Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

Heidegger και Arendt: «το δαιμονικό με χτύπησε»

Heidegger και Arendt: «το δαιμονικό με χτύπησε»

Του Wolfram Eilenberger στο Philosophie Magazin, 01 Ιουνίου 2017

Την Άνοιξη του 1925, στην πανεπιστημιούπολη Marburg, διεξάγεται μια ερωτική ιστορία ιδιαίτερου είδους. Η ερωτική αυτή ιστορία θα σημάδευε βαθιά την πορεία της ζωής της Hannah Arendt και του Martin Heidegger. Ένας διάλογος μεταξύ φόβου και απελευθέρωσης, που θα επηρέαζε αποφασιστικά την φιλοσοφία του 20ου αιώνα.

 

Χωρίς αμφιβολία, ο νεαρός καθηγητής ήταν ένα συμβάν (Ereignis). Ντυμένος με ένα ειδικά γι’ αυτόν σχεδιασμένο συνδυασμό-ανάμεσα σε παραδοσιακή στολή και σε κοστούμι-μπήκε στο αμφιθέατρο. Σιγανά, σχεδόν ψιθυρίζοντας, με το βλέμμα καρφωμένο προς το παράθυρο, ξεκίνησε την διάλεξή του, και μετά από λίγο συνέχισε, χωρίς σημειώσεις και χωρίς να φαίνεται πως έχει προετοιμαστεί, όλο και διεισδυτικά και πυκνά, να εισέρχεται στην φιλοσοφία. Ο Martin Heidegger, αυτό ήταν το όνομα του ιδιοφυούς χαρισματούχου, είχε συνειδητά απομακρυνθεί από κάθε απαίτηση που θα μπορούσε να έχει κανείς από ένα καθηγητή. Όπως και ο πραγματικός στόχος της διδασκαλίας του, ήταν κάτι πολύ περισσότερο, κάτι διαφορετικό από ακαδημαϊκή μετάδοση γνώσης. Αυτό προς το οποίο ο 35χρονος μαθητής του Husserl ωθούσε, ή μάλλον υποδαύλιζε, τους φοιτητές του, από την καθέδρα τού πανεπιστημίου του Marburg, δεν ήταν τίποτα λιγότερο από ένα θεμελιωδώς νέο είδος ζωής και σκέψης. Κάθε τόσο, κατά τη διάρκεια της διάλεξης, ο παντρεμένος οικογενειάρχης αναφερόταν στις θεμελιώδεις καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, κατά τις οποίες επιδεικνύεται και ανοίγεται, με ιδιαίτερα σαφή τρόπο, ο δρόμος προς ένα αληθινό και αποφασιστικό είδος ύπαρξης. Σύμφωνα με τον Heidegger πρόκειται ιδιαιτέρως περί της εμπειρίας του φόβου. Ενώπιον των φοιτητών ονομάζει την εμπειρία αυτή «το γεγονός πως το Είναι προτρέχει προς το τελείωμα του» (das Vorlaufen des Daseins zu seinem Vorbei)-η βεβαιότητα δηλαδή της προσωπικής του περατότητας, του θανάτου.

Αυτές ακριβώς οι εμπειρίες τού τιποτένιου και του ά-λογου, που προκαλούν μια ριζική απομόνωση, είναι οι εμπειρίες από τις οποίες το Είναι του ανθρώπου μπορεί αποκτήσει την αληθινή ελευθερία, αποφασιστικότητα και αυτοσωτηρία. Γιατί κανείς-κανένας άλλος άνθρωπος, καμιά κοινότητα, καμιά παράδοση ή αποκεκαλυμμένη θρησκεία-μπορεί να απαντήσει για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά το ερώτημα, γιατί υπάρχει, και αφού ρίχτηκε στον κόσμο αυτό, τι να κάνει με τον εαυτό του. Δεν υπάρχει κανένα άλλοθι μέσα στην ύπαρξη. Ούτε κάποια τελειωτική γνώση. Ο Heidegger δίδασκε, πως η πρωταρχική δουλειά του φιλοσοφείν είναι να εκφράσει όσο το δυνατόν πιο καθαρά στη γλώσσα αυτή την θεμελιώδη αβεβαιότητα και εγκατάλειψη του ανθρώπινου Είναι.

Το εσύ που εισβάλλει


Μεγάλα λόγια ενός ακόμα νεαρού άνδρα. Η δική του εμπειρία όμως δεν έδινε περιεχόμενο στα λόγια αυτά. Σε αντίθεση προς το μεγάλο πλήθος των φοιτητών του, ο Heidegger δεν πολέμησε στο μέτωπο και είχε γλιτώσει από τις φρικαλεότητες του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Το χειμερινό εξάμηνο του 1924-25 βιώνει για πρώτη φορά με το σώμα του, αυτό για το οποίο μέχρι τώρα μιλούσε και έγραφε τόσο παθιασμένα: «Ποτέ μέχρι τώρα δεν μου συνέβη κάτι τέτοιο», παραδέχεται στον εαυτό του-και όχι μόνο-στις 27 Φεβρουαρίου του 1925: «Το δαιμονικό με χτύπησε». Δεν αναφέρεται όμως σε κάποια από τις εμπειρίες φόβου ή εγγύτητας του θανάτου, για τις οποίες μιλά στις διαλέξεις του, ούτε σε κάποια με το εγώ του σχετιζόμενη έκτακτη κατάσταση. Το αντίθετο. Είναι η εμπειρία ενός άλλου ανθρώπου, η εμπειρία του έρωτα: «Το γεγονός πως η παρουσία τού άλλου εισβάλλει κάποια στιγμή στη ζωή μας, είναι κάτι στο οποίο καμιά διάνοια δεν μπορεί να ανταπεξέλθει», καθώς «δεν γνωρίζουμε ποτέ, τι μπορούμε δια του Είναι μας να γίνουμε για τους άλλους». Σε μια τέτοια έκτακτη κατάσταση, γράφει ο ερωτευμένος, μένει μόνο ένα να γίνει: «Ανθρώπινη μοίρα δίδεται στην ανθρώπινη μοίρα, και η υπηρεσία του ενός έρωτα είναι, να κρατήσει το δόσιμο αυτό ξύπνιο, όπως την πρώτη μέρα». Το γράμμα ξεκινά έτσι:

«10. II. 1925 Αγαπητή δεσποινίς Arendt! Όλα πρέπει να είναι απλά, σαφή και καθαρά μεταξύ μας. Μόνο τότε είμαστε αντάξιοι του γεγονότος πως μπορέσαμε να συναντηθούμε. Το ότι εσείς γίνατε μαθήτρια μου και εγώ δάσκαλος σας, ήτανμόνο μια αφορμή, γι’ αυτό που μας συνέβη. Ποτέ δε θα σας κατέχω, αλλά από εδώ και πέρα θα ανήκετε στη ζωή μου, και η ζωή μου θα αυξάνεται σε αυτή τη βάση…» Η δεσποινίς στην οποία ο Heidegger απευθύνεται, τόσο απροστάτευτος, και τόσο ανοικτά, είναι η τότε 18χρονη Hannah Arendt, μια φοιτήτρια με καταγωγή από το Königsberg, που σπούδαζε ελληνική γραμματεία, φιλοσοφία και ευαγγελική θεολογία. Και η Arendt είχε προσληφθεί, λίγο μετά τον ερχομό της στο Marburg, το Φθινόπωρο του 1924, ως ένα φαινόμενο και ιδιαίτερη περίπτωση. Ακριβώς όπως ο Heidegger, που όταν ανέλαβε την έδρα το 1923 είχε έρθει, όπως έλεγε ο ίδιος με μια «ομάδα κρούσης», αποτελούμενη από μαθητές και διδακτορικούς, μεταξύ των οποίων κατοπινές εξέχουσες μορφές, όπως ο Hans-Georg Gadamer, Herbert Marcuse ή Karl Löwith-, έτσι και η διανοητικά λαμπρή φοιτήτρια Arendt, που ήταν κάτι σαν αρχηγός και πνευματική κορυφή, μπόρεσε να παρακινήσει ένα κύκλο φίλων και συμφοιτητών, να την ακολουθήσουν από το Βερολίνο στο Marburg. Θα βίωναν εκεί με τα μάτια και τα αυτιά τους, αυτό που σε ολόκληρη την Γερμανία κυκλοφορούσε ψιθυριστά μεταξύ των φοιτητών φιλοσοφίας: Πώς στο Marburg εμφανίστηκε κάποιος νέος και λαμπρός, ένας «μυστικός βασιλιάς», κοντά στον οποίο μπορούσε «να μάθει κανείς να σκέφτεται με ένα νέο τρόπο». Αυτός ήταν ο προφήτης του Dasein, Martin Heidegger.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τού κατά Heidegger Dasein, έγκειται στο ότι δεν γνωρίζει πληθυντικό. Το Dasein ήταν γι’ αυτόν πάντα ένα μοναδικό, απομονωμένο, ή όπως επίσης έλεγε «Jemeiniges» (που διαθέτει σε κάθε περίπτωση δικό του χαρακτηριστικό). Αν ήθελε να απελευθερωθεί αληθινά και να αναλάβει τον εαυτό του, θα έπρεπε να το καταφέρει από μόνο του. Και ξαφνικά βρέθηκε εκεί ένα άλλο Dasein, ένα εσύ-και ήδη από την πρώτη συνάντηση, στα πλαίσια συνομιλίας που αφορούσε τις σπουδές της, τον Νοέμβριο του 1924-που με την δύναμη μιας μόνο ματιάς  είχε εισβάλει βαθιά μέσα του. Και αυτός μέσα σε αυτό. Δεν είναι θαυμαστό, που ο νεαρός κορυφαίος στοχαστής παραδέχεται, πως δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το συμβάν. Αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός, πως δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει κανείς, όπως σημειώνει ο Heidegger στα γράμματα του προς τον καινούργιο του έρωτα, ποια επίδραση μπορεί να έχει στο κέντρο του προσωπικού εγώ, ένα εσύ ερωτευμένο που εισβάλλει μέσα του. Θα διασπούσε από μέσα το εγώ του; Μήπως θα το αποξένωνε έτσι από τον εαυτό του; Μήπως θα επέβαλλε μια εχθρική κατοχή; Ή, από φιλοσοφικής άποψης ακόμα πιο μοιραίο: θα του πρόσφερε μια έσχατη, αιώνια χωρίς κανένα ερώτημα, στοργη;

Όλα αυτά φάνηκαν με τη μία πιθανά. Γιατί ο Martin αγαπά την Hannah, όπως δεν αγάπησε πότε άλλοτε κάτι στη ζωή του. Στα σχεδόν καθημερινά του γράμματα,  παραδέχεται κατά την Άνοιξη αυτή: Μου εμφανίστηκε κάτι νέο, ένα μεγάλο εσύ, στη μέση του εαυτού μου, του Είναι μου. Τι να κάνει; Από καθαρά πρακτικής πλευράς, βρίσκονται κλασικές λύσεις: ο Heidegger οργανώνει τις συναντήσεις τους με μεγάλη προσοχή. Κατά κύριο λόγο για την προστασία της Hannah. Επικοινωνούν με φωτεινά σήματα στο παράθυρο ή με σύμβολα γραμμένα με κιμωλία στο αγαπήμενο τους παγκάκι στο πάρκο. Η Arendt ακολουθούσε τον Heidegger στις ομιλίες του, τον περίμενε δυο στάσεις του τραμ πιο κάτω, ή σε απομακρυσμένα ξενοδοχεία, έξω από την πόλη. Αυτά που κάνουν οι άνθρωποι σε τέτοιες καταστάσεις.

Και στους δυο είναι από την αρχή σαφές, πως «δε θα κατέχουν ποτέ εξ ολοκλήρου» ο ένας τον άλλο- τουλάχιστο με την αστική έννοια του γάμου.  Ο Heidegger δεν αναφέρει ούτε σκέφτεται, σε καμιά περίπτωση, τη πιθανότητα χωρισμού από την γυναίκα του Elfriede. Αλλά και για την διακοπή της σχέσης του με την Arendt δεν τίθεται θέμα. Πολύ ισχυρή είναι η έλξη, και η ερωτική μέθη σέρνει πολύ δυνατά. Μια ερωτική ρουφήχτρα, που οδηγεί περισσότερο την νεαρή φοιτήτρια στα όρια της απώλειας του εαυτού της. Σε ένα εκτενές, αλληγορικό εξομολογητικό γράμμα, που το τιτλοφορεί «Σκιά», ομολογεί στον Heidegger ότι η σχιζοφρενική κατάσταση στην οποία βρίσκεται την κάνει ευτυχισμένη. Από τη μια αισθάνεται πως ο έρωτας αυτός την ελευθερώνει από την σκοτεινή απομόνωση και κοινοτοπία, και πως το Είναι της έχει οδηγηθεί, σαν μέσα από μια σπηλιά στο φως της ημέρας. Από την άλλη εκφράζει σοβαρές ανησυχίες, μήπως υπό την μεθυστική επίδραση ακριβώς αυτού του δαίμονα, θα μπορέσει ποτέ να βρει αληθινά τον εαυτό της.

Ο πιο δύσκολος στοχασμός

Αλλά και η φιλοσοφική αίσθηση του Heidegger ταλαντεύεται αυτές τις ανοιξιάτικες μέρες μεταξύ απελευθέρωσης και καταπίεσης: «Ξέρεις ποιο είναι το πιο βαρύ πράγμα που δίνεται σε ένα άνθρωπο να κουβαλήσει;», της γράφει στις 13 Μαΐου του 1925. «Για όλα τα άλλα υπάρχουν τρόποι, βοήθεια, όρια και κατανόηση-μόνο εδώ σημαίνουν όλα: να βρίσκεσαι μέσα στον έρωτα=να έχεις σπρωχτεί στην ύπαρξη.» Αξιοσημείωτα λόγια, ιδίως όταν τα συγκρίνει με τα γράμματα που έγραφε στη γυναίκα του τα προηγούμενα χρόνια. Μέσα σε αυτά απεικόνισε το φιλοσοφείν την πιο δύσκολη και βαθιά πρόκληση της ύπαρξής του. Τώρα είναι ο έρωτας. Μέσω της σχέσης του με την Arendt, ο Heidegger αισθάνεται πως σπρώχνεται, χωρίς να μπορεί να το απωθήσει, σε μια νέα, διαλογική μορφή αληθούς ύπαρξης. Αν όμως θέλει η φιλοσοφία του να συνεχίσει να υπάρχει, ακριβώς αυτό δεν πρέπει να συμβεί.

Και έτσι, μετά από μερικές εβδομάδες, επινόησε για τον λόγο αυτό στα γράμματα του μια ερμηνευτική διαμεσολάβηση, την οποία συμβουλεύει και την Arendt να χρησιμοποιήσει φιλοσοφικά: το βιωμένο εσωτερικό σχίσιμο  θα γίνει η εγγύηση για την αληθινή εύρεση του εαυτού. Η εισβολή του άλλου η πραγματική απελευθέρωση. Ακριβώς αυτό το αίσθημα, το χαρακτηριστικό για τον έρωτα, το αίσθημα πως είσαι αβοήθητος και πρέπει να αφήσεις κάτι νά συμβεί, είναι απόδειξη απόλυτης αποφασιστικότητας. Με άλλα λόγια: αντί να αναγνωρίσει ολόκληρη την ορμή της βιωμένης εισβολής που διασπά το Είναι, ο Heidegger ψάχνει επίμονα να βρει διαλεκτικούς τρόπους, να της δώσει τόπο στα πλαίσια της φιλοσοφίας του, που ως χαρακτηριστικό έχει την ριζική απομόνωση. Στο όνομα του υπαρξιακού ιδανικού του, μιας ηρωικής αυθεντικότητας, αρνείται να προσφέρει στην εμπειρία του Εσύ την τελειωτική αναγνώριση. Τον ίδιο φαίνεται πως τον ικανοποιεί αυτό. Αυτήν όμως που τον αγαπά, την νεαρή φιλόσοφο Hannah Arendt, δεν την πείθει με αυτό. Χωρίς να προειδοποιήσει τον Heidegger, το Καλοκαίρι του 1926 εγκαταλείπει το Marburg και πάει στο Heidelberg, για να ξεκινήσει τη διδακτορική της εργασία υπό την επίβλεψη του Karl Jaspers. Το θέμα που επέλεξε: «Η έννοια του έρωτα στον Αυγουστίνο». Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Arendt επικεντρώνεται στο ερώτημα, τι ρόλο παίζει η εμπειρία του ερώτα στα όντα, το Είναι των οποίων, ανέκαθεν και δια παντός αναφέρεται στην ύπαρξη άλλων. Αυτή είναι πρακτικά η αντιστροφή του σημείου εκκίνησης του Heidegger. 

Amor Mundi

Η διατριβή της Arendt, την οποία ολοκληρώνει το 1928 (σε μια εποχή κατά την οποία συναντιέται ακόμα περιστασιακά με τον Heidegger), βρίσκεται στην αρχή μιας πορείας στοχασμού, η ανεξαρτησία και η σημασία της οποίας δεν μειώνεται από το γεγονός πως βρίσκεται σε μια διαρκή αναφορά προς το έργο του Heidegger. Γιατί η φιλοσοφία της Arendt χαρακτηρίζεται από την ικανότητα να ανιχνεύει όλες εκείνες τις πτυχές που συνδέονται με το γεγονός του «εσύ», να τις διαφωτίζει και να τις επεξεργάζεται, πτυχές για τις οποίες ο Heidegger, στο οικοδόμημα της σκέψης του έπρεπε να παραμείνει τυφλός, εάν δεν ήθελε να ρισκάρει την απώλεια της τέλειας εξορίας και έλλειψης πατρίδος. Η Arendt όμως, σε όλη της τήν ζωή, θεωρούσε πως έχει ακριβώς αυτό τον ρόλο: όπως γράφει στον Heidegger χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, «ως ένα κορίτσι από τα ξένα», ο στοχασμός της οποίας μπαίνει απελευθερωτικά στα σπίτια και καλούπια άλλων, και τα ανοίγει από μέσα. Όπως εύστοχα σημειώνει ο βιογράφος του Heidegger, o Rüdiger Safranski: «Στην πορεία προς τον θάνατο η Arendt θα απαντήσει με μια φιλοσοφία της γεννήσεως, στον υπαρξιακό σολιψισμό μοναδικότητας (Jemeinigkeit), θα απαντήσει με μια φιλοσοφία πολλαπλότητας. Στην κριτική πτώσης στον κόσμο του κοινότοπου ανθρώπου, θα απαντήσει με ένα amor mundi. Στο ξέφωτο του Heidegger θα απαντήσει εξευγενίζοντας φιλοσοφικά τη δημόσια σφαίρα».

Με άλλα λόγια: σε αντίθεση με τον Heidegger, η Hannah Arendt ανεδείχθη και φιλοσοφικά αντάξια του γεγονότος του έρωτα τον οποίο μοιράστηκε. Ο Heidegger δεν βρήκε ποτέ κάποια ουσιαστική θέση στην σκέψη του, για την δαιμονική εισβολή του Εσύ, την οποία χαρακτήριζε ως υπαρξιακή απελευθέρωση, στα γράμματα του προς την Arendt. Μια διαλογική έλλειψη, η οποία επιβαρύνει πολύ και περιορίζει την φιλοσοφία του-όπως και τον Υπαρξισμό που αποτελεί συνέχεια αυτής της έλλειψης. Η γραμμή οδηγεί κατευθείαν μέχρι το ηρωικό πάθος για αυθεντικότητα των (από τον Heidegger βαθιά επηρεασμένων) αρσενικών ηγετικών μορφών της επανάστασης του 1968.

Παρόντα συμβάντα

Το υπόλοιπο της ερωτικής αυτής ιστορίας, είναι όπως συνήθως λέγεται, ιστορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, Heidegger παραδίδεται στην παρανοϊκή ιδέα, πως μπορεί να ηγηθεί φιλοσοφικά του εθνικοσοσιαλισμού, και γίνεται μέλος του NSDAP. Η Arendt που είναι Εβραία, απειλείται με εξόντωση, και δραπετεύει από τη Γερμανία μέσω Γαλλίας, φτάνοντας στη Νέα Υόρκη. Για δυο δεκαετίες επικρατεί σιωπή μεταξύ τους. Μέχρι που κατά τη δεκαετία του 1950 πιάνουν ξανά επαφή, και τη διατηρούν με ένταση. Και οι δυο θα τονίζουν μέχρι το τέλος της ζωής τους, πως η εμπειρία του έρωτα τους, ήταν το αποφασιστικό βίωμα της ύπαρξης τους. Πέραν από τις όποιες διαφορές, της έμειναν φιλοσοφικά πιστοί. Ο Heidegger ως εραστής δεν ξεπέρασε ποτέ την Arendt. Για την Arendt όμως, ο Heidegger-όπως ακριβώς ο ίδιος το εξέφρασε ως ελπίδα στα πρώτα του γράμματα-κατέστη αρχή της προσωπικής της πορείας.

                                                  Τέλος

Μετφ: Πέτρος Χαραλάμπους

Δεν υπάρχουν σχόλια: