Συνέχεια από Τετάρτη, 3 Φεβρουαρίου 2021
4. H διπλή υπέρβαση τής Μεταφυσικής.
Είδαμε πως η αιωνιότητα
της κίνησης και του χρόνου υπάρχει μόνον αν το πρῶτον κινοῦν είναι
καθαρή ενέργεια. Ως καθαρή ενέργεια το πρῶτον κινοῦν είναι το ίδιο
ακίνητο, γιατί η κίνηση σημαίνει μετάβαση από το δυνάμει ον στο ενεργεία ον. Αν
λοιπόν η αίτια της κίνησης των φύσει όντων είναι η ίδια απαλλαγμένη από κάθε
είδους κίνηση, γίνεται φανερό πως το Είναι της φύσης θεμελιώνεται σε μιαν αρχή
που υπερβαίνει τη φύση. Η υπέρβαση ακριβώς αυτή ορίζει τον βασικό χαρακτήρα της
Μεταφυσικής[11].
Το ερώτημα για το Είναι, που αποτελεί το βασικό ερώτημα της Μεταφυσικής[12],
βρίσκει την απάντησή του μέσα από το ερώτημα για το Είναι της φύσης, το οποίο,
σε τελευταία ανάλυση, θεμελιώνεται σε μιαν αρχή «υπερβατική» με τη σημασία που
είδαμε. Στην προσπάθεια όμως να γνωρίση την ουσία της αρχής αυτής η
αριστοτελική Μεταφυσική καταλήγει αναγκαστικά σε μια δεύτερη υπέρβαση, αυτή τη
φορά όμως με αφετηρία όχι τη φύση, αλλά τον άνθρωπο. Το ερώτημα που θα μας
οδηγήση εδώ είναι : πώς νοείται το Είναι ως καθαρή ενέργεια;
Κατ’ αρχήν, καθαρή
ενέργεια μπορεί να είναι, μόνον αν υπάρχη καθαρό είδος, είδος δηλαδή χωρίς ύλη.
Το είδος γενικά στον Αριστοτέλη υπάρχει ή στην ύλη ή στο νου, επομένως το
καθαρό είδος μπορεί να υπάρχη μονάχα στο νου. Γιατί η αίσθηση μας φανερώνει το
επί μέρους αυτό εδώ ή εκείνο εκεί το ον και μόνον ο νους νοεί το Είναι, δηλαδή
το είδος καθόλου. Αλλά ο νους, ενώ νοεί, τονίζει ο Αριστοτέλης, το Είναι,
ταυτόχρονα νοεί τον εαυτό του. Αὑτὸν δὲ νοεῖ ὁ νοῦς
κατὰ μετάληψιν τοῦ νοητοῦ
(1072 b 20-21) [Μετ: Τον εαυτό του νοεί
ο νους στη διεργασία μετάληψης του νοητού]. Νοεί όμως ο νους πάντα το
Είναι;
Στον άνθρωπο ο νους
καταγίνεται πιο πολύ με τα επί μέρους όντα και λίγες είναι οι στιγμές που νοεί
το Είναι. Αλλά αν ο ανθρώπινος νους δεν συνίσταται στο νοείν αποκλειστικά του
Είναι, τότε τί είναι άραγε; Στη σφαίρα του ανθρώπινου ο νους παρουσιάζεται σαν
το δυνάμει εκείνο που μπορεί να περάση στην κατάσταση του ενεργεία και
αντίθετα. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει με το ύψιστο ον, τον Θεό, που είναι καθαρή
ενέργεια. Η ουσία του βρίσκεται ακριβώς στη συνεχή ενεργητική κατοχή του
νοητού, και αφού είναι αιώνια ενέργεια ο νους νοεί πάντα το Είναι. Γι’ αυτό και
ο Θεός πού έχει τη θεωρητική εκείνη μακαριότητα, που εμείς λίγες στιγμές της
ζωής μας την απολαμβάνομε, είναι μια θαυμαστή ύπαρξη (1072 b 25 επ.). Εφ’ όσον
τώρα ζωή είναι νοῦ ἐνέργεια, ο Θεός, ως καθαρή ενέργεια, είναι η ζωή
στην υπέρτατη βαθμίδα της (1072 b 29-31). Οπωσδήποτε όμως και ο άνθρωπος, που
είναι ένα φύσει ον, όπως και τόσα άλλα, και γι’ αυτό υπόκειται στη μεταβολή,
φτάνει —έστω και σε λίγες στιγμές της ζωής του— στη θεωρία του Είναι. Εδώ
ακριβώς βρίσκεται το κοινό που έχει με το Θεό, αλλά και η ουσιαστική διαφορά
που τους χωρίζει. Ο Αριστοτέλης προσπαθώντας να ορίση την ουσία του υψίστου
αυτού όντος, του Θεού, που είναι νους[13],
οδηγείται σε μιαν υπέρβαση του ανθρωπίνου νοείν, για ν’ αποκαλυφθή έτσι ο
διττός υπερβατικός χαρακτήρας της Μεταφυσικής.
Ο Αριστοτέλης γνωρίζει
ότι ο προσδιορισμός της ουσίας του υψίστου όντος ως νου προσκρούει σε ορισμένες
δυσκολίες. Αν ο νους είναι από καθετί άλλο το πιο θεϊκό, σε ποιάν άραγε
κατάσταση πρέπει να υπάρχη για να έχη τη θεϊκή αυτή ιδιότητα;
Πρώτα-πρώτα ο νους
πρέπει να νοή κάτι, γιατί χωρίς την ενεργητική κατοχή του νοητού ο νους
παραμένει μια απλή δυνατότητα για νόηση. Αλλά αν πάλι ο νους νοή, όμως η νόησή
του κυριαρχείται από κάτι άλλο, τότε στην ουσία του είναι μόνο δύναμη, εφ’ όσον
η πράξη του νοείν αποτελεί τη μεγαλειότητά του. Και δεν θα ήταν στην περίπτωση
αυτή ο νους η ἀρίστη οὐσία (1074 b 20), αλλά η νόηση. Αλλά αν είτε νους
είτε νόηση είναι η ουσία του, τί άραγε νοεί; Ή θα νοή ο ίδιος τον εαυτό του,
μας λέει ο Αριστοτέλης, ή κάτι άλλο. Και αν νοή κάτι άλλο, ή θα νοή το ίδιο
πάντα ή διαφορετικά πράγματα. Αν όμως δεν νοή τον εαυτό του, αλλά κάτι άλλο,
τότε η νόηση χαρακτηρίζεται από τη μεταβολή και δεν θα είναι καθαρή ενέργεια.
Ως καθαρή ενέργεια ο νους δεν μπορεί να είναι δύναμη, γιατί τότε θα ήταν
επίπονο το συνεχὲς της νοήσεως (1074 b 28-29), όπως συμβαίνει στον
άνθρωπο. Αλλά υπάρχει κι ένας ουσιαστικότερος λόγος από τον παραπάνω : αν είναι
δύναμη, θα υπήρχε και κάτι άλλο ανώτερο από το νου, το νοούμενον, όπως
συμβαίνει με τη νόηση που είναι απλώς δύναμη και που γι’ αυτό καθορίζεται από
αυτό που νοεί. Τί νοεί όμως ο θείος νους; Επειδή είναι το ύψιστο ον, καθαρή
ενέργεια, νοεί τον εαυτό του. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης ορίζει την ουσία του
θείου αυτού όντος ως νόησιν νοήσεως (1074 b 35).
Ο
ανθρώπινος νους άλλοτε νοεί και άλλοτε όχι. Ενώ νοεί κάτι, είναι μέσα στη
δυνατότητά του να «νοήση» και κάτι άλλο. Η δύναμη για νόηση προσδιορίζει την
ουσία του. Δεν είναι λοιπόν ο ανθρώπινος νους αΐδιος. Κι όμως ο
ανθρώπινος νους μπορεί να «νοήση» το αΐδιον. Επειδή νοεί βέβαια το Είναι
αλλά ο ίδιος δεν είναι αΐδιος, δεν μπορούμε στο ανθρώπινο νοείν να δούμε
να πραγματώνεται η νόηση στην ουσία της. Χρειάζεται γι’ αυτό να υπερβούμε τον
άνθρωπο, για να δούμε να πληρούται η νόηση στη νόηση του υψίστου όντος.
Η ίδια λοιπόν η νόηση, η ουσία του όντος καθόλου, δεν νοείται παρά ως υπέρβαση
: νόηση είναι η νόηση του Είναι, αλλά νόηση ως υπέρβαση.
ΤΕΛΟΣ
[11] Βλ. Heidegger, Was ist Metaphysik?, Frankfurt/M. 19599, 19-20.
[12] Βλ. I Ν. Θεοδωρακόπουλος, Το πρόβλημα της Μεταφυσικής, «Φιλοσοφία» 1 (1971) 8 επ.
[13] Βλ. Landgrebe 78 επ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου