Συνέχεια από: Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ*
Εκδότης: Ελληνική Ανθρωπιστική Εταιρεία (1970)
Συγγραφέας: Δημ. Ι. Κουτσογιαννόπουλου
Β. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Τὸ πρῶτον τῶν εἰς τὸ θέμα τοῦ χρόνου ἀφιερωμένων κεφαλαίων τῶν «Φυσικῶν» (το 10ον τοῦ Δ βιβλίου) θέτει ὡς πρὸς τὸν χρόνον δύο ἐρωτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ μὲν πρῶτον ἀφορᾶ εἰς τὴν ὕπαρξιν αὐτοῦ, ἂν δηλ. ὑπάρχῃ χρόνος («πότερον τῶν ὄντων ἐστὶν ἢ τῶν μὴ ὄντων»), τὸ δὲ δεύτερον εἰς τὴν οὐσίαν αὐτοῦ («τίς ἡ φύσις αὐτοῦ»). Πρῶτον, λοιπόν, τίθεται τὸ πρόβλημα περὶ τοῦ «ὅτι» (ἐνν. ὑπάρχει), ἔπειτα τὸ πρόβλημα περὶ τοῦ «τί» (ενν. εἶνε) ὁ χρόνος. Τὸ ἐκ πρώτης ὄψεως παράδοξον εἶνε, ὅτι ὁ ᾿Αριστοτέλης ἀπαντᾷ εἰς τὸ πρῶτον ἐκ τῶν δύο ἀνωτέρω ἐρωτημάτων ἀρνητικῶς, ὅτι δηλ. ὁ χρόνος εἴτε δὲν ὑπάρχει καθόλου, εἴτε ὑπάρχει «μόλις καὶ ἀμυδρῶς», τοῦτο δὲ διότι ὁ μὲν παρελθὼν χρόνος δὲν ὑπάρχει πλέον, ὁ δὲ μέλλων δὲν ἔχει εἰσέτι ὑπάρξει· ὡς πρὸς τὸ παρὸν (τὸ «νῦν»), τοῦτο, μὴ ἔχον ἰδίαν διάρκειαν, ἀλλ᾽ ἂν ὄριον ἁπλῶς μεταξὺ παρελθόντος καὶ μέλλοντος, δὲν δύναται ὁμοίως νὰ ἐκληφθῇ ὡς ὄν. Εφ᾽ ὅσον, λοιπόν, τὰ στοιχεῖα, ἐκ τῶν ὁποίων συναπαρτίζεται ὁ χρόνος, δὲν ὑπάρχουν, ἕπεται ὅτι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν ἀποτελούμενος χρόνος ἀνήκει ὁμοίως εἰς τὰ μὴ ὄντα. Διατί ὅμως δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ θεωρηθῇ ὁ χρόνος ὡς ἔχων διάρκειαν ἐν τῇ ἐννοίᾳ τοῦ συνόλου τῶν ἐπὶ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς σειρᾶς ἱσταμένων ἀτομικῶν «νῦν»; Διότι, παρατηρεῖ ὁ ᾿Αριστοτέλης, καὶ περὶ τῶν ἐπὶ μέρους «νῦν» ἰσχύει ὅ,τι καὶ περὶ τοῦ χρόνου καθόλου : μόλις ἀνακύψῃ τὸ ἑπόμενον «νῦν», τὸ προηγούμενον ἔχει ἤδη περιέλθει εἰς τὸ παρελθόν, τ.ἔ. εἰς τὴν ἀνυπαρξίαν. Μήπως ὅμως τὸ «νῦν» εἶνε «ἀεὶ ἕτερον καὶ ἕτερον», συνεχῶς δηλ. καταστρεφόμενον καὶ ἀναγεννώμενον ; Τοῦτο εἶνε ἀδύνατον, διότι νὰ κατεστράφη ἐν ἑαυτῷ ἀποκλείεται (διότι τότε, τ.ἔ. εἰς τὸ παρελθόν, ὑπῆρχε), νὰ κατεστράφη δὲ ἐν τῷ παρόντι «νῦν» ἀποκλείεται ἐπί σης, διότι τὸ μεταξὺ διάστημα ἀπαρτίζεται ἀπὸ ἀπειρίαν ἄλλων, ἐνδιαμέσων «νῦν», κατὰ τὰ ὁποῖα θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπῆρχεν εἰσέτι ὡς ὄν, ὅπερ ὅμως προφα νῶς ἀδύνατον· ἑπομένως, καὶ εἰς τὰς δύο περιπτώσεις, τὸ «νῦν» δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ θεωρηθῇ ὡς πλειὰς ἀλληλοδιαδεχομένων «νῦν», ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἑπόμενον ἀνακύπτει διὰ καταστροφῆς τοῦ προηγουμένου. Οὔτε ὅμως εἶνε δυνατὸν νὰ νοηθῇ τὸ «νῦν» ὡς «ἀεὶ τὸ αὐτὸν παραμένον· διότι τότε ὅλα τὰ ἐν χρόνῳ συμβάντα, τὰ πρότερα καὶ τὰ ὕστερα, θὰ ἦσαν ταυτόχρονα μεταξύ των, πράγμα ποὺ εἶνε καθαρὸς παραλογισμός. Τὸ γενικὸν συμπέρασμα ἐκ τῶν ἀνωτέρω εἶνε, ὅτι οὐδὲν ἀπὸ τὰ ἀποτελοῦντα τὸν χρόνον στοιχεία (παρελθόν, παρόν, μέλλον) δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἔχον κάποιαν διάρκειαν, ἑπομένως ὅτι οὐδὲν εἶνε δυνατὸν νὰ θεωρηθῇ ὡς ὑπάρχον1.
Η έρευνα, οὕτω, περὶ χρόνου, μόλις ἀρχίσασα, φαίνεται νὰ ὡδήγησεν ἀμέσως εἰς ἀδιέξοδον, διότι πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ἔλθωμεν εἰς τὴν ἐξέτασιν τοῦ τί εἶνε χρόνος, ὅταν καταλήξαμεν εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ χρόνος εἶνε, κυρίως εἰπεῖν, ἀνύπαρκτος ; ᾿Αλλὰ τὸ πρᾶγμα δὲν ἔχει οὕτω. Τὸ εἶναι λέγεται πολλαχῶς, δηλοῖ δηλ. καὶ τὸ κατ᾽ οὐσίαν καὶ τὸ κατὰ συμβεβηκὸς εἶναι2, τὸ εἶναι δηλ. ὡς μορφὴ καὶ ὡς ὕλη, ὡς ἐνεργείᾳ καὶ δυνάμει, ὡς πεπερασμένον καὶ ὡς ἄπειρον. Εἶνε, λοιπόν, φανερόν, ὅτι, λέγων ὁ ᾿Αριστοτέλης ὅτι ὁ χρόνος δὲν ὑπάρχει, ἐννοεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει ὡς οὐσία, ὡς ἔχων διάρκειαν, ὡς συνιστάμενος δηλ. ἐξ ἑνὸς πεπερασμένου χρονικοῦ διαστήματος, διὰ τοῦ ὁποίου καὶ μόνου ἀποκτᾷ οὗτος ὡρισμένην μορφήν. Ὡς ἄπειρος ὕλη ὅμως, ἐνέχουσα τὴν δυνατότητα νὰ γίνῃ ἐνέργεια καὶ μορφή, προφανῶς ὑπάρχει : «δυνάμει... τὸ ἄπειρον» καὶ «ἐν τῷ χρόνῳ δῆλον3». Τοῦ ἀπείρου ὑπάρχουν δύο εἴδη, τὸ κατὰ πρόσθεσιν ἢ ἀριθμητικόν, νοούμενον κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῶν φυσικῶν ἀριθμῶν (1, 2, 3...ν) καὶ τὸ κατὰ διαίρεσιν ἢ γεωμετρικόν, κατὰ τὸ ὁποῖον τέμνεται ἀπειροστικῶς δεδομένον γεωμετρικὸν μέγεθος. Ο χρόνος ὡς χρονικὴ ὕλη ὁμοιάζει μᾶλλον πρὸς τὸ κατὰ πρόσθεσιν ἄπειρον. Τὸ κατὰ διαίρεσιν ἄπειρον δὲν εἶνε πλέον προφανῶς καθαρὰ ὕλη, δεδομένου ὅτι περιστέλλεται ἔξωθεν ὑπὸ τῆς μορφῆς τῆς δεδομένης γραμμῆς ἢ τοῦ δεδομένου γεωμετρικοῦ χώρου, τὰ ὁποῖα διχοτομεῖ. Τὸ ἀριθμητικὸν ἀντιθέτως ἄπειρον, μὲ τὸ νὰ σχηματίζεται ἐποπτικῶς διὰ τῆς συνεχούς ὑπερβάσεως ἑνὸς δεδομένου σημείου ὑπὸ ἀεὶ ἐπέκεινα αὐτοῦ προκύπτοντος ἄλλου, ἀνταποκρίνεται καλλίτερον εἰς τὴν χρονικὴν ὕλην, ἤτοι τὸν χρόνον ὡς ἀπείρως προεκτεινομένην εἰς τὸ μέλλον διαδοχὴν σημείων, εἴτε κενῶν εἴτε πεπληρωμένων ἀπὸ συμβεβηκότα: «οὐ γὰρ οὐ μηδὲν ἔξω, ἀλλ᾽ οὗ ἀεί τι ἔξω ἐστί, τοῦτο ἄπειρόν ἐστιν».
᾿Αλλ᾽ οὔτε ἡ ἀριθμητική διαδοχὴ εἶνε ἐλευθέρα παντὸς μορφικοῦ προσδιορισμοῦ : οἱ φυσικοὶ ἀριθμοί συγκροτοῦνται διὰ προσθέσεως εἰς τὸν πρῶτον τοῦ αὐτοῦ πάντοτε προσθετέου (1 + 1 =2, 2+1=3 κ.ο.κ.) , πρᾶγμα τὸ ὁποῖον καθίσταται δυνατόν μόνον ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν, ὅτι ὅλα τὰ προστιθέμενα «νῦν» συνυπάρχουν, ἐνῷ προκειμένου περὶ χρόνου τὸ ἀντίθετον ἀκριβῶς συμβαίνει, ἡ ἀνάκυψις δηλ. τοῦ ἑπομένου «νῦν» προϋποθέτει τὴν φθορὰν τοῦ προηγουμένου. Τὸ ἄπειρον, ἑπομένως, τοῦ χρόνου ὡς ὅλης πρέπει νὰ τὸ προσδιορίσωμεν συμφώνως πρὸς τὴν ἰδιότυπον δομὴν αὐτοῦ τούτου τοῦ φαινομένου, ἀπ᾿ εὐθείας καὶ χωρὶς προσφυγὴν εἰς συγγενῆ μέν, πάντοτε ὅμως ἐν τέλει διάφορα πρὸς αὐτὸ φαινόμενα. Πρὸς τοῦτο ἂς ἐνθυμηθῶμεν ὅσα εἴπομεν άνωτέρω ὑπὸ Α περὶ τῆς νωχελείας ὡς τῆς ἀρχῆς τοῦ χρόνου. Ἐν τῇ νωχελεία τὸ μέλλον, δηλαδὴ ἡ ὕλη τοῦ χρόνου, δὲν εἶνε ἀπόν, ἂν καὶ εἶνε εἰσέτι εἰς μίαν πετῶσαν, ἀσταθῆ κατάστασιν. Αν θεωρήσωμεν τὴν ἰδίαν ταύτην χρονικὴν διάστασιν, ὄχι πλέον καθ᾽ οἷον τρόπον ἐποιοῦμεν τοῦτο ἐν ὅσῳ εὑρισκόμεθα ἀκόμη εἰς τὴν ἀρχικὴν νωχέλειαν, ἀλλὰ ἀπὸ τῆς νέας προοπτικῆς τῆς τελείως γρηγορούσης συνειδήσεως, σταθεροποιοῦμεν, οὕτως εἰπεῖν, τὸ πετῶν μέλλον διὰ τῆς προσοχῆς μας, ἡ σταθεροποίησις δὲ αὕτη εἶνε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὁ Αὐγουστῖνος ὀνομάζει «προσδοκίαν». «Προσδοκία», λοιπόν, φαίνεται νὰ εἶνε τὸ φαινόμενον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀποκαλοῦμεν μέλλον, ἂν καὶ οὔτε ὁ Αὐγουστῖνος οὔτε ὁ ᾿Αριστοτέλης ποιοῦνται νύξιν ὡς πρὸς τὴν ἰδιάζουσαν εἰς αὐτὸ ἐννοιολογικὴν δομήν. Πράγματι, «προσδοκῶ τι» δεν σημαίνει ἁπλῶς : «μένων ἐπὶ δεδομένου σημείου προβλέπω ἕνα ἄλλο σημεῖον εὑρισκόμενον ἔτι μακρὰν ἐμοῦ», ἀλλὰ μᾶλλον : «ἀπὸ ἕνα ὡρισμένον σημεῖον, τὸ ὁποῖον οὐδ᾽ ἐπὶ στιγμὴν ἐγκαταλείπω, προ-βάλλω ἐμαυτὸν (se-projacere) ἐκτὸς ἐμαυτοῦ καί, οὕτως εἰπεῖν, «προεξοφλῶν ὅ,τι δὲν εἶνε ἀκόμη παρόν». Αλλ' ἐπειδὴ δὲν παύω κατὰ τὴν προβολὴν ταύτην νὰ παραμένω ἐπὶ τοῦ ἀρχικοῦ χρονικοῦ σημείου, ταχέως καταλήγω νὰ ἀντιληφθῶ, ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ αὐτο-προβολή μου δὲν ἦτο ἄλλο τι ἀπὸ μίαν ψευδαίσθησιν, ἀντίληψιν ἡ ὁποία συνοδεύεται συνήθως ἀπὸ μίαν ἀνίσχυρον ἀνυπομονησίαν καταλήγουσαν εἰς ἀπελπισίαν : διότι, προφανῶς, δὲν δύναμαι διὰ μόνης τῆς προσδοκίας μου νὰ κάμω τὸ ἀναμενόμενον γεγονὸς νὰ πλησιάσῃ ταχύτερον ἀπὸ ὅσον πράγματι πλησιάζει. Τὴν ὅλην ταύτην φαινομενολογικὴν δομὴν δυνάμεθα νὰ ὀνομάσωμεν «σπουδήν» ἢ στὸ ἐπείγεσθαι», νὰ ὁρίσωμεν δὲ τὸν χρόνον ὡς χρονικὴν ὕλην ἢ μέλλον διὰ τῆς ἀναγωγῆς του εἰς αὐτήν. Εἴμεθα οὕτως εἰς θέσιν νὰ λύσωμεν τὴν ἀπορίαν τοῦ ᾿Αριστοτέλους ὡς πρὸς τὸν τρόπον κατὰ τὸν ὁποῖον εἶνε νοητέα ἡ φθορὰ τοῦ «νῦν» : ὁ χρόνος ὡς μία ἀπείρως προεκτεινομένη διάστασις ὑπάρχει μόνον εἰς ἓν ὡρισμένον καὶ μοναδικὸν «νῦν», ἀρκεῖ τὸ «νῦν» τοῦτο νὰ προσδιορίζεται ἐκ-στατικῶς, ἤτοι ὡς μέλλον. Ὅ,τι δὲν εἶνε εἶνε μόνον τὸ προσδοκώμενον γεγονός, τὸ ὁποῖον ἐμφανίζεται εἰς τὸν μελλοντικὸν ὁρίζοντα. Αλλ' ὅπως καὶ ἀνωτέρω εἴπομεν, ὁ χρόνος δὲν εἶνε κίνησις καὶ ἐνέργεια καθ᾽ αὑτόν, ὥστε τὸ «νῦν οὐδέποτε αἴρεται δι᾽ ἑνὸς ἄλλου «νῦν», ἀλλὰ μόνον δι ἐνεργείας τινὸς ἡ ὁποία καθιστᾷ τὸν χρόνον, τουλάχιστον καθ᾽ αὑτόν, ἓν μὴ ὄν. Ο χρόνος ὡς χρονικὴ ὕλη δὲν ἔχει λοιπὸν παρὰ μίαν καὶ μόνην στιγμήν.
(Συνεχίζεται)
Σημειώσεις
1. Φυσ. 217 b 32/218α (Δ 10).
2. Μτφ. 1002 α 32 (Γ 2). Φυσ. 206 α 21 (Γ 6).
3. Φυσ. 206 α 18, 25 (Γ 6).
4. Φυσ. 207 α (Γ 6).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου