Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΙΡΕΣΗ - Η ΑΓΑΠΗ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ.

Η ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ.

Being as Communion

ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ” ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (ΙΙΙ)

Απόσπασμα από το δοκίμιο «ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΑΝ “ΚΟΙΝΩΝΙΑ”» του Joseph Ratzinger.


«Οι λέξεις “πνευματολογία” και “πνευματικότης” είναι ήδη συνδεδεμένες μεταξύ τους στην γλωσσολογία: η μία είναι η μετάφραση της άλλης! Το Άγιο Πνεύμα αναγνωρίζεται από τον τρόπο με τον οποίο μορφώνει την ανθρώπινη ζωή. Η ζωή της πίστεως επίσης, παραπέμπει στο Άγιο Πνεύμα. Ο στοχασμός πάνω στην “χριστιανική πνευματικότητα” σημαίνει το Άγιο Πνεύμα, το οποίο αναγνωρίζεται από το γεγονός πως η ανθρώπινη ζωή αποκτά ένα καινούριο κέντρο. Ο λόγος για το Άγιο Πνεύμα συνεπάγεται τον καθορισμό του μέσα στον άνθρωπο στον οποίο έχει δοθεί, δωρισθεί!!

Ο Αυγουστίνος, πάνω στον οποίο θα στηριχθεί το δοκίμιο, προσπαθεί να αντλήσει κατά κάποιο τρόπο την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Αγίου Πνεύματος μελετώντας τις παραδοσιακές ονομασίες του και πάνω απ’ όλες αυτή του “Αγίου Πνεύματος”. Ακριβώς όμως αυτή η ονομασία τον θέτει μπροστά σε μια απορία. Ενώ στα ονόματα του “Πατρός” και του “Υιού” φανερώνεται αυτό που είναι ιδιαίτερο στο πρώτο και στο δεύτερο πρόσωπο της Τριάδος, δηλαδή το δόσιμο και η δεκτικότης, το Είναι σαν δώρο και το Είναι σαν δεκτικότης, σαν Λόγος και Απάντηση, παρότι πάντοτε κάτι απολύτως ένα, που γεννιέται σαν ενότης και όχι σαν κατωτερότης, το όνομα “Άγιο Πνεύμα” δεν φανερώνει καθόλου την ιδιαιτερότητα του τρίτου προσώπου. Αντιθέτως θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μ’ αυτή την ονομασία οποιοδήποτε άλλο από τα άλλα πρόσωπα της Τριάδος και ιδιαιτέρως αυτόν τον ίδιο τον θεό, όπως διαβάζεται και στο κατά Ιωάννην 4, 24 “πνεύμα ο θεός”. Το πνεύμα και η Αγιότης αποτελούν την Ουσία αυτού του Ίδιου του θεού, αυτού που τον χαρακτηρίζει σαν θεό.

Έτσι λοιπόν προσπαθώντας να γνωρίσουμε κάτι από το Άγιο Πνεύμα, ξεκινώντας από τα ονόματά του, φτάνουμε ακριβώς στην αντίθετη πλευρά στην οποία αποδεικνύεται το Άγιο Πνεύμα άγνωστο. Και εδώ ακριβώς ο Αυγουστίνος βλέπει την Ιδιαιτερότητα του Αγίου Πνεύματος. Εάν ονομάζεται μέσω αυτού που είναι το θείο του θεού, αυτού που είναι κοινό στον Πατέρα και στον Υιό, αυτό ακριβώς σημαίνει πως η Ουσία του είναι ακριβώς αυτή, να είναι η κοινωνία (communio) ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό! Η Ιδιαιτερότης του Αγίου Πνεύματος είναι ξεκάθαρα το γεγονός ότι είναι η κοινή πραγματικότης ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό. Η μοναδική του Ιδιαιτερότης είναι να είναι ενότης. Έτσι λοιπόν είναι αυτή η γενική ονομασία “Άγιο Πνεύμα” ο πιο ταιριαστός τρόπος, μέσα στη γενικότητά του, να εκφραστεί εντελώς παράδοξα αυτό που έχει απολύτως Ιδιαίτερο, που είναι ακριβώς η κοινότης.
Από αυτή την ανάλυση προκύπτει κάτι πολύ σημαντικό: η σύνθεση του Πατρός και του Υιού σε μια τέλεια ενότητα δεν θεωρείται σαν μια γενική ομοουσιότητα, αλλά σαν κοινωνία (communio), όχι δηλαδή σαν μια ουσία με την μεταφυσική της έννοια, αλλά λόγω των προσώπων, σύμφωνα και με την φύση του θεού, η σύνθεση είναι κι’ αυτή προσωπική. Στην Τριάδα η Δυάς στρέφεται προς την ενότητα χωρίς να καταργεί τον διάλογο, ο οποίος αντιθέτως δυναμώνει. Μια ξανασύνθεση στην ενότητα, η οποία δεν θα ήταν και αυτή με την σειρά της πρόσωπο, θα διέλυε τον διάλογο των δύο προσώπων. Το πνεύμα είναι το πρόσωπο καθώς είναι ενότης, η ενότης καθώς είναι πρόσωπο!
Ο ορισμός του πνεύματος σαν Communio, που συνέλεξε ο Αυγουστίνος από την έκφραση “Άγιο Πνεύμα”, έχει βασικά εκκλησιολογική σημασία καθώς ανοίγει την πνευματολογία στην εκκλησιολογία και αναλόγως ξεκαθαρίζει την σχέση εκκλησιολογίας και θεο-λογίας! Να γίνεις Χριστιανός σημαίνει να γίνεις Communio και τοιουτοτρόπως την είσοδο στον ουσιώδη τρόπο υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτόν τον λόγο όμως αυτό μπορεί να συμβεί μόνον μέσω του Αγίου Πνεύματος, που είναι η αρετή της κοινωνίας, η δύναμις που μεσιτεύει, την προσφέρει και την κάνει δυνατή, και καθ’ εαυτή, είναι πρόσωπο και αυτή η ίδια!

Το πνεύμα είναι η ενότης την οποία δωρίζει ο θεός στον εαυτό του, στην οποία δωρίζεται στον εαυτό του, στην οποία Πατήρ και Υιός δωρίζονται μεταξύ τους. Η παράδοξη Ιδιαιτερότητά του είναι πως είναι communio, πως διαθέτει την υπέρτατη ταυτότητα του προσώπου ακριβώς επειδή υπάρχει ολόκληρο στην κίνηση της ενότητος. ΄Ετσι συμπεραίνεται εύκολα πως “πνευματικό” συνεπάγεται πάντοτε “ενοποιόν”, “κοινωνούν”!

Υπάρχει όμως και κάτι παραπάνω. Ο Αυγουστίνος κατόρθωσε να αναθεωρήσει την έννοια τού πνεύματος, να δημιουργήσει μια μεταφυσική τού πνεύματος (ή μονον αυτή;). Και κατ' αρχάς δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως εννοούσε τον λόγο τού Ευαγγελιστού (πνεύμα ο θεός) καθαρά οντολογικά: “πνεύμα” γι' αυτόν σήμαινε “όχι ύλη”.

Θα μπορούσαμε να διαφωνήσουμε μαζί του λέγοντας πως ο Ιωάννης δεν εννοεί τίποτε απ' αυτά, αλλά με την λέξη “πνεύμα” εκφράζεται η ετερότης του θεού όσον αφορά την κοσμική πραγματικότητα! Έτσι ώστε το αντίθετο του πνεύματος να μην είναι η “ύλη” αλλά “ο κόσμος τούτος”. Έτσι λοιπόν θάπρεπε να γίνει κατανοητός ο λόγος του κατά Ιωάννην κατά μία αξιολογική έννοια και όχι οντολογική σύμφωνα με τον τρόπο των Ελλήνων, μ' ένα τρόπο που θα στοχεύει στην ειδική θρησκευτική ποιότητα της ετερότητας και γι' αυτό τον λόγο επομένως αναφέρεται στο Άγιο πνεύμα σαν έκφραση της παραμονής του θεού στον εαυτό του! Ότι δηλαδή αναφέρεται στην αγιότητα που υπονοείται στην ετερότητα!

Και να λοιπόν που από πολλές απόψεις υπονοείται τώρα μια αντίθεση απείρως πιο ριζική από την αντίθεση ανάμεσα στο “πνεύμα” και στην “ύλη”, διότι είναι αναμφίβολο πλέον πως το “πνεύμα” μπορεί να είναι ακόμη και μια γήινη πραγματικότης η οποία η οποία δεν περιέχει ακόμη αναγκαίως μια υπέρβαση όλης της κοσμικής πραγματικότητος στο σύνολό της.

Μιλώντας λοιπόν σαν από το σύνολο του στοχασμού του Αυγουστίνου, μπορούμε να πούμε ότι μ' αυτή την κατάκτηση κάνει ένα μεγάλο άλμα μπρός, αφήνοντας στις πλάτες του την αρχαία μεταφυσική του πνεύματος, καθώς ο Αυγουστίνος εξηγεί το πνεύμα, όχι μεταφυσικά, αλλά ξεκινώντας από τον δυναμισμό Πατρός – Υιού. Έτσι λοιπόν η κοινωνία καταλήγει να είναι η ίδια η δομή του πνεύματος και γι αυτό τον λόγο απαιτεί περιεχόμενα και προσωποποιείται απολύτως .

Μόνον όποιος γνωρίζει τι σημαίνει “Άγιο πνεύμα” γνωρίζει τι σημαίνει γενικώς πνεύμα. Και μόνον όποιος αρχίζει να γνωρίζει τι σημαίνει θεός, μπορεί να καταλαβαίνει τι σημαίνει Άγιο Πνεύμα! Όπως επίσης μόνον όποιος αρχίζει να ψυχανεμίζεται τι είναι το Άγιο Πνεύμα αρχίζει να καταλαβαίνει τι είναι ο θεός».

Αυτός είναι ο κήπος του πάπα πλέον Joseph Ratzinger. Eν έτει 1974, στο συλλογικό τόμο Erfahrung und Theologie des Heiligeu Geistes!

Όλοι οι μεγαλύτεροι θεολόγοι της ορθοδόξου εκκλησίας εδώ τρώνε τον Μυστικό τους Δείπνο με χρυσά κουτάλια!

Εκείνο όμως που αληθινά εντυπωσιάζει είναι το πάθος των Ρωμαιοκαθολικών να ξεπεράσουν, να νικήσουν τους Έλληνες!
Ο σοβαρός καθηγητής της δογματικής κ. Ratzinger δεν είχε χρόνο να μελετήσει τον Πλάτωνα και τον Νεοπλατωνισμό, ώστε να καταλάβει πως ο Μέγας Αυγουστίνος απλώς επαναλάμβανε την μεταφυσική του Πλάτωνος, όταν έκανε τα φοβερά του άλματα προ τα μπρος, και κατέστρεφε το “καινό” Μυστήριο της Εκκλησίας που με τόσο κόπο φανέρωσαν στην γλώσσα οι Πατέρες. Κατόρθωσε να ντύσει τις Μεταφυσικές του αντιγραφές με το ένδυμα της Αγίας Τριάδος και έγινε από τότε σημείο αναφοράς του Δυτικού πολιτισμού.


ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΑΔΑ
του Franz Courth

3. «Τρόπος ζωής» του Χριστιανού (Joseph Ratzinger)

Η θεολογική διαμεσολάβηση του Ράτζινγκερ είναι υπαρξιακή παρομοίως. Έχει όμως κάτι επιπλέον, προσθέτει την σημασία της Εκκλησιαστικής κοινωνίας. Στην ερώτηση, τι πράγμα ακριβώς είναι συστατικό σήμερα για την χριστιανική πίστη, απαντά: «η ομολογία πίστεως στον Θεό Μονάδα εν Τριάδι, βιωμένη στην Εκκλησιαστική κοινωνία» [Μας τέλειωσε ο Κύριος, ακόμη και η πίστη σαν αοράτων υπόσταση, έγινε κάτι σαν Δημοκρατία, Εκκλησία του Δήμου,τό μυστήριο τής ενώσεως όλων,τής ενότητος, όπου κυριαρχούν ξανά οι Σοφιστές και οι Ρήτορες]. Σε μια άλλη συγκυρία έγραψε: «η ομολογία πίστεως στον Τριαδικό Θεό και στην αποκάλυψή Του, στον σταυρό και στην ανάσταση του Ιησού της Ναζαρέτ, είναι η πιο καθολική από τις ομολογίες πίστεως, με την οποία εξ’ αρχής χαράσσεται το όριο ανάμεσα στην αποδοχή και στην άρνηση της πίστεως».

Για να προχωρήσει σε μια θεολογική κατανόηση της Τριαδικής ομολογίας, ο Ράτζινγκερ χρησιμοποιεί τον στοχασμό πάνω στις δομές του χριστιανικού γεγονότος. Ένα από αυτά τα δομικά στοιχεία είναι η αρχή του ΓΙΑ: «στην λέξη κλειδί για εκφράζεται ο θεμελιώδης νόμος της χριστιανικής υπάρξεως, δεδομένου ότι η χριστιανική πίστη απαιτεί μια απάντηση εκ μέρους του ατόμου, διότι η χριστιανική πίστη πλησιάζει το άτομο για το ΟΛΟΝ και όχι μόνο για το πρόσωπό του, υπολογισμένο καθαυτό. Κατά μία έννοια δεν γινόμαστε Χριστιανοί για τους εαυτούς μας, αλλά για το ΟΛΟΝ, για τους άλλους, για όλους. Γίνομαι Χριστιανός λοιπόν δεν σημαίνει κατακτώ κάτι για μένα, αλλά σημαίνει αντιθέτως βγαίνω από τον εγωισμό μου, ο οποίος γνωρίζει μόνον τον εαυτό του, εκλαμβανόμενος σαν το τέρμα κάθε του σκέψης, και εισέρχομαι στην νέα μορφή υπάρξεως Αυτού που ζει για την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους».

Αυτή η βασική δομή της χριστιανικής υπάρξεως πρέπει να εμβαθύνει το περισσότερο δυνατόν, για να μην περιπέσει σ’ εκείνη την δικαιοσύνη για τα έργα που τόσο αμφισβητήθηκε από τον Παύλο και για να μην γονατίσει τους πιστούς κάτω από το βάρος σχεδόν υπεράνθρωπων απαιτήσεων. Ξεκινώντας από αυτή την προϋπόθεση ο Ράτζινγκερ αρχίζει την συστηματική έκθεση της πίστεως που είναι γι’ αυτόν «μια έκφραση της γενικής ανάγκης του ανθρώπου να αποδεχτεί κάτι, διότι χωρίς μια περιεκτική πίστη η αγάπη θα ήταν μια θεληματική πράξη».

Η εσωτερική πραγματοποίηση αυτών των δύο βασικών στάσεων του χριστιανού –δέχομαι και δίνω– επιτυγχάνεται κατ’ αρχάς με την ενσωμάτωση του βαπτισμένου στην σωτηριώδη ενέργεια του θεού, η οποία έλαβε χώρα μέσω της ενσαρκώσεως. Έτσι όπως ο Υιός απεστάλλη από τον Πατέρα, παρομοίως έτσι όπως το Είναι του Ιησού είναι μια κίνηση από – προς, έτσι ώστε να μην κλείνεται ποτέ στον εαυτό του και να μην βασίζεται μόνον στις δικές του δυνάμεις, καθίσταται δυνατόν μέσω της μυστηριακής και οντολογικής ενότητος μια ύπαρξη με Αυτόν «στην οποία παύει η απαίτηση γι’ αυτό που μας ανήκει και εμφανίζεται στην θέση της, ανεξάρτητη και καθαρή, η κίνηση από – προς».

Ο συγγραφέας εμβαθύνει αυτή την προσέγγιση η οποία λαμβάνει την έμπνευση από την θεολογία της ενσαρκώσεως στηριζόμενος στην πνευματολογική έννοια της παραμονής σε μια στάση αγάπης. Το Άγιο πνεύμα είναι αυτό που ενώνει, αυτό που μας είναι κοινό, ο δεσμός της αγάπης ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό και η ενέργεια του προς τα έξω επομένως είναι η αγάπη που ενώνει μόνιμα. Το ΓΙΑ κατανοημένο χριστολογικά γίνεται ένα εκκλησιολογικό εμείς: «Ένα από τα χριστιανικά χαρακτηριστικά είναι η αποδοχή από μέρους του ατόμου όλης της κοινωνίας των πιστών, η ταπεινότης της αγάπης, η αμοιβαία ανοχή – διότι διαφορετικά είναι σημείο πως απουσιάζει το Άγιο πνεύμα, που είναι το ενοποιό στοιχείο της Εκκλησίας».

Επειδή λοιπόν η Τριαδική πίστη είναι γι’ αυτόν το σημείο εκκίνησης για να κατανοήσει αυτό που είναι ιδιαίτερο στην χριστιανική ζωή, ο Ράτζινγκερ προσπαθεί επίσης να την γλιτώσει από έναν ανάποδο συλλογισμό που θα μπορούσε να την περικλείσει σε έναν λανθασμένο θεοκεντρισμό και σε έναν παραμορφωμένο ανθρωποκεντρισμό. Και αποφεύγει επιπλέον και το άλλο άκρο, να αποδυναμωθεί στην στενωπό του υποκειμενισμού και του ατομικισμού. Η χριστιανική ταυτότης και μ’ αυτή η εκκλησιαστική κοινωνία, βιωμένη σε μια ύπαρξη που στοχεύει θεμελιωδώς σε μια εξωτερική πραγματικότητα από το ξεχωριστό πρόσωπο, δεν μπορούν να διαχωριστούν σε μια θεολογική – τριαδική προοπτική, η οποία αποφεύγει αυτές τις απορίες. Αυτό σημαίνει πως ακριβώς στην τριαδική θεολογία, «μέσα στο πλαίσιο εκείνης που μόνον φαινομενικώς είναι μια απόλυτη θεωρία» εμφανίζεται στην πρώτη σειρά, υπολογίζοντας τον άνθρωπο, «αυτό που είναι το πιο πρακτικό». [Και εξασφαλίζουμε την θεωρία και την πράξη του μακαρίτη του Καντ, με την “θεολογία” όμως, τρομάρα της].

Σ’ αυτή την υπογράμμιση, που είναι ταυτόχρονα πνευματολογική και εκκλησιολογική, αναγνωρίζεται στον συγγραφέα η κληρονομιά του Αυγουστίνου, εμφανής επίσης και εκεί που αναρωτιέται για τα όρια της γλώσσας και του εννοιολογικού δικτύου, που χρησιμοποιεί η τριαδική θεολογία. Το δόγμα της Τριάδος είναι πάνω απ’ όλα μια αρνητική θεολογία: είναι «η απόδειξη της αδυναμίας όλων των άλλων οδών. Και ίσως είναι όλο όσο μπορούμε να κάνουμε. Πρέπει να την κατανοήσουμε σαν τον μοναδικό πραγματοποιήσιμο τρόπο ώστε να απορρίψουμε την στάση που μας πιέζει να επιθυμούμε να κατανοήσουμε τα πάντα, σαν το ξεχωριστό σημείο του άρρητου μυστηρίου του θεού. Αυτή η ίδια θα κατέληγε στην αμφιβολία, εάν προσπαθούσε να φτάσει μια θετική γνώση. Η τριαδική θεολογία λοιπόν δεν αντιστοιχεί στην απαίτηση του ανθρώπου να κατανοήσει τον θεό. Είναι μια διδασκαλία που σταματά στο όριο του μυστηρίου, μια αόριστη χειρονομία που δείχνει το άρρητο, δεν είναι ένας καθορισμός που καταχωρεί ένα αντικείμενο στα συρτάρια της ανθρώπινης γνώσης. Δεν είναι μια ανθρώπινη έννοια που θα επέτρεπε στην ανθρώπινη νόηση να την αποκτήσει. Οι βασικές έννοιες του δόγματος για την Τριάδα (πρόσωπο, ουσία, σχέση) ισχύουν μόνον εάν έχουν γίνει κατανοητές σαν άχρηστα όργανα, έχουν γίνει αποδεκτές σαν ένα μίζερο ψέλλισμα και τίποτε παραπάνω. [Ο Χριστός δεν είναι ανάμεσά μας. Μας έχει αφήσει μόνον τον πάπα]. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον εάν έχουμε διασχίσει την άρνηση (αποφατικά) και μόνον μέσα στη συνειδητοποίηση της εμμέσου χρησιμότητός των. Η τριαδική θεολογία είναι δυνατή μόνον σαν παρεμποδισμένη θεολογία»!

Οι έννοιες, από την στιγμή που έχει κατανοηθεί αυτός ο περιορισμός, είναι μια βοήθεια διότι αναφέρονται στο άρρητο χωρίς να το μειώνουν στο επίπεδο της δικής μας ικανότητος για κατανόηση και αντίληψη. Χρησιμεύουν σαν γέφυρα, καθώς πλησιάζουν το μυστήριο του ζωντανού θεού στις ερωτήσεις μας και μας επιτρέπουν να ζήσουμε την ύπαρξή μας σαν μια σχέση που βασίζεται σε μια πραγματική αγάπη και μας προσκαλούν να είμαστε εμείς οι ίδιοι μια απάντηση [μέσα στα πλαίσια της νοοτροπίας της “ενσαρκώσεως”, στα οποία ανήκει και η τεχνολογία όσον αφορά την επιστήμη. Ενσάρκωση της πίστης λοιπόν. Αλλά πόσο διαφέρει από την “Μίμηση Χριστού”;] και να κατευθυνόμαστε, μέσα στην κοινωνία της καθημερινής ζωής ανάμεσα στους ανθρώπους [σαν άτομα], στον θεό, ένα τέρμα που προστατεύει τα πάντα στον εαυτό του. Η πραγματική μυστηριακή κοινωνία, καρπός της πίστεως, για την οποία ο άνθρωπος εξαγνίζεται στον θάνατο και στην ανάσταση της μεταστροφής του [όχι της μετάνοιάς του, δεν είναι το ίδιο. Σήμερα είναι διάσημη π.χ. η Στροφή του Χάιντεγκερ], πού αντιστοιχεί [αναλογεί] στην Τριαδική κοινωνία. Μιά στροφή στήν καθημερινότητα καί τόν χρόνο.
 ΣΧΟΛΙΟΗ ΑΓΑΠΗ ΛΟΙΠΟΝ ΣΑΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΝΑI Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΙΡΕΣΗ.  Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΥΒΡΙΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.
ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΕΛΙΚΩΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΥΙΟ ΚΑΙ Η ΑΝΤΑΠΟΔΩΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ.
Σήμερα όλοι μπορούν νά αγαπήσουν καί νά ζήσουν τήν ενότητα πού είναι ο θεός, νά ζήσει η ανθρωπότης μέ τούς όρους τού ακτίστου. Η αγάπη αυτή μάλιστα υπερβαίνει τόν χριστό πού χώρισε τήν ανθρωπότητα σέ π.Χ. καί μ.Χ. Ο χριστός ανελήφθη καί τήν αποστολή του ολοκληρώνει τό Αγιο Πνεύμα διά τής αγάπης.
Η αγάπη καί η ενότης είναι τά δύο πόδια τής αιρέσεως. Ενότης μέ τόν επίσκοπο, ενότης τής πίστεως, ενότης εορτολογίου. Αγάπα τόν εχθρό σου, ακόμη καί τόν εχθρό τού χριστού. Γίνε συνειδητός χριστιανός.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΕΙ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ.
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: