Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ - ΑΠΘ
Σύμβουλος Καθηγητής κ. Χρ. Σταμούλης
Μεταπτυχιακός Φοιτητής: Δημήτριος Δουμάνης
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
ΚΕΦΆΛΑΙΟ Β΄:ΧΡΙΣΤΌΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΊΑ.
Α). ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ.
Το θέμα της ταυτότητας της Εκκλησίας είναι ένα από τα πλέον σοβαρά θεολογικά θέματα, το οποίο κατατάσσεται στα Δόγματα της Ορθοδόξου Πίστεως, ως Εκκλησιολογικό δόγμα ή Εκκλησιολογία. Πάντοτε μέσα στην εκκλησιαστική ιστορία κατείχε σημαντική θέση μετά το Τριαδολογικό και το Χριστολογικό δόγμα, αν και όλα τα δόγματα είναι αλληλένδετα και σχεδόν όλοι οι πατέρες της Εκκλησίας μέχρι και τον προηγούμενο αιώνα, αναφέρονται σε αυτό139.
Στην Ορθόδοξη παράδοση όμως, συστηματικά ανεπτυγμένη Εκκλησιολογία δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και σαφής ορισμός της Εκκλησίας [ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ ΗΓΓΙΚΕΝ ΓΑΡ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ]140. Ακόμη και αυτό που διατυπώνει ο αγ. Νικόλαος Καβάσιλας τον 14ο αιώνα, ότι δηλαδή η Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις», δεν αποτελεί ουσιαστικά ορισμό, για τον απλό λόγο ότι τα μυστήρια περιγράφονται από τον Καβάσιλα χρησιμοποιώντας εικονική ή συμβολική γλώσσα141. Παρόλα αυτά «υπάρχουν ουσιώδεις επισημάνσεις της φύσεως και της αποστολής της Εκκλησίας. Αιτία του φαινομένου αυτού είναι η πλήρης ενσωμάτωση της Εκκλησίας στο μυστήριο του Χριστού»142.
Ο εικοστός αιώνας μάλιστα, από πολλούς έχει θεωρηθεί ως ο αιώνας της Εκκλησιολογίας. Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τον ρόλο της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο και τον καθορισμό της αποστολής της143. Από τις αρχές του αιώνα ξεκινάει και επίσημα η γνωστότερη Εκκλησιολογική κίνηση γνωστή ως οικουμενική. Το επίκεντρο αυτής της κίνησης είναι η προσπάθεια όλων των Χριστιανικών ομολογιών, ορθόδοξων και μη, να δώσουν νέο νόημα στον ορισμό της Εκκλησίας, καθώς και «να απαντήσουν δημιουργικά στις εκάστοτε και εκασταχού προκλήσεις και ευκαιρίες και να αξιοποιήσουν τις όποιες ευνοϊκές ευκαιρίες».144
β. Εκκλησία και σχολαστικισμός
Η προσπάθεια αυτή ξεκινάει με την προϋπόθεση, σύμφωνα με την θεωρία του Σχολαστικισμού145., ότι η Εκκλησία του Χριστού αρχίζει να υπάρχει από την ημέρα της Πεντηκοστής. Αυτή η προϋπόθεση όμως είναι ιστορικά τυφλή και δογματικά εσφαλμένη. Αγνοεί την ιστορική μαρτυρία της Εκκλησίας του Θεού προ της ενσαρκώσεως του Λόγου, θέτει την Εκκλησία ύστερη της αρχής της ιστορίας και της δίνει ένα μάλλον ιδεαλιστικό χαρακτήρα, λόγω του ότι την τοποθετεί στη ροή της ιστορίας μετά των λοιπών κτισμάτων. [ΚΑΤΙ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΚΑΛΑ. Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ! ΤΙ ΑΦΟΡΑ; ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ; ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ; ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟ;]
Δεν άρχισε να κυλάει πρώτα η ιστορία και μετά να υπάρχει η Εκκλησία. [ΠΟΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΞΙΟΘΡΗΝΗΤΕ; ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ; ΔΙΠΛΑ ΣΤΑ ΜΑΜΟΥΘ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΙ ΒΡΗΚΑΝ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΥΣ;] Η εκκλησία δεν δημιουργήθηκε για να έρθει η αποκατάσταση ή η ικανοποίηση της θείας Δικαιοσύνης, όπως θα ήθελε η σχολαστική-δικανική θεώρηση της δύσεως για την ενσάρκωση του Λόγου146, αλλά δημιουργήθηκε ως η πρώτη «κατοικία» των λογικών κτισμάτων πριν από την πτώση τους και άμα τη κτίση τους147. [ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΛΟΙΠΟΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΧΑΡΙΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΑΣΤΕΓΩΝ] Το πρόβλημα βέβαια ξεκινάει με την θεώρηση της θεολογίας ως μιας προσπάθειας κυριαρχίας του ανθρωπίνου λογικού στο χώρο του Άκτιστου Θεού148. Όπως είναι φυσικό ο Θεός σε αυτή την περίπτωση εμφανίζεται δέσμιος μιας όχι ελεγχόμενης από αυτόν πραγματικότητας, της ανθρώπινης αμαρτίας, μιας πραγματικότητας όμως που στηρίζεται σε αρχαιοελληνικού τύπου νεοειδωλολατρεία, και καταλήγει να εμφανίζει τον Θεό να είναι αναγκασμένος πλέον να ζητά ικανοποίηση από τον άνθρωπο και να απαιτεί την τιμωρία του.149 [ΣΕ ΠΟΙΟ ΚΟΜΙΚ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ;]
γ. Αλληλεξάρτηση δογμάτων
Καθίσταται πλέον φανερό;[ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΣΤΕΓΗΣ;] ότι κάθε ζήτημα που αφορά την Εκκλησιολογία ως και προς το σωτηριολογικό της περιεχόμενο, αφορά κατ’ ανάγκην και την Χριστολογία και την Τριαδολογία ως αλληλένδετα μεταξύ τους δόγματα150. Κατά συνέπεια όποια αμφισβήτηση της Εκκλησίας καθίσταται αυτομάτως και αμφισβήτηση και της Χριστολογίας και της Τριαδολογίας. Είναι φανερό σε τι είδους δογματικές περιπέτειες, σε τι είδους παρεκτροπές και αιρέσεις μπορεί κάποιος να πέσει προσπαθώντας να ξεχωρίσει και να οριοθετήσει το διαρκές παρόν της Εκκλησίας του Χριστού από την αρχή της δημιουργίας, την ιστορική πορεία της από την αρχή ως τα έσχατα και επέκεινα και να την τοποθετήσει στην «μέση» χρονικά, της ιστορίας της κτίσεως.[ΕΧΕΙ ΙΣΤΟΡΙΑ Η ΑΛΟΓΗ ΚΤΙΣΗ;] Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένταξη στο σώμα της Εκκλησίας σημαίνει ένταξη στο σώμα του Χριστού. Ένταξη στη νοητή άμπελο, τον Χριστό, τον προ αιώνων Θεό [ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ Η ΕΝΩΣΗ ΜΑΣ; ΑΚΤΙΣΤΟΣ Ο ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ; ΔΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ ΝΑ ΕΜΕΙΝΕ ΣΤΑ ΤΣΙΜΕΝΤΑ] και παρατεινόμενον εις τους αιώνας, με μέλη-κλήματα τους μαθητές Του και όλους τους πιστούς151.
Με αυτό τον τρόπο πλέον η Εκκλησία παρουσιάζεται ως μία ενυπόστατη κοινωνία, όπου τα επιμέρους μέλη της παρότι εξακολουθούν να είναι αυθυπόστατα, ανθρώπινα όντα, πλέον έχουν αποκτήσει με την ένταξη τους στο Σώμα της, την νέα, ενιαία υπερατομική, υπερπροσωπική ταυτότητά τους στην υπόσταση του Χριστού: «καθάπερ γάρ το σώμα έν εστί και μέλη έχει πολλά, πάντα δε τα μέλη του σώματος του ενός, πολλά όντα, έν εστί σώμα, ούτω και ο Χριστός, και γάρ εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις έν σώμα εβαπτίσθημεν, είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι»152. Ο άνθρωπος λοιπόν, παραμένει άνθρωπος και μετά την ένταξή του στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Η διαφορά είναι, ότι με την ένταξή του αποκτά κατά χάριν όλα τα θεία χαρίσματα που απορρέουν [ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ; ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΔΕΝ ΤΟ ΕΙΧΑΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ, ΜΑΛΛΟΝ ΕΙΝΑΙ ΑΟΡΑΤΑ] από αυτή την σχέση της Χριστολογίας και της Τριαδολογίας. Η τελολογική του προοπτική είναι να τελειωθεί, έτσι ώστε και στην Ουράνιο Βασιλεία να μπορέσει να αξιωθεί μέσω της σωτηρίας του και της πλήρους μετοχής του Σωτηριολογικού δόγματος. [ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΛΗΡΕΣ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ]
139. Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄. εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 1992, σ.355, «Επομένως η Εκκλησιολογία είναι αδιανόητη χωρίς τη θεολογία, τη Χριστολογία και τις υπόλοιπες ενότητες της δογματικής διδασκαλίας. Δεν μπορεί να γίνει Εκκλησιολογία δίχως τις παραπάνω ενότητες, και όταν οι ενότητες αυτές αναπτύσσονται παρουσιάζουν και αποσαφηνίζουν τα στοιχεία της Εκκλησιολογίας». Βλ. Ι. ΚΑΡΜΊΡΗ, Δογματική Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973, σ. 106.
140. Ν. ΜΑΤΣΟΎΚΑ, Οικουμενική κίνηση, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2008, σ.σ. 252-253 «Βέβαια δεν υπάρχει κανένας δογματικός όρος για την Εκκλησία στη ζωή της παράδοσης, παράλληλα με την επίσημη διδασκαλία των οικουμενικών συνόδων για το τριαδικό και το χριστολογικό δόγμα. Αλλά τούτο το γεγονός δεν δημιουργεί καμία δυσχέρεια, γιατί εκείνο που προηγείται πάντοτε και είναι ρίζα κάθε επίσημης δογματικής διδασκαλίας είναι η ζωή και η πράξη της παράδοσης. Από αυτή τη ρίζα έγιναν το τριαδικό και το χριστολογικό δόγμα. Επομένως η δογματική διδασκαλία για τη φύση της Εκκλησίας βρίσκεται αποτυπωμένη και σαρκωμένη στη ζωή της κοινότητας». Επίσης στο Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄. εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 1992, σ.σ. 353-355.
141. Ν. ΚΑΒΆΣΙΛΑ, Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, κεφ. Λζ΄ και Λη΄, P.G 150,452
142. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΊΔΗ,: Χριστιανική ηθική, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2009, σ. 179.
143. E. DURKHIEM, Les forms elementaires de la vie religieuse, σ. 60 « Μια κοινωνία που τα μέλη της ενώνει το γεγονός ότι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, σε ότι αφορά τον κόσμο του ιερού και τις σχέσεις του με τον κόσμο του βέβηλου, και ακόμη το γεγονός ότι μεταφράζουν τις κοινές αυτές αντιλήψεις σε κοινές πράξεις, είναι αυτό που ονομάζουμε Εκκλησία. Γι’ αυτό δεν υπάρχει στην ιστορία ούτε μια θρησκεία χωρίς Εκκλησία(θρησκευτική κοινότητα).»
144. ΣΤ. ΤΣΟΜΠΑΝΊΔΗ, Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στο Π.Σ.Ε.. εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2008 σ.14.
145. Ν. ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και Συμβολική Θεολογία β΄. εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 1992, σ. 351: «Σ’ όλα τα εγχειρίδια της σχολαστικής δογματικής η Εκκλησιολογία αρχίζει με τον ορισμό της Εκκλησίας. Όλοι οι συγγραφείς αυτών των εγχειριδίων συμφωνούν ότι η Εκκλησία είναι θείο καθίδρυμα επί της γης, έχοντας την προέλευσή της από τον Ιησού Χριστό και τους Αποστόλους, οι οποίοι μεταβιβάζουν την εξουσία στους επισκόπους.»
146 Βλ. σχετικά,: Δ. ΤΣΕΛΕΓΓΊΔΗ : Η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης κατά τον Άνσελμο Καντερβουρίας, εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2006, όπου ο καθ. αναπτύσσει διεξοδικά το θέμα, ιδιαίτερα στην σ.157 όπου μεταξύ άλλων: «:Άλλωστε ο Θεός σώζει τον άνθρωπο μόνο μετά την ικανοποίηση της δικαιικής απαιτήσεως Του, άσχετα αν την απαίτηση αυτή την εκπληρώνει ο Θεάνθρωπος.» . Εν συντομία παρουσιάζουμε αυτή την θεωρία από Β. Καλλιακμάνη, Θεολογικά ρεύματα στην τουρκοκρατία, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2009, σ.σ. 20-21: «Η θεωρία αυτή, που εμφανίστηκε πολύ νωρίς στη Δυτική χριστιανική παράδοση, διατυπώθηκε από τον Άνσελμο επίσκοπο Καντέρμπουρυ(1033-1109) και αναπτύχθηκε περισσότερο από τον Θωμά Ακινάτη(1224-1274), καθιερώθηκε ως επίσημη διδασκαλία του ρωμαιοκαθολικισμού στην εν Τριδέντω Σύνοδο. Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή η αμαρτία του ανθρώπου προσβάλλει τη Δικαιοσύνη και το μεγαλείο του θεού. Η ενοχή είναι τόσο μεγάλη, όση και η αξία αυτού που προσβάλλεται. Για να εξιλεωθεί η ανθρωπότητα και να ικανοποιηθεί η θεία Δικαιοσύνη, τιμωρείται ο Χριστός με σταυρικό θάνατο. Ο θάνατος, ως τιμωρία που κληρονομείται στο ανθρώπινη γένος, δεν αρκεί για την εξιλέωση και την αποκατάσταση της τάξης που διασαλεύθηκε. Χρειάζεται να τιμωρηθεί και να χύσει το αίμα του ο ίδιος ο Χριστός, για να ικανοποιήσει τον οργισμένο ουράνιο Πατέρα. Για τη δυτική χριστιανοσύνη ο σταυρικός θάνατος του Χριστού, ως τιμωρία, πρόσφερε άπειρη ικανοποίηση, ώστε να αλλάξει η στάση του θεού Πατρός και να δοθεί νομική συγχώρεση των αμαρτιών. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στη δύση δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στον σταυρικό θάνατο του Χριστού παρά στην Ανάστασή του. Η Ανάσταση είναι ένδειξη της θεότητάς του και όχι νίκη πάνω στο θάνατο. Η δικανική θεώρηση της ενανθρώπησης του Χριστού σε θεολογικό επίπεδο έχει ανάλογες επιπτώσεις και σε ανθρωπολογικό επίπεδο. Έτσι σταδιακά αναπτύσσεται και καλλιεργείται εκ μέρους του ρωμαιοκαθολικισμού η ποιμαντική του φόβου».
147. ΚΛΉΜΕΝΤΟΣ ΡΩΜΗΣ, Β΄ επιστολή προς Κορινθίους, XIV, 1-3. (Ε.Π.Ε. Αποστολικοί Πατέρες 3, σ. 359.). «Ώστε, αδελφοί, ποιούντες το θέλημα του Πατρός ημών Θεού εσόμεθα εκ της Εκκλησίας της πρώτης, της πνευματικής, της πρό ηλίου και σελήνης εκτισμένης..».
148. Εδώ θα μπορούσε να τεθεί και το ζήτημα της σχέσεως της φιλοσοφίας με την θεολογία, όσον αφορά τα όρια τους, αλλά και η αντιμετώπισή της εκ μέρους των πατέρων. Ένα ζήτημα το οποίο εξάπαντος προκάλεσε και προκαλεί ακόμα διαφορετικές θέσεις από όλες τις πλευρές. Η βιβλιογραφία είναι πλούσια για αυτό το θέμα, ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε, Α. ΚΌΛΤΣΙΟΥ-ΝΙΚΉΤΑ, Φιλολλώγως ζητούντες, Γλωσσικές απόψεις και όψεις στα κείμενα των Καππαδόκων πατέρων, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2008, όπως επίσης Γ. ΜΑΡΤΖΈΛΟΥ, Ορθόδοξο Δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β’, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2000. Ν. Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία α’, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2009, σ.σ. 137-180.
Μια ενδιαφέρουσα άποψη, είναι του μεγαλύτερου ίσως φιλοσόφου του 20ου αιώνα, Μ. ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ από το έργο του, Εισαγωγή στη Μεταφυσική, Εισαγωγή, Μετάφραση, Επιλεγόμενα Χ. ΜΑΛΕΒΊΤΣΗ, γ’ έκδοση Δωδώνη, Αθήνα 1973, σ. 38: « Η φιλοσοφία συνίσταται από τη μωρία. Μια «χριστιανική φιλοσοφία» είναι ένα ξύλινο σίδερο και μία παρανόηση. Βεβαίως υπάρχει μια διανοητική ερωτηματική επεξεργασία του κόσμου του βιωμένου χριστιανικά, δηλ. του κόσμου της πίστεως. Αλλά αυτό είναι θεολογία. Μόνον σε εποχές που δεν πιστεύουν πλέον στο αληθινό μεγαλείο του έργου της θεολογίας, φθάνουν στην καταστροφική ιδέα, πως θα μπορούσαν (με την υποτιθέμενη ανανέωση της με την βοήθεια της φιλοσοφίας) να φτιάξουν μία θεολογία ή έστω ένα υποκατάστατό της το οποίο θα συμφωνεί με τις ανάγκες και τα γούστα της εποχής. Για την γνήσια χριστιανική πίστη η φιλοσοφία είναι μωρία. Φιλοσοφώ σημαίνει ερωτώ: “γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε;”. Το να θέτεις πράγματι αυτό το ερώτημα σημαίνει: να αποτολμάς την εξάντληση αυτού του ανεξάντλητου ερωτήματος, με την συνεχή εκκάλυψη αυτού που ζητάει το ερώτημα, μέχρι τα έσχατα. Όπου συμβαίνει αυτό, πρόκειται για φιλοσοφία.»
149. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΎ,: Για την Ευρώπη μας με αγάπη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2003, σ.28. Είναι πράγματι εντυπωσιακό το πώς ένα βιβλίο που έγραψε ο κ. καθηγητής πριν περίπου 10 χρόνια είναι τόσο τρομακτικά επίκαιρο και προφητικό θα τολμούσαμε να πούμε, σήμερα.
150. Βλ. σχετικά: Κ. ΣΚΟΥΤΈΡΗ, Η Εκκλησιολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Αθήναι 1969, σ. 29-31, «Τ’ ανωτέρω καθιστούν προφανή την στενή σχέσιν Χριστολογίας, Σωτηριολογίας και Εκκλησιολογίας. Κατά τον άγιον Γρηγόριον ο διαχωρισμός του μυστηρίου της σαρκώσεως του Λόγου από του μυστηρίου της σωτηρίας και του μυστηρίου της Εκκλησίας είναι αδύνατος και αδιανόητος. Διότι ακριβώς εν τω μυστηρίω της του Θεού-Λόγου επιφανείας περιέχεται και το μυστήριον της ημετέρας σωτηρίας και το μυστήριον της Εκκλησίας. Ή μάλλον το μυστήριον της σωτηρίας, όπερ απεκαλύφθη εν τω κόσμω ως Εκκλησία της Καινής Διαθήκης, περιλαμβάνεται εν τω μυστηρίω “Θεός εφανερώθη εν σαρκί” (υπ.: ουχί δε μόνον παρά τω αγίω Γρηγορίω, αλλά γενικώς παρά τοις αρχαίοις Έλλησι Πατράσι, η Σωτηριολογία ήτο κατ’ ουσίαν Χριστολογία» Ι. ΚΑΡΜΊΡΗ, Σύνοψις της δογματικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Εν Αθήναις 1957, σ. 44). Η σωτηριολογία λοιπόν και η Εκκλησιολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι αρρήκτως συνυφασμέναι προς την Χριστολογίαν…. Η χριστολογική αύτη θεώρησις της Εκκλησίας αριδήλως καταφαίνεται και εκ του ότι “πολλαχή Χριστός η Εκκλησία παρά του Παύλου κατονομάζεται”(Θεωρία εις τον του Μωυσέως βίον, P.G. 44, 385A.)….. Κατά ταύτα συνεπώς, όπως και κατά τον Απόστολον Παύλον η Εκκλησία και ο Χριστός είναι αχώριστοι, διότι αποτελούν “δύο όψεις του αυτού Θεανθρώπινου γεγονότος”, ούτω πώς και κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, όστις ακολουθεί εν προκειμένω τον μέγιστον εκκλησιολόγον Απόστολον Παύλον. Τοιουτοτρόπως λοιπόν “ο προς την Εκκλησίαν βλέπων προς τον Χριστόν αντίκρυς βλέπει τον εαυτόν δια της προσθήκης των σωζομένων οικοδομούντα και μεγαλύνοντα”.(Εξήγησις του Άσματος των Ασμάτων, λόγος ιγ’ P.G. 44, 1048C)». Επίσης στην υποσημείωση (76) στην σελίδα 35 γράφει: «Η όντως άρρηκτος ενότης Χριστολογίας Σωτηριολογίας και Εκκλησιολογίας εν τη διδασκαλία του Μ. Αθανασίου, καταφαίνεται και εν τω τρίτω κατά Αρειανών λόγω αυτού ένθα χαρακτηριστικώς αναγράφεται: “Εν ημίν γέγονεν ο Λόγος, το γαρ ημέτερον ενεδύσατο σώμα. Και σύ δε εν εμοί, Πάτερ, σου γαρ ειμί Λόγος, και επειδή σύ μεν εν εμοί, ότι σου Λόγος ειμί, εγώ δε εν αυτοίς δια το σώμα, και δια σε τετελείωται εν εμοί των ανθρώπων η σωτηρία, ερωτώ ίνα και αυτοί γένωνται έν, κατά το εν εμοί σώμα, και κατά την αυτού τελείωσιν, ίνα και αυτοί γένωνται τέλειοι, έχοντες προς τούτο την ενότητα, και εις αυτό έν γενόμενοι…. Οι γάρ πάντες, εκ του αυτού μεταλαμβάνοντες, έν γινόμεθα σώμα, τον ένα Κύριον έχοντες εν εαυτοίς. Ταύτην έχοντος του ρητού την διάνοιαν, μάλλον ελέγχεται η αλλοδοξία των χριστομάχων”.(P.G. 26, 368C-369A.)».
151. Ιωάννη 15,5.
152. Α΄ Κορ. 12, 12-13.
140. Ν. ΜΑΤΣΟΎΚΑ, Οικουμενική κίνηση, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2008, σ.σ. 252-253 «Βέβαια δεν υπάρχει κανένας δογματικός όρος για την Εκκλησία στη ζωή της παράδοσης, παράλληλα με την επίσημη διδασκαλία των οικουμενικών συνόδων για το τριαδικό και το χριστολογικό δόγμα. Αλλά τούτο το γεγονός δεν δημιουργεί καμία δυσχέρεια, γιατί εκείνο που προηγείται πάντοτε και είναι ρίζα κάθε επίσημης δογματικής διδασκαλίας είναι η ζωή και η πράξη της παράδοσης. Από αυτή τη ρίζα έγιναν το τριαδικό και το χριστολογικό δόγμα. Επομένως η δογματική διδασκαλία για τη φύση της Εκκλησίας βρίσκεται αποτυπωμένη και σαρκωμένη στη ζωή της κοινότητας». Επίσης στο Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄. εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 1992, σ.σ. 353-355.
141. Ν. ΚΑΒΆΣΙΛΑ, Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, κεφ. Λζ΄ και Λη΄, P.G 150,452
142. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΊΔΗ,: Χριστιανική ηθική, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2009, σ. 179.
143. E. DURKHIEM, Les forms elementaires de la vie religieuse, σ. 60 « Μια κοινωνία που τα μέλη της ενώνει το γεγονός ότι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, σε ότι αφορά τον κόσμο του ιερού και τις σχέσεις του με τον κόσμο του βέβηλου, και ακόμη το γεγονός ότι μεταφράζουν τις κοινές αυτές αντιλήψεις σε κοινές πράξεις, είναι αυτό που ονομάζουμε Εκκλησία. Γι’ αυτό δεν υπάρχει στην ιστορία ούτε μια θρησκεία χωρίς Εκκλησία(θρησκευτική κοινότητα).»
144. ΣΤ. ΤΣΟΜΠΑΝΊΔΗ, Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στο Π.Σ.Ε.. εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2008 σ.14.
145. Ν. ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και Συμβολική Θεολογία β΄. εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 1992, σ. 351: «Σ’ όλα τα εγχειρίδια της σχολαστικής δογματικής η Εκκλησιολογία αρχίζει με τον ορισμό της Εκκλησίας. Όλοι οι συγγραφείς αυτών των εγχειριδίων συμφωνούν ότι η Εκκλησία είναι θείο καθίδρυμα επί της γης, έχοντας την προέλευσή της από τον Ιησού Χριστό και τους Αποστόλους, οι οποίοι μεταβιβάζουν την εξουσία στους επισκόπους.»
146 Βλ. σχετικά,: Δ. ΤΣΕΛΕΓΓΊΔΗ : Η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης κατά τον Άνσελμο Καντερβουρίας, εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2006, όπου ο καθ. αναπτύσσει διεξοδικά το θέμα, ιδιαίτερα στην σ.157 όπου μεταξύ άλλων: «:Άλλωστε ο Θεός σώζει τον άνθρωπο μόνο μετά την ικανοποίηση της δικαιικής απαιτήσεως Του, άσχετα αν την απαίτηση αυτή την εκπληρώνει ο Θεάνθρωπος.» . Εν συντομία παρουσιάζουμε αυτή την θεωρία από Β. Καλλιακμάνη, Θεολογικά ρεύματα στην τουρκοκρατία, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2009, σ.σ. 20-21: «Η θεωρία αυτή, που εμφανίστηκε πολύ νωρίς στη Δυτική χριστιανική παράδοση, διατυπώθηκε από τον Άνσελμο επίσκοπο Καντέρμπουρυ(1033-1109) και αναπτύχθηκε περισσότερο από τον Θωμά Ακινάτη(1224-1274), καθιερώθηκε ως επίσημη διδασκαλία του ρωμαιοκαθολικισμού στην εν Τριδέντω Σύνοδο. Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή η αμαρτία του ανθρώπου προσβάλλει τη Δικαιοσύνη και το μεγαλείο του θεού. Η ενοχή είναι τόσο μεγάλη, όση και η αξία αυτού που προσβάλλεται. Για να εξιλεωθεί η ανθρωπότητα και να ικανοποιηθεί η θεία Δικαιοσύνη, τιμωρείται ο Χριστός με σταυρικό θάνατο. Ο θάνατος, ως τιμωρία που κληρονομείται στο ανθρώπινη γένος, δεν αρκεί για την εξιλέωση και την αποκατάσταση της τάξης που διασαλεύθηκε. Χρειάζεται να τιμωρηθεί και να χύσει το αίμα του ο ίδιος ο Χριστός, για να ικανοποιήσει τον οργισμένο ουράνιο Πατέρα. Για τη δυτική χριστιανοσύνη ο σταυρικός θάνατος του Χριστού, ως τιμωρία, πρόσφερε άπειρη ικανοποίηση, ώστε να αλλάξει η στάση του θεού Πατρός και να δοθεί νομική συγχώρεση των αμαρτιών. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στη δύση δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στον σταυρικό θάνατο του Χριστού παρά στην Ανάστασή του. Η Ανάσταση είναι ένδειξη της θεότητάς του και όχι νίκη πάνω στο θάνατο. Η δικανική θεώρηση της ενανθρώπησης του Χριστού σε θεολογικό επίπεδο έχει ανάλογες επιπτώσεις και σε ανθρωπολογικό επίπεδο. Έτσι σταδιακά αναπτύσσεται και καλλιεργείται εκ μέρους του ρωμαιοκαθολικισμού η ποιμαντική του φόβου».
147. ΚΛΉΜΕΝΤΟΣ ΡΩΜΗΣ, Β΄ επιστολή προς Κορινθίους, XIV, 1-3. (Ε.Π.Ε. Αποστολικοί Πατέρες 3, σ. 359.). «Ώστε, αδελφοί, ποιούντες το θέλημα του Πατρός ημών Θεού εσόμεθα εκ της Εκκλησίας της πρώτης, της πνευματικής, της πρό ηλίου και σελήνης εκτισμένης..».
148. Εδώ θα μπορούσε να τεθεί και το ζήτημα της σχέσεως της φιλοσοφίας με την θεολογία, όσον αφορά τα όρια τους, αλλά και η αντιμετώπισή της εκ μέρους των πατέρων. Ένα ζήτημα το οποίο εξάπαντος προκάλεσε και προκαλεί ακόμα διαφορετικές θέσεις από όλες τις πλευρές. Η βιβλιογραφία είναι πλούσια για αυτό το θέμα, ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε, Α. ΚΌΛΤΣΙΟΥ-ΝΙΚΉΤΑ, Φιλολλώγως ζητούντες, Γλωσσικές απόψεις και όψεις στα κείμενα των Καππαδόκων πατέρων, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2008, όπως επίσης Γ. ΜΑΡΤΖΈΛΟΥ, Ορθόδοξο Δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β’, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2000. Ν. Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία α’, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2009, σ.σ. 137-180.
Μια ενδιαφέρουσα άποψη, είναι του μεγαλύτερου ίσως φιλοσόφου του 20ου αιώνα, Μ. ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ από το έργο του, Εισαγωγή στη Μεταφυσική, Εισαγωγή, Μετάφραση, Επιλεγόμενα Χ. ΜΑΛΕΒΊΤΣΗ, γ’ έκδοση Δωδώνη, Αθήνα 1973, σ. 38: « Η φιλοσοφία συνίσταται από τη μωρία. Μια «χριστιανική φιλοσοφία» είναι ένα ξύλινο σίδερο και μία παρανόηση. Βεβαίως υπάρχει μια διανοητική ερωτηματική επεξεργασία του κόσμου του βιωμένου χριστιανικά, δηλ. του κόσμου της πίστεως. Αλλά αυτό είναι θεολογία. Μόνον σε εποχές που δεν πιστεύουν πλέον στο αληθινό μεγαλείο του έργου της θεολογίας, φθάνουν στην καταστροφική ιδέα, πως θα μπορούσαν (με την υποτιθέμενη ανανέωση της με την βοήθεια της φιλοσοφίας) να φτιάξουν μία θεολογία ή έστω ένα υποκατάστατό της το οποίο θα συμφωνεί με τις ανάγκες και τα γούστα της εποχής. Για την γνήσια χριστιανική πίστη η φιλοσοφία είναι μωρία. Φιλοσοφώ σημαίνει ερωτώ: “γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε;”. Το να θέτεις πράγματι αυτό το ερώτημα σημαίνει: να αποτολμάς την εξάντληση αυτού του ανεξάντλητου ερωτήματος, με την συνεχή εκκάλυψη αυτού που ζητάει το ερώτημα, μέχρι τα έσχατα. Όπου συμβαίνει αυτό, πρόκειται για φιλοσοφία.»
149. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΎ,: Για την Ευρώπη μας με αγάπη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2003, σ.28. Είναι πράγματι εντυπωσιακό το πώς ένα βιβλίο που έγραψε ο κ. καθηγητής πριν περίπου 10 χρόνια είναι τόσο τρομακτικά επίκαιρο και προφητικό θα τολμούσαμε να πούμε, σήμερα.
150. Βλ. σχετικά: Κ. ΣΚΟΥΤΈΡΗ, Η Εκκλησιολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Αθήναι 1969, σ. 29-31, «Τ’ ανωτέρω καθιστούν προφανή την στενή σχέσιν Χριστολογίας, Σωτηριολογίας και Εκκλησιολογίας. Κατά τον άγιον Γρηγόριον ο διαχωρισμός του μυστηρίου της σαρκώσεως του Λόγου από του μυστηρίου της σωτηρίας και του μυστηρίου της Εκκλησίας είναι αδύνατος και αδιανόητος. Διότι ακριβώς εν τω μυστηρίω της του Θεού-Λόγου επιφανείας περιέχεται και το μυστήριον της ημετέρας σωτηρίας και το μυστήριον της Εκκλησίας. Ή μάλλον το μυστήριον της σωτηρίας, όπερ απεκαλύφθη εν τω κόσμω ως Εκκλησία της Καινής Διαθήκης, περιλαμβάνεται εν τω μυστηρίω “Θεός εφανερώθη εν σαρκί” (υπ.: ουχί δε μόνον παρά τω αγίω Γρηγορίω, αλλά γενικώς παρά τοις αρχαίοις Έλλησι Πατράσι, η Σωτηριολογία ήτο κατ’ ουσίαν Χριστολογία» Ι. ΚΑΡΜΊΡΗ, Σύνοψις της δογματικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Εν Αθήναις 1957, σ. 44). Η σωτηριολογία λοιπόν και η Εκκλησιολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι αρρήκτως συνυφασμέναι προς την Χριστολογίαν…. Η χριστολογική αύτη θεώρησις της Εκκλησίας αριδήλως καταφαίνεται και εκ του ότι “πολλαχή Χριστός η Εκκλησία παρά του Παύλου κατονομάζεται”(Θεωρία εις τον του Μωυσέως βίον, P.G. 44, 385A.)….. Κατά ταύτα συνεπώς, όπως και κατά τον Απόστολον Παύλον η Εκκλησία και ο Χριστός είναι αχώριστοι, διότι αποτελούν “δύο όψεις του αυτού Θεανθρώπινου γεγονότος”, ούτω πώς και κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, όστις ακολουθεί εν προκειμένω τον μέγιστον εκκλησιολόγον Απόστολον Παύλον. Τοιουτοτρόπως λοιπόν “ο προς την Εκκλησίαν βλέπων προς τον Χριστόν αντίκρυς βλέπει τον εαυτόν δια της προσθήκης των σωζομένων οικοδομούντα και μεγαλύνοντα”.(Εξήγησις του Άσματος των Ασμάτων, λόγος ιγ’ P.G. 44, 1048C)». Επίσης στην υποσημείωση (76) στην σελίδα 35 γράφει: «Η όντως άρρηκτος ενότης Χριστολογίας Σωτηριολογίας και Εκκλησιολογίας εν τη διδασκαλία του Μ. Αθανασίου, καταφαίνεται και εν τω τρίτω κατά Αρειανών λόγω αυτού ένθα χαρακτηριστικώς αναγράφεται: “Εν ημίν γέγονεν ο Λόγος, το γαρ ημέτερον ενεδύσατο σώμα. Και σύ δε εν εμοί, Πάτερ, σου γαρ ειμί Λόγος, και επειδή σύ μεν εν εμοί, ότι σου Λόγος ειμί, εγώ δε εν αυτοίς δια το σώμα, και δια σε τετελείωται εν εμοί των ανθρώπων η σωτηρία, ερωτώ ίνα και αυτοί γένωνται έν, κατά το εν εμοί σώμα, και κατά την αυτού τελείωσιν, ίνα και αυτοί γένωνται τέλειοι, έχοντες προς τούτο την ενότητα, και εις αυτό έν γενόμενοι…. Οι γάρ πάντες, εκ του αυτού μεταλαμβάνοντες, έν γινόμεθα σώμα, τον ένα Κύριον έχοντες εν εαυτοίς. Ταύτην έχοντος του ρητού την διάνοιαν, μάλλον ελέγχεται η αλλοδοξία των χριστομάχων”.(P.G. 26, 368C-369A.)».
151. Ιωάννη 15,5.
152. Α΄ Κορ. 12, 12-13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου