Συνέχεια από: Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023
στην συλλογή: Zeit und Geschichte, Dankesgabe an Rudolf Bultmann zum 80. Geburtstag, ed. Erich Dinkler (Tubingen: J. C. B. Mohr, 1964), 381‑398.
ΙV
Όπως ο Heidegger θεωρεί τον άνθρωπο, το στοιχείο που τον χαρακτηρίζει δεν είναι η χρονικότητα του, αλλά η περατότητα (Endlichkeit) του. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο εν-τω-κόσμω-είναι, σε σχέση με τους άλλους και σε σχέση με το ίδιο του το μέλλον και παρελθόν. Είναι επίσης ύπαρξη που περιγράφεται από συγκεκριμένα όρια, και επομένως περιβάλλεται από αυτό που η ίδια δεν είναι. Έτσι για παράδειγμα, η χρονικότητα του είναι χρονικά καθορισμένη. Κατά πρώτον, ο άνθρωπος δεν είναι το υπόστρωμα ή η αρχή της ίδιας του της ύπαρξης, αλλά βρίσκει τον εαυτό του «ερριμμένο» (geworfen) μέσα στον κόσμο, σαν έχει προέλθει επομένως από μια πηγή πέραν του εαυτού του. Η γέννηση του είναι μια διαρκής υπόμνηση, πως κάποτε δεν υπήρχε, και το γεγονός αυτού του «τίποτα» (Nichts), θέτει ένα αδιαπέραστο όριο στην ύπαρξη του ως ανθρώπου. Αυτό το προηγούμενο του τίποτα, δεν είναι το μόνο χρονικό όριο που τον περιορίζει. Καθορίζεται επίσης από το επόμενο τίποτα του θανάτου, πέρα από το οποίο γνωρίζει πως δε θα υπάρχει. Ο Heidegger επιμένει, πως ο άνθρωπος διαπιστώνει την δυνατότητα του για αυθεντική ύπαρξη, όντας «είναι-προς-θάνατον» (Sein-zum-Tode), ως αποφασιστική αποδοχή της περατότητας μέσα στον χρόνο, που ο θάνατος αποκαλύπτει με τον πιο ισχυρό τρόπο. Επειδή η χρονικότητα που καθορίζει την ύπαρξη του, είναι η ίδια χρονικά πεπερασμένη και περιορισμένη, ο άνθρωπος μπορεί να είναι αυτό που αληθινά είναι, μόνο με την πλήρη συνείδηση της περατότητας του και της αποδοχής των χρονικών του ορίων.
Στην περίπτωση του Θεού βέβαια, το διακριτικό στοιχείο είναι η πλήρης απουσία τέτοιας χρονικής περατότητας και χρονικών ορίων. Η δήλωση του Heidegger, πως η χρονικότητα του Θεού είναι άπειρη, μπορεί να σημαίνει μόνο, πως σε ριζική αντίθεση προς τον άνθρωπο, η χρονικότητα του Θεού δεν περιορίζεται χρονικά.[ Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΩΜΑ] Επομένως δεν υπάρχει χρόνος κατά τον οποίο ο Θεός δεν υπήρξε, ούτε υπάρχει ο χρόνος κατά τον οποίο θα πάψει να υπάρχει. Σε αντίθεση προς τον άνθρωπο, το είναι του Θεού δεν άρχισε ούτε θα τελειώσει. Το παρελθόν και το μέλλον προς τα οποία σχετίζεται σε κάθε διαδοχική στιγμή της παρούσας εμπειρίας του, δεν μπορεί να είναι παρά απεριόριστο παρελθόν και μέλλον.[Πώς κατανοεί τόν χρόνο τού θεού σάν παρελθόν, εφόσον ο θεός δέν προέρχεται από μία πηγή πέραν τού εαυτού του; Δύσκολη ιστορία η θεολογία.]
Αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε η αποχώρηση του Heidegger από την θεολογική παράδοση, όσο ριζική και να είναι, δεν απορρίπτει εξολοκλήρου τους ισχυρισμούς της. Και για τον ίδιο υπάρχει μια ποιοτική διαφορά, μια διάκριση όχι απλά στο επίπεδο των γεγονότων, αλλά μια διάκριση αρχής, μεταξύ του πεπερασμένου είναι του ανθρώπου και του άπειρου είναι του Θεού. Η διαφορά του Heidegger από την παράδοση, είναι πως ορίζει την διαφορετικότητα του Θεού, όχι ως μια άρνηση της χρονικότητας, αλλά ως την σημαντικότερή της έκφανση. Η αιωνιότητα του Θεού δεν είναι απλή απουσία χρόνου, αλλά μια άπειρη πληρότητα χρόνου, για την οποία η δική μας περιορισμένη χρονικότητα παρέχει μια πραγματική, αλλά όχι σαφή ομοιότητα.[πώς εννοεί τόν χρόνο χωρίς σώμα; πώς εννοεί τό καθ' ομοίωσιν κατά γράμμα;] Αυτό σημαίνει πως η από τον Heidegger προτεινόμενη επαναδιατύπωση της analogia entis, δεν κινδυνεύει όπως η κλασσική διατύπωση, από την αντιφατικότητα. Χαρακτηριστικά που περιέχουν χρονικές διακρίσεις μπορούν να αποδοθούν στον Θεό, χωρίς να καθίστανται κενά νοήματος δια των αντίθετων σημασιών. Και η αποδοχή της ποιοτικής διάκρισης του Θεού από τα άλλα όντα, δεν αποκλείει, αλλά υπονοεί θετικά το νόημα μιας τέτοιας απόδοσης χαρακτηριστικών στον Θεό.
Αλλά ο πεπερασμένος χαρακτήρας του ανθρώπου, όπως τον θεωρεί ο Heidegger, δεν έγκειται μόνο στον περιορισμό της χρονικότητας του μέσα στον χρόνο. Το είναι του είναι επίσης ριζικά περιορισμένο μέσα στον χώρο. Ο κόσμος του ανθρώπου, αποτελούμενος από άλλα όντα προς τα οποία ο άνθρωπος συσχετίζεται ουσιαστικά και πραγματικά, ποτέ δεν συμπίπτει με τήν πληρότητα των όντων ως τέτοια, αλλά είναι πάντα περιορισμένος στο φαινομενικό πεδίο, δεμένος σε ένα εξωτερικό περιβάλλον. Όπως έχουμε δει, ο λόγος είναι πως, το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει ένα κόσμο δεν οφείλεται στην ανοικτοσύνη τού ανθρώπου προς την δυνατότητα ως τέτοια. Οφείλεται στο γεγονός πως ο άνθρωπος είναι αναγκαστικά περιορισμένος σε ένα συγκεκριμένο φάσμα δυνατοτήτων, τις οποίες κληρονομεί από το πεπερασμένο του παρελθόν και τις οποίες προβάλλει στο πεπερασμένο του μέλλον. Επομένως η συσχέτιση του ανθρώπου προς τους άλλους είναι και η ίδια σχετική. Ο άνθρωπος δεν συμμετέχει πλήρως σε αυτά προς τα οποία σχετίζεται, όπως αυτά πράγματι είναι, αλλά αναγκάζεται να τα συναντήσει υπό την προοπτική την οποία τού επιβάλλουν οι δικές του προβολές (προβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος καταλαβαίνει τον εαυτό του). Φυσικά στην καθημερινή του ύπαρξη, ο άνθρωπος δεν έχει πλήρη συνείδηση αυτού του χωρικού περιορισμού του κόσμου του, και κρύβει από τον εαυτό του τον καταστατικό χαρακτήρα της «αλήθειας», η οποία αποτελείται από τις ιδιαίτερα περιορισμένες συναντήσεις του με τους άλλους. Θεωρεί τα άλλα πράγματα και πρόσωπα, ως απλά αντικείμενα της πεπερασμένης του αντίληψης, και έτσι «πέφτει» ή υποκύπτει στον κόσμο του, απολυτοποιώντας τους περιορισμούς του (του κόσμου). Ως αυθεντική ύπαρξη όμως, ο άνθρωπος αναγνωρίζει πως η αλήθεια στην οποία βρίσκεται είναι πάντα μια σχετική αλήθεια, και κρατά τον εαυτό ανοικτό για κάθε νέα συνάντηση με τους άλλους, το είναι των οποίων υπερβαίνει το γεγονός πως είναι για τον προς αυτά σχετιζόμενο απλώς αντικείμενα μέσα στον κόσμο του. Επειδή όμως ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να συνεχίζει να υπάρχει εντός του κόσμου του, και μπορεί κάθε στιγμή να υποκύψει σε ένα νέο δεσμό μαζί του, η αυθεντικότητα συνίσταται στο ότι είναι διαλεκτικά ελεύθερη από τον κόσμο, και με τον τρόπο αυτό ελεύθερη από τον ίδιο και άλλα όντα που αποτελούν το περιβάλλον του.
Βάσει αυτών, ο άπειρος χαρακτήρας που ο Heidegger αποδίδει στην χρονικότητα του Θεού, μπορεί μόνο να επισημάνει την ποιοτική διαφορά του από τον άνθρωπο. Αν και το είναι του Θεού, όπως και το είναι του ανθρώπου, είναι ένα εν-τω-κόσμω-είναι, στην πραγματική όμως σχέση προς τους άλλους, η φύση της σχέσης του Θεού προς τους άλλους είναι ριζικά διαφορετική από αυτήν του ανθρώπου, αφού δεν είναι απλά σχετική, αλλά πλήρως απόλυτη. Το γεγονός ότι ο Θεός σχετίζεται προς άλλα όντα, δεν είναι σχετικό προς οτιδήποτε πέραν του Θεού, αλλά θεμελιώνεται στην δική του πλήρη ανοικτοσύνη προς την δυνατότητα ή προς το μέλλον καθ’ εαυτώ. Επομένως, ο κόσμος του Θεού δεν μπορεί να περιλαμβάνει τίποτε λιγότερο από το σύνολο-πλήρωμα όλων των όντων διαφορετικών από τον ίδιο, παρόντων και παρελθόντων. Το μόνο του περιβάλλον είναι το πλήρως εσωτερικό περιβάλλον, το οποίο περιβάλλεται όχι από την πεπερασμένη, αλλά από την άπειρη φροντίδα του. Επιπλέον, η αλήθεια η οποία προκύπτει από την συνάντηση του Θεού με τον κόσμο του, δεν είναι απλά κάποια σχετική αλήθεια, αλλά η αλήθεια- αλήθεια με την απόλυτη και οριστική σημασία της. Το τελικό μέτρο όλων των όντων, είναι ακριβώς η ύπαρξη τους μέσα στην και για την άπειρη φροντίδα του Θεού. Και το οργανωμένο όλο της σημασίας που σε κάθε στιγμή αποτελεί τον πραγματικό του κόσμο, είναι η τελική ολοκλήρωση όλως των σημασιών που υφίστανται.
Για μια ακόμη φορά βλέπουμε πως η αντίθεση του Heidegger προς την θεολογική παράδοση, όσο οξεία και αν είναι, δεν είναι αδικαιολόγητη. Κατά την άποψη του, ο Θεός είναι ουσιαστικά διαφορετικός από τον άνθρωπο, αφού υπάρχει με ένα πραγματικά μη σχετικό, δηλαδή απόλυτο τρόπο. Ενώ όμως για την παράδοση η απολυτότητα του Θεού περιλαμβάνει την άρνηση της πραγματικής του σχέσης προς άλλους, για τον Heidegger, η πραγματική σχέση του Θεού προς όλα, και όχι η απλή σχέση προς κάτι άλλο από αυτόν, ορίζει το είναι του ως απόλυτο. Το ένα πράγμα που στον Θεό είναι αυστηρά ανεξάρτητο, που δεν σχετίζεται με κανένα άλλο ον, είναι η ουσιαστική του δομή, τό σημαίνον εν-τω-κόσμω-είναι, τό σημαίνον είναι, σε πραγματική σχέση προς άλλους και με τον τρόπο αυτό σε αυθεντική εξάρτηση από αυτούς. Το δικό μας εν-τω-κόσμω-είναι είναι μια θολή εικόνα αυτής της χωρίς όρια σχετικότητας και εξάρτησης. Σε αυτήν ακριβώς την εικόνα έχουν την αναλογική τους βάση οι ιδιότητες του Θεού, οι τόσο σημαντικές για την κατανόηση της χριστιανικής πίστης και της Αγίας Γραφής. Οι ιδιότητες αυτές σύμφωνα με τον Heidegger δεν αντιφάσκουν προς τον άπειρο ή απόλυτο χαρακτήρα του Θεού, αλλά δεν εκφράζουν την ουσιαστική σημασία του χαρακτήρα αυτού.
Από όλα αυτά, όπως και από το προηγούμενο επιχείρημα, πρέπει να έχει γίνει σαφές γιατί ο Heidegger πρέπει να θεωρεί το αβέβαιο ως το καλύτερο, ενώ η παραδοσιακή via negationis et eminentiae (αποφατική και καταφατική θεολογία) προσφέρει μια ισχύουσα θεολογική μέθοδο. Ερμηνεύοντας την πρόταση του, την οποία αναπτύξαμε εδώ, επισημαίνει μια διαφορετική θεωρία και πράξη της αναλογίας, από αυτή του παραδοσιακού δρόμου. Σημειώσαμε πως η δυσκολία που παρουσιάζει ο παραδοσιακός δρόμος, όπως και όλη η θεϊστική τοποθέτηση, της οποίας η αναλογία αποτελεί τμήμα, είναι η αντίφαση των δυο στοιχείων από τα οποία αποτελείται. Οι θετικές ιδιότητες που αποδίδονται στον Θεό δια του δρόμου της (καταφατικής θεολογίας) eminence είναι στην πραγματικότητα κενές νοήματος. Καθίστανται κενές νοήματος δια των απόλυτων αρνήσεων στις οποίες καταλήγει κανείς δια της αποφατικής οδού. Και έτσι, ενώ ο κλασικός δρόμος προσποιείται πως ακολουθεί την μέση οδό μεταξύ ανθρωπομορφισμού και αγνωστικισμού, δεν καταφέρνει να αποφύγει ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά τα χρησιμοποιεί αναλόγως της περίστασης.
Ο λόγος που ισχύει αυτό, είναι ότι η παραδοσιακή αποφατική θεολογία, οδηγεί στην κυριολεκτική άρνηση, όχι μόνο τών ορίων της περατότητας του Θεού, αλλά όπως δείχνει ο Heidegger, και στην άρνηση των θετικών ιδιοτήτων, εγγενών στην σημασία του είναι, και υπονοείται επίσης από τα συνηθισμένα προσωνύμια της καταφατικής θεολογίας, δηλ της πρωταρχικής χρονικότητας και εσωτερικής συσχέτισης προς τους άλλους. Μια τέτοια άρνηση δεν μπορεί παρά να φαίνεται τυχαία, μέχρι να διαπιστώσει κανείς μαζί με τον Heidegger, πως η αποφατική και η καταφατική θεολογία, αλλά και η όλη μεταφυσική στάση στην οποία ανήκουν, δεν προσανατολίζεται στο πρωταρχικό φαινόμενο της δικής μας ύπαρξης ως εαυτών που βιώνουν τις εμπειρίες, αλλά στρέφεται στο εξ επαγωγής φαινόμενο του αντικειμενικού κόσμου, ως πεδίου όπου λαμβάνει χώρα η συνηθισμένη μας αντίληψη. Βάσει αυτού του προσανατολισμού, η χρονικότητα μπορεί να σημαίνει μόνο την διαδοχή εξ ολοκλήρου εξωτερικά σχετιζόμενων στιγμών. Η δε συσχέτιση προς του άλλους σημαίνει μόνο την απλή θέση στην σχέση προς το εξωτερικό περιβάλλον. Επομένως, όταν μιλούμε για άπειρη χρονικότητα και συσχέτιση, έχουμε μια θολή contradictio in adiecto, και η ποιοτική μοναδικότητα του Θεού μπορεί να οριστεί μόνο με την άρνηση όλων των χρονικών διακρίσεων και σχέσεων προς τους άλλους. Εφόσον όμως ο συνηθισμένος ανθρωπομορφικός χαρακτηρισμός του Θεού δια του καταφατικού δρόμου, προσανατολίζεται προς το ίδιο εξ επαγωγής φαινόμενο, και επομένως προϋποθέτει την ίδια σημασία για την χρονικότητα και συσχετικότητα, μια τέτοια αποφατική στάση μπορεί να περιέχει μόνο πλήρη άρνηση ή αντίφαση. Από εδώ προκύπτει και η οικεία κατάσταση, όπου ο προσωπικός Θεός, όπως περιγράφεται στην μυθική γλώσσα της Γραφής, «απομυθοποιείται» με όρους μεταφυσικής κατασκευής του άπειρου όντος, που αδειάζει μια τέτοια γλώσσα από κάθε νόημα.
Η πρόταση του Heidegger βέβαια, υπερβαίνει αυτή την κατάσταση, και προσανατολίζεται προς την θεωρία και την πράξη πέραν της αποφατικής και καταφατικής οδού. Επειδή ο βασικός οντολογικός προσανατολισμός του Heidegger δεν είναι ο αντικειμενικός κόσμος της συνηθισμένης αντίληψης, το πρωταρχικό φαινόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης, φαίνεται πως η περατότητα για τον Heidegger δεν συνίσταται στην χρονικότητα και συσχετικότητα ως τέτοιες, αλλά στον περιορισμένο τρόπο αυτών των ιδιοτήτων, όπως αρμόζουν στην ύπαρξη μας ως ανθρώπων. Στην αληθινή τους πρωταρχική σημασία, η χρονικότητα και η σχετικιστική δομή είναι συνιστώσες του είναι, και η μοναδικότητα λοιπόν τού Θεού κατασκευάζεται όχι απλά δια της αρνήσεως των ιδιοτήτων αυτών, αλλά δια της συλλήψεως τους στον άπειρο τους τρόπο, δια της αρνήσεως των ορίων τους, όπως τα αντιλαμβανόμαστε στον εαυτό μας.[ ο θεός είναι υπεράνθρωπος]. Παρόλο που η μέθοδος της αναλογίας που προτείνει ο Heidegger έχει στοιχεία παράλληλα προς την κλασική μέθοδο, δεν χρησιμοποιεί εσφαλμένα την θεμελιώδη διάκριση της μεθόδου. Κατά την γνώμη του, μπορούμε να συνεχίσουμε να μιλάμε για κατάφαση και απόφαση, αλλά με νέα και διαφορετική σημασία, σε σύγκριση προς την θεολογική παράδοση.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Στην περίπτωση του Θεού βέβαια, το διακριτικό στοιχείο είναι η πλήρης απουσία τέτοιας χρονικής περατότητας και χρονικών ορίων. Η δήλωση του Heidegger, πως η χρονικότητα του Θεού είναι άπειρη, μπορεί να σημαίνει μόνο, πως σε ριζική αντίθεση προς τον άνθρωπο, η χρονικότητα του Θεού δεν περιορίζεται χρονικά.[ Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΩΜΑ] Επομένως δεν υπάρχει χρόνος κατά τον οποίο ο Θεός δεν υπήρξε, ούτε υπάρχει ο χρόνος κατά τον οποίο θα πάψει να υπάρχει. Σε αντίθεση προς τον άνθρωπο, το είναι του Θεού δεν άρχισε ούτε θα τελειώσει. Το παρελθόν και το μέλλον προς τα οποία σχετίζεται σε κάθε διαδοχική στιγμή της παρούσας εμπειρίας του, δεν μπορεί να είναι παρά απεριόριστο παρελθόν και μέλλον.[Πώς κατανοεί τόν χρόνο τού θεού σάν παρελθόν, εφόσον ο θεός δέν προέρχεται από μία πηγή πέραν τού εαυτού του; Δύσκολη ιστορία η θεολογία.]
Αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε η αποχώρηση του Heidegger από την θεολογική παράδοση, όσο ριζική και να είναι, δεν απορρίπτει εξολοκλήρου τους ισχυρισμούς της. Και για τον ίδιο υπάρχει μια ποιοτική διαφορά, μια διάκριση όχι απλά στο επίπεδο των γεγονότων, αλλά μια διάκριση αρχής, μεταξύ του πεπερασμένου είναι του ανθρώπου και του άπειρου είναι του Θεού. Η διαφορά του Heidegger από την παράδοση, είναι πως ορίζει την διαφορετικότητα του Θεού, όχι ως μια άρνηση της χρονικότητας, αλλά ως την σημαντικότερή της έκφανση. Η αιωνιότητα του Θεού δεν είναι απλή απουσία χρόνου, αλλά μια άπειρη πληρότητα χρόνου, για την οποία η δική μας περιορισμένη χρονικότητα παρέχει μια πραγματική, αλλά όχι σαφή ομοιότητα.[πώς εννοεί τόν χρόνο χωρίς σώμα; πώς εννοεί τό καθ' ομοίωσιν κατά γράμμα;] Αυτό σημαίνει πως η από τον Heidegger προτεινόμενη επαναδιατύπωση της analogia entis, δεν κινδυνεύει όπως η κλασσική διατύπωση, από την αντιφατικότητα. Χαρακτηριστικά που περιέχουν χρονικές διακρίσεις μπορούν να αποδοθούν στον Θεό, χωρίς να καθίστανται κενά νοήματος δια των αντίθετων σημασιών. Και η αποδοχή της ποιοτικής διάκρισης του Θεού από τα άλλα όντα, δεν αποκλείει, αλλά υπονοεί θετικά το νόημα μιας τέτοιας απόδοσης χαρακτηριστικών στον Θεό.
Αλλά ο πεπερασμένος χαρακτήρας του ανθρώπου, όπως τον θεωρεί ο Heidegger, δεν έγκειται μόνο στον περιορισμό της χρονικότητας του μέσα στον χρόνο. Το είναι του είναι επίσης ριζικά περιορισμένο μέσα στον χώρο. Ο κόσμος του ανθρώπου, αποτελούμενος από άλλα όντα προς τα οποία ο άνθρωπος συσχετίζεται ουσιαστικά και πραγματικά, ποτέ δεν συμπίπτει με τήν πληρότητα των όντων ως τέτοια, αλλά είναι πάντα περιορισμένος στο φαινομενικό πεδίο, δεμένος σε ένα εξωτερικό περιβάλλον. Όπως έχουμε δει, ο λόγος είναι πως, το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει ένα κόσμο δεν οφείλεται στην ανοικτοσύνη τού ανθρώπου προς την δυνατότητα ως τέτοια. Οφείλεται στο γεγονός πως ο άνθρωπος είναι αναγκαστικά περιορισμένος σε ένα συγκεκριμένο φάσμα δυνατοτήτων, τις οποίες κληρονομεί από το πεπερασμένο του παρελθόν και τις οποίες προβάλλει στο πεπερασμένο του μέλλον. Επομένως η συσχέτιση του ανθρώπου προς τους άλλους είναι και η ίδια σχετική. Ο άνθρωπος δεν συμμετέχει πλήρως σε αυτά προς τα οποία σχετίζεται, όπως αυτά πράγματι είναι, αλλά αναγκάζεται να τα συναντήσει υπό την προοπτική την οποία τού επιβάλλουν οι δικές του προβολές (προβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος καταλαβαίνει τον εαυτό του). Φυσικά στην καθημερινή του ύπαρξη, ο άνθρωπος δεν έχει πλήρη συνείδηση αυτού του χωρικού περιορισμού του κόσμου του, και κρύβει από τον εαυτό του τον καταστατικό χαρακτήρα της «αλήθειας», η οποία αποτελείται από τις ιδιαίτερα περιορισμένες συναντήσεις του με τους άλλους. Θεωρεί τα άλλα πράγματα και πρόσωπα, ως απλά αντικείμενα της πεπερασμένης του αντίληψης, και έτσι «πέφτει» ή υποκύπτει στον κόσμο του, απολυτοποιώντας τους περιορισμούς του (του κόσμου). Ως αυθεντική ύπαρξη όμως, ο άνθρωπος αναγνωρίζει πως η αλήθεια στην οποία βρίσκεται είναι πάντα μια σχετική αλήθεια, και κρατά τον εαυτό ανοικτό για κάθε νέα συνάντηση με τους άλλους, το είναι των οποίων υπερβαίνει το γεγονός πως είναι για τον προς αυτά σχετιζόμενο απλώς αντικείμενα μέσα στον κόσμο του. Επειδή όμως ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να συνεχίζει να υπάρχει εντός του κόσμου του, και μπορεί κάθε στιγμή να υποκύψει σε ένα νέο δεσμό μαζί του, η αυθεντικότητα συνίσταται στο ότι είναι διαλεκτικά ελεύθερη από τον κόσμο, και με τον τρόπο αυτό ελεύθερη από τον ίδιο και άλλα όντα που αποτελούν το περιβάλλον του.
Βάσει αυτών, ο άπειρος χαρακτήρας που ο Heidegger αποδίδει στην χρονικότητα του Θεού, μπορεί μόνο να επισημάνει την ποιοτική διαφορά του από τον άνθρωπο. Αν και το είναι του Θεού, όπως και το είναι του ανθρώπου, είναι ένα εν-τω-κόσμω-είναι, στην πραγματική όμως σχέση προς τους άλλους, η φύση της σχέσης του Θεού προς τους άλλους είναι ριζικά διαφορετική από αυτήν του ανθρώπου, αφού δεν είναι απλά σχετική, αλλά πλήρως απόλυτη. Το γεγονός ότι ο Θεός σχετίζεται προς άλλα όντα, δεν είναι σχετικό προς οτιδήποτε πέραν του Θεού, αλλά θεμελιώνεται στην δική του πλήρη ανοικτοσύνη προς την δυνατότητα ή προς το μέλλον καθ’ εαυτώ. Επομένως, ο κόσμος του Θεού δεν μπορεί να περιλαμβάνει τίποτε λιγότερο από το σύνολο-πλήρωμα όλων των όντων διαφορετικών από τον ίδιο, παρόντων και παρελθόντων. Το μόνο του περιβάλλον είναι το πλήρως εσωτερικό περιβάλλον, το οποίο περιβάλλεται όχι από την πεπερασμένη, αλλά από την άπειρη φροντίδα του. Επιπλέον, η αλήθεια η οποία προκύπτει από την συνάντηση του Θεού με τον κόσμο του, δεν είναι απλά κάποια σχετική αλήθεια, αλλά η αλήθεια- αλήθεια με την απόλυτη και οριστική σημασία της. Το τελικό μέτρο όλων των όντων, είναι ακριβώς η ύπαρξη τους μέσα στην και για την άπειρη φροντίδα του Θεού. Και το οργανωμένο όλο της σημασίας που σε κάθε στιγμή αποτελεί τον πραγματικό του κόσμο, είναι η τελική ολοκλήρωση όλως των σημασιών που υφίστανται.
Για μια ακόμη φορά βλέπουμε πως η αντίθεση του Heidegger προς την θεολογική παράδοση, όσο οξεία και αν είναι, δεν είναι αδικαιολόγητη. Κατά την άποψη του, ο Θεός είναι ουσιαστικά διαφορετικός από τον άνθρωπο, αφού υπάρχει με ένα πραγματικά μη σχετικό, δηλαδή απόλυτο τρόπο. Ενώ όμως για την παράδοση η απολυτότητα του Θεού περιλαμβάνει την άρνηση της πραγματικής του σχέσης προς άλλους, για τον Heidegger, η πραγματική σχέση του Θεού προς όλα, και όχι η απλή σχέση προς κάτι άλλο από αυτόν, ορίζει το είναι του ως απόλυτο. Το ένα πράγμα που στον Θεό είναι αυστηρά ανεξάρτητο, που δεν σχετίζεται με κανένα άλλο ον, είναι η ουσιαστική του δομή, τό σημαίνον εν-τω-κόσμω-είναι, τό σημαίνον είναι, σε πραγματική σχέση προς άλλους και με τον τρόπο αυτό σε αυθεντική εξάρτηση από αυτούς. Το δικό μας εν-τω-κόσμω-είναι είναι μια θολή εικόνα αυτής της χωρίς όρια σχετικότητας και εξάρτησης. Σε αυτήν ακριβώς την εικόνα έχουν την αναλογική τους βάση οι ιδιότητες του Θεού, οι τόσο σημαντικές για την κατανόηση της χριστιανικής πίστης και της Αγίας Γραφής. Οι ιδιότητες αυτές σύμφωνα με τον Heidegger δεν αντιφάσκουν προς τον άπειρο ή απόλυτο χαρακτήρα του Θεού, αλλά δεν εκφράζουν την ουσιαστική σημασία του χαρακτήρα αυτού.
Από όλα αυτά, όπως και από το προηγούμενο επιχείρημα, πρέπει να έχει γίνει σαφές γιατί ο Heidegger πρέπει να θεωρεί το αβέβαιο ως το καλύτερο, ενώ η παραδοσιακή via negationis et eminentiae (αποφατική και καταφατική θεολογία) προσφέρει μια ισχύουσα θεολογική μέθοδο. Ερμηνεύοντας την πρόταση του, την οποία αναπτύξαμε εδώ, επισημαίνει μια διαφορετική θεωρία και πράξη της αναλογίας, από αυτή του παραδοσιακού δρόμου. Σημειώσαμε πως η δυσκολία που παρουσιάζει ο παραδοσιακός δρόμος, όπως και όλη η θεϊστική τοποθέτηση, της οποίας η αναλογία αποτελεί τμήμα, είναι η αντίφαση των δυο στοιχείων από τα οποία αποτελείται. Οι θετικές ιδιότητες που αποδίδονται στον Θεό δια του δρόμου της (καταφατικής θεολογίας) eminence είναι στην πραγματικότητα κενές νοήματος. Καθίστανται κενές νοήματος δια των απόλυτων αρνήσεων στις οποίες καταλήγει κανείς δια της αποφατικής οδού. Και έτσι, ενώ ο κλασικός δρόμος προσποιείται πως ακολουθεί την μέση οδό μεταξύ ανθρωπομορφισμού και αγνωστικισμού, δεν καταφέρνει να αποφύγει ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά τα χρησιμοποιεί αναλόγως της περίστασης.
Ο λόγος που ισχύει αυτό, είναι ότι η παραδοσιακή αποφατική θεολογία, οδηγεί στην κυριολεκτική άρνηση, όχι μόνο τών ορίων της περατότητας του Θεού, αλλά όπως δείχνει ο Heidegger, και στην άρνηση των θετικών ιδιοτήτων, εγγενών στην σημασία του είναι, και υπονοείται επίσης από τα συνηθισμένα προσωνύμια της καταφατικής θεολογίας, δηλ της πρωταρχικής χρονικότητας και εσωτερικής συσχέτισης προς τους άλλους. Μια τέτοια άρνηση δεν μπορεί παρά να φαίνεται τυχαία, μέχρι να διαπιστώσει κανείς μαζί με τον Heidegger, πως η αποφατική και η καταφατική θεολογία, αλλά και η όλη μεταφυσική στάση στην οποία ανήκουν, δεν προσανατολίζεται στο πρωταρχικό φαινόμενο της δικής μας ύπαρξης ως εαυτών που βιώνουν τις εμπειρίες, αλλά στρέφεται στο εξ επαγωγής φαινόμενο του αντικειμενικού κόσμου, ως πεδίου όπου λαμβάνει χώρα η συνηθισμένη μας αντίληψη. Βάσει αυτού του προσανατολισμού, η χρονικότητα μπορεί να σημαίνει μόνο την διαδοχή εξ ολοκλήρου εξωτερικά σχετιζόμενων στιγμών. Η δε συσχέτιση προς του άλλους σημαίνει μόνο την απλή θέση στην σχέση προς το εξωτερικό περιβάλλον. Επομένως, όταν μιλούμε για άπειρη χρονικότητα και συσχέτιση, έχουμε μια θολή contradictio in adiecto, και η ποιοτική μοναδικότητα του Θεού μπορεί να οριστεί μόνο με την άρνηση όλων των χρονικών διακρίσεων και σχέσεων προς τους άλλους. Εφόσον όμως ο συνηθισμένος ανθρωπομορφικός χαρακτηρισμός του Θεού δια του καταφατικού δρόμου, προσανατολίζεται προς το ίδιο εξ επαγωγής φαινόμενο, και επομένως προϋποθέτει την ίδια σημασία για την χρονικότητα και συσχετικότητα, μια τέτοια αποφατική στάση μπορεί να περιέχει μόνο πλήρη άρνηση ή αντίφαση. Από εδώ προκύπτει και η οικεία κατάσταση, όπου ο προσωπικός Θεός, όπως περιγράφεται στην μυθική γλώσσα της Γραφής, «απομυθοποιείται» με όρους μεταφυσικής κατασκευής του άπειρου όντος, που αδειάζει μια τέτοια γλώσσα από κάθε νόημα.
Η πρόταση του Heidegger βέβαια, υπερβαίνει αυτή την κατάσταση, και προσανατολίζεται προς την θεωρία και την πράξη πέραν της αποφατικής και καταφατικής οδού. Επειδή ο βασικός οντολογικός προσανατολισμός του Heidegger δεν είναι ο αντικειμενικός κόσμος της συνηθισμένης αντίληψης, το πρωταρχικό φαινόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης, φαίνεται πως η περατότητα για τον Heidegger δεν συνίσταται στην χρονικότητα και συσχετικότητα ως τέτοιες, αλλά στον περιορισμένο τρόπο αυτών των ιδιοτήτων, όπως αρμόζουν στην ύπαρξη μας ως ανθρώπων. Στην αληθινή τους πρωταρχική σημασία, η χρονικότητα και η σχετικιστική δομή είναι συνιστώσες του είναι, και η μοναδικότητα λοιπόν τού Θεού κατασκευάζεται όχι απλά δια της αρνήσεως των ιδιοτήτων αυτών, αλλά δια της συλλήψεως τους στον άπειρο τους τρόπο, δια της αρνήσεως των ορίων τους, όπως τα αντιλαμβανόμαστε στον εαυτό μας.[ ο θεός είναι υπεράνθρωπος]. Παρόλο που η μέθοδος της αναλογίας που προτείνει ο Heidegger έχει στοιχεία παράλληλα προς την κλασική μέθοδο, δεν χρησιμοποιεί εσφαλμένα την θεμελιώδη διάκριση της μεθόδου. Κατά την γνώμη του, μπορούμε να συνεχίσουμε να μιλάμε για κατάφαση και απόφαση, αλλά με νέα και διαφορετική σημασία, σε σύγκριση προς την θεολογική παράδοση.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου