Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Ο Beierwaltes και η υπερβατικότης της σκέψης (1).

Ο Beierwaltes και η υπερβατικότης της σκέψης.

Mancini Sandro.

Ο Werner Beierwaltes κατέκτησε μία εξέχουσα θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας, για τις πολύτιμες και αναρίθμητες και βαθύτατες έρευνες του στον αρχαίο και μεσαιωνικό Πλατωνισμό, όπως επίσης και για την επήρειά του στον ιδεαλισμό και στην σύγχρονη ερμηνευτική οντολογία! Αλλά δεν είναι μόνον ένας από τους ποιο σοβαρούς ιστορικούς του πλατωνισμού, είναι επίσης και ένας αυθεντικός στοχαστής του Ενός, ο οποίος γνωρίζει να εξάγει από την ιστορία των εννοιών την θεωρητική τους πυκνότητα και να την επαναπροτείνει στην σύγχρονη φιλοσοφία! Αυτό τον οδήγησε να θέσει στην πρακτική του, την τάξη των οριζόντων του Γκάνταμερ, κατορθώνοντας να επαναεισάγει το αρχαίο στο σύγχρονο και να απομακρύνει το φιλοσοφικό παρόν από τον εαυτό του, ανοίγοντας μία δίοδο στις κριτικές δυνατότητες που κατοικούν στην ζωντανή πνευματική μας κληρονομιά [Είναι ένας Νεοπλατωνικός, αλλά δεν επιχειρεί μία επιστροφή στο αρχαίο, αλλά αντιθέτως να πετύχει την επιστροφή του αρχαίου στο μοντέρνο και σύγχρονο]. Στα δοκίμια του η ιστορία των εννοιών γίνεται ένας πρωτότυπος τρόπος φιλοσοφίας. Ξεχωριστή μνεία αξίζει επίσης στις σημειώσεις του από τις οποίες ξεκινούν νήματα που οδηγούν σε πάμπολες πίστες ερευνών. Η προβληματική τού υπερβατικού είναι μία δυνατότητα να επαναδιατυπωθεί σήμερα η υπερβατικότης σαν ουσιώδες στοιχείο της κριτικής φιλοσοφίας!

          1. Ο καθηδηγητικός μίτος τής θεωρίας του: η πραγματικοποίηση της Εικόνος.

Στην προοπτική τού Beierwaltes, θέτοντας στα άμεσα δεδομένα της εμπειρίας μία ερώτηση για το νόημα, διαμεσολαβώντας στοχαστικά την αμεσότητά τους με τον εαυτό της, έχει σαν αποτέλεσμα να ενταχθούν σε έναν ορίζοντα επαναστοχασμού, από τον οποίο αυτά αναδύονται σαν η διάσταση του, χωρίς την οποία δεν θα διακρίνονταν στην εσωτερική τους περατότητα! Αυτό το αδιαφοροποίητο και αξεχώριστο στο βάθος, είναι με την σειρά του εννοημένο σαν αναβλύζον και συγκεντρωνόμενο ταυτοχρόνως στην μη αναπαριστάμενη του αρχή. Το αρνητικό Ένα, απέραντο βεβαίως για την νόησή μας στην υπερβατική του και άσχετη ταυτότητα, και όμως αναλογικώς συλλαμβανόμενο στα αποτελέσματά του, σαν δυνάμει πηγή όλων των δυνατών και πολλαπλών νοημάτων στα οποία εκτάκτως ξεδιπλώνει!

          Η σκέψη του Beierwaltes εγγράφεται στην κίνηση της σκέψης η οποία θέτει σε κύκλο την ενότητα και την πολλαπλότητα, την ταυτότητα και την διαφορά. Σ’αυτή το Ένα φανερώνεται στον ιστό του ορατού όχι μόνον σαν δημιουργική αρχή και αρχή ακρίβειας της μορφής, επομένως νοήσεως, αλλά και σαν τελική αρχή, προνοητικώς ελκόμενη από ψηλά την διαδρομή την τόσο σύνθετη, η οποία από τα πολλά επιστρέφει αναγωγικώς στο Ένα, ωθούμενη από τον αγωνιώδη σκοπό τής facialis visio (της αμέσου εμπειρίας, τής κατά πρόσωπον): μία διαδρομή η οποία διαγράφεται με την συμπαράσταση τής πρόνοιας, στην οποία η ισότης του Ενός με τον εαυτό του, δηλαδή ο ΝΟΥΣ, προσφέρει το κριτήριο για να ξεχωρίσουν και να διακριθούν τα πιθανά ανοίγματα τα οποία μας φανερώνουν την πραγματοποίηση του Δικαίου, του Κάλλους, του Αγαθού, στην ασταμάτητη απόρριψη της δυσαρμονίας στην ειδοποιό ισότητα (Aequalitas). Σ’αυτή την σπειρωτή διαδρομή, η οποία ξαναρχίζει και είναι πάντοτε διαφορετική, όπου η γνώση του ανθρώπου μεταφέρεται σε μία κατάσταση αρχικής δυσαρμονίας σε μία ανώτερη συμφωνία, υπερβαίνοντας αυτό που εμποδίζει το άνοιγμα νέων πεδίων συνδυνατοτήτων στους δεσμούς των διαμονάδων, σ’αυτή την διαλεκτική κίνηση εν τέλει η γνώση προοδεύει εν όψει του τελικού σκοπού, της ένωσης.          

          Η καθαρά νεοπλατωνική έμπνευση της επεξεργασίας του Beierwaltes προκύπτει εκτός από την απόδοση στην γνώση ενός αναλογικού καθεστώτος [στην γνωσιολογία του συντρέχουν η διαλεκτική και η αναλογία. Η γνώση είναι διαλεκτική, καθότι κινείται από την προϋπόθεση της εμπιστοσύνης στην ικανότητα της μίας μερικής (αποσπασματικής) συλλήψεως της καταγωγικής συνθέσεως, προστοχαστικής, του Είναι και της σκέψης και είναι αναλογική, καθότι στοχεύει στους τρόπους μέσω των οποίων εκείνο το θεμέλιο ξεδιπλώνει (φανερώνεται) μπρος στα αισθητήρια και στην ψυχή του ανθρώπου, και ιδιαιτέρως στον νου του, του οποίου η διαμεσολαβητική λειτουργία είναι ενεργοποιημένη από το Ένα μέσα μας, του οποίου είναι το ίχνος. Και πράγματι το Ένα μέσα μας, έκφραση του Νου από τον οποίο πηγάζει ο στοχασμός μας και στον οποίο επιστρέφει μέσω ενός υπερβατικού στοχασμού, προσφέρει το γνωσιολογικό κριτήριο που επιτρέπει στο όμοιο να συλλάβει το όμοιο, καθώς αυτός προβάλλει προς το τελευταίο βάθος νοήματος, που ξεπερνά αυτή την ομοιότητα, εκφράζοντας την σε μία παράδοξη γλώσσα! Η γνώση λοιπόν προϋποθέτει το Ένα σαν θεμέλιο και σαν τέλος αναλογικώς εμποδίζοντας κάθε ανθρώπινη συνειδητοποίηση, να απολυτοποιηθεί, και αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο σε όλες τις φιλοσοφικές εκφράσεις τού  Ενός, μεταφυσικές και φυσικές ακόμη, χωρίς το πρωτόκολλο τής υπερβατικότητος να μπορεί να επιβληθεί καθοριστικά σ’εκείνο τής ενύπαρξης], ακριβώς από τον τρόπο του να εννοεί και να πράττει την γνώση της αλήθειας σαν έρευνας της σημασίας των πρωτογενών φαινομένων της εμπειρίας! Από τα γραπτά του αυτή αναδύεται σαν μία κίνηση επόμενων αποκεντρώσεων της φανέρωσης, που θα επαναδιατύπωνα στην δική μου συγκλίνουσα προοπτική: κινούμενη από την προοιμιακή πρόσληψη της σύζευξης σκέψης και είναι-κάτι που προκύπτει τελείως νόμιμο μόνον εάν προτείνεται σαν μία ελεύθερη ενέργεια φιλοσοφικής πίστης, με την εξαίρεση του αντιδογματικού μαθήματος που έρχεται από τον φαινομενολογικό σκεπτικισμό [στην προοπτική του Beierwaltes αναγνωρίζεται η πρωτογενής απόφαση σαν ενέργεια από την οποία απορρέει η πορεία προς την ένωση. Νομίζω όμως ότι οφείλουμε να φωτίσουμε περισσότερο το βάρος της υπεύθυνης υπαρξιακής απόφασης του Εγώ το οποίο ανακρίνει την σημασία: πρόκειται μόνον για μία ελεύθερη συμφωνία στο προνοιακό σχέδιο του Ενός, το οποίο εργάζεται στην διαφοροποιημένη του φανέρωση στοχεύοντας στην σωτηρία των πολλών αλλά τελικώς χωρίς να εξαρτάται από τις διαλεκτικές τής ελευθερίας, ή μήπως πρόκειται για μία απόφαση η οποία στρέφει, τροποποιεί και οριακώς μπορεί να ραγίσει την ίδια την δραστηριότητα της τελικής αιτίας, μέχρις ενός καταστροφικού ακόμη αποτελέσματος; Με άλλους όρους, εάν ο κόσμος σαν έκφραση περιοριστική και τελεολογική μαζί του Ενός υπολογίζεται με τους όρους του Bloch σαν ένα εργαστήριο δυνατής υγείας (laboratorium possibilis salutis) ποια λογικό-οντολογική αξία αναγνωρίζεται στην απόφαση του Εγώ υπέρ της Αρχής;], ενεργοποιείται μία ερώτηση νοήματος η οποία αποκεντρώνει το φαινόμενο από αυτή του την αμεσότητα. Αυτή η αποκέντρωση αποκαλύπτει το φαινόμενο, πίσω από την όψη της παρουσίας του, της στατικής του αυτάρκειας, σαν το εξωτερικό ενός εσωτερικού, μιας εσωτερικής ζωτικότητος στην οποία φυλάσσεται η εκφραστική του δύναμις. Με την σειρά της αυτή η ζωτική ρίζα, δημιουργική, ενυπάρχουσα στο φαινόμενο, τόσο λογαριάζεται σαν η δημιουργική δύναμις της natura naturans, όσο αφήνεται αυτή η ίδια να αποκεντρωθεί και διαμεσολαβούμενη στοχαστικώς με τον εαυτό της αποκαλύπτεται σαν το εξωτερικό ενός εσωτερικού: ενός εσωτερικού το οποίο δεν είναι τελείως αόρατο, καθώς συλλαμβάνεται σαν η ειδιτική συνθήκη του νοητού του φαινομένου. Αλλά εκ νέου, αυτό το επίπεδο της ουσίας συλλαμβάνεται σαν τέτοιο από τόν οφθαλμό του νοός μας μόνον επειδή τίθεται με την σειρά του σαν το εξωτερικό ενός μη αντικειμενοποιημένου εσωτερικού, ασύλληπτου και όμως πάντοτε αντιληπτού, διότι ενεργεί σαν αρχή της νοήσεως και της ζωτικότητος (ζωής) σε κάθε έμψυχο όν και σε κάθε ιδιαίτερο νού: μία αρχή η οποία δεν μπορεί να αποδειχθεί απαγωγικά, ούτε να φανερωθεί φαινομενολογικά, αλλά της οποίας η υπερβατικότης δείχνεται εμμέσως και αντιθέτως, ξεκινώντας από την ενεργό εμπειρία σε μας των a’priori τα οποία δεν αναφέρονται από την εμπειρία επαγωγικώς, αλλά δείχνουν την αναπλήρωση τής προθέσεως, στην ιδιαίτερη νόησή μας, ενός ανώτερου Νοός, ταυτοχρόνως ενυπάρχοντος και υπερβατικού, σημαινόμενο από τον Πλωτίνο σαν “το Ένα μέσα μας” και ορισμένο από τον Πρόκλο “το άνθος του είναι μας”.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Είναι ο Νούς η ισότης του Ενός με τον εαυτό του; Μηπως εννοεί οτι η ισότης αυτη ειναι η αρχη του Νοός;
βασίλης

amethystos είπε...

Ωραία πρόταση.Δέν αναφέρεται στό επέκεινα τής ουσίας Εν αλλά στήν κίνηση τού Ενός διά τού νού. Σ' αυτό πού ονομαζόταν απορροή, προκειμένου νά ταιριάξει ο Πλωτίνος μέ τόν Ινδουισμό, μέ τό απρόσωπο. Είναι η τριπλή κίνηση Μονή, Πρόοδος, Επιστροφή η οποία γεννά τό νόημα κάθε φορά σέ κάθε επίπεδο, μέχρι τήν ύλη η οποία δέν μπορεί νά υποδεχθεί τό νόημα, τό φώς τής ζωής, διότι η κίνησή της είναι οριζόντια, στήν φθορά τού πεπερασμένου, πρός τόν θάνατον. Ετσι γιά νά αποφύγει τό μηδέν η ψυχή πρέπει νά πηδήξει εγκαίρως στό άλλο όχημα. Σ' αυτό πού επιστρέφει στήν Ιθάκη, στήν Πατρίδα. Μπορούμε λοιπόν νά ορίσουμε τήν ισότητα ενός καί νού διότι οντολογικά η ακίνητη αρχή τής υπάρξεως συνίσταται στήν φανέρωση τού ενός στόν καθρέφτη τού νού, στήν μιά τού όψη, ο οποίος τήν μεταφέρει σάν ενότητα στήν ψυχή, στήν πολλαπλότητα. Ο νούς τής ψυχής λοιπόν, τό πνεύμα τής ψυχής, ο κοινός νούς καλεί στόν εαυτό του μέ τήν κυκλική κίνηση ακριβώς καί τά ενώνει εις έν όλα τά πράγματα τής ζωής, τό τι, τών συμβεβηκότων. Αυτό είναι τό κινητό ακίνητο.