Η
εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας και Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας
του ΕΚΠΑ κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου στο συνέδριο με θέμα: «Προς την Αγία
και Μεγάλη Σύνοδο» (Ἱερά Μονή Βλατάδων, 3-5 Δεκεμβρίου 2015)
Α. Ὕστερα ἀπό τόν τελικόν καθορισμόν τῶν
θεμάτων τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὥστε νά
«συνέλθῃ τό ταχύτερον δυνατόν» καί «αὕτη νά εἶναι βραχείας διαρκείας
καί ἀσχοληθῇ μέ περιορισμένον ἀριθμόν θεμάτων», ὅπως δήλωσε καί ὁ
μακαριστός Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος Μελίτων, ἡ Προσυνοδική
Διάσκεψις τῆς Γενεύης, τοῦ ἔτους 1976, προσδιώρισε, τόν κατάλογο τῶν
θεμάτων τῆς Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως ἐν Ρόδῳ (1961), σέ δέκα θέματα,
δύο ἐκ τῶν ὁποίων ἦσαν :
β) ʺὈρθοδοξία καί Οἰκουμενική Κίνησιςʺ.
Ἄν καί τά δύο αὐτά Κείμενα εἶχον ἤδη
μελετηθῇ καί παραπεμφθῇ (ad referendum) ὁμοφώνως πρός τήν Ἁγίαν καί
Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς Κείμενα ἐγκριθέντα
ὑπό τῆς Γ΄Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, τοῦ ἔτους 1986 (28
Ὀκτ.-6 Νοε.) ἐν τούτοις τό Πατριαρχεῖον τῆς Μόσχας, πρό τῆς συγκλήσεως
τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τοῦ Μαρτίου 2014 (Φανάρι, 6-9 Μαρτίου),
διετύπωσε γραπτῶς καί δικαίως τήν ἄποψιν, ὅτι καί αὐτά, μαζί μέ ἕτερα,
χρήζουν ἐπικαιροποιήσεως καί ἐπαναδιατυπώσεως, ἄποψιν τήν ὁποίαν
ἀπεδέχθη ὁμοφώνως ἡ παραπάνω Σύναξις τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν, διό καί ἀπεφασίσθη ὅπως συγκροτηθῇ Εἰδική Διορθόδοξος
Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἐντός τοῦ πρώτου ἑξαμήνου τοῦ ἔτους 2015, θά
ἀναθεωρήσῃ τά δύο αὐτά Κείμενα, τά ὁποῖα καί τελικῶς ἔτυχον τῆς τελικῆς
ἐπεξεργασίας, τῆς ἑνοποιήσεως, τῆς ὑπογραφῆς καί τῆς ἐγκρίσεως ὑπό τῆς
Ε΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, ἡ ὁποία ἐπραγματοποιήθη ἐν
Chambésy τῆς Γενεύης, τόν παρελθόντα Ὀκτώβριον, καί οὕτω παραπέμπεται
τό ἑνιαῖον πλέον κείμενον ὑπό τόν γενικόν τίτλον «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον πρός ὁμόφωνον ἐπικύρωσιν.
Ἡ περιγραφεῖσα αὕτη καί συντεταγμένη διαδικασία, εἰς τά πλαίσια τῆς προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου[1],
ἀποδεικνύει ἀφ’ ἑνός μέν τήν ὀφειλετικήν καί ἀνύστακτον μέριμναν τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διά τήν πληρεστέραν ἀνάδειξιν τῆς ἀρραγοῦς
ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς πρός τήν κοινωνίαν τῆς πίστεως
καί ὡς πρός τόν σεβασμόν τῆς κανονικῆς παραδόσεως καί τάξεως, ἀφ’
ἑτέρου δέ τήν συνεπῆ καί ὑπεύθυνον ἀντιμετώπισιν τῶν συγχρόνων
προβλημάτων συμπάσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διά τοῦ ἐξαιρετικοῦ, καί
λυσιτελοῦς ρόλου Του, διό καί ἡ μελέτη καί ἐπεξεργασία τῶν δύο παραπάνω
Κειμένων, ἀφοροῦν θέματα σημαντικά, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦν τό σῶμα τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἐν ταὐτῷ διεκδικοῦν οὐχί μόνον τό ἐνδιαφέρον
ἀλλά καί τήν ὅλην ἐπικαιρότητα καθ’ ὅλην τήν ἐν τῇ ἱστορίᾳ πορείαν
προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς
Ἐκκλησίας.
Β. Πρίν ἀναφερθῶ εἰς τήν διαδικασίαν
ἀναθεωρήσεως καί ἐπικαιροποιήσεως τῶν Κειμένων αὐτῶν εἶναι ἀπαραίτητον
νά παρουσιάσωμεν καί ἀναλύσωμεν τό περιεχόμενον τῶν δύο Κειμένων,
σχετικῶν πρός τήν σχέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πρός τάς ἄλλας
Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίες.
α) Εἰς τάς 12 παραγράφους τοῦ Κειμένου «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενική Κίνησις»,
ἐκτίθενται αἱ ὀρθόδοξοι ἐκκλησιολογικαί ἀρχαί, ἐπί τῇ βάσει τῶν
ὁποίων, ἀφ’ ἑνός μέν περιγράφεται ἡ ἐκκλησιολογική ταυτότης τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ προσδιορίζεται ἡ συμμετοχή Αὐτῆς εἰς
τήν λεγομένην Οἰκουμενικήν Κίνησιν.
Συγκεκριμένως εἰς τό Κείμενον τονίζεται,
ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία «ἀποτελεῖ τόν φορέα καί δίδει τήν μαρτυρίαν τῆς
πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας» (§ 1), ἐνῷ αἱ κατά καιρούς ἐπισυμβάσαι ἀπομακρύνσεις ἐκ τῆς
παραδόσεως τῆς Ἀρχεγόνου Ἐκκλησίας ὠφείλοντο εἰς τάς διαφορετικάς
ἀντιλήψεις περί τῆς ἑνότητος καί περί τῆς οὐσιαστικῆς κατανοήσεως τῆς
οὐσίας καί τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας (§ 2α). Αἱ παροῦσαι
διατυπώσεις ἀποτελοῦν μίαν ὑπέρβασιν τῶν παλαιῶν ἀντιλήψεων τόσο περί
ὁμολογιακῶν ἀποκλειστικοτήτων ὅσο καί ἰδεῶν αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν ἀρχάς
ἐκκλησιολογικῆς περιεκτικότητος. Ἡ ἑνότης δέν ἐπιτυγχάνεται δι’
ἀθροιστικοῦ τύπου συνενώσεως ὁμοειδῶν ἤ ἑτεροειδῶν ἀντιλήψεων, ἀλλά ἐπί
τῇ βάσει τῆς πίστεως καί ἐκφράζεται, «ἐν τοῖς μυστηρίοις», ὁριοθετεῖται
δέ ἐκ τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς καί τῆς πατερικῆς παραδόσεως, ὡς αὕτη
διετυπώθη ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (πρβλ. 2β,γ).
Ἡ ἀνωτέρω περιγραφεῖσα ἐκκλησιολογική
αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπέβαλλε εἰς Αὐτήν τήν ἀνάγκην,
ὅπως συμμετάσχῃ εἰς κάθε προσπάθειαν «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καί
τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἀπωλεσθείσης ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, διά τῆς
ἐπιτεύξεως τῆς ἑνότητος ἐν τῇ πίστει (πρβλ. § 2γ), ὅπως ἔπραξε καί
πράττει, ἀπό τήν ἐποχήν τῆς ἐμφανίσεως τῶν πρώτων αἱρέσεων ἐν τῇ
Ἀρχεγόνῳ Ἐκκλησίᾳ καί ἕως τῆς σήμερον, ἔναντι τῶν νεοφανῶν καί συγχρόνων
αἱρετικῶν ἀποκλίσεων καί ἀντιλήψεων.
Ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς
τήν λεγομένην Οἰκουμενικήν Κίνησιν καί κυρίως εἰς τά διάφορα ὄργανα
αὐτῆς, ὁριοθετεῖται ἐκ τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖον ἀντιλαμβάνεται τόν ρόλον
καί τήν παρουσίαν Της εἰς τά ἀνωτέρω ὄργανα καί ἐκ τῆς κατανοήσεως τῆς
ταυτότητος αὐτῆς ταύτης τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, μάλιστα δέ ἐν σχέσει
καί πρός τόν κατ’ ἐξοχήν ὀργανισμόν αὐτῆς, ὡς οὗτος ἐκφράζεται διά τοῦ
λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε./W.C.C.), ἐνῷ
συγχρόνως εἰς τό Κείμενον διαζωγραφεῖται καί ὁ τρόπος συμμετοχῆς Της εἰς
τό ἀνωτέρω Συμβούλιον.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἄν καί ἀποτελεῖ ἕν
ἐκ τῶν ἱδρυτικῶν μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε., οὐδέποτε ἀπεδέχθη τήν ἰδέαν τῆς
«ἰσότητος τῶν Ὁμολογιῶν» καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὥς τινα
«διομολογιακή προσαρμογή» (§ 6). Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν θεωρεῖ, ὅτι τό
Π.Σ.Ε εἶναι, οὔτε δύναται νά καταστῇ «Ἐκκλησία» ἤ «ὑπέρ-Ἐκκλησία» (§
7), τό μόνον τό ὁποῖον ἀναγνωρίζει εἰς αὐτό εἶναι ἡ δυνατότης νά φέρῃ
εἰς ἐπικοινωνίαν τάς διαφόρους Ὁμολογίας καί Παραδόσεις καί νά προωθῇ
τόν διάλογον μεταξύ αὐτῶν μέ σκοπόν τήν μελέτην καί συζήτησιν τῶν
ζητημάτων ἐκείνων, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦν τήν χριστιανικήν ἑνότητα (§ 7),
καί τά ὁποῖα θεωρεῖ ὅτι δέν εἶναι μόνον ζητήματα θεολογικῶν συμφωνιῶν
ἀλλά καί συμπτώσεως, θέσεων καί ἀπόψεων, διά τά γενικότερα προβλήματα,
τά ἀπασχολοῦντα τόν κόσμον καί τόν ἄνθρωπον κάθε ἐποχῆς (πρβλ. § 6).
Ἐπιπλέον εἰς τό παρόν Κείμενον
ἐπισημαίνονται καί ὁρισμέναι δυσκολίαι, αἱ ὁποῖαι ἀνεφύησαν κατά τήν
Στ΄ Γενικήν Συνέλευσιν, ἐν Vancouver τοῦ Καναδᾶ (1983) καί
ἐπεσημάνθησαν ὑφ’ ὁρισμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν-Μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε.,
παραλλήλως δέ, τονίζεται ὡς ἀπαραίτητος «μία οὐσιαστική Ὀρθόδοξος
μαρτυρία καί ἡ ἰδιαιτέρα αὐτῆς θεολογική συμβολή», ὡς «ἀναγκαῖαι …
προϋποθέσεις, αἱ ὁποῖαι θά παράσχουν εἰς τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τήν
δυνατότητα νά ἐνεργήσουν ἰσοτίμως πρός τά λοιπά μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., ἐπί τῇ
βάσει τῆς ἰδίας αὐτῶν ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητος, τοὐθόπερ δέν
συμβαίνει πάντοτε, λόγῳ τῆς τε δομῆς καί τῶν τῆς λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε.
διεπουσῶν διαδικασιακῶν ἀρχῶν», διό καί ἀπεφασίσθη ὅτι «πρέπει νά
γίνουν νέαι ἀναγκαῖαι ρυθμίσεις, ἐπί τῷ σκοπῷ ὅπως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
δυνηθῇ νά δώσῃ ἐντός τοῦ Συμβουλίου τήν μαρτυρίαν καί θεολογικήν αὐτῆς
συνεισφοράν, τήν ὁποίαν ἀναμένει ἐξ αὐτῆς τό Π.Σ.Ε., κατά τά ἤδη μεταξύ
αὐτοῦ καί τῶν Ὀρθοδόξων-Μελῶν αὐτοῦ συμπεφωνημένα (desiderata Σόφιας)»
(§ 11).
Εἰς τήν πορείαν αὐτήν καί πρός τελικήν
ἀξιοποίησιν τῶν ἀνωτέρω σημείων τοῦ Κειμένου, ὡς καί διά μίαν
δημιουργικήν συμβολήν καί μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δηλοῦται
ὅτι ἡ ὅλη λειτουργία τοῦ Π.Σ.Ε. ὠφείλει νά πραγματοποιεῖται ἐπί τῇ βάσει
τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως καί τῆς πίστεως (πρβλ. § 12).
Ἀνάλογαι προσπάθειαι καταβάλλονται καί
διά τήν συμμετοχήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τό πλαίσιον τῆς
Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις», ἔνθα ὀφείλουν αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι νά
ἀναζητήσουν τρόπους συντονισμοῦ τῶν προσπαθειῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἐν
ἀναφορᾷ πρός τά ἐκκλησιολογικά κριτήρια συμμετοχῆς ἐν τῷ διεξαγομένῳ
πολυμερεῖ θεολογικῷ διαλόγῳ. Πρός ὑλοποίησιν ὅλων τῶν ἀνωτέρω,
πανορθοδόξως ἀπεφασίσθη ὅπως προωθηθῶσιν τά desiderata τῆς Σόφιας (1981)
καί τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς (Special Commission) (2002) κείμενα, εἰς τά
ὁποῖα διαλαμβάνονται αἱ «ἀξιώσεις» τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἔναντι τοῦ
Π.Σ.Ε. καί τῆς συμμετοχῆς Tων εἰς αὐτό[2].
Ἀπαραίτητοι λοιπόν προσθῆκαι ἐπικαιροποιήσεως ἀποτελοῦν τά ὅσα desiderata τῆς Σόφιας καί τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς,[3]
θέσεις αἱ ὁποῖαι ἀφ’ ἑνός μέν τυγχάνουν πανορθοδόξου ἀναγνωρίσεως καί
ὁμοθύμου ἀποδοχῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀπηχοῦν ἀπολύτως τάς ἀρχάς τῆς
ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητος καί αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθοδοξίας, κυρίως ὡς
πρός τήν συμμετοχήν Της εἰς τούς διομολογιακούς αὐτούς διεθνεῖς
ὀργανισμούς. Διά τῶν παρόντων «ἀξιώσεων» (desiderata) : Ἐπετεύχθη ἡ
ἀναθεώρησις τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου διά τήν συμμετοχήν τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας εἰς τό Π.Σ.Ε., ἐπί τῇ βάσει τῶν ὀρθοδόξων προτάσεων ὡς πρός
τόν τρόπον λήψεως τῶν ἀποφάσεων ὁμοφώνως (consensus) κυρίως διά
κοινωνικά καί ἠθικά ζητήματα. Ἐπεσημάνθη ἡ ἰδιαιτέρα ἐκκλησιολογική
ταυτότης τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τόν σύγχρονον οἰκουμενικόν διάλογον καί
ἰδιαιτέρως ὡς πρός τάς θεολογικάς καί ἐκκλησιολογικάς διαφοράς καί
μάλιστα ἐν ἀντιδιαστολῇ πρός τάς διαφόρους Χριστιανικάς Παραδόσεις καί
Ὁμολογίας. Ἐτονίσθη ἡ ἀνάγκη ἀποφυγῆς κάθε μορφῆς συμπροσευχῆς καί
προσδιωρίσθη ὁ τρόπος συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων-Μελῶν εἰς τά ὄργανα
λήψεως ἀποφάσεων.
β) Εἰς τό δεύτερον Κείμενον «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον»
τονίζεται ἡ θετική θέσις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἔναντι τοῦ Διαλόγου
διά τήν ἑνότητα τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, ἐπί τῇ βάσει τῆς κοινῆς
παραδόσεως τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας (§ 3). Δύο παράγραφοι τοῦ Κειμένου (§§
6 καί 7) περιγράφουν τάς γενικάς μεθοδολογικάς ἀρχάς, ἐπί τῇ βάσει τῶν
ὁποίων δύνανται νά διεξάγωνται οἱ διμερεῖς Θεολογικοί Διάλογοι.
Συγκεκριμένως, τονίζεται, ὅτι «ἡ κατά τήν
διεξαγωγήν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ
εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων
διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς
χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ
πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν Διαλόγων. Ἐν
περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ
Θεολογικός Διάλογος συνεχίζεται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί
τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς
διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά
ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι», ἐνῷ ἐπισημαίνεται ὅτι, ὅταν τυγχάνει
ἀναγκαῖον, ἐξ αἰτίας τῆς ἑτερότητος τῶν θεολογικῶν προβλημάτων ἐφ’ ἑνός
ἑκάστου διμεροῦς Διαλόγου, εἶναι δυνατή καί ἡ ἀλλαγή τῆς ἀντιστοίχου
μεθοδολογίας. Εἶναι εὐνόητον λοιπόν ὅτι κατά τήν διεξαγωγήν τῶν
Θεολογικῶν Διαλόγων, κοινός πάντων σκοπός εἶναι ἡ τελική ἀποκατάστασις
τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος. Ὁπωσδήποτε ὅμως αἱ
ὑφιστάμεναι θεολογικαί καί ἐκκλησιολογικαί διαφοραί ἐπιτρέπουν ποιάν
τινα ἱεράρχησιν ὡς πρός τάς ὑφισταμένας δυσχερείας διά τήν πραγμάτωσιν
τοῦ πανορθοδόξως τεθειμένου σκοποῦ. Ἡ ἑτερότης τῶν προβλημάτων ἑκάστου
διμεροῦς Διαλόγου προϋποθέτει διαφοροποίησιν μέν τῆς τηρηθησομένης ἐν
αὐτῷ μεθοδολογίας ἀλλ’ οὐχί καί διαφοροποίησιν σκοποῦ, διότι ὁ σκοπός
εἶναι ἑνιαῖος εἰς πάντας τούς Διαλόγους.
Εἰς συνέχειαν τῶν ἀνωτέρω δύο παραγράφων
καί εἰς ἕξ ὑποενότητας, περιγράφονται οἱ ἀντίστοιχοι Διάλογοι μετά τῶν
Ἀγγλικανῶν, Παλαιοκαθολικῶν, Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν (ἤ
Ἀντιχαλκηδονίων), Ρωμαιοκαθολικῶν, Λουθηρανῶν, Μετερρυθμισμένων καί
τονίζονται τά ὑφιστάμενα ἰδιαίτερα θεολογικά προβλήματα, ὡς καί τά
ἰδιάζοντα στοιχεῖα, τά ὁποῖα προὐκάλεσαν καί τάς ἀντιστοίχους δυσκολίας
ἤ δυσχερείας εἰς τήν ὅλην πορείαν διεξαγωγῆς ἑνός ἑκάστου ἐξ αὐτῶν.
Ἐν τῷ συγκεκριμένῳ Κειμένῳ,
συνεκτιμῶνται μετ’ ἰδιατέρας εὐαισθησίας, ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἐκκλησιαστική
ἀξιολόγησις τῆς μελλοντικῆς πορείας τῶν συγκεκριμένων Διαλόγων ἀφ’
ἑτέρου δέ ἡ προοπτική αὐτῶν. Ἤδη ἔχουν ἀποδυναμωθεῖ αἱ προοπτικαί τοῦ
Θεολογικοῦ Διαλόγου μετά τῶν Ἀγγλικανῶν[4],
κατόπιν τῆς ἀποφάσεως περί τῆς χειροτονίας γυναικῶν εἰς τήν ἱερατικήν
καί χαρισματικήν ἱερωσύνην (1977, 2013 καί 2014), ἀνεκόπη ἡ ἀξιολόγησις
τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τοῦ Διαλόγου μετά τῶν Παλαιοκαθολικῶν[5],
κατόπιν τῆς εἰσαγωγῆς τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, εἰς ὁρισμένας
τοπικάς παλαιοκαθολικάς κοινότητας, καί τῆς υἱοθετήσεως τῆς μυστηριακῆς
διακονίας (Intercommunion), ἄνευ τῆς προϋποτειθεμένης «κοινωνίας ἐν τῇ
πίστει».
Εἰς πορείαν κριτικῆς ἀξιολογήσεως τῶν
ποιμαντικῶν καί λειτουργικῶν θεμάτων εὑρίσκεται ὁ Διάλογος μετά τῶν
Ἀντιχαλκηδονίων Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν[6], ἐνῶ σκιάζεται ὁ Διάλογος μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν[7],
τόσον ἐκ τῆς προσηλυτιστικῆς δράσεως τῆς Οὐνίας, ὅσον καί ἐκ τῆς
δυσκολίας κατανοήσεως λειτουργίας καί ἐφαρμογῆς τοῦ πρωτείου ἐν τοῖς
πλαισίοις τῆς Συνόδου καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν δομῶν.
Τέλος, ἐνῷ οἱ Διάλογοι μετά τῶν Λουθηρανῶν[8] καί τῶν Μετερρυθμισμένων[9]
εἶχον ἀνοίξει νέας προοπτικάς διά μίαν ἀναθεώρησιν τῶν βασικῶν
θεολογικῶν των θέσεων, περί Ἐκκλησίας καί ἱερῶν Μυστηρίων, ἡ εἰσαγωγή
τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν εἰς τό ἰδιότυπον αὐτῶν ἱερατεῖον,
ὑποβάθμισεν τάς προοπτικάς τῶν συγκεκριμένων Διαλόγων, παρά τάς
σημαντικάς θεολογικάς συγκλίσεις εἰς τά κοινά θεολογικά κείμενα, ὑπό τό
φῶς τῆς πατερικῆς παραδόσεως.
Γ. Εἰς τό Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐν Chambésy τῆς Γενεύης, ἐπραγματοποιήθη ἀπό 29ης Σεπτεμβρίου ἕως 4ης
Ὀκτωβρίου 2014, ἡ Α΄ Συνάντησις τῆς Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς διά
τήν Ἀναθεώρησιν τῶν Κειμένων τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων,
ἡ ὁποία ἠσχολήθη μέ τήν ἐπικαιροποίησιν (revision) τῶν ἀνωτέρω δύο
Κειμένων.
Εἰς τά πλαίσια τῆς ἐπικαιροποιήσεως τῶν
ἀπόψεων καί θέσεων ἐθεωρήθη ὀρθότερον ἡ ἑνοποίηση τῶν δύο Κειμένων, ἐνῶ
δέν ἐτέθησαν παράγραφοι τῶν δύο προηγουμένων Κειμένων, αἱ ὁποῖαι
ἀναφέρονταν εἰς τάς δράσεις καί εἰς τάς ἐνεργείας ἑνίων ὀργάνων, κυρίως
τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ὡς καί εἰς τήν περιγραφικήν
πορείαν τῶν διαφόρων Διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων. Ἡ ἀπάλειψις αὕτη
ἐγένετο διότι ἐθεωρήθησαν πλέον αἱ συγκεκριμέναι παράγραφοι ὡς ἁπλαί καί
μόνον ἱστορικαί ἀναφοραί, αἱ ὁποῖαι δέν προσέφερον τι τό σημαντικόν ὡς
πρός τήν μελλοντικήν θεώρησιν καί ἀξιοποίησιν πανορθοδόξως τοῦ νέου
Κειμένου.
Εἰς τό νέον ἑνοποιημένον Κείμενον, τό
ὁποῖον ἔτυχε τῆς ἐγκρίσεως καί τῆς ὑπογραφῆς τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς
Πανορθοδόξου Διασκέψεως (10-17 Ὀκτωβρίου 2015), ἐπρυτάνευσαν αἱ ἴδιαι
ἐκκλησιολογικαί καί θεολογικαί προϋποθέσεις, ἐτηρήθη ἡ ἀρχή τῆς
ὁμοφωνίας (consensus) καί κατεβλήθη προσπάθεια νά ἀποτυπωθῇ ἡ ὅλη
διαδικασία τῆς συμμετοχῆς τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τήν
Οἰκουμενικήν Κίνησιν καί εἰς τούς διμερεῖς Θεολογικούς Διαλόγους, ὡς
ὁμόθυμος ἀπόφασις καί ἔκφρασις τῆς καθολικῆς συνειδήσεως τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας καί ἐκφράσεως τῆς πανορθοδόξου ἑνότητος.
Σημαντικαί τυγχάνουν ὅλαι αἱ
προαναφερθεῖσαι θέσεις περί τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
διά τήν συμμετοχή Της εἰς τούς διμερεῖς Θεολογικούς Διαλόγους καί εἰς
τήν λεγομένην Οἰκουμενικήν Κίνησιν, καί αἱ ὁποῖαι ἀπετέλεσαν τήν
θεολογικήν βάσιν, ἐνῶ υἱοθετήθησαν ἐπιπλέον καί νέαι παράγραφοι λίαν
σημαντικαί, αἱ ὁποῖαι ἐπιβεβαιώνουν πανορθοδόξως θέσεις, αἱ ὁποῖαι κατά
τό παρελθόν εἴτε ἀμφισβητοῦντο, εἴτε καί παραθεωροῦντο.
Οὕτω:
α) Καθωρίσθη οὐχί μόνον ὁ τρόπος
ἀποχωρήσεως μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας μεμονωμένης ἔκ τινος συγκεκριμένου
Διαλόγου ἀλλά καί ἡ δυνατότης διακοπῆς αὐτοῦ ὡς καί ἡ ἀλλαγή τῆς
μεθοδολογίας αὐτοῦ ἤ ἡ ἐπαναξιολόγησις αὐτοῦ, ἐφ’ ὅσον τυγχάνει
ἀναγκαῖον διά λόγους σοβαρούς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικούς
ἤ ἠθικῆς φύσεως. Αὕτη περιγράφεται ὡς μία διαδικασία πανορθοδόξου
ἀποφάσεως, ἐκκινοῦσα μέ τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
καί κατόπιν «ὁμοφώνου συναινέσεως» τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (§
10).
β) Ἐτέθησαν τά κανονικά κριτήρια (καν. 7ος τῆς Β΄ καί 95ος
τῆς Πενθέκτης) ὡς πρός τήν προοπτικήν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν
(§ 20). Διά τῆς παρούσης παραγράφου προσδιορίσθησαν πανορθοδόξως τά
ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί
Ὁμολογιῶν, δέν ἀμφισβητήθη ἡ ὕπαρξις αὐτῶν καί «κατ’ οἰκονομίαν»
ἀνεγνωρίσθη, τό συμφώνως πρός τήν κανονικήν παράδοσιν, ὑποστατόν καί
ἔγκυρον τοῦ βαπτίσματος. Οὕτως ἐνισχύεται ἡ ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς
οἰκονομίας, ὡς ἔκφρασις φιλανθρώπου διαθέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ἔναντι τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν ἐνῶ ἀτονεῖ ἡ ἀρχή
τῆς ἀκριβείας.
γ) Ἐτονίσθη, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό
ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας
Ὀρθοδοξίας», διότι θεωρεῖ ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου
πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον
ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀποτελεῖ τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί
τῶν θεμάτων πίστεως» (§ 22). Θέσις ἡ ὁποία ἀπορρέει ἐκ τῆς κανονικῆς
παραδόσεως (καν. 6ος Β΄ Οἰκ. Συνόδου) καί τῆς πατερικῆς διδασκαλίας (πρβλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολαί LXXII, PG 77, 344D-345B).
Κατόπιν ὅλων τῶν ἀνωτέρω ἐπιβεβαιοῦται
ὅτι αἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν
Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν ὡς αὗται καθορίζονται καί περιγράφονται εἰς τό
πανορθοδόξως ἐγκριθέν κείμενον τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου
Διασκέψεως (Chambésy), 10-17 Ὀκτωβρίου 2015), τονίζουν, στηρίζουν,
καλλιεργοῦν καί ἀναπτύσσουν τόν διάλογον, ἐπί τῇ βάσει τῶν περιγραφεισῶν
ἀρχῶν, τάς ὁποίας ἡ μακραίων παράδοσις τῆς Ἀρχεγόνου Ἐκκλησία ἔθεσεν
διαχρονικῶς, θεωροῦσα, ὅτι «ὅτε διΐστανται τινες ἀλλήλων καί οὐ χωροῦσι
πρός λόγους, δοκεῖ μείζων εἶναι καί ἡ μεταξύ τούτων διαφορά˙ ὅτε δ’ εἰς
λόγους συνέλθωσιν καί ἑκάτερον μέρος νουνεχῶς ἀκροάσηται τά παρ’
ἑκατέρου λεγόμενα, εὑρίσκεται πολλάκις ὀλίγη ἡ τούτων διαφορά»[10]
Δ. Διό καί καλούμεθα νά ἀπαντήσωμεν εἰς δύο ἐρωτήματα:
α) Ἡ μελλοντική συνέχισις ὅλων τῶν
προαναφερθέντων διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, πέραν τῶν ὅσων προβλημάτων,
ὑπηρετεῖ ὡς ἐπιδιωκόμενον τόν ἀρχικόν σκοπόν των;
β) Ὑπῆρξεν κάτι θετικόν ἐκ τῆς μέχρι
σήμερον πορείας συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον
οἰκουμενικόν διάλογον καί εἰς τούς διμερεῖς Θεολογικούς Διαλόγους;
Εἰς τήν καταφατικήν ἀπάντησιν ὁδηγούμεθα:
α) Ἐκ τῆς προσφερθείσης δυνατότητος καί διευκολύνσεως τῆς ἀκτινοβολίας
τῆς ὀρθοδόξου μαρτυρίας εἰς τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, καί β) Ἐκ
τῆς ἀναθεωρήσεως πολλῶν ἐκ τῶν παραδόσεων τῆς Δύσεως ὑπό τό φῶς τῆς
πατερικῆς παραδόσεως καί τῆς μυστηριακῆς ἐμπειρίας τῆς πρώτης χιλιετίας
τοῦ κοινοῦ, δηλαδή ἱστορικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰς τό σημεῖον τοῦτον ἐπιγραμματικῶς καί
μόνον θά ἤθελον νά ἀναφέρω ὁρισμένας ἐκ τῶν γενομένων ἀναθεωρήσεων. Ἡ
ἀποδοχή τῆς κυριλλείου ἑρμηνείας καί διδασκαλίας ἐπί τοῦ γενικοτέρου
χριστολογικοῦ ζητήματος, εἰς τόν Διάλογον μετά τῶν Προχαλκηδονίων
Ἐκκλησιῶν. Ἡ υἱοθέτησις τῆς εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας, ὡς βάσεως διά
τήν θεολογικήν καί ἐκκλησιολογικήν κατανόησιν τῶν θεμάτων εἰς τόν
Διάλογον μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν (Κείμενο Μονάχου, Νέου Βαλάμου καί
Ραβέννας). Ἡ ἀναγνώρισις ὑπό τοῦ Π.Σ.Ε. τῆς τριαδολογικῆς καί
χριστολογικῆς διδασκαλίας ὡς προϋποθέσεως καταστάσεως μέλους εἰς αὐτό,
καί ἡ υἱοθέτησις τοῦ Συμβόλου Νικαίας – Κων/πόλεως ἄνευ τοῦ filioque, ὡς
βάσεως ὁμολογιακῆς συγκλήσεως. Τέλος ἡ κατανόηση τῶν χαρισματικῶν
μυστηριακῶν καί εὐχαριστιακῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας ὑπό ὁρισμένων
προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν δέν δύναται νά μήν ἀξιολογηθεῖ θετικῶς ἤ νά
παραμείνῃ ἀπαρατήρητος.
Διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὁ διάλογος
ὑπῆρξε πάντοτε καί παραμένει οὐσιαστικόν καί ἀναπαλλοτρίωτον στοιχεῖον
τόσον τῆς σωτηριολογικῆς αὐτῆς ἀποστολῆς, ἐπί τῷ τέλει τῆς ἐπιστροφῆς
τῶν σχισματικῶν καί τῶν αἱρετικῶν εἰς τούς κόλπους Αὐτῆς, ὅσον καί τῆς
ποιμαντικῆς εὐθύνης Της, διό καί ἀκραδάντως ὁμολογεῖ καί κηρύττει ὅτι
ἐν τῇ αὐτοσυνειδησίᾳ Αὐτῆς ἀποτελεῖ τήν αὐθεντικήν συνέχειαν τῆς Μιᾶς,
Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί τήν κιβωτόν σωτηρίας διά
τούς ἐγγύς καί τούς μακράν.
Ἡ ἔκφρασις αὕτη τῆς ἐκκλησιολογικῆς
αὐτοσυνειδησίας ὡς κύριον κριτήριον ἑκάστου Διαλόγου προσδιορίζει καί τά
ὅρια τῆς θεολογικῆς εὐθύνης ἀφ’ ἑνός μέν τῶν ὁριζομένων ὑπό τῶν κατά
τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ὀρθοδόξων Μελῶν τῶν Μεικτῶν Θεολογικῶν
Ἐπιτροπῶν ἤ καί τῶν πολυμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἐν τοῖς πλαισίοις τῆς
συγχρόνου Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς ἀμειώτου ὀφειλετικῆς
μερίμνης τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διά τῆς παρακολουθήσεως
καί τῆς ἀξιολογήσεως τῶν προειρημένων Διαλόγων, μετ’ ἰδιαιτέρας μάλιστα
κριτικῆς διαθέσεως, οὐχί μόνον ἐν τῷ ἐπιπέδῳ τῶν ἁρμοδίων συνοδικῶν
ὀργάνων κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί ὑπό τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων,
διό καί τό θέμα τῶν διμερῶν καί πολυμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἐνετάχθη
εἰς τό θεματολόγιον τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς
Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τό σημεῖον αὐτό εἶναι ἀναγκαῖον νά
τονίσωμεν ὅτι ἡ «Ὀρθοδοξία» ὡς ἰδιότης τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ὑπόθεσις
μεμονωμένων ἀτόμων οὔτε τοποθετεῖται ἐκτός καί ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, ὡς
ρυθμιστικός κανών τῆς ζωῆς καί τῆς σκέψεώς Της, ἀλλά ταυτίζεται μέ τήν
Ἐκκλησίαν, ἀποτελοῦσα συστατικόν τῆς ταυτότητός Της, διό καί βιοῦται
μόνον ἐν κοινωνίᾳ μέ τήν Ἐκκλησίαν, γεγονός τό ὁποῖον σημαίνει ἐν
προκειμένῳ πλήρη ἀποδοχήν τῶν πανορθοδόξως εἰλημένων ἀποφάσεων ἐκ μέρους
τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ἄλλως ἐμφωλεύει ὁ κίνδυνος ἀταξίας καί σχισμάτων
ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γεγονότα τά ὁποῖα τραυματίζουν θανασίμως τήν
ἑνότητά Της. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς αὐτοσυνειδησίας Της, ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία ταυτίζεται πρός τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν
Ἐκκλησίαν, καί οὐχί ὑπό μίαν ἔννοιαν ἱδρυματικῆς ἤ θεσμικῆς
ἀποκλειστικότητος ἤ ἰδεολογικῆς ἐπιβολῆς. Διό καί ὀρθῶς ἐτονίσθη, ὑπό
τοῦ Ἐλλογ. Καθηγ. Γεωργίου Μαρτζέλου, ὅτι ἐπί τῇ βάσει τῆς παρούσης
ἐκκλησιολογικῆς βάσεως καί οἱ συμμετέχοντες ἐξ ὀνόματος τῶν κατά τόπους
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τούς Θεολογικούς Διαλόγους καί εἰς τήν
Οἰκουμενικήν Κίνησιν, εἴτε κληρικοί εἴτε λαϊκοί, δέν ἐνεργοῦν ὡς
μεμονωμένα πρόσωπα, ἀλλά κατ’ ἐντολήν τῶν Ἐκκλησιῶν των ἐκφράζοντες τό
ἐκκλησιαστικόν καί οὐχί τό ἀτομικόν αὐτῶν φρόνημα, τό δέ ἐκκλησιαστικόν
φρόνημα ἐξεφράσθη ἀλλά καί ἐκφράζεται ἐπί τῇ βάσει πανορθοδόξων
ἀποφάσεων ὡς πρός τήν συμμετοχήν καί ἐπί τῇ βάσει τῆς παραδόσεως ὡς πρός
τό περιεχόμενον τῆς διδασκαλίας. Δι’ αὐτό καί ἐνημερώνουν τάς Συνόδους
τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τάς ὁποίας ἐκπροσωποῦν διά τήν
πορεία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἤ διά τάς περαιτέρω προοπτικάς των,
ὑποβάλλοντας εἰς τάς Συνόδους τῶν Ἐκκλησιῶν των πρός ἔγκρισιν τά Κοινά
Κείμενα, τά ὁποῖα συντάσσονται καί γίνονται ἀποδεκτά ὑπό τῶν Μεικτῶν
Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν, εἰς τά πλαίσια τῶν Διαλόγων, εἰς αὐτάς δέ
ἐναπόκειται, ὡς τάς μόνας ἁρμοδίας νά ἀποφανθῶσιν διά τήν συνέχισιν ἤ
τήν διακοπήν τοῦ Διαλόγου. Ἄνευ τῆς συνοδικῆς ἐγκρίσεως ἤ ἀποφάσεως τῶν
κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν οὐδέν θεολογικόν κείμενον καί οὐδεμία
ἀπόφασις τῶν συμμετεχόντων ἐξ ὀνόματος τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν εἰς τούς
Θεολογικούς Διαλόγους δέν ἔχει ἐκκλησιαστικόν κῦρος.
Ἐξ αὐτῆς ταύτης τῆς ὀφειλετικῆς μερίμνης
καί μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἀνάγκη, ἐκτός τῶν ἤδη
ἀναφερομένων προβλημάτων, δυσχερειῶν καί ζητημάτων ἐφ’ ἑνός ἑκάστου
Διαλόγου, νά ἐπισημανθῶσιν τόσον αἱ νεοφανεῖς ἀποκλίσεις, αἱ ὁποῖαι
ἐπιτείνουν ἔτι μᾶλλον τήν σοβαρότητα τῶν διαπιστωμένων θεολογικῶν
διαφορῶν τῶν διαφόρων χριστιανικῶν παραδόσεων καί ὁμολογιῶν, ὅσον καί αἱ
τραυματικαί ἐμπειρίαι τῶν ἱστορικῶν σχέσεών των.
Ἡ ὁμολογιακή ὅμως ἐσωστρέφεια πολλῶν
χρόνων, εἰς τήν λειτουργίαν τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων, ἡ ὁποία
ἐκφράζεται μέ μίαν συστηματικήν ἔλλειψιν ἐνημερώσεως τόσο τῶν κληρικῶν,
κάθε βαθμοῦ, ὅσο καί τοῦ ποιμνίου, δέν ὡδήγησεν δυστυχῶς εἰς μίαν
νηφάλιαν ἀξιολόγησιν τῶν θετικῶν συνεπειῶν τῆς ὑπευθύνου αὐτῆς
προβολῆς τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως πρός τούς ἐγγύς καί τούς μακράν, ἐπί
σκοπῷ τήν θεραπείαν τῶν ὁμολογιακῶν ἀποκλίσεων καί ἀγκυλώσεων τῶν
διαφόρων παραδόσεων τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως, ὡς καί τήν
ἐπιβεβαίωσιν τοῦ διαχρονικοῦ κύρους τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, διό καί
κατά καιρούς ἐμφανίζονται δικαιολογημέναι διαμαρτυρίαι, ἐνστάσεις,
ὑποψίαι ἤ καί ἀντιδράσεις περί τῆς ὀρθῆς ἤ μή πορείας καί τῆς
ἀναγκαιότητος τῶν προειρημένων διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων.
Ἀλλά καί ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτήν δέν
ἐζημιώθη ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀλλά μᾶλλον ἐνισχύθη ἡ παρουσία καί
ἀνεγνωρίσθη ἡ συμβολή Της, αἱ δέ εὐκαίρως ἀκαίρως διατυπούμεναι
μεμονωμέναι ἐπικρίσεις, οὔτε ἀμαύρωσαν εἰς τό σύνολό της τήν
ποιμαντικήν εὐθύνην τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, οὔτε υἱοθετοῦνται ὑπό
συνόλου τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, διό καί συνεχίζεται ἡ
συμμετοχή τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τά δρώμενα καί
γενόμενα εἰς τόν χῶρον τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί τῶν διμερῶν
Θεολογικῶν διαλόγων, καθότι μόνον ὁ «Διάλογος τῆς Ἀληθείας», εἰς τά
πλαίσια τῆς Ἀγάπης θά μᾶς ἐλευθερώσει καί θά μᾶς ὁδηγήση εἰς τήν
πραγματικήν κοινωνίαν τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί τήν ἑνότητα τοῦ
Χριστιανικοῦ κόσμου.
[1]. Διά μίαν εὐσύνοπτον ἀλλά καί οὐσιαστικήν παρουσίασιν ὅλης τῆς προετοιμασίας τῆς Συνόδου, βλ. Παν. Νέλλα, Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Σκέψεις γιά μιά θεολογική θεώρηση καί προετοιμασία της, Θεσσαλονίκη 1972. Ἀντ. Παπαδοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔναντι θεμάτων πανορθοδόξου ἐνδιαφέροντος κατά τόν εἰκοστόν αἰῶνα, Θεσσαλονίκη 1975. Δαμασκηνοῦ, Μητροπολίτου Ἑλβετίας, Πρός τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον. Προβλήματα καί Προοπτικαί, Ἀθῆναι 1990.
[2]. Πρβλ. Saben Todor, The Sofia Consultation-Orthodox Involvement in the World Council of Churches, Genova, wcc, 1982. Μητροπολίτου Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβροσίου – Γ. Γαλίτη, «Ἔκθεσις τοῦ ἐν Γενεύῃ ἀπό 26ης Αὐγούστου ἕως 3ης Σεπτεμβρίου συνελθούσης Συνελεύσεως τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», ἐν ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Π΄ (2003), σελ. 6-10. Πρωτ. Στεφάνου Ἀβραμίδη, «Οἱ ἀξιώσεις
(desiderata) τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου
Ἐκκλησιῶν», ἐν ΠΒ΄ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (2005), σελ. 302-312. Ἀν. Βασιλειάδου, Ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό ΠΣΕ ὑπό τό φῶς τῶν Ἀποφάσεων τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς. Τό ἱστορικό καί ἡ θεματολογία τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τή συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό ΠΣΕ,
Θεσσαλονίκη 2005. Διά τό ἔργον τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς (Special
Commission), βλ. Μεγ. Πρωτ. Γεωργίου Τσέτση, «Εἰσαγωγή στή «Special
Commission». Οἱ ἀπαρχές καί τό ἔργο τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν
Ὀρθόδοξη συμμετοχή στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἐν Θεολογικές
Σπουδές καί Οἰκουμένη, μέ εἰδική ἀναφορά στή συμμετοχή τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας στούς διαχριστιανικούς διαλόγους καί τό μέλλον τους
(ἐπιμ. Βασ. Σταθοκώστα), Ἀθήνα 203, σελ. 63-70. Γεωργ. Λαιμοπούλου,
«Εἰδική Ἐπιτροπή (Special Commission) γιά τήν Ὀρθόδοξη συμμετοχή στό
Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν : Mία θεολογική ἐκτίμηση τῶν ἐπιμέρους
ζητημάτων της», Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 94-107.
[3].
Διά τό Τελικόν Κείμενον τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς (Special Commission) ὡς
πρός τήν συμμετοχήν τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τό Π.Σ.Ε. εἰς τήν ἑλληνικήν
γλῶσσαν, βλ. Ὀρθόδοξη Θεολογία καί Οἰκουμενικός Διάλογος, ἐπιμ. Π. Βασιλειάδης, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2005, σελ. 207-270.
[4].
Βλ. Βασ. Σταθοκώστα, «Ὁ θεολογικός διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ἀγγλικανῶν
στόν 20ό αἰῶνα. Ἀφορμή γιά προβληματισμό γιά τό παρόν καί τό μέλλον τῶν
διμερῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδοξίας», ἐν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
ΜΕ΄ (2010), σελ. 443-463. Τῆς ἰδίας, «Relations between the Orthodox
and the Anglicans in the Twentieth century : A Reason to Consider the
Present and the Future of the Theological Dialogue», ἐν Ecclesiology 8 (2012), σελ. 350-374.
[5]. Γρ. Λιάντα, Ὁ διμερής θεολογικός διάλογος Ὀρθοδόξων καί Παλαιοκαθολικῶν, Θεσσαλονίκη 2000.
[6].
Πρβλ. Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδη, «Ἀξιολογήσεις καί προοπτικαί τοῦ
διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν
Ἐκκλησιῶν», ἐν ΘΕΟΛΟΓΙΑ 51 (1980), σελ. 22-48, 222-247. Ἀνδρ.
Παπαβασιλείου, Κριτική ἀποτίμηση τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μέ τούς
Ἀντιχαλκηδόνιους, Λευκωσία 2015.
[7].
Γερασίμου Κονιδάρη, «Περί τήν Διορθόδοξον Ἐπιτροπήν τῆς Γενεύης (1968)
καί τάς προϋποθέσεις τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου τῆς Ἀληθείας μεταξύ τῆς
Καθολικῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας [Ἡ μεθόδευσις τοῦ
Θεολογικοῦ Διαλόγου μετ’ ἀνεκδότων ἐγγράφων]», ἐν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Κ΄ (1975), σελ. 329-402. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου Περιστερίου, Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός. Ὁ ἀρξάμενος θεολογικός διάλογος, Ἀθήνα 1981. Γρ. Λιάντα, Διορθόδοξος
Διακονία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
καί ἡ συμβολή τῶν δύο Ἐκκλησιῶν στούς διμερεῖς θεολογικούς διαλόγους μέ
τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί τήν Ἐκκλησία τῶν Παλαιοκαθολικῶν, Θεσσαλονίκη 2005. Χρυσοστόμου Σαββάτου, Μητροπολίτου Μεσσηνίας, «Θεολογική προσέγγιση τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας», ἐν ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΠΣΤ΄(2009), σελ. 544-548. Ἀρχιμ. Ἀποστόλου Καβαλιώτη, Ὁ διμερής
Οἰκουμενικός Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν ὑπό τήν
πραγματικότητα τῶν δυσχερειῶν τῆς οὐνίας καί τοῦ πρωτείου, Ἀθήνα 2014.
[8].
Διακόνου Θεοδώρου Μεϊμάρη, «Ἀξιολόγησις καί προοπτικαί τοῦ 30ετοῦς
Διεθνοῦς Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Λουθηρανῶν (1981-2011)», ἐν ΘΕΟΛΟΓΙΑ 83 (2013), σελ. 185-222.
[9]. Πρβλ. Χρυσοστόμου Καλαϊτζῆ, Μητροπολίτου Μύρων, Περί
τάς διμερεῖς θεολογικάς συναντήσεις μεταξύ θεολόγων τοῦ Οἰκ.
Πατριαρχείου καί τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας τῆς Γερμανίας ἐν ὄψει τῆς Ζ΄
ἀναλόγου συναντήσεως, Ἐν Καβάλᾳ 3-11 Ὀκτωβρίου 1984, Ἀθῆναι 1986.
[10].
Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐν Συλβέστρου Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα,
v, 28, ἔκδ. V. Laurent, Les «mémoires» du Grand Ecclésiarque de l’
Eglise de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le Concile de Florence
(1438-1439), volix, Roma 1971, σελ. 282.
auth.gr
ΣΧΟΛΙΟ: Eδώ υπάρχει μόνον μία εκκλησία, αναβαθμισμένη σέ εκκλησιολογία, δηλ. αυτονομημένη, ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ. ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΘΕΟΣ. Η οποία υφίσταται τήν απαραίτητη νοησιαρχική επεξεργασία γιά νά χωρέσει στό ΠΣΕ καί στόν διάλογο τών θρησκειών, πού προωθούνται παράλληλα μέ τήν ένωση τών εκκλησιών. ΕΔΩ Η ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΣ.
Κάποιος πάει σέ ράφτη γιά κουστούμι, ο οποίος παίρνει τά μέτρα γιά νά κόψει καί νά ράψει καί τού κλείνει τό πρώτο ραντεβού. Τά μέτρα όμως δέν ήταν ακριβή αλλά επειδή τό ύφασμα είχε ήδη κοπεί, μέ αποφασιστικότητα τού λέει: γιά σήκωσε λίγο τόν δεξί ώμο, χαμήλωσε τόν αριστερό, σκύψε λίγο μπρός, γύρε τήν μέση λίγο δεξιά. Τέλεια αναφωνεί, έλα τήν επόμενη φορά νά τό πάρεις. Πάει ο άνθρωπος, τό φοράει, τού θυμίζει τίς κινήσεις καί ότι δέν πρέπει νά τίς ξεχνάει όταν τό βάζει, πληρώνει καί φεύγει. Στό δρόμο συναντάει μιά παρέα μαθητές οι οποίοι όταν τόν βλέπουν αναφωνούν: ΜΠΡΑΒΟ ΚΟΥΣΤΟΥΜΙ Ο ΣΑΚΑΤΗΣ.
Αυτή τήν εκκλησία ετοιμάζουν νά μάς φορέσουν οι ψυχανώμαλοι. Μέ γειά μας. Υπακοή στήν εκκλησία τού Βαρθολομαίου πάνω απ' όλα.
Αμέθυστος
ΣΧΟΛΙΟ: Eδώ υπάρχει μόνον μία εκκλησία, αναβαθμισμένη σέ εκκλησιολογία, δηλ. αυτονομημένη, ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ. ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΘΕΟΣ. Η οποία υφίσταται τήν απαραίτητη νοησιαρχική επεξεργασία γιά νά χωρέσει στό ΠΣΕ καί στόν διάλογο τών θρησκειών, πού προωθούνται παράλληλα μέ τήν ένωση τών εκκλησιών. ΕΔΩ Η ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΣ.
Κάποιος πάει σέ ράφτη γιά κουστούμι, ο οποίος παίρνει τά μέτρα γιά νά κόψει καί νά ράψει καί τού κλείνει τό πρώτο ραντεβού. Τά μέτρα όμως δέν ήταν ακριβή αλλά επειδή τό ύφασμα είχε ήδη κοπεί, μέ αποφασιστικότητα τού λέει: γιά σήκωσε λίγο τόν δεξί ώμο, χαμήλωσε τόν αριστερό, σκύψε λίγο μπρός, γύρε τήν μέση λίγο δεξιά. Τέλεια αναφωνεί, έλα τήν επόμενη φορά νά τό πάρεις. Πάει ο άνθρωπος, τό φοράει, τού θυμίζει τίς κινήσεις καί ότι δέν πρέπει νά τίς ξεχνάει όταν τό βάζει, πληρώνει καί φεύγει. Στό δρόμο συναντάει μιά παρέα μαθητές οι οποίοι όταν τόν βλέπουν αναφωνούν: ΜΠΡΑΒΟ ΚΟΥΣΤΟΥΜΙ Ο ΣΑΚΑΤΗΣ.
Αυτή τήν εκκλησία ετοιμάζουν νά μάς φορέσουν οι ψυχανώμαλοι. Μέ γειά μας. Υπακοή στήν εκκλησία τού Βαρθολομαίου πάνω απ' όλα.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου