Συνέχεια από: Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
Μέρος Δεύτερο
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
Κεφάλαιο 8
Η ΠΑΥΛΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΟΛΟΓΙΑ
8.3. ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΠΑΥΛΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΟΛΟΓΙΑΣ
H χριστιανική πνευματικότητα αναμφίβολα προσδιορίζεται από τη διδασκαλία, τη ζωή και το έργο του Χριστού. Η διδασκαλία, όμως, και κυρίως η ζωή και το έργο του Χριστού, δεν μπορούν να κατανοηθούν σωστά χωρίς αναφορά στις εσχατολογικές προσδοκίες του ιουδαϊσμού.[ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΤΙ ΕΓΙΝΕ;ΦΥΣΗΞΕ ΑΕΡΑΚΙ;] Χωρίς να μπαίνουμε στις λεπτομέρειες του πολύπλοκου προβλήματος της ιουδαϊκής εσχατολογίας, θα μπορούσαμε πολύ συνοπτικά να πούμε πως αυτή συνυφαίνετο γύρω από την προσδοκία της έλευσης ενός Μεσσία, ο οποίος στις «έσχατες» μέρες της Ιστορίας (που εμείς οι θεολόγοι ονομάζουμε «Έσχατα») θα εγκαθιστούσε τη βασιλεία του, συγκαλώντας σε ένα τόπο το διασκορπισμένο και καταταλαίπωρο λαό του Θεού προκειμένου να αποτελέσει μια ενότητα γύρω από το πρόσωπό του. Είναι χαρακτηριστική η διατύπωση του κατά Ιωάννην ευαγγελίου για το ρόλο αυτό του Μεσσία στους στίχ. 11,51-52. Εκεί ο συγγραφέας ερμηνεύοντας τη ρήση του ιουδαίου αρχιερέα υποστηρίζει ότι «ἐπροφήτευσεν ὅτι ἔμελλεν Ἰησοῦς ἀποθνῄσκειν ... οὐχ ὑπέρ τοῦ ἔθνους μόνον ἀλλ' ἵνα καί τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπησμένα συναγάγη εἰς ἕν» 26. Με τους διάφορους μεσσιανικούς τίτλους που επιλεκτικά χρησιμοποίησε για τον εαυτό του, όπως τουλάχιστο δείχνουν οι μαρτυρίες της αρχαιότερης χριστιανικής παράδοσης («υἱός τοῦ ἀνθρώπου», «παῖς Θεοῦ» κλπ., που οι περισσότεροι είχαν αρχικά συλλογική σημασία, εξ ού και η χριστολογία της corporate personality), τη διδασκαλία του που συνοψίζεται στις παραβολές της βασιλείας, ότι δηλ. με την έλευσή του εγκαινιάστηκε ήδη ο καινούριος κόσμος της Βασιλείας του Θεού (πρβλ. επίσης και το βαθύτερο νόημα της Κυριακής Προσευχής27), και κυρίως με τις συνειδητές ενέργειές του (εκλογή των δώδεκα κλπ.), ο Χριστός ταυτίστηκε με εκείνον τον Μεσσία των Εσχάτων που θα αποτελούσε το κέντρο της συνάξεως του διασκορπισμένου λαού του Θεού.[ΠΗΡΕ ΜΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΑ.Ο ΚΑΙΑΦΑΣ ΣΑΝ ΤΙΣ ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ, ΕΙΔΕ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ. ΔΙΟΤΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ. ΕΙΧΑΝ ΒΟΛΕΥΤΕΙ ΣΑΝ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, ΟΠΩΣ ΣΗΜΕΡΑ, ΚΛΗΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ. ΔΙΟΤΙ Ο ΑΓΟΥΡΙΔΗΣ ΣΑΝ ΑΛΛΟΣ ΚΑΙΑΦΑΣ ΤΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ]
Με βάση αυτήν ακριβώς τη ριζοσπαστική εσχατολογική διδασκαλία του Ιστορικού Ιησού περί Βασιλείας του Θεού (που όπως απέδειξε η σύγχρονη βιβλική έρευνα κινείται διαλεκτικά ανάμεσα στο «ἤδη» και το «οὕπω», άρχισε δηλαδή ήδη στο παρόν αλλά στην τελική της αυθεντική μορφή θα ολοκληρωθεί στα Έσχατα) αναπτύχθηκε η εκκλησιολογική διδασκαλία της Πρώτης Εκκλησίας. Από τα παύλεια, ιωάννεια, λουκάνεια κλπ. κιόλας έργα η διδασκαλία αυτή αντικατοπτρίζεται στις εκκλησιολογικές εικόνες περί Σώματος του Χριστού ή της Αμπέλου με τις κληματόβεργες, και κυρίως της ενότητας της Εκκλησίας.[ΟΛΗ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΛΟΙΠΟΝ ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΒΡΑΙΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ! ΦΟΒΕΡΟΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΑΠΛΩΣ ΔΕΝ ΠΡΟΦΘΑΣΕ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ. ΒΡΗΚΕ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ] Ιδιαίτερα στον Απόστολο Παύλο είναι έντονη η πεποίθηση ότι όσοι πίστεψαν στον Χριστό ενσωματώθηκαν διά του βαπτίσματος στο σώμα Του, αποτελώντας με τη Θ. Ευχαριστία το συνηγμένο επί το αυτό λαό του Θεού. Στο Δ´ Ευαγγέλιο ερμηνεύεται περισσότερο η ριζοσπαστική αυτή εσχατολογική διδασκαλία, περί ενότητας δηλαδή του λαού του Θεού γύρω από τον Χριστό και ενσωματώσεώς του στο σώμα Του, με ειδική αναφορά στην Ευχαριστία, μολονότι από την περίοδο της προφορικής παράδοσης υπήρχαν σαφείς ενδείξεις για κάτι τέτοιο, όπως μαρτυρούν οι διηγήσεις του πολλαπλασιασμού των άρτων, τα ιδρυτικά της Θ. Ευχαριστίας λόγια28 κλπ.
Η ουσιαστικότερη, εντούτοις, συμβολή της αρχέγονης χριστιανικής Θεολογίας στην εξέλιξη της ιουδαϊκής μεσσιανικής εσχατολογίας[Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΟΙΠΟΝ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΗΝ ΚΑΜΠΑΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΡΑ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΕΡΜΗΝΕΥΕΤΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΕΛΗ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΣΠΑΡΑΣΣΟΥΝ ΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΣΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ] συνίσταται στην κοινή πεποίθηση όλων σχεδόν των Θεολόγων της Πρώτης Εκκλησίας, που εμφανέστερα όμως και εντονότερα υπογραμμίζει ο Λουκάς, ότι με την Ανάσταση του Χριστού και κυρίως την Πεντηκοστή, τα Έσχατα έχουν ήδη εισβάλει στην ιστορία, ότι η μεσσιανική εσχατολογική κοινότητα γίνεται απτή πραγματικότητα όσες φορές η Εκκλησία, ο νέος Ισραήλ, ο διασκορπισμένος λαός του Θεού, συνέρχεται «επί το αυτό», σε έναν τόπο, κυρίως για να τελέσει τη Θ. Ευχαριστία.
Η πνευματικότητα, λοιπόν, που απορρέει από τη συνειδητοποίηση της εσχατολογικής ταυτότητας της Εκκλησίας έχει δυναμικό, ριζοσπαστικό και συλλογικό χαρακτήρα. Οι πιστοί καλούνται να γίνουν Άγιοι, όχι ως άτομα αλλ' ως συλλογική εκκλησιαστική οντότητα· ονομάζονται Άγιοι, [ΑΠΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. ΓΙΑΤΙ ΤΟΣΟΣ ΚΟΠΟΣ ΓΙΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΑΣΚΗΣΗ, ΠΡΟΣΕΥΧΗ. ΕΙΝΑΙ ΑΓΙΟΜΑΧΙΑ ΤΕΛΙΚΑ Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΑΤΟΜΙΚΗ ΣΩΤΗΡΙΑ, ΣΑΝ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΑΡΑ]γιατί ανήκουν στο εκλεκτό εκείνο λήμμα του λαού του Θεού· θεωρούνται «βασίλειο ιεράτευμα», γιατί όλοι ανεξαιρέτως (όχι μόνο κάποια ιδιαίτερη μεσιτική τάξη, όπως οι ιερείς, οι λευΐτες κλπ.) έχουν ιερή και πνευματική υπόσταση, επιτελούν εν διασπορά το έργο της ιερατικής τάξης, και καλούνται με το βίο και τα έργα τους να αποδειχτούν άξιοι της εκλογής τους29 καλούνται να οδεύσουν προς την ενότητα («ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν» Ιω 17,23), να αποβάλουν τα έργα του σκότους και να τελειωθούν, να γίνουν δηλ. Άγιοι, γιατί Αυτός που τους κάλεσε από το σκοτάδι στο φως, «ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι», Αυτός που τους έκανε από μη μέλη του λαού του Θεού σε πραγματικά μέλη της νέας εσχατολογικής κοινότητας (πρβλ. Α´ Πε 2,10 «οἵ ποτε οὐ λαός, νῦν δέ λαός τοῦ Θεοῦ») είναι Άγιος και τέλειος· «ἐγώ ἁγιάζω ἑμαυτόν, ἵνα ὦσιν καί αὐτοί ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ» (Ιω 17,19 πρβλ. επίσης Ματθ 5,48 παρ: «ἔσεσθε οὖν ἡμεῖς τέλειοι καθώς καί ὁ πατήρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος τέλειός ἐστιν»). Ιδιαίτερα στα ιωάννεια έργα είναι περισσότερο ευδιάκριτη η αντίληψη, ότι με την είσοδο των εσχάτων στην ιστορία όλες οι χαρακτηριστικές εκδηλώσεις του τέλους (η κρίση, η ανάσταση, η βασιλεία, επομένως και η αναμαρτησία) άρχισαν να ενεργούνται μυστικά στον κόσμο.30
Η αρχική αυτή οριζόντια ιστορική εσχατολογία, που προσδιορίζει την ταυτότητα της Εκκλησίας όχι από αυτό που είναι στο παρόν αλλά από αυτό που θα γίνει στα έσχατα, και σηματοδοτεί την πνευματικότητα και τον αγώνα του ανθρώπου για τελειότητα από τη δυναμική πορεία του λαού του Θεού ως συνόλου προς τα Έσχατα, συμπλέκεται από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής της Εκκλησίας με μια κάθετη και περισσότερο περσοναλιστική αντίληψη της σωτηρίας. Η πνευματικότητα αυτή έχει σημείο αναφοράς όχι τα Έσχατα, το Ω, αλλά τη δημιουργία, το Α, την Αρχή των όντων, την αρχική κατάσταση του ανθρώπου, την παραδείσια μακαριότητα που επικρατούσε αρχικά.[ΟΧΙ ΤΟ Α ΣΥΚΟΦΑΝΤΗ, ΤΟΝ ΑΛΦΑ]
Από την εποχή του Αποστόλου Παύλου βλέπουμε το γεγονός της ενανθρώπησης, αλλά και το σύνολο της Θ. Οικονομίας, να ερμηνεύεται ανάμεσα στα άλλα ως καταλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό (βλ. Ρωμ. 5). Με βάση τέτοιας μορφής βιβλικές ερμηνείες συναντούμε λίγο αργότερα τον Ειρηναίο να κάνει λόγο για «ανακεφαλαίωση»31, και τέλος τον Μ. Αθανάσιο να εκφράζει με θετικότερο τρόπο αυτή την αντίληψη λέγοντας το κλασικό πια «αὐτός (Θεός) ἐνηνθρώπησε, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»32. Για πολλούς33 η περί θεώσεως διδασκαλία παραμένει στο επίκεντρο της Ορθόδοξης κατανόησης της Εκκλησίας, των μυστηρίων, και γενικά της ανατολικής πνευματικότητας.
Αν και αδιαφιλονίκητη η βιβλική βάση της δεύτερης αυτής αντίληψης που κατά πολλούς είναι αποτέλεσμα της διαπλοκής της ελληνικής φιλοσοφίας (στωικής κλπ.) με την αυθεντική βιβλική/σημιτική σκέψη μέσω των κορυφαίων Θεολόγων της Πρώτης Εκκλησίας και κυρίως του Παύλου, εξίσου αδιαφιλονίκητο γεγονός είναι ότι σε όλα τα κείμενα της Κ.Δ. και της πρώιμης χριστιανικής γραμματείας η κυρίαρχη θεολογική αντίληψη είναι η οριζόντια εσχατολογική. Η κάθετη σωτηριολογική κατανοείται πάντοτε μέσα στα πλαίσια της οριζόντιας εσχατολογικής ως προσθετική και συμπληρωματική της. Γι' αυτό και η λειτουργική εμπειρία της Πρώτης Εκκλησίας είναι αδιανόητη χωρίς την κοινωνική της διάσταση34.[ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΑΝΑΚΑΛΥΨΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΗ ΤΩΝ ΟΔΟΝΤΩΝ]
Η πνευματική αυτή εμπειρία της Πρώτης Εκκλησίας αντικατοπτρίζεται με ενάργεια στη λειτουργική δομή της Εκκλησίας, όπου από τον Ιγνάτιο Αντιοχείας και εξής βλέπουμε την μεταφορά της εσχατολογικής εικόνας της συνάξεως του λαού του Θεού επί το αυτό γύρω από τον Χριστό και τους αποστόλους στα λειτουργήματα της Εκκλησίας, με τον επίσκοπο «εἰς τόπον καί τύπον Χριστοῦ», και τους πρεσβυτέρους τύπους των Αποστόλων. Το μυστήριο δηλαδή της Εκκλησίας εκφράζεται αυθεντικά στην περί τον επίσκοπο ευχαριστιακή σύναξη της κοινότητας, η οποία δεν αναζητεί μυστηριακά/σακραμενταλιστικά τη λύτρωση από τα δεινά του κόσμου, ούτε την προσωπική τελείωση και ατομική σωτηρία, αλλά αποτελεί εικόνα και προληπτική φανέρωση της εσχατολογικής Βασιλείας του Θεού35.[ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ,Η ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΑ, ΣΑΝ ΤΗΣ ΟΠΕΡΑΣ ΤΟΥ ΠΕΚΙΝΟΥ, ΟΠΟΥ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΥΠΟΔΥΟΝΤΑΙ ΑΝΔΡΕΣ, ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ, ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΩΣ]
Η ευχαριστιακή/λειτουργική, λοιπόν, πνευματικότητα, η οποία στηρίζεται στην αντίληψη της Εκκλησίας ως εικόνας των Εσχάτων, συνίσταται στην προσπάθεια κατά το δυνατόν εξομοίωσης των ιστορικών κατά τόπους χριστιανικών κοινοτήτων με την αυθεντική έκφραση της εσχατολογικής δόξας της Βασιλείας του Θεού. Από την προς Εβραίους επιστολή (10,1) είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς η πεποίθηση πως τα γεγονότα της Π.Δ. ήταν «σκιά» των μελλόντων αγαθών και η παρούσα εκκλησιαστική πραγματικότητα «εικόνα» της «αληθείας» που έμελλε να φανερωθεί στα Έσχατα.36
Η εκκλησιολογία, λοιπόν, που απορρέει από τη συνειδητοποίηση της εσχατολογικής ταυτότητας της αρχέγονης χριστιανικής κοινότητας έχει κατεξοχήν συλλογικό χαρακτήρα. Και στην αρχική αυτή εκκλησιολογία, όπου η ταυτότητα της Εκκλησίας προσδιορίζεται όχι από αυτό που είναι στο παρόν αλλά από αυτό που θα γίνει στα έσχατα, και σηματοδοτείται η πορεία του λαού του Θεού ως συνόλου προς τα Έσχατα, η Ευχαριστία έχει σημαίνουσα και καθοριστική σημασία.[ΑΞΙΟΠΟΥΣΤΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ]
Σημειώσεις
26. Για τη μεσσιανική αυτή αντίληψη βλ. και τα χωρία Ησ 66,18· Ματθ 25,32· Ρωμ 12,16· Διδ 9,4β· Μάρτ. Πολ 22,3β· Α΄ Κλήμ. 12,6 κ.ά.
27. Περισσότερα για το θέμα αυτό στο Σ. Αγουρίδη, Ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους Ὀμιλία, Αθήνα 1975, σελ. 88εξ.
28. Βλ. για το θέμα αυτό πιο κάτω.
29. Με το κλασικό έργο του J.H. Elliott, The Elect and the Holy, Leiden 1966, επαναπροσδιορίστηκε από την πλευρά της προτεσταντικής βιβλικής Θεολογίας το πραγματικό περιεχόμενο του όρου «βασίλειον ἱεράτευμα», που τόσο συζητήθηκε από την εποχή του Λουθήρου. Βλ. R. Brown, Priest and Bishop: Biblical Reflections, New York 1971.
30. Βλ. Σ. Αγουρίδη, «Ἁμαρτία καί ἀναμαρτησία κατά τήν Α´ Ἐπιστολήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου», Χαριστήριον. Τιμητικός τόμος Ἀμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, Αθήνα 1958, 537-569, σελ. 568· επίσης «Χρόνος καί Αἰωνιότης (εσχατολογία και μυστικοπάθεια) ἐν τῇ θεολογικῇ διδασκαλίᾳ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου» ΕΕΘΣΘ 3 (1958), 109-156, και 4 (1959), 29-61.
31. Κατά Αιρέσεων κεφ 3.
32. Περί Ενανθρωπήσεως 54.
33. Ακόμη και πρωτεργάτες της λειτουργικής/ευχαριστιακής πνευματικότητας (P. Meyendorff, «Liturgy and Spirituality: I. Eastern Liturgical Theology», Christian Spirituality. I: Origins to the Twelfth Century, 1985, σελ. 350-363), παραδέχονται ιστορικά (όχι δεοντολογικά) τη «θεωτική» διάσταση της Ορθόδοξης Ανατολικής Θεολογίας (βλ. P. Meyendorff, “Penance in the Orthodox Church”, SL 18 (1988) 108-111, σελ. 108.
34. Πρβλ. Πράξ 2,42εξ· Α´ Κορ 11,17εξ· Β´ Κορ 9,11εξ· Εβρ 13, 10-16· Ιουστίνου, Α´ Απολογία 67· Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων κεφ. 18,1 κ.ά.).
35. Ο συλλογικός/εκκλησιολογικός προσανατολισμός της πνευματικότητας φαίνεται στο χωρίο του Ιγνατίου, Προς Εφεσίους 13: «σπουδάζετε οὖν πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν Θεοῦ καί εἰς δόξαν, ὅταν γάρ πυκνῶς ἐπί τό αὐτό γίνεσθε καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ Σατανᾶ...».
36. Τη βιβλική αυτή αντίληψη ανέπτυξε διεξοδικότερα ο Μάξιμος ο Ομολογητής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου