Συνέχεια από: Τρίτη 28 Ιουνίου 2022
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
Μέρος Πρώτο
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ
Κεφάλαιο 4
Η ΠΑΥΛΕΙΑ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ
4.2. Ο «ΛΟΓΟΣ TOΥ ΣΤΑΥΡΟΥ» ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΑΥΛΕΙΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑΣ
(α) Κλασική γραμματεία
«Σταυρός» στην αρχαία ελληνική γλώσσα είναι το όρθιο ξύλο, ο πάσσαλος. Μ' αυτή τη σημασία συναντούμε τον όρο στην ελληνική γραμματεία από τον Όμηρο και εξής. Στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια έχουμε τις πρώτες μαρτυρίες χρήσης του όρου πάντοτε στον πληθυντικό («σταυροί»)65. Στο ρηματικό του τύπο («σταυροῦν» κτλ.) ο όρος απαντάει στην κλασική γραμματεία από τον Θουκυδίδη και μετά. Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από τη ρίζα σταF (στα σανσκριτικά stav) του ρήματος «ἵστημι», την οποία με παραλλαγές συναντούμε σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Στην αρχική αυτή περίοδο της χρήσης του όρου, ο σταυρός δεν έχει με κανένα τρόπο την έννοια του μέσου βασανισμού και θανατικής εκτέλεσης. Απλά και μόνο υποδήλωνε το μέσο περίφραξης ή υποστήλωσης. Είχε, δηλαδή, καθαρά την έννοια του κάθετου πασσάλου.
Από την ελληνιστική όμως περίοδο και εξής, ο όρος παίρνει και τη
σημασία του μέσου τιμωρίας, πάντα βέβαια με τη μορφή του όρθιου πασσάλου. Ο ρηματικός τύπος που χρησιμοποιείται σ' αυτή την περίπτωση είναι ο σύνθετος «ἀνασταυροῦν» (πρβλ. επίσης «ἀνασκολοπίζειν»). Η συχνή χρήση του όρου από το β´ π.Χ. αιώνα με τη δεύτερη αυτή σημασία της θανατικής εκτέλεσης οφείλεται προφανώς στην αυξανόμενη αλληλεπίδραση της ελληνικής σκέψης με την ανατολική, αποτέλεσμα της μεγαλύτερης επαφής των δύο αυτών πολιτισμών66. Τότε πλέον συναντούμε και τον απλό τύπο «σταυροῦν», που σταδιακά ταυτίζεται με τη διαδικασία της ρωμαϊκής ποινής, έτσι όπως την ξέρουμε.
(β) Π.Δ.
Περνώντας τώρα στο χώρο της Π.Δ. διαπιστώνουμε σημαντική έλλειψη από την ελληνική μετάφραση των Ο´ της σταυρικής ορολογίας («σταυρός», «σταυροῦν»). Μία και μοναδική φορά απαντάται ο ρηματικός τύπος («σταυρωθήτω ἐπ' αὐτόν» Εσθ 7,9) με την έννοια του κρεμάσματος, όπως καθαρά διαφαίνεται από τη συνέχεια («καί ἐκρεμάσθη Ἀμάν ἐπί τοῦ ξύλου» 7,10)67. Αν σημειώσουμε, μάλιστα, την παντελή έλλειψη του ουσιαστικού «σταυρός» από την ελληνική αυτή μετάφραση της Π.Δ., οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι ο όρος «σταυρός» με τη σημασία του μέσου τιμωρίας αγνοείται στην Π.Δ. Αυτό βέβαια δεν είναι εντυπωσιακό, μια και στον ιουδαϊκό νόμο η σταύρωση ήταν άγνωστη. Το αντίστοιχο μέσο τιμωρίας για τους εβραίους ήταν ο λιθοβολισμός. Μόνον ως επιπρόσθετη διαδικασία αυτής της ποινής μνημονεύεται το κρέμασμα του νεκρού σώματος πάνω σε ξύλο. Κατά τη Mishnah68 όλοι όσοι έχουν λιθοβοληθεί πρέπει να κρεμιούνται πάνω σε ξύλο, πράγμα που βρίσκεται σε συμφωνία με το Δευτερονόμιο:
«Ἐάν δέ γένηται ἔν τινι ἁμαρτία
κρῖμα θανάτου καί ἀποθάνῃ
καί κρεμάσητε αὐτόν ἐπί ξύλου...» (21,22).
Η μοναδική περίπτωση που μπορεί να υποδηλώνει εκτέλεση ζωντανού ανθρώπου είναι το Θρ 5,13 («ἐν ξύλῳ ἠσθένησεν»), μια και το Β´ Έσδ 6,11 είναι αμφίβολης σημασίας. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του Ιησ 8,29, όπου ο μεταφραστής προσθέτει στο «ἐκρέμασεν ἐπί ξύλου» τη λέξη «διδύμου», η οποία απουσιάζει από το πρωτότυπο. Είναι μια ένδειξη ότι ο μεταφραστής είχε κατά νουν την ποινή της σταυρώσεως (ενώ ο συγγραφέας, της κρεμάλας), αλλά και πάλι απέφυγε τη χρήση του όρου «σταυρός».
Αν όμως απουσιάζει η σταυρική ορολογία από την ελληνική μετάφραση της Π.Δ. των Ο´, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη χρήση του όρου «ξύλον» (εβρ. 'es). Στην περίπτωση της πρόσθετης διαδικασίας εκτελεσθέντος ατόμου τα ρήματα που συνοδεύουν τον όρο «ξύλον» είναι «κρεμάζειν», «κρεμᾶν», «κρεμαννύναι» (Γεν 40,19· Δευτ 21,22. 23· Ιησ 8,29· 10,26· Εσθ 5,14· 6,4· 7,10· 8,7· 9,13.25). Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Ιώσηπος στις παλαιοδιαθηκικές διηγήσεις του χρησιμοποιεί τους όρους «σταυρός» και «ξύλον», «σταυροῦν» και «κρεμάζειν» εναλλακτικά και αδιάκριτα, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου οι Ο´ χρησιμοποιούν μόνο τον όρο «ξύλον»69.
Με δυο λόγια, οι αγιογραφικές μαρτυρίες πριν από τα πρώτα χριστιανικά γραπτά κείμενα περιορίζονται από πλευράς ορολογίας αποκλειστικά σχεδόν στη χρήση του όρου «ξύλον»70.
(γ) Κ.Δ
Στην Κ.Δ. η αναφορά στο σταυρικό θάνατο του Κυρίου γίνεται με τη χρήση και των δυο όρων, «σταυρός» και «ξύλον». Ο όρος «σταυρός» στην Κ.Δ. παρουσιάζεται με τρεις ευδιάκριτες διαφοροποιήσεις:
(i) Στις ευαγγελικές διηγήσεις υπονοείται το πραγματικό γεγονός της ρωμαϊκής ποινής της σταύρωσης. Εδώ και οι τέσσερις ευαγγελιστές χρησιμοποιούν τον όρο «σταυρός» και μόνο αυτόν, ποτέ τον όρο «ξύλον».
Παράλληλα, ο ρηματικός τύπος είναι πάντοτε το «σταυροῦν»· ποτέ το «ἀνασταυροῦν», «κρεμάζειν», «προσηλοῦν», «προσπηγνύναι».71
(ii) Στα αρχαιότερα στρώματα της συνοπτικής παράδοσης, την παράδοση της Πηγής των Λογίων και τη μάρκεια παράδοση, συναντούμε και δεύτερη χρήση του όρου «σταυρός» με μεταφορική έννοια. Είναι οι αναφορές στο «βαστάζειν («αἴρειν» - «λαμβάνειν») τόν σταυρόν» του πιστού72.
(iii) Την τρίτη σημασία του όρου στην Κ.Δ. τη συναντούμε αποκλειστικά στα παύλεια κείμενα. Εδώ ο όρος χρησιμοποιείται με καθαρά θεολογική σημασία. Ο απόστολος δεν ενδιαφέρεται να αναπαραστήσει το ιστορικό γεγονός της σταυρώσεως, αλλά να αναδείξει τη σωτηριώδη σημασία του. Είναι ο πρώτος συγγραφέας της Κ.Δ. που εγκαινιάζει μια θεολογία του σταυρού. Είναι πολύ σημαντικό ότι, εκτός από τα ευαγγέλια, στην Κ.Δ. ο όρος «σταυρός» τόσο στη ρηματική, όσο και στην ουσιαστική του μορφή, απαντάει αποκλειστικά σχεδόν στα παύλεια κείμενα. Και μια ακόμη πιο σημαντική διαπίστωση. Εκτός από την ευαγγελική και την παύλεια χρήση, όλες οι άλλες αναφορές στο σταυρό του Χριστού στην Κ.Δ. γίνονται με τη χρήση του όρου «ξύλον» και όχι «σταυρός», όπως θα περίμενε κανείς73. Η μοναδική χρήση του όρου «ξύλον» στις επιστολές του Παύλου με αναφορά στο σταυρό του Χριστού γίνεται κατά την τυπολογική παράθεση του Δευτ 21,23 «ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπί ξύλου» (Γαλ 3,13). Αυτή είναι και η μοναδική προσέγγιση του Παύλου προς την ορολογία των Ο´. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ο απόστολος, παρότι γνώστης της παλαιοδιαθηκικής ορολογίας, σ' όλες τις προσωπικές του αναφορές στο σταυρικό θάνατο του Ιησού επιμένει στη χρήση της σταυρικής ορολογίας.
Αν δεχτούμε τη χρονική προτεραιότητα των παύλειων κειμένων σε σχέση με την υπόλοιπη καινοδιαθηκική γραμματεία, κι αν λάβουμε υπόψη την αποκλειστική προτίμηση της Π.Δ. προς τον όρο «ξύλον», μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο κυριότερος εισηγητής74 και ένθερμος υποστηρικτής της σταυρικής ορολογίας για την ερμηνευτική (αλλά και κατά συνέπεια καθαρά ιστορική) αναφορά στο θάνατο του Ιησού είναι ο Παύλος. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από την πορεία της γενικότερης ορολογίας και τυπολογικής ερμηνείας του γεγονότος του θανάτου του Ιησού στη μεταγενέστερη εκκλησιαστική γραμματεία75. Η μελέτη του G.Q. Reijners πάνω στο θέμα αυτό είναι πολύ αποκαλυπτική. Ο Reijners έχει δείξει ότι οι μεταποστολικοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς των πρώτων μ.Χ. αι., χωρίς να απορρίπτουν τις τραγικές προεκτάσεις του γεγονότος του σταυρού, σταδιακά απομακρύνονται από τη σταυρική ορολογία76. Αντλώντας παραστάσεις από την Π.Δ.77 χρησιμοποιούν εκτός από τον όρο «ξύλον» τους όρους «κέρας» (cornua), «ράβδος», «σημεῖον» κ.ά., αμβλύνοντας παράλληλα τις πραγματικές διαστάσεις του όρου «σταυρός». Το σκάνδαλο του σταυρού δεν απασχολεί πια τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και αντικαθίσταται από θριαμβευτικές εκφράσεις, όπως «σταυροῦ τρόπαιον τό ἀήττητον»78. Σ' αυτή την περίοδο, κατά τον Ε.Dinkier η Εκκλησία, αν αναζητάει τη σημασία του πάθους, το κάνει για να εξισορροπήσει την υπερβολική έμφαση στη νίκη μετά την αποδοχή του Χριστιανισμού από την κρατική εξουσία79.
«Σταυρός» στην αρχαία ελληνική γλώσσα είναι το όρθιο ξύλο, ο πάσσαλος. Μ' αυτή τη σημασία συναντούμε τον όρο στην ελληνική γραμματεία από τον Όμηρο και εξής. Στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια έχουμε τις πρώτες μαρτυρίες χρήσης του όρου πάντοτε στον πληθυντικό («σταυροί»)65. Στο ρηματικό του τύπο («σταυροῦν» κτλ.) ο όρος απαντάει στην κλασική γραμματεία από τον Θουκυδίδη και μετά. Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από τη ρίζα σταF (στα σανσκριτικά stav) του ρήματος «ἵστημι», την οποία με παραλλαγές συναντούμε σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Στην αρχική αυτή περίοδο της χρήσης του όρου, ο σταυρός δεν έχει με κανένα τρόπο την έννοια του μέσου βασανισμού και θανατικής εκτέλεσης. Απλά και μόνο υποδήλωνε το μέσο περίφραξης ή υποστήλωσης. Είχε, δηλαδή, καθαρά την έννοια του κάθετου πασσάλου.
Από την ελληνιστική όμως περίοδο και εξής, ο όρος παίρνει και τη
σημασία του μέσου τιμωρίας, πάντα βέβαια με τη μορφή του όρθιου πασσάλου. Ο ρηματικός τύπος που χρησιμοποιείται σ' αυτή την περίπτωση είναι ο σύνθετος «ἀνασταυροῦν» (πρβλ. επίσης «ἀνασκολοπίζειν»). Η συχνή χρήση του όρου από το β´ π.Χ. αιώνα με τη δεύτερη αυτή σημασία της θανατικής εκτέλεσης οφείλεται προφανώς στην αυξανόμενη αλληλεπίδραση της ελληνικής σκέψης με την ανατολική, αποτέλεσμα της μεγαλύτερης επαφής των δύο αυτών πολιτισμών66. Τότε πλέον συναντούμε και τον απλό τύπο «σταυροῦν», που σταδιακά ταυτίζεται με τη διαδικασία της ρωμαϊκής ποινής, έτσι όπως την ξέρουμε.
(β) Π.Δ.
Περνώντας τώρα στο χώρο της Π.Δ. διαπιστώνουμε σημαντική έλλειψη από την ελληνική μετάφραση των Ο´ της σταυρικής ορολογίας («σταυρός», «σταυροῦν»). Μία και μοναδική φορά απαντάται ο ρηματικός τύπος («σταυρωθήτω ἐπ' αὐτόν» Εσθ 7,9) με την έννοια του κρεμάσματος, όπως καθαρά διαφαίνεται από τη συνέχεια («καί ἐκρεμάσθη Ἀμάν ἐπί τοῦ ξύλου» 7,10)67. Αν σημειώσουμε, μάλιστα, την παντελή έλλειψη του ουσιαστικού «σταυρός» από την ελληνική αυτή μετάφραση της Π.Δ., οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι ο όρος «σταυρός» με τη σημασία του μέσου τιμωρίας αγνοείται στην Π.Δ. Αυτό βέβαια δεν είναι εντυπωσιακό, μια και στον ιουδαϊκό νόμο η σταύρωση ήταν άγνωστη. Το αντίστοιχο μέσο τιμωρίας για τους εβραίους ήταν ο λιθοβολισμός. Μόνον ως επιπρόσθετη διαδικασία αυτής της ποινής μνημονεύεται το κρέμασμα του νεκρού σώματος πάνω σε ξύλο. Κατά τη Mishnah68 όλοι όσοι έχουν λιθοβοληθεί πρέπει να κρεμιούνται πάνω σε ξύλο, πράγμα που βρίσκεται σε συμφωνία με το Δευτερονόμιο:
«Ἐάν δέ γένηται ἔν τινι ἁμαρτία
κρῖμα θανάτου καί ἀποθάνῃ
καί κρεμάσητε αὐτόν ἐπί ξύλου...» (21,22).
Η μοναδική περίπτωση που μπορεί να υποδηλώνει εκτέλεση ζωντανού ανθρώπου είναι το Θρ 5,13 («ἐν ξύλῳ ἠσθένησεν»), μια και το Β´ Έσδ 6,11 είναι αμφίβολης σημασίας. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του Ιησ 8,29, όπου ο μεταφραστής προσθέτει στο «ἐκρέμασεν ἐπί ξύλου» τη λέξη «διδύμου», η οποία απουσιάζει από το πρωτότυπο. Είναι μια ένδειξη ότι ο μεταφραστής είχε κατά νουν την ποινή της σταυρώσεως (ενώ ο συγγραφέας, της κρεμάλας), αλλά και πάλι απέφυγε τη χρήση του όρου «σταυρός».
Αν όμως απουσιάζει η σταυρική ορολογία από την ελληνική μετάφραση της Π.Δ. των Ο´, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη χρήση του όρου «ξύλον» (εβρ. 'es). Στην περίπτωση της πρόσθετης διαδικασίας εκτελεσθέντος ατόμου τα ρήματα που συνοδεύουν τον όρο «ξύλον» είναι «κρεμάζειν», «κρεμᾶν», «κρεμαννύναι» (Γεν 40,19· Δευτ 21,22. 23· Ιησ 8,29· 10,26· Εσθ 5,14· 6,4· 7,10· 8,7· 9,13.25). Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Ιώσηπος στις παλαιοδιαθηκικές διηγήσεις του χρησιμοποιεί τους όρους «σταυρός» και «ξύλον», «σταυροῦν» και «κρεμάζειν» εναλλακτικά και αδιάκριτα, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου οι Ο´ χρησιμοποιούν μόνο τον όρο «ξύλον»69.
Με δυο λόγια, οι αγιογραφικές μαρτυρίες πριν από τα πρώτα χριστιανικά γραπτά κείμενα περιορίζονται από πλευράς ορολογίας αποκλειστικά σχεδόν στη χρήση του όρου «ξύλον»70.
(γ) Κ.Δ
Στην Κ.Δ. η αναφορά στο σταυρικό θάνατο του Κυρίου γίνεται με τη χρήση και των δυο όρων, «σταυρός» και «ξύλον». Ο όρος «σταυρός» στην Κ.Δ. παρουσιάζεται με τρεις ευδιάκριτες διαφοροποιήσεις:
(i) Στις ευαγγελικές διηγήσεις υπονοείται το πραγματικό γεγονός της ρωμαϊκής ποινής της σταύρωσης. Εδώ και οι τέσσερις ευαγγελιστές χρησιμοποιούν τον όρο «σταυρός» και μόνο αυτόν, ποτέ τον όρο «ξύλον».
Παράλληλα, ο ρηματικός τύπος είναι πάντοτε το «σταυροῦν»· ποτέ το «ἀνασταυροῦν», «κρεμάζειν», «προσηλοῦν», «προσπηγνύναι».71
(ii) Στα αρχαιότερα στρώματα της συνοπτικής παράδοσης, την παράδοση της Πηγής των Λογίων και τη μάρκεια παράδοση, συναντούμε και δεύτερη χρήση του όρου «σταυρός» με μεταφορική έννοια. Είναι οι αναφορές στο «βαστάζειν («αἴρειν» - «λαμβάνειν») τόν σταυρόν» του πιστού72.
(iii) Την τρίτη σημασία του όρου στην Κ.Δ. τη συναντούμε αποκλειστικά στα παύλεια κείμενα. Εδώ ο όρος χρησιμοποιείται με καθαρά θεολογική σημασία. Ο απόστολος δεν ενδιαφέρεται να αναπαραστήσει το ιστορικό γεγονός της σταυρώσεως, αλλά να αναδείξει τη σωτηριώδη σημασία του. Είναι ο πρώτος συγγραφέας της Κ.Δ. που εγκαινιάζει μια θεολογία του σταυρού. Είναι πολύ σημαντικό ότι, εκτός από τα ευαγγέλια, στην Κ.Δ. ο όρος «σταυρός» τόσο στη ρηματική, όσο και στην ουσιαστική του μορφή, απαντάει αποκλειστικά σχεδόν στα παύλεια κείμενα. Και μια ακόμη πιο σημαντική διαπίστωση. Εκτός από την ευαγγελική και την παύλεια χρήση, όλες οι άλλες αναφορές στο σταυρό του Χριστού στην Κ.Δ. γίνονται με τη χρήση του όρου «ξύλον» και όχι «σταυρός», όπως θα περίμενε κανείς73. Η μοναδική χρήση του όρου «ξύλον» στις επιστολές του Παύλου με αναφορά στο σταυρό του Χριστού γίνεται κατά την τυπολογική παράθεση του Δευτ 21,23 «ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπί ξύλου» (Γαλ 3,13). Αυτή είναι και η μοναδική προσέγγιση του Παύλου προς την ορολογία των Ο´. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ο απόστολος, παρότι γνώστης της παλαιοδιαθηκικής ορολογίας, σ' όλες τις προσωπικές του αναφορές στο σταυρικό θάνατο του Ιησού επιμένει στη χρήση της σταυρικής ορολογίας.
Αν δεχτούμε τη χρονική προτεραιότητα των παύλειων κειμένων σε σχέση με την υπόλοιπη καινοδιαθηκική γραμματεία, κι αν λάβουμε υπόψη την αποκλειστική προτίμηση της Π.Δ. προς τον όρο «ξύλον», μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο κυριότερος εισηγητής74 και ένθερμος υποστηρικτής της σταυρικής ορολογίας για την ερμηνευτική (αλλά και κατά συνέπεια καθαρά ιστορική) αναφορά στο θάνατο του Ιησού είναι ο Παύλος. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από την πορεία της γενικότερης ορολογίας και τυπολογικής ερμηνείας του γεγονότος του θανάτου του Ιησού στη μεταγενέστερη εκκλησιαστική γραμματεία75. Η μελέτη του G.Q. Reijners πάνω στο θέμα αυτό είναι πολύ αποκαλυπτική. Ο Reijners έχει δείξει ότι οι μεταποστολικοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς των πρώτων μ.Χ. αι., χωρίς να απορρίπτουν τις τραγικές προεκτάσεις του γεγονότος του σταυρού, σταδιακά απομακρύνονται από τη σταυρική ορολογία76. Αντλώντας παραστάσεις από την Π.Δ.77 χρησιμοποιούν εκτός από τον όρο «ξύλον» τους όρους «κέρας» (cornua), «ράβδος», «σημεῖον» κ.ά., αμβλύνοντας παράλληλα τις πραγματικές διαστάσεις του όρου «σταυρός». Το σκάνδαλο του σταυρού δεν απασχολεί πια τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και αντικαθίσταται από θριαμβευτικές εκφράσεις, όπως «σταυροῦ τρόπαιον τό ἀήττητον»78. Σ' αυτή την περίοδο, κατά τον Ε.Dinkier η Εκκλησία, αν αναζητάει τη σημασία του πάθους, το κάνει για να εξισορροπήσει την υπερβολική έμφαση στη νίκη μετά την αποδοχή του Χριστιανισμού από την κρατική εξουσία79.
ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ.
Σημειώσεις
65. Αναλυτική παρουσίαση των κλασικών χωρίων στο Λ. Φιλιππίδη, Ιστορία της εποχής, σελ. 292εξ.
66. G.Q. Reijners, The Terminology of the Holy Cross in Early Christian Literature as Based upon Old Testament Typology, Nijmegen 1965, σελ. 3.
67. Είναι χαρακτηριστικό ότι και η άλλη χρήση του ρήματος («διά τό αὐτόν... ἐσταυρῶσθαι σύν τῇ πανοικίᾳ») βρίσκεται στις δευτεροκανονικές προσθήκες της ελληνικής μετάφρασης του βιβλίου της Εσθήρ (8,12r).
68. Η. Danby, The Mishnah, Oxford 1933, σελ. 390, από την πραγματεία Sanhedrin 6,4.
69. Έτσι το «ἐκρέμασεν αὐτούς» (Εσθ 2,23) στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία του Ιώσηπου γίνεται «ἐνεσταύρωσεν» (11, 208)· το «ξύλον» (Εσθ 5,14) εναλλάσσεται με το «σταυρός» (11, 246), ενώ για το επεισόδιο του Αμάν (Εσθ 7, 10) έχουμε «παραχρῆμα αὐτόν ἐξ ἐκείνου τοῦ σταυροῦ κρεμασθέντα ἀποθανεῖν»· βλ. και G.Q. Reijners, The Terminology of the Holy Cross, σελ. 9.
70. Πρβλ. και L. von Sybel, “ξύλον ζωῆς,” ZNW 19εξ (1919εξ) 85 εξ. Θα πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι κατά την υπερχιλιετή ιστορία του εβραϊκού λαού τρία πρόσωπα μόνο αναφέρονται ονομαστικά στην Π.Δ. (Ο´) ότι έχουν κρεμαστεί σε ξύλο: ο αρχισιτοποιός του Φαραώ (Γεν 40,19), ο βασιλιάς της Γαί (Ιησ 8,29) και ο εχθρός των εβραίων Αμάν (Εσθ 7,9)· βλ. Α. Anwander, “Das Kreuz Christi und andere Kreuze,” ThQ 115 (1934) 491-515.
71 Μαρκ 15,21.30.32· Ματθ 27,32.40.42· Λουκ 23,26· Ιω 19,17.19. 25.31
(σταυρός)· και Μαρκ 15,13.14.15.20.24.25.27· Ματθ 27,22.23.26. 31.35.38· Λουκ
23,21.23.33· Ιω 19,6.10.15.16.18.20.23.41 (σταυροῦν).
72. Ματθ 10,38=Λουκ 14,27 από την Πηγή των Λογίων και Μαρκ 8,34 =Ματθ 16,24=Λουκ 9,23 από τη μάρκεια παράδοση. Η αρνητική διατύπωση της α´ ομάδας πιστεύεται ότι ενισχύει τη χρονική προτεραιότητά της σε σχέση με τη μάρκεια παράδοση· Έχουν προταθεί διάφορες λύσεις για την ανακάλυψη της αρχικής σημασίας του λογίου. Τόσο η αναφορά στο κουβάλημα των ξύλων από τον Αβραάμ κατά την προετοιμασία της θυσίας του Ισαάκ (J. Schniewind, Das Evangelium nach Markus, Göttingen I960, σελ. 85), όσο και η υιοθέτηση ζηλωτικής ορολογίας (Α. Schlatter, Der Evangelist Matthäus, Tübingen 19596, σελ. 350εξ), ή ακόμη η συμβολική αναφορά στο tav του Ιεζ 9,4εξ ως λατρευτικό σημάδι και σφραγίδα των εκλεκτών κατά τα έσχατα (Ε.Dinkier, “Das Kreuz als Siegeszeichen,” σελ. 1εξ) κ.ά., αποτελούν απλές υποθέσεις. Στη σημερινή τους πάντως μορφή, όπως δηλαδή κατανοούνται από τους συνοπτικούς ευαγγελιστές, πρέπει να έχουν επηρεαστεί από την παύλεια θεολογία του σταυρού.
73. Θα πρέπει να προσθέσουμε και τη χρήση του όρου «σταυρός» στην προς Εβραίους (12,2), παρότι σήμερα η επιστολή αυτή σπάνια αποδίδεται στον Παύλο. Ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωση των Πράξεων, όπου εκτός από την παραδοσιακή «διαλεκτική» χρήση του «σταυροῦν» (2,36· 4,10), επανειλημμένα συναντούμε τον παλαιοδιαθηκικό όρο «ξύλον» (5,30· 10,39· 13,29). Βλ. G.Q.Reijners, The Terminology of the Holy Cross, σελ. 14εξ.
74. Κατά τον L.Goppelt, Theologie des Neuen Testaments, Göttingen 1976, σελ. 418) «ο ίδιος ο Παύλος εισάγει έναν όρο (σταυρός), που γι’ αυτόν παραμένει μοναδικός».
75. Βασικά αίτια της αναζήτησης από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς τύπων σταυρού στην Π.Δ. είναι η εξήγηση του σκανδάλου και η ενότητα των δύο διαθηκών.
76. G.Q.Reijners, The Terminology of the Holy Cross, σελ. 18εξ και 215εξ.
77. Πέρα από τις αναφορές του Reijners (στο ίδιο), βλ. και το συνοπτικό κατάλογο των παλαιοδιαθηκικών χωρίων, τα οποία ερμηνεύτηκαν από τους πατέρες της Εκκλησίας ως τύποι και προφητείες του σταυρού του Χριστού, στο παράρτημα της μελέτης του G.Τ.Armstrong, “The Cross in the O.T. according to Athanasius, Cyril of Jerusalem and the Cappadocian Fathers,” C.Andresen-G.Klein, Theologia crucis-Signum crucis, 17-38, σελ. 34εξ.
78. Στο ίδιο, σελ. 27.
79. Ε. Dinkier, “Das Kreuz als Siegeszeichen,” σελ. 19. Βλ. ακόμη Λ.Φιλιππίδη, Ιστορία της εποχής, σελ. 291. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε και την παρατήρηση του Μ. Hengel, (“Mors turpissima crucis. Die Kreuzigung in der antiken Welt und die ‛Torheit' des ‛Wortes vom Kreuz'.” Rechtfertigung, Tübingen 1976, 125-84), ότι ο δοκητισμός ήταν εκείνος, που με την προσπάθεια εξελληνισμού του χριστιανικού δόγματος, επιχείρησε να εξαλείψει πλήρως τη μωρία του σταυρού (σελ. 133εξ).
66. G.Q. Reijners, The Terminology of the Holy Cross in Early Christian Literature as Based upon Old Testament Typology, Nijmegen 1965, σελ. 3.
67. Είναι χαρακτηριστικό ότι και η άλλη χρήση του ρήματος («διά τό αὐτόν... ἐσταυρῶσθαι σύν τῇ πανοικίᾳ») βρίσκεται στις δευτεροκανονικές προσθήκες της ελληνικής μετάφρασης του βιβλίου της Εσθήρ (8,12r).
68. Η. Danby, The Mishnah, Oxford 1933, σελ. 390, από την πραγματεία Sanhedrin 6,4.
69. Έτσι το «ἐκρέμασεν αὐτούς» (Εσθ 2,23) στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία του Ιώσηπου γίνεται «ἐνεσταύρωσεν» (11, 208)· το «ξύλον» (Εσθ 5,14) εναλλάσσεται με το «σταυρός» (11, 246), ενώ για το επεισόδιο του Αμάν (Εσθ 7, 10) έχουμε «παραχρῆμα αὐτόν ἐξ ἐκείνου τοῦ σταυροῦ κρεμασθέντα ἀποθανεῖν»· βλ. και G.Q. Reijners, The Terminology of the Holy Cross, σελ. 9.
70. Πρβλ. και L. von Sybel, “ξύλον ζωῆς,” ZNW 19εξ (1919εξ) 85 εξ. Θα πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι κατά την υπερχιλιετή ιστορία του εβραϊκού λαού τρία πρόσωπα μόνο αναφέρονται ονομαστικά στην Π.Δ. (Ο´) ότι έχουν κρεμαστεί σε ξύλο: ο αρχισιτοποιός του Φαραώ (Γεν 40,19), ο βασιλιάς της Γαί (Ιησ 8,29) και ο εχθρός των εβραίων Αμάν (Εσθ 7,9)· βλ. Α. Anwander, “Das Kreuz Christi und andere Kreuze,” ThQ 115 (1934) 491-515.
71 Μαρκ 15,21.30.32· Ματθ 27,32.40.42· Λουκ 23,26· Ιω 19,17.19. 25.31
(σταυρός)· και Μαρκ 15,13.14.15.20.24.25.27· Ματθ 27,22.23.26. 31.35.38· Λουκ
23,21.23.33· Ιω 19,6.10.15.16.18.20.23.41 (σταυροῦν).
72. Ματθ 10,38=Λουκ 14,27 από την Πηγή των Λογίων και Μαρκ 8,34 =Ματθ 16,24=Λουκ 9,23 από τη μάρκεια παράδοση. Η αρνητική διατύπωση της α´ ομάδας πιστεύεται ότι ενισχύει τη χρονική προτεραιότητά της σε σχέση με τη μάρκεια παράδοση· Έχουν προταθεί διάφορες λύσεις για την ανακάλυψη της αρχικής σημασίας του λογίου. Τόσο η αναφορά στο κουβάλημα των ξύλων από τον Αβραάμ κατά την προετοιμασία της θυσίας του Ισαάκ (J. Schniewind, Das Evangelium nach Markus, Göttingen I960, σελ. 85), όσο και η υιοθέτηση ζηλωτικής ορολογίας (Α. Schlatter, Der Evangelist Matthäus, Tübingen 19596, σελ. 350εξ), ή ακόμη η συμβολική αναφορά στο tav του Ιεζ 9,4εξ ως λατρευτικό σημάδι και σφραγίδα των εκλεκτών κατά τα έσχατα (Ε.Dinkier, “Das Kreuz als Siegeszeichen,” σελ. 1εξ) κ.ά., αποτελούν απλές υποθέσεις. Στη σημερινή τους πάντως μορφή, όπως δηλαδή κατανοούνται από τους συνοπτικούς ευαγγελιστές, πρέπει να έχουν επηρεαστεί από την παύλεια θεολογία του σταυρού.
73. Θα πρέπει να προσθέσουμε και τη χρήση του όρου «σταυρός» στην προς Εβραίους (12,2), παρότι σήμερα η επιστολή αυτή σπάνια αποδίδεται στον Παύλο. Ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωση των Πράξεων, όπου εκτός από την παραδοσιακή «διαλεκτική» χρήση του «σταυροῦν» (2,36· 4,10), επανειλημμένα συναντούμε τον παλαιοδιαθηκικό όρο «ξύλον» (5,30· 10,39· 13,29). Βλ. G.Q.Reijners, The Terminology of the Holy Cross, σελ. 14εξ.
74. Κατά τον L.Goppelt, Theologie des Neuen Testaments, Göttingen 1976, σελ. 418) «ο ίδιος ο Παύλος εισάγει έναν όρο (σταυρός), που γι’ αυτόν παραμένει μοναδικός».
75. Βασικά αίτια της αναζήτησης από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς τύπων σταυρού στην Π.Δ. είναι η εξήγηση του σκανδάλου και η ενότητα των δύο διαθηκών.
76. G.Q.Reijners, The Terminology of the Holy Cross, σελ. 18εξ και 215εξ.
77. Πέρα από τις αναφορές του Reijners (στο ίδιο), βλ. και το συνοπτικό κατάλογο των παλαιοδιαθηκικών χωρίων, τα οποία ερμηνεύτηκαν από τους πατέρες της Εκκλησίας ως τύποι και προφητείες του σταυρού του Χριστού, στο παράρτημα της μελέτης του G.Τ.Armstrong, “The Cross in the O.T. according to Athanasius, Cyril of Jerusalem and the Cappadocian Fathers,” C.Andresen-G.Klein, Theologia crucis-Signum crucis, 17-38, σελ. 34εξ.
78. Στο ίδιο, σελ. 27.
79. Ε. Dinkier, “Das Kreuz als Siegeszeichen,” σελ. 19. Βλ. ακόμη Λ.Φιλιππίδη, Ιστορία της εποχής, σελ. 291. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε και την παρατήρηση του Μ. Hengel, (“Mors turpissima crucis. Die Kreuzigung in der antiken Welt und die ‛Torheit' des ‛Wortes vom Kreuz'.” Rechtfertigung, Tübingen 1976, 125-84), ότι ο δοκητισμός ήταν εκείνος, που με την προσπάθεια εξελληνισμού του χριστιανικού δόγματος, επιχείρησε να εξαλείψει πλήρως τη μωρία του σταυρού (σελ. 133εξ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου