Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Του Hans – Georg Gadamer
Μια διάλεξη που δόθηκε στην Αθήνα το 1972
Για να μιλήσουμε για την σημασία της Ελληνικής φιλοσοφίας για το παρόν πρέπει να προσπαθήσουμε να σκεφθούμε με τρόπο ερμηνευτικό. Ήδη όλη η προβληματική: ποια σημασία έχει η Ελληνική φιλοσοφία για το παρόν, δεν είναι δυνατόν να τύχει οποιασδήποτε επεξεργασίας με λογικό τρόπο, εάν δεν συνειδητοποιήσουμε τις προϋποθέσεις που φέρουμε μαζί μας, ήδη με την ερώτησή μας. Αυτές οι προϋποθέσεις είναι όμως μιας διπλής τάξεως. Αυτό που μας αντιδιαστέλλει από τα 150 χρόνια της ελληνο-χριστιανικής παραδόσεως της κουλτούρας μας είναι το γεγονός πως εμείς δεν θεωρούμαστε πλέον οι φορείς και οι φύλακες αυτής της κληρονομιάς, αλλά τοποθετούμεθα σε μια συνειδητή σχέση με αυτή. Αυτό που μας χωρίζει από το άμεσο βίωμα μέσα στην παράδοση και μας εμποδίζει να την αναπτύξουμε λέγεται κοινώς ιστορική συνείδηση. Αυτή μας υποχρεώνει ξεκινώντας από τον Ρομαντισμό, να δούμε το σύνολο του παρελθόντος και της παραδόσεως με μάτια ξένα ας πούμε. Έχουμε συνείδηση, όταν θέλουμε να το κατανοήσουμε, ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι τόσο ξένο που μόνο η αυτοεξαφάνιση και η πλήρης μεταφορά σ’ αυτήν την αποξένωση, στον χώρο και στον χρόνο, θα μπορούσε να μας δώσει την ελπίδα κάποιας κατανοήσεως. Από το άλλο μέρος όμως, σαν αυτοσυνειδησία ακριβώς η οποία συνιστά το θεμέλιο των ιστορικών επιστημών και του ιστορικισμού των επιστημών, πρέπει να θέσουμε την αντίθετη ερώτηση, εάν είναι δηλαδή σωστή αυτή η προϋπόθεση, της ανώνυμης ας πούμε εισόδου μας σ’ έναν ξένο κόσμο για να αποκωδικοποιήσουμε κάτι. Και ίσως δεν είναι καί τόσο σωστό 1800 χρόνια μετά, όπως δεν ήταν στα σίγουρα σωστό και 1800 χρόνια πριν, όταν όλα ζούσαν ακόμη στην ακέραιη ενότητα του Χριστιανισμού και της Αρχαιότητος ;
Μέχρι ποιού σημείου η αρχαία φιλοσοφία μάς μεταφέρει σε ένα είδος χθόνιας παραδόσεως, τέτοιας που οι ερωτήσεις μας και οι ικανότητές μας για κατανόηση να εξαρτώνται από την μέθεξή μας σ’ αυτή την παράδοση και να μην μας επιτρέπουν να τοποθετηθούμε σε μια ελεύθερη ή ουδέτερη θέση, όπως όταν βρισκόμαστε απέναντι σε κάτι ξένο; Τώρα να θέσουμε τόσο ρητώς την ερώτηση σημαίνει να εξομολογηθούμε ήδη πως είναι κάτι εντελώς διαφορετικό να θέτουμε ερωτήσεις στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη στην Ευρώπη, και στην Ευρωπαΐζουσα κουλτούρα των ημερών μας, από το να διαβάζουμε κείμενα που προέρχονται από άλλες κουλτούρες. Κατά κάποιο τρόπο, του οποίου δεν έχουμε και την αντίληψη, ανάμεσα σε μας και τούς Έλληνες υφίσταται μια συνέχεια, η οποία μέσω του μοντέρνου διαφωτισμού, ο οποίος προέρχεται από την Μεταρρύθμιση, ανάγεται στην Χριστιανική παράδοση του Μεσαίωνος, και τέλος, μέσω του Αυγουστίνου, στην όψιμη αρχαιότητα. Κανένας μας δεν έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να διαβάσει Πλάτωνα χωρίς να ακούσει την μυστική φωνή του Αυγουστίνου. Πίσω από τον Αυγουστίνο όμως στέκονται οι Έλληνες συγγραφείς της όψιμης Αρχαιότητος, η λεγόμενη νεοπλατωνική φιλοσοφία, δηλαδή ο Πλωτίνος, αυτή η παράξενη μεγαλοφυΐα που σαν ένας δεύτερος Πλάτων, στο τέλος της Αρχαιότητος, κατορθώνει μια πλήρη ανανέωση της Πλατωνικής σκέψης. Και έτσι όταν πρόκειται να διαβάσουμε Πλάτωνα, είναι για μας μια ερμηνευτική απαραίτητη απαίτηση να χρησιμοποιήσουμε την ιστορία των συνεπειών της πλατωνικής σκέψης.
Τέλος αν θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε τί πράγμα σημαίνει η Ελληνική φιλοσοφία στο όλον της, συναντούμε δίπλα στην πλατωνική παράδοση η οποία ζει στον μυστικισμό και στον πνευματισμό, και δίπλα στην αριστοτελική η οποία ζει ακόμη στον λατινικό κόσμο μέχρι τον νεοθωμισμό τού σήμερα, δύο ξεχασμένες φιγούρες, και παρ’ όλα αυτά πολύ επίκαιρες, της ελληνικής σκέψης: την Στοά, της οποίας η ηθική φιλοσοφία, στ’ αλήθεια, σαν ήσυχος διαλογισμός της διαδρομής της φύσεως και των αναλλοίωτων νόμων της, συνιστά την φιντεϊστική ικανότητα, το χάρισμα της μοντέρνας επιστήμης της φύσεως, και τέλος τον Επικούρειο αθεϊσμό, στον οποίο, δεν είναι τυχαίο που ο Μαρξ αφιέρωσε την διδακτορική του διατριβή. Γενικώς δεν γνωρίζουμε ακριβώς πόσο ζωντανή είναι ακόμη αυτή η παράδοση. Ένας επιστήμονας της Φύσεως δεν γνωρίζει ότι είναι ένας Στωικός και η καταγωγή τού αθεϊσμού από τον Επίκουρο δεν πρέπει να βρίσκεται μέσα στην συνείδηση παρά ελαχίστων, από τους μοντέρνους άθεους, ενώ η Πλατωνική και η Αριστοτελική παράδοση κυριαρχεί σε όλη της την εννοιολογική έκφραση, στην τεχνική-τεχνολογική γλώσσα. Όλο αυτό δεν πρέπει να αποτελεί για μας μόνον ένα ιστορικό χρέος, μια αιτία κάποιας ιστορικής έρευνας. Πρέπει αντιθέτως να έχουμε συνείδηση του γεγονότος ότι όλο αυτό συνεισφέρει, όταν προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε με τον τρόπο της σκέψης, τις πρώτες γραμμές ενός Έλληνος στοχαστού.
Είτε λοιπόν αναζητούμε μια τέτοια άμεση συνάντηση με την Ελληνική σκέψη, είτε αναζητούμε να κατανοήσουμε τους Έλληνες φιλοσόφους σε όλη τους την πρωτοτυπία, αυτή η αναζήτηση ξεκίνησε ήδη από το τέλος του 18ου αιώνος. Πιο συγκεκριμένα υπήρξε το νέο κίνημα της φιλοσοφίας που προκλήθηκε από τον Καντ για να φέρει, με τον Χέγκελ και τον Σλαϊερμάχερ, τις μεγάλες αναγνώσεις της ελληνικής φιλοσοφίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη γερμανική μετάφραση του Πλάτωνος, η οποία είναι και η πρώτη πλήρης μετάφραση του Πλάτωνος σε μια ευρωπαϊκή γλώσσα, προέρχεται από τον Σλαϊερμάχερ. Και πρέπει να δούμε στον Χέγκελ τον αυθεντικό εξερευνητή των όψιμων διαλόγων του Πλάτωνος.
Αυτός μας έπεισε, μέσα στα πλαίσια της δικής του σκέψης, πως εδώ (για παράδειγμα στον διάλογο «Παρμενίδης») δεν πρόκειται απλώς για διαλεκτικά παιχνιδάκια, αλλά ούτε για φιλοσοφικό μυστικισμό που τοποθετείται έξω από την αυθεντική φιλοσοφία, αλλά για έναν αυθεντικό πυρήνα φιλοσοφικής σκέψης που δεν μπορεί να μείνει μακρυά από κανέναν στοχαστή: Υπάρχει μια διάσημη φράση του Χέγκελ που λέει: «Δεν υπάρχει καμμία αρχή του Ηράκλειτου που να μην έχω συμπεριλάβει στην λογική μου». Αυτός χρησιμοποίησε σαν παρτενέρ, στον διαλεκτικό του διάλογο και τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Έτσι έγινε μια φιλοσοφική ανακάλυψη σ’ αυτή την επιστροφή στους Έλληνες, στα γραπτά τους. Παρότι δε μια φιλοσοφική συνειδητοποίηση παίρνει τώρα την θέση μιας φιλοσοφικής παραδόσεως της Αρχαιότητος που είναι ακόμη ζωντανή, αλλά μόνον με έναν ανώνυμο τρόπο, ή καλύτερα: ακόμη και αν στρεφόμαστε να υπολογίσουμε αυτή την παράδοση με ιστορική συνείδηση – δεν προκύπτει από αυτό μια κάποια εντύπωση μιας πραγματικής αποξενώσεως σε σχέση με μας!
Σαν συνέχεια αυτής της διπλής συνάντησης στο μέσον ανάμεσα στην παράδοση και στην ιστορική επανασύσταση, γνωρίσαμε την μεγάλη διάδοση της ιστορικής έρευνας. Μια τέτοια συνάντηση βεβαίως, στο φιλοσοφικό επίπεδο, δεν στάθηκε μόνον εκείνη μιας ιστορικής έρευνας. Θα ήθελα να θυμήσω για παράδειγμα τον Κίρκεγκαρντ του οποίου η στροφή από την διαλεκτική του Χέγκελ, βαπτίσθηκε από την ελληνική φιλοσοφία, από τον Σωκράτη και από την αρχή της Ειρωνίας. Ήταν η διαλεκτική της υπάρξεως που ο Κίρκεγκαρντ, σαν Χριστιανός συγγραφέας, έβρισκε αυθεντικά εκφρασμένη στους Έλληνες, και ξεκινώντας λοιπόν από αυτή επιτέθηκε στην διαλεκτική τής διαμεσολαβήσεως (της έννοιας) του Χέγκελ, η οποία είχε αποφύγει το Αut-Aut, και είχε διαφθείρει ο ήθος!Αλλά και η ίδια η ιστορική έρευνα δεν ήταν μόνον πεπαλαιωμένη. Ας αναφερθούμε εδώ στον Trendelenburg, τον Zeller, τον Dilthey. Τα ίδια τα μεγάλα έργα της ιστορίας τής φιλοσοφίας, καθολικής σφραγίδος, τού Baeumker και της σχολής του ιδιαιτέρως, επεδίωκε ένα μυστικό φιλοσοφικό ενδιαφέρον, όπως επίσης και η σχολή του Μαρβούργου, όπου ο δάσκαλός μου Natorp ήταν ένας από τους μεγαλύτερους γνώστες της Ελληνικής φιλοσοφίας. Αυτός λοιπόν έβλεπε στον Πλάτωνα έναν πρόδρομο του Καντ. Ωσπου τέλος με τον Χάιντεγκερ ο διάλογος με τους Έλληνες φιλοσόφους εισήλθε σ’ ένα καινούργιο στάδιο. Όλοι αυτοί μας πιστοποιούν ότι η συνεχής συνάντηση με την Ελληνική φιλοσοφία είναι μια συνάντηση με τον εαυτό μας, μια συνάντηση με κάτι που δεν έλαβε χώρα μια φορά και έφτασε, αλλά μια συνάντηση με κάτι στο οποίο υπάρχει αυθεντική αλήθεια.
Και τώρα θα ήθελα να δείξω με μερικά παραδείγματα αυτού που συναντούμε στα ελληνικά κείμενα της φιλοσοφίας.
Μέχρι ποιού σημείου η αρχαία φιλοσοφία μάς μεταφέρει σε ένα είδος χθόνιας παραδόσεως, τέτοιας που οι ερωτήσεις μας και οι ικανότητές μας για κατανόηση να εξαρτώνται από την μέθεξή μας σ’ αυτή την παράδοση και να μην μας επιτρέπουν να τοποθετηθούμε σε μια ελεύθερη ή ουδέτερη θέση, όπως όταν βρισκόμαστε απέναντι σε κάτι ξένο; Τώρα να θέσουμε τόσο ρητώς την ερώτηση σημαίνει να εξομολογηθούμε ήδη πως είναι κάτι εντελώς διαφορετικό να θέτουμε ερωτήσεις στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη στην Ευρώπη, και στην Ευρωπαΐζουσα κουλτούρα των ημερών μας, από το να διαβάζουμε κείμενα που προέρχονται από άλλες κουλτούρες. Κατά κάποιο τρόπο, του οποίου δεν έχουμε και την αντίληψη, ανάμεσα σε μας και τούς Έλληνες υφίσταται μια συνέχεια, η οποία μέσω του μοντέρνου διαφωτισμού, ο οποίος προέρχεται από την Μεταρρύθμιση, ανάγεται στην Χριστιανική παράδοση του Μεσαίωνος, και τέλος, μέσω του Αυγουστίνου, στην όψιμη αρχαιότητα. Κανένας μας δεν έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να διαβάσει Πλάτωνα χωρίς να ακούσει την μυστική φωνή του Αυγουστίνου. Πίσω από τον Αυγουστίνο όμως στέκονται οι Έλληνες συγγραφείς της όψιμης Αρχαιότητος, η λεγόμενη νεοπλατωνική φιλοσοφία, δηλαδή ο Πλωτίνος, αυτή η παράξενη μεγαλοφυΐα που σαν ένας δεύτερος Πλάτων, στο τέλος της Αρχαιότητος, κατορθώνει μια πλήρη ανανέωση της Πλατωνικής σκέψης. Και έτσι όταν πρόκειται να διαβάσουμε Πλάτωνα, είναι για μας μια ερμηνευτική απαραίτητη απαίτηση να χρησιμοποιήσουμε την ιστορία των συνεπειών της πλατωνικής σκέψης.
Τέλος αν θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε τί πράγμα σημαίνει η Ελληνική φιλοσοφία στο όλον της, συναντούμε δίπλα στην πλατωνική παράδοση η οποία ζει στον μυστικισμό και στον πνευματισμό, και δίπλα στην αριστοτελική η οποία ζει ακόμη στον λατινικό κόσμο μέχρι τον νεοθωμισμό τού σήμερα, δύο ξεχασμένες φιγούρες, και παρ’ όλα αυτά πολύ επίκαιρες, της ελληνικής σκέψης: την Στοά, της οποίας η ηθική φιλοσοφία, στ’ αλήθεια, σαν ήσυχος διαλογισμός της διαδρομής της φύσεως και των αναλλοίωτων νόμων της, συνιστά την φιντεϊστική ικανότητα, το χάρισμα της μοντέρνας επιστήμης της φύσεως, και τέλος τον Επικούρειο αθεϊσμό, στον οποίο, δεν είναι τυχαίο που ο Μαρξ αφιέρωσε την διδακτορική του διατριβή. Γενικώς δεν γνωρίζουμε ακριβώς πόσο ζωντανή είναι ακόμη αυτή η παράδοση. Ένας επιστήμονας της Φύσεως δεν γνωρίζει ότι είναι ένας Στωικός και η καταγωγή τού αθεϊσμού από τον Επίκουρο δεν πρέπει να βρίσκεται μέσα στην συνείδηση παρά ελαχίστων, από τους μοντέρνους άθεους, ενώ η Πλατωνική και η Αριστοτελική παράδοση κυριαρχεί σε όλη της την εννοιολογική έκφραση, στην τεχνική-τεχνολογική γλώσσα. Όλο αυτό δεν πρέπει να αποτελεί για μας μόνον ένα ιστορικό χρέος, μια αιτία κάποιας ιστορικής έρευνας. Πρέπει αντιθέτως να έχουμε συνείδηση του γεγονότος ότι όλο αυτό συνεισφέρει, όταν προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε με τον τρόπο της σκέψης, τις πρώτες γραμμές ενός Έλληνος στοχαστού.
Είτε λοιπόν αναζητούμε μια τέτοια άμεση συνάντηση με την Ελληνική σκέψη, είτε αναζητούμε να κατανοήσουμε τους Έλληνες φιλοσόφους σε όλη τους την πρωτοτυπία, αυτή η αναζήτηση ξεκίνησε ήδη από το τέλος του 18ου αιώνος. Πιο συγκεκριμένα υπήρξε το νέο κίνημα της φιλοσοφίας που προκλήθηκε από τον Καντ για να φέρει, με τον Χέγκελ και τον Σλαϊερμάχερ, τις μεγάλες αναγνώσεις της ελληνικής φιλοσοφίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη γερμανική μετάφραση του Πλάτωνος, η οποία είναι και η πρώτη πλήρης μετάφραση του Πλάτωνος σε μια ευρωπαϊκή γλώσσα, προέρχεται από τον Σλαϊερμάχερ. Και πρέπει να δούμε στον Χέγκελ τον αυθεντικό εξερευνητή των όψιμων διαλόγων του Πλάτωνος.
Αυτός μας έπεισε, μέσα στα πλαίσια της δικής του σκέψης, πως εδώ (για παράδειγμα στον διάλογο «Παρμενίδης») δεν πρόκειται απλώς για διαλεκτικά παιχνιδάκια, αλλά ούτε για φιλοσοφικό μυστικισμό που τοποθετείται έξω από την αυθεντική φιλοσοφία, αλλά για έναν αυθεντικό πυρήνα φιλοσοφικής σκέψης που δεν μπορεί να μείνει μακρυά από κανέναν στοχαστή: Υπάρχει μια διάσημη φράση του Χέγκελ που λέει: «Δεν υπάρχει καμμία αρχή του Ηράκλειτου που να μην έχω συμπεριλάβει στην λογική μου». Αυτός χρησιμοποίησε σαν παρτενέρ, στον διαλεκτικό του διάλογο και τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Έτσι έγινε μια φιλοσοφική ανακάλυψη σ’ αυτή την επιστροφή στους Έλληνες, στα γραπτά τους. Παρότι δε μια φιλοσοφική συνειδητοποίηση παίρνει τώρα την θέση μιας φιλοσοφικής παραδόσεως της Αρχαιότητος που είναι ακόμη ζωντανή, αλλά μόνον με έναν ανώνυμο τρόπο, ή καλύτερα: ακόμη και αν στρεφόμαστε να υπολογίσουμε αυτή την παράδοση με ιστορική συνείδηση – δεν προκύπτει από αυτό μια κάποια εντύπωση μιας πραγματικής αποξενώσεως σε σχέση με μας!
Σαν συνέχεια αυτής της διπλής συνάντησης στο μέσον ανάμεσα στην παράδοση και στην ιστορική επανασύσταση, γνωρίσαμε την μεγάλη διάδοση της ιστορικής έρευνας. Μια τέτοια συνάντηση βεβαίως, στο φιλοσοφικό επίπεδο, δεν στάθηκε μόνον εκείνη μιας ιστορικής έρευνας. Θα ήθελα να θυμήσω για παράδειγμα τον Κίρκεγκαρντ του οποίου η στροφή από την διαλεκτική του Χέγκελ, βαπτίσθηκε από την ελληνική φιλοσοφία, από τον Σωκράτη και από την αρχή της Ειρωνίας. Ήταν η διαλεκτική της υπάρξεως που ο Κίρκεγκαρντ, σαν Χριστιανός συγγραφέας, έβρισκε αυθεντικά εκφρασμένη στους Έλληνες, και ξεκινώντας λοιπόν από αυτή επιτέθηκε στην διαλεκτική τής διαμεσολαβήσεως (της έννοιας) του Χέγκελ, η οποία είχε αποφύγει το Αut-Aut, και είχε διαφθείρει ο ήθος!Αλλά και η ίδια η ιστορική έρευνα δεν ήταν μόνον πεπαλαιωμένη. Ας αναφερθούμε εδώ στον Trendelenburg, τον Zeller, τον Dilthey. Τα ίδια τα μεγάλα έργα της ιστορίας τής φιλοσοφίας, καθολικής σφραγίδος, τού Baeumker και της σχολής του ιδιαιτέρως, επεδίωκε ένα μυστικό φιλοσοφικό ενδιαφέρον, όπως επίσης και η σχολή του Μαρβούργου, όπου ο δάσκαλός μου Natorp ήταν ένας από τους μεγαλύτερους γνώστες της Ελληνικής φιλοσοφίας. Αυτός λοιπόν έβλεπε στον Πλάτωνα έναν πρόδρομο του Καντ. Ωσπου τέλος με τον Χάιντεγκερ ο διάλογος με τους Έλληνες φιλοσόφους εισήλθε σ’ ένα καινούργιο στάδιο. Όλοι αυτοί μας πιστοποιούν ότι η συνεχής συνάντηση με την Ελληνική φιλοσοφία είναι μια συνάντηση με τον εαυτό μας, μια συνάντηση με κάτι που δεν έλαβε χώρα μια φορά και έφτασε, αλλά μια συνάντηση με κάτι στο οποίο υπάρχει αυθεντική αλήθεια.
Και τώρα θα ήθελα να δείξω με μερικά παραδείγματα αυτού που συναντούμε στα ελληνικά κείμενα της φιλοσοφίας.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου