Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (35)

 Συνέχεια από Τρίτη, 8 Δεκεμβρίου 2020

39. Τί όμως; Δεν θα δούμε κατά τον μέλλοντα αιώνα, σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί, τον αόρατον πρόσωπο προς πρόσωπο; Επομένως και τώρα λαμβάνοντες τον αρραβώνα και το προοίμιο αυτού οι καθαροί στην καρδία, βλέπουν την πραγματοποιούμενη μέσα σ’ αυτούς νοερή και αόρατη με τις αισθήσεις μορφοποίηση αυτού. Γι’ αυτό ο νους, σαν άυλη φύση και συγγενές φως, εάν πρέπει να το πούμε έτσι, προς το πρώτο και ανώτατο και σε όλα μεθεκτό και άπλετο φως του παντός, και με την πλήρη ανάταση προς το όντως (αληθινό) φως, ατενίζοντας προς τα άνω προς αυτόν τον Θεό χωρίς επιστροφή με την άυλη και αδιάκοπη και καθαρή (ειλικρινή) προσευχή, και έχοντας μετασκευασθεί έτσι ήδη προς αγγελικό αξίωμα, αφού καταλαμφθεί αγγελοπρεπώς από το ίδιο το πρώτο φως, φαίνεται τότε αυτό κατά μέθεξη, ό,τι είναι το αρχέτυπο κατ’ αιτία και φέγγει με τον εαυτό του την ωραιότητα εκείνου του μυστικού κάλλους και τη λαμπρότατη και απρόσιτη ακτινοβολία, την οποία αισθανόμενος και ο θείος ψαλμωδός Δαβίδ νοερά, γεμάτος χαρά δίδασκε στους πιστούς το μέγα αυτό και απόρρητο πράγμα, λέγοντας· «η λαμπρότητα του Θεού μας βρίσκεται σε μας». Πράγματι ποιός θα ανεχόταν, ακούοντας μόνο, να παραδεχθεί ότι κάποιος άνθρωπος δέχθηκε τη λαμπρότητα Θεού, αν δεν έπαθε και δεν είδε αυτή τη λαμπρότητα μέσα στον εαυτό του και δεν πιστεύει με απλότητα καρδιάς στους πατέρες, αλλά αναζητεί αυτήν με διαιρέσεις και συλλογισμούς και αναλύσεις; Άρα καλώς μας φανέρωσε ο Ιωάννης με την Αποκάλυψη, ότι τα επάνω στο λευκό πετράδι, το οποίο λαμβάνει ο νικητής από τον Θεό, κανένας δεν μπορεί να τα γνωρίζει, παρά μόνο εκείνος που το έλαβε, και μάλιστα εκείνος που δεν έλαβε αυτό δεν μπορεί ούτε να το αναγνωρίσει, έκτος εάν προσφέρει ευήκοο αυτί σε εκείνους που είχαν την ευτυχία να το λάβουν, ούτε νομίζει καθόλου ότι είναι κάτι, θεωρώντας ως αβλεψία την όντως (πραγματική) θεωρία, όχι επειδή τάχα βρίσκεται πάνω από την αίσθηση και γνώση, σαν κάποιον ιερό κατά κάποιο τρόπο γνόφο, αλλά σαν ανύπαρκτη τελείως. Εάν όμως μαζί με την απειρία και την απιστία είναι και φοβερός διαστροφέας (δεινός στην κακουργία), γεμάτος περίεργο φρόνημα, τολμηρός καταφρονητής των πλέον σεβάσμιων πραγμάτων, δεν την θεωρεί μόνο ανύπαρκτη, αλλά και θεωρεί, αλλοίμονο, την θεϊκή λαμπρότητα ως δαιμονιώδη φαντασία, πράγμα το οποίο και τώρα λέγεις, αδελφέ, ότι έπαθαν μερικοί.

40. Και η τελευταία πρόφαση τους είναι ότι ο Θεός βέβαια είναι αόρατος, όμως ο διάβολος υποκρίνεται άγγελο του φωτός, και δεν καταλαβαίνουν ούτε αυτό, ότι πριν από κάθε υποκρισία προϋπάρχει η αλήθεια. Αν λοιπόν ο διάβολος, υποκρινόμενος την αλήθεια, υποκρίνεται άγγελο του φωτός, άρα υπάρχει πραγματικά άγγελος φωτός, ο αγαθός άγγελος. Όντας άγγελος του φωτός, ποιό φως εξαγγέλλει, παρά το φως του Θεού, του οποίου και είναι άγγελος; Άρα ο Θεός είναι φως, του οποίου φωτός άγγελος είναι ο άγγελος του Θεού· γιατί δεν είπε, «υποκρίνεται τον άγγελο που είναι φως» αλλά «τον άγγελο φωτός». Εάν λοιπόν ο πονηρός άγγελος υποκρίνεται μόνο γνώση ή αρετή, θα μπορούσαμε από αυτό να εννοήσουμε, ότι και ο εκ μέρους του Θεού φωτισμός που δίνεται σε εμάς παρέχει μόνο γνώση και αρετή· επειδή όμως παρέχει και φως φαντασιώδες, διαφορετικό από την αρετή και τη γνώση, υπάρχει άρα και φως νοερό αληθινά θεϊκό. Και εκείνο βέβαια το φαντασιώδες φως είναι ο ίδιος ο πονηρός, ο οποίος, ενώ είναι σκότος, υποκρίνεται το φως· ενώ το φωτιστικό αυτό φως προς την αλήθεια των αγγέλων και ισαγγέλων ανθρώπων είναι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος είναι φως αληθώς απόρρητον και ως φως βλέπεται και καθιστά φως τους καθαρούς στην καρδία, γι’ αυτό και καλείται φως, όχι μόνο επειδή διώχνει το σκότος της άγνοιας, αλλά και επειδή είναι η λαμπρότητα των ψυχών, σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο και τον θεολόγο Γρηγόριο. Ότι βέβαια η λαμπρότητα αυτή δεν είναι απλώς γνώση ούτε αρετή, αλλά πέρα από κάθε ανθρώπινη αρετή και γνώση, θα το μάθεις με σαφήνεια από τον άγιο Νείλο· γιατί λέγει· «ο νους, συναγόμενος (συγκεντρούμενος) στον εαυτό του, δεν βλέπει (θεωρεί) τίποτε, ούτε αυτά που γίνονται ορατά με την αίσθηση ούτε αυτά που προέρχονται από λογισμούς, αλλά βλέπει γυμνούς νόες και θείες λαμπρότητες, που αναβλύζουν ειρήνη και χαρά». Είδες τη θεωρία που υπερβαίνει κάθε έργο και ήθος και λογισμό; Άκουσες ότι  εκείνος που είπε προηγουμένως, ότι ο νους βλέπεται από τον εαυτό του παρόμοιος με ουράνιο χρώμα, τώρα σου έδειξε αυτόν φανερά να καταλαμπρύνεται με θεία ακτινοβολία; Σε αυτόν να πείθεσαι, που διδάσκει την οδό που οδηγεί προς τον μακαριστό αυτό πάθος και θέαμα· γιατί λέγει· «προσευχή που επιδιώκει προσοχή, θα βρει προσευχή στην οποία πρέπει κανείς ν’ αφοσιωθεί με νηφαλιότητα»· γιατί εκείνος που προσευχήθηκε για να συνάψει το νου με τη θεία προσευχή, αυτός έχει φωτισθεί με τη λαμπρότητα (αίγλη) του Θεού. Θέλεις ν’ ακούσεις πάλι και τον θείο Μάξιμο; «Εκείνος», λέγει, «που κατέστησε καθαρή την καρδιά του, όχι μόνο θα γνωρίσει τους λόγους των κατωτέρων και μετά Θεόν, αλλά βλέπει (ενορά) και τον ίδιο τον Θεό».

Αρχαίο κείμενο


39. Τί δέ; Οὐ πρόσωπον πρός πρόσωπον ἐπί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ὀψόμεθα τόν ἀόρατον κατά τό γεγραμμένον; Οὐκοῦν καί νῦν τούτου λαμβάνοντες τόν ἀρραβῶνά τε καί τό προοίμιον οἱ κεκαθαρμένοι τήν καρδίαν ὁρῶσι τήν αὐτοῖς ἐγγινομένην νοεράν αὐτοῦ καί ἀόρατον αἰσθήσει μόρφωσιν. Φύσις γάρ ὤν ἄϋλος ὁ νοῦς καί φῶς συγγενές, εἰ χρή λέγειν τῷ πρώτῳ καί ἀνωτάτῳ καί μεθεκτῷ πᾶσι καί ἀπολελυμένῳ τοῦ παντός φωτί, καί διά τῆς πρός τό ὄντως φῶς ὁλικῆς ἀνατάσεως, τῇ ἀΰλῳ καί ἀδιαλείπτῳ καί ἀπειλικρινημένῃ προσευχῇ, πρός αὐτόν τόν Θεόν ἀνεπιστρόφως ἀνανεύσας καί οὕτω πρός ἀγγελικήν ἤδη μετασκευασθείς ἀξίαν, ἀγγελοπρεπῶς ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ πρώτου φωτός καταλαμφθείς, αὐτό φαίνεται κατά μέθεξιν, ὅ τό ἀρχέτυπον κατ᾿ αἰτίαν ἐστί, καί δι᾿ ἑαυτοῦ φαίνει τοῦ κρυφίου κάλλους ἐκείνου τήν ὡραιότητα καί τήν φανοτάτην καί ἀπρόσιτον αὐγήν, ἥν καί ὁ θεῖος ᾠδικός Δαυίδ νοερῶς αἰσθόμενος ἐν ἑαυτῷ, γηθόμενος τούς πιστούς τό μέγα τοῦτο χρῆμα καί ἀπόρρητον ἐδίδασκε λέγων˙ «ἡ λαμπρότης τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐφ᾿ ἡμᾶς». Τίς γάρ μή λαμπρότητα Θεοῦ ἐν ἑαυτῷ παθών τε καί ἰδών, εἶτα διαιρέσεσι καί συλλογισμοῖς καί ἀναλύσεσιν αὐτήν ζητῶν, ἀλλά μή ἐν ἁπλότητι καρδίας πιστεύων τοῖς πατράσιν, ἀκοῇ γοῦν ἀνάσχοιτό ποτε παραδέξασθαι λαμπρότητα Θεοῦ σχεῖν τινα ἀνθρώπων; Καλῶς ἄρα Ἰωάννης διά τῆς Ἀποκαλύψεως ἀπεκάλυψεν ἡμῖν ὅτι τά ἐν τῇ ψήφῳ τῇ λευκῇ, ἥν ὁ νικῶν παρά Θεοῦ λαμβάνει, γνῶναι δύναται οὐδείς, εἰ μή ὁ λαβών, μή ὅτι γάρ ὁ μή ἐσχηκώς αὐτήν οὐδέ γνῶναι δύναται αὐτήν, ἀλλ᾿ εἰ μή πιστόν ὑπέχοι τοῖς εὐμοιρηκόσιν οὗς, οὐδ᾿ εἶναι ὅλως οἴεταί τι, τήν ὄντως οὖσαν θεωρίαν ἀβλεψίαν λογιζόμενος, οὐχ ὡς ὑπέρ αἴσθησιν καί γνῶσιν οὖσαν, οἷόν τινα γνόφον ἱερόν, ἀλλ᾿ ὡς μηδαμῇ οὖσαν μηδαμῶς. Εἰ δέ πρός τῇ ἀπειρίᾳ τε καί ἀπιστίᾳ καί δεινός ᾖ κακουργεῖν, περιέργου γέμων φρονήματος, πάντολμός τις καί καταφρονητής τῶν σεβασμιωτάτων, οὐηκ ἀνυπαρξίαν μόνον αὐτῆς καταψηφίζεται, ἀλλά καί πρός δαιμονιώδη φαντασίαν, φεῦ, τήν θεϊκήν λαμπρότητα παραγνωρίζει, ὅ καί νῦν τινας λέγεις, ἀδελφέ, παθεῖν.

40. Καί ἡ τελευταία πρόφασις αὐτοῖς ὅτι ὁ μέν Θεός ἀόρατος, ἄγγελον δέ φωτός ὑποκρίνεται ὁ διάβολος˙ οὐδέ ταῦτο συνιέντες, ὅτι πάσης ὑποκρίσεως προϋφέστηκεν ἡ ἀλήθεια. Εἰ τοίνυν τήν οὖσαν ἀλήθειαν ὑποκρινόμενος ὁ διάβολος ἄγγελον ὑποκρίνεται φωτός, λοιπόν ἔστιν ἐν ἀληθείᾳ φωτός ἄγγελος, ὁ ἀγαθός ἄγγελος. Ποῖον δέ φῶς ἐξαγγέλλων ἄγγελός ἐστι φωτός, εἰ μή τό τοῦ Θεοῦ, οὗ καί ἔστιν ἄγγελος; Φῶς ἄρα ὁ Θεός, οὗ φωτός ἄγγελός ἐστιν ὁ τοῦ Θεοῦ ἄγγελος˙ οὐ γάρ εἶπεν «ὑποκρίνεται τόν ὄντα φῶς ἄγγελον», ἀλλά «τόν φωτός ἄγγελον». Εἰ μέν οὖν γνῶσιν μόνην ἤ ἀρετήν ὁ πονηρός ἄγγελος ὑπεκρίνετο, ἦν ἄν ἐκ τοῦ συνιδεῖν ὡς καί ὁ παρά τοῦ Θεοῦ φωτισμός ἐγγινόμενος ἡμῖν γνῶσιν μόνην παρέχει καί ἀρετήν˙ ἐπεί δέ καί φῶς φαντασιῶδες παρέχει παρά τήν ἀρετήν καί τήν γνῶσιν ἕτερον, ἔστιν ἄρα καί φῶς νοερόν ἀληθές θεϊκόν παρά τήν ἀρετήν καί τήν γνῶσιν ἕτερον. Κἀκεῖνο μέν τό φανταδιῶδες φῶς αὐτός ἐστιν ὁ πονηρός, ὅς σκότος ὤν τό φῶς ὑποκρίνεται˙ τό δέ φωτιστικόν πρός ἀλήθειαν τοῦτο φῶς ἀγγέλων καί ἰσαγγέλων ἀνθρώπων αὐτός ἐστιν ὁ Θεός, ὅς, φῶς ὤν ἀληθῶς ἀπόρρητον, καί ὡς φῶς ὁρᾶται καί φῶς ποιεῖ τούς καθαρούς τήν καρδίαν, διό καί φῶς καλεῖται, μή μόνον ὡς τοῦ σκότους τῆς ἀγνοίας διώκτης, ἀλλά καί ὡς λαμπρότης ψυχῶν κατά τόν ἅγιον Μάξιμον καί τόν θεολόγον Γρηγόριον. Ὅτι δέ ἡ λαμπρότης αὕτη οὐ γνῶσις ἁπλῶς οὐδ᾿ ἀρετή, πάσης δέ ἀνθρωπίνης ἀρετῆς καί γνώσεως ἐπέκεινα, παρά τοῦ ἁγίου Νείλου μαθήσῃ σαφῶς˙ «εἰς ἑαυτόν» γάρ, φησίν, «ὁ νοῦς συναγόμενος, οὐδέν οὔτε τῶν κατ᾿ αἴσθησιν οὔτε τῶν κατά λογισμόν θεωρεῖ, γυμνούς δέ νόας καί θείας αὐγάς, βλυζούσας εἰρήνην τε καί χαράν». Εἶδες τήν ὑπερανῳκισμένην ἔργον τε καί ἤθους καί λογισμοῦ παντός θεωρίαν; Ἤκουσας τοῦ πρότερον εἰπόντος ὑφ᾿ ἑαυτοῦ θεωρεῖσθαι τόν νοῦν οὐρανίῳ χρώματι περεμφερῆ, νῦν αὐγῇ θείᾳ καταυγαζόμενον φανερῶς σοι τοῦτο δείξαντος; Τούτῳ πείθου καί διδάσκοντι τήν πρός μακαριστόν τοῦτο πάθος τε καί θέαμα φέρουσαν ὁδόν˙ «προσευχή» γάρ, φησί, «προσοχήν ἐπιζητοῦσα, προσευχήν εὑρήσει, ἐφ᾿ ἥν σπουδαστέον νηφόντως»˙ ὁ γάρ ὄντως προσευξάμενος τῷ συνάψαι τόν νοῦν τῇ θείᾳ προσευχῇ, οὗτος πεφώτισται τῇ αἴγλῃ τοῦ Θεοῦ. Θέλεις πυθέσθαι καί Μαξίμου τοῦ θείου πάλιν; «Ὁ τήν καρδίαν», φησίν, «καθαράν ἐργασάμενος οὐ μόνον τῶν ὑποβεβηκότων καί μετά Θεόν γνώσεται τούς λόγους, ἀλλά καί αὐτόν ἐνορᾷ τόν Θεόν».

Δεν υπάρχουν σχόλια: