Συνέχεια από: Πέμπτη, 6 Αυγούστου 2020
3.2. Η Βιβλική Κοσμολογία
I. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του βιβλίου της Γενέσεως
Κάτω από το ίδιο πρίσμα πρέπει να ιδωθεί και το βιβλίο τής Γενέσεως, που αποτελεί το πρώτο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης τόσο στον ιουδαϊκό όσο και στον ελληνικό κανόνα. Το όνομα τού βιβλίου, κατά την μετάφραση των Ο΄, σημαίνει «απαρχή, δημιουργός αιτία»182 και σχετίζεται με τις φράσεις του ιδίου του κειμένου «αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὅτε ἐγένετο, ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»183. Η συγγραφή του βιβλίου σύμφωνα με παλαιότερη φιλολογική κριτική ανάγεται πιθανόν στον 5ο αι. π.Χ. και αποδίδεται στον καλούμενο «Ιερατικό κώδικα» ή την «πηγή Ρ» της Πεντατεύχου. Νεότερες κριτικές αποδίδουν τη Γένεση σε συγγραφείς, οι οποίοι άντλησαν το υλικό των διηγήσεών τους από ένα σύνολο διαφορετικών προφορικών «στρωματικών παραδόσεων», τις οποίες συγκέντρωσαν και διευθέτησαν, ώστε να διαμορφώσουν το τελικό κείμενο της πηγής Ρ. Τα ίχνη των παραδόσεων αυτών ανάγονται στην εποχή του Μωυσή ή και παλαιότερα184 και συνδέονται με την αυθεντία του προσώπου του Μωυσή, της μεγαλύτερης θρησκευτικής και πολιτικής προσωπικότητας της Παλαιάς Διαθήκης185. Η επισήμανση αυτή έχει την αξία της, διότι είναι προφανές ότι οι όποιες επιστημονικές ή μη περιγραφές για την δημιουργία του κόσμου δε μπορεί παρά να απηχούν αντιλήψεις και απόψεις εκείνης της εποχής.
Το βιβλίο της Γενέσεως έχει στο σύνολό του αφηγηματικό χαρακτήρα186. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας της Γενέσως είναι απλή και λιτή, ώστε να είναι κατανοητή και εύληπτη και από τους πλέον απλούς και αγράμματους ανθρώπους της εποχής του, που ήταν κυρίως γεωργοί και ποιμένες187. Όλες οι διηγήσεις είναι προσαρμοσμένες στα γλωσσικά και αντιληπτικά δεδομένα των ανθρώπων της εποχής κατά την οποία κατεγράφησαν και είναι απαλλαγμένες από κάθε επιτήδευση όχι μόνο επιστημονικού, αλλά και φιλοσοφικού και θεολογικού λόγου. Με τον τρόπο αυτό οι διηγήσεις απευθύνονται στον άνθρωπο κάθε κοινωνικής τάξης και μορφωτικού επιπέδου και του μεταφέρουν με τον απλούστερο δυνατό τρόπο μηνύματα πανανθρώπινα, αξίες διαχρονικές και αλήθειες για τον ίδιο και τον Θεό, που Τον παρουσιάζουν ως πατέρα και δημιουργό του παντός, των ορατών και αοράτων κτισμάτων. Παρά τη γλωσσική απλότητα και φυσικότητα του κειμένου, παρατηρείται εκφραστική ακρίβεια, σαφήνεια στις περιγραφές, χρήση ζωηρών εικόνων και συμβολισμών, λογοτεχνική δεξιοτεχνία και δυναμικότητα, τόσο στο ύφος όσο και στα νοήματα188.
Από επιστημονικής απόψεως ακολουθείται η ίδια τακτική· τα στοιχεία που παρουσιάζονται είναι επίσης απλά και λιτά δοσμένα. Το κοσμοείδωλο που περιγράφεται, απηχεί τις όποιες επιστημονικές αντιλήψεις της εποχής εκείνης189. Το κύριο μέλημα του συγγραφέα δεν ήταν να παρουσιάσει μια λεπτομερή επιστημονική εργασία με τις κοσμολογικές αντιλήψεις της εποχής του, αλλά να πληροφορήσει για την σοφία, την δύναμη και το μεγαλείο του Δημιουργού, που αποκαλύπτονται μέσω της διήγησης για την δημιουργία190. Δεν διεκδικεί επομένως η Γένεσις χαρακτήρα επιστημονικής πραγματείας, ούτε επιστημονικής ερμηνείας της δημιουργίας. Ο στόχος δηλαδή της Γενέσεως δεν διαφοροποιείται από αυτόν που συνέχει όλη την Παλαιά Διαθήκη. Είναι καθαρά θεολογικός και θέλει να αναδείξει τον ένα και μοναδικό Θεό ως τον δημιουργό των πάντων από την απόλυτη ανυπαρξία στην ύπαρξη με μόνο τον λόγο του, ενώ με μία πράξη ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και προσωπικής ενέργειας, μετά την ολοκλήρωση του κόσμου, Τον παρουσιάζει να δημιουργεί τον άνθρωπο ως κορωνίδα της κτίσης. Ο ίδιος ο Θεός παρουσιάζεται απολύτως υπερβατικός, δηλαδή υπεράνω της Δημιουργίας, ετερούσιος191 αυτής, ώστε να μη συγχέεται μ’ αυτήν192. Δεν έχει επομένως επιστημονικό χαρακτήρα ούτε και προτίθεται ο βιβλικός συγγραφέας να δώσει επιστημονική ερμηνεία στη Δημιουργία. Παρά ταύτα μέσα από ένα λόγιο ύφος και με επιστημονική διάθεση στοχεύει στο να δώσει απαντήσεις για τη δημιουργία του κόσμου, για την ύπαρξη, την φύση του ανθρώπου και τη σχέση του με τον Δημιουργό του193. Η θεοπνευστία του κειμένου δεν βασίζεται στις απόλυτα ορθές επιστημονικά παρουσιάσεις της Δημιουργίας του κόσμου194, αλλά στις απόλυτα ορθές θεολογικές θέσεις του· στο ότι πίσω από την κάθε «επιστημονική» ή ιστορική διήγηση αποκαλύπτεται ο Θεός ως πατέρας και δημιουργός, που αγαπάει το πλάσμα Του και επιθυμεί να βρίσκεται σε διαρκή κοινωνία μαζί του.
Κάτω από αυτό το σκεπτικό ξεκινάει η διήγηση της Γενέσεως και αυτό ακριβώς το σκεπτικό αποτελεί τον ιστό της όλης Δημιουργίας και του σχεδίου της θείας οικονομίας. Ο αποκαλυπτικός χαρακτήρας του κειμένου δεν έγκειται στην αποκάλυψη της απόλυτης επιστημονικής αλήθειας· κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο και κατά κάποιον τρόπο ανεπίτρεπτο, εφόσον το κείμενο θα ήταν πλέον ακατανόητο. Έπρεπε επομένως η όποια επιστημονικής φύσης διήγηση να βασίζεται στα δεδομένα της εποχής που γράφτηκε, ώστε να είναι δυνατή η πρόσληψη από τους αποδέκτες του κειμένου. Αν υποθέσουμε ότι η σημερινή επιστημονική γνώση αποτελεί την αλήθεια για την δημιουργία του κόσμου ή πιο ορθά ότι είναι πολύ πιο κοντά στην αλήθεια από την τότε γνώση, θα ήταν αδύνατο για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής να κατανοήσουν έστω και λίγο ή να προσεγγίσουν το κείμενο της περί της δημιουργίας διήγησης, αν αυτή γινόταν με ορολογία και γνώσεις της σημερινής εποχής ή μιας μελλοντικής, που ακόμα και για τον σύγχρονο επιστήμονα θα ήταν ακατανόητες. Δίνεται επομένως βαρύτητα στο ποιος και στο γιατί της Δημιουργίας και όχι τόσο στο πώς, στη λεπτομερή δηλαδή επιστημονική εξήγηση των εξελικτικών φάσεων αυτής. Μετά από αυτές της αποσαφηνίσεις γίνεται κατανοητό ότι οι όποιες ενδεχόμενες διαφωνίες της βιβλικής διήγησης με τις σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις δεν πρέπει να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει θεοπνευστία στο κείμενο. Η θεοπνευστία βασίζεται στην πληροφόρηση του ανθρώπου για τον έναν και μοναδικό δημιουργό Θεό, για την δημιουργία και για την μεταξύ τους σχέση μέσα από το κοσμοείδωλο εκείνης της εποχής195. Παρά ταύτα στη Γένεση παρουσιάζονται έστω και λιτά επιστημονικές απόψεις που ναι μεν απηχούν αντιλήψεις της εποχής εκείνης, αλλά όπως θα δούμε παρακάτω είναι διατυπωμένες με δυναμικότητα τόσο στο ύφος όσο και στα νοήματα, ώστε να είναι «χωρητικές», να συν–χωρούν σε υψηλό βαθμό τις σύγχρονες επιστημονικές ερμηνείες.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως οι προθέσεις και οι θέσεις των βιβλικών συγγραφέων είναι πολύ σαφείς. Γράφουν σε μία πολύ απλή γλώσσα, ώστε να μπορεί ο οποιασδήποτε κοινωνικής τάξης και μορφωτικού επιπέδου άνθρωπος να προσεγγίσει τα κείμενα διαβάζοντας ή ακούγοντάς τα. Κάτι τέτοιο είναι επιβεβλημένο εφόσον ο στόχος τους δεν είναι επιστημονικός αλλά θεολογικός. Έτσι εκ πρώτης όψεως τα κείμενα φαίνονται πολύ απλοϊκά έως και αφελή. Στην πραγματικότητα είναι αρκετά δύσκολα λόγω του ότι ασχολούνται με θέματα της αρχής του σύμπαντος, της προέλευσής του, της προέλευσης του ανθρώπου και της σχέσης του με τον Δημιουργό του. Τελικά χαρακτηρίζονται ως «ακανθώδη» από την βιβλική επιστημονική έρευνα, εφόσον εμπεριέχουν αιώνιες αξίες και θεμελιώδεις αλήθειες της χριστιανικής πίστης, οι οποίες άπτονται πραγματικών υπαρξιακών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος σχετικά με το ποιος είναι, από πού προέρχεται, πού πηγαίνει, ποιος ο σκοπός του μέσα στον κόσμο, τι σχέση έχει με την υπόλοιπη Δημιουργία196. Η βιβλική προσέγγιση πάνω στα ζητήματα αυτά είναι σαφής και ξεκάθαρη. Καθώς οι διηγήσεις ξεδιπλώνονται, αποκαλύπτουν τον ένα και μοναδικό Θεό ως Δημιουργό των πάντων. Είναι ο Πλάστης που δημιουργεί από αγάπη και μέσα από την αγαπητική εν ελευθερία σχέση Του με τα πλάσματά Του οδηγεί το σχέδιο της οικονομίας Του για την σωτηρία των πλασμάτων Του197.
3.2. Η Βιβλική Κοσμολογία
I. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του βιβλίου της Γενέσεως
Κάτω από το ίδιο πρίσμα πρέπει να ιδωθεί και το βιβλίο τής Γενέσεως, που αποτελεί το πρώτο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης τόσο στον ιουδαϊκό όσο και στον ελληνικό κανόνα. Το όνομα τού βιβλίου, κατά την μετάφραση των Ο΄, σημαίνει «απαρχή, δημιουργός αιτία»182 και σχετίζεται με τις φράσεις του ιδίου του κειμένου «αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὅτε ἐγένετο, ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»183. Η συγγραφή του βιβλίου σύμφωνα με παλαιότερη φιλολογική κριτική ανάγεται πιθανόν στον 5ο αι. π.Χ. και αποδίδεται στον καλούμενο «Ιερατικό κώδικα» ή την «πηγή Ρ» της Πεντατεύχου. Νεότερες κριτικές αποδίδουν τη Γένεση σε συγγραφείς, οι οποίοι άντλησαν το υλικό των διηγήσεών τους από ένα σύνολο διαφορετικών προφορικών «στρωματικών παραδόσεων», τις οποίες συγκέντρωσαν και διευθέτησαν, ώστε να διαμορφώσουν το τελικό κείμενο της πηγής Ρ. Τα ίχνη των παραδόσεων αυτών ανάγονται στην εποχή του Μωυσή ή και παλαιότερα184 και συνδέονται με την αυθεντία του προσώπου του Μωυσή, της μεγαλύτερης θρησκευτικής και πολιτικής προσωπικότητας της Παλαιάς Διαθήκης185. Η επισήμανση αυτή έχει την αξία της, διότι είναι προφανές ότι οι όποιες επιστημονικές ή μη περιγραφές για την δημιουργία του κόσμου δε μπορεί παρά να απηχούν αντιλήψεις και απόψεις εκείνης της εποχής.
Το βιβλίο της Γενέσεως έχει στο σύνολό του αφηγηματικό χαρακτήρα186. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας της Γενέσως είναι απλή και λιτή, ώστε να είναι κατανοητή και εύληπτη και από τους πλέον απλούς και αγράμματους ανθρώπους της εποχής του, που ήταν κυρίως γεωργοί και ποιμένες187. Όλες οι διηγήσεις είναι προσαρμοσμένες στα γλωσσικά και αντιληπτικά δεδομένα των ανθρώπων της εποχής κατά την οποία κατεγράφησαν και είναι απαλλαγμένες από κάθε επιτήδευση όχι μόνο επιστημονικού, αλλά και φιλοσοφικού και θεολογικού λόγου. Με τον τρόπο αυτό οι διηγήσεις απευθύνονται στον άνθρωπο κάθε κοινωνικής τάξης και μορφωτικού επιπέδου και του μεταφέρουν με τον απλούστερο δυνατό τρόπο μηνύματα πανανθρώπινα, αξίες διαχρονικές και αλήθειες για τον ίδιο και τον Θεό, που Τον παρουσιάζουν ως πατέρα και δημιουργό του παντός, των ορατών και αοράτων κτισμάτων. Παρά τη γλωσσική απλότητα και φυσικότητα του κειμένου, παρατηρείται εκφραστική ακρίβεια, σαφήνεια στις περιγραφές, χρήση ζωηρών εικόνων και συμβολισμών, λογοτεχνική δεξιοτεχνία και δυναμικότητα, τόσο στο ύφος όσο και στα νοήματα188.
Από επιστημονικής απόψεως ακολουθείται η ίδια τακτική· τα στοιχεία που παρουσιάζονται είναι επίσης απλά και λιτά δοσμένα. Το κοσμοείδωλο που περιγράφεται, απηχεί τις όποιες επιστημονικές αντιλήψεις της εποχής εκείνης189. Το κύριο μέλημα του συγγραφέα δεν ήταν να παρουσιάσει μια λεπτομερή επιστημονική εργασία με τις κοσμολογικές αντιλήψεις της εποχής του, αλλά να πληροφορήσει για την σοφία, την δύναμη και το μεγαλείο του Δημιουργού, που αποκαλύπτονται μέσω της διήγησης για την δημιουργία190. Δεν διεκδικεί επομένως η Γένεσις χαρακτήρα επιστημονικής πραγματείας, ούτε επιστημονικής ερμηνείας της δημιουργίας. Ο στόχος δηλαδή της Γενέσεως δεν διαφοροποιείται από αυτόν που συνέχει όλη την Παλαιά Διαθήκη. Είναι καθαρά θεολογικός και θέλει να αναδείξει τον ένα και μοναδικό Θεό ως τον δημιουργό των πάντων από την απόλυτη ανυπαρξία στην ύπαρξη με μόνο τον λόγο του, ενώ με μία πράξη ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και προσωπικής ενέργειας, μετά την ολοκλήρωση του κόσμου, Τον παρουσιάζει να δημιουργεί τον άνθρωπο ως κορωνίδα της κτίσης. Ο ίδιος ο Θεός παρουσιάζεται απολύτως υπερβατικός, δηλαδή υπεράνω της Δημιουργίας, ετερούσιος191 αυτής, ώστε να μη συγχέεται μ’ αυτήν192. Δεν έχει επομένως επιστημονικό χαρακτήρα ούτε και προτίθεται ο βιβλικός συγγραφέας να δώσει επιστημονική ερμηνεία στη Δημιουργία. Παρά ταύτα μέσα από ένα λόγιο ύφος και με επιστημονική διάθεση στοχεύει στο να δώσει απαντήσεις για τη δημιουργία του κόσμου, για την ύπαρξη, την φύση του ανθρώπου και τη σχέση του με τον Δημιουργό του193. Η θεοπνευστία του κειμένου δεν βασίζεται στις απόλυτα ορθές επιστημονικά παρουσιάσεις της Δημιουργίας του κόσμου194, αλλά στις απόλυτα ορθές θεολογικές θέσεις του· στο ότι πίσω από την κάθε «επιστημονική» ή ιστορική διήγηση αποκαλύπτεται ο Θεός ως πατέρας και δημιουργός, που αγαπάει το πλάσμα Του και επιθυμεί να βρίσκεται σε διαρκή κοινωνία μαζί του.
Κάτω από αυτό το σκεπτικό ξεκινάει η διήγηση της Γενέσεως και αυτό ακριβώς το σκεπτικό αποτελεί τον ιστό της όλης Δημιουργίας και του σχεδίου της θείας οικονομίας. Ο αποκαλυπτικός χαρακτήρας του κειμένου δεν έγκειται στην αποκάλυψη της απόλυτης επιστημονικής αλήθειας· κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο και κατά κάποιον τρόπο ανεπίτρεπτο, εφόσον το κείμενο θα ήταν πλέον ακατανόητο. Έπρεπε επομένως η όποια επιστημονικής φύσης διήγηση να βασίζεται στα δεδομένα της εποχής που γράφτηκε, ώστε να είναι δυνατή η πρόσληψη από τους αποδέκτες του κειμένου. Αν υποθέσουμε ότι η σημερινή επιστημονική γνώση αποτελεί την αλήθεια για την δημιουργία του κόσμου ή πιο ορθά ότι είναι πολύ πιο κοντά στην αλήθεια από την τότε γνώση, θα ήταν αδύνατο για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής να κατανοήσουν έστω και λίγο ή να προσεγγίσουν το κείμενο της περί της δημιουργίας διήγησης, αν αυτή γινόταν με ορολογία και γνώσεις της σημερινής εποχής ή μιας μελλοντικής, που ακόμα και για τον σύγχρονο επιστήμονα θα ήταν ακατανόητες. Δίνεται επομένως βαρύτητα στο ποιος και στο γιατί της Δημιουργίας και όχι τόσο στο πώς, στη λεπτομερή δηλαδή επιστημονική εξήγηση των εξελικτικών φάσεων αυτής. Μετά από αυτές της αποσαφηνίσεις γίνεται κατανοητό ότι οι όποιες ενδεχόμενες διαφωνίες της βιβλικής διήγησης με τις σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις δεν πρέπει να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει θεοπνευστία στο κείμενο. Η θεοπνευστία βασίζεται στην πληροφόρηση του ανθρώπου για τον έναν και μοναδικό δημιουργό Θεό, για την δημιουργία και για την μεταξύ τους σχέση μέσα από το κοσμοείδωλο εκείνης της εποχής195. Παρά ταύτα στη Γένεση παρουσιάζονται έστω και λιτά επιστημονικές απόψεις που ναι μεν απηχούν αντιλήψεις της εποχής εκείνης, αλλά όπως θα δούμε παρακάτω είναι διατυπωμένες με δυναμικότητα τόσο στο ύφος όσο και στα νοήματα, ώστε να είναι «χωρητικές», να συν–χωρούν σε υψηλό βαθμό τις σύγχρονες επιστημονικές ερμηνείες.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως οι προθέσεις και οι θέσεις των βιβλικών συγγραφέων είναι πολύ σαφείς. Γράφουν σε μία πολύ απλή γλώσσα, ώστε να μπορεί ο οποιασδήποτε κοινωνικής τάξης και μορφωτικού επιπέδου άνθρωπος να προσεγγίσει τα κείμενα διαβάζοντας ή ακούγοντάς τα. Κάτι τέτοιο είναι επιβεβλημένο εφόσον ο στόχος τους δεν είναι επιστημονικός αλλά θεολογικός. Έτσι εκ πρώτης όψεως τα κείμενα φαίνονται πολύ απλοϊκά έως και αφελή. Στην πραγματικότητα είναι αρκετά δύσκολα λόγω του ότι ασχολούνται με θέματα της αρχής του σύμπαντος, της προέλευσής του, της προέλευσης του ανθρώπου και της σχέσης του με τον Δημιουργό του. Τελικά χαρακτηρίζονται ως «ακανθώδη» από την βιβλική επιστημονική έρευνα, εφόσον εμπεριέχουν αιώνιες αξίες και θεμελιώδεις αλήθειες της χριστιανικής πίστης, οι οποίες άπτονται πραγματικών υπαρξιακών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος σχετικά με το ποιος είναι, από πού προέρχεται, πού πηγαίνει, ποιος ο σκοπός του μέσα στον κόσμο, τι σχέση έχει με την υπόλοιπη Δημιουργία196. Η βιβλική προσέγγιση πάνω στα ζητήματα αυτά είναι σαφής και ξεκάθαρη. Καθώς οι διηγήσεις ξεδιπλώνονται, αποκαλύπτουν τον ένα και μοναδικό Θεό ως Δημιουργό των πάντων. Είναι ο Πλάστης που δημιουργεί από αγάπη και μέσα από την αγαπητική εν ελευθερία σχέση Του με τα πλάσματά Του οδηγεί το σχέδιο της οικονομίας Του για την σωτηρία των πλασμάτων Του197.
Μία τέτοια, υπό το ορθόδοξο πρίσμα, προσέγγιση του βιβλίου τής Γενέσεως δίνει τη σαφή αίσθηση ότι η βιβλική κοσμολογία δεν επιδιώκει να υποκαταστήσει την επιστημονική έρευνα και να φανερώσει την αλήθεια για το «πώς» της δημιουργίας ή του κόσμου. Η απάντηση αυτή ανήκει στο ερευνητικό πεδίο των Φυσικών Επιστημών και έτσι δεν υπάρχουν περιθώρια αντιπαράθεσης με τις σύγχρονες επιστήμες από την πλευρά της ορθόδοξα προσεγγιζόμενης βιβλικής κοσμολογίας. Ο όποιος διάλογος επομένως από την πλευρά της θεολογικής επιστήμης με τις φυσικές επιστήμες δεν γίνεται με όρους αντιπαράθεσης, ούτε πολύ περισσότερο με χαρακτήρα απολογητικό. Ακόμη και όταν αναφέρεται σε θέματα επιστημονικά η Βίβλος ή οι ερμηνευτές της Πατέρες της Εκκλησίας δεν έχουν ως στόχο τους την Επιστήμη καθαυτή, αλλά την χρησιμοποιούν ως όχημα για να φτάσουν στον σκοπό τους που είναι η δια τής Δημιουργίας θέα και αναγνώριση του Δημιουργού της. Δεν περιμένει επομένως η ορθόδοξα προσεγγιζόμενη Βιβλική Επιστήμη ή η κοσμολογία της στο εδώλιο του κατηγορουμένου την συμμαρτυρία των Φυσικών Επιστημών για την καλή διαγωγή της. Απεναντίας περιμένει από την Επιστήμη να φωτίσει όσο περισσότερο γίνεται το μυστήριο της Δημιουργίας, ώστε όχι να απομυθευτεί το μυστήριο (κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό να γίνει), αλλά να γίνει διείσδυση μέσα στο μυστήριο, ώστε και ο τελευταίος ερευνών νους να αναχθεί προς τον Δημιουργό και Κτίστη τού παντός και να χαριτωθεί από Αυτόν καθώς ολοένα και περισσότερο θα «ψηλαφεί» το μυστήριο, βυθιζόμενος και μυούμενος στα μυστικά της Φύσης.
Κλείνοντας τις εισαγωγικές σκέψεις – τοποθετήσεις για τον χαρακτήρα του βιβλίου της Γενέσεως, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι αυτό που επιχειρείται δια της παρούσης εργασίας δεν είναι η αποκατάσταση της αλήθειας στην περιγραφή της Δημιουργίας και της Κοσμογένεσης από πλευράς επιστημονικής, αλλά σε επίπεδο ερμηνευτικό η επικαιροποίηση των αληθειών που σχετίζονται με το πώς της Δημιουργίας και όχι με το γιατί ή το ποιος. Το γιατί και το ποιος μένουν αναλλοίωτα καθώς αποτελούν τα μείζονος αξίας δηλούμενα, ενώ επικαιροποιείται και αναλύεται το πώς, ώστε δια της αποκαλύψεως των λόγων των όντων, οι αναζητούντες να προσεγγίσουν και να θαυμάσουν τον Θεό Λόγο ως αιτία πάντων των όντων. Ο τότε επιστημονικός λόγος δε μπορούσε να «δει» πιο βαθιά ή πιο μακριά· επομένως αποτελούσε την αλήθεια της εποχής του. Ο σημερινός επιστημονικός λόγος διείσδυσε πολύ βαθύτερα στο μυστήριο της Δημιουργίας. Αυτό δε σημαίνει πως το μυστήριο, το θαύμα, η ανακάλυψη, που τελικά είναι αποκάλυψη του μυστηρίου, δηλαδή του μεγαλείου του Δημιουργού, χάνει την αίγλη του. Ο Μ. Βασίλειος στην πρώτη ομιλία του για την Εξαήμερο αναφέρει ότι «δεν ελαττώνεται η έκπληξις δια τα καταπληκτικότατα πράγματα, όταν ευρεθεί ο τρόπος με τον οποίον γίνονται όλα ένα – ένα τα παράδοξα»198. Η κατανόηση –ακόμα και με όρους τεχνολογικούς– ενός «μηχανισμού» της Φύσης ή πολύ καλύτερα ενός λόγου που ενυπάρχει στη Φύση ή που γεννιέται μέσα στην αενάως κτιζόμενη Φύση199, δε σημαίνει πως ο λόγος χάνει τη μυστική του διάσταση, διότι αποκαλύπτει ακόμη περισσότερο, σε ολοένα και μεγαλύτερο βάθος τη σοφία που συνέχει την Φύση, και οδηγεί σε έκπληξη, σε θαυμασμό μπροστά στο καινό μυστήριο. Με μία τέτοια προσέγγιση οι ανακαλύψεις της Επιστήμης, καθώς αποκωδικοποιούν τους εσωτερικούς κώδικες λειτουργίας της φύσης, επί της ουσίας ψηλαφούν το αδιάσπαστο της φυσικής και της υπερφυσικής αποκάλυψης, της κτιστής και της άκτιστης αλήθειας. Δε μπορεί η αλήθεια για την φυσική αποκάλυψη, δηλαδή για την φύση και τους λόγους της, να νοηθεί ερήμην της υπερφυσικής αποκάλυψης, δηλαδή της αλήθειας για τον Θεό και της άρρηκτης σχέσης που έχει με την δημιουργία, εφόσον η συνολική δημιουργία δε μπορεί να νοηθεί έξω από την πορεία της θείας οικονομίας200. Κάτω από αυτό το πρίσμα ο επιστήμονας – ερευνητής των μυστικών της φύσης, καθίσταται μύστης, προσκυνητής και ιερουργός στο διαρκώς αποκαλυπτόμενο μυστήριο της Δημιουργίας.
Αν λοιπόν σήμερα ξαναγράφονταν η Γένεσις θα έπρεπε με την ίδια απλότητα, προσαρμοσμένη στις νέες κοσμολογικές αντιλήψεις, να μεταφέρει σε όλους ανεξαιρέτως το ίδιο μήνυμα περί της Δημιουργίας. Ερμηνευτικά σχόλια και υπομνηματισμοί θα έπρεπε να δίνουν τις επιπλέον λεπτομέρειες, σε διαφορετικά επίπεδα εμβάθυνσης, χωρίς η περιγραφή να αποκλίνει από το κεντρικό ζητούμενο, που είναι η αποκάλυψη του υπέρ φύσιν άκτιστου, αΐδιου Τριαδικού Θεού ως Δημιουργού, Συντηρητή και Τελειωτή της εν χρόνω κτιστής πραγματικότητας του γίγνεσθαι. Με άλλα λόγια θα ήταν λάθος να συγγραφεί μία Βίβλος που να απευθύνεται μόνο σε επιστήμονες. Η Βίβλος μεταφέρει πανανθρώπινες αλήθειες· αλίμονο εάν απευθύνονταν μόνο σε μία μερίδα επιστημόνων· κάτι τέτοιο θα την καθιστούσε «ρατσιστικό» βιβλίο και τον Θεό ως τον χειρότερο ρατσιστή που θα ενδιαφέρονταν για μια μερίδα ανθρώπων μορφωμένων ως προς τα επιστημονικά θέματα. Επομένως και ο επιστήμονας που προσεγγίζει τη Βίβλο, πρέπει να την προσεγγίσει πρώτα ως άνθρωπος και δευτερευόντως ως επιστήμονας. Τα επιστημονικά όργανα μέτρησης που διαθέτει δε μπορούν να μετρήσουν τα μεγέθη της Βίβλου. Με μία τέτοια προσέγγιση θα αδικούσε τον εαυτό του και όχι την Βίβλο, διότι θα αποδείκνυε στην πράξη ότι δε γνωρίζει καλά την επιστήμη του και τα όριά της· θα έβγαινε έξω από το πεδίο ορισμού της, που εκτείνεται στα πεπερασμένα όρια της κτιστότητας ενώ αυτό της Βίβλου εκτείνεται στο άπειρο, διότι αποκαλύπτει τον Άπειρο και Άκτιστο προσωπικό Θεό201· τον Θεό που καλεί σε προσωπική σχέση το πλάσμα Του, ώστε μέσα από την σχέση αυτή να ενωθεί μ’ Αυτόν και να αποκτήσει βιωματικά την εμπειρία της μετοχής του πεπερασμένου κτιστού δια της Χάριτος μέσα στην απειρία του ακτίστου202.
Σημειώσεις
182. Όπ. παρ., σελ. 286.
183. Γεν. 2:4.
184. Βλ. Καλαντζάκης, Σταύρος, «ΕΝ ΑΡΧΗ ΕΠΟΙΗΣΕΝ Ο ΘΕΟΣ», Ερμηνευτική Ανάλυση των περί Δημιουργίας Διηγήσεων της Γενέσεως, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 44, 45. Η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα αποκατάστησε τον κατά το παρελθόν αμφισβητηθέντα χαρακτήρα της Μωσαϊκής προελεύσεως, χωρίς να αποκλείει την προσθήκη μεταγενέστερων στοιχείων. Βλ. Χαστούπη Αθανασίου, όπ. παρ., σελ. 78, 89 – 90.
185. Βλ. Καλαντζάκης, Σ., όπ. παρ. σελ. 22.
186. Βλ. Καλαντζάκης, Σταύρος, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ, όπ. παρ., σελ. 289.
187. Βλ. Καλαντζάκης, Σταύρος, «ΕΝ ΑΡΧΗ ΕΠΟΙΗΣΕΝ Ο ΘΕΟΣ», όπ. παρ. σελ. 24.
188. Όπ. παρ. σελ. 13 – 14.
189. Όπ. παρ., σελ. 24.
190. Βλ. Καλαντζάκης, Σταύρος, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ, όπ. παρ., σελ. 296.
191. Η εκ του μηδενός δημιουργία μαρτυρεί το ετερούσιον του κόσμου από τον Θεό. Με την δημιουργία οικοδομείται μία εντελώς εξωθεϊκή πραγματικότητα. Βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, Εκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 11.
192. Βλ. Καλαντζάκης, Σταύρος, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ, όπ. παρ., σελ. 293.
193. Βλ. Καλαντζάκης, Σ., «ΕΝ ΑΡΧΗ ΕΠΟΙΗΣΕΝ Ο ΘΕΟΣ», όπ. παρ. σελ. 46 – 47.
194. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης για το θέμα της θεοπνευστίας αναφέρει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του Κριτική θεώρησις των εφαρμογών της θεολογίας, σελ. 434: "Το να φυλάττεταί τις όμως από πνευματικήν ή θεολογικήν πλάνην και να είναι κεχαριτωμένος και θεόπνευστος, δεν σημαίνει ότι αποκτά απλανή γνώσιν περί της κτιστής αληθείας εν ταις επιστημονικαίς λεπτομερείαις αυτής, αλλά μόνον περί της σχέσεώς της και εξαρτήσεώς της εκ της ακτίστου αληθείας, ήτις είναι η δόξα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού εν ή συγκατοικούν και συμβασιλεύουν οι άγιοι. Ο ούτως ευρεθείς εν θεωρία θεούμενος και θεόπνευστος δεν γίνεται απλανής φιλόσοφος ή επιστήμων, αλλ' απλανής θεολόγος. Περί Θεού ομιλεί απλανώς, αλλά δεν καθίσταται αλάθητος περί της δομής και των μυστηρίων του σύμπαντος. Γνωρίζει τους λόγους των όντων δι' ευχής, αλλ' ουχί την ουσίαν και φύσιν των όντων. Εντός των τοιούτων πλαισίων οφείλομεν να αντιληφθώμεν την θεοπνευστίαν των προφητών, αποστόλων και αγίων, ως και της Αγίας Γραφής και των Συνόδων και το απλανές αυτών". Από το βιβλίο του Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου, Η αποκάλυψη του Θεού, Εκδόσεις Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου Πελαγίας, ΛΕΒΑΔΕΙΑ 19912, σελ. 62.
Κατά την Ορθόδοξη Ανατολική Παράδοση η θεοπνευστία και η αποκάλυψη δεν παραβλάπτει την αυτοσυνειδησία και την αυτενέργεια του συγγραφέα. Δεν αποτελεί ο συγγραφέας έναν παθητικό δέκτη των αληθειών του Θεού. Απεναντίας, ο κάθε συγγραφέας διατηρώντας την προσωπικότητά του με την φώτιση του Αγίου Πνεύματος γράφει εν πλήρει επιγνώσει και με τον δικό του τρόπο ανάλογα με τα φυσικά του χαρίσματα και τις περιστάσεις που βρίσκεται κάθε φορά, ώστε «… νὰ ἐρευνᾶται τὸ ἀνθρώπινον ἀνθρωπίνως κατὰ τοὺς συνήθεις κανόνας πρὸς ἀνακάλυψιν τοῦ ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι κεκρυμμένου θείου θησαυροῦ, νὰ καθορίζηται δὲ τὸ θεῖον τοῦτο περιεχόμενον οὐχὶ μονομερῶς καὶ κατὰ τὸ ἑκάστῳ καὶ ἑκάστοτε ἐρευνητῇ δοκοῦν, ἀλλὰ τὸ ἐπὶ μέρους συνῳδὰ τῷ ὅλῳ τῆς θείας Γραφῆς, τὸ δὲ ὅλον αὐτῆς συνῳδὰ τῇ ἀπ’ ἀρχῆς παραδόσει τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μιᾶς οὔσης τῆς πηγῆς ἀμφοτέρων, τοῦ τε ἀγράφου θείου λόγου καὶ τοῦ γραπτοῦ». Βλ. Β. Αντωνιάδου, Εγχειρίδιον Ιεράς Ερμηνευτικής, Κωνσταντινούπολις 1921, σ. 77–78, εν Κωνσταντινίδου Χρυσοστόμου, Φωτιάδου Εμμανουήλ, ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 48 – 57.
195. Βλ. Καλαντζάκης, Σταύρος, «ΕΝ ΑΡΧΗ ΕΠΟΙΗΣΕΝ Ο ΘΕΟΣ», όπ. παρ. σελ. 25.
196. Βλ. Καλαντζάκης, Σταύρος, «ΕΝ ΑΡΧΗ ΕΠΟΙΗΣΕΝ Ο ΘΕΟΣ», όπ. παρ. σελ. 21.
197. Όπ. παρ., σελ. 22.
198. «Οὐ γὰρ ἐλαττοῦται ἡ ἐπὶ τοῖς μεγίστοις ἔκπληξις, ἐπειδὰν ὁ τρόπος καθ᾿ ὃν γίνεταί τι τῶν παραδόξων ἐξευρεθῇ». Βλ. Εις την Εξαήμερον, PG 29b, 25A, ή ΕΠΕ 4, Μ. Βασιλείου Έργα, σελ. 56.
199. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης διατυπώνει με πολύ ενάργεια την θέση ότι η κτιστή φύση δια της μετοχής της μέσα στην αγαθότητα της άκτιστης φύσης αφενός συντηρείται, αφετέρου κατά κάποιον τρόπο κτίζεται διαρκώς, καθώς με την αύξησή της μέσα στο αγαθό μεταβάλλεται προς το καλύτερο. Με τον τρόπο αυτό η κτιστότητα αποκτάει μια εξαιρετική δυναμική καθώς είναι διαρκώς κτιζόμενη. Βλ. Εξήγησις ακριβής Εις τα άσματα των ασμάτων, PG 44,885D, ή ΕΠΕ 7, Γρηγ. Νύσσης Έργα, λόγος στ΄, σελ. 194: «πάλιν δὲ καὶ τῆς νοητῆς φύσεως διχῇ διῃρημένης ἡ μὲν ἄκτιστός ἐστι καὶ ποιητικὴ τῶν ὄντων, ἀεὶ οὖσα ὅπερ ἐστὶ καὶ πάντοτε ὡσαύτως ἔχουσα, κρείττων τε προσθήκης ἁπάσης καὶ τῆς ἐλαττώσεως τῶν ἀγαθῶν ἀνεπίδεκτος, ἡ δὲ διὰ κτίσεως παραχθεῖσα εἰς γένεσιν πρὸς τὸ πρῶτον αἴτιον ἀεὶ βλέπει τῶν ὄντων καὶ τῇ μετουσίᾳ τοῦ ὑπερέχοντος διὰ παντὸς ἐν τῷ ἀγαθῷ συντηρεῖται καὶ τρόπον τινὰ πάντοτε κτίζεται διὰ τῆς ἐν τοῖς ἀγαθοῖς ἐπαυξήσεως πρὸς τὸ μεῖζον ἀλλοιουμένη, ὡς μηδὲ ταύτῃ τι πέρας ἐνθεωρεῖσθαι μηδὲ ὅρῳ τινὶ τὴν πρὸς τὸ κρεῖττον αὔξησιν αὐτῆς περιγράφεσθαι». Βλ. επίσης σχόλια του Νικολάου Ματσούκα, ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ Δ, Ο Σατανάς, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 43.
200. Βλ. Ματσούκας Νικόλαος, ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΤΙΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ, Σημεία πατερικής και οικουμενικής θεολογίας, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 139.
201. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ επισημαίνει ότι η διάκριση κτιστού – ακτίστου καθιστά την απόσταση του Θεού και της κτίσης άπειρη, διότι άπειρη είναι η απόσταση μεταξύ των δύο ουσιών. Η απόσταση αυτή βεβαίως δε νοείται τοπικά αλλά τροπικά «οὐ τόπῳ ἀλλά φύσει» (Ιωάννου Δαμασκηνού PG 94, 583). Η απόσταση αυτή, ενώ δεν αίρεται ποτέ, «καλύπτεται» από την άμετρη αγάπη του Θεού καθώς καλείται ο άνθρωπος να μετάσχει ενεργειακά μέσα στην άκτιστη Χάρη του Θεού. Βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, όπ. παρ., σελ. 11.
202. Αποκλείεται η οποιαδήποτε μείξη ή σύγχυση των δύο φύσεων, κτιστής και άκτιστης. Η κτιστή φύση είναι τρεπτή, μεταβαλλόμενη, βρίσκεται στο γίγνεσθαι, ενώ η άκτιστη είναι άτρεπτη. Εν τούτοις είναι δυνατόν Χάριτι να ενωθεί η κτιστή φύση με την άκτιστη, δηλαδή να μετέχει των ακτίστων ενεργειών του Θεού και όχι της ουσίας Του. Βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, όπ. παρ., σελ. 12.
ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΑΝΙΧΝΕΥΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΟΤΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ.
ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΑΝΙΧΝΕΥΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΟΤΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου