Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΗΣ

Η εντύπωση πως τα επιτόκια δανεισμού εξαρτώνται από τη ζήτηση και την προσφορά στις χρηματαγορές, είναι απολύτως εσφαλμένη – αφού στον πραγματικό κόσμο τα επιτόκια καθορίζονται από τις κεντρικές τράπεζες και όχι από την ελεύθερη αγορά. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο από την πτώση των δεκαετών ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης, μετά την επέμβαση της ΕΚΤ το 2012 – η οποία συνεχίζεται έκτοτε ασταμάτητα, με αποτέλεσμα να διατηρούνται χαμηλά ακόμη και τα επιτόκια χρεοκοπημένων κρατών, όπως της Ελλάδας ή να διαπραγματεύονται πολλά άλλα με αρνητικά επιτόκια (πάνω από 17 τρις $). Ποιός αλήθεια θα δάνειζε χρήματα πληρώνοντας τόκο αντί να εισπράττει; Κανένας, ενώ οι επενδυτές που το κάνουν σήμερα προσδοκούν κέρδος από την ακόμη μεγαλύτερη πτώση των επιτοκίων εάν προλάβουν να τα πουλήσουν – κάτι που εάν ή καλύτερα όταν σταματήσει κάποια στιγμή, θα προκαλέσει ένα παγκόσμιο κραχ τεραστίων διαστάσεων.       

. Βασίλης Βιλιάρδος

Ανάλυση

Όπως εξηγήσαμε σε προηγούμενη ανάλυση μας (Η ληστεία μέσω των πλεονασμάτων), τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού ενός κράτους μειώνουν τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία ενώ, αντίθετα, τα ελλείμματα τα αυξάνουν – οπότε λογικά η σταθερά ελλειμματική Ελλάδα πριν το 2009 είχε το χαμηλότερο ιδιωτικό και συνολικό χρέος, παράλληλα με πολύ υψηλά ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, καταθέσεις) συγκριτικά με πολλές άλλες χώρες, σε όρους «κατά κεφαλήν» (επομένως δεν ήταν ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης, οδηγούμενη στην παγίδα του ΔΝΤ, αλλά ο ανόητος – αφού ήταν σε θέση ακόμη και να μηδενίσει το δημόσιο χρέος της, ανάλυση).

Αυτό προϋποθέτει όμως ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – όπου, εάν δεν είναι, αυξάνει μεν τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία, αλλά όχι μόνο του εγχωρίου τομέα. Δηλαδή, αυξάνει επίσης τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία των ξένων κρατών, απέναντι στις οποίες έχει έλλειμμα (γράφημα) – καθώς επίσης τα εξωτερικά χρέη. Φυσικά κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποφευχθεί, εάν οι Έλληνες δεν τοποθετούνταν σε τόσο μεγάλο βαθμό στα ακίνητα – εάν δηλαδή επένδυαν σε παραγωγικές επιχειρήσεις, έτσι ώστε το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας να μην είναι ελλειμματικό.

Περαιτέρω, σύμφωνα με έναν μύθο που κυκλοφορεί ευρέως, τα υψηλότερα κρατικά χρέη οδηγούν σε μεγαλύτερη φορολόγηση – επειδή κάποια στιγμή το δημόσιο υποχρεώνεται να αυξήσει τους φόρους, για να αποπληρώσει τα χρέη του από το παρελθόν. Εν προκειμένω βοηθάει ως παράδειγμα μία ματιά στις Η.Π.Α., όπου από το 1837 και μετά αυξάνουν συνεχώς τα χρέη τους (πηγή, σελίδα 10) – χωρίς να χρειαστούν στα 182 έτη που έχουν μεσολαβήσει από τότε να τα αποπληρώσουν ποτέ, καθώς επίσης χωρίς να δημιουργηθεί ποτέ πρόβλημα, ούτε βέβαια να χρεοκοπήσουν.

Κανένα κράτος άλλωστε δεν αποπληρώνει τα χρέη του, αλλά απλά τα αναχρηματοδοτεί – δηλαδή δανείζεται καινούργια χρήματα, για να πληρώσει τα παρελθόντα ληξιπρόθεσμα δάνεια του. Εάν το έκανε, τότε θα ήταν εις βάρος των καθαρών χρηματικών περιουσιακών στοιχείων του ιδιωτικού του τομέα – με αποτέλεσμα τη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης, οπότε του ΑΕΠ και της σχέσης Χρέος/ΑΕΠ, με τελικό αποτέλεσμα τη χρεοκοπία του.

Αυτό δηλαδή που συνέβη στην Ελλάδα, η οποία δεν χρεοκόπησε εξαιτίας των δημοσίων χρεών της, όπως ισχυρίζονται οι αδαείς, αλλά λόγω των τεκμηριωμένα (ανάλυση) εγκληματικών μνημονίων – τα οποία στραγγάλισαν το ρυθμό ανάπτυξης, εκτόξευσαν το Χρέος/ΑΕΠ επειδή μείωσαν το ΑΕΠ, ενώ οδήγησαν το ανύπαρκτο σχεδόν το 2009 κόκκινο ιδιωτικό χρέος στη στρατόσφαιρα, λόγω χρεοκοπιών, ανεργίας, εσωτερικής υποτίμησης, μη διεξαγωγής επενδύσεων αφού κατέρρευσε η ζήτηση κοκ.


Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά, ένα κράτος με δικό του εθνικό νόμισμα δεν συγκρίνεται με μία επιχείρηση ή με ένα νοικοκυριό – ενώ δεν χρειάζεται να αυξήσει τους φόρους ποτέ, για να επιτύχει με τα έσοδα αυτά την αποπληρωμή των παρελθόντων χρεών του. Δεν υπόκειται άλλωστε σε ουσιώδεις οικονομικούς περιορισμούς, όταν εκδίδει το νόμισμα του – οπότε πληρώνει τα χρέη του όταν είναι ληξιπρόθεσμα, μαζί με τους τόκους τους, όπως ακριβώς εξοφλεί τις υπόλοιπες δαπάνες του. Δηλαδή, με τη μεταφορά των απαιτούμενων χρημάτων από το λογαριασμό του στην κεντρική του τράπεζα, προς το σύστημα των εμπορικών τραπεζών.

Ειδικότερα, όταν ένα κράτος αγοράζει προϊόντα, υπηρεσίες ή εργασία από τον ιδιωτικό τομέα, χρησιμοποιεί τα θεωρητικά αποθεματικά του στην κεντρική του τράπεζα – όπου ο εκάστοτε πωλητής δίνει στο κράτος τον τραπεζικό του λογαριασμό, ενώ το κράτος εγγράφει μία απαίτηση της εμπορικής τράπεζας απέναντι στην κεντρική, με την οποία η εμπορική πληρώνει τον πωλητή. Με απλά λόγια, ακολουθεί μία ταυτόχρονη πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του πωλητή και στο λογαριασμό αποθεματικών της τράπεζας στην κεντρική.

Σε κάθε περίπτωση, οι δαπάνες ενός κυρίαρχου κράτους δεν περιορίζονται από τα φορολογικά του έσοδα ή από τα δάνεια που παίρνει – ενώ μπορεί κάθε στιγμή να τις αυξάνει όταν είναι απαραίτητο, ανεξάρτητα από το εάν έχει πλεονάσματα ή ελλείμματα στον προϋπολογισμό του. Δηλαδή, τα πλεονάσματα του δεν αυξάνουν τις δυνατότητες δαπανών του, ούτε τα ελλείμματα τις μειώνουν – αρκεί να μη χρεώνεται σε ξένο νόμισμα ή, ακόμη καλύτερα, να προσέχει να μη δημιουργηθεί πληθωρισμός (ο οποίος δεν είναι μόνο θέμα της ποσότητας χρήματος, αλλά και της ταχύτητας κυκλοφορίας του), λόγω του οποίου μειώνεται η αγοραστική αξία του νομίσματος που εκδίδει (υποτίμηση).

Ο μύθος νούμερο δύο

Ένας άλλος μύθος που κυκλοφορεί η δυναστεία του χρήματος, η οποία κυριαρχεί στον πλανήτη με το σύστημα του χρέους που έχει επιβάλλει, έχοντας υπό τον έλεγχο της το χρήμα και τις περισσότερες κεντρικές τράπεζες, κυρίως τη Fed και την BIS, είναι το ότι, όταν μία κυβέρνηση παίρνει δάνεια για να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα της χώρας της, μειώνει την προσφορά δανειακών μέσων – τα οποία χρειάζονται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις για να χρηματοδοτήσουν τις επενδυτικές τους ανάγκες. Πρόκειται για τη γνωστή θέση του «παραγκωνισμού» (Crowding out), σύμφωνα με την οποία δανειζόμενη μία κυβέρνηση παραγκωνίζει τον ιδιωτικό τομέα – ενώ αυξάνει τα επιτόκια δανεισμού του. Εν προκειμένω τα εξής:

(α) Ο δήθεν ανταγωνισμός μεταξύ του κράτους και των ιδιωτών σε σχέση με περιορισμένα χρηματικά μέσα, έχει ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα – επειδή η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων (deficit spending) εκ μέρους του κράτους τονώνει τη ζήτηση, την παραγωγή, τις ιδιωτικές επενδύσεις και το ΑΕΠ, οπότε δημιουργεί νέα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία στον ιδιωτικό τομέα, ενώ η ποσότητα χρήματος ασφαλώς δεν είναι περιορισμένη, όπως οι υλικοί πόροι (ενέργεια, εδάφη κλπ.).

(β) Τα νέα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία αυξάνουν τις ρεζέρβες στο τραπεζικό σύστημα (ρεζέρβες είναι τα λογιστικά πιστωτικά υπόλοιπα των εμπορικών τραπεζών στην κεντρική, συν τα μετρητά), μετά την εκτέλεση όλων των συναλλαγών – οι οποίες προέρχονται από τις αρχικές δαπάνες και τα ελλείμματα του κράτους. Με τις ρεζέρβες αυτές οι εμπορικές τράπεζες μπορούν να αγοράσουν τα καινούργια κρατικά ομόλογα – οπότε να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος.

Με απλά λόγια τα χρήματα, τα οποία επιτρέπουν στο μη κρατικό τομέα να αγοράσει τα καινούργια ομόλογα που εκδίδει το δημόσιο, προέρχονται σε τελική ανάλυση από τα καθαρά χρηματικά περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούνται από τα ελλείμματα του δημοσίου. Με έναν άλλο τρόπο έκφρασης, τα κράτη δανείζονται πίσω μόνο τα καθαρά χρηματικά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία δημιουργούν τα ίδια με τις δαπάνες και με τα ελλείμματα τους (In this way, the sale of debt by the government is really „borrowing“ funds that the government has already spent into existence when it ran the deficit“ – Mitchell 2015, S. 381).

(γ) Η παροχή δανείων από τις εμπορικές τράπεζες, μέσω των οποίων δημιουργούνται νέα χρήματα από το πουθενά (οι εμπορικές τράπεζες παράγουν το 90% των καινούργιων χρημάτων ενώ οι κεντρικές μόλις το 10%), δεν περιορίζεται από τις ρεζέρβες τους – αφού μπορούν να δανείζονται είτε από τη διατραπεζική αγορά, είτε από την κεντρική. Επομένως, η πώληση κρατικών ομολόγων στις τράπεζες δεν μειώνει τη δυνατότητα παροχής δανείων εκ μέρους τους – ενώ τα δάνεια αυτά εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από την πιστοληπτική ικανότητα των πελατών τους, η οποία στην Ελλάδα επίσης στραγγαλίσθηκε από την πολιτική των μνημονίων.

(δ) Η εντύπωση πως τα επιτόκια δανεισμού εξαρτώνται από τη ζήτηση και την προσφορά στις χρηματαγορές, είναι απολύτως εσφαλμένη – αφού στον πραγματικό κόσμο τα επιτόκια καθορίζονται από τις κεντρικές τράπεζες και όχι από την ελεύθερη αγορά. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο από την πτώση των δεκαετών ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης, μετά την επέμβαση της ΕΚΤ το 2012 – η οποία συνεχίζεται έκτοτε ασταμάτητα, με αποτέλεσμα να διατηρούνται χαμηλά ακόμη και τα επιτόκια χρεοκοπημένων κρατών, όπως της Ελλάδας ή να διαπραγματεύονται πολλά άλλα με αρνητικά επιτόκια (πάνω από 17 τρις $).

Ποιός αλήθεια θα δάνειζε χρήματα πληρώνοντας τόκο αντί να εισπράττει; Κανένας, ενώ οι επενδυτές που το κάνουν σήμερα προσδοκούν κέρδος από την ακόμη μεγαλύτερη πτώση των επιτοκίων εάν βέβαια προλάβουν να πουλήσουν έγκαιρα – κάτι που όταν σταματήσει κάποια στιγμή, θα προκαλέσει ένα παγκόσμιο κραχ τεραστίων διαστάσεων.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, ο πλανήτης δεν κυβερνάται μετά το 1694 που ιδρύθηκε η κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας από τη βρετανική αυτοκρατορία, την αμερικανική ή από όποιον άλλο – αλλά από τη δυναστεία του χρήματοςη οποία ευρίσκεται στο παρασκήνιο και κινεί αθέατη τα νήματα με το χρηματοπιστωτικό σύστημα που έχει κατασκευάσει.

Η δυναστεία αυτή κατάφερε να αφαιρέσει την έκδοση χρημάτων από τα κράτη, μεταφέροντας την στις κεντρικές τράπεζες που ελέγχει έχοντας καταστήσει ανεξάρτητες, καθώς επίσης στις εμπορικές – οι μεγαλύτερες των οποίων, κυρίως οι αμερικανικές που ανήκουν στην ίδια και είναι οι μέτοχοι της Fed, είναι οι πραγματικοί κυρίαρχοι του σύμπαντος. Κυκλοφορεί δε πολλούς μύθους σε σχέση με τη λειτουργία του χρήματος, έτσι ώστε να μην μπορεί να γίνει κατανοητή από τους απλούς ανθρώπους – οπότε να μην κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο τους.


Δεν υπάρχουν σχόλια: