Συνέχεια από: Τετάρτη 3 Μαΐου 2023
ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ
Ακόμη διασημότερος γύρω από το ίδιο θέμα της ανάστασης είναι ο λόγος του Παύλου στον Άρειο Πάγο, που σώζεται στις Πράξεις των Αποστόλων ΙΖ, 16-33. Όπως θα δούμε, ο καθαυτό λόγος εισάγεται με μια παράγραφο σκηνοθετική και ακολουθείται από μια σύντομη ματιά στην αντίδραση του ακροατηρίου.
«Εν δὲ ταῖς ᾿Αθήναις [...ο Παύλος] διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας. τινὲς δὲ τῶν Επικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς. ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ᾿Αρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή; ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι. ᾿Αθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον.
Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ ᾿Αρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες ᾿Αθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ. διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦν τες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν, ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ύπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα· ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν, ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα με ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾽ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν, γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθω, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον, τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ὦ ώρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν, ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου, καὶ οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν».
[16 Ενώ ο Παύλος τους επερίμενε εις τας Αθήνας, το πνεύμα του εξεγείρετο, επειδή έβλεπε την πόλιν να είναι γεμάτη από είδωλα.
17 Συζητούσε λοιπόν εις την συναγωγήν με τους Ιουδαίους και τους θεοσεβείς και, καθημερινώς εις την αγοράν, με εκείνους που τυχόν ευρίσκοντο εκεί.
18 Μερικοί από τους Επικουρείους και τους Στωϊκούς φιλοσόφους ήλθαν εις επαφήν μαζί του και μερικοί έλεγαν, «Τι άραγε θέλει να πη αυτός ο φλύαρος;». Άλλοι έλεγαν, «Φαίνεται να είναι κήρυξ ξένων θεών». Διότι εκήρυττε εις αυτούς το χαρμόσυνον άγγελμα του Ιησού και της αναστάσεως.
19 Τον επήραν λοιπόν και τον έφεραν εις τον Άρειον Πάγον και του είπαν, «Μπορούμε να μάθωμε ποια είναι η καινούργια αυτή διδασκαλία δια την οποίαν μιλάς;
20 Κάτι περίεργα πράγματα φέρεις εις την ακοήν μας και θέλομε να μάθωμε τι άραγε είναι αυτά».
21 Όλοι οι ξένοι που έμεναν εκεί, δεν είχαν διαθέσιμον χρόνον δια τίποτε άλλο παρά δια να λέγουν και να ακούουν κάτι νεώτερον.
22 Τότε ο Παύλος εστάθηκε εις το μέσον του Αρείου Πάγου και είπε, «Άνδρες Αθηναίοι, βλέπω ότι είσθε από πάσης απόψεως πολύ θρήσκοι.
23 Διότι καθώς περνούσα και εκύτταζα τα ιερά σας, ευρήκα και ένα βωμόν, εις τον οποίον υπήρχε επιγραφή, «Εις τον άγνωστον Θεόν». Αυτόν λοιπόν που λατρεύετε, χωρίς να τον ξέρετε, αυτός εγώ σάς κηρύττω.
24 Ο Θεός που εδημιούργησε τον κόσμον και όλα όσα είναι εις τον κόσμον, και ο οποίος είναι Κύριος ουρανού και γης, δεν κατοικεί σε ναούς κατασκευασμένους από χέρια ανθρώπων, Αθήνα, από το ναό του αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου
25 ούτε εξυπηρετείται από χέρια ανθρώπων σαν να είχε ανάγκην από κάτι, αυτός που δίνει εις όλους ζωήν και πνοήν και γενικώς όλα.
26 Εδημιούργησε ολόκληρον το ανθρώπινον γένος από ένα αίμα δια να κατοική εις όλην την γην, αφού ώρισε ωρισμένας αποχάς και τα ορόσημα της κατοικίας των,
27 δια να ζητούν τον Κύριον μήπως τον ψηλαφήσουν και τον βρουν, αν και δεν είναι μακρυά από καθένα από μας.
28 Διότι μέσα σ’ αυτόν ζούμε και κινούμεθα και υπάρχομεν, καθώς και μερικοί εκ των ποιητών σας έχουν πη, «Είμεθα και γένος του».
29 Αφού λοιπόν είμεθα γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι η θεότης μοιάζει με χρυσόν η άργυρον η λίθον, σκαλιστόν έργον τέχνης και ανθρώπινης συλλήψεως.
30 Τους χρόνους εκείνους της αγνοίας παρέβλεψε ο Θεός και τώρα παραγγέλει εις όλους τους ανθρώπους παντού να μετανοήσουν,
31 διότι ώρισε ημέραν, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη την οικουμένην με δικαιοσύνην δι’ ανδρός, τον οποίον ώρισε. Περί τούτου έδωκε εις όλους βεβαίωσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών».
32 Όταν άκουσαν ανάστασιν νεκρών, μερικοί ειρωνεύοντο, άλλοι είπαν, «Θα σε ακούσωμεν και πάλιν δια το ζήτημα αυτό».
33 Και έτσι ο Παύλος έφυγε από ανάμεσά τους.]
Δεν θα είχε τελειωμό η λεπτομερής ανάλυση του εκπληκτικού πλούτου που παρουσιάζει το διάσημο αυτό κείμενο σε χαρακτηριστικά μοτίβα της ελληνιστικής θρησκευτικής φιλοσοφίας. Ο αγορητής έχει σχεδόν εγκαταλείψει τη συνήθειά του να παραθέτει αδιάκοπα την Παλαιά Διαθήκη, και αντ' αυτού κλείνει πολλές φορές το μάτι στον πλατωνισμό (ο μη γνώσιμος Θεός, που διαγράφεται πίσω από τον άγνωστο Θεό· απουσία κάθε ανάγκης στον Θεό· εγγύτητα του Θεού μέσα στην εσωτερικότητα) και στον στωικισμό (ανυποληψία των χειροποίητων ναών στο όνομα του μεγάλου ναού του σύμπαντος· ο Θεός δωρητής της πνοής· κοινότητα γένους ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό). Είναι ωστόσο δύσκολο να διακρίνουμε καθαρά σε ποιες σχολές στρέφεται η προτίμησή του, επειδή τα σύνορά τους είχαν πια εκείνη την εποχή ξεθωριάσει, και η δογματική τους ταυτότητα είχε διαβρωθεί· η κοινή, όρος που δηλώνει την κοινή γλώσσα της εποχής, μίγμα από διάφορες συμβολές, θα μπορούσε να δηλώνει εξίσου και τις ιδέες, των οποίων η καταγωγή έσβηνε μέσα στους εκλεκτικισμούς και τους συγκρητισμούς· η θέση ότι ο Θεός είναι ανώτερος από κάθε ανάγκη [ουδέ... θεραπεύεται προσδεόμενός τινος], λόγου χάρη, θέση αρχικά πλατωνική, είχε περάσει στην κληρονομιά των κυνικών, κι έπειτα των επικούρειων, έτσι που να μην ξέρουμε με σιγουριά ποιους φιλοσόφους χαιρέτιζε ο Παύλος, υιοθετώντας τη. Στόχος του είναι να παρουσιάσει το χριστιανισμό ως το σημείο σύζευξης πολλών συγκλινουσών λεωφόρων, που διέσχιζαν την ευσέβεια των Ελλήνων· όχι μόνο μιλάει τη γλώσσα τους, αλλά στηρίζεται κιόλας στα νοητικά τους περιεχόμενα και τους συνοδεύει όσο μακρύτερα μπορεί μάλιστα, δεν φοβάται να εκβιάσει την κατάσταση, επαινώντας τους από την πρώτη στιγμή ως τους πιο θρήσκους ανθρώπους.
Αυτή η εκ συστήματος ομοφροσύνη κορυφώνεται εκεί που ένας Έλληνας ποιητής παίρνει τη θέση των προφητών του Ισραήλ ως θεολογική αυθεντία. Πρόκειται για ένα στωικό ποιητή του Γ' π.Χ. αιώνα, τον Άρατο, συγγραφέα ενός μεγάλου αστρονομικού ποιήματος, των Φαινομένων (το παρατιθέμενο ημιστίχιο ανήκει στον στίχο 5 του προλόγου· αφορά τον Δία). Μα και ο δεύτερος ιδρυτής της στωικής σχολής, ο Κλεάνθης, στο στίχο 4 του περίφημού του Ύμνου στον Δία, είχε μια πολύ παρόμοια διατύπωση: «ἐκ σοῦ γὰρ γενόμεσθα». Πραγματικά, η στρατηγική αφομοίωσης που εφαρμόζει ο Παύλος στηρίζεται κυρίως στους στωικούς.
Σκοντάφτει όμως μόλις φτάσει στην ουσία, στην ανάσταση. Πριν ακόμη αρχίσει η ομιλία, βλέπουμε τους Έλληνες φιλοσόφους να γελάνε με τα «ξένα δαιμόνια», τον Ιησού και την Ανάσταση: τα παίρνουν για θεϊκό ζευγάρι, όπου η προσωποποιημένη Ανάσταση θα ήταν η «πάρεδρος» του Ιησού, καθώς η Δίκη ήταν πάρεδρος του Δία. Τίποτα δεν δείχνει καλύτερα το πόσο αδιαπέραστοι παρέμεναν στην ιδέα της ανάστασης. Είναι πολύ πιθανόν ότι ο Παύλος είχε προσχεδιάσει μια μακρύτερη ομιλία· όμως η διατύπωση «ἀνάστασις νεκρῶν», όπως είδαμε, κάνει τους ακροατές του να τον σταματήσουν, τόσο δύστροπο ήταν το ελληνικό πνεύμα σ' αυτήν την ιδέα. Το ίδιο σενάριο περίπου θα επαναληφθεί παρακάτω στις Πράξεις (ΚΣΤ, 23-24), στο τέλος της απολογίας που εκφωνεί ο Παύλος για να υπερασπιστεί τον εαυτό του στην Καισάρεια, μπροστά στον εβραίο βασιλιά Αγρίππα και τον Ρωμαίο έπαρχο Φήστο: «εἰ παθητὸς ὁ Χριστός, εἰ πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν φῶς μέλλει καταγγέλλειν τῷ λαῷ καὶ τοῖς ἔθνεσι». Και ενώ ο Παύλος βρισκόταν σ' αυτό το σημείο της απολογίας του, ο Φήστος είπε δυνατά: «μαίνη Παῦλε· τὰ πολλά σε γράμματα εἰς μανίαν περιτρέπει». [Κηρύττω δηλαδή, περί του αν ο Χριστός έμελλε να πάθη, εάν επρόκειτο πρώτος αυτός εκ των νεκρών να αναστηθή και περί του αν επρόκειτο να κηρύξη το Ευαγγέλιον της σωτηρίας στον Ιουδαϊκόν λαόν και τους εθνικούς. Ενώ δε αυτά ο Παύλος απελογείτο είπε ο Φήστος με μεγάλη φωνήν· “παρεφρόνησες, Παύλε, τα πολλά γράμματα σε κάνουν να παραλογίζεσαι”].
Έχει συχνά παρατηρηθεί, πως η προσπάθεια ομοφροσύνης του Παύλου (στην Αθήνα) απέτυχε, ενώ η επιτυχία είχε έρθει εκεί όπου τόνιζε με έμφαση τη διαφορά του (στην Κόρινθο). Αυτό δεν καταργεί τη σημασία του παραδείγματος του Αρείου Πάγου, που δείχνει πόσο ήταν θεμιτό, αν όχι πάντοτε αποτελεσματικό, να εισχωρεί ο χριστιανός στο νοητικό πλέγμα του εθνικού συνομιλητή του, για να του προτείνει το κήρυγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου