Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΤΡIΑΔΟΣ (11)

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΑΔΑ.  

του Franz Courth  
Συνέχεια από  Τετάρτη,11 Ιουνίου 2014 

Η διατριαδική αγάπη (συνέχεια) Hans Urs von Balthasar.

Ο Μπαλτάσαρ είναι πεπεισμένος πως όλο το σύστημα θωμιστικό-αυγουστινιανό συγκρούεται, λόγω της ψυχολογικής του δομής, με μια ιδιαίτερη δυσκολία να «παρουσιάσει τις σχέσεις στο εσωτερικό της θείας ουσίας σαν σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα. Είναι υποχρεωμένο επιπλέον να περιορίσει την υιοθέτηση του πλατωνικού bonum diffusivum sui, της θείας προσφοράς του εαυτού, καθότι γι’ αυτό το σύστημα ο Υιός προοδεύει πάνω από όλα σύμφωνα με τον τρόπο της γνώσεως, ενώ η πρόοδος σύμφωνα με την αγάπη θα ίσχυε πλήρως μόνο για το Άγιο Πνεύμα». Για τον Μπαλτάσαρ μια τέτοια εννοιολόγηση δεν είναι ικανή να ερμηνεύσει το κατά Ιωάννην 17, 10 – « και τα εμά πάντα σα εστί και τα σα εμά» - σαν μια έκφραση μιας εμμενούς, ενυπάρχουσας τριαδικής σχέσεως. [ Επιμένουν να ερμηνεύουν τους λόγους του Χριστού, σαν τους λόγους της θεότητος, προς τον Πατέρα, την Αρχή της θεότητος, και όχι τον Ιησού, της ανθρωπότητός του προς την θεότητά Tου].

Μια πιο σχεσιακή εννοιολόγηση των Τριαδικών Προσώπων από εκείνη που προτείνει η αυγουστινιανή παράδοση προσεφέρθη στον Ελβετό θεολόγο από τον Ρικάρντο του Αγίου Βίκτωρος και από τον μοντέρνο περσοναλισμό, η οποία θεωρεί σαν ένα συστατικό στοιχείο του ανθρώπου ακριβώς την σχέση του εγώ με ένα εσύ. Αυτό που καθιστά έναν άνθρωπο ένα πρόσωπο, δεν είναι ένα εγώ στο οποίο προστίθεται επιπλέον ένα εσύ. Αντιθέτως, για να μπορέσει να υπάρξει ένα εγώ είναι αναγκαίο ένα εσύ, καθότι το εγώ είναι ο καρπός της κλήσεως και της προσφοράς του εσύ.
Ξεκινώντας από αυτήν την προοπτική ο Μπαλτάσαρ ισχυρίζεται πως η σχέση ανάμεσα στα πρόσωπα μπαίνει με όλο της το δίκαιο «στην κατηγορία των εικόνων και των πιο σημαντικών αναλογιών που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για να εκφραστεί η ουσία του Θεού – καθότι ακριβώς η σχέση είναι ότι υψηλότερο και πολυτιμότερο υπάρχει στην τάξη της κτίσεως – και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακριβώς όπως και το ψυχολογικό σχήμα σαν βοήθεια για την κατανόηση του μυστηρίου [όχι για την γνώση του μυστηρίου], όταν βεβαίως δε κάθε περίπτωση δεν αφήνουμε να χαθούν τα όρια της δυνατότητάς της (όπως συνέβη εξάλλου με το ίδιο το ψυχολογικό σχήμα)». [Το θεολογικό σχήμα είναι το ίδιο. Από την δημιουργία γνωρίζω τον δημιουργό, λόγω του υπερτάτου νόμου της αναλογίας, όπως τον εγκαινίασε ο Αυγουστίνος. Και από την λογική που εξαντικειμενοποιεί, πέφτουμε στα χέρια του συναισθήματος του υποκειμενοποιεί τα πάντα].

Το φιλοσοφικό πλαίσιο στο οποίο η Τριαδική θεολογία του Μπαλτάσαρ εγκαθιστά την ερμηνεία της χριστιανικής πίστης είναι εκείνο της μεταφυσικής της προσωπικής αγάπης. Μέσα σ’ αυτήν την ενότητα ο Δημιουργός του ουρανού και της γης, ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Πατέρας του Ιησού Χριστού [δεν είναι Θεός πλέον ο Χριστός, είναι δεύτερος], ο θεός που είναι η ολοκλήρωση και η πληρότης όλων των πραγμάτων, φανερώνεται σαν το έλεος της Αγάπης. Μιας αγάπης γεμάτης πάθος λόγω της μέριμνας που έχει για τον άνθρωπο. Δεν είναι έτσι λοιπόν επειδή η συμπεριφορά του ανθρώπου προκάλεσε σ’ Αυτόν αυτήν την απάντηση, αλλά επειδή παρακινήθηκε στο έλεος από την ζωτικότητα που βρίσκεται σ’ Αυτόν από την αιωνιότητα ήδη. Καθότι είναι από την φύση του, άπειρη προσφορά του εαυτού του – και αυτό απεδείχθη στον μέγιστο βαθμό από το σταυρικό θάνατο του Ιησού – δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος κανένας άνθρωπος από το έλεος της αγάπης του Θεού, όποια και αν είναι η οδός, ο τρόπος της μοναξιάς στην οποία εισήλθε απομακρυσμένος από Αυτόν. Το έλεος της αγάπης Του φτάνει μέχρι τον Άδη. «Ο θεός θέλει να μεταφέρει την δωρεά του, η οποία είναι ικανή να ανοίξει οποιαδήποτε φυλακή σεβόμενη την ελευθερία που δημιούργησε, μεταδίδοντας μέσα σε μιαν απόλυτη αδυναμία [τί αδυναμία, τί γερμανική καραμέλα, η αδυναμία του Χριστού στον σταυρό. Ο οποίος συγχώρεσε τους πάντες. Τους διώκτες του. Ο Κύριος για άλλη μια φορά, όπως με τον Νόμο μας αποκάλυψε την ύπαρξη της αμαρτίας, μας αποκάλυψε τον θρήνο και τον οδυρμό του θανάτου, ο οποίος αγνοείτο. Ας δούμε για λίγο και τον θάνατο του Σωκράτη ! Όλοι οι Άγιοι παρακαλούν για μια μέρα ακόμη Μετανοίας. Δεν ξέρουμε τί μας γίνεται δυστυχία μας], την αγάπη που λύνει κάθε δισταγμό: στην αλληλεγγύη εκ του έσω με όσους απορρίπτουν κάθε αλληλεγγύη».

δ. Η λογική της αγάπης.

Ο Μπαλτάσαρ προτίθεται να κάνει την αγγελία της αγάπης του Θεού, την θεμελιώδη σκέψη όλης της διαπραγμάτευσης της πίστης (συμπεριλαμβανομένης και της ερμηνείας του Άδη). Δεν είναι λίγα τα σημεία του έργου του που προσλήφθηκαν και αφομοιώθηκαν από την σύγχρονη θεολογία. Ας αναφέρουμε για παράδειγμα την διάκριση της Οικονομικής Τριάδος από την Εμμενή, Ενυπάρχουσα Τριάδα. [Μεγάλο σενάριο] Μια Τριαδική Θεολογία ειδωμένη από την οπτική γωνία της ιστορίας της σωτηρίας έχει συνείδηση του γεγονότος πως η οικονομία μόνον δεν μπορεί να αντλήσει, ή να φτάσει, στα βάθη του Θεού και πως η ιστορία δεν είναι παρά ένα ίχνος της δόξης του. «Ένας θεός ο οποίος θα διαλυόταν στην ιστορία, μια θεϊκή εμμενής Τριάδα η οποία θα μειωνόταν εντελώς στην αποκάλυψή της, δεν θα ήταν ο χριστιανικός θεός, αλλά μιας δύναμις αυτής της γης, ακόμη και αν ήταν η μεγαλύτερη και η πιο αναγκαία».

Το έργο του Μπαλτάσαρ δεν πρέπει να παρεξηγηθεί όμως: η ιστορία της σωτηρίας δεν είναι γι’ αυτόν κάτι δευτερεύον και εφήμερο. Επιθυμούσε πολύ να φανερώσει την εσωτερική της πλευρά, το τριαδικό πρόσωπο του Θεού που αποκαλύπτεται σ’ αυτήν, μοναδικό έρεισμα που μας επιτρέπει να μιλήσουμε για το έλεος της αγάπης του Θεού.

Προσελήφθη θετικά ακόμη και η πρόσκληση του Μπαλτάσαρ να μιλήσει περισσότερο για τα Τριαδικά πρόσωπα ξεκινώντας από την προοπτική μιας οντολογίας της αγάπης παρά από εκείνη της πνευματικής κλασσικής μεταφυσικής. [Φοβερές εμπειρίες του Θεού].
Όποιος αντιπαρατίθεται με τον Μπαλτάσαρ δεν θα μπορέσει να αποφύγει το θέμα της αναλήψεως δηλαδή της προσλήψεως του σταυρού στην εμμενή, ενυπάρχουσα Τριάδα. Αυτή είναι η πιο μεγάλη πρόκληση που ετέθη στην σύγχρονη θεολογία, και θα ολοκληρώσει τον σκοπό της μόνον στο μέτρο στο οποίο θα κατορθώσει να συγχωνεύσει στην αγγελία, στο άγγελμα της αποκαλύψεως, τον Γολγοθά και μ’ αυτόν όλους τους αναρίθμητους, μικρούς και μεγάλους σταυρούς των ανθρώπων. Ο Μπαλτάσαρ μας περιγράφει τον Θεό σαν Εραστή μιας άπειρης αγάπης, που προσφέρεται σε τέτοιο  βαθμό, ώστε να μην υπάρχει στ’ αλήθεια κάποιο ανθρώπινο πλάσμα που να μην πλησιάζεται από Αυτόν. Ο Θεός ο οποίος από την φύση του , ξεγυμνώνεται από όλη του την Λαμπρότητα, ο Θεός της Αγάπης, είναι ο Εσταυρωμένος, ικανός να αγκαλιάσει τον σταυρό όλων μας, επομένως και τον δικό μου.

Εδώ όμως προκύπτει ένα ερώτημα: Ο σταυρός του Χριστού και κατά συνέπεια όλη η ιστορία του κόσμου, στον ρεαλισμό του, που αμφισβητεί με τόση δύναμη την σκέψη μας, δεν γίνεται κάτω από αυτήν την οπτική γωνία, μια αναγκαία στιγμή της θείας ζωής; Σ’ αυτήν την περίπτωση όμως δεν θα εκμηδενιζόταν η ζωή στον θεό και δεν θα στερούνταν την μοναδικότητά της; Θα συνέχιζε να έχει μια ιδιαίτερη και δική της σημασία; Η σημασία της ενσαρκώσεως και του σταυρού του Υιού του Θεού εξαντλείται στην αποκάλυψη της απέραντης αγάπης και του ελέους του Θεού; Και όταν μιλάμε για το έλεος της αγάπης του Θεού και δηλώνουμε πως είναι τέτοια από την αιωνιότητα, συνειδητοποιούμε άραγε τον αναλογικό χαρακτήρα του λόγου μας;
Ας αναφερθούμε όμως και σε ένα τελευταίο, ίσως το σημαντικότερο, στοιχείο της συζητήσεως που προκάλεσε ο Μπαλτάσαρ: το ερμηνευτικό θέμα. Ποια είναι τα κριτήρια που χρησιμοποίησε για την θεολογία της εμμενούς, ενυπαρχούσης Τριάδος, που είναι μάλιστα τόσο πλούσια σε εικόνες; Τί πράγμα του επέτρεψε να συμπεριλάβει και να αναπτύξει κάποια θέματα, όπως εκείνα της υπακοής και του διαλόγου της αγάπης; Μέχρι ποίου σημείου επιτρέπεται στον θεολόγο, να φορτώσει, μέσω δικών του εικόνων και εννοιών, την βιβλική μαρτυρία με σκέψεις οι οποίες δεν εκφράζονται καθαρά σ’ αυτή, και οι οποίες είναι μάλλον ο καρπός των δικών του νοητικών συνειρμών;

Πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι αναρωτιούνται πράγματι, τί θα μπορούσε να εξασφαλίσει την νομιμότητα του περάσματος από την βιβλική λέξη, στα νέα θεολογικά οράματα που αναφέρονται ακριβώς στην Βίβλο;

Συνεχίζεται με τον Jürgen Moltmann.

Σχόλιο: Μπορούμε να πάρουμε μια γεύση από τα αποτελέσματα της ερμηνείας του δόγματος βάσει των ορίων που έθεσε ο Κάντ, δηλ. του χώρου και του χρόνου, και παρέδωσε την αντίληψη στην φαντασία. Μειώνοντας την Θεολογία και την φιλοσοφία σε πραγματείες επιστημονικής φαντασίας. 

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: