Συνέχεια από Δευτέρα, 25 Σεπτεμβρίου 2023
HANS URS VON BALTHASARΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
6. ΠΝΕΥΜΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ
ε) Μαρτυρία ζωής (2η συνέχεια)
Γύρω απ’ τον «πιστόν μάρτυρα» Ιησού «ίστανται» αυτοί που μαρτυρούν γι’ αυτόν, αναφερόμενοι όλοι στη δική Του αυτοδύναμη και πλήρως αξιόπιστη μαρτυρία. Ο Ιησούς δεν τους χρειάζεται βέβαια, για να εξασφαλίση την προφάνειά Του. Δεν χρειάζεται τη μαρτυρία κάποιου ανθρώπου, καθώς «γνωρίζει ο Ίδιος το εσωτερικό τού ανθρώπου» (Ιωάν. 2, 25) (( Ιωάν. 2, 23 κ.ε.: «Ως δέ ήν εν τοίς Ιεροσολύμοις εν τώ πάσχα εν τή εορτή, πολλοί επίστευσαν εις τό όνομα αυτού, θεωρούντες αυτού τά σημεία ά εποίει. αυτός δέ ο Ιησούς ουκ επίστευεν εαυτόν αυτοίς διά τό αυτόν γινώσκειν πάντας, καί ου χρείαν είχεν ίνα τις μαρτυρήση περί τού ανθρώπου· αυτός γάρ εγίνωσκε τί ήν εν τώ ανθρώπω»… )) . Αναγνωρίζει την μαρτυρία τής Παλαιάς Διαθήκης, που μιλά γι’ αυτόν, δεν λέει όμως πως τη χρειάζεται (5, 45-47) (( Ιωάν. 5, 45 κ.ε.: «…μή δοκείτε ότι εγώ κατηγορήσω υμών πρός τόν πατέρα· έστιν ο κατηγορών υμών Μωϋσής, εις όν υμείς ηλπίκατε. ει γάρ επιστεύετε Μωϋσεί, επιστεύετε αν εμοί· περί γάρ εμού εκείνος έγραψεν. ει δέ τοίς εκείνου γράμμασι ου πιστεύετε, πώς τοίς εμοί ρήμασιν πιστεύσετε;»…)) Ακόμα και η μαρτυρία τού Ιωάννη τού Βαπτιστή είναι, εν σχέσει προς την αυτο-μαρτυρία τού Ιησού, «σκιώδης»: ισχύει βέβαια ως ένα αποστελλόμενο απ’ τον Θεό και «καιόμενο φως» (5, 35), δεν φθάνει όμως ως απλή ανθρώπινη μαρτυρία τη μαρτυρία τού Πατρός (5, 31. 33). Ο δε αγαπημένος μαθητής, που μαρτυρά για την πληγή στα πλευρά τού Ιησού και παραπέμπει – όπως ο Ιησούς – στη γνώση που έχει για την αλήθεια της μαρτυρίας του, δεν παραπέμπει κατά βάσιν παρά στην αυτομαρτυρία Πνεύματος-ύδατος-αίματος ή στη «μέχρι τέλους» (13, 1) αγάπη τού Πατρός στον Υιό (( Ιωάν. 13, 1: «Πρό δέ τής εορτής τού πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελήλυθεν αυτού η ώρα ίνα μεταβή εκ τού κόσμου τούτου πρός τόν πατέρα, αγαπήσας τούς ιδίους εν τώ κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς…» - Μάλλον διαβάζει άλλο Ευαγγέλιο… ))
Το ότι η μαρτυρία τού πιστού για τον Χριστό «απαιτεί» («δεσμεύει»…) ολόκληρη την ύπαρξή του, το λέει με πλήρη σαφήνεια ο ίδιος ο Χριστός: Όποιος δεν τα εγκαταλείπει όλα, ακόμα και την ζωή του, «ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. 10, 37 κ.ε.). Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να ξεχωρίσουμε καθόλου την παράδοση όλης τής ζωής μας απ’ το «μαρτύριο του αίματος»· το ίδιο το Ευαγγέλιο μάς λέει, πως δεν είναι πιο σημαντικός ο μεταγενέστερα επονομασθείς «μάρτυρας» από εκείνον, του οποίου ολόκληρη η ύπαρξη «πεθαίνει καθημερινά» (Ρωμ. 8, 36 – Β’ Κορ. 4, 10-11) (( Ρωμ. 8, 35 κ.ε.: «…τίς ημάς χωρίσει από τής αγάπης τού Χριστού; θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα; καθώς γέγραπται ότι ένεκά σου θανατούμεθα όλην τήν ημέραν· ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής»… )) . Γι’ αυτό και δεν εννοούνται ακόμα στην «Αποκάλυψη» (όπως το υπέδειξε, απέναντι στη συνηθισμένη ερμηνεία, ο N. Bronx) οι μάρτυρες με την περιορισμένη έννοια των μαρτύρων τού αίματος: «Πέθαναν ως μάρτυρες, επειδή μαρτύρησαν τον Χριστό, όπως το περιγράφει ορίζοντάς τους εντελώς σαφώς και η Αποκ. 11, 3-7» (Με την ίδια δε έννοια, το παριστάμενο πλήθος μαρτυρά την έγερση του Λαζάρου, και η Σαμαρείτιδα το ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας). Είναι ωστόσο σημαντικό και το ότι η «Αποκάλυψη» χαρακτηρίζει όλους, απ’ τη μια, «όσους ακολουθούν τη γυναίκα», την Εκκλησία, ως «μάρτυρες Ιησού» (Αποκ. 12, 17), ενώ διακρίνει απ’ την άλλη μεταξύ τού «αίματος των αγίων» και του «αίματος των μαρτύρων τού Ιησού» (17, 6), το οποίο και πίνει η πόρνη Βαβυλών· γιατί οι «μάρτυρες» κατανοούνται (με τη στενώτερη έννοια) ως οι αποκαλυπτικοί «προφήτες» εδώ (Αποκ. 1, 1-3· 19, 10· 22, 9…) (( Αποκ. 12, 16 κ.ε.: «…καί εβοήθησεν η γή τή γυναικί, καί ήνοιξεν η γή τό στόμα αυτής καί κατέπιε τόν ποταμόν όν έβαλεν ο δράκων εκ τού στόματος αυτού. καί ωργίσθη ο δράκων επί τή γυναικί, καί απήλθε ποιήσαι πόλεμον μετά τών λοιπών τού σπέρματος αυτής, τών τηρούντων τάς εντολάς τού Θεού καί εχόντων τήν μαρτυρίαν Ιησού» - Αποκ. 1, 1-3: «Αποκάλυψις Ιησού Χριστού, ήν έδωκεν αυτώ ο Θεός, δείξαι τοίς δούλοις αυτού ά δεί γενέσθαι εν τάχει, καί εσήμανεν αποστείλας διά τού αγγέλου αυτού τώ δούλω αυτού Ιωάννη, ός εμαρτύρησεν τόν λόγον τού Θεού καί τήν μαρτυρίαν Ιησού Χριστού, όσα είδε. μακάριος ο αναγινώσκων καί οι ακούοντες τούς λόγους τής προφητείας καί τηρούντες τά εν αυτή γεγραμμένα· ο γάρ καιρός εγγύς»… )) . Αλλά και οι πρότεροι προφήτες πέθαναν κατά τον λόγο τού Ιησού (Ματθ. 23, 29-37) μαρτυρώντας τον. Προετοιμάζεται άρα ήδη εδώ το εμφανιζόμενο κατά τον δεύτερον μ.Χ. αιώνα όνομα του «μάρτυρα» ως μάρτυρα αίματος, που αποδεικνύει (απέναντι στους Δοκήτες) την πραγματικότητα του πάθους τού Χριστού. Ενώ μπορούμε να συνυπολογίσουμε και την ένσταση του Erik Peterson στην πραγματεία του «Μάρτυρες της αλήθειας» απέναντι στον H. v. Campenhausen, ότι και «η μαρτυρία που καταθέτει ως καλήν ομολογία μπροστά στον Πόντιο Πιλάτο» ο Ιησούς (Α’ Τιμ. 6, 13) «περιλαμβάνει» και τον θάνατό Του.
Δεν θα έπρεπε ποτέ να ξεχνάμε, ξεκινώντας απ’ το αίτημα του Ιησού για μια μαρτυρία ζωής απ’ αυτόν που Τον πιστεύει, ότι μια τέτοια μαρτυρία ως μίμησή Του έχει τότε μόνο νόημα, όταν η μαρτυρία ζωής τού ίδιου του Ιησού κατανοείται σαφώς ως μια φανέρωση της πατρικής και τριαδικής αγάπης (( ; )) . «Η υπακοή» τού Ιησού «μέχρι θανάτου στον Σταυρό» (Φιλ. 2, 8) έχει νόημα μόνον ως πραγματοποίηση («αναπαράσταση»…) της θεϊκής αγάπης στον κόσμο και για τον κόσμο, ενώ και η υπόσχεση της σταυρώσεως του Πέτρου είναι η τελική συνέπεια της δικής του ομολογίας ζωής. Γι’ αυτό και η μοναδική μαρτυρία ζωής κατά το σαφές θέλημα του Χριστού είναι η πραγματοποίηση της ενδοεκκλησιαστικής, κατ’ αρχάς, αδελφικής αγάπης, με την οποίαν η όλη Εκκλησία καταθέτει στον κόσμο και για τον κόσμο τη μαρτυρία της για την αξιοπιστία τής αγάπης τού Θεού στον Χριστό (( ! )) (( Πίστη χωρίς περιεχόμενο… Ο Κύριος λέει: «Ο αγαπών με, τας εντολάς μου τηρήσει…» )) . Σ’ αυτό εξάλλου αποσκοπεί και κάθε εκκλησιαστική «παραίνεση», στον Παύλο και στον Ιωάννη. Και γι’ αυτόν και μόνον τον σκοπό διαμοιράζει το Άγιο Πνεύμα τα χαρίσματα σε όλα τα μέλη τού Σώματος του Χριστού. Οι δε βαπτιζόμενοι συνδέονται μέσω τού Αγίου Πνεύματος σε έναν και μοναδικό λαό, όπως ακριβώς συνδεόταν ο παλαιός λαός μέσω τού Νόμου (Φιλ. 2, 1· 3, 3…) (( Sola scriptura… Αλλά: Φιλ. 3, 3 κ.ε.: «…ημείς γάρ εσμεν η περιτομή, οι Πνεύματι Θεού λατρεύοντες και καυχώμενοι εν Χριστώ Ιησού καί ουκ εν σαρκί πεποιθότες, καίπερ εγώ έχων πεποίθησιν καί εν σαρκί…» )) .
Βλέποντάς το εξωτερικά, μπορεί να φανή πως η διάδοση του χριστιανισμού υπήρξε μια υπόθεση μεμονωμένων προπαντός ατόμων – «αποστόλων, προφητών, διδασκάλων» (Α΄Κορ. 12, 28) – και όχι τών συναγομένων κατά κάποιον τρόπο κοινοτήτων. Αυτό το φαινόμενο όμως εξαπατά, γιατί η διείσδυση στο σύνολο του ειδωλολατρικού κόσμου (ο Πέτρος στην Ιόππη, ο Στέφανος, οι ελληνιστές, οι κήρυκες στην Αντιόχεια, ο Παύλος) υπήρξε κάποτε η αρχή για μιαν εντελώς καινούργια, οικουμενική συνείδηση, και γι’ αυτό θεωρούσε ο Παύλος, που κήρυττε την εντολή τής αγάπης για όλον τον κόσμο, «μια καινούργια ήδη εν Αγίω Πνεύματι ανθρωπότητα στις μικρές του κοινότητες, όπου ο καθένας βαστούσε και τα βάρη τού άλλου, … ώστε να χάνονται ως επουσιώδεις οι αντιθέσεις Ιουδαίων και ειδωλολατρών, βαρβάρων και Ελλήνων, κυρίων και δούλων, πλουσίων και φτωχών, και να εμφανίζεται έτσι μια καινούργια ανθρωπότητα» (A. v. Harnack, «Η αποστολή και η διάδοση του χριστιανισμού στους τρεις πρώτους αιώνες – Λειψία 1902) (( Εξαιρετικά αφιερωμένο στον κ. Βασιλειάδη και τους συνοδοιπόρους του… )) . Και δεν επρόκειτο για αυταπάτη: το κήρυγμα του Παύλου, που μεριμνούσε εξίσου για τον καθέναν όσο και για την κοινότητα, υπήρξε κάτι το ανήκουστα καινούργιο για τον αρχαίο κόσμο: η εντολή τής αγάπης, όπως ζητούσαν να τη ζήσουν οι (χριστιανικές εκείνες…) κοινότητες, ήταν ένα (μεγάλο…) πολιτικό ζήτημα: δεν μπορούσε παρά «να θαυμάση κανείς τη λύση που είχε βρεθή για ένα απ’ τα πιο δύσκολα προβλήματα κάθε μεγάλου οργανισμού: κρατώντας πλήρως αυτόνομες τις τοπικές κοινότητες, και συνδέοντάς τες ταυτόχρονα με μιαν ισχυρή και ενιαία συνολική τάξη σε όλη την αυτοκρατορία, μια τάξη που γινόταν σταδιακά η τάξη ενός συνολικού “πολιτεύματος”. Πόσο στήριζε τον καθέναν μια τέτοια δημιουργία! Και πόσο “ελκυστική” ήταν, μόλις κατανοούνταν οι σκοποί της! Γινόταν αυτή η ίδια, και όχι ο ένας ή ο άλλος ευαγγελιστής, ο ισχυρότερος ιεραπόστολος. Μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο ότι η απλή και μόνον ύπαρξη και η διαρκής δράση τών διαφόρων κοινοτήτων επηρέασε προπαντός τη διάδοση του χριστιανισμού» (Gerhard Lohfink, «Καθολικότητα και αποκλειστικότητα της σωτηρίας στην Καινή Διαθήκη» – 1977). Ήταν όμως ήδη η παραβολή τής κρίσεως (Ματθ. 25), με το κριτήριό της για την ενεργητική αγάπη ακόμη και «στον ελάχιστον απ’ τους αδελφούς μου» – με το οποίο δεν εννοούντο τα μέλη τής χριστιανικής απλώς και μόνο κοινότητας, αλλά ο κάθε (όπου γης…) άνθρωπος –, που ανύψωσε τη χριστιανική αγάπη σε καθολικό, σύμφωνα με το παράδειγμα του Χριστού, κανόνα τού αγαθού: η διακινδύνευση της (ίδιας μας της…) ζωής για τον συνάνθρωπο, σε μια συνειδητή ή ασυνείδητη μίμηση του Χριστού, θα χαρακτηρίζη τελικά κάθε ανθρώπινη (μέχρι και την αθεϊστική) ηθική.
( Τέλος όλου τού κεφαλαίου: «Το Πνεύμα και η Εκκλησία» - Συνεχίζεται με το 6ο και προτελευταίο κεφάλαιο: «Πνεύμα και κόσμος»)
ΟΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ, Ο ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ, ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΜΕ ΣΗΜΕΙΟ ΑΙΧΜΗΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΗ ΣΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ, ΕΖΗΣΕ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΚΕΠΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ. Η ΔΥΣΗ ΔΕΝ ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΠΟΤΕ ΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΟ ΚΕΝΟ ΜΕ ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ.
ΣΗΜΕΡΑ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΔΙΑΛΥΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΑΝΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΖΗΛΩΤΙΣΜΟΥ, ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΔΕΣΠΟΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου