Λόγος β’
Περί ενανθρωπήσεως
21. Αφού βεβαίως ο κοινός Σωτήρ όλων απέθανεν υπέρ ημών, τώρα πλέον όσοι πιστεύομεν εις τον Χριστόν δεν αποθνήσκομεν διά θανάτου, όπως παλαιότερον κατά την απειλήν του νόμου (διότι έχει πλέον παύσει η τοιαύτη καταδίκη).
Αλλ’ αφού σταματά και εξαφανίζεται η φθορά διά της χάριτος της αναστάσεως, εις το εξής αποθνήσκομεν ως προς το θνητόν στοιχείον του σώματος μόνον, εις τον καιρόν τον οποίον ώρισε διά τον καθένα ο Θεός, διά να δυνηθώμεν να επιτύχωμεν ανωτέραν ανάστασιν.
Διότι όπως τα σπέρματα τα οποία ρίπτονται εις την γην, έτσι και ημείς με το να αποθνήσκωμεν δεν χανόμεθα, αλλά σπειρώμεθα διά να αναστηθώμεν, αφού κατηργήθη ο θάνατος διά της χάριτος του Σωτήρος.
Διά τούτο λοιπόν και ο μακάριος Παύλος γίνεται εις όλους εγγυητής και λέγει· «Δει το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν, όταν δε το φθαρτόν τούτο ενδύσηται αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο ενδύσηται αθανασίαν, τότε γενήσεται ο λόγος ο γεγραμμένος· Κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος· πού σου, θάνατε, το κέντρον; πού σου, άδη, το νίκος;» (Α’ Κο 15, 53-55).
O Σωτήρ ήλθε να προσφέρη ως θυσίαν όχι τον ιδικόν του θάνατον, αλλά τον θάνατον που του έδιναν οι άνθρωποι!
Εξ άλλου δε ο Σωτήρ ήλθε να προσφέρη ως θυσίαν όχι τον ιδικόν του θάνατον, αλλά τον θάνατον που του έδιναν οι άνθρωποι. Και έτσι απέθεσε το σώμα όχι με ιδικόν του θάνατον, διότι αυτός είνε η ζωή και δεν είχε θάνατον. Εδέχθη όμως τον θάνατον που του επροκάλεσαν οι άνθρωποι, ώστε να εξαφανίση και αυτόν τελείως, μια και ήγγισεν εις το σώμα του.
ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΑΤΕΛΕΙΩΤΕΣ ΑΕΡΟΛΟΓΙΕΣ ΑΠΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΛΕΝΕ ΑΔΙΑΚΟΠΑ ΤΑ ΑΝΟΥΣΙΑ.
Περί της κατασκευής και πτώσης του ανθρώπου ο Αντιοχείας Θεόφιλος γράφει:
«Ει γαρ αθάνατον αυτόν απ’ αρχής πεποιήκει, θεόν αυτόν πεποιήκει. Πάλιν, ει θνητόν αυτόν πεποιήκει, εδόκει αν ο Θεός αίτιος είναι του θανάτου αυτού. Ούτε ουν αθάνατον αυτόν εποίησεν, ούτε μην θνητόν, αλλά καθώς επάνω προειρήκαμεν, δεκτικόν αμφοτέρων· ίνα ει ρέψη επί τα της αθανασίας, τηρήσας την εντολήν του Θεού, μισθόν κομίσηται παρ’ αυτού την αθανασίαν και γένηται θεός· ει δ’ αύ τραπή επί τα του θανάτου πράγματα, παρακούσας του Θεού, αυτός εαυτώ αίτιος ή του θανάτου. Ελεύθερον γάρ και αυτεξούσιον εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον»
Ο Μέγας Αθανάσιος γράφει:
«οι δε άνθρωποι, αποστραφέντες τα αιώνια και συμβουλία του διαβόλου εις τα της φθοράς επιστραφέντες, εαυτοίς αίτιοι της εν τώ θανάτω φθοράς γεγόνασι»
και ο Μεγάλος Βασίλειος λέει:
«Όσον γαρ αφίστατο της ζωής, τοσούτον προσήγγιζε τώ θανάτω. Ζωή γαρ ο Θεός· στέρησις δε της ζωής θάνατος. Ώστε εαυτώ τον θάνατον ο Αδάμ δια της αναχωρήσεως του Θεού κατεσκεύασε, κατά το γεγραμμένον, ότι Ιδού οι μακρύνοντες εαυτούς από σού απολούνται. Ούτως ουχί Θεός έκτισε θάνατον, αλλ’ ημείς εαυτοίς εκ πονηράς γνώμης επεσπασάμεθα. Ου μην ουδέ εκώλυσε την διάλυσιν διά τάς προειρημένας αιτίας, ίνα μη αθάνατον ημίν την αρρωστίαν διατήρηση»
Δεν υφίσταται για τους Έλληνες Πατέρες το υπό δικανικής μορφής πρόβλημα που έχει τεθεί περί κληρονομικότητας της ενοχής του Αδάμ και περί της επακολουθήσης τιμωρίας της ανθρωπότητας λόγω προσβολής της θείας δικαιοσύνης ή φύσης. Γιατί; Απλούστατα, επειδή ο Θεός δεν είναι αίτιος του θανάτου. Όπως η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης, έτσι και η αναχώρηση του ανθρώπου από τον Θεό προς το θάνατο είναι, κατόπιν ιδίας του Θεού θέλησης, εκτός της δικαιοδοσίας Του. Ότι ο Θεός θέλει "όλοι να σωθούν", δεν σημαίνει ότι όλοι σώζονται, επειδή ο Θεός σώζει μόνο μέσω της αγάπης και τής ελευθερίας.Ακριβώς το σημείο αυτό δεν μπόρεσαν να συλλάβουν, οι δυτικοί θεολόγοι που ήταν κάτω από την επίδραση του Αυγουστίνου. Νομίζοντας αυτοί ότι η θεία ουσία, ενέργεια και βούληση είναι το ίδιο, δεν ήταν σε θέση ούτε καν να υποπτευθούν, ότι τα εκτός του Θεού ελεύθερα όντα μπορούν να ενεργούν ενάντια στη θεία θέληση. Άρα δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι οι δυτικοί θεολόγοι βρίσκουν παντού στους Έλληνες Πατέρες ένα είδος κρυπτοπελαγιανισμού, και προβάλλουν τη δικαιολογία ότι για κάποιον δήθεν ανεξήγητο λόγο δεν ενδιαφέρθηκαν οι ανατολικοί για τα μεγάλα προβλήματα περί προπατορικού αμαρτήματος που απασχόλησαν τη δύση. Είναι πολύ φυσικό να σκέπτονται κατ' αυτό τον τρόπο, επειδή έχουν εσφαλμένες προκαταλήψεις περί της σχέσης Θεού και κόσμου.
Οι Άγιοι Πατέρες της Γ' Οικουμενικής Συνόδου στην Έφεσο (431 μ.Χ.) καταδίκασαν τον Πελαγιανισμό και τόνισαν το αφύσικο του θανάτου και την απόλυτη για τη Σωτηρία αναγκαιότητα της θείας Χάριτος.
Στην Ελληνική Πατερική Παράδοση λείπουν τα έντονα δικανικά σχήματα που χαρακτηρίζουν τη λατινική Θεολογική σκέψη, που οδήγησαν τελικά τη δύση στην περί ικανοποίησης θεωρία του Ανσέλμου. Ενώ στην Ανατολή η πτώση νοείται ως αποτέλεσμα της απομάκρυνσης του ίδιου του ανθρώπου από τη θεία ζωή και της ασθενείας και αρρώστιας της ανθρώπινης φύσης που ακολούθησε, και αίτιος όλων θεωρείται ο ίδιος ο άνθρωπος που προχώρησε σε συνεργασία με τον διάβολο, στη Δύση όλα τα κακά του κόσμου προέρχονται από το τιμωρητικό θείο θέλημα, και ο ίδιος ο σατανάς θεωρείται απλό τιμωρητικό όργανο του Θεού.
Επειδή οι Έλληνες Πατέρες θεωρούν βιβλικώς τη σωτηρία ως λύτρωση από τον θάνατο και την φθορά και ως θεραπεία της ανθρώπινης φύσης που προσβλήθηκε από τον σατανά, έθεσαν ως βάση της χριστολογικής τους διδασκαλίας «το απρόσληπτο, αθεράπευτο». Αντίθετα στη Δύση η σωτηρία δεν είναι πρωτίστως και κυρίως από τον θάνατο και την φθορά, αλλά μάλλον από τη θεία οργή, η δε κατάργηση της ποινής του θανάτου και των ασθενειών ακολουθεί απλώς ως αποτέλεσμα της ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης. Αυτό είναι πολύ φυσικό, εφόσον ο Θεός θεωρείται ως αυτός που δια του θανάτου τιμωρεί όλους τους ανθρώπους, ο δε άνθρωπος ως αυτός που μέσω της κληρονομικής ενοχής, προκαλεί το θάνατο. Επομένως, κατά τη δυτική άποψη, ο Θεός δεν έγινε άνθρωπος, για να «καταργήσει αυτόν που έχει την εξουσία του θανάτου», αφού ο ίδιος ο Θεός είναι που έχει την εξουσία αυτή, άλλα μάλλον για να ικανοποιήσει τον εαυτό του σε τέτοιον βαθμό, ώστε να δει τους ανθρώπους με ευμενέστερη κάπως διάθεση και έτσι κατά τη δευτέρα παρουσία να άρει την ποινή τού θανάτου που εξαγγέλθηκε γι’ αυτούς.
Η μέθοδος αντιμετώπισης των θεολογικών προβλημάτων ως προς τις προϋποθέσεις τους είναι εντελώς διαφορετική μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Η Δύση έχει πλανημένες κοσμολογικές αντιλήψεις, οι οποίες επιτρέπουν σε αυτή, την εξέταση της θείας ουσίας μέσω της ταύτισης, της θείας ουσίας με τη θεία ενέργεια (Δηλαδή στην Δύση ταυτίζουν την θεία ουσία με την θεία ενέργεια). Η Δύση έχει προϋπόθεση της Θεολογίας της την analogia entis και την analogia fidei. Τα πάντα στο κόσμο είναι απλώς οι εν χρόνω εικόνες των αιωνίων αρχετύπων που υπάρχουν στην ουσία του Ενός.
Με αυτόν τον τρόπο το κατά την Αγία Γραφή έργο του σατανά αναλαμβάνει, κατά κάποια έννοια σύμφωνα με τη δυτική άποψη, αυτός ο ίδιος ο Θεός τιμωρώντας τους ανθρώπους μέσω του θανάτου, της φθοράς, και επομένως με κάθε ταλαιπωρία των ανθρώπων. Είναι όμως φανερό ότι κατ' αυτό τον τρόπο θείες και σατανικές ενέργειες συγχέονται επικίνδυνα.Επειδή ακριβώς οι Δυτικοί εκλαμβάνουν τον κόσμο ως εικόνα της θείας ουσίας, μπορούν όχι μόνο να διαστρέφουν τη βιβλική διδασκαλία περί θανάτου και σατανά, αλλά και να προσαρμόζουν την analogia entis και την analogia fidei και σε αυτό ακόμη το δόγμα περί Αγίας Τριάδος, εισάγοντας τη διδασκαλία τού Filioque.[ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΣΑΝ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ]
Π. Ι. Ρωμανίδης Περί τού προπατορικού αμαρτήματος
ΣΗΜΕΡΑ ΤΑΥΤΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ Ή ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.
2 σχόλια:
Το ένα καταρρίπτει το άλλο!
Αν ο Θεός δεν έκανε ούτε θνητο ούτε αθάνατο τον άνθρωπο πάρα μένει στον άνθρωπο να επιλέξει τότε όταν επιλέγει ο άνθρωπος να μείνει μακριά από τον Θεό δλδ να εκθέσει στη θνητότητα τότε γιατί ως τιμωρία θα υποστεί αιωνίως τους πόνους της κολάσεως ωε αθάνατος;;
Ποιος μπορεί να κατηγορήσει τον θνητο πλέον άνθρωπο για την αθανασία του μέσα στη γέενα; ;
Στέκουν όλα αυτά που λένε οι Πατέρες λοιπον; νομίζω πως Όχι!
Αποστολίδης Περικλής
Εχεις δίκαιο. Δέν στέκεις. Είσαι μαλάκας.
Δημοσίευση σχολίου