρεφτίζονται στην επιφάνεια του νερού. Αλλά προκειμένου να έχουμε ή να υφίστανται οι εικόνες, πρέπει να υπάρχει η Επιφάνεια, πρέπει να υπάρχει ο τόπος στον οποίο οι εικόνες έρχονται στην ύπαρξη, και αυτή ακριβώς είναι η χώρα του Πλάτωνος. Έτσι λοιπόν δεν πρόκειται για αυθεντική Δημιουργία, αλλά χωρίς αμφιβολία υπάρχει αυτό το όραμα στο οποίο ένας Θεός -και ο Δημιουργός είναι ένας Θεός- με κάποιο τρόπο ενεργεί ώστε ο αισθητός κόσμος να πάρει την μορφή που έχει. Είναι ένας ενεργητικός Θεός λοιπόν, ένας Θεός που παρεμβαίνει στον κόσμο, και αυτό φάνηκε στους Χριστιανούς και πριν ακόμη στους Εβραίους, δηλαδή στον Φίλωνα - παρότι ο Φίλων ήταν ένας Εβραίος της διασποράς, ένας Ελληνικοποιημένος Εβραίος, ο οποίος αντιμετώπιζε και κάποια υποψία εκ’ μέρους των πιο Ορθοδόξων Εβραίων, σαν μία μορφή Δημιουργίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο Πλάτων να γίνει αποδεκτός από τους Εβραίους και από τους Χριστιανούς σαν ο πιο κοντινός έλληνας φιλόσοφος, στην έννοια της Δημιουργίας της Βίβλου.
Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνούμε πώς η ίδια η Βίβλος δεν μιλά για Δημιουργία με την πλήρη και αυστηρή έννοια, η οποία επιβεβαιώνεται όμως στην συνέχεια τον τρίτο και τέταρτο αιώνα, των μεγάλων συνόδων. Και η Δημιουργία για την οποία μιλά η Βίβλος φαίνεται να είναι κάτι που προϋποθέτει μία προϋπάρχουσα ύλη, και συνίσταται απλώς στην οργάνωση με κάποιο τρόπο κάποιου πράγματος που ήδη υπάρχει. Και μόνον προς τον δεύτερο και τρίτο αιώνα π.χ.- διότι υπάρχει κάποια μνεία στο βιβλίο των Μακκαβαίων- αρχίζουμε να ομιλούμε για μία εκ του μηδενός δημιουργία, αλλά η καθαρή έννοια μίας εκ του μηδενός δημιουργίας, βεβαιώνεται μετά από κάποιον αιώνα μέσα στα πλαίσια του ίδιου του Χριστιανισμού. Επομένως δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός πώς στην αρχή φαινόταν μία κάποια συμφωνία ανάμεσα στην Δημιουργία του Τίμαιου και στην Δημιουργία της Βίβλου. Μόνο που στην συνέχεια στο εσωτερικό του Χριστιανισμού η έννοια της Δημιουργίας καθάρισε όλο και περισσότερο, μέχρι να γίνει αντιληπτή στο τέλος σαν Δημιουργία εκ του μηδενός δηλαδή αιτία της ολότητος του Είναι. Μόνον που δεν υπήρξε πάντοτε έτσι στην ιστορία, το πράγμα. Όσον αφορά δε την έννοια ενός κατ’ουσίαν όντος, η οποία οδηγεί στον Παρμενίδη και στον μονισμό του, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, πιστεύω πώς είναι δυνατόν να επαναδιατυπώσουμε αυτή την θεωρία, όπως συνέβη στον Θωμά Ακινάτη, αποφεύγοντας τον Πανθεϊσμό και σ’ αυτό το σημείο πιστεύω πώς ο Αριστοτέλης είχε λάθος. Όπως είδαμε ο Αριστοτέλης, πίστευε πώς αυτή η έννοια κατέληγε στον μονισμό του Παρμενίδη, πιστεύω όμως πώς δεν είναι μία αναγκαία συνέπεια της έννοιας του Θεού σαν το κατ’ουσίαν όν, διότι μπορεί να αποφευχθεί ο Πανθεϊσμός, ο μονισμός, με την βοήθεια της έννοιας της μετοχής, διακρίνοντας δηλαδή το είναι καθαυτό από το μετέχον είναι, όπως κάνει ο Ακινάτης. Όμως η έννοια της μετοχής είναι μία πλατωνική έννοια που δεν συμμερίστηκε ο Αριστοτέλης.
Και τέλος σχετικά με την θεωρία σύμφωνα με την οποία ο Θεός είναι μορφική αιτία και τελική αιτία του κόσμου, πρόκειται για μία πλατωνίζουσα ερμηνεία του Αριστοτέλη, για την ερμηνεία δηλαδή που δόθηκε αμέσως στην σκέψη του. Μαρτυρεί μάλιστα γι’αυτήν την ερμηνεία ο Θεόφραστος δηλαδή ο διάδοχος του Αριστοτέλη, ο συνεργάτης του. Έτσι λοιπόν ο Θεόφραστος λέει πώς μερικοί ερμηνεύουν εκείνη την επιθυμία για την οποία γίνεται λόγος στο δωδέκατο βιβλίο, και λόγω της οποίας το κινητό ακίνητο κινεί, παρακινεί, σαν αντικείμενο επιθυμίας, σαν μία μορφή της μιμήσεως. Ο Θεόφραστος λέει πώς όσοι δέχονται το Ένα και τους αριθμούς, δηλαδή οι πλατωνικοί, το ερμηνεύουν σαν μίμηση. Ο Αριστοτέλης όμως δεν μιλά για μίμηση. Είναι μία θεωρία που προσφέρεται σ’αυτή την ερμηνεία αλλά δεν είναι ακριβώς η σκέψη του Αριστοτέλη. Θα το δούμε στην συνέχεια.
Ρωτήθηκα επίσης εάν υπήρξε κάποια επαφή ανάμεσα στην Βίβλο των Εβραίων και τον Αριστοτέλη. Πιστεύω πώς μπορούμε να το αποκλείσουμε απολύτως. Οι Έλληνες γνώρισαν την Βίβλο όταν, μέσω της διασποράς, φτάνουν στην Αλεξάνδρεια οι πρώτοι Εβραίοι διακονούμενοι, και αυτό συμβαίνει τον δεύτερο αιώνα π.Χ., δύο αιώνες δηλαδή μετά τον Αριστοτέλη. Αυτοί οι διανοούμενοι έμαθαν ελληνικά με ανάθεση του βασιλιά Πτολεμαίου του Φιλάδελφου, έτσι μεταφέρεται, αλλά δεν είμαστε σίγουροι αν είναι εντελώς αληθινό - καί μεταφράζουν για πρώτη φορά στα Ελληνικά την Βίβλο. Οι Έλληνες δεν γνώριζαν άλλη γλώσσα εκτός των Ελληνικών, και επομένως δεν μπορούσαν να διαβάσουν τίποτε που ήταν γραμμένο σε άλλη γλώσσα. Χρειάστηκαν οι Εβραίοι για να μεταφράσουν την Βίβλο στα Ελληνικά, και μόνον τότε οι Έλληνες διάβασαν την Βίβλο. Στην συνέχεια οι φιλόσοφοι, τόσο οι Εβραίοι όσο και οι Χριστιανοί, βλέποντας στον Πλάτωνα και στους Στωϊκούς, θεωρίες που έμοιαζαν με της Βίβλου, κατηγόρησαν τούς Ελληνες φιλοσόφους ότι έκλεψαν από τήν Βίβλο τις εν λόγω θεωρίες. Έτσι γεννήθηκε ο διάσημος θρύλος για την κλοπή των φιλοσόφων. Είναι ένας θρύλος γεμάτος σημασία όμως, διότι τονίζει πώς αυτοί οι Εβραίοι φιλόσοφοι κατ’αρχάς κάποιος Αριστόβουλος, που έζησε τον δεύτερο αιώνα π.Χ. και στην συνέχεια ο Φίλων, και ανάμεσα στους Χριστιανούς ο Ιουστίνος και άλλοι, λένε πώς οι Έλληνες έγιναν κύριοι της έννοιας του Θεού που υπήρχε στην Βίβλο. Αυτό δεν είναι αλήθεια, αλλά σημαίνει πώς σύμφωνα μ’αυτούς τους φιλοσόφους υπάρχει συμφωνία ή τουλάχιστον βλέπουν την συμφωνία, ανάμεσα στον Θεό των Ελλήνων φιλοσόφων και τον Θεό της Βίβλου.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου