Το τσογλάνι συνεχίζει ακάθεκτο να γεμίζει με τους οχετούς εμετού το διαδίκτυο… αυτόν τον χυδαίο τύπο που μαγαρίζει με την κοπρόγλωσσά του Αγίους και Ιερά!
Απάντηση: Δεν είχε γίνει βουδιστής, αλλά χωρίς να φύγει τυπικά από την ορθοδοξία ασκούσε τον υπερβατικό διαλογισμό. Η θεολογία της θεοεγκαταλείψεως οφείλεται στον άγιο Σιλουανό, ο οποίος βίωσε αυτή την πνευματική κατάσταση επί σειρά ετών. Στην κατάσταση αυτή απελπίστηκε και διακήρυξε προς το Θεό "είσαι αδυσώπητος!". Τότε του εμφανίστηκε ο Ιησούς Χριστός και άλλαξε τη ζωή του. Αργότερα υπήρξε νέα αποστέρηση της θείας χάριτος για 15 χρόνια και κατόπιν ο Κύριος του είπε το περίφημο "κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι ("Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης", έκδ. 2003, σελ. 32-33, 46-50, 395, 397-402).
Ο άγιος Σιλουανός εξηγεί μάλιστα, στα χειρόγραφά του:
"Ο Κύριος αποσύρει τη χάρη Του από την ψυχή, και έτσι κατά το έλεος και τη σοφία Του οδηγεί στην ταπείνωση την ψυχή, για την οποία άπλωσε με αγωνία τα χέρια Του στον Σταυρό. Περιμένει να δείξει η ψυχή την προαίρεσή της στον αγώνα κατά των εχθρών. Μόνη όμως η ψυχή δεν έχει δυνάμεις για να νικήσει. Γι' αυτό είναι περίλυπη η ψυχή μου και με δάκρυα Τον ζητώ" ("Ο άγ. Σιλουανός...", σελ. 399).
Η θεοεγκατάλειψη βιώθηκε και από τον ίδιο το Χριστό επί του σταυρού (γι' αυτό και το περίφημο "Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες"). Στους Ψαλμούς της Παλ. Διαθήκης υπάρχουν αμέτρητες αναφορές εγκατάλειψης από το Θεό! (π.χ. Ψλμ. 12, Ψλμ. 21 - απ' όπου και η κραυγή του Χριστού στο σταυρό - Ψλμ. 68, Ψλμ. 73, Ψλμ. 87). Άραγε τι θα έλεγε ένας σημερινός ζηλωτής, αν ένας σύγχρονος γέροντας είχε γράψει όλα τα παράπονα του Δαβίδ προς το Θεό; (Αλλά τι λέω; πώς θα δεχόταν να θεωρείται προφήτης ένας βασιλιάς που διέπραξε φόνο και μοιχεία;).
Το αίσθημα της θεοεγκατάλειψης (που δεν είναι πραγματική εγκατάλειψη, αλλά παιδαγωγία, ΔΟΚΙΜΗ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ) βιώνεται από τον καθένα μας, όταν νιώθει μακριά τη βοήθεια του Θεού, ενώ την έχει απόλυτη ανάγκη. Η θεοεγκατάλειψη βιώθηκε από τον προφήτη Ηλία, όταν φοβήθηκε την Ιεζάβελ και ένιωθε "μονώτατος" (Γ΄ Βασιλειών, 19), μα και όταν είδε το θάνατο του παιδιού της χήρας που τον φιλοξενούσε (κεφ. 17 [υπάρχει σχετική αναφορά του ι. Χρυσοστόμου]), για να μην αναφέρουμε και τον Ιώβ. Μήπως δεν βίωσαν θεοεγκατάλειψη ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, οι γονείς της Παναγίας και οι γονείς του Προδρόμου, όταν επί σειρά ετών προσεύχονταν με δάκρυα ν' αποχτήσουν παιδί, κι όμως ο Θεός σιωπούσε; Πώς είναι λοιπόν κακόδοξη η διδασκαλία περί θεοεγκατάλειψης;
Να προσθέσουμε και αυτό, από το βίο του οσίου Συμεών του Ν. Θεολόγου:
Ο Συμεών ο Στουδίτης στην αρχή του έδωσε ένα ελάχιστο πρόγραμμα ασκητικής ζωής, και για ανάγνωσμα τον “Πνευματικό Νόμο” του Μάρκου του Μοναχού. Τότε έζησε και την πρώτη του εμπειρία. Τον πλημμύρισε το άκτιστο φως και τον γέμισε χαρά, έτσι που έχασε τον εαυτό του και τον γύρω του κόσμο. Αυτή όμως η πρώτη καρποφόρα περίοδος, που ο άγιος Συμεών απέδιδε στις προσευχές του πνευματικού του πατέρα, δεν κράτησε πολύ. Ξαναγύρισε στην κοσμική και άστατη ζωή που ζούσε πριν. “Εις λάκκον και και ιλύν βυθού αισχρών εννοιών τε και πράξεων εμαυτόν ο άθλιος εναπέρριψα, κακεί κατελθών τοις εγκεκρυμμένοις εν τω σκοτεί περιέπεσον, εξ ων ουκ εμαυτόν εγώ μόνον, αλλ’ ουδέ ο σύμπας κόσμος εις εν αθροισθείς εκείθεν αναγαγείν με και των χειρών αυτών εξελέσθαι ηδύνατο”.
Ο γέροντας Σωφρόνιος εντοπίζει εκεί ορισμένες αρετές, που όμως οφείλονται στις λεπτές ψυχολογικές αναλύσεις του συγγραφέα και σε κοινά σημεία της διδασκαλίας του με τους ορθόδοξους αγίους. Ουδέποτε τον χαρακτηρίζει άγιο, ούτε τον αποδέχεται ολόκληρο. Αντίθετα, επισημαίνει τη φθοροποιό επίδραση που μπορεί να έχει σ' έναν πνευματικό αναζητητή. Γράφει στο Μπάλφουρ:
"Ενδέχεται ωστόσο να έχουν γεννηθεί μέσα σας όλες αυτές οι αμφιβολίες, γιατί ο Ιωάννης του Σταυρού διδάσκει το αντίθετο" ("Αγώνας Θεογνωσίας", σελ. 201*). "Παρακαλώ, γράψτε μου οπωσδήποτε για το θέμα αυτό [ πως σχημάτισε τις απόψεις του για τη μετοχή στη θεία ζωή]. Αν και εγώ έχω να σας κάνω προειδοποιητικά την εξής παρατήρηση: Αν το καταλάβατε μόνο διανοητικά, στηριχθήκατε στο βιβλίο του Ιωάννου του Σταυρού" (ό.π., σελ. 205). (*Το βιβλίο είναι έκδοση, από τη μονή του Έσσεξ, της αλληλογραφίας Σωφρόνιου και Μπάλφουρ).
Ας διαβάσουμε το έργο του Μ. Βασιλείου "Προς τους νέους", όπου πλέκεται το εγκώμιο του Ομήρου και πλείστων άλλων αρχαίων ειδωλολατρών.. Ο οποίος είχε φοιτήσει μόνο σε ειδωλολάτρες δασκάλους, είχε σπουδάσει μόνο επιστήμες άσχετες με τη θεολογία - φιλοσοφία, ρητορική, μαθηματικά, ιατρική - τις οποίες στη συνέχεια χρησιμοποίησε και στη θεολογία του! Και συνέδεσε τη Γένεση με την επιστήμη! Και χρησιμοποίησε και τον Ωριγένη, ώστε μαζί με τον άγιο Γρηγόριο, ανθολόγησαν αποσπάσματά του στη Φιλοκαλία*!! Και συνέθεσε, σε ηλικία μόλις 30 ετών, όρους και κανόνες του μοναχικού βίου!! Και τόλμησε να γράψει ακόμα και καινούργια θεία λειτουργία!! (Και βέβαια είχε και τότε τους επικριτές του).
Σημειωτέον ότι στην ίδια επιστολή ο Γέροντας παραθέτει στον Μπάλφουρ μακρύ κατάλογο ορθόδοξων - πατερικών - αναγνωσμάτων, με τα οποία τον προτρέπει να έρθει σε επαφή για την αληθινή πνευματική αναζήτηση.
Και εν τω καιρώ, εν ώ γινόμεθα εν τη σκοτώσει, μη ταραχθώμεν, και μάλιστα εάν μη εξ ημών η αιτία ταύτης η.
Τη προνοία δε του Θεού λογίζου ταύτην, δια τάς αιτίας, ας οίδεν αυτός μόνος ο Θεός.
Και γαρ εν καιρώ τινι πνίγεται η ψυχή ημών, και γίνεται ως εν κύμασι και εάν αναγνώ τις εις Γραφήν και εάν λειτουργήση και εν παντί πράγματι, ω προσέγγιση, σκότωσιν επί σκοτώσει λαμβάνει.
Και εξέρχεται ο τοιούτος και πολλάκις ουδέ προσεγγίσαι άφίεται, και ου πιστεύει παντελώς ούτος, ότι δέχεται άλλοίωσιν, και γίνεται εν ειρήνη.
Αύτη η ώρα πεπλήρωται απογνώσεως και φόβου,
και η ελπίς του Θεού και η παράκλησις της πίστεως αυτού τελείως εκβάλλεται εκ της ψυχής, και όλη εξ όλου πληρούται δισταγμού και φόβου.
Οι πειρασθέντες εν τω κύματι τούτω της ώρας ταύτης, εκ της πείρας γινώσκουσι την αλλοίωσιν την ακολουθούσαν εν τω τέλει αυτής.
Ουκ εά δε ο Θεός την ψυχήν εν τούτοις ημέραν τελείαν, επί είχεν απολέσθαι της ελπίδος των Χριστιανών, αλλά ταχέως έκβασιν ποιεί αύτη. Εάν δε επί πλείον επιμένη η όχλησις της σκοτώσεως ταύτης, αλλοίωσιν ζωής εκ του μέσου αυτής εκδέχου εν τάχει.
Σοι δε εγώ, ώ άνθρωπε, υποτίθεμαι και συμβουλεύω σοι εάν ουκ έχης ισχύν κρατήσαι εαυτόν και πεσείν επί πρόσωπον σου εν τη ευχή, έλιξον την κεφαλήν σου εν τω παλλίω σου και κοιμώ, έως αν παρέλθη η ώρα αύτη της σκοτώσεως από σου, εκ δε του σκηνώματος σου μη εξέλθης. Τούτον τον πειρασμόν πειράζονται μάλιστα οι εν τη πολιτεία της διανοίας επιθυμούντες διάγειν και την παράκλησιν της πίστεως επιζητούντες εν τη πορεία αυτών. Δια τούτο και πλέον των απάντων οδύνην και κόπον αυτοίς ποιεί η ώρα αύτη εν τω δισταγμώ της διανοίας.
Ακολουθεί δε αύτη ισχυρώς η βλασφημία. Και ποτέ μεν δισταγμός περί της αναστάσεως συμβαίνει αυτώ και άλλα,
άπερ ου δει ημάς εξειπείν.
Τούτων πάντων πολλάκις εν πείρα γεγόναμεν και προς παράκλησιν των πολλών εγράψαμεν τον αγώνα τούτον.
Οι εν τοις σωματικοίς έργοις διάγοντες έξωθεν τούτων είσι παντελώς.
Άλλ' η ακηδία έρχεται αυτοίς, η πάσιν έκδηλος υπάρχουσα, και κεχωρισμένη εστί τοις τρόποις εκ τούτων και των τοιούτων. Η υγεία τούτου και η ιατρεία εκ της ησυχίας βρύει. Τούτο δε εστίν η παράκλησις αυτού. Εν τη συντυχία δε ουδέποτε δέχεται το φως της παρακλησεως και εν ομιλίαις ανθρώπων ου θεραπεύεται, αλλά προς καιρόν αναπαύεται και μετά ταύτα επανίσταται αυτώ ισχυρότερον. Και δέεται αναγκαίως ανθρώπου πεφωτισμένου, του έχοντος πείραν εν τούτοις, φωτισθήναι παρ' αυτού και εκδυναμωθήναι εν παντί καιρώ της χρείας, ουχί πάντοτε.
Μακάριος ο υπομένων εν τούτοις έσωθεν της θύρας.
Εις μόνην γαρ μεγάλην και δύναμιν φθάσει μετά ταύτα, καθώς λέγουσιν οι Πατέρες.
Όμως ουκ εν ώρα, ουδέ ευθέως παρέρχεται ο αγών ούτος.
Ουδέ η χάρις προσάπαξ έρχεται τελείως και οικεί εν τη ψυχή,
αλλά κατά μικρόν και μικρόν, και εκ ταύτης εκείνη.
Εν καιρώ πειρασμός και εν καιρώ παράκλησις, και εν τούτοις επιμένει έως της εξόδου. Αλλοτριωθήναι γαρ τελείως εκ τούτου μη προσδοκήσωμεν ώδε, ουδέ παρακληθήναι τελείως. Ούτω γαρ ευδόκησεν ο Θεός την ζωήν ημών διοικείσθαι ενταύθα, και εν τούτοις είναι τους πορευομένους έν τη οδώ. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
''Η θεοεγκατάληψει βιώθηκε και από τον ίδιο το Χριστό''
Kύριε ανωνυμίδη μήπως είσαι Ιεχωβάς;Ο Μέγας Αθανάσιος αυτό μας λέει;;Γιατί δεν κάνεις τον κόπο να ψάξεις λίγο(γιατί ο Χριστός είπε το ''Θεέ μου,Θεέ μου,ίνα τι με εγκατέλειπες'');;;Αυτό το είπε για να το ακούσει ο διάβολος(θαυμάσια είναι η εξήγηση που δίνει ο Μέγας Αθανάσιος στους Αρειανούς).
Ποια η ερμηνεία του “Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλειπες;” (Ματθ. 27.46, Μαρκ 15.34)
Την βλάσφημη θέση ότι ο Κύριος δείλιασε προ του πάθους και πάνω στον σταυρό εξέφρασαν οι Αρειανοί. Σ’ αυτούς απάντησε ο Μέγας Αθανάσιος ως εξής:
«54. Λοιπόν, όπως, ενώ αυξάνει το σώμα, λέγεται ότι αυτός προκόπτει λόγω της ιδιότητος του ανθρωπίνου σώματος, έτσι και τα αναφερόμενα στον καιρό του θανάτου, δηλαδή το ότι εταράχθη, έκλαυσε, πρέπει να τα εκλάβωμεν με την ιδίαν έννοιαν. Διότι περιπατούντες πάνω και κάτω ανήσυχοι και ωσάν να στηρίζουν την αίρεσίν των πάλιν εις αυτά, ισχυρίζονται˙ να λοιπόν, έκλαυσε και είπε˙ “Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται[1]” και παρεκάλεσε να αποφύγει το ποτήριον του θανάτου[2]˙ πως λοιπόν, εφ’ όσον είπε αυτά, είναι Θεός και Λόγος του Πατρός; Βεβαίως, ω θεομάχοι, έχει γραφεί ότι έκλαυσε και ότι είπε εταράχθηκα, και επί του σταυρού είπεν, “Ἐλωί, Ἐλωί, λιμάσαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;” Και παρεκάλεσε ν’ αποφύγει το ποτήριον. Βεβαίως, έχουν γραφεί αυτά. Αλλά θα ήθελα πάλι να μου απαντήσετε˙ διότι πρέπει με τον ίδιο τρόπο ν’ αντικρούσω καθένα από τα επιχειρήματά σας˙ εάν μεν είναι απλούς άνθρωπος αυτός που ομιλεί, ας κλαίει και ας φοβήται τον θάνατον ως άνθρωπος˙ εάν όμως είναι Λόγος με ανθρώπινην φύσιν (δεν πρέπει να κουράζωμαι να λέγω πάντα τα ίδια), ποιον είχε να φοβηθεί ενώ ήτο Θεός; Ή πως είναι δυνατόν να εφοβήτο αυτός που λέγει˙ “Μή φοβεῖσθε τόν ἀποκτείνοντα τό σῶμα[3]”; Και πως είναι δυνατόν αυτός που έλεγε στον Αβραάμ, “Μή φοβοῦ, ὅτι μετά σοῦ εἰμί[4]” και ενεθάρρυνε τον Μωυσή κατά του Φαραώ, και είπε εις τον Ιησού του Ναυή, “Ἴσχυε καί ἀνδρίζου[5]”, αυτός ο ίδιος να εφοβείτο τον Ηρώδη και τον Πιλάτο;
Έπειτα αυτός που έγινε στους άλλους βοηθός δια να μη φοβούνται (Κύριος γάρ, φησίν, ἐμοί βοηθός˙ ου φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος[6]) εφοβείτο ηγεμόνας, οι οποίοι ήσαν θνητοί άνθρωποι; αυτός που ήλθε δια να καταργήσει τον θάνατον, εφοβείτο τον θάνατον; Πως όμως δεν είναι παραλογισμός και ασέβεια να ισχυρίζονται ότι εφοβείτο τον θάνατον αυτός, τον οποίον βλέποντες οι φύλακες του Άδου εφοβήθησαν; Εάν δε, όπως ισχυρίζεσθε σεις, εφοβείτο ο Λόγος, διατί ενώ προ πολλού ωμιλούσε περί της κακής διαθέσεως των Ιουδαίων, δεν έφευγε, αλλά και όταν εζητείτο έλεγε, “ἐγώ εἰμί[7]”; Διότι ημπορούσε να μην αποθάνει όπως έλεγε˙ “Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τήν ψυχήν μου˙ καί ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν[8]” και “Οὐδείς αἴρει αὐτήν ἀπ’ ἐμοῦ[9]”.
55. Αλλ΄ αυτά δεν ήσαν γνωρίσματα του Λόγου, καθ’ ότι ήτο Λόγος˙ εις το ανθρώπινο σώμα όμως, το οποίο υφίστατο αυτά, υπήρχε ο Λόγος, ω χριστομάχοι, και αχάριστοι Ιουδαίοι. Άλλωστε αυτά δεν ελέχθησαν προ της ενανθρωπίσεως, αλλ’ όταν ενηνθρώπησεν ο Λόγος και έγινεν άνθρωπος, τότε έχει γραφεί ότι ελέχθησαν ταύτα ανθρωπίνος» (Λόγος Κατά Αρειανών Γ΄, μετ. Σοφ. Τοκατλίδη, Μ. Αθανασίου Έργα, εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, τ. 3 σσ. 159-161)
Αφού εξήγησε ότι όχι από δειλία, αλλά ανθρωποπαθώς είπώθηκε η συγκεκριμένη φράση, σε άλλο έργο δίνει την εξής ερμηνεία:
«25. Επειδή λοιπόν απεγυμνώθη (σσ. ο διάβολος) από τα πάντα, ηύχετο τουλάχιστον να κρατήσει τον Άδη. Διότι εφοβείτο πάλιν, μήπως είναι αυτός (σσ. ο εταυρωμένος) ο οποίος καταυγάζει το σκοτάδι, δια τον οποίον έχει γραφεί˙ “Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει, φως εἶδε μέγα[10]”. Διότι είχε ακούσει τον ίδιο που έλεγε˙ “ἐγώ εἰμί το φῶς[11]”. Δια τούτο εφοβείτο μήπως αποθάνει εκείνος, και έτσι αυτός εκδιωχθεί από παντού. Επειδή όμως ο Κύριος έβλεπεν αυτόν να φεύγει, δια να μη πραγματοποιηθεί τούτο και απομακρυνθεί ο εχθρός που υπεχώρει, εφώναξε με ανθρωπίνους φωνάς, που έδειχναν και αδυναμίαν λέγων, “Ἐλωί, Ἐλωί, λιμάσαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;” Και αυτό το έκανε δια να νομίσει ο διάβολος, ο οποίος είχε τρομάξει από τον Θεό, ότι ήτο αδύνατος άνθρωπος, και έτσι να μην απομακρυνθεί φεύγων. Με αυτάς λοιπόν τας φωνάς μετεπείσθη ο πάγκακος και επλησίασε πάλιν, επειδή τον είδε ωσαν άνθρωπον, και του επετέθη. Διότι έπεισε τους Ιουδαίους να ζητήσουν την σφαγήν του, και έγινεν έτσι αυτό που δεν επερίμενεν˙ εσφάγη δηλαδή όχι εις άλλο σημείον, αλλ’ εις την πλευράν, εκ της οποίας έτρεξε νερό και αίμα, και τούτο έγινε έτσι, ώστε, επειδή προηγουμένως η αγάπη ήλθε δια της γυναικός, η οποία επλάσθη εκ της πλευράς, έτσι και τώρα, δια της πλευράς του δευτέρου Αδάμ, να δοθεί το λύτρον και το καθαριστικόν της πρώτης πλευράς, το λύτρον μεν δια του αίματος, το καθαριστικόν δε δια του ύδατος. Και αυτό συνέβει στον διάβολο χωρίς να το θέλει, διότι τον θάνατον που εφοβείτο αν συνέβαινεν, αυτόν τον θάνατον απέθανεν ο Κύριος, και εκείνος απεγυμνώθει» (Εις το πάθος του Κυρίου και εις τον σταυρόν, μετ. Βασ. Φανουργάκη, Μ. Αθανασίου Έργα, εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, τ. 12 σσ. 81-83)
Για να μην συμπεράνει κάποιος με ανόητο τρόπο ότι ο Κύριος υποκριτικά εφώναξε τα παραπάνω λόγια, ας ξεκαθαρίσουμε ότι όσα είπε ο Μέγας Αθανάσιος εξηγούν το γιατί ως Θεός αποφάσισε να αισθανθεί ως άνθρωπος την εγκατάλειψη. Από την πλευρά της ανθρώπινης φύσεως ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου εξηγεί τα εξής:
«64. Τι λοιπόν, λένε, είναι ο Λόγος αυτός τον οποίο είπε, “ Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;” Σε ποιον δεν είναι φανερό ότι από την ανθρώπινη πλευρά της αυτού ενανθρωπήσεως, ανθρωποπαθώς, εκφέρεται το ρητό; Διότι η ανθρώπινη φύση του δεν τελούσε κατ’ ιδίαν, δεν ήταν ξεχωριστή της θεότητος, σαν να ήταν οι δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, αλλού η μια από την άλλη, αλλά ήταν η ανθρώπινη ενωμένη με την θεία, σε μία ενότητα και γνώριζε πολύ καλά όσα αφορούσαν το τέλος. Η οποία (σσ. ανθρώπινη φύση) ενωμένη με την θεότητα σε μία θεότητα, επειδή έβλεπε ήδη την ψυχή και την θεότητα να κινούνται προς εγκατάλειψη του αγίου σώματος και να φεύγουν από την ανθρώπινη πλευρά που ήταν ταυτόχρονα και Κύριος, είπε τα όσα είπε. Διότι επρόκειτο η θεότητα να τελειώσει τα πάντα κατά το μυστήριο της σταυρώσεως και μαζί με την ψυχή να κατέβει στα καταχθόνια, ώστε να εργασθεί την σωτηρία των προκεκοιμημένων, οι οποίοι βρίσκονταν εκεί, εννοώ των αγίων πατριαρχών. Όπως, λοιπόν, έγινε η κίνηση κατ’ αυτόν τον τρόπο, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσεως η φωνή έλεγε προς την πλευρά της θεότητας “ Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;”. Έπρεπε αυτό να γίνει για να εκπληρωθούν έτσι οι προφητείες που προεκηρύχθηκαν από τους δικούς Του προφήτες. Για να εκπληρώσει και όσα προφητεύθηκαν κατά του Άδου, σύμφωνα με την ιδέα του ανθρώπου για τον Άδη, ώστε ο άρχων, ο Άδης και ο θάνατος, επειδή θέλησαν να κρατήσουν άνθρωπο, αγνοώντας την εν τη ψυχή κρυμμένη θεότητα, κατέληξαν, ο μεν Άδης να χειραγωγηθεί και ο θάνατος να καταλυθεί και να εκπληρωθεί το γεγραμμένο “ οὐκ ἐάσεις τήν ψυχήν μου εἰς Ἅιδην, οὐδέ δώσεις τόν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν”».
(Πανάριον 64.1-5, εκδοση Karl Holler, στη σειρά Griechschen Christlichen Schriftsteller Bnd 37(1931) s. 213)
Μερικοί λένε, και είναι βλάσφημο όμως αυτό, ότι ο Θεός Πατέρας εγκατέλειψε έστω και για λίγο, τον Χριστόν και Υιόν Του, για να αισθανθεί δήθεν ο Κύριος την φρίκη και την οδύνη από πόνο της εγκαταλείψεως. Όμως αυτό δεν είναι σωστό, είναι πλάνη και αίρεσις.
Ουδέποτε εγκατέλειψε ο Θεός Πατέρας, τον Υιόν και Θεάνθρωπο Κύριο, ούτε και μπορούσε, διότι πως είναι δυνατόν να εγκαταλείψει η μία φύσις την άλλη; Αφού ο Υιός με τον Πατέρα είναι ένα και το αυτό πράγμα. Είναι μία φύσις. Είναι μία ουσία. Έχουν μία θέληση. Μία και την αυτή θέληση, και μία ενέργεια. Ούτε και πάλι η θεία φύσις μπορούσε να εγκαταλείψει, την ανθρώπινη, στο πρόσωπο βέβαια του Ιησού Χριστού, διότι θεία και ανθρώπινη φύσις, είναι ενωμένες μια για πάντα, εις τους αιώνας των αιώνων, στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, ατρέπτως, αναλλοιώτως, αχωρίστως, και αδιαιρέτως, εις τους αιώνας των αιώνων, σύμφωνα με τους όρους, της τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου στη Χαλκηδόνα. Αυτό σημαίνει ότι δεν χωρίζονται, ούτε χωρίστηκαν ποτέ, ούτε διαιρούνται, ούτε και θα διαιρεθούν ποτέ η μια φύσις από την άλλην. Ενωμένες αυτές οι δύο όπως είπαμε ατρέπτως και αναλλοιώτως, με αυτές τις δύο φύσεις, ανέβηκε ο Χριστός στους ουρανούς, την οποία ανθρώπινη φύση εθέωσε και εδόξασε εις τα δεξιά του Θεού και Πατρός.
Η κραυγή του Χριστού προς τον Θεό Πατέρα είναι η δική μας κραυγή λέγει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Η κραυγή της αμαρτωλής ανθρωπότητος, η δική μας κραυγή, διά στόματος του Ιησού Χριστού, την αμαρτίαν της οποίας πλήρωσε εκουσίως Αυτός με το Αίμα Του και με τη Θυσία Του πάνω στο Σταυρό.
Και ο Άγιος Κύριλλος συνεχίζοντας λέγει, ότι η κένωσις του Θεού Λόγου με την ενανθρώπισή Του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού έφθασε στο υψηλότερο σημείο που το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να συλλάβει. Δεν μπορεί. Και το υψηλότερο σημείο είναι η Σταυρική Του Θυσία. Άδειασε τους Ουρανούς ο Υιός και Λόγος του Θεού, έγινε άνθρωπος στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, ο Θεάνθρωπος, γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία – «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» - μεγάλωσε ως άνθρωπος χωρίς να πάψει να είναι και Θεός, έπαθε ως άνθρωπος χωρίς να πάψει πάλι να είναι και τέλειος Θεός.
Αυτό το υψηλότερο σημείο της Θείας κενώσεως που όπως είπαμε κατά τον Άγιο Κύριλλο είναι η Σταυρική Θυσία, λέγεται και τελεία εγκατάλειψις και εκφράστηκε με αυτήν την κραυγή.
Ο Χριστός πάνω στο Σταυρό ήταν μόνος. Μόνος στην προσευχή της αγωνίας στον κήπο της Γεθσημανή, και παρόλον που ήθελε ως άνθρωπος την ανθρώπινη παρηγοριά και συμπαράσταση, γιατί η ψυχή του εγένετο περίλυπη έως θανάτου, λέγοντας στους μαθητάς «περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου», μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού. Δυστυχώς όμως εκείνοι δεν άντεξαν, και έπεσαν σε βαθύ ύπνο.
Και όταν Τον συνέλαβαν πάλι έμεινε μόνος. Φαίνεται να Τον ακολουθεί ο Ιωάννης, όχι όμως ως μαθητής αλλά ως γνώριμος του Αρχιερέως. Ακολουθεί και ο Πέτρος αλλά από μακρόθεν. Και πάλι με την μεσολάβηση του Ιωάννου μπήκε στην αυλή του Αρχιερέως, όπου όμως μπροστά σε μια παιδίσκη, άρχισε να αναθεματίζει και να καταριέται τον εαυτόν του, ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον. Μόνος λοιπόν ο Κύριος. Και μόνος μπροστά στους Αρχιερείς. Μόνος μπροστά στον Πιλάτο. Μόνος στους εμπαιγμούς, στα ραπίσματα, στο φραγγέλιο, στις κοροϊδίες, και στο ακάνθινο στεφάνι. Μόνος στο δρόμο προς τον Γολγοθά, - εκτός από τον Κυρηναίο, τον οποίον όμως ηγγάρευσαν οι στρατιώτες, τον ανάγκασαν δηλαδή παρά την θέλησή του να σηκώσει τον Σταυρό ενός καταδίκου. Μόνος και στην Σταύρωσή Του. Και απόλυτα μόνος θα πιεί μέχρι το τέλος, το πικρότατον ποτήριον των φρικτών Του παθών. Εγκαταλελειμμένος απ’ όλους. Γι’ αυτό και κραυγάζει ως άνθρωπος, Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες;
«Θεέ μου. Θεέ μου ίνα τί με εγκατέλειπες;». Μερικοί θεώρησαν τον εκ βαθέων αυτό λόγο ως πικρό γογγυσμό και ως απελπιστική ικεσία. Πρόκειται για λόγο που περιέχει άμετρο βάθος θεολογίας. Ο σταυρωμένος Χριστός γίνεται την ώρα εκείνη ο «επικατάρατος κρεμάμενος επί ξύλου», η «κατάρα» για μας κατά τον θείο Παύλο. Ο Σταυρωθείς σηκώνει τις αμαρτίες όλου του κόσμου, του τότε, του πριν και του μετά, όλων των αιώνων, όλων των ανθρώπων.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, μιλά για μας τους εγκαταλελειμμένους και παραθεωρημένους, που ο Θεός μάς προσέλαβε.
Ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, κατά τον άριστο βιογράφο του Γέροντα Σωφρόνιο, όταν έχασε τη χάρη, αισθάνθηκε τη θεοεγκατάλειψη, τον πόνο του Αδάμ έξω του παραδείσου, τον πόνο του σταυρού, την απουσία της θεοκοινωνίας.
13 σχόλια:
Λέγε λέγε, λέγε λέγε, γράψε γράψε, γράψε γράψε, και σένα θα σε ανακηρύξουμε άγιο στο τέλος!
Α ρε τι μεγαλεία φτιάχνει το ρουφιάνικο το μάρκετινγκ!
Καλά λοιπόν . Γιά νά μήν στενοχωριέσαι καί γιά νά μήν αισθάνεσαι αδικημένος από τό μάρκετινγκ, θά προτείνουμε καί αναγνώριση αντι-αγιότητος. Καί νομίζουμε ότι η υποψηφιότητά σου θά είναι τότε σοβαρή. Υπομονή καί θάρρος. Μέχρι τότε νά σκουπίζεις σέ τακτά διαστήματα τούς αφρούς από τό στόμα σου.
Γράφει ο π. Διώτης:
«Ὁ Σωφρόνιος Σαχάρωφ (1896-1993), Ρῶσος τὴν καταγωγὴν καὶ ἐπὶ ὀκταετίαν βουδιστὴς (1916-1924).. κατασκεύασε τὴν κακόδοξον θεολογίαν τῆς «θεοεγκαταλείψεως» («Ὁ Ἀστὴρ τῆς Ἐφέσου», Μάιος 2009).
Απάντηση:
Δεν είχε γίνει βουδιστής, αλλά χωρίς να φύγει τυπικά από την ορθοδοξία ασκούσε τον υπερβατικό διαλογισμό.
Η θεολογία της θεοεγκαταλείψεως οφείλεται στον άγιο Σιλουανό, ο οποίος βίωσε αυτή την πνευματική κατάσταση επί σειρά ετών. Στην κατάσταση αυτή απελπίστηκε και διακήρυξε προς το Θεό "είσαι αδυσώπητος!". Τότε του εμφανίστηκε ο Ιησούς Χριστός και άλλαξε τη ζωή του. Αργότερα υπήρξε νέα αποστέρηση της θείας χάριτος για 15 χρόνια και κατόπιν ο Κύριος του είπε το περίφημο "κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι ("Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης", έκδ. 2003, σελ. 32-33, 46-50, 395, 397-402).
Ο άγιος Σιλουανός εξηγεί μάλιστα, στα χειρόγραφά του:
"Ο Κύριος αποσύρει τη χάρη Του από την ψυχή, και έτσι κατά το έλεος και τη σοφία Του οδηγεί στην ταπείνωση την ψυχή, για την οποία άπλωσε με αγωνία τα χέρια Του στον Σταυρό. Περιμένει να δείξει η ψυχή την προαίρεσή της στον αγώνα κατά των εχθρών. Μόνη όμως η ψυχή δεν έχει δυνάμεις για να νικήσει. Γι' αυτό είναι περίλυπη η ψυχή μου και με δάκρυα Τον ζητώ" ("Ο άγ. Σιλουανός...", σελ. 399).
Η θεοεγκατάλειψη βιώθηκε και από τον ίδιο το Χριστό επί του σταυρού (γι' αυτό και το περίφημο "Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες"). Στους Ψαλμούς της Παλ. Διαθήκης υπάρχουν αμέτρητες αναφορές εγκατάλειψης από το Θεό! (π.χ. Ψλμ. 12, Ψλμ. 21 - απ' όπου και η κραυγή του Χριστού στο σταυρό - Ψλμ. 68, Ψλμ. 73, Ψλμ. 87). Άραγε τι θα έλεγε ένας σημερινός ζηλωτής, αν ένας σύγχρονος γέροντας είχε γράψει όλα τα παράπονα του Δαβίδ προς το Θεό; (Αλλά τι λέω; πώς θα δεχόταν να θεωρείται προφήτης ένας βασιλιάς που διέπραξε φόνο και μοιχεία;).
Το αίσθημα της θεοεγκατάλειψης (που δεν είναι πραγματική εγκατάλειψη, αλλά παιδαγωγία, ΔΟΚΙΜΗ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ) βιώνεται από τον καθένα μας, όταν νιώθει μακριά τη βοήθεια του Θεού, ενώ την έχει απόλυτη ανάγκη.
Η θεοεγκατάλειψη βιώθηκε από τον προφήτη Ηλία, όταν φοβήθηκε την Ιεζάβελ και ένιωθε "μονώτατος" (Γ΄ Βασιλειών, 19), μα και όταν είδε το θάνατο του παιδιού της χήρας που τον φιλοξενούσε (κεφ. 17 [υπάρχει σχετική αναφορά του ι. Χρυσοστόμου]), για να μην αναφέρουμε και τον Ιώβ. Μήπως δεν βίωσαν θεοεγκατάλειψη ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, οι γονείς της Παναγίας και οι γονείς του Προδρόμου, όταν επί σειρά ετών προσεύχονταν με δάκρυα ν' αποχτήσουν παιδί, κι όμως ο Θεός σιωπούσε; Πώς είναι λοιπόν κακόδοξη η διδασκαλία περί θεοεγκατάλειψης;
Να προσθέσουμε και αυτό, από το βίο του οσίου Συμεών του Ν. Θεολόγου:
Ο Συμεών ο Στουδίτης στην αρχή του έδωσε ένα ελάχιστο πρόγραμμα ασκητικής ζωής, και για ανάγνωσμα τον “Πνευματικό Νόμο” του Μάρκου του Μοναχού. Τότε έζησε και την πρώτη του εμπειρία. Τον πλημμύρισε το άκτιστο φως και τον γέμισε χαρά, έτσι που έχασε τον εαυτό του και τον γύρω του κόσμο. Αυτή όμως η πρώτη καρποφόρα περίοδος, που ο άγιος Συμεών απέδιδε στις προσευχές του πνευματικού του πατέρα, δεν κράτησε πολύ. Ξαναγύρισε στην κοσμική και άστατη ζωή που ζούσε πριν. “Εις λάκκον και και ιλύν βυθού αισχρών εννοιών τε και πράξεων εμαυτόν ο άθλιος εναπέρριψα, κακεί κατελθών τοις εγκεκρυμμένοις εν τω σκοτεί περιέπεσον, εξ ων ουκ εμαυτόν εγώ μόνον, αλλ’ ουδέ ο σύμπας κόσμος εις εν αθροισθείς εκείθεν αναγαγείν με και των χειρών αυτών εξελέσθαι ηδύνατο”.
Για την θεωρία της θεοεγκαταλείψεως:
Άγιος Νικόδημος- Αόρατος πόλεμος
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΔ´
Ἡ ψυχὴ δὲν πρέπει νὰ συγχίζεται γιὰ τοὺς ἐσωτερικοὺς πειρασμοὺς καὶ λογισμούς
Ἂν καὶ εἴπαμε προηγουμένως, στὸ ζ´ κεφάλαιο, γιὰ τὴν πικρότητα καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ξηρασία τῆς εὐλαβείας, ἀλλὰ καὶ τώρα θὰ ποῦμε ὅσα παραλείψαμε ἐκεῖ, δηλαδὴ ὅτι εἶναι πολλὰ τὰ καλὰ ποὺ προξενεῖ στὴν ψυχὴ ἡ πικρότητα καὶ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ξηρασία, δηλαδὴ ἡ στέρησις τῆς πνευματικῆς χαρᾶς καὶ γλυκύτητος, ἂν τὰ δεχθοῦμε μὲ ταπείνωσι καὶ ὑπομονή,
πράγματα ποὺ ἂν τὰ καταλάβαινε ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς ἀμφιβολία δὲν θὰ τὸν ἐνοχλοῦσε αὐτὸ τόσο πολὺ καὶ δὲν θὰ λυπόταν τόσο ὅταν τοῦ συνέβαιναν γιατὶ θὰ δεχόταν τὴν πικρότητα καὶ τὴν στέρησι αὐτή, ὄχι ὡς σημεῖο μίσους ποὺ τοῦ δείχνει ὁ Θεός, ἀλλὰ ὡς σημεῖο μεγάλης καὶ ἐξαιρετικῆς ἀγάπης, καὶ θὰ τὴν δεχόταν ὡς ἐξαίρετη χάρι ποὺ τοῦ κάνει ὁ Θεός.
Διότι οἱ παρόμοιες καταστάσεις δὲ συμβαίνουν σὲ ὅλους, παρὰ σὲ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ δοθοῦν ὁλοκληρωτικὰ στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ τοὺς ζημιώσουν.
Καὶ γενικὰ δὲ συμβαίνουν στὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιστροφῆς τους,
ἀλλὰ ἀφοῦ ὑπηρετήσουν τὸν Θεὸ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα
καὶ ἀφοῦ καθαρίσουν μέτρια τὴν καρδιά τους μὲ τὴν ἱερὴ προσευχὴ καὶ κατάνυξι καὶ αἰσθανθοῦν ἐν μέρει στὴν καρδιά τους κάποια γλυκύτητα πνευματική, θέρμη καὶ χαρά, καὶ ἀποφασίσουν νὰ ἀφιερωθοῦν ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν μὲ περισσότερη τελειότητα καὶ ὅταν ἤδη ἔχουν ἀρχίσει τὸ ἔργο.
Γιατὶ ποτὲ δὲν βλέπουμε τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἐκείνους, ποὺ εἶναι δοσμένοι στὰ πράγματα τοῦ κόσμου, νὰ παραπονοῦνται γιὰ παρόμοιους πειρασμούς.
Ἔτσι φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ πικρότητα αὐτὴ εἶναι ἕνα τίμιο καὶ ἀκριβὸ φαγητό, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς προσκαλεῖ ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾷ νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ. Καὶ ἂν στὴ γεῦσι μας δὲν εἶναι νόστιμο, παρὰ ταῦτα μᾶς ὠφελεῖ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουμε τότε ποὺ τὸ γευόμαστε.
Γιατὶ ἡ ψυχὴ ποὺ βρίσκεται σὲ τέτοια ξηρασία καὶ πικρὴ γεῦσι καὶ ἔχει τέτοιους πειρασμοὺς καὶ λογισμούς, ποὺ μόνο νὰ τοὺς σκεφθοῦμε μᾶς ταράσσουν, ἂς φαρμακώνουν τὴν καρδιὰ καὶ σχεδὸν παραλύουν ὅλον τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο,
μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀποκτᾷ φόβο, μῖσος καὶ ἀποστροφὴ τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ ἐκείνην τὴν ταπείνωσι ποὺ μᾶς ζητᾷ ὁ Θεὸς καὶ ἐπὶ πλέον ἀποκτᾷ θερμότερη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ἀκριβέστερη προσοχὴ στοὺς λογισμούς, δυνατώτερο στομάχι γιὰ νὰ μπορῇ νὰ χωνεύῃ τοὺς πειρασμοὺς χωρὶς βλάβη καὶ γυμνασμένα αἰσθητήρια, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ διακρίνῃ μὲ εὐκολία τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος (Ἑβρ. 5,14).
Ἡ ψυχὴ ὅμως ποὺ τότε δὲν καταλαβαίνει τὰ μυστικὰ αὐτὰ αἴτια, σιχαίνεται καὶ ἀποφεύγει τὴν πικρότητα ποὺ λέχθηκε, σὰν νὰ μὴ θέλῃ ποτὲ νὰ μείνη χωρὶς πνευματικὴ γεῦσι καὶ ἡδονὴ καὶ χωρὶς αὐτὴν κάθε ἄλλη ἄσκησι τὴν θεωρεῖ χαμένο καιρὸ καὶ κόπο χωρὶς προκοπή.
Γράφει ο π. Διώτης:
"Ἡ Θεολογία τοῦ Σωφρονίου Σαχάρωφ ἔχει ἐπηρεασθῆ πολὺ ἀπὸ τὰς κακοδοξίας αὐτοῦ τοῦ Ἱσπανοῦ ψευδοαγίου παπικοῦ Ἰωάννου τοῦ Σταυροῦ (παπικῆς Μονῆς).. Καὶ ὅμως, ὁ Σωφρόνιος ἐκφράζει τὸν θαυμασμόν του διὰ τὸν αἱρετικὸν Ἰωάννην τοῦ Σταυροῦ: «Ὁ Ἰωάννης τοῦ Σταυροῦ μὲ κατέπληξε μὲ τὴ βαθειὰ ψυχολογική του ἀνάλυση» («Ὁ Ἀστὴρ τῆς Ἐφέσου», Μάρτιος 2009)".
Aπάντηση για το βιβλίο του Ιωάννη του Σταυρού:
Ο γέροντας Σωφρόνιος εντοπίζει εκεί ορισμένες αρετές, που όμως οφείλονται στις λεπτές ψυχολογικές αναλύσεις του συγγραφέα και σε κοινά σημεία της διδασκαλίας του με τους ορθόδοξους αγίους. Ουδέποτε τον χαρακτηρίζει άγιο, ούτε τον αποδέχεται ολόκληρο. Αντίθετα, επισημαίνει τη φθοροποιό επίδραση που μπορεί να έχει σ' έναν πνευματικό αναζητητή. Γράφει στο Μπάλφουρ:
"Ενδέχεται ωστόσο να έχουν γεννηθεί μέσα σας όλες αυτές οι αμφιβολίες, γιατί ο Ιωάννης του Σταυρού διδάσκει το αντίθετο" ("Αγώνας Θεογνωσίας", σελ. 201*). "Παρακαλώ, γράψτε μου οπωσδήποτε για το θέμα αυτό [ πως σχημάτισε τις απόψεις του για τη μετοχή στη θεία ζωή]. Αν και εγώ έχω να σας κάνω προειδοποιητικά την εξής παρατήρηση: Αν το καταλάβατε μόνο διανοητικά, στηριχθήκατε στο βιβλίο του Ιωάννου του Σταυρού" (ό.π., σελ. 205). (*Το βιβλίο είναι έκδοση, από τη μονή του Έσσεξ, της αλληλογραφίας Σωφρόνιου και Μπάλφουρ).
Ας διαβάσουμε το έργο του Μ. Βασιλείου "Προς τους νέους", όπου πλέκεται το εγκώμιο του Ομήρου και πλείστων άλλων αρχαίων ειδωλολατρών.. Ο οποίος είχε φοιτήσει μόνο σε ειδωλολάτρες δασκάλους, είχε σπουδάσει μόνο επιστήμες άσχετες με τη θεολογία - φιλοσοφία, ρητορική, μαθηματικά, ιατρική - τις οποίες στη συνέχεια χρησιμοποίησε και στη θεολογία του! Και συνέδεσε τη Γένεση με την επιστήμη! Και χρησιμοποίησε και τον Ωριγένη, ώστε μαζί με τον άγιο Γρηγόριο, ανθολόγησαν αποσπάσματά του στη Φιλοκαλία*!! Και συνέθεσε, σε ηλικία μόλις 30 ετών, όρους και κανόνες του μοναχικού βίου!! Και τόλμησε να γράψει ακόμα και καινούργια θεία λειτουργία!! (Και βέβαια είχε και τότε τους επικριτές του).
Σημειωτέον ότι στην ίδια επιστολή ο Γέροντας παραθέτει στον Μπάλφουρ μακρύ κατάλογο ορθόδοξων - πατερικών - αναγνωσμάτων, με τα οποία τον προτρέπει να έρθει σε επαφή για την αληθινή πνευματική αναζήτηση.
Αγίου Ισαάκ Σύρου- Ασκητικά
ΛΟΓΟΣ ΝΖ΄
Και εν τω καιρώ, εν ώ γινόμεθα εν τη σκοτώσει, μη ταραχθώμεν, και μάλιστα εάν μη εξ ημών η αιτία ταύτης η.
Τη προνοία δε του Θεού λογίζου ταύτην, δια τάς αιτίας, ας οίδεν αυτός μόνος ο Θεός.
Και γαρ εν καιρώ τινι πνίγεται η ψυχή ημών, και γίνεται ως εν κύμασι και εάν αναγνώ τις εις Γραφήν και εάν λειτουργήση και εν παντί πράγματι, ω προσέγγιση, σκότωσιν επί σκοτώσει λαμβάνει.
Και εξέρχεται ο τοιούτος και πολλάκις ουδέ προσεγγίσαι άφίεται, και ου πιστεύει παντελώς ούτος, ότι δέχεται άλλοίωσιν, και γίνεται εν ειρήνη.
Αύτη η ώρα πεπλήρωται απογνώσεως και φόβου,
και η ελπίς του Θεού και η παράκλησις της πίστεως αυτού τελείως εκβάλλεται εκ της ψυχής, και όλη εξ όλου πληρούται δισταγμού και φόβου.
Οι πειρασθέντες εν τω κύματι τούτω της ώρας ταύτης, εκ της πείρας γινώσκουσι την αλλοίωσιν την ακολουθούσαν εν τω τέλει αυτής.
Ουκ εά δε ο Θεός την ψυχήν εν τούτοις ημέραν τελείαν, επί είχεν απολέσθαι της ελπίδος των Χριστιανών, αλλά ταχέως έκβασιν ποιεί αύτη. Εάν δε επί πλείον επιμένη η όχλησις της σκοτώσεως ταύτης, αλλοίωσιν ζωής εκ του μέσου αυτής εκδέχου εν τάχει.
Σοι δε εγώ, ώ άνθρωπε, υποτίθεμαι και συμβουλεύω σοι εάν ουκ έχης ισχύν κρατήσαι εαυτόν και πεσείν επί πρόσωπον σου εν τη ευχή, έλιξον την κεφαλήν σου εν τω παλλίω σου και κοιμώ, έως αν παρέλθη η ώρα αύτη της σκοτώσεως από σου, εκ δε του σκηνώματος σου μη εξέλθης. Τούτον τον πειρασμόν πειράζονται μάλιστα οι εν τη πολιτεία της διανοίας επιθυμούντες διάγειν και την παράκλησιν της πίστεως επιζητούντες εν τη πορεία αυτών. Δια τούτο και πλέον των απάντων οδύνην και κόπον αυτοίς ποιεί η ώρα αύτη εν τω δισταγμώ της διανοίας.
Ακολουθεί δε αύτη ισχυρώς η βλασφημία. Και ποτέ μεν δισταγμός περί της αναστάσεως συμβαίνει αυτώ και άλλα,
άπερ ου δει ημάς εξειπείν.
Τούτων πάντων πολλάκις εν πείρα γεγόναμεν και προς παράκλησιν των πολλών εγράψαμεν τον αγώνα τούτον.
Οι εν τοις σωματικοίς έργοις διάγοντες έξωθεν τούτων είσι παντελώς.
Άλλ' η ακηδία έρχεται αυτοίς, η πάσιν έκδηλος υπάρχουσα, και κεχωρισμένη εστί τοις τρόποις εκ τούτων και των τοιούτων. Η υγεία τούτου και η ιατρεία εκ της ησυχίας βρύει. Τούτο δε εστίν η παράκλησις αυτού. Εν τη συντυχία δε ουδέποτε δέχεται το φως της παρακλησεως και εν ομιλίαις ανθρώπων ου θεραπεύεται, αλλά προς καιρόν αναπαύεται και μετά ταύτα επανίσταται αυτώ ισχυρότερον. Και δέεται αναγκαίως ανθρώπου πεφωτισμένου, του έχοντος πείραν εν τούτοις, φωτισθήναι παρ' αυτού και εκδυναμωθήναι εν παντί καιρώ της χρείας, ουχί πάντοτε.
Μακάριος ο υπομένων εν τούτοις έσωθεν της θύρας.
Εις μόνην γαρ μεγάλην και δύναμιν φθάσει μετά ταύτα, καθώς λέγουσιν οι Πατέρες.
Όμως ουκ εν ώρα, ουδέ ευθέως παρέρχεται ο αγών ούτος.
Ουδέ η χάρις προσάπαξ έρχεται τελείως και οικεί εν τη ψυχή,
αλλά κατά μικρόν και μικρόν, και εκ ταύτης εκείνη.
Εν καιρώ πειρασμός και εν καιρώ παράκλησις, και εν τούτοις επιμένει έως της εξόδου. Αλλοτριωθήναι γαρ τελείως εκ τούτου μη προσδοκήσωμεν ώδε, ουδέ παρακληθήναι τελείως. Ούτω γαρ ευδόκησεν ο Θεός την ζωήν ημών διοικείσθαι ενταύθα, και εν τούτοις είναι τους πορευομένους έν τη οδώ.
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
''Η θεοεγκατάληψει βιώθηκε και από τον ίδιο το Χριστό''
Kύριε ανωνυμίδη μήπως είσαι Ιεχωβάς;Ο Μέγας Αθανάσιος αυτό μας λέει;;Γιατί δεν κάνεις τον κόπο να ψάξεις λίγο(γιατί ο Χριστός είπε το ''Θεέ μου,Θεέ μου,ίνα τι με εγκατέλειπες'');;;Αυτό το είπε για να το ακούσει ο διάβολος(θαυμάσια είναι η εξήγηση που δίνει ο Μέγας Αθανάσιος στους Αρειανούς).
11.33
Ποια η ερμηνεία του “Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλειπες;” (Ματθ. 27.46, Μαρκ 15.34)
Την βλάσφημη θέση ότι ο Κύριος δείλιασε προ του πάθους και πάνω στον σταυρό εξέφρασαν οι Αρειανοί. Σ’ αυτούς απάντησε ο Μέγας Αθανάσιος ως εξής:
«54. Λοιπόν, όπως, ενώ αυξάνει το σώμα, λέγεται ότι αυτός προκόπτει λόγω της ιδιότητος του ανθρωπίνου σώματος, έτσι και τα αναφερόμενα στον καιρό του θανάτου, δηλαδή το ότι εταράχθη, έκλαυσε, πρέπει να τα εκλάβωμεν με την ιδίαν έννοιαν. Διότι περιπατούντες πάνω και κάτω ανήσυχοι και ωσάν να στηρίζουν την αίρεσίν των πάλιν εις αυτά, ισχυρίζονται˙ να λοιπόν, έκλαυσε και είπε˙ “Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται[1]” και παρεκάλεσε να αποφύγει το ποτήριον του θανάτου[2]˙ πως λοιπόν, εφ’ όσον είπε αυτά, είναι Θεός και Λόγος του Πατρός; Βεβαίως, ω θεομάχοι, έχει γραφεί ότι έκλαυσε και ότι είπε εταράχθηκα, και επί του σταυρού είπεν, “Ἐλωί, Ἐλωί, λιμάσαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;” Και παρεκάλεσε ν’ αποφύγει το ποτήριον. Βεβαίως, έχουν γραφεί αυτά. Αλλά θα ήθελα πάλι να μου απαντήσετε˙ διότι πρέπει με τον ίδιο τρόπο ν’ αντικρούσω καθένα από τα επιχειρήματά σας˙ εάν μεν είναι απλούς άνθρωπος αυτός που ομιλεί, ας κλαίει και ας φοβήται τον θάνατον ως άνθρωπος˙ εάν όμως είναι Λόγος με ανθρώπινην φύσιν (δεν πρέπει να κουράζωμαι να λέγω πάντα τα ίδια), ποιον είχε να φοβηθεί ενώ ήτο Θεός; Ή πως είναι δυνατόν να εφοβήτο αυτός που λέγει˙ “Μή φοβεῖσθε τόν ἀποκτείνοντα τό σῶμα[3]”; Και πως είναι δυνατόν αυτός που έλεγε στον Αβραάμ, “Μή φοβοῦ, ὅτι μετά σοῦ εἰμί[4]” και ενεθάρρυνε τον Μωυσή κατά του Φαραώ, και είπε εις τον Ιησού του Ναυή, “Ἴσχυε καί ἀνδρίζου[5]”, αυτός ο ίδιος να εφοβείτο τον Ηρώδη και τον Πιλάτο;
Έπειτα αυτός που έγινε στους άλλους βοηθός δια να μη φοβούνται (Κύριος γάρ, φησίν, ἐμοί βοηθός˙ ου φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος[6]) εφοβείτο ηγεμόνας, οι οποίοι ήσαν θνητοί άνθρωποι; αυτός που ήλθε δια να καταργήσει τον θάνατον, εφοβείτο τον θάνατον; Πως όμως δεν είναι παραλογισμός και ασέβεια να ισχυρίζονται ότι εφοβείτο τον θάνατον αυτός, τον οποίον βλέποντες οι φύλακες του Άδου εφοβήθησαν; Εάν δε, όπως ισχυρίζεσθε σεις, εφοβείτο ο Λόγος, διατί ενώ προ πολλού ωμιλούσε περί της κακής διαθέσεως των Ιουδαίων, δεν έφευγε, αλλά και όταν εζητείτο έλεγε, “ἐγώ εἰμί[7]”; Διότι ημπορούσε να μην αποθάνει όπως έλεγε˙ “Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τήν ψυχήν μου˙ καί ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν[8]” και “Οὐδείς αἴρει αὐτήν ἀπ’ ἐμοῦ[9]”.
55. Αλλ΄ αυτά δεν ήσαν γνωρίσματα του Λόγου, καθ’ ότι ήτο Λόγος˙ εις το ανθρώπινο σώμα όμως, το οποίο υφίστατο αυτά, υπήρχε ο Λόγος, ω χριστομάχοι, και αχάριστοι Ιουδαίοι. Άλλωστε αυτά δεν ελέχθησαν προ της ενανθρωπίσεως, αλλ’ όταν ενηνθρώπησεν ο Λόγος και έγινεν άνθρωπος, τότε έχει γραφεί ότι ελέχθησαν ταύτα ανθρωπίνος» (Λόγος Κατά Αρειανών Γ΄, μετ. Σοφ. Τοκατλίδη, Μ. Αθανασίου Έργα, εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, τ. 3 σσ. 159-161)
11.33
Συνέχεια
Αφού εξήγησε ότι όχι από δειλία, αλλά ανθρωποπαθώς είπώθηκε η συγκεκριμένη φράση, σε άλλο έργο δίνει την εξής ερμηνεία:
«25. Επειδή λοιπόν απεγυμνώθη (σσ. ο διάβολος) από τα πάντα, ηύχετο τουλάχιστον να κρατήσει τον Άδη. Διότι εφοβείτο πάλιν, μήπως είναι αυτός (σσ. ο εταυρωμένος) ο οποίος καταυγάζει το σκοτάδι, δια τον οποίον έχει γραφεί˙ “Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει, φως εἶδε μέγα[10]”. Διότι είχε ακούσει τον ίδιο που έλεγε˙ “ἐγώ εἰμί το φῶς[11]”. Δια τούτο εφοβείτο μήπως αποθάνει εκείνος, και έτσι αυτός εκδιωχθεί από παντού. Επειδή όμως ο Κύριος έβλεπεν αυτόν να φεύγει, δια να μη πραγματοποιηθεί τούτο και απομακρυνθεί ο εχθρός που υπεχώρει, εφώναξε με ανθρωπίνους φωνάς, που έδειχναν και αδυναμίαν λέγων, “Ἐλωί, Ἐλωί, λιμάσαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;” Και αυτό το έκανε δια να νομίσει ο διάβολος, ο οποίος είχε τρομάξει από τον Θεό, ότι ήτο αδύνατος άνθρωπος, και έτσι να μην απομακρυνθεί φεύγων. Με αυτάς λοιπόν τας φωνάς μετεπείσθη ο πάγκακος και επλησίασε πάλιν, επειδή τον είδε ωσαν άνθρωπον, και του επετέθη. Διότι έπεισε τους Ιουδαίους να ζητήσουν την σφαγήν του, και έγινεν έτσι αυτό που δεν επερίμενεν˙ εσφάγη δηλαδή όχι εις άλλο σημείον, αλλ’ εις την πλευράν, εκ της οποίας έτρεξε νερό και αίμα, και τούτο έγινε έτσι, ώστε, επειδή προηγουμένως η αγάπη ήλθε δια της γυναικός, η οποία επλάσθη εκ της πλευράς, έτσι και τώρα, δια της πλευράς του δευτέρου Αδάμ, να δοθεί το λύτρον και το καθαριστικόν της πρώτης πλευράς, το λύτρον μεν δια του αίματος, το καθαριστικόν δε δια του ύδατος. Και αυτό συνέβει στον διάβολο χωρίς να το θέλει, διότι τον θάνατον που εφοβείτο αν συνέβαινεν, αυτόν τον θάνατον απέθανεν ο Κύριος, και εκείνος απεγυμνώθει»
(Εις το πάθος του Κυρίου και εις τον σταυρόν, μετ. Βασ. Φανουργάκη, Μ. Αθανασίου Έργα, εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, τ. 12 σσ. 81-83)
11.33
Συνέχεια
Για να μην συμπεράνει κάποιος με ανόητο τρόπο ότι ο Κύριος υποκριτικά εφώναξε τα παραπάνω λόγια, ας ξεκαθαρίσουμε ότι όσα είπε ο Μέγας Αθανάσιος εξηγούν το γιατί ως Θεός αποφάσισε να αισθανθεί ως άνθρωπος την εγκατάλειψη. Από την πλευρά της ανθρώπινης φύσεως ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου εξηγεί τα εξής:
«64. Τι λοιπόν, λένε, είναι ο Λόγος αυτός τον οποίο είπε, “ Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;” Σε ποιον δεν είναι φανερό ότι από την ανθρώπινη πλευρά της αυτού ενανθρωπήσεως, ανθρωποπαθώς, εκφέρεται το ρητό; Διότι η ανθρώπινη φύση του δεν τελούσε κατ’ ιδίαν, δεν ήταν ξεχωριστή της θεότητος, σαν να ήταν οι δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, αλλού η μια από την άλλη, αλλά ήταν η ανθρώπινη ενωμένη με την θεία, σε μία ενότητα και γνώριζε πολύ καλά όσα αφορούσαν το τέλος. Η οποία (σσ. ανθρώπινη φύση) ενωμένη με την θεότητα σε μία θεότητα, επειδή έβλεπε ήδη την ψυχή και την θεότητα να κινούνται προς εγκατάλειψη του αγίου σώματος και να φεύγουν από την ανθρώπινη πλευρά που ήταν ταυτόχρονα και Κύριος, είπε τα όσα είπε. Διότι επρόκειτο η θεότητα να τελειώσει τα πάντα κατά το μυστήριο της σταυρώσεως και μαζί με την ψυχή να κατέβει στα καταχθόνια, ώστε να εργασθεί την σωτηρία των προκεκοιμημένων, οι οποίοι βρίσκονταν εκεί, εννοώ των αγίων πατριαρχών. Όπως, λοιπόν, έγινε η κίνηση κατ’ αυτόν τον τρόπο, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσεως η φωνή έλεγε προς την πλευρά της θεότητας “ Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;”. Έπρεπε αυτό να γίνει για να εκπληρωθούν έτσι οι προφητείες που προεκηρύχθηκαν από τους δικούς Του προφήτες. Για να εκπληρώσει και όσα προφητεύθηκαν κατά του Άδου, σύμφωνα με την ιδέα του ανθρώπου για τον Άδη, ώστε ο άρχων, ο Άδης και ο θάνατος, επειδή θέλησαν να κρατήσουν άνθρωπο, αγνοώντας την εν τη ψυχή κρυμμένη θεότητα, κατέληξαν, ο μεν Άδης να χειραγωγηθεί και ο θάνατος να καταλυθεί και να εκπληρωθεί το γεγραμμένο “ οὐκ ἐάσεις τήν ψυχήν μου εἰς Ἅιδην, οὐδέ δώσεις τόν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν”».
(Πανάριον 64.1-5, εκδοση Karl Holler, στη σειρά Griechschen Christlichen Schriftsteller Bnd 37(1931) s. 213)
www.impantokratoros.gr/46311BB1.el.aspx
11.33
Συνέχεια
Μερικοί λένε, και είναι βλάσφημο όμως αυτό, ότι ο Θεός Πατέρας εγκατέλειψε έστω και για λίγο, τον Χριστόν και Υιόν Του, για να αισθανθεί δήθεν ο Κύριος την φρίκη και την οδύνη από πόνο της εγκαταλείψεως. Όμως αυτό δεν είναι σωστό, είναι πλάνη και αίρεσις.
Ουδέποτε εγκατέλειψε ο Θεός Πατέρας, τον Υιόν και Θεάνθρωπο Κύριο, ούτε και μπορούσε, διότι πως είναι δυνατόν να εγκαταλείψει η μία φύσις την άλλη; Αφού ο Υιός με τον Πατέρα είναι ένα και το αυτό πράγμα. Είναι μία φύσις. Είναι μία ουσία. Έχουν μία θέληση. Μία και την αυτή θέληση, και μία ενέργεια. Ούτε και πάλι η θεία φύσις μπορούσε να εγκαταλείψει, την ανθρώπινη, στο πρόσωπο βέβαια του Ιησού Χριστού, διότι θεία και ανθρώπινη φύσις, είναι ενωμένες μια για πάντα, εις τους αιώνας των αιώνων, στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, ατρέπτως, αναλλοιώτως, αχωρίστως, και αδιαιρέτως, εις τους αιώνας των αιώνων, σύμφωνα με τους όρους, της τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου στη Χαλκηδόνα. Αυτό σημαίνει ότι δεν χωρίζονται, ούτε χωρίστηκαν ποτέ, ούτε διαιρούνται, ούτε και θα διαιρεθούν ποτέ η μια φύσις από την άλλην. Ενωμένες αυτές οι δύο όπως είπαμε ατρέπτως και αναλλοιώτως, με αυτές τις δύο φύσεις, ανέβηκε ο Χριστός στους ουρανούς, την οποία ανθρώπινη φύση εθέωσε και εδόξασε εις τα δεξιά του Θεού και Πατρός.
Η κραυγή του Χριστού προς τον Θεό Πατέρα είναι η δική μας κραυγή λέγει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Η κραυγή της αμαρτωλής ανθρωπότητος, η δική μας κραυγή, διά στόματος του Ιησού Χριστού, την αμαρτίαν της οποίας πλήρωσε εκουσίως Αυτός με το Αίμα Του και με τη Θυσία Του πάνω στο Σταυρό.
Και ο Άγιος Κύριλλος συνεχίζοντας λέγει, ότι η κένωσις του Θεού Λόγου με την ενανθρώπισή Του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού έφθασε στο υψηλότερο σημείο που το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να συλλάβει. Δεν μπορεί. Και το υψηλότερο σημείο είναι η Σταυρική Του Θυσία. Άδειασε τους Ουρανούς ο Υιός και Λόγος του Θεού, έγινε άνθρωπος στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, ο Θεάνθρωπος, γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία – «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» - μεγάλωσε ως άνθρωπος χωρίς να πάψει να είναι και Θεός, έπαθε ως άνθρωπος χωρίς να πάψει πάλι να είναι και τέλειος Θεός.
Αυτό το υψηλότερο σημείο της Θείας κενώσεως που όπως είπαμε κατά τον Άγιο Κύριλλο είναι η Σταυρική Θυσία, λέγεται και τελεία εγκατάλειψις και εκφράστηκε με αυτήν την κραυγή.
Ο Χριστός πάνω στο Σταυρό ήταν μόνος. Μόνος στην προσευχή της αγωνίας στον κήπο της Γεθσημανή, και παρόλον που ήθελε ως άνθρωπος την ανθρώπινη παρηγοριά και συμπαράσταση, γιατί η ψυχή του εγένετο περίλυπη έως θανάτου, λέγοντας στους μαθητάς «περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου», μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού. Δυστυχώς όμως εκείνοι δεν άντεξαν, και έπεσαν σε βαθύ ύπνο.
Και όταν Τον συνέλαβαν πάλι έμεινε μόνος. Φαίνεται να Τον ακολουθεί ο Ιωάννης, όχι όμως ως μαθητής αλλά ως γνώριμος του Αρχιερέως. Ακολουθεί και ο Πέτρος αλλά από μακρόθεν. Και πάλι με την μεσολάβηση του Ιωάννου μπήκε στην αυλή του Αρχιερέως, όπου όμως μπροστά σε μια παιδίσκη, άρχισε να αναθεματίζει και να καταριέται τον εαυτόν του, ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον. Μόνος λοιπόν ο Κύριος. Και μόνος μπροστά στους Αρχιερείς. Μόνος μπροστά στον Πιλάτο. Μόνος στους εμπαιγμούς, στα ραπίσματα, στο φραγγέλιο, στις κοροϊδίες, και στο ακάνθινο στεφάνι. Μόνος στο δρόμο προς τον Γολγοθά, - εκτός από τον Κυρηναίο, τον οποίον όμως ηγγάρευσαν οι στρατιώτες, τον ανάγκασαν δηλαδή παρά την θέλησή του να σηκώσει τον Σταυρό ενός καταδίκου. Μόνος και στην Σταύρωσή Του. Και απόλυτα μόνος θα πιεί μέχρι το τέλος, το πικρότατον ποτήριον των φρικτών Του παθών. Εγκαταλελειμμένος απ’ όλους. Γι’ αυτό και κραυγάζει ως άνθρωπος, Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες;
Πρ. π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Η εύλαλη σιωπή», εκδ. Εν πλω, σ. 213-219)
«Θεέ μου. Θεέ μου ίνα τί με εγκατέλειπες;». Μερικοί θεώρησαν τον εκ βαθέων αυτό λόγο ως πικρό γογγυσμό και ως απελπιστική ικεσία. Πρόκειται για λόγο που περιέχει άμετρο βάθος θεολογίας. Ο σταυρωμένος Χριστός γίνεται την ώρα εκείνη ο «επικατάρατος κρεμάμενος επί ξύλου», η «κατάρα» για μας κατά τον θείο Παύλο. Ο Σταυρωθείς σηκώνει τις αμαρτίες όλου του κόσμου, του τότε, του πριν και του μετά, όλων των αιώνων, όλων των ανθρώπων.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, μιλά για μας τους εγκαταλελειμμένους και παραθεωρημένους, που ο Θεός μάς προσέλαβε.
Ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, κατά τον άριστο βιογράφο του Γέροντα Σωφρόνιο, όταν έχασε τη χάρη, αισθάνθηκε τη θεοεγκατάλειψη, τον πόνο του Αδάμ έξω του παραδείσου, τον πόνο του σταυρού, την απουσία της θεοκοινωνίας.
Ιεχωβας;;; Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα!!
Δημοσίευση σχολίου