Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Πρώτος - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (8)


Συνέχεια από Σάββατο, 14 Απριλίου 2018

16. Και όμως ως προς την κτίσιν, στην οποίαν φανερώς είναι αίτιος και συναίτιος με τον Πατέρα ο Υιός, καθ’ όσον αυτή έλαβε το είναι (την ύπαρξη) εκ του Πατρός δι’ αυτού και εξ αυτού, είναι εντελώς ασεβές να πούμε ότι δεν λέγουμε την κτίσιν εκ του Υιού και ότι το δημιουργικόν είναι ιδιότης της υποστάσεως του Πατρός. Επομένως, αν και το εκπορευτώς υπάρχον άγιον Πνεύμα είχε το είναι εκ Πατρός δι’ Υιού και εκ του Υιού, δεν θα ήταν ευσεβές να πούμε ότι δεν λέγουμε το Πνεύμα εκ του Υιού και ότι η εκπορευτική ιδιότης υπάρχει μόνον στον Πατέρα.

Επειδή δε αυτοί οι όποιοι λέγουν ταύτα είναι o θεοπάτωρ Δαβίδ και o Γρηγόριος o φωτεινότατος αστήρ των Νυσσαέων και o θεοφόρος Δαμασκηνός, αναγκαίως αυτοί (δηλ. οι Λατίνοι) οι oποίοι ισχυρίζονται ότι o Υιός είναι συναίτιος του Πατρός ως προς το πανάγιον Πνεύμα και του δίδουν ύπαρξιν εκ του Πατρός διά του Υιού και εκ του Υιού τόσον απέχουν από την ευσέβεια, όσον κρατούν ταύτην οι προαναφερθέντες άγιοι και οι θεολογούντες συμφώνως με αυτούς.

17. Είναι δε αναγκαιότατο να παρατηρούμε και τούτο, ότι όπως εμείς (οι κτιστοί) έχοντες την γένεσιν εκ του Πατρός δι’ Υιού και εκ του Υιού επικαλούμεθα και ομολογούμε τον καθένα μαζί και χωριστά ως Πατέρα και ποιητήν, έτσι και του θείου Πνεύματος θα ελέγετο ο καθείς μαζί και χωριστά Πατήρ και προβολεύς, εάν το Πνεύμα είχε την ύπαρξιν εκ του Πατρός δι’ Υιού και εκ του Υιού. Αλλά όλα αυτά, που συγχέουν πολυειδώς τις θείες υποστάσεις, φανερώνουν σαφώς ότι το άγιον Πνεύμα δεν έχει και εκ του Υιού την ύπαρξιν.

18. Και βεβαίως «όλα όσα έχει ο Πατήρ, είναι του Υιού», κατά τον θεολόγον Γρηγόριον, «χωρίς την αιτία». Ποία αιτία; Την των κτισμάτων; Άπαγε (της βλασφημίας)· διότι τούτων αρχή και αίτιος είναι επίσης και ο Υιός. Επομένως χωρίς την αιτία και αρχή τής εν Τριάδι νοουμένης θεότητος. Όλα λοιπόν τα του Πατρός έχει ο Υιός, χωρίς να είναι και αυτός αρχή και αίτιος της θεότητος του Πνεύματος. Άρα το Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός (από μόνον τον Πατέρα), όπως ο Υιός γεννάται εκ μόνου του Πατρός (από μόνον τον Πατέρα), και ευρίσκεται προσεχώς και αμέσως του Πατρός κατά την ύπαρξιν, όπως και ο Υιός, αν και διά του Υιού απέκτησε την δύναμιν να είναι Πνεύμα του Πατρός, αφού ο εκπορεύων είναι και Πατήρ.

19. Επειδή δε κατά τον λόγον του Κυρίου η μαρτυρία και δύο ανθρώπων είναι αληθής, «και πάσα μαρτυρία στέκεται διά δύο ή τριών μαρτύρων», και εμείς προς το παρόν, παραιτούμενοι προς αποφυγήν μακρηγορίας των άλλων, θα σου παρουσιάσουμε τρεις μάρτυρες, οι οποίοι σου απαγορεύουν σαφώς την προσθήκη. Και μάλιστα ας προσέλθει πρώτος ο και χρονολογικώς πρότερος μέγας Βασίλειος, ο οποίος στα Κεφάλαια κατά του Ευνομίου λέγει, «γεννά ο Θεός όχι ως άνθρωπος, αλλά γεννά αληθώς· και το γεννώμενον  εξ αυτού (από αυτόν) εκφαίνει (προβάλλει) λόγον όχι ανθρώπινο, εκφαίνει δε λόγον αληθή εξ αυτού· εκπέμπει Πνεύμα διά στόματος, όχι ωσάν το ανθρώπινον, επειδή σωματικώς δεν υπάρχει ούτε στόμα Θεού· εξ αυτού (από αυτόν) δε προέρχεται το Πνεύμα και όχι από αλλού». Βλέπεις ότι τούτο δεν έρχεται από αλλού, αλλά εκ μόνου του γεννώντος και τον Υιόν; Ώστε το Πνεύμα δεν προέρχεται εκ του Υιού (από τον Υιόν), επειδή ο Υιός εδώ έχει θεολογηθή και λόγος, αλλά όχι στόμα του Πατρός. Ο ίδιος (λέγει) σε άλλο σημείο, δεικνύοντας ότι και ο λόγος αυτός προέρχεται εκ του ιδίου στόματος, «εάν δεν πιστεύεις ότι το Πνεύμα έχει προέλθει εκ στόματος Θεού, δεν θα πιστεύσεις ούτε τον λόγον». Βλέπεις σαφώς ότι ο Υιός είναι λόγος, αλλά όχι στόμα του Πατρός από το όποιον στόμα, κατά τον μέγαν Βασίλειον, προέρχεται (πρόεισι) καθ’ ύπαρξιν και το άγιον Πνεύμα;

Κατά τον ίδιον τρόπον και ο αδελφός αυτού και αδελφικά φρονών Γρηγόριος (Νύσσης) στον λόγο του Περί θεογνωσίας λέγει, «Πνεύμα δε το εκπορευόμενον από την πατρικήν υπόστασιν. Γι’ αυτήν την αιτία ο Δαβίδ είπε Πνεύμα στόματος αλλά όχι και λόγον στόματος, για να πιστώσει την εκπορευτική ιδιότητα μόνον στο Πατέρα».

Έπειτα από αυτόν τον αψευδή μάρτυρα της αλήθειας, ας προσέλθει να συμμαρτυρήσει ο Κύριλλος που έχει γίνει ο ζων φωστήρ της Αλεξάνδρειας. Διότι λέγει στο Περί της άγιας Τριάδος έργον· «οι προσκυνητές τρεις υποστάσεις αναγνωρίζονται και πιστεύονται εις τον άναρχον Πατέρα τον μονογενή Υιόν και το άγιον Πνεύμα, το εκπορευόμενο εκ του Πατρός, εκπορευόμενο όχι γεννητώς όπως ο Υιός αλλά, όπως ελέχθη, εκ μόνου του Πατρός ως από στόματος, φανερούμενο δε διά του Υιού και λαλήσαν εις τους αγίους όλους και εις τους προφήτες και τους αποστόλους».

Και αλλού πάλι λέγει· «το άγιον Πνεύμα δεν προέρχεται εκ του Υιού εκπορευτώς, όπως ο Υιός προέρχεται εκ του Πατρός γεννητώς· αυτό θα ήταν βλασφημία και πολυθεΐα. Διότι κατά την πίστιν μας ένας είναι ο αίτιος και σύνδεσμος αμφοτέρων των προσώπων, ο Πατήρ».

Είναι άραγε δυνατόν να συναντήσει κανείς τρανότερο έλεγχο της δυσσεβείας σου; Από ανθρωπίνης πλευράς, όχι. Αλλά και το άγιον Πνεύμα μας το έδωσε σοφίσαν τον εκ Δαμασκού Ιωάννην, ο οποίος λέγει· «το Πνεύμα, το λέγομεν μεν του Υιού, δεν το λέγομεν δε εκ του Υιού· ομολογούμε όμως ότι διά του Υιού εφανερώθη και μεταδόθη σε εμάς».

Παραλείποντας όμως να παραθέσω στη συνέχεια τους άλλους, διότι είναι πολλοί και σχεδόν όσοι είναι οι πατέρες οι οποίοι λαλούν ζωντανοί στα συγγράμματά τους, θα σε κρίνω από τους λόγους σου· οπωσδήποτε δε θα σε κρίνει και ο Θεός. Όταν λοιπόν εσύ λέγεις ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού, και δεν προσθέτεις το «μόνων», άρα δεν εννοείς ούτε ότι εκ τούτων μόνων προέρχεται το Πνεύμα ούτε συνυπακούεις το μόνων, έστω και αν δεν το συνεκφωνείς; Αλλά θα ζητήσουμε σύμφωνα με την δική σου, ας πούμε, φιλοπολυεκπόρευτον διάνοιαν, να εκπορεύεται και από κάποιον άλλον εξ αιτίας της άγνοιάς σου περί του «μόνου»;

(Συνεχίζεται)

Αρχαίο κείμενο
16. Καί μήν ἐπί τῆς κτίσεως, ἐφ᾿ ἧς φανερῶς αἴτιός ἐστι καί ὁ Υἱός καί τῷ Πατρί συναίτιος, ὡς ἐκ Πατρός δι᾿ αὐτοῦ καί ἐξ αὐτοῦ τό εἶναι λαβούσης, ἀσεβές παντάπασιν εἰπεῖν ὅτι τήν κτίσιν ἐκ τοῦ Υἱοῦ οὐ λέγομεν καί ὅτι τό δημιουργικόν ἰδιότης ἐστί τῆς τοῦ Πατρός ὑποστάσεως. Τοιγαροῦν εἰ καί τό ἐκπορευτῶς ὑπάρχον Πνεῦμα ἅγιον ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ καί ἐξ αὐτοῦ τό εἶναι εἶχεν, οὐκ ἄν ἦν ὅλος εὐσεβοῦς εἰπεῖν, ὡς ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι τό Πνεῦμα οὐ λέγομεν καί ὡς ἡ ἐκπορευτική ἰδιότης τῷ Πατρί μόνῳ πρόσεστιν.

Ἐπεί δέ οἱ ταῦτα λέγοντες Δαβίδ ἐστιν ὁ θεοπάτωρ καί Γρηγόριος ὁ Νυσσαέων φανότατος φωστήρ καί Δαμασκηνός ὁ θεοφόρος, κατά πᾶσαν ἀνάγκην οἱ συναίτον τῷ Πατρί τόν Υἱόν λέγοντες ἐπί τοῦ παναγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τήν ὕπαρξιν αὐτῷ διδόντες, τοσοῦτον ἀπέχουσι τῆς εὐσεβείας, ὅσον ἀντέχονται ταύτης οἱ προαπηριθμημένοι τῶν ἁγίων καί οἱ τούτοις συνῳδά θεολογοῦντες.

17. Καί τοῦτο δέ συνορᾶν τῶν ἀναγκαιοτάτων, ὡς καθάπερ ἐκ τοῦ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ καί ἐξ Υἱοῦ τήν γένεσιν ἔχοντες ἡμεῖς, Πατέρα καί ποιητήν ὁμοῦ τε καί χωρίς ἑκάτερον ἐπικαλούμεθα καί ἀνομολογοῦμεν, οὕτω καί τοῦ θείου Πνεύματος ὁμοῦ τε καί χωρίς ἑκάτερος Πατήρ ἄν ἐλέγετο καί προβολεύς, εἴπερ ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ καί ἐξ Υἱοῦ τήν ὕπαρξιν τό Πνεῦμα εἶχεν. Ἀλλά τά τοιαῦτα πάντα πολυειδῶς συγχέοντα τάς θείας ὑποστάσεις παρίστησι σαφῶς, ὡς οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τήν ὕπαρξιν ἔχει τό Πνεῦμα τό ἅγιον.

18. Καί μέν δή, «πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, τοῦ Υἱοῦ ἐστι», κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον, «ἄνευ τῆς αἰτίας. Ποίας αἰτίας; Τῆς τῶν κτισμάτων; Ἄπαγε˙ τούτων γάρ ἀρχή καί αἴτιος καί ὁ Υἱός. Τοιγαροῦν ἄνευ τῆς αἰτίας καί ἀρχῆς τῆς ἐν Τριάδι νοουμένης θεότητος˙ πάντα οὖν ἔχει ὁ Υἱός τοῦ Πατρός, ἄνευ τοῦ ἀρχή καί αἴτιος εἶναι καί αὐτός τῆς θεότητος τοῦ Πνεύματος. Ἐκ μόνου ἄρα τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καθάπερ ὁ Υἱός ἐκ μόνου τοῦ Πατρός γεννᾶται, καί προσεχῶς καί ἀμέσως τοῦ Πατρός ἔχεται καθ᾿ ὕπαρξιν, καθά καί ὁ Υἱός, εἰ καί διά τοῦ Υἱοῦ Πατρός εἶναι Πνεῦμα ἔσχεν, ὡς τοῦ ἐκπορεύοντος ὄντος καί Πατρός.

19. Ἐπεί δέ καί δύο ἀνθρώπων ἡ μαρτυρία ἀληθής ἐστι κατά τόν τοῦ Κυρίου λόγον, «καί διά δύο ἤ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ρῆμα», καί ἡμεῖς τό νῦν εἶναι τῶν ἄλλων ἀφέμενοι διά τό μῆκος τρεῖς παραστήσομέν σοι μάρτυρας, σαφῶς ἀπαγορεύοντάς σου τήν προσθήκην. Καί δή παρίτω πρῶτος ὁ καί τῷ χρόνῳ πρότερος Βασίλειος ὁ μέγας˙ ἐν γάρ τοῖς Κατ᾿ Εὐνομίου κεφαλαίοις, «γεννᾷ», φησίν, «ὁ Θεός οὐχ ὡς ἄνθρωπος, γεννᾷ δέ ἀληθῶς˙ καί τό γεγεννημένον ἐξ αὐτοῦ ἐκφαίνει λόγον οὐκ ἀνθρώπινον, ἐκφαίνει δέ λόγον ἀληθῆ ἐξ αὑτοῦ˙ ἐκπέμπει Πνεῦμα διά στόματος, οὐχ οἷον τό ἀνθρώπινον, ἐπεί μηδέ στόμα Θεοῦ σωματικῶς˙ ἐξ αὐτοῦ δέ τό Πνεῦμα καί οὐχ ἑτέρωθεν». Ὁρᾷς ὅτι οὐχ ἑτέρωθεν, ἀλλ᾿ ἐκ μόνου τοῦ καί τόν Υἱόν γεννῶντος; Ὥστε οὐκ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα, ἐπεί καί λόγος ὁ Υἱός, ἀλλ᾿ οὐ στόμα τοῦ Πατρός ἐνταῦθα τῷ μεγάλῳ τεθεολόγηται. Ὅς ἀλλαχοῦ δεικνύς καί τόν λόγον τοῦτον ἐκ τοῦ αὐτοῦ προϊόντα στόματος, «εἰ γάρ τό Πνεῦμα μή πιστεύεις», φησίν, ἐκ στόματος Θεοῦ προεληλυθέναι, οὐδ᾿ ἄν τόν λόγον πιστεύσεις». Ὁρᾷς σαφῶς ὅτι Λόγος ὁ Υἱός, ἀλλ᾿ οὐ στόμα τοῦ Πατρός˙ ἐξ οὗ στόματος κατά τόν μέγαν Βασίλειον πρόεισι καθ᾿ ὕπαρξιν ὡς τό Πνεῦμα τό ἅγιον;

Τόν αὐτόν δέ τρόπον καί ὁ ἀδελφός αὐτῷ καί ἀδελφά φρονῶν Γρηγόριος ἐν τῷ Περί θεογνωσίας λόγῳ, «Πνεῦμα δέ», φησί, «τό τῆς πατρικῆς ἐκπορευόμενον ὑποστάσεως. Τούτου γάρ ἕνεκα καί Πνεῦμα στόματος ἀλλ᾿ οὐχί καί τόν λόγον στόματος ὁ Δαβίδ εἴρηκεν, ἵνα τήν ἐκπορευτικήν ἰδιότητα τῷ Πατρί μόνῳ προσοῦσαν πιστώσηται».

Μετ᾿ αὐτόν τόν ἀψευδῆ τῆς ἀληθείας μάρτυρα, ὁ ζῶν φωστήρ γεγονώς Ἀλεξανδρείας Κύριλλος, συμμαρτυρήσων παρελθέτω˙ φησί γάρ ἐν τῷ Περί τῆς ἁγίας Τριάδος˙ «αἱ προσκυνηταί τρεῖς ὑποστάσεις γινώσκονται καί πιστεύονται ἐν Πατρί ἀνάρχῳ καί ἐν Υἱῷ μονογενεῖ καί ἐν Πνεύματι ἁγίῳ τῷ ἐκ πορευομένῳ ἐκ τοῦ Πατρός, οὐ γεννητῶς καθάπερ ὁ Υἱός, ἀλλ᾿ ἐκπορευομένῳ καθάπερ εἴρηται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ὡς ἀπό στόματος, πεφηνότι δέ διά τοῦ Υἱοῦ καί λαλήσαντι ἐν τοῖς ἁγίοις πᾶσι προφήταις τε καί ἀποστόλοις». Καί ἀλλαχοῦ πάλιν˙ «οὐχ ὥσπερ ὁ Υἱός καί τοῦ Πατρός γεννητῶς οὕτω καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἀπό τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευτῶς, ἄπαγε τῆς βλασφημίας καί πολυθεΐας˙ εἷς γάρ παρ᾿ ἡμῖν ἀμφοῖν τοῖς προσώποις αἴτιος καί σύνδεσμος, ὁ Πατήρ».

Ἆρ᾿ ἔστι τρανότερον ἔλεγχον τῆς σῆς δυσσεβείας παρελθεῖν; Ἀνθρώπῳ μέν οὐκ ἄν ἔδοξεν. Ἀλλά καί τοῦθ᾿ ἡμῖν τό Πνεῦμα δέδωκε τόν ἐκ Δαμασκοῦ σοφίσαν Ἰωάννην˙ «τό Πνεῦμα γάρ», φησίν οὗτος, «τοῦ Υἱοῦ μέν λέγομεν, ἐκ δέ τοῦ Υἱοῦ οὐ λέγομεν˙ δι᾿ Υἱοῦ δέ πεφανερῶσθαι καί μεταδιδόσθαι ἡμῖν ὁμολογοῦμεν».


Ἀφείς δέ σοι τούς ἄλλους συνείρειν ἐφεξῆς ὅτι πλείστους ὄντας καί σχεδόν ὅσοι τῶν πατέρων οὐδέν ἧττον ἤ ζῶντες ἐν τοῖς καθ᾿ ἑαυτούς συγγράμμασι λαλοῦσιν, ἐκ τῶν λόγων σου κρινῶ σε˙ πάντως δέ καί ὁ Θεός. Σοῦ γάρ αὐτοῦ λέγοντος ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα καί τό «μόνων» οὐ προστιθεμένου, ἆρ᾿ οὐδ᾿ ἐκ τούτων μόνων τό Πνεῦμα ἐννοεῖς, οὐδέ συνυπακούεις τό μόνων, κἄν μή συνεκφωνῇς; Ἀλλά ζητήσομεν κατά τήν σήν, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, φιλοπολυεκπόρευτον διάνοιαν, καί ἐκ ἄλλου του ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα διά τήν σήν περί τοῦ μόνου ἄγνοιαν;



Δεν υπάρχουν σχόλια: