Συνέχεια από Δευτέρα, 16 Απριλίου 2018
20. Αλλά πάντως, για να σου παρασκευάσω πάλι το φάρμακο τής πραγματικής πληγής σου από τα ίδια και νά σε αποσπάσω από τα δυσσεβή δόγματα και ρήματα, είπε μου, ώ βέλτιστε, εάν σ’ ερωτήσει κανείς περί του Υιού, ότι επειδή έχει γραφτεί ότι «είδομεν την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς από τον Πατέρα» και ότι «πιστεύω είς ένα Υιόν τον εκ του Πατρός πρό αιώνων γεννηθέντα», και τα άλλα όσα σου απαριθμήθηκαν ανωτέρω, στα οποία δεν παρατίθεται το «μόνου», θα ισχυρίζεσαι προσθέτων ότι ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός και εκ του Αγίου Πνεύματος, προφασιζόμενος ακριβώς τούτο, ότι δεν παρατίθεται το «μόνου»; Κάθε άλλο, θα έλεγες. Και αυτός που προσθέτει τούτο και δεν πιστεύει ότι ο Λόγος εγεννήθη εκ μόνου του Πατρός (από μόνον τον Πατέρα) θα εκπέσει από της άνωθεν αναγέννησεως.[Τήν αναγέννηση ζεί τό έθνος μας από τήν εποχή τού εκχριστιανισμού του. Καί τήν χάνει σήμερα μιμούμενο τήν αποκρυφιστική αναγέννηση τής Ευρώπης] Διότι καλώς θα είπεις μαζί με εμάς ότι πουθενά δεν λέγεται γεννήτωρ το Πνεύμα, ούτε έχει τίποτε κοινόν με τον Πατέρα, το οποίον δεν είναι κοινόν και με τον Υιόν· ούτε από την δυάδα προέρχεται το έν ούτε εις την δυάδα αναφέρεται· ούτε η μονάς κινηθείσα σταματά εις μονάδα και η δυάς εις άλλην πάλιν μονάδα, «αλλά η μονάς θεοπρεπώς εις δυάδα κινηθείσα, σταματά είς την Τριάδα (μέχρι Τριάδος έστη)». Και «είς ημίν Θεός· όχι μόνον διότι μία είναι η θεότης, αλλά διότι αμφότερα τα προερχόμενα εξ αυτού εις έν έχουν την αναφοράν. Και μία πηγαία θεότης υπάρχει, ο Πατήρ, ο οποίος είναι και μόνος αίτιος και μόνος πηγή θεότητος». Επομένως αυτά είναι τα ιδιάζοντα γνωρίσματα αυτού· διότι είναι μόνος. Άρα καμμία κοινωνία δεν έχει προς αυτά το άγιον Πνεύμα, καθ’ όσον και «τα της υπερουσίου θεογονίας δεν αντιστρέφονται προς άλληλα», θα έλεγε πάλι ο ουρανόφρων Διονύσιος.
Αλλά εύγε σου για την απαράλλακτη συμφωνία σου τόσον προς τους θεοσόφους Πατέρες όσον και προς εμάς τους σοφισθέντας από εκείνους. Συνελήφθης όμως, κατά τον λόγο, από τα πτερά σου και επατάχθης επωφελώς πράγματι με τον λόγον που υπερασπίζει το ορθόν. Ως προς αυτόν, όχι μόνον επατάχθης, αλλά και ιάθης κατά το ειρημένον υπό του Θεού, «θα πατάξω και θεραπεύσω».
Διότι όσα θα έλεγες μαζί μας και μαζί με την αλήθεια προς τους λέγοντες ότι ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός και εκ του Πνεύματος, προβάλλοντας και άλλες προφάσεις εν αμαρτίαις, μάλλον δε δυσσεβείαις, και ότι δεν έχει προστεθεί το 'μόνου' στο ότι εγεννήθη εκ του Πατρός, αυτά άκουε και εσύ ο ίδιος τώρα από εμάς και από την αλήθεια, και λέγε, ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού, φροντίζων και από αλλού να διαπιστώσεις τούτο και από το ότι δεν παρατίθεται στο εκ Πατρός εκπορεύεσθαι το “μόνου”. Διότι αυτός που ισχυρίζεται ότι το Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιού θα εκπέσει και αυτής ταύτης της δια του αγίου Πνεύματος υιοθεσίας.
21. Σε ποιο πράγματι μέρος των θεοπνεύστων λογίων είναι δυνατόν να βρει κανείς να ονομάζεται ο Υιός προβολεύς, αν και ο μέγας Γρηγόριος ο θεολόγος πολλάκις απαρίθμησε όλες τις προσηγορίες του Υιού, και όχι μόνον τις απαρίθμησε αλλά και τις θεώρησε; Αυτός, για να ερμηνεύσει το “μονογενής”, λέγει, «δεν συμβαίνει μόνον ότι είναι μόνος εκ μόνου, αλλά και μονοτρόπως», εξηγώντας πάλι εκείνο το όποιο είπε μόνως και ιδιοτρόπως. Χρησιμοποίησε δε το “μόνος” υπό την έννοια του ενός· το δε “εκ μόνου” υπό την έννοια του γεννήσαντος εν παρθενία, δηλαδή χωρίς συζυγία. Το δε “μόνον” τί άλλο θα μπορούσε να είναι παρά ότι μόνον Υιός, αλλά όχι και Πατήρ ούτε προβολεύς; Εάν δε και ο Πατήρ λέγεται μόνον Πατήρ, είναι εύλογο —καθ’ όσον το Πνεύμα είναι εκ Πατρός— ότι λέγεται και Πνεύμα Πατρός και ότι ο Πατήρ θα ελέγετο αίτιος του Πνεύματος· διότι ο αδελφόθεος Ιάκωβος τον είπε Πατέρα των φώτων, δηλαδή του Υιού και του Πνεύματος, όπως λέγει και ο μέγας Αθανάσιος ερμηνεύοντας αυτά. Εάν δε έτσι έχουν αυτά τα πράγματα, όπως και έχουν, θα μπορούσε να λεχθεί και ο Υιός Πατήρ φωτός, ήτοι του αγίου Πνεύματος, εάν κατά εσέ το Πνεύμα είναι και από αυτόν.
Εάν λοιπόν επρόκειτο να δώσουμε και αυτά τα ονόματα, δηλαδή να τον πούμε Πατέρα του φωτός ή προβολέα του αγίου Πνεύματος, πώς δεν θα προέθετε από όλα σχεδόν τα ονόματα αυτού ο μέγας στην θεολογία Γρηγόριος τούτο, αφού αγωνίζετο να δείξει το ομότιμον προς τον Πατέρα; Διά τούτο λέγει, «εάν για τον Πατέρα είναι μέγα το ότι δεν προήλθε από πουθενά, δεν είναι λιγότερο διά τον Υιόν το ότι προήλθε εκ τοιούτου Πατρός. Και συνυπάρχει στόν Υιό ένα τόσον μέγα πράγμα, η γέννησις». Εάν λοιπόν συνυπήρχε η ιδιότης του προβολέως, πώς δεν θα έλεγε ένα τόσον σπουδαίο πράγμα, με το όποιον θα τον δείκνυε ισχυρότερα ως ίσον με τον Πατέρα; Αλλά δεν το είπε· επομένως ούτε ενυπάρχει.
22. Ο μέγας αυτός θεολόγος δεν προσδίδει απλώς στο Πνεύμα την ιδιότητα του εκπορευτού (το εκπορευόμενον), αλλά το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, προβλέποντας κατά κάποιον τρόπο και προανατρέποντας την δυσσεβή προσθήκη σου. Διότι αφού είπε προηγουμένως τον μεν Πατέρα γεννήτορα και προβολέα, τον δε Υιόν όχι προβολέα αλλά μόνον γέννημα, προχωρώντας λέγει, εμείς δε «ιστάμενοι επί των ορίων μας εισάγουμε το αγέννητον και το γεννητόν και το εκ του Πατρός εκπορευόμενον». Δεν είπε απλώς ότι το εκπορευόμενον είναι ιδιότης του Πνεύματος, για να μην νομίσει κανείς ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Υιού ή και εκ του Υιού· διότι το μεν γεννητόν συνεισάγει στην διάνοια (νοερώς) τον Πατέρα, το δε εκπορευτόν όχι. Διά τούτο έθεσε ως ιδιότητα του Πνεύματος το εκ του Πατρός εκπορευόμενον· «τούτο, λέγει ο μέγας Βασίλειος, ως γνωριστικόν σημείον της κατά την υπόστασιν ιδιότητος πού έχει το άγιον Πνεύμα, το ότι αναγνωρίζεται μετά τον Υιόν και μαζί με αυτόν, και ότι υφεστάναι (λαμβάνει ύπαρξιν) εκ του Πατρός». Αλλά βλέπεις, πώς απομακρυνθήκατε από την κοινωνίαν μας δικαίως, διότι δεν παραμένετε στα δικά μας και στα της ευσεβείας όρια;
Ή χαρακτηρίζεις και τον Υιόν Πατέρα, όπως εδείχθη ανωτέρω, για να εκπορεύεται και από αυτόν το Πνεύμα, ή το ότι εκ του Πατρός εκπορεύεται δεν θεωρείς ως ιδιότητα του Πνεύματος, ούτε νομίζεις την εκπόρευσιν ιδιότητα του Πατρός, και θα θεολογήσεις αντιθέτως προς τον έχοντα την επωνυμία του θεολόγου και θα τοποθετηθείς στην αντίθετον παράταξιν και θα αποκηρυχθείς από εμάς· διότι τις φωνές αυτού θεωρούμε ότι είναι εκδηλωτικά του αγίου Πνεύματος. Αλλά βεβαίως, όπως η υγρασία προέρχεται από υγρά σώματα και αυτό είναι η ίδιότης της, και ιδιότης των υγρών σωμάτων είναι να προβάλλουν υγρασίαν, κατά τον ίδιον τρόπον, αφού το Πνεύμα έχει ως ιδιότητα να εκπορεύεται εκ του Πατρός, και ο Πατήρ ιδιότητα έχει αναγκαστικώς να εκπορεύει το Πνεύμα.
Άρα στον Πατέρα μόνον ανήκει η εκπόρευσις του Πνεύματος· και πάντοτε εκ μόνου του Πατρός εκπορεύεται το Πνεύμα κατά υπαρκτικήν αλλά όχι εκφαντικήν προέλευσιν. Διότι ακόμη και όπου δεν συνεκφωνείται το εκ του Πατρός με το εκπορευτόν, πάντοτε συνυπακούεται για τους ακούοντες συνετώς, όπως συνυπακούεται και επί του Υιού με το γεννητόν. Πράγματι γεννητός είναι και έκαστος ημών· γεννητός δε εκ του Πατρός (από τον Πατέρα), ήτοι (εκ Θεού Πατρός) από τον Θεόν Πατέρα, είναι μόνος ο Υιός, ώστε το συνημμένον τούτο είναι ίδιον γνώρισμα αυτού και πάντοτε συννοείται, ακόμη και αν δεν συνεκφωνείται.
Κατά τον ίδιον τρόπον θα μπορούσες να πεις εκπορευτόν και το δικό μας πνεύμα. Επομένως ίδιον γνώρισμα του Πνεύματος δεν είναι το απλώς εκπορευτόν, αλλά το εκ του Πατρός εκπορευτόν· διότι εκείνος είναι πάντοτε Πατήρ. Είναι άρα αδύνατο να υπάρχει εκπορευτόν και από τον Υιόν, εκτός εάν διά σε και ο Υιός είναι Πατήρ. Όχι μόνον δε το εκ του Πατρός συνυπακούεται με το εκπορευτόν, αλλά και το εκ μόνου του Πατρός, όπως ακριβώς και με το γεννητόν. Διότι, όπως μας διδάσκουν οι ένθεοι θεολόγοι, κατά τα λεχθέντα ανωτέρω, όπως ο Υιός είναι εκ του Πατρός, έτσι και το Πνεύμα, με την διαφοροποίησιν του γεννητώς και του εκπορευτώς· διά τούτο είναι εντελώς αδύνατον να είναι (το Πνεύμα) και εκ του Υιού.
(Συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
20. Οὐ μήν, ἀλλ᾿ ἵνα πάλιν ἐκ τῶν αὐτῶν σοι συσκευάσω τῆς ὡς ἀληθῶς πληγῆς τό ἴαμα καί τῶν δυσσεβῶν ἐκσπάσω καί δογμάτων καί ρημάτων, εἰπέ μοι, ὦ βέλτιστε, εἴ τις ἔροιτό σε περί τοῦ Υἱοῦ, ὡς ἐπειδήπερ γέγραπται ὅτι, «εἴδομεν τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός», καί ὅτι «πιστεύω εἰς ἕνα Υἱόν τόν ἐκ τοῦ Πατρός πρό αἰώνων γεννηθέντα, καί τ᾿ ἄλλα ὅσα σοι ἀνωτέρω ἀπηρίθμηται, οἷς οὐ πρόσκειται τό «μόνου», ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ ἁγίου Πνεύματος προσθείς φαίης ἄν γεγεννῆσθαι τόν Υἱόν, τοῦτ᾿ αὐτό προφασιζόμενος ὅτι μή πρόσκειται τό «μόνου»; Ἄπαγε δήπου, φαίης ἄν. Καί αὐτῆς ἐκπέσοι τῆς ἄνωθεν ἀναγεννήσεως ὁ τοῦτο προστιθείς καί μή ἐκ μόνου δοξάζων γεγεννῆσθαι τοῦ Πατρός τόν Λόγον. Οὐδαμοῦ γάρ γεννήτωρ εἴρηται τό Πνεῦμα σύν ἡμῖν καλῶς ἐρεῖς, οὐδέ κοινόν ἔχει τι Πατρί, ὅ μή ἔστι κοινόν καί τῷ Υἱῷ˙ οὐδ ἐκ τῆς δυάδος προάγεται τό ἕν, οὐδ᾿ εἰς τήν δυάδα ἀναφέρεται˙ οὐδ᾿ ἡ μονάς εἰς μονάδα κινηθεῖσα καί εἰς ἑτέραν αὖθις μονάδα ἡ δυάς, «ἀλλ᾿ ἡ μονάς θεοπρεπῶς εἰς δυάδα κινηθεῖσα, μέχρι τριάδος ἔστη». Καί «εἷς ἡμῖν Θεός˙ οὐ μόνον ὅτι μία θεότης, ἀλλ᾿ ὅτι καί εἰς ἕν ἀμφότερα τά ἐξ αὐτοῦ τήν ἀναφοράν ἔχει. Καί μία πηγαία θεότης, ὁ Πατήρ καί μόνος αἴτιος καί μόνος πηγή θεότητος». Οὐκοῦν καί ταῦτ᾿ ἐστίν αὐτοῦ τά ἰδιάζοντα τῶν γνωρισμάτων˙ μόνος γάρ˙ οὐδεμίαν ἄρα τήν κοινωνίαν ἕξει πρός ταῦτα τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἐπεί καί «τά τῆς ὑπερουσίου θεογονίας οὐκ ἀντιστρέφει πρός ἄλληλα», Διονύσιος αὖθις ἄν εἶπεν ὁ οὐρανόφρων.
Ἀλλ᾿ εὖγέ σοι τῆς ἐν τούτοις πρός τε τούς θεοσόφους τῶν πατέρων καί ἡμᾶς τούς ἐξ ἐκείνων σοφισθέντας ἀπαραλλάκτου συμφωνίας. Ἑάλως δ᾿ ὅμως, τό τοῦ λόγου, τοῖς σαυτοῦ πτεροῖς καί λυσιτελῶς ὄντως ἐπατάχθης τῷ τοῦ ὀρθοῦ προπολεμοῦντι λόγῳ˙ τό γάρ εἰς αὐτόν ᾗκον, οὐ μόνον ἐπατάχθης, ἀλλά καί ἰάθης κατά τό εἰρημένον ὡς ὑπό Θεοῦ, «πατάξω καί ἰάσομαι».
Ἅ γάρ ἄν εἶπες μεθ᾿ ἡμῶν τε καί τῆς ἀληθείας πρός τούς ἐκ Πατρός τε καί ἐκ τοῦ Πνεύματος λέγοντας γεγεννῆσθαι τόν Υἱόν, ἄλλας τε προφάσεις προφασιζομένους ἐν ἁμαρτίαις, μᾶλλον δέ δυσσεβείαις, καί ὅτι μή προστέθειται τῷ γεγεννῆσθαι ἐκ Πατρός τό "μόνου", ταῦτα καί αὐτός ἀρτίως ἀφ᾿ ἡμῶν τε καί τῆς ἀληθείας ἄκουε, ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ λέγων ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα τό ἅγιον˙ ἑτέρωθέν τε τοῦτο πειρώμενος πιστοῦσθαι καί τοῦ μή προσκεῖσθαι τῷ ἐκ Πατρός ἐκπορεύεσθαι τό "μόνου"˙ καί αὐτῆς γάρ ἐκπεσεῖται τῆς διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος υἱοθεσίας ὁ καί ἐκ Υἱοῦ τό Πνεῦμα λέγων˙
21. Ποῦ γάρ τῶν θεοπνεύστων λογίων προβολέα τόν Υἱόν εὕροι τις ἄν ὠνομασμένον, καίτοι Γρηγορίῳ τῷ μεγάλῳ θεολόγῳ τῶν τοῦ Υἱοῦ προσηγοριῶν πασῶν καί πολλάκις ἀπηριθμημένων καί οὐκ ἀπηριθμημένων μόνον ἀλλά καί τεθεωρημένων; Ὅς καί τό "μονογενής" ἐξηγούμενος, «οὐχ ὅτι», φησί, «μόνος ἐκ μόνου καί μόνον, ἀλλά καί μονοτρόπως»˙ ὅ ἀλλαχοῦ μόνως εἶπε ἰδιοτρόπως, τοῦτ᾿ αὖθις ἐξηγούμενος. Τό δέ "μόνος" ὡς εἷς˙ τό δ᾿ "ἐκ μόνου" ὡς ἐν παρθενίᾳ γεννήσαντος, ταὐτό δ᾿ εἰπεῖν ὡς οὐκ ἀπό συζυγίας. Τό δέ "μόνον" τί ἄν ἄλλο εἴη ἤ ὅτι μόνος Υἱός, ἀλλ᾿ οὐχί καί Πατήρ οὐδέ προβολεύς; Εἰ δέ καί ὁ Πατήρ, Πατήρ μόνον λέγεται, εἰκότως -καί γάρ ἐκ Πατρός τό Πνεῦμα- καί Πατρός λέγεται Πνεῦμα καί ὁ Πατήρ καί τοῦ Πνεύματος λέγοιτ᾿ ἄν ὡς αἴτιος˙ Πατέρα γάρ τῶν φώτων τοῦτον εἶπεν ὁ μέγας Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος, τουτέστιν Υἱοῦ καί Πνεύματος, ὡς καί Ἀθανάσιος ὁ μέγας ἐξηγούμενος λέγει. Εἰ δέ τοῦτ᾿ οὕτως ἔχει, ὥσπερ οὖν ἔχει, λέγοιτ᾿ ἄν καί ὁ Υἱός Πατήρ φωτός, τουτέστι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, εἰ καί ἐξ αὐτοῦ κατά σέ τό Πνεῦμα.
Εἰ γοῦν ταῦτ᾿ ἦν ὀνομάσαι, οἷον Πατέρα φωτός ἤ προβολέα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πῶς ἄν οὐχί τῶν ἄλλων αὐτοῦ σχεδόν πάντων ὀνομάτων ὁ μέγας ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριος προὔθηκε, καίτοι τό πρός τόν Πατέρα ἀγωνιζόμενος δεικνύναι; Διό φησιν˙ «εἰ μέγα τῷ Πατρί τῷ μηδαμόθεν ὡρμῆσθαι, οὐκ ἔλαττον τῷ Υἱῷ τό ἐκ τοιούτου Πατρός. Καί πρόσεστιν τῷ Υἱῷ τό τῆς γεννήσεως πρᾶγμα τοσοῦτον». Εἰ γοῦν προσῆεν τό προβολέα εἶναι, πῶς οὐκ ἄν εἶπε πρᾶγμα τοσοῦτον, δι᾿ ὅ καί μᾶλλον ἄν δεικύειν ἔδοξεν ἴσον τῷ Πατρί; Ἀλλ᾿ οὐκ εἶπεν˙ οὐκοῦν οὐδέ πρόσεστιν.
22. Ὁ γάρ μέγας οὗτος θεολόγος οὐδ᾿ ἁπλῶς οὕτω τό ἐκπορευόμενον ἴδιον τίθησι τοῦ Πνεύματος, ἀλλά τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, προορῶν δήπου καί προανατρέπων σου τήν δυσσεβῆ προσθήκην. Ἀνωτέρω γάρ μικρόν εἰπών, τόν μέν Πατέρα γεννήτορα καί προβολέα, τόν δέ Υἱόν προβολέα μέν οὐ, γέννημα δέ μόνον, προσϊών, ἡμεῖς δέ, φησίν, «ἐπί τῶν ἡμετέρων ὅρων ἱστάμενοι, τό ἀγέννητον εἰσάγομεν καί τό γεννητόν καί τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον». Οὐκ εἶπε τό ἐκπορευόμενον ἁπλῶς ἴδιον τοῦ Πνεύματος ὑπάρχειν, ἵνα μή τις ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἤ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι νομίσῃ τό Πνεῦμα τό ἅγιον˙ τό μέν γάρ γεννητόν συνεισάγει τῇ διανοίᾳ τόν Πατέρα, τό δέ ἐκπορευτόν οὐχ οὕτω. Διά τοῦτο τό ἐκ Πατρός ἐκπορευόμενον ἴδιον τέθηκε τοῦ Πνεύματος˙ «τοῦτο γάρ», φησί καί Βασίλειος ὁ μέγας, «γνωριστικόν τῆς κατά τήν ὑπόστασιν ἰδιότητος σημεῖον ἔχει τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό μετά τόν Υἱόν καί σύν αὐτῷ γνωρίζεσθαι καί ἐκ τοῦ Πατρός ὑφεστάναι». Ἀλλ᾿ ὁρᾷς, ὅπως παρ᾿ ἡμῶν δικαίως ἀπελήλασθε τῆς κοινωνίας, οὐκ ἐπί τῶν ἡμετέρων ὅρων καί τῆς εὐσεβείας ἱστάμενοι;
Ἤ γάρ καί τόν Υἱόν Πατέρα προσερεῖς, ὡς καί ἀνωτέρω δέδεικται, ἵν᾿ ἐκπορευόμενον εἴη σοι καί ἐξ αὐτοῦ τό Πνεῦμα, ἤ τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεσθαι οὐκ ἄν ἴδιον εἴη σοι τοῦ Πνεύματος, οὐδέ τό ἐκπορεύειν ἴδιον εἶναι νομίσεις τοῦ Πατρός, καί ἀπ᾿ ἐναντίας θεολογήσεις τοῦ τό θεολογεῖν ἐπωνυμίαν κτησαμένου καί πρός τήν ἐναντίον ὄντως μοῖραν στήσῃ καί παρ᾿ ἡμῶν ἐκκήρυκτος γενήσῃ˙ τάς γάρ αὐτοῦ φωνάς ἐκφαντορίας οὔσας ἴσμεν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλά γάρ, ὥσπερ τῆς νοτίδος ἐξ ὑγρῶν σωμάτων ἐκπορευομένης καί τοῦτ᾿ ἴδιον ἐχούσης καί τῶν ὑγρῶν σωμάτων ἴδιόν ἐστι τό νοτίδα ἐκπορεύειν, τόν αὐτόν τρόπον καί τοῦ Πνεύματος ἴδιον ἔχοντος τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεσθαι καί τοῦ Πατρός ἐξ ἀνάγκης ἐστι τό τό Πνεῦμα ἐκπορεύειν.
Μόνου ἄρα τοῦ Πατρός ἡ τοῦ Πνεύματος ἐκπόρευσις˙ καί ἀεί ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα καθ᾿ ὑπαρκτικήν ἀλλ᾿ οὐκ ἐκφαντικήν προέλευσιν. Καί ἐν οἷς γάρ τῷ ἐκπορευτῷ μή συνεκφωνεῖται τό ἐκ τοῦ Πατρός, συνυπακουόμενον ἐστιν ἀεί τοῖς συνετῶς ἀκούουσιν, ὥσπερ καί ἐπί τοῦ Υἱοῦ τῷ γεννητῷ συνυπακούεται. Γεννητός γάρ καί ἡμῶν ἁπάντων ἕκαστος˙ γεννητός δέ ἐκ τοῦ Πατρός, ταὐτόν δ᾿ εἰπεῖν ἐκ Θεοῦ Πατρός, μόνος ὁ Υἱός, ὥστε τό συννημένον τοῦτ᾿ ἔστιν ἴδιον αὐτοῦ καί ἀεί συννοεῖται, κἄν μή συνεκφωνεῖται. Τόν αὐτόν οὖν τρόπον ἐκπορευτόν ἄν εἴποις καί τό πνεῦμα τό ἡμέτερον. Οὐκοῦν οὐ τό ἁπλῶς ἐκπορευτόν ἴδιον τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευτόν˙ ἐκεῖνος γάρ ἀεί Πατήρ. Τῶν ἀδυνάτων ἄρ᾿ ἐστίν ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευτόν ὑπάρχειν, εἰ μή καί ὁ Υἱός εἴη σοι Πατήρ. Οὐ μόνον δέ τό ἐκ τοῦ Πατρός τῷ ἐκπορευτῷ συνυπακούεται, ἀλλά καί τό ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, καθάπερ καί τῷ γεννητῷ˙ ὡς γάρ οἱ ἔνθεοι θεολόγοι διδάσκουσιν ἡμᾶς, ὅ καί ἀνωτέρω ἔφημεν, χωρίς τοῦ γεννητῶς τε καί ἐκπορευτῶς, ὡς ὁ Υἱός ἐκ τοῦ Πατρός, οὕτω καί τό Πνεῦμα˙ τοιγαροῦν παντάπασιν ἀδύνατον εἶναι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
20. Αλλά πάντως, για να σου παρασκευάσω πάλι το φάρμακο τής πραγματικής πληγής σου από τα ίδια και νά σε αποσπάσω από τα δυσσεβή δόγματα και ρήματα, είπε μου, ώ βέλτιστε, εάν σ’ ερωτήσει κανείς περί του Υιού, ότι επειδή έχει γραφτεί ότι «είδομεν την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς από τον Πατέρα» και ότι «πιστεύω είς ένα Υιόν τον εκ του Πατρός πρό αιώνων γεννηθέντα», και τα άλλα όσα σου απαριθμήθηκαν ανωτέρω, στα οποία δεν παρατίθεται το «μόνου», θα ισχυρίζεσαι προσθέτων ότι ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός και εκ του Αγίου Πνεύματος, προφασιζόμενος ακριβώς τούτο, ότι δεν παρατίθεται το «μόνου»; Κάθε άλλο, θα έλεγες. Και αυτός που προσθέτει τούτο και δεν πιστεύει ότι ο Λόγος εγεννήθη εκ μόνου του Πατρός (από μόνον τον Πατέρα) θα εκπέσει από της άνωθεν αναγέννησεως.[Τήν αναγέννηση ζεί τό έθνος μας από τήν εποχή τού εκχριστιανισμού του. Καί τήν χάνει σήμερα μιμούμενο τήν αποκρυφιστική αναγέννηση τής Ευρώπης] Διότι καλώς θα είπεις μαζί με εμάς ότι πουθενά δεν λέγεται γεννήτωρ το Πνεύμα, ούτε έχει τίποτε κοινόν με τον Πατέρα, το οποίον δεν είναι κοινόν και με τον Υιόν· ούτε από την δυάδα προέρχεται το έν ούτε εις την δυάδα αναφέρεται· ούτε η μονάς κινηθείσα σταματά εις μονάδα και η δυάς εις άλλην πάλιν μονάδα, «αλλά η μονάς θεοπρεπώς εις δυάδα κινηθείσα, σταματά είς την Τριάδα (μέχρι Τριάδος έστη)». Και «είς ημίν Θεός· όχι μόνον διότι μία είναι η θεότης, αλλά διότι αμφότερα τα προερχόμενα εξ αυτού εις έν έχουν την αναφοράν. Και μία πηγαία θεότης υπάρχει, ο Πατήρ, ο οποίος είναι και μόνος αίτιος και μόνος πηγή θεότητος». Επομένως αυτά είναι τα ιδιάζοντα γνωρίσματα αυτού· διότι είναι μόνος. Άρα καμμία κοινωνία δεν έχει προς αυτά το άγιον Πνεύμα, καθ’ όσον και «τα της υπερουσίου θεογονίας δεν αντιστρέφονται προς άλληλα», θα έλεγε πάλι ο ουρανόφρων Διονύσιος.
Αλλά εύγε σου για την απαράλλακτη συμφωνία σου τόσον προς τους θεοσόφους Πατέρες όσον και προς εμάς τους σοφισθέντας από εκείνους. Συνελήφθης όμως, κατά τον λόγο, από τα πτερά σου και επατάχθης επωφελώς πράγματι με τον λόγον που υπερασπίζει το ορθόν. Ως προς αυτόν, όχι μόνον επατάχθης, αλλά και ιάθης κατά το ειρημένον υπό του Θεού, «θα πατάξω και θεραπεύσω».
Διότι όσα θα έλεγες μαζί μας και μαζί με την αλήθεια προς τους λέγοντες ότι ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός και εκ του Πνεύματος, προβάλλοντας και άλλες προφάσεις εν αμαρτίαις, μάλλον δε δυσσεβείαις, και ότι δεν έχει προστεθεί το 'μόνου' στο ότι εγεννήθη εκ του Πατρός, αυτά άκουε και εσύ ο ίδιος τώρα από εμάς και από την αλήθεια, και λέγε, ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού, φροντίζων και από αλλού να διαπιστώσεις τούτο και από το ότι δεν παρατίθεται στο εκ Πατρός εκπορεύεσθαι το “μόνου”. Διότι αυτός που ισχυρίζεται ότι το Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιού θα εκπέσει και αυτής ταύτης της δια του αγίου Πνεύματος υιοθεσίας.
21. Σε ποιο πράγματι μέρος των θεοπνεύστων λογίων είναι δυνατόν να βρει κανείς να ονομάζεται ο Υιός προβολεύς, αν και ο μέγας Γρηγόριος ο θεολόγος πολλάκις απαρίθμησε όλες τις προσηγορίες του Υιού, και όχι μόνον τις απαρίθμησε αλλά και τις θεώρησε; Αυτός, για να ερμηνεύσει το “μονογενής”, λέγει, «δεν συμβαίνει μόνον ότι είναι μόνος εκ μόνου, αλλά και μονοτρόπως», εξηγώντας πάλι εκείνο το όποιο είπε μόνως και ιδιοτρόπως. Χρησιμοποίησε δε το “μόνος” υπό την έννοια του ενός· το δε “εκ μόνου” υπό την έννοια του γεννήσαντος εν παρθενία, δηλαδή χωρίς συζυγία. Το δε “μόνον” τί άλλο θα μπορούσε να είναι παρά ότι μόνον Υιός, αλλά όχι και Πατήρ ούτε προβολεύς; Εάν δε και ο Πατήρ λέγεται μόνον Πατήρ, είναι εύλογο —καθ’ όσον το Πνεύμα είναι εκ Πατρός— ότι λέγεται και Πνεύμα Πατρός και ότι ο Πατήρ θα ελέγετο αίτιος του Πνεύματος· διότι ο αδελφόθεος Ιάκωβος τον είπε Πατέρα των φώτων, δηλαδή του Υιού και του Πνεύματος, όπως λέγει και ο μέγας Αθανάσιος ερμηνεύοντας αυτά. Εάν δε έτσι έχουν αυτά τα πράγματα, όπως και έχουν, θα μπορούσε να λεχθεί και ο Υιός Πατήρ φωτός, ήτοι του αγίου Πνεύματος, εάν κατά εσέ το Πνεύμα είναι και από αυτόν.
Εάν λοιπόν επρόκειτο να δώσουμε και αυτά τα ονόματα, δηλαδή να τον πούμε Πατέρα του φωτός ή προβολέα του αγίου Πνεύματος, πώς δεν θα προέθετε από όλα σχεδόν τα ονόματα αυτού ο μέγας στην θεολογία Γρηγόριος τούτο, αφού αγωνίζετο να δείξει το ομότιμον προς τον Πατέρα; Διά τούτο λέγει, «εάν για τον Πατέρα είναι μέγα το ότι δεν προήλθε από πουθενά, δεν είναι λιγότερο διά τον Υιόν το ότι προήλθε εκ τοιούτου Πατρός. Και συνυπάρχει στόν Υιό ένα τόσον μέγα πράγμα, η γέννησις». Εάν λοιπόν συνυπήρχε η ιδιότης του προβολέως, πώς δεν θα έλεγε ένα τόσον σπουδαίο πράγμα, με το όποιον θα τον δείκνυε ισχυρότερα ως ίσον με τον Πατέρα; Αλλά δεν το είπε· επομένως ούτε ενυπάρχει.
22. Ο μέγας αυτός θεολόγος δεν προσδίδει απλώς στο Πνεύμα την ιδιότητα του εκπορευτού (το εκπορευόμενον), αλλά το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, προβλέποντας κατά κάποιον τρόπο και προανατρέποντας την δυσσεβή προσθήκη σου. Διότι αφού είπε προηγουμένως τον μεν Πατέρα γεννήτορα και προβολέα, τον δε Υιόν όχι προβολέα αλλά μόνον γέννημα, προχωρώντας λέγει, εμείς δε «ιστάμενοι επί των ορίων μας εισάγουμε το αγέννητον και το γεννητόν και το εκ του Πατρός εκπορευόμενον». Δεν είπε απλώς ότι το εκπορευόμενον είναι ιδιότης του Πνεύματος, για να μην νομίσει κανείς ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Υιού ή και εκ του Υιού· διότι το μεν γεννητόν συνεισάγει στην διάνοια (νοερώς) τον Πατέρα, το δε εκπορευτόν όχι. Διά τούτο έθεσε ως ιδιότητα του Πνεύματος το εκ του Πατρός εκπορευόμενον· «τούτο, λέγει ο μέγας Βασίλειος, ως γνωριστικόν σημείον της κατά την υπόστασιν ιδιότητος πού έχει το άγιον Πνεύμα, το ότι αναγνωρίζεται μετά τον Υιόν και μαζί με αυτόν, και ότι υφεστάναι (λαμβάνει ύπαρξιν) εκ του Πατρός». Αλλά βλέπεις, πώς απομακρυνθήκατε από την κοινωνίαν μας δικαίως, διότι δεν παραμένετε στα δικά μας και στα της ευσεβείας όρια;
Ή χαρακτηρίζεις και τον Υιόν Πατέρα, όπως εδείχθη ανωτέρω, για να εκπορεύεται και από αυτόν το Πνεύμα, ή το ότι εκ του Πατρός εκπορεύεται δεν θεωρείς ως ιδιότητα του Πνεύματος, ούτε νομίζεις την εκπόρευσιν ιδιότητα του Πατρός, και θα θεολογήσεις αντιθέτως προς τον έχοντα την επωνυμία του θεολόγου και θα τοποθετηθείς στην αντίθετον παράταξιν και θα αποκηρυχθείς από εμάς· διότι τις φωνές αυτού θεωρούμε ότι είναι εκδηλωτικά του αγίου Πνεύματος. Αλλά βεβαίως, όπως η υγρασία προέρχεται από υγρά σώματα και αυτό είναι η ίδιότης της, και ιδιότης των υγρών σωμάτων είναι να προβάλλουν υγρασίαν, κατά τον ίδιον τρόπον, αφού το Πνεύμα έχει ως ιδιότητα να εκπορεύεται εκ του Πατρός, και ο Πατήρ ιδιότητα έχει αναγκαστικώς να εκπορεύει το Πνεύμα.
Άρα στον Πατέρα μόνον ανήκει η εκπόρευσις του Πνεύματος· και πάντοτε εκ μόνου του Πατρός εκπορεύεται το Πνεύμα κατά υπαρκτικήν αλλά όχι εκφαντικήν προέλευσιν. Διότι ακόμη και όπου δεν συνεκφωνείται το εκ του Πατρός με το εκπορευτόν, πάντοτε συνυπακούεται για τους ακούοντες συνετώς, όπως συνυπακούεται και επί του Υιού με το γεννητόν. Πράγματι γεννητός είναι και έκαστος ημών· γεννητός δε εκ του Πατρός (από τον Πατέρα), ήτοι (εκ Θεού Πατρός) από τον Θεόν Πατέρα, είναι μόνος ο Υιός, ώστε το συνημμένον τούτο είναι ίδιον γνώρισμα αυτού και πάντοτε συννοείται, ακόμη και αν δεν συνεκφωνείται.
Κατά τον ίδιον τρόπον θα μπορούσες να πεις εκπορευτόν και το δικό μας πνεύμα. Επομένως ίδιον γνώρισμα του Πνεύματος δεν είναι το απλώς εκπορευτόν, αλλά το εκ του Πατρός εκπορευτόν· διότι εκείνος είναι πάντοτε Πατήρ. Είναι άρα αδύνατο να υπάρχει εκπορευτόν και από τον Υιόν, εκτός εάν διά σε και ο Υιός είναι Πατήρ. Όχι μόνον δε το εκ του Πατρός συνυπακούεται με το εκπορευτόν, αλλά και το εκ μόνου του Πατρός, όπως ακριβώς και με το γεννητόν. Διότι, όπως μας διδάσκουν οι ένθεοι θεολόγοι, κατά τα λεχθέντα ανωτέρω, όπως ο Υιός είναι εκ του Πατρός, έτσι και το Πνεύμα, με την διαφοροποίησιν του γεννητώς και του εκπορευτώς· διά τούτο είναι εντελώς αδύνατον να είναι (το Πνεύμα) και εκ του Υιού.
(Συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
20. Οὐ μήν, ἀλλ᾿ ἵνα πάλιν ἐκ τῶν αὐτῶν σοι συσκευάσω τῆς ὡς ἀληθῶς πληγῆς τό ἴαμα καί τῶν δυσσεβῶν ἐκσπάσω καί δογμάτων καί ρημάτων, εἰπέ μοι, ὦ βέλτιστε, εἴ τις ἔροιτό σε περί τοῦ Υἱοῦ, ὡς ἐπειδήπερ γέγραπται ὅτι, «εἴδομεν τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός», καί ὅτι «πιστεύω εἰς ἕνα Υἱόν τόν ἐκ τοῦ Πατρός πρό αἰώνων γεννηθέντα, καί τ᾿ ἄλλα ὅσα σοι ἀνωτέρω ἀπηρίθμηται, οἷς οὐ πρόσκειται τό «μόνου», ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ ἁγίου Πνεύματος προσθείς φαίης ἄν γεγεννῆσθαι τόν Υἱόν, τοῦτ᾿ αὐτό προφασιζόμενος ὅτι μή πρόσκειται τό «μόνου»; Ἄπαγε δήπου, φαίης ἄν. Καί αὐτῆς ἐκπέσοι τῆς ἄνωθεν ἀναγεννήσεως ὁ τοῦτο προστιθείς καί μή ἐκ μόνου δοξάζων γεγεννῆσθαι τοῦ Πατρός τόν Λόγον. Οὐδαμοῦ γάρ γεννήτωρ εἴρηται τό Πνεῦμα σύν ἡμῖν καλῶς ἐρεῖς, οὐδέ κοινόν ἔχει τι Πατρί, ὅ μή ἔστι κοινόν καί τῷ Υἱῷ˙ οὐδ ἐκ τῆς δυάδος προάγεται τό ἕν, οὐδ᾿ εἰς τήν δυάδα ἀναφέρεται˙ οὐδ᾿ ἡ μονάς εἰς μονάδα κινηθεῖσα καί εἰς ἑτέραν αὖθις μονάδα ἡ δυάς, «ἀλλ᾿ ἡ μονάς θεοπρεπῶς εἰς δυάδα κινηθεῖσα, μέχρι τριάδος ἔστη». Καί «εἷς ἡμῖν Θεός˙ οὐ μόνον ὅτι μία θεότης, ἀλλ᾿ ὅτι καί εἰς ἕν ἀμφότερα τά ἐξ αὐτοῦ τήν ἀναφοράν ἔχει. Καί μία πηγαία θεότης, ὁ Πατήρ καί μόνος αἴτιος καί μόνος πηγή θεότητος». Οὐκοῦν καί ταῦτ᾿ ἐστίν αὐτοῦ τά ἰδιάζοντα τῶν γνωρισμάτων˙ μόνος γάρ˙ οὐδεμίαν ἄρα τήν κοινωνίαν ἕξει πρός ταῦτα τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἐπεί καί «τά τῆς ὑπερουσίου θεογονίας οὐκ ἀντιστρέφει πρός ἄλληλα», Διονύσιος αὖθις ἄν εἶπεν ὁ οὐρανόφρων.
Ἀλλ᾿ εὖγέ σοι τῆς ἐν τούτοις πρός τε τούς θεοσόφους τῶν πατέρων καί ἡμᾶς τούς ἐξ ἐκείνων σοφισθέντας ἀπαραλλάκτου συμφωνίας. Ἑάλως δ᾿ ὅμως, τό τοῦ λόγου, τοῖς σαυτοῦ πτεροῖς καί λυσιτελῶς ὄντως ἐπατάχθης τῷ τοῦ ὀρθοῦ προπολεμοῦντι λόγῳ˙ τό γάρ εἰς αὐτόν ᾗκον, οὐ μόνον ἐπατάχθης, ἀλλά καί ἰάθης κατά τό εἰρημένον ὡς ὑπό Θεοῦ, «πατάξω καί ἰάσομαι».
Ἅ γάρ ἄν εἶπες μεθ᾿ ἡμῶν τε καί τῆς ἀληθείας πρός τούς ἐκ Πατρός τε καί ἐκ τοῦ Πνεύματος λέγοντας γεγεννῆσθαι τόν Υἱόν, ἄλλας τε προφάσεις προφασιζομένους ἐν ἁμαρτίαις, μᾶλλον δέ δυσσεβείαις, καί ὅτι μή προστέθειται τῷ γεγεννῆσθαι ἐκ Πατρός τό "μόνου", ταῦτα καί αὐτός ἀρτίως ἀφ᾿ ἡμῶν τε καί τῆς ἀληθείας ἄκουε, ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ λέγων ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα τό ἅγιον˙ ἑτέρωθέν τε τοῦτο πειρώμενος πιστοῦσθαι καί τοῦ μή προσκεῖσθαι τῷ ἐκ Πατρός ἐκπορεύεσθαι τό "μόνου"˙ καί αὐτῆς γάρ ἐκπεσεῖται τῆς διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος υἱοθεσίας ὁ καί ἐκ Υἱοῦ τό Πνεῦμα λέγων˙
21. Ποῦ γάρ τῶν θεοπνεύστων λογίων προβολέα τόν Υἱόν εὕροι τις ἄν ὠνομασμένον, καίτοι Γρηγορίῳ τῷ μεγάλῳ θεολόγῳ τῶν τοῦ Υἱοῦ προσηγοριῶν πασῶν καί πολλάκις ἀπηριθμημένων καί οὐκ ἀπηριθμημένων μόνον ἀλλά καί τεθεωρημένων; Ὅς καί τό "μονογενής" ἐξηγούμενος, «οὐχ ὅτι», φησί, «μόνος ἐκ μόνου καί μόνον, ἀλλά καί μονοτρόπως»˙ ὅ ἀλλαχοῦ μόνως εἶπε ἰδιοτρόπως, τοῦτ᾿ αὖθις ἐξηγούμενος. Τό δέ "μόνος" ὡς εἷς˙ τό δ᾿ "ἐκ μόνου" ὡς ἐν παρθενίᾳ γεννήσαντος, ταὐτό δ᾿ εἰπεῖν ὡς οὐκ ἀπό συζυγίας. Τό δέ "μόνον" τί ἄν ἄλλο εἴη ἤ ὅτι μόνος Υἱός, ἀλλ᾿ οὐχί καί Πατήρ οὐδέ προβολεύς; Εἰ δέ καί ὁ Πατήρ, Πατήρ μόνον λέγεται, εἰκότως -καί γάρ ἐκ Πατρός τό Πνεῦμα- καί Πατρός λέγεται Πνεῦμα καί ὁ Πατήρ καί τοῦ Πνεύματος λέγοιτ᾿ ἄν ὡς αἴτιος˙ Πατέρα γάρ τῶν φώτων τοῦτον εἶπεν ὁ μέγας Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος, τουτέστιν Υἱοῦ καί Πνεύματος, ὡς καί Ἀθανάσιος ὁ μέγας ἐξηγούμενος λέγει. Εἰ δέ τοῦτ᾿ οὕτως ἔχει, ὥσπερ οὖν ἔχει, λέγοιτ᾿ ἄν καί ὁ Υἱός Πατήρ φωτός, τουτέστι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, εἰ καί ἐξ αὐτοῦ κατά σέ τό Πνεῦμα.
Εἰ γοῦν ταῦτ᾿ ἦν ὀνομάσαι, οἷον Πατέρα φωτός ἤ προβολέα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πῶς ἄν οὐχί τῶν ἄλλων αὐτοῦ σχεδόν πάντων ὀνομάτων ὁ μέγας ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριος προὔθηκε, καίτοι τό πρός τόν Πατέρα ἀγωνιζόμενος δεικνύναι; Διό φησιν˙ «εἰ μέγα τῷ Πατρί τῷ μηδαμόθεν ὡρμῆσθαι, οὐκ ἔλαττον τῷ Υἱῷ τό ἐκ τοιούτου Πατρός. Καί πρόσεστιν τῷ Υἱῷ τό τῆς γεννήσεως πρᾶγμα τοσοῦτον». Εἰ γοῦν προσῆεν τό προβολέα εἶναι, πῶς οὐκ ἄν εἶπε πρᾶγμα τοσοῦτον, δι᾿ ὅ καί μᾶλλον ἄν δεικύειν ἔδοξεν ἴσον τῷ Πατρί; Ἀλλ᾿ οὐκ εἶπεν˙ οὐκοῦν οὐδέ πρόσεστιν.
22. Ὁ γάρ μέγας οὗτος θεολόγος οὐδ᾿ ἁπλῶς οὕτω τό ἐκπορευόμενον ἴδιον τίθησι τοῦ Πνεύματος, ἀλλά τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, προορῶν δήπου καί προανατρέπων σου τήν δυσσεβῆ προσθήκην. Ἀνωτέρω γάρ μικρόν εἰπών, τόν μέν Πατέρα γεννήτορα καί προβολέα, τόν δέ Υἱόν προβολέα μέν οὐ, γέννημα δέ μόνον, προσϊών, ἡμεῖς δέ, φησίν, «ἐπί τῶν ἡμετέρων ὅρων ἱστάμενοι, τό ἀγέννητον εἰσάγομεν καί τό γεννητόν καί τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον». Οὐκ εἶπε τό ἐκπορευόμενον ἁπλῶς ἴδιον τοῦ Πνεύματος ὑπάρχειν, ἵνα μή τις ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἤ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι νομίσῃ τό Πνεῦμα τό ἅγιον˙ τό μέν γάρ γεννητόν συνεισάγει τῇ διανοίᾳ τόν Πατέρα, τό δέ ἐκπορευτόν οὐχ οὕτω. Διά τοῦτο τό ἐκ Πατρός ἐκπορευόμενον ἴδιον τέθηκε τοῦ Πνεύματος˙ «τοῦτο γάρ», φησί καί Βασίλειος ὁ μέγας, «γνωριστικόν τῆς κατά τήν ὑπόστασιν ἰδιότητος σημεῖον ἔχει τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό μετά τόν Υἱόν καί σύν αὐτῷ γνωρίζεσθαι καί ἐκ τοῦ Πατρός ὑφεστάναι». Ἀλλ᾿ ὁρᾷς, ὅπως παρ᾿ ἡμῶν δικαίως ἀπελήλασθε τῆς κοινωνίας, οὐκ ἐπί τῶν ἡμετέρων ὅρων καί τῆς εὐσεβείας ἱστάμενοι;
Ἤ γάρ καί τόν Υἱόν Πατέρα προσερεῖς, ὡς καί ἀνωτέρω δέδεικται, ἵν᾿ ἐκπορευόμενον εἴη σοι καί ἐξ αὐτοῦ τό Πνεῦμα, ἤ τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεσθαι οὐκ ἄν ἴδιον εἴη σοι τοῦ Πνεύματος, οὐδέ τό ἐκπορεύειν ἴδιον εἶναι νομίσεις τοῦ Πατρός, καί ἀπ᾿ ἐναντίας θεολογήσεις τοῦ τό θεολογεῖν ἐπωνυμίαν κτησαμένου καί πρός τήν ἐναντίον ὄντως μοῖραν στήσῃ καί παρ᾿ ἡμῶν ἐκκήρυκτος γενήσῃ˙ τάς γάρ αὐτοῦ φωνάς ἐκφαντορίας οὔσας ἴσμεν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλά γάρ, ὥσπερ τῆς νοτίδος ἐξ ὑγρῶν σωμάτων ἐκπορευομένης καί τοῦτ᾿ ἴδιον ἐχούσης καί τῶν ὑγρῶν σωμάτων ἴδιόν ἐστι τό νοτίδα ἐκπορεύειν, τόν αὐτόν τρόπον καί τοῦ Πνεύματος ἴδιον ἔχοντος τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεσθαι καί τοῦ Πατρός ἐξ ἀνάγκης ἐστι τό τό Πνεῦμα ἐκπορεύειν.
Μόνου ἄρα τοῦ Πατρός ἡ τοῦ Πνεύματος ἐκπόρευσις˙ καί ἀεί ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα καθ᾿ ὑπαρκτικήν ἀλλ᾿ οὐκ ἐκφαντικήν προέλευσιν. Καί ἐν οἷς γάρ τῷ ἐκπορευτῷ μή συνεκφωνεῖται τό ἐκ τοῦ Πατρός, συνυπακουόμενον ἐστιν ἀεί τοῖς συνετῶς ἀκούουσιν, ὥσπερ καί ἐπί τοῦ Υἱοῦ τῷ γεννητῷ συνυπακούεται. Γεννητός γάρ καί ἡμῶν ἁπάντων ἕκαστος˙ γεννητός δέ ἐκ τοῦ Πατρός, ταὐτόν δ᾿ εἰπεῖν ἐκ Θεοῦ Πατρός, μόνος ὁ Υἱός, ὥστε τό συννημένον τοῦτ᾿ ἔστιν ἴδιον αὐτοῦ καί ἀεί συννοεῖται, κἄν μή συνεκφωνεῖται. Τόν αὐτόν οὖν τρόπον ἐκπορευτόν ἄν εἴποις καί τό πνεῦμα τό ἡμέτερον. Οὐκοῦν οὐ τό ἁπλῶς ἐκπορευτόν ἴδιον τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευτόν˙ ἐκεῖνος γάρ ἀεί Πατήρ. Τῶν ἀδυνάτων ἄρ᾿ ἐστίν ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευτόν ὑπάρχειν, εἰ μή καί ὁ Υἱός εἴη σοι Πατήρ. Οὐ μόνον δέ τό ἐκ τοῦ Πατρός τῷ ἐκπορευτῷ συνυπακούεται, ἀλλά καί τό ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, καθάπερ καί τῷ γεννητῷ˙ ὡς γάρ οἱ ἔνθεοι θεολόγοι διδάσκουσιν ἡμᾶς, ὅ καί ἀνωτέρω ἔφημεν, χωρίς τοῦ γεννητῶς τε καί ἐκπορευτῶς, ὡς ὁ Υἱός ἐκ τοῦ Πατρός, οὕτω καί τό Πνεῦμα˙ τοιγαροῦν παντάπασιν ἀδύνατον εἶναι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου