Συνέχεια από Τρίτη, 9 Φεβρουαρίου 2021
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ
ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ
Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ
32. ΓΡΗΓ. Ενώ έλεγε αυτά, μόλις διέκοψε για λίγο το λόγο της, εγώ συγκέντρωσα το νου μου σε όσα ειπώθηκαν και έφερα τη σκέψη μου στην προηγούμενη συζήτηση, στην οποία είχε υποστηριχθεί ότι είναι δυνατόν η ψυχή, όταν διαλυθεί το σώμα, να παραμένει στα στοιχεία του σώματος.
Και ρώτησα τότε τη δασκάλα: «Πού είναι εκείνο το πολυθρύλλητο όνομα του Άδη; Το όνομα που αναφέρεται πολλές φορές και στην καθημερινότητα της ζωής και στα συγγράμματα της κοσμικής και χριστιανικής παιδείας; Και στον οποίο όλοι νομίζουν ότι οι ψυχές από εδώ μεταφέρονται σαν δοχείο; Δεν πιστεύω να έλεγες, βέβαια, "άδη" τα στοιχεία του σώματος!».
33. ΜΑΚΡ. Και η δασκάλα μου απάντησε: «Είναι φανερό ότι δεν πρόσεξες πολύ όσα είπα. Διότι όταν αναφέρθηκα στην μετάσταση της ψυχής από τα ορατά στα αιώνια, νομίζω ότι δεν παρέλειψα τίποτε σχετικό με το ζήτημα του άδη. Διότι, το όνομα αυτό του άδη, στον οποίο λένε ότι πηγαίνουν οι ψυχές, τίποτε άλλο δεν μου φαίνεται ότι σημαίνει, τόσο στην κοσμική σοφία όσο και στην Αγία Γραφή, παρά την αναχώρηση της ψυχής για το αιώνιο και αόρατο».
ΓΡΗΓ. «Και πώς, ρώτησα, ορισμένοι πιστεύουν ότι ονομάζεται έτσι εκείνος ο υπόγειος χώρος που φιλοξενεί τις ψυχές τους; Και ότι μοιάζει σαν τόπος κατάλληλος να δέχεται τραβώντας προς τον εαυτό του τις ψυχές που ήδη έφυγαν από τη ζωή των ανθρώπων».
34. ΜΑΚΡ. Απάντησε η δασκάλα: «Σε τίποτε το δόγμα μας δεν θα βλαφτεί από μια τέτοια άποψη. Διότι, εάν είναι αλήθεια εκείνο που είπες, ότι δηλαδή ο ουράνιος πόλος είναι συνεχής καθ’ εαυτόν και αδιάσπαστος και με τον κύκλο του περικλείει τα πάντα και ότι στο μέσον αιωρείται η γη και οι δορυφόροι της και ότι η κίνηση γενικά όλων των περιφερομένων γίνεται γύρω από το σταθερό και πάγιο αυτό κέντρο· εάν συμβαίνουν όλα αυτά, υποχρεωτικά ό,τι συμβαίνει στα στοιχεία που βρίσκονται στο πάνω μέρος της γης, αυτό πρέπει να γίνεται και στο κάτω, αφού η μία και ίδια ουσία περιτρέχει κυκλικά όλο τον όγκο της.
Και όπως όταν ο ήλιος φανεί πάνω από τη γη, η σκιά του σχήματος της σφαίρας του πέφτει στο κάτω μέρος της γης· διότι αυτό δεν είναι δυνατόν να περιληφθεί ολόκληρο στον κύκλο της ακτίνας της γης· αλλά, ο ήλιος, ο οποίος συγκεντρώνεται σ’ ένα σημείο, σε όποιο μέρος της γης ρίχνει τις ακτίνες του, το διαμετρικά αντίθετο μέρος της γης προς την άλλη πλευρά, θα είναι σκοτεινό. Και έτσι, πάντοτε με την πορεία της ηλιακής ακτινοβολίας συμπορεύεται και το σκοτάδι του μέρους εκείνου της γης που βρίσκεται αντίθετα στο φωτιζόμενο· ώστε, εξίσου και το πάνω μέρος και το κάτω μέρος της γης, πότε βρίσκεται στο φως και πότε στο σκοτάδι. Είναι, επομένως, εύλογο να μην αμφιβάλλουμε ότι εκείνο που συμβαίνει στο ένα ημισφαίριο της γης, το ίδιο θα συμβαίνει και στο άλλο.
Αφού είναι μία η σύσταση των στοιχείων σε κάθε μέρος της γης, νομίζω ότι δεν πρέπει ούτε να διαφωνούμε ούτε να συμφωνούμε μ’ εκείνους που υποστηρίζουν ότι πρέπει να θεωρήσουμε ή το πάνω μέρος ή το μέρος της γης ως τον τόπο όπου τοποθετούνται οι ψυχές μετά την φυγή από το σώμα. Εφόσον η θεωρία αυτή δεν αντιτίθεται στην πίστη που προηγουμένως είπαμε, ότι δηλαδή οι ψυχές υπάρχουν μετά το θάνατο, δεν θα διαφωνήσει η δική μας επιχειρηματολογία για τον τόπο· διότι μόνον τα σώματα έχουν την ιδιότητα να καταλαμβάνουν θέση στο χώρο. Η ψυχή είναι ασώματη και δεν έχει καμιά ανάγκη από τη φύση της να εγκαθίσταται σε τόπους».
35. ΓΡΗΓ. Και τί θ’ απαντήσεις, ρώτησα, εάν ο αντιρρησίας παρουσιάσει τον Απόστολο που λέει ότι όλη η λογική κτίση, όταν θ’ αποκατασταθούν τα πάντα, θ’ αποβλέπει σ’ εκείνον που θα κυριαρχεί σε όλα; Και μεταξύ των άλλων μάλιστα, στην επιστολή στους Φιλιππησίους, μνημονεύει και κάποια κάτω μέρη της γης (καταχθόνια), λέγοντας: "σ’ Αυτόν θα γονατίσουν (υποταχθούν) τα επουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια;"».
ΜΑΚΡ. «Εμείς, απάντησε η δασκάλα, θα επιμείνουμε στη διδασκαλία μας, κι αν ακόμη ακούμε να λένε αυτά· διότι, για το ότι ζει η ψυχή μετά θάνατο, έχουμε σύμφωνο και τον αντίπαλο· σχετικά πάλι με τον τόπο που πάει η ψυχή, όπως είπαμε παραπάνω, δεν θα διαφωνήσουμε».
ΓΡΗΓ. «Και τί θα έλεγε κανείς, ρώτησα, σ’ εκείνους που επιθυμούν να μάθουν την έννοια αυτής της αποστολικής φράσεως, ακόμη κι αν εσύ παραμερίζεις την τοπική σημασία της λέξεως;».
36. ΜΑΚΡ. Εκείνη απάντησε: «Δεν νομίζω ότι ο θείος Απόστολος διακρίνει τοπικά τη νοερή ουσία (της ψυχής) και ονομάζει ένα μέρος της επουράνιο, άλλο επίγειο κι άλλο υπόγειο (καταχθόνιο). Αλλά το λέει, επειδή είναι τρεις οι καταστάσεις της φύσεώς μας: στην αρχή εξασφαλίσαμε την ασώματη ζωή, που την αποκαλούμε αγγελική· έπειτα, αυτήν που συμπλέκεται με τη σάρκα την ονομάζουμε ανθρώπινη· και τέλος, αυτή που διαλύεται, μετά το θάνατο της σάρκας.
Νομίζω, λοιπόν, ότι ο θείος Απόστολος βλέπει, με τον πλούτο της σοφίας του, αυτό που παρατηρείται στις ψυχές. Δηλώνει τη συμφωνία όλων των λογικών όντων με το αγαθό, που θα γίνει στο μέλλον. Γι’ αυτό ονομάζει επουράνια την αγγελική και ασώματη κατάσταση· επίγεια την κατάσταση που συμφύρεται με το σώμα· και καταχθόνια αυτήν που ήδη έχει χωριστεί από το σώμα. Εάν πάλι, εκτός απ’ όσα είπαμε, πιστεύει κάποιος ότι υπάρχει κάποια άλλη λογική φύση, είτε δαίμονες είτε πνεύματα είτε οτιδήποτε παρόμοιο όνομα θέλει κάποιος να δώσει, δεν θα διαφωνήσουμε.
Διότι, από την κοινή λογική και την παράδοση των Γραφών, πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποια άλλη φύση έξω από τα ανθρώπινα σώματα· αυτή συμπεριφέρεται ενάντια στο καλό και προσπαθεί να βλάψει τους ανθρώπους. Απομακρύνθηκε με τη θέλησή της από την καλύτερη κατάσταση. Και με την απομάκρυνση από το καλό έγινε προσωποποίηση του εχθρικού προς αυτό. Αυτήν ακριβώς τη φύση, λένε ότι, καταριθμεί στα καταχθόνια ο Απόστολος. Με τη φράση του εκείνη εννοεί ότι, όταν κάποτε, με την πάροδο πολλών αιώνων, εξαφανιστεί η κακία, τίποτε δεν θα μείνει μακριά από το αγαθό. Τότε η ομολογία της κυριαρχικής εξουσίας του Χριστού θα γίνει και από εκείνη (την εχθρική φύση) ομόφωνα.
Ενώ, λοιπόν, έτσι είναι τα πράγματα, κανείς δεν μας υποχρεώνει με το όνομα "καταχθόνια" να εννοούμε τον τόπο κάτω από τη γη (υπόγειο)· διότι ο αέρας από παντού περιβάλλει τη γη και κανένα μέρος της γης δεν μένει έξω από το περιβάλλον του».
Συνεχίζεται
Τό πρωτότυπο
32. ΓΡΗΓ. Ἐγὼ, ταῦτα διεξελθούσης, ἐπειδὴ παυσαμένη βραχύ τι ἔδωκε τῷ λόγῳ διαλιπεῖν, καὶ συνελεξάμην τῇ διανοίᾳ τὰ εἰρημένα, πάλιν ἐπὶ τὴν προτέραν διέδραμον ἀκολουθίαν τοῦ λόγου, ἐν ᾧ κατεσκευάζετο, μὴ ἀδύνατον εἶναι τὴν ψυχὴν διαλυθέντος τοῦ σώματος ἐν τοῖς στοιχείοις εἶναι.
Καὶ τοῦτο εἶπον πρὸς τὴν διδάσκαλον· «Ποῦ ἐκεῖνο τὸ πολυθρύλλητον τοῦ ᾅδου ὄνομα· πολὺ μὲν ἐν τῇ συνηθείᾳ τοῦ βίου, πολὺ δὲ ἐν ταῖς συγγραφαῖς ταῖς τε ἔξωθεν καὶ ταῖς ἡμετέραις περιφερόμενον, εἰς ὃ πάντες οἴονται καθάπερ δοχεῖον ἐνθένδε τὰς ψυχὰς μετανίστασθαι; Οὐ γὰρ ἂν τὰ στοιχεῖα τὸν ᾅδην λέγοις».
33. ΜΑΚΡ. Καὶ ἡ διδάσκαλος, «Δῆλος ᾖ, φησὶ, μὴ λίαν προσεσχηκὼς τῷ λόγῳ. Τὴν γὰρ ἐκ τοῦ ὁρωμένου πρὸς τὸ ἀειδὲς μετάστασιν τῆς ψυχῆς εἰποῦσα, οὐδὲν ᾤμην ἀπολελοιπέναι εἰς τὸ περὶ τοῦ ᾅδου ζητούμενον. Οὐδὲν ἄλλο τί μοι δοκεῖ παρά τε τῶν ἔξωθεν καὶ παρὰ τῆς θείας Γραφῆς τὸ ὄνομα τοῦτο διασημαίνειν, ἐν ᾧ τὰς ψυχὰς γίνεσθαι λέγουσι, πλὴν εἰς τὸ ἀειδὲς καὶ ἀφανὲς μεταχώρησιν».
ΓΡΗΓ. «Καὶ πῶς, εἶπον, τὸν ὑποχθόνιον χῶρον οἴονταί τινες οὕτω λέγεσθαι, καὶ ἐν αὐτῷ κἀκείνων τὰς ψυχὰς πανδοχεύειν, καθάπερ τι χώρημα τῆς τοιαύτης φύσεως δεκτικὸν τὰς ἀποπτάσας ἤδη τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς πρὸς ἑαυτὸν ἐφελκόμενον»;
34. ΜΑΚΡ. Ἀλλ᾿ οὐδὲν μᾶλλον, φησὶν ἡ διδάσκαλος, τὸ δόγμα διὰ τῆς ὑπονοίας ταύτης παραβλαβήσεται. Εἰ γάρ ἀληθὴς ὁ λόγος ὁ κατὰ σέ, τό συνεχῆ τε πρὸς ἑαυτὸν καὶ ἀδιάσπαστον εἶναι τὸν οὐράνιον πόλον τῷ ἰδίῳ κύκλῳ πάντα ἐμπεριέχοντα, καὶ ἐν τῷ μέσῳ τὴν γῆν καὶ τὰ περὶ αὐτὴν αἰωρεῖσθαι, καὶ πάντως κυκλοφορουμένων τὴν κίνησιν περὶ τὸ ἑστὼς καὶ πάγιον γίνεσθαι, ἀνάγκη πᾶσα, φησὶν, ὅτιπερ ἂν ἑκάστῳ ἐκ τῶν στοιχείων ᾖ κατὰ τὸ ἄνω τῆς γῆς μέρος, τοῦτο κατὰ τὸ ἀντικείμενον εἶναι, μιᾶς τῆς οὐσίας ὅλον αὐτῆς τὸν ὄγκον ἐν κύκλῳ περιθεούσης.
Καὶ ὥσπερ ὑπὲρ τοῦ ἡλίου φανέντος ἐπὶ τὸ ὑποκείμενον αὐτῆς στρέφεται ἡ σκιὰ τοῦ σφαιροειδοῦς σχήματος, οὐ δυναμένου κατ᾿ αὐτὸν ἐν κύκλῳ διαληφθῆναι τῇ τῆς ἀκτῖνος περιβολῇ, ἀλλὰ κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην, καθ᾿ ὅπερ ἂν τῆς γῆς μέρος προσβάλλῃ ταῖς ἀκτῖσιν ὁ ἥλιος, κατά τινος κέντρου πάντως ἐπὶ τῆς σφαίρας γινόμενος, πρὸς τὴν εὐθεῖαν διάμετρον κατὰ τὸ ἕτερον πέρας σκότος ἔσται· καὶ οὕτω κατὰ τὸ διηνεκὲς, τῷ ἡλιακῷ δρόμῳ ἐπὶ τὸ ἀντικείμενον τῇ τῆς ἀκτῖνος εὐθείᾳ συμπεριοδεύει τὸ σκότος, ὥστε κατὰ τὸ ἶσον, τόν τε ὑπέργειον, καὶ τὸν ὑπόγειον τόπον ἀνὰ μέρος γίνεσθαι ἐν φωτί τε καὶ σκότει· οὕτως εἰκὸς καὶ τἄλλα πάντα ὅτιπερ ἂν στοιχειωδῶς ἐν τῷ καθ᾿ ἡμᾶς ἡμισφαιρίῳ τῆς γῆς θεωρεῖται, τὸ αὐτὸ καὶ περὶ τὸ ἕτερον εἶναι μὴ ἀμφιβάλλειν.
Μιᾶς δὲ καὶ τῆς αὐτῆς οὔσης κατὰ πᾶν τῆς γῆς μέρος τῆς τῶν στοιχείων περιβολῆς, οὔτε ἀντιλέγειν, οὔτε συναγορεύειν οἶμαι δεῖν τοῖς περὶ τούτων ἐνισταμένοις, ὡς δέον ἢ τοῦτον, ἢ τὸν καταχθόνιον τόπον ἀποτετάχθαι οἴεσθαι ταῖς τῶν σωμάτων ἐκλυθείσαις ψυχαῖς. Ἕως γὰρ ἂν μὴ παρακινοίη τὸ προηγούμενον δόγμα ἡ ἔνστασις περὶ τοῦ εἶναι μετὰ τὴν ἐν σαρκὶ ζωὴν τὰς ψυχάς, οὐδὲν περὶ τόπου ὁ ἡμέτερος λόγος διενεχθήσεται, μόνον σωμάτων ἴδιον εἶναι τὴν ἐπὶ τόπου θέσιν καταλαμβάνων· ψυχὴν δὲ ἀσώματον οὖσαν, μηδεμίαν ἀνάγκην ἔχειν ἐκ φύσεως τόποις τισὶν ἐγκατέχεσθαι».
35. ΓΡΗΓ. «Τί οὖν, εἶπον, εἰ τὸν Ἀπόστολον ὁ ἀντιλέγων προβάλλοιτο, πᾶσαν λέγοντα τὴν λογικὴν κτίσιν ἐν τῇ τοῦ παντὸς ἀποκαταστάσει πρὸς τὸν τοῦ παντὸς ἐξηγούμενον βλέπειν, ἐν οἷς καταχθονίων μνημονεύει τινῶν δι᾿ Ἐπιστολῆς πρὸς Φιλιππησίους εἰπών· ὅτι Αὐτῷ πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων;
ΜΑΚΡ. «Ἐπιμενοῦμεν τῷ δόγματι, φησὶν ἡ διδάσκαλος, κἂν ταῦτα λεγόντων ἀκούωμεν, περὶ μέντοι τοῦ εἶναι τὴν ψυχὴν καὶ τὸν ἀντιλέγοντα σύμψηφον ἔχοντες, περὶ τόπου, καθὼς ἐν τοῖς φθάσασιν εἴρηται, οὐκ ἐνιστάμενοι».
ΓΡΗΓ. «Τοῖς οὖν ἐπιζητοῦσιν, εἶπον, τὴν ἀποστολικὴν ἐν τῇ φωνῇ ταύτῃ διάνοιαν, τί ἄν τις εἴπῃ, εἴπερ τῆς τοπικῆς σημασίας ἀποκινοίης τὴν λέξιν;».
36. ΜΑΚΡ. Ἡ δὲ, Οὔ μοι δοκεῖ, φησὶν, ὁ θεῖος Ἀπόστολος, τοπικῶς τὴν νοερὰν διακρίνων οὐσίαν, τὸ μὲν ἐπουράνιον, τὸ δὲ ἐπίγειον, τὸ δὲ καταχθόνιον ὀνομάσαι. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ τρεῖς τῆς λογικῆς φύσεώς εἰσι καταστάσεις ἡμῖν, ἐξ ἀρχῆς τὴν ἀσώματον λαχοῦσαι ζωὴν, ἣν ἀγγελικὴν ὀνομάζομεν· ἡ δὲ πρὸς τὴν σάρκα συμπεπλεγμένην ἀνθρωπίνην φαμέν· ἡ δὲ διὰ θανάτου τῶν σαρκικῶν ἀπολελυμένη.
Ὅπερ ἐν ψυχαῖς θεωρεῖται, τοῦτο οἶμαι, τῷ βάθει τῆς σοφίας βλέποντα τὸν θεῖον Ἀπόστολον, πάσης τῆς λογικῆς φύσεως τὴν ἐν τῷ ἀγαθῷ ποτε γενησομένην συμφωνίαν ἀποσημαίνειν· ἐπουράνιον μὲν καλοῦντα τὸ ἀγγελικὸν καὶ ἀσώματον· ἐπίγειον δὲ τὸ συμπεπλεγμένον τῷ σώματι· καταχθόνιον δὲ τὸ διακεκρυμμένον ἤδη τοῦ σώματος, ἢ δή τις καὶ ἄλλη παρὰ τὰ εἰρημένα φύσις ἐν λογικῇ θεωρεῖται, ἣν εἴτε δαίμονας εἴτε πνεύματα, εἴτε τοιοῦτον ἐθέλοι τις κατονομάζειν, οὐ διοισόμεθα.
Πεπίστευται γὰρ ἔκ τε τῆς κοινῆς ὑπολήψεως, καὶ ἐκ τῆς τῶν Γραφῶν παραδόσεως, εἶναί τινα φύσιν ἔξω τῶν τοιούτων σωμάτων ὑπεναντίως πρὸς τὸ καλὸν διακειμένην, καὶ βλαπτικὴν τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, ἑκουσίως τῆς κρείττονος ὑπολήψεως ἀποῤῥυεῖσαν· καὶ τῇ ἀποστάσει τοῦ καλοῦ τὸ ἐκ τοῦ ἐναντίου νοούμενον ἐν αὐτῇ ὑποστήσασαν· ἥνπερ φασὶ καταχθονίοις ἐναριθμεῖν τὸν Ἀπόστολον, τοῦτο ἐν ἐκείνῳ τῷ λόγῳ σημαίνοντα, ὅτι τῆς κακίας ποτὲ ταῖς μακραῖς τῶν αἰώνων περιόδοις ἀφανισθείσης, οὐδὲν ἔξω τοῦ ἀγαθοῦ καταλειφθήσεται. Ἀλλὰ καὶ παρ᾿ ἐκείνων ὁμοφώνως ἡ ὁμολογία τῆς τοῦ Χριστοῦ κυριότητος ἔσται.
Τούτων οὕτως ἐχόντων, οὐκέτ᾿ ἄν τις ἡμᾶς ἀναγκάζοι τῷ τῶν καταχθονίων ὀνόματι τὸν ὑπόγειον ἐννοεῖν χῶρον· ἐπίσης τοῦ ἀέρος πανταχόθεν περικεχυμένου τῇ γῇ, ὡς μηδὲν αὐτῆς μέρος γυμνὸν τῆς περιβολῆς τοῦ ἀέρος καταλαμβάνεσθαι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου