Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Η χρονικότητα του Θεού ε

 Συνέχεια από Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Του Schubert MOgden
στην συλλογή: Zeit und Geschichte, Dankesgabe an Rudolf Bultmann zum 80. Geburtstag, ed. Erich Dinkler (Tubingen: J. C. B. Mohr, 1964), 381398.

VI

Αν αυτή η ερμηνεία τής υποσημείωσης του Heidegger είναι ορθή, τότε πιστεύω πως το μόνο που μπορούμε να συμπεράνουμε, είναι πως αυτά που λέει, έχουν την μέγιστη σημασία στο σημερινό διάλογο που λαμβάνει χώρα στην χριστιανική θεολογία. Για να διασαφηνίσω τους λόγους που στηρίζουν αυτή την πεποίθηση, θα πρέπει να παρουσιάσω ένα σχηματικό χαρακτηρισμό αυτού του διαλόγου, εφόσον έχει να κάνει με κεντρικό καθήκον της ανάπτυξης μιας επαρκούς διδασκαλίας περί Θεού, στην κατάσταση που βρισκόμαστε.

Οι συνήθεις προσπάθειες των θεολόγων σήμερα, να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του Θεού, αντιπροσωπεύουν μια από τις δυο γενικές τοποθετήσεις. Η πρώτη τοποθέτηση είναι ο κλασσικός χριστιανικός θεϊσμός, που είναι παρόν στην Εκκλησία από την εποχή των πατέρων, όπως και η ενότητα που επέφερε, μεταξύ της πίστης όπως εκφράζεται στην Αγία Γραφή και της μεταφυσικής τής αρχαιότητας. Η μέθοδος αυτού του θεϊσμού ήταν πάντα κάποια μορφή τής αποφατικής και καταφατικής θεολογίας, και οι πιο χαρακτηριστικές της διαβεβαιώσεις πάντα περιείχαν την άρνηση ότι ο Θεός είναι με οποιοδήποτε κυριολεκτικό τρόπο χρονικός ή πραγματικά συσχετισμένος προς τον κόσμο. Στην εποχή μας, είναι ίσως λίγοι οι θεολόγοι που υποστηρίζουν αυτή την τοποθέτηση με την μορφή που είχε στην κλασσική της μεσαιωνική καθαρότητα. Μεταξύ των προτεσταντών, η επίδραση των μετακλασσικών μορφών φιλοσοφίας ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να επιφέρει ορισμένες μικρές μεταμορφώσεις και εκλεπτύνσεις. Στην Βρετανία για παράδειγμα, στο έργο του Ian Ramsey και άλλων, αυτός ο κλασσικός θεϊσμός επαναδιατυπώνεται με μέσα που προσφέρει η σχετικά μοντέρνα φιλοσοφία της γλωσσικής ανάλυσης. Στην Αμερική, ο Paul Tillich έχει γράψει ένα λαμπρό κεφάλαιο, με μια τοποθέτηση που φέρει τα σημάδια της γερμανικής φιλοσοφίας τού 19ου αιώνα, και σε μικρότερο βαθμό του υπαρξισμού. Αλλά ακόμα και σε αυτές τις μοντέρνες τοποθετήσεις όπως των Ramsey και Tillich, διακρίνονται ακόμα πολύ εύκολα τα χαρακτηριστικά τής κλασσικής θεολογίας. Ότι και να γράφουν αποδέχονται τον μη-χρονικό θεϊσμό.

Η άλλη κύρια τοποθέτηση στον σημερινό διάλογο, είναι σαφώς πιο μοντέρνα, αλλά και πιο δύσκολο να περιγραφεί. Οι φιλοσοφικές της βάσεις ποικίλουν και λαμβάνει διάφορες μορφές. Χαρακτηριστικό όλων όμως είναι η αυστηρή απόρριψη του κλασσικού θεϊσμού και της αναλογίας που έχει ως βάση. Κοινή είναι η βαθιά πεποίθηση, περί της πραγματικότητας και σημασίας του χρόνου και της ιστορίας, που δύσκολα συμβιβάζεται με την κλασσική μεταφυσική.

Στην Ήπειρο (Continent) η κύρια έκφραση αυτής της γενικής άποψης είναι η θεολογία βασική πηγή της οποίας είναι η υπαρξιακή φιλοσοφία, είτε με την μορφή που της έδωσε ο Heidegger, είτε κάποια άλλη. Η θεολογία αυτή έχει μια γενική καχυποψία για όλη την μεταφυσική και την «φυσική θεολογία», και προσπαθεί να ερμηνεύσει τις δηλώσεις περί Θεού, ως πλήρως ή πρωταρχικώς δηλώσεις περί της ανθρώπινης ύπαρξης. Δηλαδή ως δηλώσεις που εκφράζουν μια πιθανότητα υπαρξιακής αυτό-κατανόησης. Στις Αγγλοσαξονικές χώρες, οι θεολόγοι που επηρεάστηκαν από την αναλυτική φιλοσοφία έχουν μια παρόμοια άποψη. Η απόρριψη της μεταφυσικής και της αναλογίας δικαιολογείται όχι μόνο με την επισήμανση των εγγενών αντιφάσεων στις παραδοσιακές τους μορφές, αλλά και με την απαίτηση για ένα εμπειρικό κριτήριο σημασίας και αληθείας, που καθιστά την μεταφυσική ή την θεολογική αναλογία ουσιαστικά αδύνατη. Σε αυτή την εμπειριστική βάση, οι θεολογικές δηλώσεις ερμηνεύονται ως μη πραγματικές διαβεβαιώσεις, αλλά ως «blik», ματιά, (R.M. Hare) ή ως «πρόθεση συμπεριφοράς με ένα συγκεκριμένο τρόπο» (R. B. Braithwaite). Και οι δυο χαρακτηρισμοί έχουν πιθανόν την ίδια σημασία στην χρήση του υπαρξιακού όρου «αυτό-κατανόηση».

Η πιο προκλητική δήλωση που εκφράζει αυτή την τοποθέτηση είναι αυτή του Αμερικανού θεολόγου Paul M. van Buren, στο βιβλίο του «Η εκκοσμικευμένη σημασία του Ευαγγελίου». Με σχεδόν την ίδια ορολογία όπως αυτή του Braithwaite, θεωρεί ότι οι υποτιθέμενες θεολογικές παραδοχές περί Θεού και της δράσης Του, είναι στην πραγματικότητα εκφράσεις της ανθρώπινης «ιστορικής προοπτικής», που είναι κατά κάποιο τρόπο αιτιωδώς συνδεδεμένη με την «ιστορία» της ζωής, θανάτου και ανάστασης του Ιησού από την Ναζαρέτ, ως ιστορία της ριζικής ελευθερίας του ανθρώπου. Έτσι για παράδειγμα, η αληθινή σημασία του λόγου «ο Θεός είναι αγάπη», λέγεται πως είναι κάτι σαν: «εγώ, το πρόσωπο που κάνει αυτή την δήλωση, προτίθεμαι να ζήσω μια ζωή αγαπητικής υπηρεσίας προς τους συνανθρώπους μου». Το πλεονέκτημα μιας τέτοιας ερμηνείας, είναι σύμφωνα με τον van Buren, είναι ότι όχι μόνο σέβεται τά στενά όρια του εμπειρισμού του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά επίσης κάνει σαφή την παντελώς ανθρώπινη, ηθική και «κοσμική» σημασία του χριστιανικού ευαγγελίου.

Η άποψη του van Buren είναι αναμφίβολα ακραία, και είναι λίγοι αυτοί, οι οποίοι μοιράζονται την εκτίμηση του για την αναλυτική φιλοσοφία, και οι οποίοι θα έβγαζαν τέτοια ακραία συμπεράσματα. Η σημασία του βιβλίου του έγκειται στο ότι εξέφρασε την πλήρως μη θεϊστική τάση, που υποβόσκει στις προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος του Θεού, η οποία στηρίζεται σε αυτή την δεύτερη τοποθέτηση. Υπάρχουν φυσικά άλλες προσπάθειες, όπου η τάση αυτή απορρίπτεται. Ο Rudolf Bultmann, έχει για κάποιο καιρό τονίσει πόσο απαραίτητη είναι μια κάποια θεολογική αναλογία, και σε ένα από τα πιο πρόσφατα γραπτά του, έχει εκφράσει μια σαφή, αν και όχι κλασσική, θεϊστική ερμηνεία της ιδέας του Θεού. Αλλά και η άποψη του Bultmann δεν είναι ασφαλής από την παρεξήγηση της πρόθεσης του. Η δεύτερη τοποθέτηση δεν διακρίνεται επαρκώς από την μη θεϊστική ή την περίπου θεϊστική χρονικότητα.

Από αυτή την σύντομη περιγραφή των συνηθισμένων θεολογικών εναλλακτικών, θα πρέπει να έχει γίνει ξεκάθαρο, γιατί ο σύγχρονος διάλογος περί του ορισμού του Θεού οδηγεί αναπόφευκτα σε αδιέξοδο. Από την μια, αυτοί που αντιπροσωπεύουν τον κλασσικό θεϊσμό, είναι σε θέση να παρουσιάσουν την αναφορά στον υπερβατικό Θεό, μόνο δια της άρνησης ή σοβαρής συσκότισης της πραγματικότητας και της σημασίας της χρονικότητας. Από την άλλη πλευρά, οι εκπρόσωποι της πιο μοντέρνας άποψης καταφέρνουν να δικαιώσουν την χρονικότητα, και με τον τρόπο αυτό τον άνθρωπο και την ιστορικότητα του, μόνο δια της άρνησης ή της αποτυχίας έκφρασης της βεβαιότητας της πίστεως στο αιώνιο θεμέλιο της. Το αδιέξοδο γίνεται φανερό μόνο στις ακραίες εκφάνσεις αυτών των δυο στάσεων. Στις περισσότερες περιπτώσεις το αδιέξοδο παραμένει κρυμμένο, και βλέπουμε κλασσικούς θεϊστές που προσπαθούν να προσαρμοστούν στις ανάγκες της χρονικότητας και μοντέρνους τεμποραλιστές που αναφέρονται στον Θεό του κλασσικού θεϊσμού. Σε καμιά περίπτωση δεν μας προσφέρουν μια τρίτη εναλλακτική, και μας αφήνουν να επιλέξουμε μεταξύ της άρνησης του χρόνου και του ανθρώπου χάριν της αιωνιότητας του Θεού και της εγκατάλειψης του Θεού και του απείρου χάριν της χρονικότητας του ανθρώπου. Αυτή η τραγική επιλογή αποκαλύπτει την πραγματική φτώχεια της κατάστασης μας.

Η πρόταση του Heidegger περί της χρονικότητας του Θεού μας προσφέρει μια πραγματική λεωφόρο για να ξεφύγουμε από αυτήν ακριβώς την κατάσταση. Σε αντίθεση με αυτούς που αποδέχονται μόνο τα δυο άκρα, ο Heidegger πάει στην ρίζα του προβλήματος, και καθιστά σαφές γιατί αυτές οι δυο δεν είναι οι μόνες εναλλακτικές. Κατανοώντας το είναι, και με τον τρόπο αυτό και τον Θεό, ως ουσιαστικά χρονικό, αποδέχεται όλα όσα ένας τεμποραλιστής θα μπορούσε να αποδεχθεί, και ταυτόχρονα υποβάλλει μια μέθοδο αναλογίας ελεύθερη από αντιφάσεις, οι οποίες δικαιολογούν την απόρριψη της παραδοσιακής μεθόδου. Κάνοντας το αυτό, ο Heidegger κάνει κάτι που οι τεμποραλιστές δεν είναι σε θέση να κάνουν: μας δείχνει ότι ο Θεός μπορεί να κατανοηθεί φιλοσοφικά, και μας δείχνει και τον τρόπο, και έτσι εκθέτει μια αυθεντική φιλοσοφική θεολογία.

Από την κλασσική οπτική γωνία, η εναλλακτική που προσφέρει ο Heidegger θα θεωρηθεί ότι ζημιώνεται από τις συγκαταθέσεις που κάνει στον μοντερνισμό. Ο ριζικός του τεμποραλισμός, θα θεωρηθεί ως άρνηση της Χριστιανικής αλήθειας, και η αποφυγή της αντίφασης θα απορριφθεί ως διανοητική διάλυση του αναπόφευκτου «μυστηρίου». Το μόνο που μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτό είναι πως η Χριστιανική πίστη δεν έχει καμιά σχέση με την αχρείαστη λογική σύγχυση, ακόμα και αν αυτή η σύγχυση από ευσέβεια ονομάζεται μυστήριο. Να τονίσουμε επίσης, πως η χρονικότητα δεν είναι άρνηση της πίστης, αλλά ένας από τους κύριους καρπούς της. Όπως έδειξε ο Friedrich Gogarten και άλλοι, η σημασία του εκκοσμικευμένου με την μοντέρνα, και με τον τρόπο αυτό η σημασία του χρόνου και της ιστορίας, δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά συγκρίνοντας την με την μεταρρύθμιση της έννοιας της πίστεως, και η οποία τονίζει την παράδοξη ελευθερία του ανθρώπου από τον κόσμο αλλά και την ευθύνη του γι’ αυτόν. Η θεμελιώδης επίγνωση ότι ο Θεός είναι ουσιαστικά χρονικός και ότι σχετίζεται προς τους άλλους, δεν είναι επινόηση του Heidegger και κάποιων άλλων μοντέρνων φιλοσόφων. Είναι μάλλον η κεντρική ανακάλυψη που προκύπτει από την βιβλική πίστη, και ο locus classicus της είναι η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα την περίληψη του νόμου που δίνει ο Ιησούς στο κατά Μάρκον ιβ:28-34, όπου ο Θεός που κηρύσσεται συνδέεται στενά προς τον εαυτό και τον πλησίον, έτσι ώστε η αγάπη προς αυτούς περιέχεται στην πλήρη και αμέριστη αγάπη προς Αυτόν. Ή ας δούμε μια το ίδιο χτυπητή έκφραση, στην περιγραφή της τελικής κρίσης στο κατά Ματθαίον κε:31-46, στην οποία ο Bultmann αναφέρθηκε ως την πιο εντυπωσιακή από όλες τις εκφράσεις αυτού που ο Ernst Barlach ονομάζει «οι μεταμορφώσεις του Θεού».

Επομένως, όταν ο Heidegger αποδίδει στον Θεό χρονικότητα, αυτό δεν είναι απλή αποδοχή του πνεύματος της εποχής, αλλά είναι επαναδιατύπωση των τυπικών οντολογικών όρων για την κατανόηση του Θεού, όπως προκύπτει από την Αγία Γραφή. Αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος, για να θεωρήσουμε σύμφωνα με την άποψη του Pöggeler, πως και το γενικό θεολογικό υπόβαθρο της σκέψης του Heidegger επιβεβαιώνεται στο σημείο αυτό. Η βασική απόδειξη μιας τέτοιας θεολογικής επίδρασης, είναι πως ο Θεός για τον οποίο ο Heidegger μιλά ως φιλόσοφος, είναι ο ίδιος Θεός όπως τον βίωσε και γνώρισε η πρωτόγονη χριστιανική πίστη.

Και αν φαίνεται βέβαιο πως η πρόταση του Heidegger θα προκαλέσει ερωτήματα στους κλασσικούς θεϊστές, φοβόμαστε πως το ίδιο ισχύει και για την ομάδα που αντιπροσωπεύει την μοντέρνα θεολογική τοποθέτηση. Από την δική τους σκοπιά, η άποψη του Heidegger φαίνεται πως πέφτει πίσω στην μεταφυσική και την φυσική θεολογία, που στην καλύτερη έχει μια αρνητική θεολογική επίδραση. Αλλά και στο σημείο αυτό μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις κριτικές. Αν η πρόταση του Heidegger εμπεριέχει μεταφυσική, αλλά ακόμα και φυσική θεολογία, αυτές είναι ριζικά διαφορετικές από αυτό που αντιπροσωπεύουν παραδοσιακά τα ονόματα τους. Οι δυσφημήσεις επομένως δεν έχουν καμιά επίδραση. Τονίσαμε σε αρκετή έκταση πως οι προτάσεις του Heidegger περί Θεού, που έχουν ως βάση την αναλογία είναι ελεύθερες από τις συνηθισμένες αντιφάσεις, ώστε ξεφεύγουν από «θάνατο των χιλιάδων ιδιοτήτων» που απειλεί τις παραδοχές που κάνει η παραδοσιακή μέθοδος της αναλογίας. Επιπλέον, ο Θεός στον οποίο αναφέρεται, είναι κάθε άλλο παρά άσχετος προς τις ηθικές και κοσμικές μας αποφάσεις. Αντιθέτως, εμπλέκεται με αυτές με τον πιο προσωπικό τρόπο, και είναι το θεμέλιο της σημασίας τους. Επειδή ο Θεός είναι ουσιαστικά εν-τω-κόσμω-είναι, και βρίσκεται σε πραγματική εσωτερική σχέση προς εμάς και όλους τους άλλους, το έσχατο πλαίσιο των δικών μας πεπερασμένων αποφάσεων είναι η αιώνια ζωή του Θεού. Με τον τρόπο αυτό είμαστε σε θέση να καταστήσουμε την πεποίθηση μας πραγματικά πνευματική (διανοητική). Τέλος, η κοινώς αποδεκτή θέση πως ο Θεός της πίστης δεν είναι ο deus philosophorum, ο Θεός των φιλοσόφων, χάνει την δύναμη της λόγω της πρότασης του Heidegger. Αν η θέση αυτή εννοεί πως το είναι του Θεού δεν είναι το μεταφυσικό Απόλυτο, αλλά το είναι του Ενός το οποίο είναι αυθεντικά προσωπικό, τότε συμφωνεί με αυτό που λέει ο Heidegger. Αν από την άλλη εννοεί, πως η πίστη στον Θεό είναι κάτι διαφορετικό από φιλοσοφική ερμηνεία της ουσίας του Θεού, και αυτό το λαμβάνει υπ’ όψιν η θέση του Heidegger. Πράγματι, κατανοώντας τον Θεό ως άπειρη χρονικότητα, παρέχει την μόνη δυνατή βάση, για να γίνει αυτή η διάκριση με ένα σαφή και αυτό-συνεπή τρόπο.

Το μόνο που μπορώ να συμπεράνω λοιπόν, είναι πως η πρόταση του Heidegger στο «Είναι και Χρόνος», έχει μοναδική σημασία για την σημερινή κατάσταση στην θεολογία. Αυτό δεν σημαίνει πως θεωρώ αυτές τις λίγες προτάσεις ως επαρκή μορφή έκφρασης αυτής της τοποθέτησης. Από όσα γνωρίζω, ο Heidegger δεν αναπτύσσει πουθενά την ιδέα του αυτή, και είναι πιθανόν ότι το έργο της «ύστερης» λεγόμενης φάσης του να περιέχει και την ανατροπή της πρότασης αυτής. Εν πάση περιπτώσει, υπάρχουν σύγχρονοι φιλόσοφοι-ο πιο αξιοσημείωτος είναι ο Αμερικανός στοχαστής Charles Hartshorne-οι οποίοι θωρούν πως η άποψη αυτή δεν βρίσκεται σε μια υποσημείωση, αλλά εκτίθεται επιμελώς στην νεοκλασσική μεταφυσική. Όπως και να έχουν τα πράγματα, είμαι πεπεισμένος, πως αυτή την βαθιά αλήθεια περί της χρονικότητας του Θεού, θα πρέπει αργά ή γρήγορα να την μάθουμε εμείς οι θεολόγοι, και επίσης πιστεύω πως η υποσημείωση του Heidegger μπορεί να μας την διδάξει. Στο σημείο αυτό δεν μπορώ παρά να θυμηθώ τα λόγια του Gogarten, που αναφέρονται σε παρόμοια θεματολογία: «Δεν χρειάζεται να το μάθει κανείς αυτό απαραίτητα από τον Heidegger. Αν νομίζει ότι από αλλού μπορεί να το μάθει καλύτερα, έχει καλώς. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο όμως, πρέπει να το μάθει.»

                                  Τέλος.

ΟΥΔΕΠΟΤΕ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΑΠΕΔΕΧΘΗ ΤΗΝ ΑΝΑΛΟΓΙΑ.  Η ΠΑΓΙΔΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΟΥΝ ΕΙΝΑΙ Η ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΑΚΙΝΑΤΗ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΟΥΝ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗΝ ΜΕΤΟΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΩΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΖΩΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ, ΤΗΝ ΠΡΟΝΟΙΑ, ΑΝΑΓΚΑΖΟΜΕΝΟΙ ΝΑ ΕΠΙΝΟΟΥΝ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΑ.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ ΔΕΝ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟΝ ΘΕΟ. ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΕΝΕΚΕΝ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΔΥΟ Α'ΠΡΙΟΡΙ ΤΟΥ ΚΑΝΤ, ΤΟΝ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: