Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Ιερού Χρυσοστόμου, Στον τετραήμερο Λάζαρο (Περί του ομοουσίου)

 Ιερού ΧρυσοστόμουΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ

Ομιλία Θ΄:ΣΤΟΝ ΤΕΤΡΑΗΜΕΡΟ ΛΑΖΑΡΟ


Ο Λάζαρος σήμερα με την ανάστασή του από τους νεκρούς, μάς χαρίζει τη λύση πολλών και διαφόρων σκανδάλων. Πραγματικά δεν ξέρω πώς το ανάγνωσμα αυτό έδωσε και στους αιρετικούς λαβή και στους Ιουδαίους αφορμή για αντιλογία, όχι επειδή πραγματικά υπάρχει τέτοια αφορμή, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά επειδή εκείνοι είναι κακόψυχοι. Πολλοί δηλαδή από τους αιρετικούς λένε ότι ο Υιός δεν είναι όμοιος με τον Πατέρα. Γιατί; «Διότι χρειάστηκε», λένε, «ο Χριστός να προσευχηθεί για να αναστήσει τον Λάζαρο· εάν δεν προσευχόταν δεν θα μπορούσε να αναστήσει τον Λάζαρο. Και πώς», λένε, «μπορεί να είναι όμοιος εκείνος που προσευχήθηκε με εκείνον που δέχθηκε την παράκληση; Διότι ο μεν Υιός προσεύχεται, ενώ ο Πατέρας δέχτηκε την προσευχή από εκείνον που τον παρακαλούσε». Βλασφημούν όμως αυτοί μην μπορώντας να καταλάβουν ότι η προσευχή έγινε από συγκατάβαση και εξαιτίας της πνευματικής αδυναμίας των παρευρισκομένων εκεί.

Πες μου δηλαδή, ποιος είναι ανώτερος, εκείνος που νίβει τα πόδια, ή εκείνος του οποίου νίβει τα πόδια; Οπωσδήποτε φυσικά ανώτερος είναι εκείνος του οποίου ένιψε τα πόδια εκείνος που τα ένιψε. Αλλά ο Σωτήρας ένιψε τα πόδια του προδότη Ιούδα, διότι αυτός ήταν μαζί με τους άλλους μαθητές [Ιω.13,5: «Εἶτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν νιπτῆρα, καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος(: Έπειτα ρίχνει νερό στη λεκάνη που υπήρχε εκεί για το πλύσιμο των ποδιών και άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών και να τα σκουπίζει με την πετσέτα με την οποία ήταν ζωσμένος)»]. Ποιος, επομένως, είναι ανώτερος· ο προδότης Ιούδας είναι ανώτερος από τον Δεσπότη Χριστό, επειδή ο Χριστός ένιψε τα πόδια αυτού; Μακριά μια τέτοια σκέψη. Αλλά τι είναι ταπεινότερο, το να νίψει τα πόδια, ή το να προσευχηθεί; Οπωσδήποτε βέβαια το να νίψει τα πόδια.

Εκείνος λοιπόν που δεν απέφυγε να κάνει το ταπεινότερο, πώς θα ήταν δυνατό να αποφύγει να κάνει το υψηλότερο; Αλλά το παν έγινε εξαιτίας της πνευματικής αδυναμίας των παρευρισκομένων εκεί Ιουδαίων, όπως θα αποδειχθεί με τον λόγο στη συνέχεια. Και οι Ιουδαίοι, όμως, παίρνοντας από εδώ αφορμή για αντιλογία, λένε: «Πώς οι Χριστιανοί πιστεύουν αυτόν για Θεό, αυτόν που δεν ήξερε τον τόπο, στον οποίο ήταν τοποθετημένος ο νεκρός Λάζαρος;». Επειδή δηλαδή ο Σωτήρας έλεγε στις αδελφές του Λαζάρου, τη Μάρθα και τη Μαρία: «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; (: ‘’Πού τον έχετε βάλει;’’)»[Ιω.11,34]. «Είδες», λένε οι αιρετικοί, «άγνοια; Είδες αδυναμία; Αυτός που δεν γνώριζε τον τόπο, αυτός είναι Θεός;». Αλλά θα τους ρωτήσω, όχι φυσικά επειδή το πιστεύω αυτό, αλλά επειδή θέλω να εκμηδενίσω την αντίρρησή τους. Έδειξε, λες, Ιουδαίε, άγνοια ο Χριστός με το να πει «Πού τον τοποθετήσατε;». Τότε λοιπόν και ο Πατέρας δεν ήξερε σε ποιο μέρος του παραδείσου ήταν κρυμμένος ο Αδάμ. Διότι περιφερόταν μέσα στον παράδεισο αναζητώντας αυτόν και λέγοντας: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;(:Αδάμ, πού είσαι;)» [Γέν.3,9], λέγοντας αυτό αντί του «Πού κρύφτηκες;». Γιατί προηγουμένως δεν είπε τον τόπο, από τον οποίο ο Αδάμ μιλούσε με θάρρος προς τον Θεό; «Αδάμ, πού είσαι;». Και εκείνος τι απαντά; «Τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην(:Άκουσα τον θόρυβο των βημάτων Σου, καθώς περπατούσες στον Παράδεισο και με κυρίευσε φόβος, διότι είμαι γυμνός· για τον λόγο αυτόν έτρεξα και κρύφτηκα, για να μη με συναντήσεις)»[Γέν.3,10].

Εάν αυτό, Ιουδαίε, το λες άγνοια, και εκείνο ονόμασέ το άγνοια. Διότι έλεγε ο Χριστός στις αδελφές Μάρθα και Μαρία: «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν;(:Πού τον έχετε βάλει;)»[ Ιω.11,34]. Αυτό δηλαδή το ονομάζεις άγνοια; Τι λοιπόν θα πεις, όταν ακούσεις τον Θεό να λέγει στον Κάιν: «Ποῦ ἐστιν Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;(:Πού βρίσκεται ο Άβελ, ο αδελφός σου;)» [Γέν.4,9]. Τι θα πεις; Εάν λες αυτό άγνοια, πες τότε και εκείνο άγνοια.

Ορίστε και άλλη απόδειξη από τη θεία Γραφή. Είπε ο Θεός στον Αβραάμ: «Κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα. καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ(:Φωνές πολλές και μεγάλες κραυγές δυνατές, αγωνιώδεις ανεβαίνουν στον ουρανό προς Εμένα από τα Σόδομα και τη Γομόρρα· είναι οι κραυγές που προέρχονται από τις μεγάλες και πολλές αδικίες τους. Οι αμαρτίες των κατοίκων των δύο αυτών πόλεων είναι τόσο μεγάλες, ώστε δεν μπορεί να τις βαστάσει πλέον η μακροθυμία μου. Πρέπει λοιπόν να κατεβώ εκεί για να δω, εάν οι αμαρτίες τους γίνονται πράγματι, όπως ακριβώς ανεβαίνουν προς Εμένα οι θρηνητικές κραυγές των αδικουμένων ή όχι. Θέλω να πληροφορηθώ, να μάθω εξ ιδίας αντιλήψεως, εάν οι άνθρωποι αυτοί πράττουν τόσες παρανομίες)» [Γέν.18,20-21].

«Ὁ Θεὸς ὁ αἰώνιος ὁ τῶν κρυπτῶν γνώστης, ὁ εἰδὼς τὰ πάντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν(:Αιώνιε Θεέ, Εσύ ο Οποίος γνωρίζεις τα μυστικά, τα κρυμμένα και απόρρητα των ανθρώπων· Εσύ ο Οποίος γνωρίζεις τα πάντα πριν ακόμη γίνουν)»[:Δανιήλ, Σωσάννα Α42]. «Συντελεσθήτω δὴ πονηρία ἁμαρτωλῶν καὶ κατευθυνεῖς δίκαιον, ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς ὁ Θεός(:Ας λάβει πέρας και ας εξαφανιστεί λοιπόν η πονηρία των αμαρτωλών. Και τότε, Εσύ, Θεέ μου, που γνωρίζεις τα κρυμμένα ελατήρια των ανθρώπων, διότι εξετάζεις τις σκέψεις τους που βρίσκονται στα βάθη των καρδιών τους και τα απόκρυφα συναισθήματά τους που βρίσκονται στους νεφρούς τους, θα οδηγήσεις τον δίκαιο ανενόχλητο και ανεμπόδιστο από αντιδράσεις στον ευθύ δρόμο της αρετής)» [Ψαλμ.7,10]. Αυτός λοιπόν που γνωρίζει τις σκέψεις των ανθρώπων[ Ψαλμ. 93,11: «Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων(:Ο Κύριος γνωρίζει καλά τις σκέψεις και τους συλλογισμούς των ανθρώπων)»], Αυτός ο Ίδιος είναι Εκείνος που έλεγε: «Καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ(:Πρέπει να κατεβώ εκεί για να δω, εάν οι αμαρτίες τους γίνονται πράγματι, όπως ακριβώς ανεβαίνουν προς Εμένα οι θρηνητικές κραυγές των αδικουμένων ή όχι. Θέλω να πληροφορηθώ, να μάθω εξ ιδίας αντιλήψεως, εάν οι άνθρωποι αυτοί πράττουν τόσες παρανομίες)» [Γέν.18,21].

Εάν εκείνο είναι δείγμα άγνοιας, και αυτό είναι άγνοια. Αλλά όμως ούτε ο Πατέρας αγνόησε κατά την Παλαιά Διαθήκη, ούτε ο Υιός κατά την Καινή Διαθήκη. Τι λοιπόν σημαίνει: «Ας κατεβώ για να δω, εάν οι αμαρτίες τους είναι ανάλογες με τις κραυγές που ανέρχονται προς εμένα, ή όχι, για να ξέρω»;. «Έφτασε στα αυτιά μου», λέγει, «κάποια είδηση, θέλω όμως πάλι να λάβω ακριβέστερη γνώση από τα ίδια τα πράγματα, όχι διότι αγνοώ Εγώ, αλλά επειδή θέλω να διδάξω τους ανθρώπους να μην προσέχουν στα λόγια χωρίς εξέταση, ούτε, εάν πει κάποιος κάτι εναντίον κάποιου άλλου, να το πιστεύουν εύκολα, αλλά πρέπει, αφού πρώτα το ψηλαφήσουν οι ίδιοι με προσοχή και ακρίβεια, και λάβουν γνώση γι΄αυτό από τα ίδια τα πράγματα, τότε να το πιστεύουν».

Και γι΄αυτό σε άλλο μέρος της Γραφής έλεγε: «Ἒλεγξον φίλον, πολλάκις γὰρ γίνεται διαβολή, καὶ μὴ παντὶ λόγῳ πίστευε(: Εξέτασε και ρώτησε τον φίλο σου, διότι πολλές φορές γίνεται διαβολή και συκοφαντία εις βάρος άλλων, και γι΄αυτό μην πιστεύεις τον καθένα)»[Σοφ. Σειράχ 19,15]· διότι τίποτε δεν κάνει τόσο πολύ άνω κάτω τη ζωή των ανθρώπων, όσο το να πιστεύει κάποιος αμέσως στα λόγια που ακούει. Αυτό προφητεύοντας και ο προφήτης Δαβίδ έλεγε: «Τὸν καταλαλοῦντα λάθρᾳ τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον· ὑπερηφάνῳ ὀφθαλμῷ καὶ ἀπλήστῳ καρδίᾳ, τούτῳ οὐ συνήσθιον(: εκείνον, ο οποίος κρυφά κατηγορούσε τον πλησίον του, αυτόν τον έδιωχνα μακριά από εμένα. Με άνθρωπο που είχε μάτι επηρμένο, περιφρονητικά ριπτόμενο προς τους άλλους, και καρδιά άπληστη και γεμάτη πλεονεξία, δεν συνέτρωγα με αυτόν)» [Ψαλμ.100,5].

Είδες πως ο Σωτήρας δεν το είπε από άγνοια το «Πού τον τοποθετήσατε;», όπως ούτε ο Πατέρας είπε από άγνοια στον Αδάμ: «Πού είσαι;» ή στον Κάιν: «Πού είναι ο αδελφός σου, Άβελ;» ή «Ας κατεβώ για να δω εάν οι αμαρτίες τους είναι ανάλογες με τις κραυγές που ανεβαίνουν προς εμένα, ή όχι, για να το γνωρίζω οπωσδήποτε»; Καιρός είναι λοιπόν τώρα να στρέψω τον λόγο μου προς εκείνους που λέγουν ότι ο Χριστός από αδυναμία προσευχήθηκε και ανέστησε τον Λάζαρο. Συγκεντρώστε, λοιπόν, παρακαλώ, αγαπητοί, όλη σας την προσοχή.

Πέθανε λοιπόν ο Λάζαρος και δεν ήταν στα μέρη εκείνα ο Ιησούς, αλλά βρισκόταν στη Γαλιλαία, και είπε στους μαθητές Του: «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν(: Ο φίλος μου Λάζαρος έχει κοιμηθεί. Αλλά πηγαίνω να τον ξυπνήσω)»[Ιω.11,11]. Εκείνοι όμως, νομίζοντας ότι με τα λόγια του αυτά εννοούσε τον ύπνο αυτόν, του απαντούν: «Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται(:Όταν λοιπόν άκουσαν οι μαθητές Του ότι ο Λάζαρος κοιμήθηκε, νομίζοντας ότι πρόκειται για φυσικό ύπνο, του είπαν: ‘’Κύριε, εάν έχει κοιμηθεί, ο οργανισμός του με την ανάπαυση του ύπνου θα ανακτήσει τις σωματικές του δυνάμεις και συνεπώς θα γίνει καλά. Γιατί λοιπόν να τον ξυπνήσουμε;’’)»[Ιω.11,12]. Λέγει τότε ο Ιησούς προς αυτούς φανερά: «Λάζαρος ἀπέθανε»(: Ο Λάζαρος πέθανε)» [Ιω.11,14].

Έρχεται λοιπόν ο Σωτήρας στα Ιεροσόλυμα στον τόπο όπου τοποθετήθηκε ο Λάζαρος, τον συναντά η αδελφή του Λαζάρου και του λέγει: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει (:Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου)»[Ιω.11,21]. «Εάν ήσουν εδώ». Δείχνει πνευματική αδυναμία η γυναίκα. Δεν γνωρίζει την ώρα εκείνη η γυναίκα, ότι και χωρίς να ήταν παρών ο Χριστός σωματικά, παραβρισκόταν εκεί με την εξουσία της θεότητας· όμως αυτή υπολογίζει τη δύναμη του δασκάλου με την παρουσία του σώματός Του.

Λέγει λοιπόν προς Αυτόν η Μάρθα: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός(:Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου. Ξέρω όμως ότι και τώρα που ο αδελφός μου είναι πεθαμένος, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα Σου το δώσει ο Θεός)» [Ιω.11,21-22]. Ο Σωτήρας λοιπόν κάνει την προσευχή θέλοντας να ανταποκριθεί στην αίτηση αυτής· διότι ο Θεός δεν χρειαζόταν προσευχή για να αναστήσει τον νεκρό. Μήπως δηλαδή δεν ανέστησε και άλλους νεκρούς; Όταν συνάντησε στην πύλη κάποιον νεκρό που τον οδηγούσαν στον τάφο, μόνο άγγιξε τη σορό του νεκρού και ανέστησε τον νεκρό. Μήπως τότε χρειάστηκε προσευχή για να αναστήσει τον νεκρό; Και άλλοτε πάλι μόνο έναν λόγο είπε στην κόρη: «Κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε(:Κοριτσάκι, σε σένα μιλώ, σήκω)»[Μάρκ.5,41] και αμέσως παρέδωσε αυτήν υγιή στους γονείς της. Μήπως χρειάστηκε τότε προσευχή;

Και γιατί λέγω για τον δάσκαλο; Οι μαθητές Του με λόγο μόνο ανέστησαν τους νεκρούς. Ο Πέτρος δεν ανέστησε την Ταβιθά με τον λόγο του; [Πράξ.9,40: «Ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε» (:Αφού λοιπόν ο Πέτρος τους έβγαλε όλους έξω από το ανώγειο που ήταν η νεκρή, γονάτισε και προσευχήθηκε. Κατόπιν στράφηκε στο νεκρό σώμα και είπε: ‘’Ταβιθά, σήκω επάνω’’. Και αυτή άνοιξε τα μάτια της, και όταν είδε τον Πέτρο, όπως ήταν ξαπλωμένη, ανασηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι της)». Ο Παύλος δεν έκανε πολλά θαύματα μόνο με τα ρούχα του;[Πράξ.19,12: «ὥστε καὶ ἐπὶ τοὺς ἀσθενοῦντας ἐπιφέρεσθαι ἀπὸ τοῦ χρωτὸς αὐτοῦ σουδάρια ἢ σιμικίνθια καὶ ἀπαλλάσσεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν τὰς νόσους, τά τε πνεύματα τὰ πονηρὰ ἐξέρχεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν(:Ήταν τέτοια τα θαύματα, ώστε έπαιρναν οι άνθρωποι ακόμη και μαντίλια ή τις ζώνες και τις ποδιές που είχε χρησιμοποιήσει ο Παύλος και είχε σκουπίσει με αυτά τον ιδρώτα του ή είχε καλύψει το σώμα του, και τα έφερναν πάνω στους αρρώστους, και τότε, μόλις τα ακουμπούσαν πάνω τους, οι άρρωστοι απαλλάσσονταν αμέσως από τις ασθένειές τους και τα πονηρά πνεύματα έβγαιναν απ’ αυτούς)»].

Μάθε όμως και το πιο παράδοξο από αυτά. Η σκιά των αποστόλων ανέστησε νεκρούς· διότι λέγει: «Μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν(:Έτσι ολοένα και περισσότερο προσελκύονταν πλήθη ανδρών και γυναικών, οι οποίοι πίστευαν στον Κύριο και γίνονταν μέλη της Εκκλησίας, αυξάνοντας κατά πολύ τον αριθμό των πιστών. Τόσο πολύ μάλιστα τους σεβόταν ο λαός, ώστε έβγαζαν τους αρρώστους από τα σπίτια τους στις πλατείες και τους έβαζαν πάνω σε πολυτελή κρεβάτια οι πλουσιότεροι, και σε φτωχικά και πρόχειρα φορεία οι φτωχότεροι, έτσι ώστε, όταν θα περνούσε από το πλήθος εκείνο ο Πέτρος, να πέσει έστω και η σκιά του σε κάποιον από τους αρρώστους αυτούς για να τον θεραπεύσει)»[Πράξ.5,15] και αμέσως σηκώνονταν. Τι λοιπόν; Η σκιά των μαθητών ανάσταινε τους νεκρούς, και ο Δάσκαλος χρειαζόταν προσευχή, για να αναστήσει τον νεκρό;

Επομένως ο Σωτήρας κάνει την προσευχή εξαιτίας της πνευματικής αδυναμίας της γυναίκας· διότι λέγει προς αυτόν: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει, ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός(:’Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου)»[Ιω.11,21-22]. «Προσευχή ζήτησες, προσευχή σου δίνω. Η πηγή βρίσκεται εδώ· όποιο αγγείο και αν φέρει κανείς, το γεμίζει· εάν είναι μεγάλο, παίρνει πολύ, εάν είναι μικρό, παίρνει λίγο». Αυτή λοιπόν ζήτησε προσευχή, και ο Σωτήρας της δίνει προσευχή. Άλλος είπε: «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου(:Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλθεις κάτω από τη στέγη του σπιτιού μου. Αλλά πες αυτό που θέλεις μόνο μ’ έναν απλό λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου)»[Ματθ.8,8]. Και είπε προς αυτόν ο Σωτήρας: «Ὓπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ(:’’Πήγαινε στο σπίτι σου κaι ας γίνει σε σένα όπως το πίστεψες (ότι δηλαδή μόνο με τον λόγο μου και από μακριά μπορώ να θεραπεύσω τον δούλο σου)’’. Και πράγματι εκείνη τη στιγμή θεραπεύθηκε ο δούλος του)»[Ματθ.8,13].

Άλλος είπε: «Έλα και θεράπευσε τη θυγατέρα μου» και ο Κύριος του απάντησε: «Θα σε ακολουθήσω» [Ματθ. 9,18-19: «Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων εἷς προσελθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ ζήσεται. Καὶ ἐγερθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς ἠκολούθησεν αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταί αὐτοῦ(:Και ενώ τους έλεγε αυτά ο Ιησούς, την ώρα εκείνη κάποιος άρχοντας της συναγωγής Τον πλησίασε και Τον προσκύνησε λέγοντας ότι “Η κόρη μου πριν από λίγο πέθανε. Έλα όμως και βάλε το χέρι Σου πάνω της και θα ζήσει’’. Και ο Ιησούς, αφού σηκώθηκε από την τράπεζα, τον ακολούθησε· το ίδιο και οι μαθητές Του)»[Ματθ.9,18-19]. Ανάλογα δηλαδή με τη διάθεση των ανθρώπων προσφέρεται και η θεραπεία του Γιατρού.

Άλλη πάλι: «άγγιξε το κάτω μέρος του ενδύματος Αυτού» κρυφά, και καρπώθηκε στα κρυφά και τη θεραπεία[Ματθ.9,20-21:«Καὶ ἰδοὺ γυνή, αἱμορροοῦσα δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ. ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι (:Και να λοιπόν μια γυναίκα που έπασχε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία, πλησίασε από πίσω Του κρυφά, επειδή ντρεπόταν και δεν ήθελε να γίνει φανερή η αρρώστιά της, και άγγιξε την άκρη του εξωτερικού ενδύματός Του. Και το έκανε αυτό διότι έλεγε μέσα της: ”Και μόνο ν’ αγγίξω το ένδυμά Tου θα γίνω υγιής”)»[Ματθ.9,20-21]· ο καθένας αποκτούσε τη θεραπεία ανάλογα με την πίστη του.

Η Μάρθα λοιπόν Του λέγει: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα, ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός (:Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου. Ξέρω όμως ότι και τώρα που ο αδελφός μου είναι πεθαμένος, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα Σου το δώσει ο Θεός)» [Ιω.11,22]· και επειδή η Μάρθα ζήτησε προσευχή, προσευχή της δίνει και ο Σωτήρας, όχι επειδή χρειαζόταν ο ίδιος προσευχή, αλλά ενεργώντας ανάλογα την πνευματική αδυναμία της γυναίκας, και για να δείξει ότι δεν είναι αντίθετος προς τον Θεό, αλλά ότι εκείνο ακριβώς που κάνει Αυτός, αυτό κάνει και ο Πατέρας.

Έπλασε ο Θεός από την αρχή τον άνθρωπο· υπήρχε το πλάσμα και των δύο έργο, διότι λέγει:«Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν(:Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο και ας τον τιμήσουμε με έξοχα χαρίσματα και θείες ικανότητες· δηλαδή με ψυχή λογική και αθάνατη, με ελεύθερη βούληση, με ικανότητα γνωστική και δημιουργική και εξουσία επί όλου του ορατού κόσμου και ας τον κάνουμε έτσι, ώστε να μπορεί, εάν θέλει, να γίνει όμοιος με μας κατά την αρετή, την οσιότητα και αγιότητα, όσο αυτό είναι δυνατόν στο κτίσμα να ομοιάσει στον Κτίστη του)»[Γέν.1,26].

Πάλι θέλησε να βάλει τον ληστή στον παράδεισο, και αμέσως ένα λόγο είπε και οδήγησε τον ληστή μέσα στον παράδεισο: «Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ(:Αληθινά σε βεβαιώνω ότι σήμερα, απ’ τη στιγμή που θα πεθάνουμε, θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο)»[Λουκά 23,43], χωρίς να χρειαστεί προσευχή, αν και βέβαια ο Χριστός ήταν εκείνος που εμπόδισε την είσοδο στον παράδεισο όλων μετά τον Αδάμ· διότι τοποθέτησε «την πύρινη ρομφαία» να φυλάσσει τον παράδεισο: «Καὶ ἐξέβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξε τὰ Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς(:και έβγαλε τον Αδάμ και τον έβαλε να κατοικήσει απέναντι από τον Παράδεισο της ευτυχίας και της μακαριότητας, για να τον βλέπει και να αναλογίζεται κάθε μέρα από ποια αγαθά έχει εκπέσει και σε ποια κατάσταση οδήγησε τον εαυτό του. Και διέταξε τα Χερουβίμ, μία από τις αγγελικές τάξεις, και την περιστρεφόμενη φλόγινη ρομφαία, που συμβολίζει τη δύναμη του Θεού, η οποία είναι δραστική ως φλόγα φωτιάς, να φυλάττουν τον δρόμο, που οδηγούσε προς το δέντρο της ζωής, το οποίο ήταν μέσα στον Παράδεισο) »[Γέν.3,24].

Αλλά όμως ο Χριστός με την εξουσία που είχε, άνοιξε τον παράδεισο και οδήγησε μέσα τον ληστή. «Ληστή, Κύριε, οδηγείς μέσα στον παράδεισο; Ο Πατέρας Σου για μια μόνο αμαρτία έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο, και Εσύ οδηγείς μέσα σε αυτόν, τον ληστή, που είναι υπεύθυνος για αμέτρητα κακά και αμέτρητες παρανομίες; Και έτσι απλά μάλιστα με έναν λόγο σου, τον οδηγείς μέσα στον παράδεισο; Ναι· διότι ούτε εκείνο έγινε χωρίς εμένα, ούτε αυτό γίνεται χωρίς τον Πατέρα, και ο Πατέρας μέσα σε εμένα» [Ιω.14,10 : «Οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι; τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα(:Δεν πιστεύεις ότι εγώ είμαι αχώριστα ενωμένος με τον Πατέρα μου, και γι’ αυτό είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα, και ο Πατέρας είναι και μένει μέσα μου; Είμαι αδιάσπαστα και απόλυτα ενωμένος με τον Πατέρα μου, και γι΄ αυτό τα λόγια που εγώ σας λέω και σας διδάσκω, δεν τα λέω από μόνος μου. Αλλά ο Πατέρας μου, που μένει μέσα μου, αυτός ενεργεί τα υπερφυσικά έργα˙ και επιβεβαιώνει με αυτά ότι είμαστε αχώριστοι και ότι η διδασκαλία που διδάσκω δεν είναι δική μου, αλλά προέρχεται από τη σοφία του Πατέρα μου)»].

Και για να διαπιστώσεις ότι η ανάσταση του νεκρού δεν ήταν έργο της προσευχής Του, άκουσε την προσευχή. Τι δηλαδή λέγει; «Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου(:Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεστεί αμέσως το θαύμα και Σε ευχαριστώ που με άκουσες)»[ Ιω. 11,41]. Τι λοιπόν; Αυτό είναι είδος προσευχής, αυτός είναι τύπος ικεσίας; Λέγει: « Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. Ἐγώ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(: Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεστεί αμέσως το θαύμα και Σε ευχαριστώ που με άκουσες. Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουστώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα)»[Ιω.11,41-42]. Εάν λοιπόν, γνώριζες, Κύριε, ότι πάντοτε σε ακούει ο Πατέρας, γιατί λοιπόν Τον ενοχλείς για πράγματα που τα γνωρίζεις; «Εγώ», λέγει, «γνωρίζω βέβαια ότι πάντοτε με ακούει ο Πατέρας: «αλλά το είπα για το παρευρισκόμενο εδώ πλήθος, για να γνωρίσουν ότι Εσύ με έστειλες» [Ιω,11,42: «Ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(:Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουστώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα)» [Ιω,11,42].

Μήπως προσευχήθηκε για τον νεκρό; Μήπως παρακάλεσε για να αναστηθεί ο Λάζαρος; Μήπως είπε: «Πατέρα, πρόσταξε τον θάνατο να υπακούσει;». Μήπως είπε: «Πατέρα, πρόσταξε τον άδη να μην κλείσει τις πύλες, αλλά να δώσει πίσω με προθυμία τον νεκρό»; «Ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον(:Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου)», λέγει, «ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(:Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουσθώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα)» [Ιω.11,42]. Επομένως, εκείνο που έγινε δεν είναι θαύμα, αλλά κατήχηση των παραβρισκομένων εκεί.

Είδες πως η προσευχή δεν έγινε για τον νεκρό, αλλά για τους παρόντες άπιστους, «για να γνωρίσουν», λέγει, «ότι Εσύ με έστειλες»; «Και πώς μπορούμε», λέγει ίσως κάποιος απορώντας, «να γνωρίσουμε ότι Αυτός σε έστειλε;». Πρόσεχε, σε παρακαλώ, με μεγάλη προσοχή. «Να», λέγει, «με τη δική μου εξουσία καλώ τον νεκρό»· «Να», λέγει, «με τη δική μου εξουσία διατάσσω τον θάνατο· ονομάζω τον Πατέρα, Πατέρα, καλώ και τον Λάζαρο από τον τάφο. Εάν δεν είναι αληθινό το πρώτο, ούτε αυτό να μη γίνει. Εάν πραγματικά ο Πατέρας είναι Πατέρας μου, ας υπακούσει και ο νεκρός, για να διδαχθούν με αυτό οι παρευρισκόμενοι». Διότι τι έλεγε ο Χριστός; «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω(:Λάζαρε, βγες έξω)»[Ιω.11,43]. Όταν έγινε η προσευχή δεν αναστήθηκε ο νεκρός, αλλά όταν είπε: «Λάζαρε, έλα έξω», τότε αναστήθηκε ο νεκρός. Πωπω, τυραννική εξουσία του θανάτου· πωπω, τυραννική εξουσία της δυνάμεως εκείνης που κατέχει την ψυχή· ω άδη, προσευχή έγινε και δεν απολύεις τον νεκρό; «Όχι», λέγει. Γιατί; «Διότι δεν έλαβα προσταγή. Είμαι δεσμοφύλακας εδώ και κρατώ τον υπεύθυνο· εάν δεν λάβω προσταγή», λέγει, «δεν τον απολύω· διότι, λέγει, η προσευχή δεν έγινε για μένα, αλλά για τους παρευρισκομένους άπιστους· διότι εγώ, εάν δεν προσταχθώ, δεν απολύω τον υπεύθυνο· περιμένω τη διαταγή για να απολύσω την ψυχή».

«Λάζαρε, έλα έξω». Άκουσε τη δεσποτική προσταγή ο νεκρός και αμέσως κατέλυσε τους νόμους του θανάτου. Ντραπείτε, αιρετικοί, και χαθείτε από το πρόσωπο της γης. Καθόσον ο λόγος απέδειξε ότι η προσευχή έγινε όχι για την ανάσταση του νεκρού, αλλά για την πνευματική αδυναμία των τότε παραβρεθέντων εκεί απίστων. «Λάζαρε, έλα έξω». Και γιατί κάλεσε τον νεκρό με το όνομά του; Γιατί; Για να μην απευθυνθεί η φωνή του ελεύθερα προς όλους τους νεκρούς και να τους αναστήσει από τους τάφους, γι΄αυτό λέει: «Λάζαρε, έλα έξω». Εσένα μόνο προς το παρόν ανακαλώ από το πλήθος των νεκρών, ώστε με το επιμέρους να δείξω τη δύναμή μου και για τα μελλοντικά· διότι εγώ που ανέστησα ένα νεκρό, εγώ θα αναστήσω και την οικουμένη· διότι «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή (:Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύναμη να ανασταίνω, διότι είμαι η πηγή της ζωής)»[Ιω.11,25]. «Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω(:Και αφού τα είπε αυτά, δείχνοντας την κυριαρχική εξουσία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνατο, κραύγασε: ‘’Λάζαρε, βγες έξω’’)»[Ιω.11,43].

«Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν(:Και ο νεκρός βγήκε από το μνημείο με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με επιδέσμους, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο και σκεπασμένο με ένα πλατύ ύφασμα. Τότε είπε ο Ιησούς σε εκείνους που παρευρίσκονταν εκεί: ‘’Λύστε τον και αφήστε τον μόνο και χωρίς βοηθό να πάει στο σπίτι του’’)»[Ιω.11,44]. Πωπω, παράδοξα πράγματα. Εκείνος που έλυσε την ψυχή από τα δεσμά του θανάτου, Εκείνος που γκρέμισε τις πύλες του άδη, Εκείνος που συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και τους σιδερένιους μοχλούς και ελευθέρωσε την ψυχή από τα δεσμά του θανάτου, Αυτός δεν μπορούσε να λύσει τις λευκές ταινίες του νεκρού; Ναι, μπορούσε, αλλά προστάζει τους Ιουδαίους να λύσουν τις λευκές ταινίες, τις οποίες οι ίδιοι έσφιξαν πιο μπροστά όταν τον ενταφίαζαν, ώστε να αναγνωρίσουν τα σημάδια των δεσμών που έθεσαν οι ίδιοι και να γνωρίσουν από τα ίδια τα πράγματα που έκαναν οι ίδιοι, ότι ο Λάζαρος είναι αυτός που ενταφιάστηκε από αυτούς, και ο Χριστός είναι Αυτός που ήρθε στον κόσμο με τη συγκατάθεση και ευαρέσκεια του Πατέρα Του και που έχει εξουσία επί της ζωής και του θανάτου.

Σε Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη και συγχρόνως και στον άναρχο Πατέρα Σου και στο Πανάγιο και Ζωοποιό Σου Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

                 ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

              επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

· Patrologia Graeca, τόμος 48, σελ.780-784:


Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (35)

Συνέχεια από: Κυριακή 6 Απριλίου 2025

Giovanni Reale 

ΠΛΑΤΩΝ

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΩΣ ΑΛΗΘΙΝΟ «ΚΩΜΙΚΟ» ΚΑΙ «ΤΡΑΓΙΚΟ» ΠΟΙΗΤΗ

Η ριζική καινοτομία
με την οποία ο Πλάτωνας αποδέχεται την ποίηση
και τη εκπαιδευτική της λειτουργία
στην Ιδανική Πολιτεία

Συνέπειες και επιπτώσεις αυτής της αποκατάστασης της ποίησης στην Ιδανική Πολιτεία

ΦΥΣΙΚΑ, ΑΥΤΗ Η ΘΕΣΗ που υιοθετεί ο Πλάτων σχετικά με τη μεταρρύθμιση της δημιουργίας των μύθων και της ποίησης εγείρει πολύπλοκα ζητήματα. Πρώτον, γίνεται λόγος για την ποίηση όσον αφορά τη διαμόρφωση της τάξης των «φυλάκων» της Πολιτείας, ενώ οι άρχοντες πρέπει να έχουν εντελώς διαφορετική παιδεία, μαθηματική και φιλοσοφική· δεύτερον, ακόμη κι αν μεταρρυθμιστεί με αυτόν τον τρόπο, η ποίηση συνεπάγεται τη «μίμηση», δηλαδή την απομίμηση τόσο στο επίπεδο της σύνθεσης όσο και στο επίπεδο της επικοινωνίας· τρίτον, φαίνεται να μην ευσταθεί πλέον η ερμηνεία της ποίησης ως έμπνευση και θείο παραλήρημα που οδηγεί έξω από τα λογικά πλαίσια· σε κάθε περίπτωση, παραμένει το γεγονός ότι, με την ποίηση, θα παραμέναμε πάντα στο επίπεδο της γνώμης. Αλλά με ποια έννοια;

Η απάντηση που δίνεται σε αυτά τα προβλήματα μέσα από τα πλατωνικά κείμενα είναι πολύ σαφής.

Πρώτον, είναι αλήθεια ότι γίνεται λόγος για την ποίηση σε σχέση με τη διαπαιδαγώγηση των φυλάκων και όχι των κυβερνητών της Πολιτείας· αλλά είναι εξίσου αληθές ότι γίνεται λόγος για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και των νέων, από τους οποίους θα προκύψουν οι ίδιοι οι κυβερνήτες, και συνεπώς όλων των τάξεων που έχουν σημασία στην ιδανική Πολιτεία. Η παιδαγωγική αξία της ποίησης παραμένει γενικά έγκυρη.

Δεύτερον, είναι αλήθεια ότι το εργαλείο της δημιουργίας και της μετάδοσης της ποίησης παραμένει πάντοτε η «μίμηση», αλλά πρόκειται για μια μίμηση του αληθινού, δηλαδή μια αξιολογική μίμηση προτύπων που εκφράζουν τις προτεινόμενες αξίες.

Συγκεκριμένα, ο Πλάτων αντιτίθεται στη μορφή μίμησης της παραδοσιακής ποίησης που προτείνει πολλά πρότυπα και συνεπάγεται τη μίμηση αυτών των ποικίλων προτύπων, που δημιουργούν ανθρώπους διττούς ή πολυσχιδείς, ενώ στην Ιδανική Πολιτεία δεν πρέπει να υπάρχει «άνθρωπος διττής ή πολυσχιδούς δραστηριότητας», καθώς ο καθένας πρέπει να έχει μια καθορισμένη λειτουργία και επάγγελμα, με τον αντίστοιχο χαρακτήρα.

Ο Πλάτων γράφει:
Οι φύλακές (φρουροί) μας θα πρέπει να απαλλαγούν από κάθε άλλο έργο και ν᾽ αφήνουν κάθε άλλη ενασχόληση, ώστε να αφοσιωθούν με τη μέγιστη αφοσίωση στην εξασφάλιση της ελευθερίας της Πόλης, παραμερίζοντας κάθε άλλη ενασχόληση που δεν αποσκοπεί σε αυτόν τον σκοπό, και πρέπει να μην κάνουν ούτε να μιμούνται πρότυπα διαφορετικά από αυτό. Κι αν παρ' όλα αυτά ήθελαν οπωσδήποτε να πάρουν κάποιο πρότυπο, θα έπρεπε να μιμούνται εκείνους με τα οποίους έχουν εξοικειωθεί από την παιδική τους ηλικία: δηλαδή τους ανδρείους και σώφρονες, τους ευσεβείς, τους ελεύθερους, με λίγα λόγια, όσους διαθέτουν κάθε αρετή παρόμοια με αυτές. (Πολιτεία, III 395 B-C, πρβλ. 397 E).

Και για τους ποιητές, ο Πλάτων διευκρινίζει με τρόπο ξεκάθαρο τα εξής:

Μου φαίνεται πως ένας άξιος ποιητής, όταν στη σύνθεση του έργου του φτάνει στο σημείο να παραθέσει κάποιο λόγο ή κάποια πράξη ενός ενάρετου ανθρώπου, θα έπρεπε να επιθυμεί να ταυτιστεί μαζί του στην αφήγηση και να μην αισθάνεται ντροπή που συμμορφώνεται με ένα τέτοιο πρότυπο· μάλιστα, θα πρέπει να αποδέχεται αυτή τη ταύτιση όταν πρόκειται για έναν γενναίο χαρακτήρα που δρα με αποφασιστικότητα και φρόνηση· και αντίθετα, να την μετριάζει και να την περιορίζει όταν ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρεται είναι χτυπημένος από ασθένεια ή κυριεύεται από ερωτικό πάθος ή μέθη ή άλλες παρόμοιες ατυχίες. Αν, ωστόσο, συναντήσει κάποιον χαρακτήρα ανάξιο του, δεν θα θελήσει σοβαρά να τον μιμηθεί και να παρομοιάσει στα σοβαρά τον εαυτό του με τον χειρότερό του, παρά μόνο για μια στιγμή, στην περίπτωση που εκείνος, για καλή του τύχη, πράξει κάτι σωστό. (Πολιτεία, III 396 C-D).

Και να οι καταληκτικές σκέψεις και τα συμπεράσματα:

Αν παρουσιαζόταν στην Πολιτεία μας ένας ποιητής που, χάρη στην τέχνη του, θα ήξερε να ενσαρκώνει όλους τους ρόλους και να μιμείται κάθε είδους πρότυπο για να επιδειχτεί και ο ίδιος και τα έργα του να επιδείξει, δεν θα παραλείπαμε βέβαια να τον τιμήσουμε ως θεϊκό και θαυμαστό άνθρωπο, γεμάτο γοητεία. Ωστόσο, θα του λέγαμε συγχρόνως ότι δεν υπάρχει θέση για έναν τέτοιο άνθρωπο στην Πόλιν μας, ούτε και θα μπορούσε να υπάρξει, και θα τον κατευθύναμε προς άλλες Πολιτείες, αφού θα του ραίναμε το κεφάλι με μύρα και τον στεφανώναμε με μάλλινες κορδέλες. Η αλήθεια είναι ότι σε εμάς, που αποβλέπουμε στο ωφέλιμο, μας χρειάζεται ένας ποιητής ή ένας μυθοπλάστης, ίσως λιγότερο ευχάριστος, αλλά πιο σοβαρός, που να απαγγέλλει τον ρόλο του ενάρετου ανθρώπου και να λέει όσα πρέπει να ειπωθούν, σύμφωνα με τον τύπο που έχουμε καθορίσει. (Πολιτεία, III 398 A-B).

Για να κατανοηθεί σε βάθος αυτός ο πλατωνικός λόγος, πρέπει να αντιληφθούμε καλά ότι η «μίμηση» σε διάφορα επίπεδα αποτελεί βασικό άξονα της πλατωνικής σκέψης, πολύ πέρα από ό,τι πίστεψαν επ' αυτού ο Χάβελοκ και οι οπαδοί του, όπως θα δούμε αναλυτικά στα επόμενα κεφάλαια.

Όσον αφορά το τρίτο ζήτημα, η απάντηση είναι πιο σύνθετη, καθώς προϋποθέτει μια πραγματική μεταρρύθμιση στον τρόπο παραγωγής της ποίησης, την οποία ο Πλάτων θέτει σε εφαρμογή.

Μπορούμε, καταρχάς, να πούμε με βεβαιότητα ότι μύθος και ποίηση παραμένουν στο επίπεδο της δόξας, της γνώμης· όμως πρέπει να θυμόμαστε ότι η γνώμη μπορεί να είναι είτε «ψευδής» είτε «αληθινή», και ότι η γνώμη που συνδέεται με τη μίμηση πολλών προτύπων, και ιδιαίτερα ψευδών προτύπων, δεν μπορεί παρά να είναι ψευδής, ενώ εκείνη που συνδέεται με ένα ενιαίο και αληθινό πρότυπο δεν μπορεί παρά να είναι αληθινή. Η δυσκολία έγκειται στο να κατασκευαστούν μύθοι και ποιήματα με αυτή τη λογική, αποφεύγοντας τη μίμηση του πολλαπλού, το οποίο είναι από κάθε άποψη χαοτικό και ασύντακτο.

Αλλά η μίμηση των πολλαπλών και ασύντακτων προτύπων είναι εύκολη, ενώ η μίμηση του ενιαίου και αληθινού προτύπου είναι εξαιρετικά δύσκολη.

Ο Πλάτων γράφει:

Ακριβώς αυτές οι ακατάστατες διαθέσεις και συμπεριφορές προσφέρονται ως πρότυπα για ποικίλες και πολυειδείς μιμήσεις. Αντίθετα, ο τρόπος ζωής που εμφορείται από φρόνηση και μετριοπάθεια, επειδή είναι σχεδόν πάντα ίδιος με τον εαυτό του, δεν είναι εύκολο να αποδοθεί μέσω μίμησης, και, ακόμη κι αν αποδοθεί, δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί σε δημόσια συγκέντρωση και ανάμεσα σε ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης που συγκεντρώνονται στα θέατρα· διότι σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για την αναπαράσταση και τη μίμηση συναισθημάτων ξένων προς τη δική τους ευαισθησία και διάθεση. (Πολιτεία, X 604 E).

Και ακόμη:

Να γνωρίζεις, ωστόσο, ότι στην Πολιτεία μας δεν θα γίνει δεκτή καμία άλλη μορφή ποίησης εκτός από ύμνους στους θεούς και εγκώμια στους ενάρετους ανθρώπους· γιατί, αν επρόκειτο να υποδεχτείς τη γλυκιά Μούσα, εκείνη της λυρικής ή της επικής ποίησης, τότε η ηδονή ή η λύπη θα έπαιρναν την εξουσία στην Πόλη αντί για τον νόμο και τον λόγο, που πάντοτε και από όλους θεωρείται το καλύτερο μέρος της ψυχής (Πολιτεία, X 607 Α).

Αλλά μήπως δεν είναι ο ίδιος ο Πλάτων ο δημιουργός αυτής της νέας ποίησης;

Στο δεύτερο βιβλίο της Πολιτείας γράφει:

Αγαπητέ Αδείμαντε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, ούτε εγώ ούτε εσύ είμαστε ποιητές, αλλά ιδρυτές μιας Πολιτείας· και όποιος ιδρύει Πολιτεία δεν υποχρεούται να επινοήσει ο ίδιος τους μυθικούς λόγους, αλλά να έχει σαφώς κατά νου τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με τις οποίες οι ποιητές θα πρέπει να κατασκευάσουν τους μύθους τους. (Πολιτεία, II 378 E-379 A).

Αλλά αυτή η φράση —«τουλάχιστον μέχρι σήμερα ούτε εγώ ούτε εσύ είμαστε ποιητές»— είναι ένα εμβληματικό ειρωνικό μήνυμα: ο Πλάτων, με τα γραπτά του, παρουσιαζόταν με προκλητικό τρόπο ως ο νέος ποιητής, ο μέγας ποιητής της εποχής, τόσο στην κωμωδία όσο και στην τραγωδία. Θα δούμε τώρα πως αυτό ο Πλάτων μάς το αποκαλύπτει ήδη από το Συμπόσιο.

Η ΓΝΩΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΥΡΙΟ (1998) - ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ (1)

 Η ΓΝΩΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΥΡΙΟ

Του Hans-Georg Gadamer.

Το θέμα του χρόνου έλαβε μία θέση πρώτης τάξεως στα φιλοσοφικά μας ενδιαφέροντα χάρις κυρίως στο "Είναι και Χρόνος" του Χάιντεγκερ. Με αυτό αποκτούμε κυρίως συνείδηση των Ελληνικών προϋποθέσεων αυτού του προβλήματος, σχετικά με το οποίο ο Αυγουστίνος χρησιμοποίησε την διατύπωση ότι πιστεύουμε πώς ξέρουμε τί πράγμα είναι ο χρόνος, αλλά εάν ερωτηθούμε, δέν είμαστε ικανοί να πούμε τί πράγμα είναι. (Εξομ XI 14 (17). Είναι κατανοητή οπωσδήποτε η δυσκολία να καθοριστεί τί πράγμα "είναι" ο Χρόνος, καθότι ο χρόνος δέν "είναι" ακριβώς, αλλά "περνά" [έχω χρόνο]. Η διάσταση ανάμεσα στο χθές και στο αύριο φαίνεται να αντιστρατεύεται την απαίτηση που υψώνει η γνώση, διότι εκείνο που ξεχωρίζει την γνώση είναι η ανεξαρτησία της απο την μεταλλαγή των γεγονότων, των συμβάντων. Παρ'όλα αυτά το πρόβλημα του χρόνου υπήρξε απο πολύ νωρις αντικείμενο της φιλοσοφικής σκέψης, τόσο που το συναντούμε στα γραπτά τού Πλάτωνος, όπως επίσης και σε εκείνα τού Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης προσπαθούσε να επεξεργαστεί, ξεκινώντας απο την έννοια του "τώρα", την αλυσσίδα, η οποία γυρίζει συνεχώς γύρω απο τον εαυτό της, τών σημείων "τώρα" που διασχίζονται απο τον χρόνο, σαν την ιδιαίτερη δομή αυτού του τελευταίου. Ο Πλάτων αντιθέτως τονίζει πολύ πιό αποφασιστικά το αίνιγμα του χρόνου, όταν αναλαμβάνει σαν θέμα τό ασύμπτωτο τής αυθεντικής εμπειρίας του χρόνου με την πτώση του. Το Ελληνικό "εξαίφνης" το μεταφράζουμε συνήθως με "το ξαφνικό", σαν αυτό που μας αποσπά απο κάθε υπολογισμό και έλεγχο τής χρονικότητος, ή κάθε δυνατότητος υπολογισμού και ελέγχου της χρονικότητος. Κατά βάθος ο ορισμός του χρόνου τού Αριστοτέλη, σαν η αλυσσίδα των σημείων "τώρα", στην οποία κάθε "τώρα" αντιπροσωπεύει το σύνορο ανάμεσα σ' ένα μόλις-τώρα και ένα αμέσως-τώρα, είναι μία πρόκληση για την σκέψη! Το τώρα το ίδιο είναι ας πούμε ένας όρος σύνορο, και μετέχει επομένως στο οντολογικό αίνιγμα τού σημείου, το οποίο είναι χωρίς έκταση.
Ο Χρόνος είναι, ας πούμε, μία μορφή σκέψης στην οποία δέν αντιστοιχεί τίποτε, και για την οποία θα θέλαμε να πούμε πώς έχει "Είναι". Γι'αυτό επέλεξα την διατύπωση "ανάμεσα στο χθές και στο αύριο", διότι είναι αόριστη αλλά παρ'όλα αυτά πανταχού παρούσα. Με το θέμα του χρόνου εννοείται προφανώς κάτι περισσότερο από την λογικο-εννοιολογική δυσκολία του χρόνου, που είναι στην πραγματικότητα ένα πέρασμα, ένα περνώ! Χθές και αύριο είναι περισσότερο απο ένα τώρα-σημείο το οποίο υπήρχε και το οποίο πρέπει να έλθει. Όπως μας προειδοποιεί ή ίδια η λέξη "αύριο", με την μορφή ανάμεσα στο Χθές και στο αύριο", δέν εννοείται μία τυχαία αυλακιά η οποία συνίσταται από το "μεταξύ, ανάμεσα", όσο μία διάρθρωση η οποία τίθεται στην βάση της εμπειρίας του χρόνου, η οποία διαρθρώνει όλο το ζών: ο ρυθμός της ημέρας και της νύχτας, του ξύπνιου και του ύπνου. Αυτός ο ρυθμός απασχόλησε πολύ νωρίς την σκέψη. Ο Ηράκλειτος για παράδειγμα είδε την μυστηριώδη γειτνίαση αυτής της καθημερινής εμπειρίας του χθές και του σήμερα, η οποία βιώνεται σαν χρόνος, στην εμπειρία του θανάτου. Συνίσταται από το αίνιγμα του ύπνου, παρόμοιου με τον θάνατο, και στην έκπληξη, πάντοτε νέας, του ξυπνήματος στον θάνατο, σαν τέλους κάθε εμπειρίας.(Ηράκλειτος, Αποσπ. 88 ψευδοπλούταρχος!'' Και το ίδιο πράγμα είναι στον άνθρωπο η ζωή και ο θάνατος, ο ξύπνιος και ο ύπνος, τα νιάτα και τα γερατειά: γιατί αν αυτά τα πράγματα αλλάξουν γίνονται εκείνα, και αν εκείνα πάλι αλλάξουν γίνονται αυτά!''
Αποσπ. 36, Κλήμης, Στρωμ VI 17,2: Για τις ψυχές είναι θάνατος να γίνονται νερό, για το νερό είναι θάνατος να γίνεται γή, απο τη γή γίνεται το νερό και απο το νερό η ψυχή. Αποσπ 26 Κλήμης IV 141,2! Τη νύχτα ο άνθρωπος ανάβει για τον εαυτό του ένα φώς, όταν σβήνει το βλέμμα του, όσο ζεί βρίσκεται σε επαφή με τους νεκρούς όταν κοιμάται, και με τους κοιμισμένους όταν είναι ξύπνιος.
Και παρ'όλα αυτά δέν μπορούμε να ελευθερωθούμε απο την απαίτηση, την οποία θέτει η γνώση, της εγκυρότητος χωρίς τον χρόνο. Γι'αυτό δέν ήταν τυχαίο το γεγονός πώς η φιλοσοφία, και η επιστήμη που την συνοδεύει, πήραν τον δρόμο τους σε μία συνεχή επαφή και γειτνίαση με τα μαθηματικά. Η ελληνική καταγωγή τής λέξεως "μαθηματικά" -μάθημα-μας προειδοποιεί πώς το αντικέιμενο της μπορεί να αποκτηθεί μόνον μέσω της έλλογης σκέψης, έτσι ώστε να μήν είναι εκτεθειμένο στην ορμητική ροή των φαινομένων και των αλλαγών. Στην απόσταση τους απο κάθε δυνατή εμπειρία, η γεωμετρία και η αριθμητική, κατευθύνονται σε κάτι πέραν του χώρου και του χρόνου. Είναι καθαρός λόγος, που διακρίνει αυτό που μπορούμε να γνωρίσουμε με ακρίβεια, το οποίο δέν σχετίζεται μ'αυτό που είναι απλώς παρόν τώρα, αλλά είναι γνώση κάποιου άχρονου πράγματος. Αυτή η σημασία του "άχρονου" των περιεχομένων της γνώσεως βρίσκεται στην αντίθετη θέση αυτού που διαρθρώνουμε στην εμπειρία του παρόντος χρόνου, όταν ομιλούμε για χθές και για αύριο. Τί πράγμα μπορεί να είναι ένα "μεταξύ" ανάμεσα σ'αυτές τις δύο εμπειρίες, την εμπειρία του χθές και του αύριο; Είναι φανερό κατ'αρχάς πώς ανάμεσα στις δύο εμπειρίες υφίσταται μία αντίθεση. Και στις δύο κατευθύνσεις του ερωτήματος, ενυπάρχει μία κάποια σκοτεινιά, ασάφεια, αλλά διαφορετικής φύσεως. Εάν ξεκινήσουμε από τις δύο ασάφειες, ανάμεσα στις οποίες υπεισέρχεται μία στιγμή φωτός, τότε βλέπουμε πώς το παρελθόν έχει μία διαφορετική ποιότητα απο το μέλλον. Σε σχέση με την διαφάνεια της ημέρας, το "χθές" σβύνει και σκοτεινιάζει. Το παρελθόν είναι αμετάβλητο, έξω από την δική μας διάθεση και σχετικότητα, και γι'αυτό οι Έλληνες θεώρησαν πώς είναι σημαντικό να δεχθούν πώς ούτε οι Θεοί οι ίδιοι δέν μπορούσαν να καταργήσουν εκείνο που συνέβη . Στο τέλος μπορούμε να μιλήσουμε για την λήθη του παρελθόντος. Μπορούμε να ξεχάσουμε αυτό που "πέρασε". Αντιθέτως το "αύριο" είναι, απο την στιγμή τής εγρηγόρσεως τής προσοχής μας, στο καθαρό φώς τής πνευματικής μας παρουσίας, αυτό που έχει ακόμη "χρόνο", καιρό, και είναι "μπροστά μας" και το οποίο τυλίγεται ταυτοχρόνως στην αβεβαιότητα τού προγραμματισμού, της προσμονής και της ελπίδος. Έτσι η επιστήμη μπορεί να επιδιώξει να κατακτήσει το μέλλον μόνον με την μέγιστη προσοχή, και με ασταθή βήματα. Παρότι η ζωή μας παρά το ανυπολόγιστο τού μέλλοντος, γεμίζει μόνον με την υπόθεση, με την βούληση να μάθουμε, να σχεδιάζουμε, να κατευθυνθούμε και να ελπίσουμε στο μέλλον.

Αμέθυστος.

Η υπαρξιακή φιλοσοφία του Martin Heidegger 4

Η υπαρξιακή φιλοσοφία του Martin Heidegger 4

Είναι και Χρόνος
Της Edith Stein

Συνέχεια από 26. Φεβρουαρίου 2025

Τοποθέτηση

Η ανάλυση του Dasein ήταν ο δρόμος για να προετοιμαστεί η ερώτηση σχετικά με το νόημα του είναι. Η διαφορά μεταξύ του είναι του Dasein και του μη σύμφωνου προς το Dasein δεν έχει διευκρινιστεί μέχρι στιγμής· ούτε και το γεγονός ότι η οντολογική ερμηνεία από παλιά έχει πάντα προσανατολιστεί στο πραγματικό είναι και συνεχώς επιστρέφει σε αυτό. Όλα είχαν σκοπό να αποδείξουν τη χρονικότητα ως τη βασική δομή του Dasein. Έτσι, η έρευνα τελειώνει με την ερώτηση: «Οδηγεί κάποιος δρόμος από τον πρωτόγονο χρόνο στο νόημα του είναι; Αποκαλύπτεται ο χρόνος ο ίδιος ως ο ορίζοντας του είναι;»

Ο στόχος ολόκληρου του έργου δεν ήταν άλλος από το να τεθεί σωστά το ερώτημα για το νόημα του Είναι. Τώρα, το ερώτημα με το οποίο καταλήγει, είναι άραγε ακριβώς αυτό το ερώτημα που από την αρχή είχε τεθεί ως σκοπός, ή μήπως εκφράζει μια αμφιβολία για το αν ο επιλεγμένος δρόμος ήταν ο σωστός; Σε κάθε περίπτωση, καλεί να ξανακοιτάξουμε τον δρόμο που ακολουθήθηκε και να τον εξετάσουμε.


Δεν θα είναι δυνατόν εδώ να αναφερθούν όλες οι δυσκολίες που ήδη υποδηλώνονται στην σύντομη περίληψη. Για κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν ένα νέο, εκτενές έργο. Εμείς θα περιοριστούμε στις βασικές γραμμές της σκέψης και θα αναζητήσουμε απαντήσεις στα εξής ερωτήματα:

Τι είναι το Dasein;
Είναι η ανάλυση του Dasein πιστή;
Είναι επαρκής ως βάση για να τεθεί σωστά το ερώτημα για το νόημα του Είναι;


1. Τι είναι το Dasein;

Στη βασική δομή του Dasein ως μέριμνα, η χρονομέτρηση είναι αναγκαία. «Η ριγμένη ύπαρξη του Dasein είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχει δημόσιος χρόνος», ο χρόνος «στον οποίο» υπάρχει το υπάρχον και το εύχρηστο – το ενδοχρονικό. Επειδή στην όραση του κόσμου, στον οποίο το Dasein έχει ριχτεί, ανήκει η φωτεινότητα, «χρονολογεί» σύμφωνα με την ημέρα και τη νύχτα («είναι ώρα να …»), υπολογίζει τον χρόνο με βάση τις ημέρες και τον μετρά με τη θέση του ήλιου. Ο χρόνος που ερμηνεύεται στη φροντίδα είναι πάντα «χρόνος για …», ανήκει στην κοσμικότητα του κόσμου και γι’ αυτό ονομάζεται «κόσμιος χρόνος». Είναι χρονολογήσιμος, τεντωμένος και δημόσιος. Η ανάγνωση του χρόνου είναι πάντα μια έκφραση του «τώρα» ως παρόντος. Στη χρονομέτρηση πραγματοποιείται μια δημοσίευση του χρόνου, σύμφωνα με την οποία εμφανίζεται για όλους ως «τώρα και τώρα και τώρα». Χρονολογείται με βάση χωρικές αναλογίες, αλλά δεν γίνεται έτσι χώρος. Μόνο μέσω της χρονομέτρησης φτάνουμε στον χρόνο και κάθε πράγμα στον δικό του χρόνο. Δεν είναι ούτε υποκειμενικός ούτε αντικειμενικός, γιατί καθιστά δυνατό τον κόσμο και το είναι του εαυτού. Χρονικό είναι μόνο το Dasein, ενώ το εύχρηστο και το υπάρχον είναι «ενδοχρονικό».
 
Ενώ το Dasein υπολογίζει με τον εαυτό του, υπολογίζει με τον χρόνο. Οι άνθρωποι καθορίζονται από τον χρόνο μέσω της χρήσης του ρολογιού, μετρώντας τις θέσεις των δείκτων. Σε αυτό περιλαμβάνεται μια παρουσίαση του «τότε» και μια προσδοκία του «μετά». Ο χρόνος που εμφανίζεται σε αυτό «είναι αυτός που εμφανίζεται στην προσδοκία, στην καταμέτρηση και στην παρακολούθηση του κινούμενου δείκτη …» Αυτό αντιστοιχεί στον αριστοτελικό ορισμό του χρόνου ως αριθμού της κίνησης: παραμένει εντός της φυσικής κατανόησης του είναι, χωρίς να το κάνει πρόβλημα. Όσο περισσότερο η φροντίδα χάνεται στα αντικείμενα της, τόσο πιο φυσικά υπολογίζει με τον χρόνο, χωρίς να τον προσέχει, και τον αντιλαμβάνεται «ως μια ακολουθία από συνεχώς ›παρόντα‹, ταυτόχρονα φθίνοντα και ερχόμενα τώρα», «ως μια διαδοχή, ως ροή του τώρα …» Σε αυτόν τον κόσμιο χρόνο = χρόνο του τώρα λείπει η δυνατότητα χρονολόγησης (= η σημασία) της χρονικότητας: αυτή είναι ο πρωτόγονος χρόνος. Επειδή ο χρόνος αντιλαμβάνεται ως μια ακολουθία παρόντων τώρα, ονομάζεται «εικόνα της αιωνιότητας» (Πλάτωνας). Η ένταση του κόσμιου χρόνου, που προκύπτει από την επέκταση της χρονικότητας, παραμένει κρυφή. Επειδή κάθε τώρα ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται ως ένα «μόλις τώρα» και «αμέσως τώρα», προκύπτει η αντίληψη του χρόνου ως άπειρου. Αυτό βασίζεται στη μέριμνα, που φεύγει από τον θάνατο και αγνοεί το τέλος. Μιλάμε για τη φθορά, αλλά όχι για τη γένεση του χρόνου, επειδή δεν μπορούμε να κρύψουμε την εφημερότητα του χρόνου: το Dasein τον γνωρίζει «από τη ›φευγαλέα‹ γνώση του θανάτου του».
Ακόμα και στην μη αναστρεψιμότητα του χρόνου αποκαλύπτεται η προέλευσή του από τη χρονικότητα, που είναι πρωταρχικά προσανατολισμένη προς το μέλλον.
Από το κοινά αντιληπτό τώρα δεν μπορεί να εξηγηθεί η στιγμή, ούτε το χρονολογήσιμο «τότε» και «τότε». Αντίθετα, από αυτό προκύπτει η παραδοσιακή έννοια της αιωνιότητας ως ενός σταθερού τώρα. Από την πρωτόγονη χρονικότητα, η αιωνιότητα του Θεού θα μπορούσε να γίνει κατανοητή μόνο ως άπειρος χρόνος. Στη σύγκριση του χρόνου με την ψυχή ή το πνεύμα στον Αριστοτέλη, τον Αυγουστίνο και τον Χέγκελ, ανοίγεται μια πρόσβαση στην κατανόηση του Dasein ως χρονικότητας.

Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι ο Χάιντεγκερ, με τον όρο Dasein, θέλει να εκφράσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Μπορούμε επίσης να πούμε: τον άνθρωπο· διότι το Dasein πολύ συχνά αποκαλείται ένα «ον», χωρίς όμως το ον ως «αυτό που υπάρχει» να αντιπαραβάλλεται προς το Είναι. Διατυπώνεται μάλιστα ρητά ότι η ουσία του ανθρώπου είναι η ύπαρξη. Αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά ότι για τον άνθρωπο διεκδικείται κάτι που, κατά την philosophia perennis, ανήκει αποκλειστικά στον Θεό: η ταύτιση ουσίας και ύπαρξης. Πάντως, ο άνθρωπος δεν τοποθετείται απόλυτα στη θέση του Θεού· το Dasein δεν εννοείται ως το Είναι εν γένει, αλλά ως ένας ιδιαίτερος τρόπος του Είναι, έναντι άλλων τρόπων: της παρούσας ύπαρξης (Vorhandensein) και της χρηστικής ύπαρξης (Zuhandensein), και άλλων, που μερικές φορές υποδηλώνονται φευγαλέα αλλά δεν αναλύονται περαιτέρω.
Ωστόσο, ο άνθρωπος θεωρείται ως ένας μικρός θεός, εφόσον η ανθρώπινη ύπαρξη εκλαμβάνεται ως το προνομιούχο Είναι, πάνω από όλα τα άλλα, και ως το Είναι από το οποίο και μόνο μπορεί να ελπίζει κανείς διαφώτιση για το νόημα του Είναι. Ο Θεός αναφέρεται μόνο περιστασιακά, στις υποσημειώσεις και αποκλειστικά σε απορριπτικό πλαίσιο: η θεϊκή ύπαρξη, ως κάτι που θα μπορούσε να έχει σημασία για την αποσαφήνιση του νοήματος του Είναι γενικά, αποκλείεται εντελώς.

Η επιλογή του ονόματος Dasein για τον άνθρωπο αιτιολογείται θετικά με το ότι στο Είναι του ανήκει το να είναι «εκεί»· δηλαδή, να είναι αποκαλυμμένος στον εαυτό του και να βρίσκεται μέσα σε έναν κόσμο, στον οποίο είναι πάντοτε «στραμμένος» προς ένα «εκεί». Η αρνητική αιτιολόγηση είναι ότι ο παραδοσιακός και δογματικά καθιερωμένος ορισμός της ουσίας του ανθρώπου, ως «συντιθέμενου από δύο ουσίες, την ψυχική και τη σωματική», που πάντα υπονοείται με την ονομασία «άνθρωπος», έπρεπε εκ των προτέρων να αποκλειστεί. Δεν αμφισβητείται ότι ο άνθρωπος έχει σώμα, απλώς δεν γίνεται περαιτέρω λόγος για αυτό. Αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται λόγος για την «ψυχή» δύσκολα επιτρέπει άλλη σημασία από το ότι πρόκειται για μία λέξη πίσω από την οποία δεν κρύβεται κάποια σαφής έννοια. Αυτό δεν πρέπει επ’ ουδενί να παρεξηγηθεί, σαν να πρόκειται εδώ για μία υλιστική αντίληψη. Το αντίθετο: δηλώνεται καθαρά ότι στο «πνεύμα» (αν και πρόκειται βεβαίως για μια λέξη που επίσης δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται) αποδίδεται μία υπεροχή. Προφανώς, η ανάλυση του Dasein σκοπεύει να μας προσφέρει τη διαύγεια, στην οποία μέχρι τώρα καμία «διδασκαλία περί ψυχής» δεν κατάφερε να φτάσει.

Τι απομένει από τον άνθρωπο, όταν παραμερίζονται το σώμα και η ψυχή; Το ότι μπορεί ακόμη να γραφεί ένα ολόκληρο εκτενές βιβλίο για αυτόν, ίσως αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για τον διαχωρισμό της ουσίας και του Dasein στον άνθρωπο. Το γεγονός ότι ο Χάιντεγκερ, αν και αρνείται αυτόν τον διαχωρισμό, εντούτοις δεν μπορεί να τον αποφύγει, φαίνεται από το ότι μιλά διαρκώς για το «Είναι του Dasein»· κάτι που δεν θα είχε κανένα νόημα, αν με τον όρο Dasein εννοούνταν απλώς η ανθρώπινη ύπαρξη. Κατά καιρούς γίνεται επίσης λόγος για κάτι που ανήκει «ουσιωδώς» στο Dasein. Και όταν στο «Είναι-μέσα-στον-κόσμο», το οποίο αναδεικνύεται ως χαρακτηριστικό του Dasein, το «ποιος» διαχωρίζεται όχι μόνο από τον «κόσμο», αλλά και από το «είναι-μέσα», τότε αυτό εκφράζει το ότι το όνομα Dasein χρησιμοποιείται για διάφορα πράγματα, τα οποία αν και συνδέονται εσωτερικά και το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο, εντούτοις δεν είναι ταυτόσημα. Έτσι, μπορούμε να πούμε: το Dasein στον Χάιντεγκερ άλλοτε δηλώνει τον άνθρωπο (και τότε αντιστοιχεί συχνά στο «ποιος» ή το «εαυτός»), άλλοτε πάλι δηλώνει την ανθρώπινη ύπαρξη (σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως αναδύεται η έκφραση «Είναι του Dasein»). Αυτό το Είναι, στη διαφορά του από άλλους τρόπους του Είναι, αποκαλείται «ύπαρξη». Εάν αναλογιστούμε τη μορφική δομή του υπάρχοντος, όπως αποκαλύφθηκε στις έρευνές μας — «Κάτι που είναι» —, τότε στο «Κάτι» αντιστοιχεί το «ποιος» ή το «εαυτός», το «τι» παραμερίζεται μαζί με το σώμα και την ψυχή, και το «Είναι» βρίσκει την έκφρασή του στην ύπαρξη. Κατά τόπους η ανάλυση ασχολείται με τον εαυτό, αλλά κυρίως είναι αφιερωμένη στο Είναι.

2. Είναι η ανάλυση του Dasein πιστή;

Πουθενά δεν διατυπώνεται ρητά, αλλά μπορεί εύλογα να θεωρηθεί αυτονόητο, ότι η ανάλυση του Dasein που επιχειρείται στο έργο δεν διεκδικεί την πληρότητα. Οι θεμελιώδεις προσδιορισμοί της ανθρώπινης ύπαρξης —όπως η διάθεση (Befindlichkeit), η ερριμενότητα (Geworfenheit) και η κατανόηση (Verstehen)— πρέπει αναγκαστικά να παραμείνουν σε ένα επίπεδο ακαθόριστης γενικότητας, καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη την ιδιομορφία της σωματικο-ψυχικής υπάρξεως.

Σχόλιο:Ο Heidegger επιλέγει συνειδητά αυτήν την αφαίρεση για να μην περιορίσει την ανάλυση του Dasein σε ανθρωπολογικές ή ψυχολογικές κατηγορίες.
(Βλ. Heidegger, Sein und Zeit, §9)

Η «διάθεση» (Befindlichkeit) μού φαίνεται ιδιαίτερα σημαντική για να διερευνήσουμε τί είναι το σωματικό και τί το ψυχικό είναι και πώς αλληλοσχετίζονται. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να κατανοηθεί πλήρως αν δεν εξετασθεί στην ανάπτυξή της ως σωματική και ψυχική ύπαρξη.

Παρά την ατελή της φύση, αυτή η ανάλυση παρέχει γνήσιες αποκαλύψεις σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ανάδειξη της βασικής συνθήκης που προαναφέρθηκε, όπως και η διαφοροποίηση της στον καθημερινό και τον αυθεντικό τρόπο ύπαρξης, μπορεί δικαίως να χαρακτηριστεί αριστοτεχνική.

Υποσημείωση: Ο 
Gadamer αναγνωρίζει εδώ τη "δύναμη της φαινομενολογικής περιγραφής", που υπερβαίνει την απλή θεωρητική κατασκευή και οδηγεί σε βαθύτερη αυτοκατανόηση του ανθρώπου.

Σε αυτήν, πιθανότατα, οφείλεται και η ισχυρή και διαρκής επίδραση του βιβλίου. Ωστόσο, αξιοποιήθηκε πλήρως αυτή η θεμελιώδης κατάσταση για την όσο το δυνατόν πληρέστερη αποσαφήνιση της ανθρώπινης ύπαρξης; Δεν σταματά η έρευνα, σε ορισμένα σημεία, με έκπληξη μπροστά σε παραπομπές που σχεδόν επιτακτικά απαιτούν να ακολουθηθούν;

Η ανθρώπινη ύπαρξη περιγράφεται ως «ριγμένη» (geworfen). Εκφράζεται έτσι εξαιρετικά το γεγονός ότι ο άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του μέσα στην ύπαρξη χωρίς να γνωρίζει πώς βρέθηκε εκεί· ότι δεν προέρχεται από τον ίδιο και δεν μπορεί να αντλήσει από το ίδιο του το Είναι καμία αποκάλυψη για την προέλευσή του.

Σχόλιο:
Ο Tugendhat τονίζει ότι η Geworfenheit δεν πρέπει να παρεξηγείται ως μηχανιστική ή ντετερμινιστική κατάσταση αλλά ως υπαρξιακή περιγραφή της "εγκατάστασης" στο Είναι.

Ωστόσο, το ερώτημα για το «από πού» (Woher) της ύπαρξης δεν εξαλείφεται με αυτό. Όσο κι αν προσπαθεί κανείς βίαια να το παρακάμψει ή να το χαρακτηρίσει ως άνευ νοήματος, η ιδιομορφία της ανθρώπινης ύπαρξης το αναδεικνύει αδιάκοπα και απαιτεί απάντηση: αναζητεί ένα Είναι που να θεμελιώνει την ύπαρξη αυτή, να είναι το βάθος και το έρεισμά της — ένα Είναι που να είναι ο "ρίπτων" του ριγμένου (des »Geworfene« werfend). Με τον τρόπο αυτό, η Geworfenheit αποκαλύπτεται ως δημιουργικότητα (Geschöpflichkeit).

Η περιγραφή της καθημερινής ύπαρξης, του εν-τω-κόσμω-είναι (In-der-Welt-sein), της μεριμνώδους σχέσης με τα πράγματα, της συνύπαρξης με τους άλλους, είναι ιδιαίτερα διαυγής.

Μπορούμε επίσης άφοβα να συμφωνήσουμε ότι η ανθρώπινη ζωή είναι «πρώτιστα και ως επί το πλείστον» συμβίωση με τους άλλους και μέσα σε κληρονομημένες μορφές, προτού αναδυθεί η προσωπική και αυθεντική ύπαρξη — σκέψη που είχε ήδη επισημάνει έντονα ο Max Scheler.

Αλλά άραγε, διευκρινίζονται επαρκώς οι λόγοι της ύπαρξης αυτής της κατάστασης μέσω της διάκρισης ανάμεσα στο «ο-καθένας-είναι-ο-εαυτός» (Man-selbst) και τον «αυθεντικό εαυτό» (eigentliches Selbst), και με την ονομασία και των δύο ως «υπαρξιακοί τρόποι» ή «μορφές ύπαρξης» (Existenzform);

Το νόημα του «υπαρξιακού» (Existenzial) εξηγείται επανειλημμένα: είναι ό,τι ανήκει στην ίδια την ύπαρξη ως τέτοια. Και η ύπαρξη (Existenz) πρέπει να νοηθεί ως το Είναι εκείνου του υπάρχοντος, για το οποίο το ίδιο του το Είναι αποτελεί ζήτημα, δηλαδή το ανθρώπινο Είναι στην ιδιομορφία του έναντι άλλων τρόπων υπάρξεως.

Αντιθέτως, ο όρος «μορφή» (Form) παραμένει ασαφής. Και γνωρίζουμε από την έρευνα αυτού του έργου πόσο αναγκαίο είναι να αποσαφηνιστεί. Έτσι, δεν μπορούμε να αντλήσουμε από τον όρο «μορφή ύπαρξης» επαρκείς πληροφορίες για το νόημα και τη σχέση ανάμεσα στα δύο «εγώ» (Selbst).

Είναι προφανές ότι η ύπαρξη προϋποθέτει ένα «ποιός» ή «εγώ» (Wer oder Selbst). Αλλά τι διακρίνει αυτό το υπαρξιακό στοιχείο έναντι άλλων, όπως το «είναι-μέσα-στον-κόσμο» ή η «κατανόηση»;

Και επιπλέον: σε ποια οντολογική σχέση βρίσκονται μεταξύ τους το Man-selbst και το eigentliches Selbst; Δεν είναι άραγε σαφές ότι στη συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης το «εγώ» κατέχει μια απολύτως διακεκριμένη θέση, την οποία δεν μοιράζεται με κανένα άλλο υπαρξιακό στοιχείο;

Μήπως ο Heidegger καθιστά εξαρχής αδύνατη την απαραίτητη αποσαφήνιση αυτής της εξέχουσας θέσης, αποφεύγοντας να μιλήσει για «εγώ» (Ich) ή για «πρόσωπο» (Person), αντί να εξετάσει τις πιθανές σημασίες αυτών των λέξεων;

Με βάση την προηγουμένως διαμορφωμένη αποσαφήνιση του νοήματος, μπορούμε ίσως να τολμήσουμε την εξής υπόθεση: αυτό που ο Heidegger επιχειρεί να αποδώσει με τον όρο «εαυτός» (Selbst) δεν είναι άλλο από την προσωπικότητα του ανθρώπου (Personsein).

Και η ιδιαιτερότητα της προσωπικότητας, σε σύγκριση με όλα τα άλλα που ανήκουν στην ύπαρξη του ανθρώπου, είναι ότι η προσωπικότητα αποτελεί τον φορέα όλων των άλλων υπαρξιακών στοιχείων.

Μπορούν το «αυθεντικό Εαυτό» (eigentliches Selbst) και το «Καθένας» (Man) να θεωρηθούν και οι δύο πλήρως ως πρόσωπο; Μου φαίνεται ότι θα ήταν υπερβολικό να αποδώσουμε αυτή την τιμή στο «Καθένας», αν θέλαμε να του αναγνωρίσουμε την πλήρη έννοια του προσώπου. Για να κατανοήσουμε βαθύτερα το ζήτημα, πρέπει να παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά τι ακριβώς σημαίνει το «Καθένας».

Στην καθημερινή γλώσσα, το «Καθένας» χρησιμοποιείται συχνά με τον τρόπο που το χρησιμοποίησα μόλις: «Ο Καθένας θα έπαιρνε στα σοβαρά το λόγο…». Θα μπορούσε να λεχθεί και αλλιώς: «Όποιος ήθελε, θα το έπαιρνε…». Πρόκειται για δήλωση γενικής αοριστίας και υποθετικού χαρακτήρα: για να «πάρει κανείς κάτι στα σοβαρά» ως προσωπική συμπεριφορά, απαιτείται ένα προσωπικό υποκείμενο· όμως δεν πρόκειται για δήλωση πραγματικότητας και δεν αποδίδεται σε καμία συγκεκριμένη προσωπικότητα. Η δήλωση «Ο Καθένας χρησιμοποιεί συνήθως τη λέξη με αυτήν την έννοια» αναφέρεται σε μια πραγματικότητα που θεωρείται δεδομένη. Εδώ πάλι έχουμε να κάνουμε με προσωπική συμπεριφορά: με μια σειρά από εμπειρικά καθορισμένα και αναμενόμενα μελλοντικά περιστατικά και έναν αόριστο κύκλο ανθρώπων που περιλαμβάνεται σε αυτή την εμπειρία, και αυτή η εμπειρία επιτρέπεται να διατυπωθεί με την πεποίθηση μιας κοινής αλήθειας.

Όχι σπάνια, ο ομιλητής χρησιμοποιεί το «Καθένας» και για τον εαυτό του και για τον αποδέκτη της ομιλίας. Για παράδειγμα: «Θα μπορούσε ο Καθένας να κάνει μια βόλτα την Κυριακή;» Εδώ ίσως υπάρχει μια επιφυλακτικότητα στο να χρησιμοποιηθεί το «εμείς», που είναι πραγματικά αυτό που εννοείται, δίνοντας έτσι μια έκφραση σε μια κοινότητα που δεν έχει αναγνωριστεί πλήρως ή είναι κρυμμένη· ίσως υπάρχει επίσης μια ντροπή στο να αποκαλυφθεί το συναίσθημα του ομιλητή ότι αυτός προχωράει πέρα από αυτό που του επιτρέπεται ή του αναγνωρίζεται.

Αυτή η παρατήρηση μας οδηγεί σε κάτι που φαίνεται να είναι κεντρικό στο «Καθένας» του Heidegger. Ο ομιλητής κατανοεί τον εαυτό του ως ενταγμένο σε έναν γενικό κανόνα ή τουλάχιστον σε μια κατευθυντήρια αρχή. Διαθέτει μια ιδέα για το τι «επιτρέπεται» ή «δεν επιτρέπεται». Και έτσι το «Καθένας» παίρνει μια γενική σημασία: αναφέρεται σε έναν αόριστο κύκλο ανθρώπων με τους οποίους ο ομιλητής αισθάνεται συνδεδεμένος.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι το «Καθένας» σημαίνει:

μια συγκεκριμένη ομάδα ή έναν αόριστο κύκλο ατόμων, και στην πιο ακραία περίπτωση, όλους τους ανθρώπους, για τους οποίους ισχύει κάτι ως γενικό δεδομένο ή οι οποίοι υπόκεινται σε έναν γενικό κανόνα συμπεριφοράς·

το άτομο, στο μέτρο που αυτό βρίσκεται κάτω από έναν γενικό κανόνα ή συνειδητοποιεί τον εαυτό του ως μέρος αυτού.

Από αυτή την άποψη, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί το άτομο καταφεύγει στο «Καθένας» και αποφεύγει να αναλάβει την ευθύνη για τον εαυτό του; Ας πάρουμε παραδείγματα όπως αυτά που δίνονται από τον ίδιο τον Heidegger: Το «Καθένας» καθορίζει τι «πρέπει» να έχει διαβάσει κάποιος. Εδώ υπάρχει διπλός ρόλος: για αυτόν που καθορίζει και για εκείνον που υπόκειται στον καθορισμό. Αυτοί που «πρέπει» να έχουν διαβάσει το ένα ή το άλλο βιβλίο ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη μέσα σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο: οι «άγριοι» λαοί δεν χρειάζονται αυτό· οι αγρότες μας, όσο παραμένουν στον παραδοσιακό τους τρόπο ζωής και δεν επιθυμούν να ενταχθούν στην αστική κουλτούρα, δεν το χρειάζονται επίσης· όμως ο «καλλιεργημένος Ευρωπαίος» πρέπει να το κάνει. Υπάρχουν βεβαίως και διάφορες βαθμίδες σε αυτό: το ένα απαιτείται από τον καθηγητή, το άλλο από τον φοιτητή ή από την «κυρία της κοινωνίας», ενώ άλλο είναι περιορισμένο σε έναν ειδικό κύκλο.

Ποιος καθορίζει τι πρέπει να διαβαστεί; Είναι επίσης μέλη της ίδιας κοινωνικής τάξης, αλλά σίγουρα όχι όλοι που θεωρούν την απαίτηση αυτή υποχρεωτική για τον εαυτό τους, μόνο μια μικρή ομάδα «καθοδηγητών». Εδώ έχουμε μια κατάσταση παρόμοια με αυτή ενός κράτους: υπάρχει μια «εξουσία» και «υπήκοοι»· το μόνο που διαφέρει είναι ότι αυτή η διάκριση δεν καθορίζεται νομικά και γενικά δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια ποιος ανήκει σε ποια ομάδα.

Σε κάθε περίπτωση, και στους δύο αυτούς τομείς, το «Καθένας» δεν είναι κάτι που υπάρχει πέρα και έξω από τους μεμονωμένους ανθρώπους, ούτε είναι ένα αυθεντικό Εαυτό· αναφέρεται σε μια «κοινότητα» (στον ευρύ όρο της λέξης, όπως αυτή περιλαμβάνει οποιαδήποτε κοινωνική δομή που αναδύεται από τις ενέργειες των ατόμων ως ένα σύνολο) και τα μέλη της ως τέτοια. Οι «καθοδηγητές» ανήκουν στην ευρύτερη κοινότητα, αλλά συγχρόνως δημιουργούν μια στενότερη εντός αυτής.

Συνεχίζεται

ΧΩΡΙΣ ΠΑΤΕΡΑ. ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ Ή ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, ΕΝΑΣ ΥΠΟΤΙΜΗΜΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ. ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ. Ο ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΘΑ ΣΩΣΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ PUER ETERNUS ΚΑΤΑΛΗΓΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ.
ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ ΣΕ ΟΠΟΙΟΝ ΕΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΝΔΡΙΚΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΔΗΛΩΣΕΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΥΙΟ. ΟΛΗ Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. ΤΑ ΜΑΜΟΘΡΕΦΤΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΕΡΥΘΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ. ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΟΜΩΣ ΣΤ'ΑΛΗΘΕΙΑ ΟΤΙ Ο ΕΩΣΦΟΡΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΒΑΛΕΙ ΤΗΝ ΟΥΡΑ ΤΟΥ;

 


"Λάζαρε δεύρο έξω"

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία. 

Θεοφάνης Κεραμεύς_

Και με την ισχυρή φωνή χαρίζει ζωή στον νεκρό, για να γίνει γνωστό ότι, όπως ακριβώς ο Πατέρας, έτσι και ο Υιός, σ’ όποιον θέλει δίνει ζωή. Αυτή η φωνή θα ακουστεί σαν σάλπιγγα κατά την τελευταία ημέρα και θα αναστηθούν οι νεκροί. Ίσως πάλι ο Χριστός να κραύγασε με δυνατή φωνή, θέλοντας να επισημάνει πως ο λόγος Του είναι δραστήριος και μέγας και ισχυρός. Διότι ήταν τόσο μεγάλη η δύναμη της φωνής ώστε αφανίστηκε η δύναμη του άδη, και γρήγορα η ψυχή εμφανίστηκε μέσα από τους νεκρούς, το δε σώμα που ήδη είχε διαλυθεί, με το να είναι δεμένος στα χέρια και τα πόδια και σκεπασμένος στο πρόσωπο με κάλυμμα, και όντας έτσι να βαδίζει τρέχοντας, ήταν θαύμα όχι μικρότερο της αναστάσεως. Προστίθεται στο γεγονός και άλλο παραδοξότερο. Επειδή υπήρχε συνήθεια στους Ιουδαίους με σμύρνη και αλόη να ενταφιάζουν, για να διατηρούνται τα σώματα των νεκρών, και αυτά είναι κολλητικά και δυσκολοαπόσπαστα, πρέπει κανείς να σκεφτεί πόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του λόγου η οποία αυτά τα ξεχώρισε εύκολα από το σώμα. Και γι’ αυτό βέβαια είπε σ’ εκείνους ο Χριστός να λύσουν τον αναστημένο με τα λόγια: «Λύστε τον και αφήστε τον να περπατήσει» (Ιωάν. ια΄ 44), ώστε αν κάποιοι απιστούσαν να βεβαιωθούν με όλες τους τις αισθήσεις. Με τη φωνή τους και δείχνοντας τον τάφο έλεγαν «έλα να δεις», και με τα μάτια, αναγνωρίζοντας τον νεκρό και βλέποντας την ανάσταση, με την ακοή ακούγοντας τη μεγάλη και δυνατή φωνή του Χριστού: «Λάζαρε βγες έξω», και αισθανόμενοι με την όσφρηση τη δυσοσμία, όταν σηκώθηκε ο λίθος, και με την αφή λύνοντας του δεμένου τα χέρια και τα πόδια και το κάλυμμα που σκέπαζε το πρόσωπο. Η δυνατή, λοιπόν, εκείνη φωνή του Χριστού σήμαινε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, με το οποίο η ανθρώπινη φύση, που ήταν δεμένη χειροπόδαρα με τα σχοινιά της αμαρτίας, και ήταν νεκρή στην σορό της απιστίας, ήλθε προς της αληθινή ζωή, καθώς της αφαιρέθηκε το κάλυμμα από τα μάτια, δηλαδή από το πυκνό νέφος που σκοτείνιαζε το φως της ψυχής, και αφού από αυτά λύθηκε από τους αποστόλους και διδασκάλους αφέθηκε να πορεύεται προς τη μακάρια ζωή. Και είναι βέβαια καλό, και να οδηγηθεί η ιστορία και προς πιο ηθική έννοια, έστω κι αν ο λόγος γίνεται μακρύτερος.
Ο Λάζαρος, λοιπόν, είναι ο νους μας, που είναι φίλος του Χριστού, γιατί βέβαια δημιουργήθηκε σύμφωνα με την εικόνα Εκείνου. Η Μάρθα πάλι, που το όνομά της μεταφράζεται «κοπιώσα» σημαίνει τη σάρκα. Η Μαρία, που σημαίνει «κυρία», είναι σύμβολο της ψυχής. Διότι αυτή είναι η κυρία του σώματος. Αυτές πρέπει να θρηνούν, όταν ο νους γλιστρήσει στον θάνατο της αμαρτίας παίρνοντας μαζί του ως Ιουδαίους, για να θρηνούν, την εξομολόγηση των αμαρτημάτων. Διότι αυτό σημαίνει το όνομα του Ιουδαίου. Κλαίγοντας, λοιπόν, οπωσδήποτε θα εμφανιστεί ο Κύριος και με το Ευαγγέλιο θα φωνάξει και θα σηκώσει την πώρωση και θα καλέσει έξω από την πτώση τον νεκρό που δεν ενεργεί και εφαρμόζει τις τέσσερις αρετές που φωτίζουν, ώστε αφού πετάξει μακριά την αμαρτία που βράζει, κι αφού λυθεί από τους Αγγέλους και τους Ιερείς, να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον Σωτήρα, και να μυηθεί στη γνώση της Αγίας Τριάδας και να τρέχει συνεχώς με πόθο προς Εκείνην.


* * *
Ιερός Χρυσόστομος«Λάζαρε, έλα έξω». Άκουσε τη δεσποτική προσταγή ο νεκρός και αμέσως κατέλυσε τους νόμους του θανάτου. Ντραπείτε, αιρετικοί, και χαθείτε από το πρόσωπο της γης. Καθόσον ο λόγος απέδειξε ότι η προσευχή έγινε όχι για την ανάσταση του νεκρού, αλλά για την πνευματική αδυναμία των τότε παραβρεθέντων εκεί απίστων. «Λάζαρε, έλα έξω». Και γιατί κάλεσε τον νεκρό με το όνομά του; Γιατί; Για να μην απευθυνθεί η φωνή του ελεύθερα προς όλους τους νεκρούς και να τους αναστήσει από τους τάφους, γι΄αυτό λέει: «Λάζαρε, έλα έξω». Εσένα μόνο προς το παρόν ανακαλώ από το πλήθος των νεκρών, ώστε με το επιμέρους να δείξω τη δύναμή μου και για τα μελλοντικά· διότι εγώ που ανέστησα ένα νεκρό, εγώ θα αναστήσω και την οικουμένη· διότι Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύναμη να ανασταίνω, διότι είμαι η πηγή της ζωής . Και αφού τα είπε αυτά, δείχνοντας την κυριαρχική εξουσία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνατο, κραύγασε: ‘’Λάζαρε, βγες έξω’’» [Ιω. 11, 43].
Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν . Και ο νεκρός βγήκε από το μνημείο με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με επιδέσμους, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο και σκεπασμένο με ένα πλατύ ύφασμα. Τότε είπε ο Ιησούς σε εκείνους που παρευρίσκονταν εκεί: ‘’Λύστε τον και αφήστε τον μόνο και χωρίς βοηθό να πάει στο σπίτι του’’)» [Ιω. 11, 44]. Πω πω, παράδοξα πράγματα. Εκείνος που έλυσε την ψυχή από τα δεσμά του θανάτου, Εκείνος που γκρέμισε τις πύλες του άδη, Εκείνος που συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και τους σιδερένιους μοχλούς και ελευθέρωσε την ψυχή από τα δεσμά του θανάτου, Αυτός δεν μπορούσε να λύσει τις λευκές ταινίες του νεκρού; Ναι, μπορούσε, αλλά προστάζει τους Ιουδαίους να λύσουν τις λευκές ταινίες, τις οποίες οι ίδιοι έσφιξαν πιο μπροστά όταν τον ενταφίαζαν, ώστε να αναγνωρίσουν τα σημάδια των δεσμών που έθεσαν οι ίδιοι και να γνωρίσουν από τα ίδια τα πράγματα που έκαναν οι ίδιοι, ότι ο Λάζαρος είναι αυτός που ενταφιάστηκε από αυτούς, και ο Χριστός είναι Αυτός που ήρθε στον κόσμο με τη συγκατάθεση και ευαρέσκεια του Πατέρα Του και που έχει εξουσία επί της ζωής και του θανάτου.

Κυριακή Των Βαΐων (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

(Ευαγγέλιο: Ιωάν. ιβ’ 1-18).

Ποιος μπορεί να φέρει χαρά σ’ ένα σπίτι; Ο καλοδεχούμενος επισκέπτης.
Ποιος μπορεί να φέρει ακόμα μεγαλύτερη χαρά σ’ ένα σπίτι; ένας φίλος του σπιτιού.
Ποιος προκαλεί τη μέγιστη χαρά σ’ ένα σπίτι; ο οικοδεσπότης, όταν γυρίζει στο σπίτι μετά από μακρόχρονη απουσία.
Ευτυχισμένα και καλότυχα τα χέρια που υποδέχτηκαν τον Κύριο ως καλοδεχούμενο επισκέπτη!
Ευτυχισμένα και καλότυχα τα χείλη που τον χαιρέτισαν ως φίλο!
Ευτυχισμένες και καλότυχες οι ψυχές που τον σεβάστηκαν και τον υποδέχτηκαν ως οικοδεσπότη, μ’ ένα τραγούδι υποδοχής!
Υπάρχουν όμως και μερικοί που δεν τον αναγνώρισαν, δεν τον υποδέχτηκαν ως φιλοξενούμενο, ως φίλο ή οικοδεσπότη. Πήραν πέτρες στα χέρια τους για να τις ρίξουν καταπάνω Του˙ με τις θνητές ψυχές τους μηχανεύτηκαν το σωματικό θάνατό Του.
Η θεϊκή φύση του Χριστού ήταν τέτοια ώστε, όπου εμφανιζόταν – ως Θεός με ανθρώπινη σάρκα – οι άνθρωποι χωρίζονταν. Μερικοί στέκονταν δεξιά και άλλοι αριστερά Του, όπως θα χωριστούν και όταν θα εμφανιστεί την έσχατη μέρα της ιστορίας του κόσμου. Αλλά κι ως σήμερα, όταν η συζήτηση σε κοσμικούς κύκλους γυρίζει στον Κύριο Ιησού, οι άνθρωποι χωρίζονται δεξιά κι αριστερά. Φανταστείτε πόσο πιο αυστηρά οριοθετημένος θα ήταν ο χωρισμός αυτός τις μέρες της ένσαρκης παρουσίας Του στη γη!
Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει δύο περιστατικά, που αποδείχνουν ακριβώς αυτόν τον αυστηρά οριοθετημένο χωρισμό ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάλογα με τη διάθεσή τους προς τον Κύριο. Στο πρώτο, στο δείπνο στη Βηθανία, όσοι παρευρίσκονταν εκεί χωρίστηκαν επίσης στα δύο: από τη μια ήταν οι απόστολοι, ο Λάζαρος που είχε αναστηθεί και οι αδερφές του Μάρθα και Μαρία, που φιλοξενούσαν τον Κύριο. Από την άλλη ήταν ο προδότης Ιούδας, που διαμαρτυρήθηκε επειδή η Μαρία άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου.
Στο δεύτερο περιστατικό ήταν από τη μια μεριά οι άνθρωποι που υποδέχτηκαν θριαμβευτικά τον Κύριο κατά την είσοδό Του στην Ιερουσαλήμ κι από την άλλη οι φαρισαίοι, οι γραμματείς κι οι αρχιερείς, που συνωμοτούσαν μεταξύ τους να σκοτώσουν όχι μόνο το Χριστό, αλλά και το φίλο Του Λάζαρο.

«Ουν Ιησούς προ εξ ημερών του πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ην Λάζαρος ο τεθνηκώς, ον ήγειρεν εκ νεκρών». (Ιωάν. ιβ’ 1). Έξι μέρες πριν από το Πάσχα ο Ιησούς ήρθε στη Βηθανία, εκεί που ζούσε ο Λάζαρος που είχε πεθάνει αλλά ο Χριστός τον ανάστησε. Πού βρισκόταν πριν ο Κύριος; Από το Ευαγγελικό ανάγνωσμα που προηγείται από το σημερινό ευαγγέλιο, βλέπουμε πως ο Κύριος, αμέσως μετά την ανάσταση του Λαζάρου αποσύρθηκε στην έρημο, σε μια πόλη που ονομαζόταν Εφραίμ. Αποσύρθηκε για να μη τον συλλάβουν και τον σκοτώσουν οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων, επειδή η ανάσταση του Λαζάρου είχε ξεσηκώσει την οργή τους περισσότερο από κάθε άλλο θαύμα που έκανε ο Κύριος.

Είναι φανερό πως ο Λάζαρος ήταν ένας πολύ γνωστός κι επιφανής άνθρωπος. Αυτό προκύπτει από τους πολλούς επισκέπτες που είχε στο σπίτι του, τόσο όταν πέθανε όσο κι όταν αναστήθηκε. «Πολλοί εκ των Ιουδαίων εληλύθεισαν προς τας περί Μάρθαν και Μαρίαν ίνα παραμυθήσονται αυτάς περί του αδελφού αυτών» (Ιωάν. ια’ 19). Και μετά την ανάσταση του Λαζάρου, πολλοί Ιουδαίοι πήγαν ειδικά γι’ αυτό το λόγο, για να δουν δηλαδή το θαύμα που έκανε ο Κύριος δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα Του, ο Κύριος αποσύρθηκε μακριά από την Ιερουσαλήμ και κρύφτηκε από τους κακεντρεχείς εχθρούς Του. Κι αυτό το έκανε για χάρη μας. Πρώτο, ώστε ο θάνατός Του να μη γίνει κρυφά, αλλά μπροστά σε εκατοντάδες και χιλιάδες μάρτυρες, που θα μαζεύονταν στην Ιερουσαλήμ για να γιορτάσουν το Πάσχα. Για να διαπιστώσει όλος ο κόσμος πως πραγματικά πέθανε κι επομένως η Ανάστασή Του μετά ήταν ένα ολοφάνερο και αδιαμφισβήτητο θαύμα. Δεύτερο, για να μας διδάξει την απόλυτη υποταγή στο θέλημα του Θεού, πως δεν πρέπει να βιαστούμε να πεθάνουμε για τον άλφα ή το βήτα λόγο, όπως εμείς αποφασίζουμε, αλλά να κάνουμε το θέλημα του Θεού και να ‘μαστε έτοιμοι να υποφέρουμε τη στιγμή που το θεϊκό θέλημα θ’ αποφασίσει και θα μας αποκαλύψει. Αν δοθούμε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, ούτε μια τρίχα του κεφαλιού μας δε θα πειραχτεί (πρβλ. Λουκ. κα’ 18). Όλα θα μας συμβούν στον καιρό τους, όχι νωρίτερα ή αργότερα. Αν είμαστε άξιοι να λάβουμε μαρτυρικό θάνατο για το Χριστό και την ίδια στιγμή είμαστε απόλυτα υποταγμένοι στο θέλημα του Θεού, επιζητώντας τη δόξα του Θεού κι όχι τη δική μας, τότε ο μαρτυρικός θάνατός μας θα έρθει στον καιρό του και με τρόπο που θα ωφελήσει τόσο εμάς όσο και τους γνωστούς μας.

Δεν πρέπει επομένως να σκεφτόμαστε πως ο Κύριος Ιησούς απόφευγε το θάνατο, με το να κρύβεται από τους εχθρούς Του. Δεν δραπέτευε, αλλά καθυστερούσε το θάνατό Του ώσπου να ‘ρθει η ώρα που είχε ορίσει ο Πατέρας Του, η ώρα που ο θάνατός Του θα ωφελούσε περισσότερο τον κόσμο. Το ότι ο Κύριος δε φοβόταν το πάθος και το θάνατο είναι ολοφάνερο από το περιεχόμενο του ευαγγελίου. Κάποτε που μιλούσε στους μαθητές Του για το πάθος και το θάνατό Του κι ο Πέτρος είπε πως αυτό δε θα γινόταν ποτέ, ο Κύριος επιτίμησε τον Πέτρο με τα σκληρότερα λόγια: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά˙ ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων» (Μάρκ. η’. 33).

Έξι μέρες πριν από το Πάσχα ο Κύριος γύρισε στη Βηθανία όπου ζούσε ο φίλος Του Λάζαρος, αυτός που ο ίδιος είχε νεκραναστήσει. Εκεί τον περίμενε ένα δείπνο. «Εποίησαν ούν αυτώ δείπνον εκεί και η Μάρθα διηκόνει˙ ο δε Λάζαρος εις ην των ανακειμένων συν αυτώ» (Ιωάν. ιβ’ 2). Εκεί, στη Βηθανία, του ετοίμασαν δείπνο και η Μάρθα ήταν καταπιασμένη με την ετοιμασία. Ένας από εκείνους που κάθονταν κοντά Του ήταν κι ο Λάζαρος. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αναφέρει σε ποιο σπίτι του παρέθεσαν το γεύμα. Από μια πρώτη ματιά φαίνεται πως ήταν στο σπίτι του Λάζαρου. Σύμφωνα όμως με το Ματθαίο (κστ’ 6) και το Μάρκο (ιδ’ 3), που αναφέρουν επίσης το γεγονός, φαίνεται καθαρά πως ήταν στο σπίτι του Σίμωνα του Λεπρού. Διαφορετικά θά ‘βγαζε κανείς το συμπέρασμα πως το συγκεκριμένο γεγονός έγινε δυο φορές στη Βηθανία, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα: μια φορά στο σπίτι του Λαζάρου και μια στο σπίτι του Σίμωνα του Λεπρού, κάτι όμως που δε φαίνεται πιθανό. Αναμφισβήτητα ο Σίμων υποδέχθηκε τον Κύριο, επειδή Εκείνος τον είχε θεραπεύσει από τη λέπρα. Διαφορετικά θα ήταν απερίσκεπτο να το κάνει, όταν λάβει κανείς υπόψη πως ο Μωσαϊκός νόμος απαγορεύει αυστηρά την ετοιμασία φαγητού και την υποδοχή καλεσμένων, αφού μαζί του δεν επιτρεπόταν να έχουν επαφή ούτε κι οι στενότεροι συγγενείς του.

Ο δε Λάζαρος εις ην των ανακειμένων συν αυτώ. Ο ευαγγελιστής το επισημαίνει με έμφαση αυτό, για να καταδείξει την ανάσταση του Λαζάρου. Ο νεκρός άνθρωπος που αναστήθηκε ζούσε κανονικά όπως όλοι οι άνθρωποι. Κυκλοφορούσε, επισκεπτόταν τους άλλους, έτρωγε κι έπινε. Δεν ήταν κάποια άυλη σκιά που από κάποια παραίσθηση εμφανίστηκε στους ανθρώπους κι ύστερα εξαφανίστηκε. Ήταν ένας ζωντανός, υγιής και κανονικός άνθρωπος, όπως ήταν και προτού αρρωστήσει και πεθάνει. Ο Κύριος τον ανάστησε, του χάρισε ζωή κι ύστερα αποσύρθηκε για λίγες μέρες από τη Βηθανία στην πόλη Εφραίμ. Ο Λάζαρος παρέμενε ζωντανός όσο κοντά του ήταν ο Χριστός, όπως και μετά. Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως ο Λάζαρος ήταν ζωντανός μόνο όσο βρισκόταν κοντά στο Χριστό.

Προσέξτε τώρα. Όταν ο Κύριος γυρίζει στη Βηθανία, ο Λάζαρος κάθεται μαζί Του στο τραπέζι, είναι καλεσμένος του Σίμωνα, που ήταν γείτονάς του, ίσως και συγγενής του. Τι θαυμάσιο θέαμα! Ο Κύριος κάθεται στο τραπέζι μαζί με δύο ανθρώπους στους οποίους είχε χαρίσει κάτι, που δε θα μπορούσε να τους δώσει η οικογένεια ολόκληρη. Τον ένα είχε νεκραναστήσει και τον άλλο είχε θεραπεύσει από τη λέπρα. Τα σώματα και των δύο είχαν φθαρεί, του ενός στον τάφο και του άλλου από τη λέπρα. Με τη θαυματουργική δύναμή Του ο Κύριος έδωσε στον ένα τη ζωή και στον άλλο την υγεία. Και τώρα, λίγο προτού πάρει το δρόμο για τη σταύρωση, πήγε να τους δει και τους συνάντησε σαν δυο ευγνώμονες φίλους. Αχ και να ξέραμε όλοι μας πως μας σώζει ο Χριστός κάθε μέρα από τη φθορά κι από τη λέπρα αυτής της γης, που προκαλούνται από τα πάθη! Τότε θα τον υποδεχόμασταν διαρκώς μέσα στην καρδιά μας και δε θα τον αφήναμε ποτέ να φύγει από τον οίκο της ψυχής μας.

«Η ουν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξεν ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού˙ η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου» (Ιωάν. ιβ’ 3). Η Μαρία πήρε μια λίτρα πολύτιμο μύρο, φτιαγμένο από το αρωματικό φυτό νάρδος, και άλειψε τα πόδια του Ιησού, κι ύστερα τα σκούπισε με τα μαλλιά του κεφαλιού της. Το σπίτι ολόκληρο γέμισε με το θαυμάσιο άρωμα.

Οι δύο πρώτοι ευαγγελιστές αναφέρουν πως η γυναίκα έριξε το μύρο στο κεφάλι του Χριστού. Ο Μάρκος προσθέτει πως έσπασε το αλαβάστρινο δοχείο και άδειασε το μύρο στο κεφάλι Του (Μάρκ. ιδ’ 3). Τα ακριβότερα μύρα φυλάσσονταν και σε πολύτιμες και καλά σφραγισμένες φιάλες. Η γυναίκα έσπασε τη φιάλη και άδειασε το περιεχόμενο πρώτα στο κεφάλι Του κι ύστερα, σε ένδειξη του μεγάλου σεβασμού της προς τον Κύριο, αλλά και από τη δική της ταπείνωση, στα πόδια Του. Δεν περίμενε ν’ ανοίξει υπομονετικά τη φιάλη αλλά την έσπασε, για ν’ αδειάσει όλο το περιεχόμενο στον Κύριο, να μη μείνει τίποτα. Έτσι, ενώ η Μάρθα διακονούσε στο σπίτι κι ετοίμαζε το τραπέζι, όπως το συνήθιζε, η Μαρία έδειξε με τον τρόπο της το σεβασμό στο θαυματουργό Διδάσκαλο. Η καθεμιά από τις δύο αδερφές έδειξε με τον δικό της τρόπο το σεβασμό της στον Κύριο.

Σε μιαν άλλη περίπτωση, που η Μάρθα διακονούσε πάλι κι η Μαρία καθόταν στα πόδια του Ιησού και άκουγε τη θεϊκή διδασκαλία Του, ο Κύριος εγκωμίασε περισσότερο τη Μαρία από τη Μάρθα. «Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο» (Λουκ. ι’ 42), είπε. Ήθελε έτσι να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στον πνευματικό ζήλο από το σωματικό.

Η Μαρία είχε αγοράσει το πολύτιμο αυτό μύρο και, όπως συνηθιζόταν στην Ανατολή, το έχυσε στο κεφάλι και τα πόδια Εκείνου, που με την υπερφυσική καθαρότητά Του είχε χρίσει και αποπλύνει την ψυχή της. Σχεδόν όλοι έμειναν άφωνοι. Η σιωπή τους αυτή ήταν κάτι σαν εύλογη απάντηση στην πράξη της Μαρίας. Ήταν κι ένας όμως, μόνο ένας, που ούτε σίγησε ούτε επιδοκίμασε την πράξη της. Ο ευαγγελιστής, που παρευρισκόταν κι αυτός στο περιστατικό, περιγράφει τη δυσαρέσκεια του προσώπου αυτού με τα εξής λόγια:

«Λέγει ουν εις εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι˙ διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; Είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, άλλ’ ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν» (Ιωάν. ιβ’ 4- 6). Ο Ιούδας, ένας από τους μαθητές που αργότερα θα τον παρέδιδε στους σταυρωτές Του, είπε τότε: «Γιατί να μην πουλούσαμε το πολύτιμο αυτό μύρο, να παίρναμε τριακόσια δηνάρια και να τα δίναμε στους φτωχούς;». Αυτό όμως δεν το είπε γιατί ενδιαφερόταν για τους φτωχούς, αλλά επειδή ήταν κλέπτης και, καθώς αυτός κρατούσε το κουτί των εισφορών, κράταγε για τον εαυτό του όσα έριχναν μέσα.

Σύμφωνα με τους δύο πρώτους ευαγγελιστές δεν ήταν μόνο ο Ιούδας που έφερε αντίρρηση, αλλά και οι άλλοι μαθητές, όπως λέει ο Ματθαίος ή και άλλοι από τους παρευρισκόμενους, όπως λέει ο Μάρκος. Οι περισσότεροί τους αντέδρασαν είτε μυστικά στην ψυχή τους, είτε μουρμουρίζοντας μεσ’ από τα δόντια τους. Αυτό φαίνεται από την απάντηση που έδωσε ο Χριστός, όπως αναφέρεται στο σημερινό ευαγγέλιο: «Άφες αυτήν… τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε» (Ιωάν. ιβ’ 7-8). Ο Χριστός χρησιμοποίησε πληθυντικό. Όσοι κι αν αντέδρασαν όμως, όσο φανερή κι αν ήταν η δυσαρέσκειά τους, φαίνεται πως ο Ιούδας αντέδρασε πιο άγρια, πιο δυνατά κι ήταν ολοφάνερα δυσαρεστημένος. Γιατί ο ευαγγελιστής κατακρίνει μόνο αυτόν, δίνει περισσότερη έμφαση σ’ αυτόν, τον αναφέρει με τ΄ όνομά Του, καθώς και το γεγονός πως αυτός θα τον πρόδιδε; Για να μη τον μπερδέψουν οι αναγνώστες με τον άλλον απόστολο Ιούδα.

Ο Ιούδας διαμαρτυρήθηκε επειδή το πολύτιμο αυτό μύρο χρησιμοποιήθηκε χωρίς λόγο και δεν πουλήθηκε για να δοθούν τα χρήματα στους φτωχούς. Εκτίμησε μάλιστα και την αξία του μύρου: τριακόσια δηνάρια. Αυτό ήταν πραγματικά ένα πολύ μεγάλο ποσό για μια φιάλη μύρο. Αυτό όμως έδειχνε το μέγεθος του σεβασμού της Μαρίας για τον Κύριο Ιησού. Ποιος ξέρει πόσο καιρό θα μάζευε τα χρήματα αυτά, για να τα ξοδέψει όλα μεμιάς, δίνοντας έτσι αιώνια έκταση στη στιγμή αυτή; Ο Ιούδας πληγώθηκε επειδή τα χρήματα αυτά δεν βρήκαν το δρόμο προς το ταμείο του. Ο ευαγγελιστής το λέει ανοιχτά πως ήταν κλέφτης. Ο Κύριος θα γνώριζε πως ο Ιούδας έκλεβε από το ταμείο, όπου φύλαγαν τα χρήματα για τους φτωχούς. Ποτέ όμως δεν κατάγγειλε τον Ιούδα για κλοπή, ίσως επειδή ο ίδιος αδιαφορούσε εντελώς για το χρήμα κει δεν ήθελε να μιλάει γι’ αυτό. Ίσως πάλι επειδή περίμενε την κατάλληλη στιγμή να πει με λίγα λόγια όλα όσα αφορούσαν τον Ιούδα. Τα φοβερά λόγια που είπε ο Χριστός για τον Ιούδα είναι τα εξής: «Ουκ εγώ υμάς τους δώδεκα εξελεξάμην; Και εξ υμών εις διάβολός εστίν» (Ιωάν. στ’. 70). Γιατί να ονομάσει κλέφτη τον Ιούδα, αφού του άξιζε να ονομαστεί διάβολος;

Η απάντηση του Κυρίου στις αντιδράσεις των άλλων ήταν η εξής: «Άφες αυτήν˙ εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό˙ τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε». Πόσο θαυμαστή, πόσο συγκινητική είναι η απάντηση αυτή! Τα ίδια αυτά χείλη που είχαν πει έλεον θέλω και ου θυσίαν, και στον πλούσιο νεανία, πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς, τώρα δικαιολογούν την πράξη της Μαρίας, τη χρήση του πολύτιμου μύρου. Δεν υπάρχει αντίφαση εδώ; Όχι! Καμιά αντίφαση! Γιατί ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος.

Η πράξη της Μαρίας είναι και θυσία και έργο ελεημοσύνης προς τον μεγαλύτερο Φτωχό που περπάτησε ποτέ πάνω στη γη. Δεν είναι εκείνος που ήταν πάντα φτωχός, που οι γονείς κι οι παππούδες του ήταν φτωχοί, αλλά ο βασιλιάς που αυτοτοποθετείται στο επίπεδο των φτωχών, γίνεται αληθινά φτωχός. Τι να πούμε για το Βασιλιά των βασιλιάδων, που κυβερνά τα αθάνατα αγγελικά τάγματα από την πρώτη μέρα της δημιουργίας, ενσαρκώνεται από αγάπη για το ανθρώπινο γένος, γεννιέται σε μια σπηλιά και γίνεται δούλος όλων; Τα βόδια και τα πρόβατα δάνεισαν τη σπηλιά τους στο Νεογέννητο βρέφος. Μετά το θάνατό Του όμως ποιος θα του προσφέρει το κατάλληλο μύρο για την ταφή, που είναι μια συνήθεια και για τους φτωχούς όταν πεθαίνουν; Και τώρα βρέθηκε μία: η Μαρία. Οδηγημένη από το Πνεύμα τηρεί προκαταβολικά τη συνήθεια του μυρώματος του σώματος του Χριστού και κατά κάποιο τρόπο το προετοιμάζει για την ταφή. Γι’ αυτήν το δείπνο αυτό είναι περίεργο. Κατά τη διάρκειά του ενεργεί ένα μυστήριο όχι στο ζωντανό σώμα του Χριστού, αλλά στο νεκρό. Ήταν σα να ήξερε πως ο μεγάλος θαυματουργός, που έφερε τον αδερφό της ξανά στη ζωή και το λεπρό οικοδεσπότη τον έβαλε ανάμεσα στους υγιείς στο τραπέζι του, θά ‘πεφτε σε δυο – τρεις μέρες στα χέρια άδικων ανθρώπων, που θα τον παράδιναν σε επονείδιστο θάνατο. Γι’ αυτό, άφες αυτήν. Άφησέ την να κάνει την προετοιμασία για την ταφή του σώματός μου. Τους φτωχούς θα τους έχετε πάντα μαζί σας και πρέπει ν’ αγωνίζεστε να τηρείτε τις εντολές Μου για να δίνετε ελεημοσύνη. Ό,τι κάνετε στους φτωχούς, είναι σα να το κάνετε σε Μένα. Ό,τι κάνετε σε Μένα, να το κάνετε και στους φτωχούς. Ό,τι κάνετε για Μένα, θα το ανταποδώσω εκατονταπλάσια σε σας και στους φτωχούς σας.

Ο Κύριος είπε ακόμα: «Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον, και ο εποίησεν αύτη λαληθήσεται εις μνημόσυνον αυτής» (Μάρκ. ιδ’ 9). Όπου κι αν κηρυχτεί το ευαγγέλιό μου, σε όλον τον κόσμο, θ’ αναφερθεί κι αυτό που έκανε η γυναίκα αυτή, για να μείνει αλησμόνητη η πράξη της.

Βλέπετε πως ο βασιλιάς Κύριος ανταμείβει βασιλικά την υπηρεσία που του προσφέρουν; Ανταποδίδει στην αγάπη εκατό φορές αγάπη, για τα τριακόσια δηνάρια που τόσο θρήνησε ο Ιούδας, ανταποδίδει στη Μαρία αιώνια ζωή. Για τα τριακόσια δηνάρια που ο Ιούδας θα είχε κρύψει στο σκοτάδι μαζί με το όνομα της Μαρίας, η Μαρία αγόρασε έναν ανεκτίμητο μαργαρίτη: μια σωστική διδασκαλία σε εκατομμύρια εκατομμυρίων χριστιανούς. Μια διδασκαλία για τον τρόπο που ανταμείβει βασιλικά ο Κύριος εκείνους που τον υπηρετούν.

«Έγνω ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί έστι, και ήλθον ου δια τον Ιησούν μόνον, άλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστεον εις τον Ιησούν» (Ιωάν. ιβ’ 9-11). Πολλοί Ιουδαίοι που έμαθαν που βρισκόταν, πήγαν κι αυτοί εκεί όχι μόνον για τον Ιησού, αλλά για να δουν και τον Λάζαρο, που τον είχε νεκραναστήσει. Και οι αρχιερείς σαν το άκουσαν αυτό ήθελαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, γιατί όσοι Ιουδαίοι πήγαιναν και τον έβλεπαν ζωντανό, πίστευαν στον Ιησού.

Έχουμε και εδώ ανθρώπους διαιρεμένους για τη δύναμη του Χριστού. Μερικοί πηγαίνουν για να δουν τον Θαυματουργό και τον Λάζαρο, το θαύμα του θαυματουργού. Άλλοι συνωμοτούν για να σκοτώσουν και τους δύο, όχι μόνο τον Χριστό αλλά και τον Λάζαρο. Γιατί τον Λάζαρο; Για να εξαφανίσουν τη ζωντανή μαρτυρία της θαυματουργικής δύναμης του Χριστού. Γιατί τότε δε συνωμότησαν να σκοτώσουν όλους τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά, στους οποίους ο Χριστός είχε δείξει τη θεϊκή Του δύναμη, όλους τους τυφλούς που είδαν, τους κουφούς που άκουσαν, τους άλαλους που μίλησαν, τους δαιμονισμένους που ελευθερώθηκαν από τα δαιμόνια, τους νεκρούς που ανάστησε, τους λεπρούς που καθάρισε, τους παράλυτους, τους χωλούς και τους τρελούς που θεράπευσε… κι όλους εκείνους που τους έκανε καλά θαυματουργικά; Μάρτυρες της θαυματουργικής δύναμης του Χριστού υπήρχαν σε πόλεις και χωριά σ’ ολόκληρη τη γη του Ισραήλ. Γιατί οι πρεσβύτεροι δεν αποφάσισαν να σκοτώσουν όλους αυτούς κι όχι μόνο το Λάζαρο;

Οπωσδήποτε όχι επειδή οι κακεντρεχείς αυτοί άνθρωποι φοβούνταν να χύσουν αίμα και να εναντιωθούν στον κόσμο, αλλά επειδή τους ήταν αδύνατο αλλά κι επικίνδυνο για τους ίδιους να φέρουν σε πέρας τέτοιο έργο. Ήθελαν πολύ όμως να σκοτώσουν το Λάζαρο, γιατί η ανάστασή του είχε προκαλέσει στους Ιουδαίους μεγαλύτερη ανησυχία απ’ οποιοδήποτε άλλο θαύμα του Χριστού. Αλλ’ υπήρχε κι ένας άλλος λόγος. Πολλοί άνθρωποι συνωστίζονταν για να δουν το Λάζαρο, κι αφού τον έβλεπαν ζωντανό, πίστευαν στον Κύριο Ιησού. Ίσως όμως κι επειδή το Πάσχα ήταν πολύ κοντά και φοβούνταν πως όλοι οι άνθρωποι που συγκεντρώνονταν στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή, θα πήγαιναν στη Βηθανία να δουν το νεκρό άνθρωπο που αναστήθηκε και θα πίστευαν κι αυτοί στο Χριστό.

Έτσι παρατηρήθηκε το περίεργο φαινόμενο: ενώ οι άνθρωποι επιθυμούσαν να σωθούν, οι πνευματικοί ταγοί τους προσπαθούσαν να τους εγκλωβίσουν και να τους εμποδίσουν από το δρόμο της σωτηρίας.Όλες οι προσπάθειες των πονηρών αρχόντων όμως για ν’ αφανίσουν τα έργα του Θεού, ήταν μάταιες. Όση περισσότερη βία ασκούσαν, τόσο περισσότερο αναδεικνύονταν τα έργα αυτά. Αυτό έγινε σαφέστερο αργότερα, στην ιστορία της Εκκλησίας του Χριστού, και κρατά ως σήμερα. Ολόκληρες στρατιές εχθρών της Εκκλησίας την πολέμησαν, από μέσα και απ’ έξω. Όλες οι επιθέσεις τους όμως όχι μόνο δεν ευοδώθηκαν, αλλ’ αντίθετα βοήθησαν την Εκκλησία να εδραιωθεί και ν’ απλωθεί στον κόσμο. Τ’ αδύναμα ανθρώπινα χέρια δεν μπορούν να κατισχύσουν στο Δημιουργό και τα έργα Του. Το θέλημά Του θα γίνει παρά τις δυνάμεις που αντιδρούν από την κόλαση ή από τη γη.
Το γεγονός που ακολουθεί στο σημερινό ευαγγέλιο, δείχνει πόσο πιο ανοιχτοί είναι οι απλοί άνθρωποι στην αλήθεια, απ’ ό,τι είναι οι άρχοντές τους˙ πόσο πιο μεγαλόκαρδοι κι ευγνώμονες είναι. Και το γεγονός αυτό είναι η θριαμβευτική είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα.

«Τη επαύριον όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βάϊα των φοινίκων και εξήλθον εις απάντησιν αυτώ, και έκραζον˙ ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωάν. ιβ’ 12-13). Την επομένη μέρα του δείπνου της Βηθανίας, ο Κύριος ξεκίνησε για τα Ιεροσόλυμα, την πόλη που θανάτωσε τους προφήτες.
Η Ιερουσαλήμ δεν ήταν τόπος όπου κατοικούσαν μόνο οι στενόμυαλοι φαρισαίοι, οι αλαζόνες γραμματείς κι οι θεομίσητοι αρχιερείς. Ήταν και μια μυρμηγκοφωλιά της ανθρωπότητας. Ήταν ένας τεράστιος τόπος όπου μαζεύονταν απ’ όλα τα μέρη προσκυνητές, καθώς κι αφοσιωμένοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες. Την εποχή του Πάσχα η Ιερουσαλήμ είχε τόσους κατοίκους όσους περίπου κι η Ρώμη, που τότε ήταν πρωτεύουσα του κόσμου. Αυτό το τεράστιο πλήθος ανθρώπων συγκεντρωνόταν στην Ιερουσαλήμ για να πλησιάσει περισσότερο το Θεό. Την ημέρα αυτή είχαν την αντίληψη κάποιας μυστηριώδους προσέγγισης του Θεού και στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού είδαν τον από πολλού αναστημένο βασιλιά του Οίκου Δαβίδ. Έτσι, σαν είδαν τον Κύριο να κατεβαίνει από το Όρος των Ελαιών, οι άνθρωποι αυτοί έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν. Μερικοί έστρωσαν τα ρούχα τους στο δρόμο μπροστά Του, άλλοι έκοβαν κλαδιά από τις φοινικιές και μ’ αυτά στόλιζαν το δρόμο. Όλοι τους έκραζαν με χαρά: «Δόξα στον Υιό του Δαβίδ˙ ευλογημένος και δοξασμένος να είναι Εκείνος που έρχεται στο όνομα το Κυρίου, ο Βασιλιάς του Ισραήλ».

Οι άνθρωποι πίστευαν πως ο Θεός θα ‘κάνε κάποιο θαύμα που θ’ άλλαζε την αφόρητη κατάστασή τους. Κι αυτό παρά τη σιδερένια γροθιά της Ρώμης που τους δυνάστευε και σε πείσμα της διαφθοράς και της μικροψυχίας των πρεσβυτέρων. Ένιωθαν πως η πηγή του θαύματος ήταν ο Ιησούς Χριστός και γι’ αυτό του επιφύλαξαν τέτοια υποδοχή. Το πώς θ’ αντιδρούσε ο ίδιος στην θεμελιακή αυτή μεταβολή της ροής των γεγονότων, ο κόσμος δεν το ήξερε. Είχαν μάθει να περιμένουν έναν μόνον αποτελεσματικό τρόπο. Κι αυτός ήταν η βοήθεια κάποιου βασιλιά από τον Οίκο Δαβίδ, που θα βασίλευε στην Ιερουσαλήμ, στο θρόνο του Δαβίδ. Οι άνθρωποι είδαν έτσι τον Ιησού σαν βασιλιά και τον υποδέχθηκαν με χαρά και ελπίδα. Πίστεψαν πως τώρα θα βασιλέψει στην Ιερουσαλήμ και θ’ αντισταθεί τόσο στη Ρώμη όσο και στην εξουσία της Ιερουσαλήμ των ημερών εκείνων.

Η πεποίθηση αυτή των ανθρώπων όμως προκάλεσε φόβο στους φαρισαίους. Η χαρά του κόσμου ξεσήκωσε την οργή τους. Μερικοί απ’ αυτούς ειδοποίησαν το Χριστό να τους σταματήσει από τις επευφημίες αυτές. Ο ταπεινός Κύριος όμως, που γνώριζε πως η δύναμή Του ήταν ακαταμάχητη, τους απάντησε: «Λέγω υμίν, ότι εάν ούτοι σιωπήσωσιν οι λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. ιθ’ 40). Αυτή είναι η απάντηση του βασιλιά των βασιλιάδων, που ήταν ντυμένος σαν φτωχός άνθρωπος και καβαλούσε ένα γαϊδουράκι, όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής:

«Ευρών δε Ιησούς ονάριον εκάθισεν επ’ αυτό. Καθώς εστί γεγραμμένον˙ μη φοβού θύγατερ Σιών˙ ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλου όνου» (Ιωάν. ιβ’ 14- 15). Οι άλλοι ευαγγελιστές περιγράφουν με λεπτομέρειες πως ο Κύριος, που ήταν φτωχός και δεν είχε τίποτα στην κατοχή Του, απόκτησε γαϊδουράκι. Γι’ αυτό κι ο ευαγγελιστής Ιωάννης το προσπερνάει αυτό, με τη σιγουριά πως είναι γνωστό, και λέει μόνο πως βρήκε ένα γαϊδουράκι. Ο Λουκάς, που είναι ο πιο περιγραφικός από τους ευαγγελιστές, διηγείται τη θαυματουργική προορατικότητα του Χριστού στον τρόπο που βρήκε το γαϊδουράκι: «Υπάγετε εις την κατέναντι κώμην, εν η εισπορευόμενοι ευρήσετε πώλον δεδεμένον εφ’ όν ουδείς πώποτε ανθρώπων εκάθισεν˙ λύσαντες αυτόν αγάγετε» (Λουκ. ιθ’ 30).

Οι μαθητές Του ξεκίνησαν να εκτελέσουν την εντολή Του και τα βρήκαν όλα όπως τους τα είπε. Μαζί με το ονάριο ήταν κι η μητέρα του. Γιατί ο Κύριος δεν ανέβηκε στη μητέρα του οναρίου αλλά στο μικρό πουλάρι της, όπου κανένας δεν είχε ανεβεί ως τότε; Γιατί η μητέρα δε θ’ άφηνε κάποιον ν’ ανεβεί πάνω της ή να την οδηγήσει. Η μητέρα του γαϊδάρου αντιπροσωπεύει τον ισραηλιτικό λαό και το μικρό γαϊδουράκι τον ειδωλολατρικό κόσμο. Αυτήν την ερμηνεία δίνουν οι άγιοι πατέρες κι η ερμηνεία τους είναι αναμφίβολα σωστή. Ο Ισραήλ θ’ αρνηθεί το Χριστό, ενώ οι ειδωλολάτρες θα γίνουν φορείς του Χριστού ανά τους αιώνες και θα μπουν μαζί Του στην άνω Ιερουσαλήμ, στη Βασιλεία των Ουρανών.

«Ταύτα δε ουκ έγνωσαν οι μαθηταί αυτού το πρώτον, άλλ’ ότε εδοξάσθη ο Ιησούς, τότε εμνήσθησαν ότι ταύτα ην επ’ αυτώ γεγραμμένα, και ταύτα εποίησαν αυτώ» (Ιωάν. ιβ’ 16). Γενικά οι μαθητές Του καταλάβαιναν πολύ λίγα απ’ όλ’ αυτά που συνέβαιναν στο Διδάσκαλό τους, ωσότου «διήνοιξεν αυτών τον νουν» (Λουκ. κδ’ 45), ωσότου το Πνεύμα του Θεού τους φώτισε με τις πύρινες γλώσσες. Μόνο τότε κατάλαβαν και θυμήθηκαν όλ’ αυτά που είχαν γίνει.

«Εμαρτύρει δε ο όχλος ο ων μετ’ αυτού ότε τον Λάζαρον εφώνησεν εκ του μνημείου και ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών. Δια τούτο και υιπήντησεν αυτώ ο όχλος, ότι ήκουσαν τούτο αυτόν πεποιηκέναι το σημείον» (Ιωάν. ιβ’ 17- 18).

Εδώ αναφέρονται δύο ομάδες ανθρώπων: η μια ομάδα ήταν εκείνοι που βρίσκονταν μπροστά στο θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου στη Βηθανία και το ομολογούσαν˙ η άλλη ομάδα ήταν οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ, οι επισκέπτες, που είχαν ακούσει από τους πρώτους το θαύμα της νεκρανάστασης του Λαζάρου. Οι πρώτοι ήταν μάρτυρες του θαύματος˙ οι δε δεύτεροι ήρθαν να συναντήσουν τον Ιησού, επειδή άκουσαν τη μαρτυρία των πρώτων. Την ώρα λοιπόν που ο καπνός από τις θυσίες ανέβαινε από το ναό του Σολομώντος˙ την ώρα που οι γραμματείες ερευνούσαν εξονυχιστικά το νόμο του Μωυσή˙ την ώρα που οι ασυγκίνητοι ιερείς ρύθμιζαν αλαζονικά το πρόγραμμα της γιορτής και οι πρεσβύτεροι του λαού προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν τους προσκυνητές πως όλο αυτό το μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί εκεί για χάρη τους˙ την ώρα που οι Λευΐτες μοίραζαν σχολαστικά το μερίδιο των θυσιών που τους ανήκε, οι απλοί άνθρωποι ακολουθούσαν το θαύμα και το Θαυματουργό.

Υπήρχαν μεγάλα κύματα ανθρώπων απ’ όλον τον κόσμο που είχαν γυρίσει την πλάτη τους στο ναό του Σολομώντος, στους ιερείς και σ’ εκείνους που έκαναν τις θυσίες, καθώς και σ’ ολόκληρο το μηχανισμό της κοινωνίας αγοράς που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Όλ’ αυτά τα κύματα των ανθρώπων τους είχαν στρέψει τα νώτα κι είχαν γυρίσει τα μάτια τους προς το Όρος των Ελαιών, απ’ όπου ερχόταν ο Θαυματουργός, ο Μεσσίας. Τι αξία είχαν οι νεκροί πύργοι της Ιερουσαλήμ με τους ζωντανούς νεκρούς μέσα τους, μπροστά στις πεινασμένες και διψασμένες ψυχές του λαού που αναζητούσαν ένα παράθυρο στους κλειστούς ουρανούς, για να δουν λίγο το ζωντανό Θεό; Κι οι δύο όψεις της υπερηφάνειας (εκείνης των Ρωμαίων και της άλλης των φαρισαίων) που είχαν κατακλύσει την Ιερουσαλήμ, ήταν αδύνατες να κάνουν έστω και μία τρίχα από άσπρη μαύρη. Και να, μπροστά τους κατέβαινε από το Όρος των Ελαιών Εκείνος που με τη φωνή Του κάλεσε από τον τάφο τον τετραήμερο Λάζαρο, τον ανάστησε και τον απάλλαξε από τη φθορά του θανάτου!

Αχ, πότε θ’ απομακρύνουμε και εμείς το νου μας από τους υπερήφανους και ισχυρούς μηχανισμούς αυτού του κόσμου και θα τον στρέψουμε προς το ουράνιο Όρος, προς το Βασιλιά Χριστό; Πότε θ’ αναθέσουμε κάθε ελπίδα μας σ’ Εκείνον; Η ψυχή μας αναζητά το Νικητή της αμαρτίας και του θανάτου, προβλήματα που η οικουμένη ολόκληρη δεν μπορεί να ξεπεράσει από μόνη της. Νικητής είναι ο Χριστός. Η ψυχή μας πεινάει και διψάει για τον ταπεινόα μα ισχυρό Βασιλιά, που είναι ταπεινός στην ισχύ Του, ισχυρός στην ταπείνωσή Του. Η ψυχή μας πεινάει και διψάει για το Βασιλιά που είναι φίλος του καθενός από μας, για το Βασιλιά που η Βασιλεία Του είναι αιώνια και άπειρη, που η αγάπη Του για τον άνθρωπο είναι απροσμέτρητη. Τέτοιος Βασιλιάς είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός! Σ’ Εκείνος λοιπόν κραυγάζουμε όλοι μας: Ωσαννά! Ωσαννά!

Σ’ Εκείνον πρέπει η δόξα κι ο ύμνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


(Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Καιρός μετανοίας: Από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου ως την Μεγάλη Παρασκευή: Ομιλίες Β΄, 1η έκδ., Εκδόσεις: ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ, Αθήνα, 2010, Η/Υ επιμέλεια: Ελένης Χρήστου, Σοφίας Μερκούρη)

(Πηγή ψηφ. κειμένου:
orp.gr)

https://alopsis.gr

Πατερικός: Κυριακή Των Βαΐων (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

ΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΤΟΝ ΠΕΤΡΟ ΜΠΟΤΣΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΑΡΙΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ