Walter Card. Brandmüller
Raymond Leo Card. Burke
Juan Card. Sandoval Íñiguez
Robert Card. Sarah
Joseph Card. Zen Ze-kiun
Βατικανό, Σάντα Μάρτα, 11 Ιουλίου 2023
Επιφανείς Καρδινάλιοι
Walter BRANDMÜLLER
Raymond Leo BURKE
Αγαπητοί αδελφοί,
Σας γράφω σε σχέση με την επιστολή σας της 10ης Ιουλίου του περασμένου Ιουλίου. Σε αυτό θέλατε να μου θέσετε υπόψη κάποιες αμφιβολίες, οι οποίες κατά τη γνώμη σας συνδέονται σε κάποιο βαθμό με τη διαδικασία που ξεκίνησε ενόψει της επόμενης Συνόδου των Επισκόπων για το θέμα της Συνοδικότητας.
Από αυτή την άποψη, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικές πολύ σημαντικές πτυχές. Με την επόμενη Σύνοδο, ήθελα πολύ να εφαρμόσω μια διαδικασία που να περιλαμβάνει τη συμμετοχή ενός πραγματικά σημαντικού μέρους όλου του λαού του Θεού.
Σε αυτό το ταξίδι, με τη βοήθεια και την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, θά μπορέσουμε να θερίσουμε «τίς χαρές και τίς ελπίδες, τή λύπη και τίς αγωνίες των σημερινών ανθρώπων, των φτωχών πάνω απ' όλα και όλων αυτών που υποφέρουν» και θά μπορέσουμε, για άλλη μια φορά, να βιώσουμε ότι αυτές οι χαρές, αυτές οι ελπίδες, αυτές οι λύπες και οι αγωνίες «είναι και οι χαρές και οι ελπίδες, η θλίψη και οι αγωνίες των μαθητών του Χριστού, και δεν υπάρχει τίποτα γνήσια ανθρώπινο που να μην βρίσκει ηχώ στις καρδιές τους» (Gaudium et spes, 1).
Ακριβώς για να ανταποκριθεί πλήρως σε αυτό, αυτή η διαδικασία - που θα διαρκέσει μέχρι τον Οκτώβριο του 2024 - έχει επίσης συγκεντρώσει ερωτήσεις και διαβουλεύσεις για τη δομή (συμμετοχή και κοινωνία) και την αποστολή της Εκκλησίας στην εποχή που τυχαίνει να ζούμε.
Με μεγάλη ειλικρίνεια, σας λέω ότι δεν είναι πολύ καλό να φοβάστε αυτές τις ερωτήσεις και αυτές τις τίς διαβουλεύσεις. Ο Κύριος Ιησούς, ο οποίος υποσχέθηκε στον Πέτρο και στους διαδόχους του αδιάλειπτη βοήθεια στο έργο της φροντίδας του αγίου λαού τού Θεού;;;, θα μας βοηθήσει, επίσης χάρη σε αυτή τη Σύνοδο, να είμαστε όλο και περισσότερο σε συνεχή διάλογο με άνδρες και γυναίκες της εποχής μας και μέ απόλυτη πίστη στο Ιερό Ευαγγέλιο.
Ωστόσο, ακόμη κι αν δεν θεωρώ πάντα φρόνιμο να απαντώ στις ερωτήσεις που μου απευθύνονται απευθείας (γιατί θα ήταν αδύνατο να απαντήσω σε όλες), σε αυτή την περίπτωση πιστεύω ότι είναι σκόπιμο να το κάνω λόγω της εγγύτητας της Συνόδου.
Ειδικότερα:
Ερώτηση 1
α) Η απάντηση εξαρτάται από τη σημασία που δίνετε στη λέξη «επαναερμηνεύω». Αν σκοπεύετε να "ερμηνεύσετε καλύτερα" η έκφραση είναι έγκυρη. Υπό αυτή την έννοια, η Β' Σύνοδος του Βατικανού δήλωσε ότι είναι απαραίτητο μέσω του έργου των ερμηνευτών -θα πρόσθετα θεολόγων- νά «ωριμάζει η κρίση της Εκκλησίας» (Β' Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού, Δογματικός Σύνταγμα Dei Verbum, 12).
β) Επομένως, εάν αληθεύει ότι η θεία Αποκάλυψη είναι αμετάβλητη και πάντα δεσμευτική, η Εκκλησία πρέπει να είναι ταπεινή και να αναγνωρίσει ότι ποτέ δεν εξαντλεί τον ανεξιχνίαστο πλούτο της και χρειάζεται να αυξηθεί στην κατανόησή της.
γ) Ως εκ τούτου, ωριμάζει επίσης και στην κατανόηση των όσων η ίδια έχει δηλώσει στο Magisterium της.
δ) Οι πολιτιστικές αλλαγές και οι νέες προκλήσεις της ιστορίας δεν τροποποιούν την Αποκάλυψη, αλλά μπορούν να μας παρακινήσουν να κάνουμε πιο σαφείς ορισμένες πτυχές του υπερχειλισμένου πλούτου της, που πάντα προσφέρει περισσότερα.
ε) Είναι αναπόφευκτο ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη έκφραση κάποιων προηγούμενων δηλώσεων του Magisterium, και πράγματι αυτό συνέβαινε σε όλη την ιστορία.
στ) Από την άλλη πλευρά, είναι αλήθεια ότι το Magisterium δεν είναι ανώτερο από τον Λόγο του Θεού, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι τόσο τα κείμενα της Γραφής όσο και οι μαρτυρίες της Παράδοσης χρειάζονται μια ερμηνεία που να μας επιτρέπει να διακρίνουμε την αιώνια ουσία τους από τήν πολιτισμική συνθήκη. Αυτό είναι εμφανές, για παράδειγμα, σε βιβλικά κείμενα (όπως το Εξ 21,20-21) και σε ορισμένες διδακτικές παρεμβάσεις που ανέχονταν τη δουλεία (βλ. Nicholas V, Bulla Dum Diversas, 1452). Αυτό δεν είναι δευτερεύον ερώτημα, δεδομένης της στενής σχέσης του με την αιώνια αλήθεια της αναφαίρετης αξιοπρέπειας του ανθρώπινου προσώπου. Αυτά τα κείμενα πρέπει να ερμηνευθούν. Το ίδιο ισχύει για ορισμένες σκέψεις της Καινής Διαθήκης για τις γυναίκες (Α' Κορ. 11, 3-10· Α' Τιμ. 2,11-14) και για άλλα κείμενα της Γραφής και μαρτυρίες της Παράδοσης που δεν μπορούν να επαναληφθούν φυσικά σήμερα.
ζ) Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι αυτό που δεν μπορεί να αλλάξει είναι αυτό που αποκαλύφθηκε «για τη σωτηρία όλων»;;;; (Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού, Δογματικός Σύνταγμα Dei Verbum,7). Η Εκκλησία λοιπόν πρέπει συνεχώς να διακρίνει ανάμεσα σε ό,τι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία και σε τι είναι δευτερεύον ή δεν σχετίζεται άμεσα με αυτόν τον στόχο. Ως προς αυτό, θα ήθελα να υπενθυμίσω αυτό που δήλωσε ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης: «όσο περισσότερο κατέρχεται κανείς στο συγκεκριμένο, τόσο αυξάνεται η απροσδιοριστία» (Summa Theologiae I-II, q. 94, άρθρ. 4).
η) Τέλος, μια ενιαία διατύπωση μιας αλήθειας δεν μπορεί ποτέ να γίνει επαρκώς κατανοητή αν είναι μόνη της, απομονωμένη από το πλούσιο και αρμονικό πλαίσιο ολόκληρης της Αποκάλυψης. Η «ιεραρχία των αληθειών» συνεπάγεται επίσης την τοποθέτηση κάθε αλήθειας σε σωστή σύνδεση με τις πιο κεντρικές αλήθειες και με το σύνολο της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Αυτό μπορεί τελικά να οδηγήσει σε διαφορετικούς τρόπους εξήγησης του ίδιου δόγματος, ακόμα κι αν «σε εκείνους που ονειρεύονται ένα μονολιθικό δόγμα που υπερασπίζονται όλοι χωρίς διαφοροποιήσεις, αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μια ατελής διασπορά. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι αυτή η ποικιλία βοηθά να εκδηλωθούν καλύτερα και να αναπτυχθούν οι διαφορετικές πτυχές του ανεξάντλητου πλούτου του Ευαγγελίου» (Evangeli Gaudium, 40). Κάθε θεολογική γραμμή έχει τους κινδύνους της, αλλά και τις ευκαιρίες της.
Ερώτηση 2
α) Η Εκκλησία έχει μια πολύ σαφή αντίληψη του γάμου: μια αποκλειστική, σταθερή και αδιάσπαστη ένωση μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας, φυσικά ανοιχτή στη γέννηση των παιδιών. Μόνο μια τέτοια ένωση ονομάζεται «γάμος». Άλλες μορφές ένωσης το κάνουν μόνο «με μερικό και ανάλογο τρόπο» (Amoris laetitia 292), γι' αυτό και δεν μπορούν να ονομαστούν «γάμος» με τη στενή έννοια.
β) Δεν είναι μόνο ζήτημα ονομάτων, αλλά η πραγματικότητα που ονομάζουμε γάμο έχει μια μοναδική ουσιαστική σύσταση που απαιτεί ένα αποκλειστικό όνομα, που δεν ισχύει για άλλες πραγματικότητες. Είναι σίγουρα πολύ περισσότερο από ένα απλό «ιδανικό».
γ) Για το λόγο αυτό η Εκκλησία αποφεύγει κάθε τύπο ιεροτελεστίας ή μυστηρίου που θα μπορούσε να έρχεται σε αντίθεση με αυτήν την πεποίθηση, καθιστώντας σαφές ότι κάτι που δεν είναι γάμος μπορεί νά αναγνωρισθεί ως τέτοιος.
δ) Στις σχέσεις με τους ανθρώπους όμως δεν πρέπει να χάνουμε την ποιμαντική φιλανθρωπία που πρέπει να διαποτίζει όλες τις αποφάσεις και τις συμπεριφορές μας. Η υπεράσπιση της αντικειμενικής αλήθειας δεν είναι η μόνη έκφραση αυτής της φιλανθρωπίας, η οποία αποτελείται επίσης από καλοσύνη, υπομονή, κατανόηση, τρυφερότητα και ενθάρρυνση. Δεν μπορούμε λοιπόν να γίνουμε δικαστές που απλώς αρνούνται, απορρίπτουν, αποκλείουν.
ε) Η ποιμαντική σύνεση πρέπει επομένως να διακρίνει επαρκώς αν υπάρχουν μορφές ευλογίας, που ζητούνται από ένα ή περισσότερα άτομα, που δεν μεταφέρουν εσφαλμένη αντίληψη του γάμου. Αφού στην πραγματικότητα, όταν ζητάς μια ευλογία, είναι ένα αίτημα για βοήθεια από τον Θεό, μια ικεσία για έναν καλύτερο τρόπο ζωής, μια εμπιστοσύνη σε έναν Πατέρα που μπορεί να μας βοηθήσει να ζήσουμε καλύτερα.
στ) Από την άλλη πλευρά, ακόμη κι αν υπάρχουν καταστάσεις που από αντικειμενική άποψη δεν είναι ηθικά αποδεκτές, η ίδια η ποιμαντική φιλανθρωπία απαιτεί να μην αντιμετωπίζουμε απλώς ως "αμαρτωλούς" άλλους των οποίων η ενοχή ή η ευθύνη μπορεί να μετριάζεται από διάφορους παράγοντες που επηρεάζουν την υποκειμενική προαίρεση, συνείδηση.(βλ. Saint John Paul II, Reconciliatio et Paenitentia , 17).
ζ) Οι αποφάσεις που, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να εμπίπτουν στην ποιμαντική σύνεση δεν πρέπει απαραίτητα να γίνουν κανόνας. Με άλλα λόγια, δεν αρμόζει σε Μητρόπολη, Επισκοπική Συνδιάσκεψη ή άλλη εκκλησιαστική δομή να εγκρίνει συνεχώς και επίσημα διαδικασίες ή κανόνες για κάθε είδος θέματα, αφού κάθε τι που «εντάσσεται σε πρακτική διάκριση απέναντι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση δεν μπορεί να ανέλθει στο επίπεδο ενός κανόνα» αφού αυτό «θα προκαλούσε μια αφόρητη περιπτωσιολογία»[ΤΟ ΚΑΤ'ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΝ] (Amoris laetitia 304). Το Κανονικό Δίκαιο δεν πρέπει και δεν μπορεί να καλύπτει τα πάντα, ούτε οι Επισκοπικές Διασκέψεις μπορούν να το ισχυριστούν με τα διάφορα έγγραφα και πρωτόκολλά τους, γιατί η ζωή της Εκκλησίας διατρέχει πολλά κανάλια πέραν των κανονιστικών.
Ερώτηση 3
α) Ενώ αναγνωρίζεται ότι η υπέρτατη και πλήρης εξουσία της Εκκλησίας ασκείται είτε από τον Πάπα λόγω του αξιώματός του είτε από το Σώμα των Επισκόπων μαζί με τον επικεφαλής του, τον Ρωμαίο Ποντίφικα (βλ. Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού II, Δογματικό Σύνταγμα Lumen gentium, 22), ωστόσο με αυτές τις αμφιβολίες (dubia) εσείς οι ίδιοι καταδεικνύετε την ανάγκη σας να συμμετέχετε, να εκφέρετε ελεύθερα τη γνώμη σας και να συνεργάζεστε, και ως εκ τούτου διεκδικείτε κάποιας μορφής «συνοδικότητα» στην άσκηση της διακονίας μου.
Ακριβώς για να ανταποκριθεί πλήρως σε αυτό, αυτή η διαδικασία - που θα διαρκέσει μέχρι τον Οκτώβριο του 2024 - έχει επίσης συγκεντρώσει ερωτήσεις και διαβουλεύσεις για τη δομή (συμμετοχή και κοινωνία) και την αποστολή της Εκκλησίας στην εποχή που τυχαίνει να ζούμε.
Με μεγάλη ειλικρίνεια, σας λέω ότι δεν είναι πολύ καλό να φοβάστε αυτές τις ερωτήσεις και αυτές τις τίς διαβουλεύσεις. Ο Κύριος Ιησούς, ο οποίος υποσχέθηκε στον Πέτρο και στους διαδόχους του αδιάλειπτη βοήθεια στο έργο της φροντίδας του αγίου λαού τού Θεού;;;, θα μας βοηθήσει, επίσης χάρη σε αυτή τη Σύνοδο, να είμαστε όλο και περισσότερο σε συνεχή διάλογο με άνδρες και γυναίκες της εποχής μας και μέ απόλυτη πίστη στο Ιερό Ευαγγέλιο.
Ωστόσο, ακόμη κι αν δεν θεωρώ πάντα φρόνιμο να απαντώ στις ερωτήσεις που μου απευθύνονται απευθείας (γιατί θα ήταν αδύνατο να απαντήσω σε όλες), σε αυτή την περίπτωση πιστεύω ότι είναι σκόπιμο να το κάνω λόγω της εγγύτητας της Συνόδου.
Ειδικότερα:
Ερώτηση 1
α) Η απάντηση εξαρτάται από τη σημασία που δίνετε στη λέξη «επαναερμηνεύω». Αν σκοπεύετε να "ερμηνεύσετε καλύτερα" η έκφραση είναι έγκυρη. Υπό αυτή την έννοια, η Β' Σύνοδος του Βατικανού δήλωσε ότι είναι απαραίτητο μέσω του έργου των ερμηνευτών -θα πρόσθετα θεολόγων- νά «ωριμάζει η κρίση της Εκκλησίας» (Β' Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού, Δογματικός Σύνταγμα Dei Verbum, 12).
β) Επομένως, εάν αληθεύει ότι η θεία Αποκάλυψη είναι αμετάβλητη και πάντα δεσμευτική, η Εκκλησία πρέπει να είναι ταπεινή και να αναγνωρίσει ότι ποτέ δεν εξαντλεί τον ανεξιχνίαστο πλούτο της και χρειάζεται να αυξηθεί στην κατανόησή της.
γ) Ως εκ τούτου, ωριμάζει επίσης και στην κατανόηση των όσων η ίδια έχει δηλώσει στο Magisterium της.
δ) Οι πολιτιστικές αλλαγές και οι νέες προκλήσεις της ιστορίας δεν τροποποιούν την Αποκάλυψη, αλλά μπορούν να μας παρακινήσουν να κάνουμε πιο σαφείς ορισμένες πτυχές του υπερχειλισμένου πλούτου της, που πάντα προσφέρει περισσότερα.
ε) Είναι αναπόφευκτο ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη έκφραση κάποιων προηγούμενων δηλώσεων του Magisterium, και πράγματι αυτό συνέβαινε σε όλη την ιστορία.
στ) Από την άλλη πλευρά, είναι αλήθεια ότι το Magisterium δεν είναι ανώτερο από τον Λόγο του Θεού, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι τόσο τα κείμενα της Γραφής όσο και οι μαρτυρίες της Παράδοσης χρειάζονται μια ερμηνεία που να μας επιτρέπει να διακρίνουμε την αιώνια ουσία τους από τήν πολιτισμική συνθήκη. Αυτό είναι εμφανές, για παράδειγμα, σε βιβλικά κείμενα (όπως το Εξ 21,20-21) και σε ορισμένες διδακτικές παρεμβάσεις που ανέχονταν τη δουλεία (βλ. Nicholas V, Bulla Dum Diversas, 1452). Αυτό δεν είναι δευτερεύον ερώτημα, δεδομένης της στενής σχέσης του με την αιώνια αλήθεια της αναφαίρετης αξιοπρέπειας του ανθρώπινου προσώπου. Αυτά τα κείμενα πρέπει να ερμηνευθούν. Το ίδιο ισχύει για ορισμένες σκέψεις της Καινής Διαθήκης για τις γυναίκες (Α' Κορ. 11, 3-10· Α' Τιμ. 2,11-14) και για άλλα κείμενα της Γραφής και μαρτυρίες της Παράδοσης που δεν μπορούν να επαναληφθούν φυσικά σήμερα.
ζ) Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι αυτό που δεν μπορεί να αλλάξει είναι αυτό που αποκαλύφθηκε «για τη σωτηρία όλων»;;;; (Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού, Δογματικός Σύνταγμα Dei Verbum,7). Η Εκκλησία λοιπόν πρέπει συνεχώς να διακρίνει ανάμεσα σε ό,τι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία και σε τι είναι δευτερεύον ή δεν σχετίζεται άμεσα με αυτόν τον στόχο. Ως προς αυτό, θα ήθελα να υπενθυμίσω αυτό που δήλωσε ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης: «όσο περισσότερο κατέρχεται κανείς στο συγκεκριμένο, τόσο αυξάνεται η απροσδιοριστία» (Summa Theologiae I-II, q. 94, άρθρ. 4).
η) Τέλος, μια ενιαία διατύπωση μιας αλήθειας δεν μπορεί ποτέ να γίνει επαρκώς κατανοητή αν είναι μόνη της, απομονωμένη από το πλούσιο και αρμονικό πλαίσιο ολόκληρης της Αποκάλυψης. Η «ιεραρχία των αληθειών» συνεπάγεται επίσης την τοποθέτηση κάθε αλήθειας σε σωστή σύνδεση με τις πιο κεντρικές αλήθειες και με το σύνολο της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Αυτό μπορεί τελικά να οδηγήσει σε διαφορετικούς τρόπους εξήγησης του ίδιου δόγματος, ακόμα κι αν «σε εκείνους που ονειρεύονται ένα μονολιθικό δόγμα που υπερασπίζονται όλοι χωρίς διαφοροποιήσεις, αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μια ατελής διασπορά. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι αυτή η ποικιλία βοηθά να εκδηλωθούν καλύτερα και να αναπτυχθούν οι διαφορετικές πτυχές του ανεξάντλητου πλούτου του Ευαγγελίου» (Evangeli Gaudium, 40). Κάθε θεολογική γραμμή έχει τους κινδύνους της, αλλά και τις ευκαιρίες της.
Ερώτηση 2
α) Η Εκκλησία έχει μια πολύ σαφή αντίληψη του γάμου: μια αποκλειστική, σταθερή και αδιάσπαστη ένωση μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας, φυσικά ανοιχτή στη γέννηση των παιδιών. Μόνο μια τέτοια ένωση ονομάζεται «γάμος». Άλλες μορφές ένωσης το κάνουν μόνο «με μερικό και ανάλογο τρόπο» (Amoris laetitia 292), γι' αυτό και δεν μπορούν να ονομαστούν «γάμος» με τη στενή έννοια.
β) Δεν είναι μόνο ζήτημα ονομάτων, αλλά η πραγματικότητα που ονομάζουμε γάμο έχει μια μοναδική ουσιαστική σύσταση που απαιτεί ένα αποκλειστικό όνομα, που δεν ισχύει για άλλες πραγματικότητες. Είναι σίγουρα πολύ περισσότερο από ένα απλό «ιδανικό».
γ) Για το λόγο αυτό η Εκκλησία αποφεύγει κάθε τύπο ιεροτελεστίας ή μυστηρίου που θα μπορούσε να έρχεται σε αντίθεση με αυτήν την πεποίθηση, καθιστώντας σαφές ότι κάτι που δεν είναι γάμος μπορεί νά αναγνωρισθεί ως τέτοιος.
δ) Στις σχέσεις με τους ανθρώπους όμως δεν πρέπει να χάνουμε την ποιμαντική φιλανθρωπία που πρέπει να διαποτίζει όλες τις αποφάσεις και τις συμπεριφορές μας. Η υπεράσπιση της αντικειμενικής αλήθειας δεν είναι η μόνη έκφραση αυτής της φιλανθρωπίας, η οποία αποτελείται επίσης από καλοσύνη, υπομονή, κατανόηση, τρυφερότητα και ενθάρρυνση. Δεν μπορούμε λοιπόν να γίνουμε δικαστές που απλώς αρνούνται, απορρίπτουν, αποκλείουν.
ε) Η ποιμαντική σύνεση πρέπει επομένως να διακρίνει επαρκώς αν υπάρχουν μορφές ευλογίας, που ζητούνται από ένα ή περισσότερα άτομα, που δεν μεταφέρουν εσφαλμένη αντίληψη του γάμου. Αφού στην πραγματικότητα, όταν ζητάς μια ευλογία, είναι ένα αίτημα για βοήθεια από τον Θεό, μια ικεσία για έναν καλύτερο τρόπο ζωής, μια εμπιστοσύνη σε έναν Πατέρα που μπορεί να μας βοηθήσει να ζήσουμε καλύτερα.
στ) Από την άλλη πλευρά, ακόμη κι αν υπάρχουν καταστάσεις που από αντικειμενική άποψη δεν είναι ηθικά αποδεκτές, η ίδια η ποιμαντική φιλανθρωπία απαιτεί να μην αντιμετωπίζουμε απλώς ως "αμαρτωλούς" άλλους των οποίων η ενοχή ή η ευθύνη μπορεί να μετριάζεται από διάφορους παράγοντες που επηρεάζουν την υποκειμενική προαίρεση, συνείδηση.(βλ. Saint John Paul II, Reconciliatio et Paenitentia , 17).
ζ) Οι αποφάσεις που, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να εμπίπτουν στην ποιμαντική σύνεση δεν πρέπει απαραίτητα να γίνουν κανόνας. Με άλλα λόγια, δεν αρμόζει σε Μητρόπολη, Επισκοπική Συνδιάσκεψη ή άλλη εκκλησιαστική δομή να εγκρίνει συνεχώς και επίσημα διαδικασίες ή κανόνες για κάθε είδος θέματα, αφού κάθε τι που «εντάσσεται σε πρακτική διάκριση απέναντι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση δεν μπορεί να ανέλθει στο επίπεδο ενός κανόνα» αφού αυτό «θα προκαλούσε μια αφόρητη περιπτωσιολογία»[ΤΟ ΚΑΤ'ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΝ] (Amoris laetitia 304). Το Κανονικό Δίκαιο δεν πρέπει και δεν μπορεί να καλύπτει τα πάντα, ούτε οι Επισκοπικές Διασκέψεις μπορούν να το ισχυριστούν με τα διάφορα έγγραφα και πρωτόκολλά τους, γιατί η ζωή της Εκκλησίας διατρέχει πολλά κανάλια πέραν των κανονιστικών.
Ερώτηση 3
α) Ενώ αναγνωρίζεται ότι η υπέρτατη και πλήρης εξουσία της Εκκλησίας ασκείται είτε από τον Πάπα λόγω του αξιώματός του είτε από το Σώμα των Επισκόπων μαζί με τον επικεφαλής του, τον Ρωμαίο Ποντίφικα (βλ. Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού II, Δογματικό Σύνταγμα Lumen gentium, 22), ωστόσο με αυτές τις αμφιβολίες (dubia) εσείς οι ίδιοι καταδεικνύετε την ανάγκη σας να συμμετέχετε, να εκφέρετε ελεύθερα τη γνώμη σας και να συνεργάζεστε, και ως εκ τούτου διεκδικείτε κάποιας μορφής «συνοδικότητα» στην άσκηση της διακονίας μου.
β) Η Εκκλησία είναι ένα «μυστήριο ιεραποστολικής κοινωνίας», αλλά αυτή η κοινωνία δεν είναι μόνο συναισθηματική ή αιθέρια, αλλά συνεπάγεται αναγκαστικά πραγματική συμμετοχή: ότι όχι μόνο η ιεραρχία, αλλά και όλος ο λαός του Θεού, με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικά επίπεδα, πορεί να κάνει τη φωνή του να ακουστεί και να αισθανθεί μέρος της πορείας της Εκκλησίας. Υπό αυτή την έννοια μπορούμε ουσιαστικά να πούμε ότι η συνοδικότητα, ως ύφος και δυναμισμός, είναι ουσιαστική διάσταση της ζωής της Εκκλησίας. Σε αυτό το σημείο, ο Άγιος Ιωάννης Παύλος Β' είπε πολύ όμορφα πράγματα στο Novo Millennio Ineunte.
γ) Ένα άλλο πράγμα είναι να ιεροποιηθεί ή να επιβληθεί μια συγκεκριμένη συνοδική μεθοδολογία που αρέσει σε μια ομάδα, για να γίνει ο κανόνας και το υποχρεωτικό κανάλι για όλους, γιατί αυτό θα οδηγούσε μόνο στο «πάγωμα» της συνοδικής διαδρομής, αγνοώντας τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των διαφόρων ιδιαίτερων Εκκλησιών και τον ποικίλο πλούτο της οικουμενικής Εκκλησίας.
Ερώτηση 4
α) «Η κοινή ιεροσύνη των πιστών και η διακονική ιεροσύνη διαφέρουν ουσιαστικά» (Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού, Δογματικό Σύνταγμα Lumen Gentium, 10). Δεν είναι βολικό να υποστηρίξουμε μια διαφορά βαθμού που συνεπάγεται τη θεώρηση της κοινής ιεροσύνης των πιστών ως κάτι «δεύτερης κατηγορίας» ή κατώτερης αξίας («κατώτερος βαθμός»). Και οι δύο μορφές ιεροσύνης φωτίζουν και αλληλοϋποστηρίζονται.
β) Όταν ο Άγιος Ιωάννης Παύλος Β' δίδασκε ότι η αδυναμία απόδοσης ιερατικής χειροτονίας στις γυναίκες πρέπει να επιβεβαιωθεί «οριστικώς», σε καμία περίπτωση δεν δυσφήμιζε τις γυναίκες και δεν έδινε την υπέρτατη εξουσία στους άνδρες. Ο Άγιος Ιωάννης Παύλος Β' είπε και άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, ότι όταν μιλάμε για ιερατική εξουσία «είμαστε στη σφαίρα της λειτουργίας, όχι της αξιοπρέπειας ή της ιερότητας» (Saint John Paul II, Christifideles laici , 51). Αυτά είναι λόγια που δεν έχουμε κατανοήσει επαρκώς. Υποστήριξε επίσης ξεκάθαρα ότι, ενώ ο ιερέας προεδρεύει μόνος της Θείας Ευχαριστίας, τα καθήκοντα «δεν προκαλούν την υπεροχή του ενός έναντι του άλλου». (Saint John Paul I, Christifideles laici, σημ. 190· πρβλ. Σύνοδος για τη Διδασκαλία της Πίστεως, Δήλωση Inter Insigniores, V). Ανέφερε επίσης ότι αν το ιερατικό λειτούργημα είναι «ιεραρχικό», δεν πρέπει να νοείται ως μορφή κυριαρχίας, «είναι όμως απόλυτα διαταγμένο στην αγιότητα των μελών του Χριστού». (Άγιος Ιωάννης Παύλος Β', Mulieris dignitatem, 27). Εάν αυτό δεν γίνει κατανοητό και δεν προκύψουν οι πρακτικές συνέπειες αυτών των διακρίσεων, θα είναι δύσκολο να αποδεχθούμε ότι η ιεροσύνη ανήκει μόνο στους άνδρες και δεν θα είναι δυνατό να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των γυναικών ή η ανάγκη συμμετοχής τους, με διάφορους τρόπους, στην ηγεσία της Εκκλησίας.
γ) Από την άλλη πλευρά, για να είμαστε αυστηροί, αναγνωρίζουμε ότι ένα σαφές και έγκυρο δόγμα για την ακριβή φύση μιας «οριστικής δήλωσης» δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί πλήρως. Δεν είναι δογματικός ορισμός, ωστόσο πρέπει να γίνεται σεβαστός από όλους. Κανείς δεν μπορεί να το αντικρούσει δημόσια, ωστόσο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, όπως στην περίπτωση της εγκυρότητας των χειροτονιών στην Αγγλικανική Κοινωνία.
Ερώτηση 5
α) Η μετάνοια είναι απαραίτητη για το κύρος της μυστηριακής άφεσης και συνεπάγεται την πρόθεση μη αμαρτίας. Αλλά εδώ δεν υπάρχουν μαθηματικά και για άλλη μια φορά πρέπει να σας υπενθυμίσω ότι το εξομολογητήριο δεν είναι τελωνείο. Δεν είμαστε κύριοι, αλλά ταπεινοί διαχειριστές;; των Μυστηρίων που τρέφουν τους πιστούς, γιατί αυτά τα δώρα του Κυρίου, περισσότερο από λείψανα που πρέπει να διατηρηθούν, είναι βοηθήματα του Αγίου Πνεύματος για τη ζωή των ανθρώπων.
β) Υπάρχουν πολλοί τρόποι έκφρασης της μετάνοιας. Συχνά, σε άτομα με σοβαρά τραυματισμένη αυτοεκτίμηση, η δήλωση ενοχής είναι σκληρό βασανιστήριο, αλλά η ίδια η πράξη της προσέγγισης της εξομολόγησης είναι μια συμβολική έκφραση μετάνοιας και αναζήτησης θείας βοήθειας.
γ) Θα ήθελα επίσης να σας υπενθυμίσω ότι «μερικές φορές μας κοστίζει πολύ να δώσουμε χώρο στην ποιμαντική μας φροντίδα στην άνευ όρων αγάπη του Θεού» (Amoris laetitia 311), αλλά πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε. Ακολουθώντας τον Άγιο Ιωάννη Παύλο Β', υποστηρίζω ότι δεν πρέπει να περιμένουμε από τους πιστούς υπερβολικά ακριβείς και συγκεκριμένες αποφάσεις τροποποίησης, τα οποία τελικά καταλήγουν να είναι αφηρημένα ή και εγωιστικά, αλλά ότι ακόμη και η προβλεψιμότητα μιας νέας πτώσης «δεν προδικάζει την αυθεντικότητα του σκοπού» (Saint John Paul II, Επιστολή προς τον Καρδινάλιο William W. Baum και προς τους συμμετέχοντες στην ετήσια πορεία του Αποστολικού Σωφρονιστικού, 22 Μαρτίου 1996, 5).
δ) Τέλος, πρέπει να είναι σαφές ότι όλες οι προϋποθέσεις που συνήθως συνδέονται με την ομολογία δεν ισχύουν γενικά όταν το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση αγωνίας ή με πολύ περιορισμένες διανοητικές και ψυχικές ικανότητες.
Αγαπητοί αδελφοί,
πιστεύω ότι αυτές οι απαντήσεις θα μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις ερωτήσεις σας. Μην ξεχάσετε να προσευχηθείτε για μένα. Το κάνω για σας.
Αδελφικά, το έγγραφο
Francesco
ΚΑΤΙ ΤΕΡΑΤΩΔΕΣ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΜΩΣ ΕΧΕΙ ΕΔΡΑΙΩΘΕΙ ΣΑΝ ΚΟΙΝΟΣ ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΑΡΓΩΝΤΑΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ.
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ Ή ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΕ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΑΛΥΝΕΙ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ. Ο ΚΛΗΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΩΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ.
ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗΝ ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΝΟΙΑ. ΜΙΑ ΜΕΙΩΣΗ ΠΟΥ ΠΑΡΕΣΥΡΕ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙ ΤΗΝ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΕ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ.
ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΤΟ ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΕ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΙΤ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ.
ΠΗΡΑΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΓΕΥΣΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΤΥΛΟΒΑΤΩΝ ΠΟΥ ΤΗΝ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝ.
6 σχόλια:
https://anglicanmainstream.org/response-to-pope-francis-with-reformulated-dubia/
Μήπως γνωρίζετε να μου εξηγήσετε αυτό;;;
https://www.youtube.com/watch?v=r61_sqaNpOo
Δέν ξέρω τίποτε φίλε εκτός από τό ότι έμεινα αποσβολωμένος. Ελπίζω νά είναι ουνίτες, τό νέο αρχέτυπο. Θέλει έρευνα. Ο θεός Βοηθός.
Και εγώ Ήλπιζα
Και εγώ ήλπιζα να είναι Ουνιτες αλλά αυτοί μνημονεύουν τον Πάπα και όχι επίσκοπο ορθόδοξο..
Μάλλον έχει σχέση με τα παρακάτω:
Άρχισαν οι εργασίες της Συνόδου των Επισκόπων
https://cen.gr/%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B9%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CE%BF%CE%B9-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%8C%CE%B4%CE%BF%CF%85-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CF%80/
Άρχισε στην Ρώμη η 16η Τακτική Γενική Συνέλευση της Συνόδου για τη Συνοδικότητα και ο πάπας Φραγκίσκος στον χαιρετισμό του προς τους συμμετέχοντες αναφέρθηκε στο πνεύμα της Συνόδου. Όπως είπε το Άγιο Πνεύμα είναι ο πρωταγωνιστής της Συνόδου, κανείς άλλος, και κάλεσε όλους να εκφραστούν ελεύθερα, ενώ παράλληλα να ακούν όλους με σεβασμό. Όπως είπε «Ο πρωταγωνιστής της Συνόδου δεν είμαστε εμείς, αλλά το Άγιο Πνεύμα», αν το Άγιο Πνεύμα είναι επικεφαλής, θα πρόκειται για μια καλή Σύνοδο, ενώ αν δεν είναι, «δεν θα είναι».
Άρχισε η δεύτερη εβδομάδα των εργασιών της Συνόδου για την Συνοδικότητα
https://cen.gr/%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B9%CF%83%CE%B5-%CE%B7-%CE%B4%CE%B5%CF%8D%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7-%CE%B5%CE%B2%CE%B4%CE%BF%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%B9%CF%8E/
Η ημέρα άρχισε με την καθημερινή πρωινή Θ. λειτουργία στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου.
Δημοσίευση σχολίου