ΒΙΟΣ ΕΝ ΣΥΝΤΟΜῼ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΑΚΩΒΟΥ, ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΕΝ ΕΥΒΟΙᾼ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
Ὁ Γέρο-Ιάκωβος ἐγεννήθη τὸ 1920 στὰ ματωμένα χώματα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἰς τὸ Λιβίσι τῆς Μάκρης, ἀπέναντι ἀπὸ τὴ γειτονική μας νῆσο Ρόδο. Ἕνεκεν αὐτῆς τῆς γειτονίας, ἔνιωθε πάντοτε μία ἰδιαίτερη ἀγάπη γιὰ τὴν Κύπρο. Ἡ μάνα του Θεοδώρα, ὅταν ἤθελε νὰ παρακαλέσει τὴν Παναγία, ἐγύριζε κατὰ τὰ βουνὰ τοῦ Κύκκου καὶ φώναζε: «Παναγία τοῦ Κύκκου μου. Φύλαγε τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου καὶ τὰ δικά μου». Αὐτὴ τὴ σχέση τῆς μάνας του μὲ τὴν Παναγία τοῦ Κύκκου, μὲ τὴν Κύπρο, θὰ τὴν κληρονομήσει ὁ Γέροντας μαζὶ μὲ ὅλη τὴ μικρασιατικὴ παράδοση καὶ θὰ τὴ μεταφέρει πρόσφυγας τὸ 1922 στὴ βόρεια Εὔβοια.
Ὅταν τὰ καράβια τῆς προσφυγιᾶς ἔφτασαν τὸ 1922 στὸν Πειραιᾶ, μὲ τοὺς πονεμένους πρόσφυγες νὰ παρηγοροῦνται μὲ τὴ σκέψη ὅτι θὰ τοὺς ἀγκάλιαζε ἡ μητέρα Ἑλλάδα, τότε ἄκουσαν τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λιμανιοῦ νὰ βρίζουν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. «Γιὰ τοὺς δικούς μας ἀνθρώπους», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «ἦταν πρωτάκουστα ἀκούσματα, καὶ ὅλοι φωνάξαμε· ‘‘παρά νὰ βρίζουν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία μας, καλύτερα πίσω στοὺς Τούρκους’’»! Οἱ κυνηγημένοι πρόσφυγες ἦταν φορεῖς μιᾶς ἄλλης παράδοσης, αὐστηρῆς, καλογερικῆς. Καὶ ὁ Γέροντας ἔνιωθε πάντοτε ὅτι ἦταν ἀπόγονος ἁγίων ἀνδρῶν, ἀφοῦ ἄκουε ἀπὸ τὴ μάνα του ὅτι καταγόταν ἀπὸ ἑφτὰ γενεὲς ἱερέων. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦτο ἀσκητὴς στὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν ἴδια δὲ τὴ μάνα του Θεοδώρα ὁ π. Ἰάκωβος τὴ χαρακτήριζε ὡς ἀσκήτρια. Εἶχε τόση ἀρετὴ ἡ εὐλογημένη αὐτὴ γυναίκα, ποὺ προεῖδε τὸν θάνατό της πολλὲς μέρες πρὶν καὶ τὸν ἀνακοίνωσε στὰ παιδιά της, γιὰ νὰ τὰ προετοιμάσει.
Τὴν προσφυγικὴ οἰκογένεια τοῦ Τσαλίκη τὴ δέχτηκαν τὰ φιλόξενα χώματα τῆς βορείου Εὐβοίας, συγκεκριμένα τὸ χωριὸ Φαράκλα. Ἐκεῖ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα στὸ δημοτικὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ, τὰ ὁποῖα ἦσαν καὶ τὰ τελευταῖα. Δὲν συνέχισε ὁ Γέροντας στὸ γυμνάσιο. Ὁ πατέρας του, ἕνεκεν τῆς φτώχειας, ποὺ εἶχαν τότε, τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σχολεῖο καὶ τὸν ἔπαιρνε μαζί του στὰ κτίσματα, γιὰ νὰ τὸν βοηθᾶ.
Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος καὶ ἡ ἁγία Παρασκευή
Τὰ βράδια, ὅταν ὅλοι κοιμόντουσαν στὸ σπίτι, ἔβγαινε κρυφὰ καὶ πήγαινε σὲ ἕνα ξωκκλήσι τοῦ χωριοῦ, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὴν Ἁγία Παρασκευή. Ἐκεῖ ἔκανε πολλὲς μετάνοιες, ὅπως τὸν συνήθισε ἡ μάνα του Θεοδώρα, καὶ προσευχόταν γιὰ ὧρες πολλές. Μετὰ γύριζε στὸ σπίτι, χωρὶς νὰ καταλαβαίνει κανεὶς τίποτα.
Ἕνα βράδυ ἐκεῖ στὸ ξωκκλήσι, ποὺ γονατιστὸς ὁ μικρὸς Ἰάκωβος προσευχόταν, εἶδε μία σκιὰ μέσα στὸ ἱερό. Αὐτὸς φοβήθηκε καὶ τὸ πρωὶ τὸ εἶπε στὴ μάνα του. Ἡ διακριτικὴ κυρία Δωρούλα τοῦ λέει: «Μὴ φοβᾶσαι, Ἰακωβάκο μου, τὸ ράσο τοῦ παπᾶ θὰ εἶναι καὶ τὸ φεγγάρι τοῦ κάνει σκιά». Ἔτσι διασκέδασε τὸν λογισμὸ τοῦ Ἰακωβάκου της. Τὸ βράδυ πῆγε πάλι ὁ μικρὸς Ἰάκωβος στὸ ξωκκλήσι γιὰ τὸν κανόνα του. Ὅταν τέλειωσε καὶ ἐξερχόταν ἀπὸ τὸ ταπεινὸ ξωκκλήσι, εἶδε κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο δένδρο μία ψηλὴ μαυροφορεμένη γυναίκα νὰ τοῦ κάνει νόημα νὰ τὴν πλησιάσει.
Πῆγε κοντά της καὶ τὸν ρωτᾶ:
«Τί θέλεις, Ἰάκωβέ μου, νὰ σοῦ χαρίσω γιὰ τὶς τόσες προσευχές, ποὺ κάνεις στὸ σπίτι μου;»
«Ποιά εἶσαι ἐσύ, καλή μου κυρία;»
«Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἁγία Παρασκευὴ καὶ ὅ,τι μοῦ ζητήσεις θὰ στὸ δώσω.»
«Ἐγὼ εἶμαι μικρὸς καὶ δὲν ξέρω τί θέλω, θὰ ρωτήσω ὅμως τὴ μάνα μου καὶ ὅ,τι μοῦ πεῖ θὰ στὸ ζητήσω.»
Τὸ πρωὶ λέει στὴν εὐλογημένη μάνα: «Μάνα, ψὲς ἔξω ἀπὸ τὸ ξωκκλήσι εἶδα τὴν ἁγία Παρασκευὴ καὶ μοῦ εἶπε, ὅ,τι τῆς ζητήσω θὰ μοῦ τὸ δώσει. Τί νὰ τῆς ζητήσω, μάνα;» Ἄνοιξε τότε ἡ μάνα τὰ δυό της χέρια διάπλατα, σὰν νὰ ’θέλε νὰ χωρέσουν ὅλον τὸν οὐρανό, καὶ ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ: «Τὴν τύχη μου, ἁγία Παρασκευή, νὰ μοῦ δώσεις, τὴν τύχη μου», νὰ τῆς πεῖς.
Τὴν ἑπόμενη, ὁ μικρὸς Ἰάκωβος ἐπανέλαβε, σὰν γνήσιος ὑποτακτικός, τὰ λόγια τῆς γερόντισσάς του στὴν ἁγία. Ἡ ἁγία Παρασκευή, στὴν ἁπλοϊκὴ ἀπάντηση τῆς μάνας Θεοδώρας ἀπάντησε προφητικά: «Θὰ σοῦ δώσω ἐγὼ τύχη, νὰ τὴ ζηλέψουν πολλοί.»
Ἔλεγε ἀργότερα σ’ ἐμᾶς ὁ Γέροντας: «Καὶ μήπως ψέματα μοῦ εἶπε, παιδάκι μου, ἡ ἁγία Παρασκευή; Μικρὴ τύχη μοῦ ἔδωκε; Μὲ ἔκαμε ἱερέα τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ!» Καὶ θυμόταν καὶ μᾶς διηγιόταν μὲ τὸ ἰδιαίτερο γεροντικό του χιοῦμορ: «Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ παπᾶς τοῦ χωριοῦ, τὴν ὥρα ποὺ οἱ ψάλτες ἔψαλλαν, ‘‘Οἱ τὰ Χερουβεὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες’’, ἐγὼ ἄκουα φτερουγίσματα γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα. Ἐνόμιζα ὅτι παπᾶς δὲν ἔχει σῶμα. Εἶναι ἄγγελος. Ἔλεγα ἔχει δυὸ κόκαλα στοὺς ὤμους, σὰν κρεμάστρα, καὶ κρέμονται τὰ ράσα ἀπ’ ἐκεῖ.»
Ἔτσι ἔβλεπαν τὴν ἱερωσύνη τὰ παιδικὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, καὶ ἔτσι στ’ ἀλήθεια τὰ θεῖα πράγματα εἶναι. Ἔβλεπε τὸν παπᾶ σὰν ἐπίγειο ἄγγελο, ποὺ λειτουργεῖ μὲ τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ. Ἀπὸ μικρὸς ἀπόκτησε χερουβικοὺς ὀφθαλμούς, νὰ θεωρεῖ τὰ ἐπουράνια μυστήρια.
Ὅταν μία μέρα ὁ παπᾶς τοῦ χωριοῦ τὸν πῆρε μαζί του στὰ μελίσσια, ποὺ εἶχε στὸ δάσος, κάπου πιάστηκαν τὰ ράσα τοῦ παπᾶ καὶ φάνηκε τὸ παντελόνι ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ ἀντερί. Τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἄρχισε νὰ ὑποψιάζεται ὅτι καὶ ὁ παπᾶς εἶναι ἄνθρωπος, «σάρκα φορῶν καὶ τὸν κόσμον οἰκῶν».
Στὸ χωριὸ γιατρὸς τὰ χρόνια ἐκεῖνα δὲν ὑπῆρχε. Ὑπῆρχε ὅμως ὁ πατὴρ Ἰάκωβος. Ἀπὸ τὸν καιρό, ποὺ ἦτο δεκαπενταετής, ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἔβλεπαν ὅτι ὁ Ἰάκωβος τοῦ Τσαλίκη ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, σκεῦος ἐκλογῆς, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν φώναζαν, ‘‘πάτερ Ἰάκωβε’’. Ὅποιος ἀρρώσταινε, καλοῦσαν τὸν πατέρα Ἰάκωβο, τοῦ διάβαζε μία εὐχὴ καὶ γινόταν καλά. Πολλὲς γυναῖκες, πού εἶχαν δυσκολίες στὴ γέννα, καλοῦσαν τὸν πατέρα Ἰάκωβο νὰ κάνει προσευχή, καὶ αὐτὲς ἀμέσως γεννοῦσαν. Ἔτσι μία μέρα ὁ παπᾶς τοῦ χωριοῦ κάλεσε τὸν πατέρα Ἰάκωβο, ποὺ ἦτο τότε δώδεκα ἢ δεκατριῶν ἐτῶν, νὰ διαβάσει τὴν ἑτοιμόγεννη παπαδιά. «Ἐπῆρα καὶ ἐγὼ μία παλαιὰ ἐκκλησιαστικὴ φυλλάδα προσευχῶν, ποὺ εἶχα, καὶ μὲ μεγάλη ντροπὴ γονάτισα σὲ μία γωνιὰ καὶ ἔκανα τὴν προσευχὴ γιὰ τὴν παπαδιά.» Μόλις βγῆκε ὁ Ἰάκωβος ἀπὸ τὴν πόρτα, ἡ παπαδιὰ γέννησε τὸν Βαγγελάκη.
Ἡ μάνα τοῦ Γέροντος, Θεοδώρα
Ἡ μητέρα του Θεοδώρα «διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς», καὶ βλέποντας αὐτὰ τὰ σημεῖα στὸν Ἰάκωβό της, ἀντελήφθη ὅτι τὸ παιδὶ αὐτὸ ἔχει ἱερὰ ἀποστολὴ νὰ ἐπιτελέσει. Ἡ μάνα τοῦ Γέροντα δὲν ἦτο μία ὁποιαδήποτε συνηθισμένη γυναίκα τοῦ λαοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας τὴν ἀποκαλοῦσε ἀσκήτρια. Περνοῦσε τὴ ζωή της μὲ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, συνεχῆ νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχή, χαμαικοιτία. Μικρασιάτισσα! Γυναίκα τῆς Ἀνατολῆς! Γιὰ τὸν π. Ἰάκωβο ἦτο ἡ Γερόντισσά του, κι ὑποτασσόταν σ’ αὐτὴ μέχρι τὴν κοίμησή της. Μία μέρα βροχερὴ τῆς εἶπε: «Μάνα πάλι βρέχει!» Καὶ ἡ αὐστηρὴ Γερόντισσα τοῦ ἀπάντησε ἐπιτιμητικὰ: «Παιδί μου, Θεὸς εἶναι, ὅ,τι θέλει κάνει!»
Ἡ μάνα Θεοδώρα προεῖδε τὸ θάνατό της πολλὲς μέρες πρὶν καὶ προετοίμασε τὰ παιδιά της, γιὰ νὰ μὴ λυπηθοῦν ὑπερβαλλόντως. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ εὐαίσθητος π. Ἰάκωβος κόντεψε νὰ ξεψυχήσει καὶ αὐτὸς πάνω στὸν τάφο τῆς ἁγίας μητέρας του. Ἕνεκεν αὐτῆς του τῆς στάσεως στὸν θάνατο τῆς μάνας του, πάντα μᾶς τόνιζε νὰ εἴμεθα ἐγκρατεῖς στὶς θλίψεις καὶ ὅτι ἡ ὑπερβολικὴ στενοχωρία ἢ λύπη εἶναι ἁμαρτία.
Τὸ 1952, ἀφοῦ ὑπηρέτησε τὴ στρατιωτική του θητεία, ὁ Γέροντας πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, ὅπου ἔμεινε ἐπὶ τριάντα ἐννέα ἔτη, δηλαδὴ μέχρι τῆς κοιμήσεώς του. Εἶχε ἤδη περάσει τὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας ὁ Γέροντας, ὅταν ἔφτασε στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβίδ. Ἐδῶ ἔμελλε νὰ ἐπιτελέσει τὴν ἱερὰ ἀποστολή του, κατὰ τὰ προφητικὰ λόγια τῆς μάνας Θεοδώρας.
Στὴν εἴσοδο τῆς μονῆς τὸν περίμενε ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Δαβίδ. Ὅπως ἡ ἁγία Παρασκευὴ ὑποσχέθηκε στὸν μικρὸ Ἰακωβάκο μία οὐράνια τύχη, ἔτσι καὶ τώρα ὁ μέγας Γέροντας Δαβὶδ ὑποδεχόταν τὸν ἀρτιγέννητο Γέρο-Ιάκωβο μὲ τὴν ὑπόσχεση: «Ἂν φυλάξεις ἀκτημοσύνη, παρθενία καὶ ὑπακοή, παραμένοντας ἄχρι τέλους στὴ μονή, θὰ σὲ προσκυνήσουν ἀρχιερεῖς, οἱ πατριάρχες θὰ σὲ εὐλαβοῦνται, πλοῦτος πολὺς θὰ περάσει ἀπὸ μπροστά σου, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸν ἀγγίξεις.»
Αὐτὴ ἡ πρώτη συνομιλία μὲ τὸν ὅσιο Δαβὶδ ἔμοιαζε μὲ ἀκολουθία κουρᾶς, ὅπου ὁ Γέροντας εἰσάγει τὸν ὑποτακτικὸ στὸν μυστικὸ κῆπο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὅσιος Δαβὶδ θὰ εἶναι πλέον ὁ Γέροντας τοῦ πατρὸς Ἰακώβου, ὅπως ἄλλοτε ἡ μάνα του Θεοδώρα. Ἐξάλλου ἔτσι ἦταν καὶ εἶναι γνωστὸς ὁ ὅσιος σ’ ὅλη τὴν Εὔβοια: Ὁ Γέροντας. Καὶ τὸ μοναστήρι του, ἡ μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ τοῦ Γέροντος.
Ἡ μονὴ εἶναι κτισμένη τὸν 16ο αἰώνα, ἕνα αἰώνα καρποφόρο γιὰ τὴν Ἐκκλησία, παρόλα τὰ δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ αἰῶνας αὐτὸς προσέφερε πολλοὺς ἁγίους: Τὸν ἅγιο Γεράσιμο, τὸν ὅσιο Διονύσιο τὸν ἐν Ὀλύμπῳ, τὸν ἅγιο Τιμόθεο, κτήτορα τῆς μονῆς Πεντέλης, τὴν ὁσιομάρτυρα Φιλοθέη τὴν Ἀθηναία, τὸν ὅσιο Δαβὶδ καὶ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἔκτισαν μοναστήρια, ἀπ’ ὅπου ἀντλοῦσε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ πίστη καὶ ἐλπίδα.
Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβίδ
Τὸ 1952, ἔτος, ποὺ ὁ π. Ἰάκωβος εἰσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ τοῦ Γέροντος, τὸ μοναστήρι ἦτο ἕνα ἑτοιμόρροπο κτίριο, ποὺ ἐπιζητοῦσε τὸν ἀνακαινιστή του. Ἔμεναν τότε στὴ μονὴ δύο τρεῖς ἀμόναχοι μοναχοί, ἰδιορρυθμίτες, ποὺ δὲν εἶδαν μὲ καλὸ μάτι τὸν νέο μικρασιάτη καλόγερο. Τοῦ ἔδωσαν ἕνα ἀνώγειο κελλὶ μὲ τρύπιο πάτωμα, στὸ ἰσόγειο τοῦ ὁποίου ἔβαζαν τὰ γίδια τῆς μονῆς. Σ’ αὐτὸ τὸ περιβάλλον ἔζησε τὴν ἀρχὴ τῆς καλογερικῆς του ζωῆς, μόνος μὲ τὸν Μόνο Θεό, προσευχόμενος νυχθημερόν, ὡς ἐπίγειος ἄγγελος, προσφέροντας τὴ λογικὴ λατρεία, ἔχοντας τὰ ἄλογα ζῶα στὸ ἰσόγειο. Τὶς καθημερινὲς Ἀκολουθίες στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς τὶς κάνει μὲ τὸν εὐλαβὴ καὶ ἁπλοϊκὸ μοναχὸ π. Εὐθύμιο.
Στὰ νότια τῆς μονῆς καὶ σὲ ἀπόσταση εἴκοσι λεπτῶν ὁδοιπορικῶς, πλάι σὲ χαράδρα καὶ μέσα σὲ βράχο, βρίσκεται ἕνα μικρὸ σπήλαιο, γνωστὸ ὡς ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ. Σ’ αὐτὸ ὁ ὅσιος Δαβὶδ παρέμενε ὅλη τὴ βδομάδα, καὶ τὸ Σάββατο ἀνέβαινε στὴ μονὴ νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ δώσει τὶς σοφὲς συμβουλές του. Αὐτὸ τὸ ἀσκητήριο στὴν τωρινὴ ἐποχή μας, ὁπόταν ἐψυχράνθη ὁ ζῆλος τῶν πολλῶν, δεχόταν τὰ βράδια ἕνα νεαρὸ ἐπισκέπτη, ἕνα νέο εὐχέτη, νὰ δέεται ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ὡς γνήσιος ὑποτακτικὸς τοῦ Γέροντος ὁσίου Δαβίδ, ἀκολουθεῖ τὸ παράδειγμά του, νηστεύων, ἀγρυπνῶν, προσευχόμενος «ἐν σπηλαίοις καὶ ὄρεσι καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς».
Ὁ Γέροντας προσεύχεται στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ
Ὅπως παλαιότερα ὁ μικρὸς Ἰάκωβος πήγαινε κρυφὰ ἀπὸ τοὺς δικούς του στὸ ταπεινὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ἔτσι καὶ τώρα μυστικά, ὅταν οἱ λίγοι τῆς μονῆς κοιμόντουσαν, αὐτὸς πήγαινε στὸ ἁγιασμένο ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ γιὰ τὴ νυχτερινή του προσευχή.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Τότε, παιδί μου, δὲν ὑπῆρχε δρόμος, ἕνα στενὸ μονοπάτι ἦτο, καὶ ἐμεῖς, μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, δὲν εἴχαμε τὸν τρόπο μας νὰ κινηθοῦμε τὴ νύχτα. Οὔτε ἕνα φανάρι δὲν εἴχαμε. Τόσο πόθο ὅμως εἶχα νὰ πηγαίνω τὰ βράδια στὸ ἀσκητήριο τοῦ ἁγίου μας, καὶ ἂς εἶμαι ἐκ φύσεως δειλός, ποὺ τολμοῦσα νὰ πάω. Καθ’ ὁδὸν ὅμως, ἀφοῦ δὲν ἔβλεπα, ἔπεφτα μέσα σὲ αὐλάκια καὶ χαράδρες καὶ ἔτσι ἦτο ἀδύνατο νὰ φτάσω. Τότε παρακάλεσα: ‘‘Θεέ μου, φώτισέ μου τὸν δρόμο νὰ φτάσω στὸ ἀσκητήριο’’. Καὶ ὁ καλὸς Θεὸς ἄκουσε τὸ αἴτημά μου. Ἀπὸ τὰ πολλὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, μοῦ ἔδωσε κι ἐμένα ἕνα. Αὐτὸ πήγαινε μπροστὰ καὶ μοῦ ᾽φέγγε τὸν δρόμο. Ἐγώ, ἀπὸ πίσω του. Ἔτσι ἔφτανα στὸ ἀσκητήριο. Ἐκεῖ, ‘‘ἐλθὼν ὁ ἀστήρ, ἔστη ἐπάνω τοῦ σπηλαίου’’. Ἔκανα τὴν προσευχή μου καὶ μετὰ πάλιν μπροστὰ ὁ ἀστέρας μοῦ φέγγει μέχρι τὴν πόρτα τῆς μονῆς. Οἱ πατέρες ἐκάθευδον καὶ τίποτα δὲν καταλάβαιναν ἀπὸ ὅλα αὐτά.»
Ἕνα βράδυ ἐκεῖ στὸ ἀσκητήριο οἱ δαίμονες, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἐκφοβίσουν τὸν Γέροντα, γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὶς πυρφόρες ἀναβάσεις του στὸν οὐρανό, μετασχηματίσθηκαν σὲ ἕνα σμῆνος ἀπὸ σκορπιούς. Τὸν περικύκλωσαν ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές, ἀκόμη κι ἀπὸ τὴν ὀροφὴ τοῦ σπηλαίου κρεμόντουσαν, σὰν τσαμπιὰ ἀπὸ σταφύλι. Ὁ Γέροντας, ἐπικαλούμενος τὶς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου Δαβὶδ καὶ πιστεύοντας ἀκράδαντα στὴν ἀψευδὴ δωρεὰ τοῦ Κυρίου στοὺς μαθητές του, ποὺ τοὺς ἔδωσε τὴν ἐξουσία «τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων», διέλυσε τὶς μηχανὲς καὶ φαντασίες τοῦ νοεροῦ ἐχθροῦ.
Αὐτὰ εἶναι μερικὰ περιστατικά, ἐνδεικτικὰ τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων τοῦ Γέροντα, ποὺ τὸν ἀναδεικνύουν ἐφάμιλλο συνεχιστὴ τῶν παλαιῶν ὁσίων τοῦ Γεροντικοῦ καὶ τῆς ερήμου.
Τὰ χρόνια περνοῦσαν, οἱ παλαιοὶ πατέρες τῆς μονῆς ἀπήρχοντο ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, καὶ δύο νέοι μοναχοὶ ἔρχονται βοηθοὶ τοῦ Γέροντος στὴν ἀναστύλωση τῆς μονῆς, ἀναστύλωση πνευματικὴ καὶ κτιριακή. Τὸ 1962 μετέβη στὴ μονὴ ὁ π. Κύριλλος καὶ ἀργότερα, μετὰ τὸν θάνατο τῆς συζύγου του, ὁ π. Σεραφείμ. Τὸ 1975 ὁ Γέροντας χειροθετεῖται ἡγούμενος καὶ πνευματικός. Ἡ πνευματικὴ πατρότης στὸ πρόσωπο τοῦ π. Ἰακώβου δὲν ἦτο ψιλὸς τίτλος, ἀλλὰ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ τὸ γευόταν κάθε πονεμένη ψυχή, ὅταν τὸν πλησίαζε καὶ ξεδιψοῦσε τὴ δίψα της. Ἡ μονὴ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του διπλασιάζεται κτιριακὰ μὲ ξενῶνες, τραπεζαρία γιὰ τοὺς προσκυνητές, καμπαναριὸ κ.λπ., ἐνῶ ταυτόχρονα ὁ ναὸς εὐπρεπίστηκε ἔτσι, ποὺ νὰ ξαναβρεῖ ἡ μονὴ τὸ ἀρχέγονο κάλλος της.
Τὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ
Ἡ φήμη τῆς μονῆς, γιὰ τὰ θαύματα τοῦ ὁσίου Δαβίδ, τὸν ἁγιασμένο ἡγούμενό της καὶ τὴν ἀβραμιαία φιλοξενία τῶν πατέρων της ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς Εὔβοιας. Γίνεται πανελλήνιο προσκύνημα, πανορθόδοξη ἀναφορὰ τοῦ αἰώνα μας. Ἀπό ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας φτάνουν προσκυνητές, γιὰ νὰ ἀποθέσουν στὸ πετραχήλι τοῦ Γέροντα τὸν πόνο καὶ τὶς ἁμαρτίες τους. Πολλὲς φορὲς ἔκπληκτοι ἀκούαμε ἀπὸ τὸν διορατικὸ Γέροντα τὴν ἁμαρτία ἢ τὸ πρόβλημά μας, πρὶν ἀκόμα τὸ εκφράσουμε. Ὁ προσεκτικὸς προσκυνητὴς θὰ ἔπρεπε νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι οἱ διάφορες διηγήσεις τοῦ Γέροντα –ἱστορίες τῆς μάνας του ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τῆς κατοπινῆς μοναχικῆς του ζωῆς– τὸν ἀφοροῦσαν προσωπικά. Ὁ Γέροντας, ὡς γνήσιος ἀνατολίτης ποὺ ἦταν, μιλοῦσε καὶ φώτιζε τὶς πικραμένες ψυχὲς μὲ ἱστορίες καὶ παραβολές, γιὰ νὰ ἀκούγονται γλυκύτερα οἱ ἰαματικές του συμβουλές. Στὴν τράπεζα, στὴν κουζίνα, στὴ μεγάλη αὐλὴ τῆς μονῆς, παντοῦ καὶ πάντοτε, εἶχε κάτι νὰ διηγηθεῖ ἀπὸ τὴ ζωή του. Καὶ αὐτὸ τὸ κάτι συχνὰ ἀφοροῦσε τὴ δική μας ζωή. Ὅλα αὐτὰ τὰ διηγεῖτο μὲ ἰδιαίτερη χάρη, ἀφοῦ τὸν χαρίτωνε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μὲ ἀπαράμιλλη παραστατικότητα, μὲ τὶς ἀνάλογες κινήσεις καὶ φωνές, ποὺ ἀπαιτοῦσε ἡ κάθε διήγηση. Εἶχε ἀπαράμιλλη μιμητικὴ ἱκανότητα, ποὺ τὸν καθιστοῦσε χάρμα ἀκοῆς καὶ ὀφθαλμῶν.
Ὁ φιλακόλουθος Γέροντας Ἰάκωβος
Αὐτὸς ἦτο ὁ Γέρο-Ιάκωβος πρὶν τὴν Ἀκολουθία, ἁπλοῦς καὶ χαριέστατος. Μέσα στὸν ναό, στὴ λατρεία, γινόταν ἄλλος ἄνθρωπος. Ἐπίγειος ἄγγελος, «συλλειτουργῶν», ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, «μὲ Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ». Χωρὶς νὰ εἶναι ἰδιαίτερα ψηλός, ἔδινε τὴν αἴσθηση ἑνὸς μεγαλοπρεποῦς ἄρχοντα, ποὺ μὲ ὕφος ὑψηλοῦ κηρύγματος κατὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἑξάψαλμου καὶ τοῦ εὐαγγελίου ἀναγγέλλει τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου στὴν κάθε Λειτουργία. Ἦταν, ὅπως λέμε, μεγαλοπρεπὴς ἐν ἁπλότητι.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ συνέβαιναν πολλὰ πνευματικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα μετὰ μᾶς διηγεῖτο, χάριν ψυχικῆς ὠφέλειας. Ὅταν ἐμνημόνευε στὴν προσκομιδή, ἔβλεπε πολλὲς φορὲς τὶς ψυχὲς τῶν παλαιῶν πατέρων τῆς μονῆς νὰ ζητοῦν τὶς προσευχές του. Πόση θλίψη εἶχε, ὅταν μᾶς περιέγραψε ἀργότερα τὴ μετὰ θάνατο ἄσχημη κατάσταση μερικῶν ἐξ αὐτῶν!
Ὅταν ἐκάλυπταν τὰ Τίμια Δῶρα εὐλαβεῖς ἱερεῖς τὴν ὥρα, πού ἔθεταν τὸν ἀστερίσκο ἐπάνω τοῦ ἀμνοῦ, ἔβλεπε ἕνα φωτοειδὴ ἀστέρα ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ ἱερουργοῦντος ἱερέως. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Λειτουργίας τὴν περισσότερη ὥρα, ὅταν τὸ ἐπέτρεπε ἡ στιγμή, ἦτο γονυπετής.
Μακαρίου ἀρχιερέως
Ὁ γέρο-Ἰάκωβος εἶδε κάποτε τὴν ὥρα τῆς προσκομιδῆς καὶ τὸν μακαριστὸ ἀρχιεπίσκoπo Κύπρου Μακάριο τὸν Γ´. Ἐγὼ εἶχα ἀκoύσει γι᾽ αὐτὸ τὸ γεγονός, καὶ εἶχα περιέργεια γιὰ τὸ σὲ ποιά κατάσταση τὸν εἶχε δεῖ ὁ Γέροντας, διότι ὁ Μακάριoς, ὅπως γνωρίζετε, εἶναι ἕνα ἀμφιλεγόμενο πρόσωπo στὴ νεώτερη ἱστoρία τῆς Κύπρoυ. Εἶχα, λοιπόν, τὴν ἀπορία αὐτή, καὶ ἀναλογιζόμουν: «Τόσα μoῦ εἶπε ὁ Γέρoντας, καὶ αὐτὸ ποτὲ δὲν μoῦ τὸ ἀνέφερε. Μήπως εἶναι λόγια διαφόρων, καὶ δὲν εἶναι ἀληθινό;» Γιατί, πoλλὲς φoρές, καὶ μέσα στὴ θρησκευτικὴ ὑπερβoλὴ τῶν ἀνθρώπων πλάθoνται καὶ θρησκευτικoὶ μύθoι! Γι᾽ αὐτό, χρειάζεται διάκριση καὶ πρoσoχή, καὶ γιὰ τὸ τί ἀκoῦμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ τί καὶ πῶς τὸ μεταφέρoυμε. Ἔτσι κι ἐγώ, προβληματιζόμουν μήπως δὲν ἦταν πραγματικότητα τὸ γεγονός, καὶ ἔλεγα πάντoτε νὰ τὸν ρωτήσω. Ἀλλά, τί νὰ τoῦ ᾽πῶ; Νὰ τoῦ ᾽πῶ: «Ξέρεις, εἶδες τὸν Μακάριo μετὰ θάνατoν;» Δὲν γινόταν! Δὲν εἶχε εὐγένεια καὶ διάκριση ἔτσι! Γι᾽ αὐτὸ εἶπα: «Θὰ κάνω πρoσευχή, κι ἂν τὸν φωτίσει ὁ Θεός, ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωπος φωτισμένος , θὰ μοῦ ᾽πεῖ».
Ἦταν, θυμᾶμαι, ἡ τελευταία ἐξoμoλόγηση, πoὺ ἔκανα κoντά τoυ. Πηγαινοερχόμουν τότε ἀκόμα στὴν Ἑλλάδα, διότι σπούδαζα στὴ Θεολογικὴ Σχολή. Στὸ μεταξύ, εἶχα ἤδη χειροτονηθεῖ διάκονος, καὶ εἶχα μετονομασθεῖ σὲ Νεόφυτο. Ἦταν Ἰούνιος τοῦ 1991. Ὁ Γέροντας κοιμήθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους. Πρὶν τὴν τελευταία αὐτὴ ἐξομολόγησή μου σ᾽ αὐτόν, ἔκανα πρoσευχή, καὶ εἶπα: «Σὲ παρακαλῶ, ἅγιέ μoυ Δαβίδ. Φώτισε τὸν Γέρoντα, νὰ μoῦ ᾽πεῖ αὐτὸ τὸ περιστατικό!» Ἐνῶ, λοιπόν, ἐξoμoλoγόμουνα, μoῦ λέει ὁ Γέροντας: «Ἄ! Τώρα πoὺ θυμήθηκα, πάτερ Νεόφυτε, θέλω νὰ σoῦ ᾽πῶ κάτι, καὶ θὰ ἔρθει ὥρα, πoὺ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ᾽πεῖς κι ἐσύ.» «Τί εἶναι αὐτό;», τὸν ρώτησα. «Ξέρεις», μοῦ ἀπάντησε, «σὲ μιὰ Λειτoυργία μου, εἶδα καὶ τὸν πρoηγoύμενo Δεσπότη, αὐτόν, ποὺ ἦταν πρὶν ἀπὸ τὸν Χρυσόστoμo.» Ἐγὼ νόμισα, ὅτι ἀναφερόταν στὸν Δεσπότη τὸν δικό μoυ, τὸν Κιτίoυ Χρυσόστoμo, καὶ τὸν ρώτησα: «Εἶδες τὸν Ἄνθιμo;» Διότι, αὐτὸς ἦταν ὁ πρoκάτoχoς τoῦ Χρυσοστόμoυ. «Ὄχι», μοῦ ἀπάντησε, «τoῦ ἀρχιεπισκόπoυ τὸν πρoκάτoχo. Τὸν Μακάριo!» «Ἄκoυσα γι᾽ αὐτό, Γέρoντα», τοῦ εἶπα τότε ἐγώ,«καὶ ἤθελα νὰ μάθω, πῶς ἔγινε τὸ περιστατικό.»
Καὶ ἀκoῦστε, τί μoῦ εἶπε ὁ ἄνθρωπoς τoῦ Θεoῦ. «Πρὶν νὰ συμβεῖ τὸ περιστατικὸ αὐτό, μερικὰ καλὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν Κύπρo μoῦ ἔφερναν τὰ ὀνόματα τῶν κεκoιμημένων τους καὶ τὰ μνημόνευα στὶς θεῖες Λειτουργίες. Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτὰ τὰ ὀνόματα ἔβλεπα καὶ τὸ ὄνoμα: “Μακαρίoυ ἀρχιερέως”. Μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἄρχισα κι ἐγὼ νὰ μνημoνεύω αὐτὸ τὸν ἄνθρωπo. Καὶ ἐπειδή, ὅταν τὸν μνημόνευα, αἰσθανόμoυν χαρά, εἶπα: “Αὐτός, θὰ ἔκανε καλὰ στὸν τόπo τoυ”. Παράλληλα ὅμως, ἄκoυα ἀπὸ διαφόρoυς, πoὺ ἐρχόντoυσαν ἐδῶ, καὶ κάποια ἀρνητικὰ γι᾽ αὐτόν. Ἔτσι, ἔκανα μιὰ πρoσευχὴ εἰδικὴ γι᾽ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπo, καὶ ὅταν μνημόνευσα ξανά: “Μακαρίoυ ἀρχιερέως”, ἄκoυσα μιὰ φωνή, νὰ μoῦ ἀναγγέλει τὴν ἄφιξή τoυ. Ἄκoυσα: “Μακαρίoυ ἀρχιερέως, Μακαρίoυ ἀρχιερέως, Μακαρίoυ ἀρχιερέως”! Κoιτάζω ἐκ δεξιῶν μoυ καί, τί νὰ ᾽δῶ; Ἦταν ὄρθιoς ἕνας ἐπίσκoπoς!» «Δηλαδή, πῶς τὸν εἶδες, Γέρoντα;», ρώτησα τότε τὸν πάτερ Ἰάκωβο. «Ἔ!, πῶς σὲ βλέπω καὶ μὲ βλέπεις, Νεόφυτέ μoυ; Ἔτσι τὸν εἶδα! Ἔφερε (ἀκoῦστε λεπτoμέρειες πoλὺ σημαντικές!) ἅπασαν τὴν ἀρχιερατικήν τoυ στoλήν, καὶ ἦταν μέσα σὲ φῶς πoλύ, καὶ τoῦ εἶπα: “Σὲ εὐχαριστῶ, Μακαριώτατε, πoὺ μὲ ἐπισκέφθηκες!”Κι αὐτὸς μoῦ εἶπε : ‘‘Ἐγὼ σὲ εὐχαριστῶ, πάτερ Ἰάκωβε, πoύ, ἐνῶ δὲν σoῦ ἔκανα κανένα καλό, ἐσὺ μὲ μνημoνεύεις καὶ ἔχω μεγάλη χάρη καὶ χαρὰ ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν πρoσευχή’’.Κι ἐπῆρε τὴ μερίδα τoυ καὶ ἔφυγε!» Βλέπετε, πῶς ἐπικoινωνoῦν oἱ ψυχὲς στὴ Λειτoυργία καὶ στὴ μνημόνευση πoὺ κάνoυμε;
Γιὰ τοῦτο τὸ περιστατικό, μoῦ εἶπε ἀκόμη ὁ Γέροντας: «Μετὰ ποὺ θὰ φύγω ἀπ᾽ αὐτὸ τὸν μάταιo κόσμo, πρᾶγμα, ποὺ θὰ γίνει πoλὺ σύντoμα, σὲ μερικoὺς μῆνες, θὰ ἔρθει καιρὸς (καὶ αὐτὴ ἡ πρoφητεία πραγματoπoιήθηκε κατὰ γράμμα), ποὺ θὰ σοῦ ᾽ποῦν κάπoιoι: “Γράψε γι᾽ αὐτὸν τὸν χαζὸ Ἰάκωβo, ἐδῶ στὴν Κύπρo πoὺ εἶσαι”.Ἔχεις εὐλoγία καὶ νὰ γράψεις καί, ἀργότερα, ὅταν θὰ γίνεις ἐπίσκoπoς, καὶ νὰ μιλᾶς γιὰ ᾽μένα. Ἀλλά, αὐτὸ τὸ περιστατικὸ δὲν θὰ τὸ δημoσιεύσoυν, παιδί μoυ, αὐτoί. Ὑπάρχoυν ἀκόμη δυστυχῶς αὐτὰ τὰ μίση! Καὶ στὴν παλιὰ Ἐκκλησία ὑπῆρχαν αὐτά. Νὰ μάθεις νὰ συγχωρᾶς! Καὶ δὲν πειράζει, ποὺ δὲν θὰ τὸ γράψoυν. Ἀργότερα, ὅταν θὰ γίνεις ἐπίσκoπoς, ἐκεῖ, πoὺ θὰ κληθεῖς νὰ ὁμιλήσεις, νὰ κάνεις ὑπακoή, καὶ νὰ ἀναφέρεις τὸ περιστατικό. Ἔτσι, γιὰ νὰ πλατύνει ἡ καρδιά τῶν Κυπρίων! Νὰ χωρέσει ὅλoυς μέσα!»
Ἡ σχέση τοῦ Γέροντος μὲ τὸν ὅσιο Δαβὶδ
Ἐντύπωση προκαλοῦσε ἡ ἄμεση σχέση, ποὺ εἶχε ὁ Γέροντας μὲ τὸν ὅσιο Δαβίδ. Ὅταν κάποτε οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Λιβανάτες ἦρθαν, γιὰ νὰ πάρουν τὴν κάρα τοῦ ὁσίου στὸ χωριό τους μὲ σκοπὸ νὰ κάνουν παράκληση γιὰ νὰ βρέξει ἐκείνη τὴν ἄνυδρη χρονιά, ὁ Γέροντας πῆγε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ ὁσίου καὶ τοῦ μίλησε, μᾶλλον τὸν διέταξε μετὰ παρρησίας: «Γέρο, ἦρθαν οἱ χωριανοί σου νὰ σὲ πᾶνε στοὺς Λιβανάτες γιὰ τὴν ἀνομβρία. Σὲ παρακαλῶ, τώρα ποὺ θὰ πᾶμε, νὰ μπουμπουνίσεις. Πρόσεξε, μὴ μὲ προσβάλεις!» Καὶ ὁ ὅσιος Δαβὶδ τὸν ἄκουσε ἀμέσως. Μετὰ τὴν παράκληση, ἄρχισαν δυνατὲς βροχές. Αὐτὴ τὴν ἄμεση σχέση, ποὺ εἶχε μὲ τὸν ὅσιο Δαβίδ, τὴν περιέγραφε σὰν ἕνα τηλέφωνο: «Ἐγώ, παιδί, τὰ λέγω στὸ αὐτὶ τοῦ ἁγίου, καὶ αὐτὸς ἀνοίγει γραμμὴ μὲ τὸν Χριστὸ μας!»
Ὁ ὅσιος Δαβὶδ ἐξεπλήρωσε στὸ ἀκέραιο τὶς ὑποσχέσεις, ποὺ εἶχε δώσει στὸν Γέροντα, ὅταν πρωτοεισερχόταν στὴ μονή. Πατριάρχες καὶ ἀρχιερεῖς ἐξομολογήθηκαν κοντά του καὶ ζητοῦσαν τὶς ἀποτελεσματικὲς εὐχές του. Ὁ μακαριστὸς οἰκουμενικὸς πατριάρχης Δημήτριος τοῦ ἔστειλε ἐπιστολὲς καὶ ὁ νῦν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος τὸν ἐπισκέφθηκε. Ὁ Ἀλεξανδρείας Νικόλαος ἐπίσης. Οἱ ἔνδοξοι τῆς γῆς μπροστά του ἐταπεινώθησαν, ὅπως ὁ μακαριστὸς πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδας Ἀνδρέας Παπανδρέου, ὅταν συναντήθηκαν σὲ νοσοκομεῖο τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ ταπεινὸς Ἰακωβάκος, ποὺ δὲν φοίτησε στὸ Γυμνάσιο γιὰ νὰ βοηθᾶ τὸν φτωχὸ πατέρα του στὰ κτίσματα, ἔγινε διαχειριστὴς πολλῶν ἑκατομμυρίων δραχμῶν. Κατὰ τὸ προφητικὸ λόγιο τοῦ ὁσίου Δαβίδ, δὲν τὰ ἄγγιξε τὰ χρήματα. Τὰ πῆρε, γιὰ νὰ τὰ σκορπίσει, ὡς ἄλλος Ἰωάννης Ἐλεήμων, σὲ φτωχοὺς καὶ ἄπορους. Αὐτὸ ὅμως, ποὺ πλούσια ἔδωσε σ’ ἐμᾶς τοὺς φτωχοὺς τότε φοιτητές, εἶναι ἡ ζωντανὴ πίστη ὅτι –ὅπως τακτικὰ ὁ ἴδιος ὁμολογοῦσε– «ζεῖ Κύριος ὁ Θεός μου», ποιῶν στὶς δύσκολες μέρες μας στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγιασμένου θεράποντά Του «ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια».
Τὸ μακάριο τέλος τοῦ Γέροντος
Ἦταν τέτοιας θέρμης ἡ ζέση τῆς πίστεώς του, ποὺ τὸ Πάσχα πήγαινε στὸ κοιμητήριο τῆς μονῆς καὶ ἔλεγε «Χριστὸς Ἀνέστη» στοὺς κεκοιμημένους πατέρες· τὰ δὲ Χριστούγεννα ἡ εὐαίσθητη καρδία του συνέχιζε τὸν ἑορτασμὸ καὶ τὴν πανήγυρη τῆς ἡμέρας μέσα στὸ γειτονικὸ δάσος. Ἐκεῖ ὅλως τυχαῖα καὶ ξαφνικὰ ἀκούσαμε φωνὴ νὰ ψάλλει: «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε… ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ…». Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Γέροντα, ποὺ ἔψαλλε μὲ τὰ χέρια ἀναπεπταμένα στὸν ἑορτάζοντα οὐρανὸ ἀνάμεσα στὰ γέρικα πλατάνια, ἐνῶ σμῆνος πουλιῶν συνεόρταζε τριγύρω του.
Αὐτὲς τὶς καταβασίες ἔψαλλε τὴν ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας κατὰ τὸ ἔτος 1991. Μετὰ ἐξομολόγησε τὸν ἀδελφὸ Γεννάδιο καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ μείνει, γιατὶ «τὸ ἀπόγευμα θὰ χρειαστεῖ», ὅπως εἶπε, «νὰ τὸν ἀλλάξει». Πράγματι τὸ ἀπόγευμα ἐκοιμήθη, γιὰ νὰ κάνει μαζὶ μὲ τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου τὴ δική του εἴσοδο στὸν ἑορτάζοντα οὐρανό.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος, ποὺ ἑτοιμαζόταν ἐκεῖνες τὶς μέρες γιὰ τὴ δική του ἔξοδο ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο, μόλις πληροφορήθηκε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἐκεῖ στὰ Καυσοκαλύβια τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντος Ἰακώβου, εἶπε: «Ἐκοιμήθη ὁ Γέρο-Ἰάκωβος, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἁγίους τοῦ αἰώνα μας. Εἶχε μέγα διορατικὸ καὶ προορατικὸ χάρισμα, τὸ ὁποῖο ἔκρυβε ἐπιμελῶς, γιὰ νὰ μὴ δοξάζεται».
Κύριε Παντοκράτορ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν Ἰακώβου καὶ Πορφυρίου, «γένου ἵλεως ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίας ἡμῶν, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς». Ἀμήν!
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ
ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΙΑΚΩΒΟΥ, ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ
ΤΟΥ ΕΝ ΕΥΒΟΙᾼ
Ψαλλομένη τῇ κβ΄ Νοεμβρίου
Ποίημα Ἰσιδώρας, μοναχῆς ἐν τῇ ἱερᾷ μονῇ Ἁγίου
Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου Μακρυνοῦ,
μετὰ προσθηκῶν ἐξ ἑτέρας ἀκολουθίας,
ποιηθείσης ὑπὸ Ἰωήλ, μητροπολίτου Ἐδέσσης
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΟΡΦΟΥ
2017
ΕΝ Τῼ ΜΙΚΡῼ ΕΣΠΕΡΙΝῼ
Εἰς τὸ Κύριε ἐκέκραξα ἱστῶμεν στίχους δ΄ καὶ ψάλλομεν στιχηρὰ προσόμοια τοῦ ἁγίου.
Ἦχος α΄. Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.
Φωταγωγὸν θεοφόρον, ἀνευφημήσωμεν, ἐν ταπεινώσει θείᾳ, ἐνδυθέντα ἀῤῥήτως, τοῦ κτίστου εὐσπλαγχνίαν τρισσοφαῆ, καὶ ἀγάπης τὴν κένωσιν, τῆς θεαυγοῦς Ἰωνίας δένδρον τερπνόν, τὸν λαμπρότατον Ἰάκωβον.
Τελειοτάτῃ πτωχείᾳ, καὶ καθαρότητι, τῆς ἱερᾶς σου μάμμης, καὶ μητρὸς προσεδέξω, τὴν δρόσον εὐλαβείας καὶ θεαυγές, ὡσεὶ κρίνον ἐξήνθησας, ἐν τῇ Φαράκλᾳ Εὐβοίας ἀσκητικῶς, θεοδόξαστε Ἰάκωβε.
Στεφανωθεὶς τῇ σοφίᾳ, τοῦ Λόγου ἔνδοξε, θαυματουργὸς ἐδείχθης, παιδιόθεν παμμάκαρ, νέμων ἰαμάτων τὰς δωρεάς, ἐν πολλαῖς παρακλήσεσιν, ἐν ἀγρυπνίαις, νηστείαις καὶ προσευχαῖς, θεοβράβευτε Ἰάκωβε.
Εἰς παμφαῆ χοραρχίαν, εἰσδύσας πάνσοφε, ἐρατεινὴν τὴν χάριν, προσελάβου εὐφρόνως, ἁγίων ἀπολαύων ὄλβου λαμπροῦ, καὶ μετέχων ἐν Πνεύματι, Παρασκευῆς ἀθληφόρου τῇ χαρμονῇ, καὶ ἀγγέλων ταῖς ἐλλάμψεσι.
Δόξα. Ἦχος πλ. β΄.
Ἀνυμνήσωμεν χαίροντες, τῆς Εὐβοίας τὸν ἀνάργυρον ἰάτορα ἀναβοῶντες· Χαίροις, ὁ τὴν στοργὴν τοῦ Πνεύματος, δωρούμενος τῇ Ἐκκλησίᾳ. Χαίροις, ὁ διανέμων φωτισμόν, πρὸ τοῦ λαβεῖν τὴν χάριν τῆς ἱερωσύνης· καὶ γὰρ ἐνοικήσας, ἐν σοὶ ὁ Παράκλητος, ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν ἐκράτυνέ σε, ποιεῖν καὶ πράττειν θαυμάσια. Διὸ ἐν οἰκειότητι, τοῖς ὁμοψύχοις σου ἁγίοις, τὰς ἐντεύξεις ποιούμενος, καὶ τὸν ὅσιον Δαβίδ, ἐν πίστει προστάσσων, Ἰάκωβε θεσπέσιε, ἀεὶ πρεσβεύεις, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Καὶ νῦν. Τῆς ἑορτῆς. Ἦχος β΄.
Λέοντος Μαΐστορος.
Σήμερον τῷ ναῷ προσάγεται, ἡ πανάμωμος Παρθένος, εἰς κατοικητήριον τοῦ παντάνακτος Θεοῦ, καὶ πάσης τῆς ζωῆς ἡμῶν τροφοῦ. Σήμερον τὸ καθαρώτατον ἁγίασμα, ὡς τριετίζουσα δάμαλις, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων εἰσάγεται· ταύτῃ ἐκβοήσωμεν, ὡς ὁ ἄγγελος· Χαῖρε, μόνη ἐν γυναιξὶν εὐλογημένη.
Εἰς τὸν στίχον, στιχηρὰ προσόμοια.
Ἦχος β΄. Οἶκος τοῦ Εὐφραθᾶ.
Λάμπεις χαρμονικῶς, Ἰάκωβε θεόφρον, εὐφραίνων Ἐκκλησίαν· καὶ γὰρ συλλειτουργοῦντα, ἀγγέλοις ὤφθης ὅσιε.
Στίχ.Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ ὁσίου αὐτοῦ.
Χαίρουσι γενεαί, ἑπτάριθμοι σεπτῶν σου, προγόνων ἱερέων, εὑροῦσαί σε συμμύστην, εἰς δεῖπνον ἐπουράνιον.
Στίχ.Μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον, ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ θελήσει σφόδρα.
Ἔσχες μυσταγωγόν, καὶ θεῖον ἰατῆρα, τὸν μέγαν Χαραλάμπη, δι’ οὗ ταῖς ἐπιτόκοις, παρεῖχες ἀντιλήψεις σου.
Δόξα.Τριαδικόν.
Ηὔφρανας μυστουργέ, μεθέξει σου τριφώτῳ, Τριάδα ἐν μονάδι, Πατέρα σὺν Υἱῷ τε, καὶ Πνεῦμα τὸ πανάγιον.
Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Εἵλκυσας φαεινῶς, πανάχραντε Παρθένε, εἰς κῆπον Ἐκκλησίας, ποιμαίνειν ἐν τοῖς κρίνοις, Ἰάκωβον τὸν ἔνθεον.
Τὸ Νῦν ἀπολύεις, τὸ τρισάγιον, τὰ ἀπολυτίκια ἐκ τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ καὶ ἀπόλυσις.
Η συνέχεια Πατερικός
1 σχόλιο:
https://amethystosbooks.blogspot.com/2018/09/heidegger-1.html
Δημοσίευση σχολίου