Συνέχεια από: Σάββατο 8 Απριλίου 2023
ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΥΖΙΚΟΥ
Αν λοιπόν δεν αμφισβητείται ότι ουσία της αρετής του καθενός είναι ο ένας Λόγος του Θεού (γιατί ουσία όλων των αρετών είναι ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, όπως έχει γραφεί· «αυτός που εγενήθη για μας από το Θεό σοφία και δικαιοσύνη και αγιασμός και απολύτρωση», ιδιότητες που λέγονται δηλαδή γι' αυτόν και του ανήκουν σε απόλυτο βαθμό, επειδή είναι αυτοσοφία και δικαιοσύνη και αγιότητα, κι όχι ως προσδιορισμοί που προσδιορίζουν εμάς, για παράδειγμα σοφός άνθρωπος ή δίκαιος άνθρωπος), κάθε άνθρωπος που μετέχει της αρετής κατά πάγια έξη, μετέχει αναμφισβήτητα του Θεού που είναι η ουσία των αρετών, επειδή καλλιέργησε γνήσια και κατά προαίρεση τη σύμφωνη με τη φύση του σπορά του αγαθού και έδειξε ίδιο το τέλος με την αρχή, ή καλύτερα έδειξε πως είναι ένα πράγμα η αρχή και το τέλος, φθάνοντας να είναι ανυπόκριτος (ανόθευτος) συνήγορος του Θεού, επειδή με την προαίρεσή του στο κατ' εικόνα Θεού φυσικό καλό και την προαίρεση πρόσθεσε την εξομοίωση με τις αρετές, με την έμφυτη ανάβαση και οικείωση προς την ίδια την αρχή. Κι εκπληρώνεται λοιπόν και στην περίπτωση αυτή ο αποστολικός λόγος που λέει· «μέσα σ' αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε». Βρίσκεται δηλαδή στο Θεό με την προσοχή, χωρίς να παραβλάψει τον λόγο τού είναι που προϋπάρχει στο Θεό και, δραστηριοποιούμενος με τις αρετές, κινείται στο Θεό σύμφωνα με το λόγο του μακάριου είναι που προϋπάρχει στο Θεό, και ζει στο Θεό κατά το λόγο του αιώνιου είναι που προϋπάρχει στο Θεό.
Ήδη από εδώ σύμφωνα με την απαθέστατη έξη μένοντας ίδιος με τον εαυτό του και ακίνητος, και στη μελλοντική ζωή κατά τη θέωση που θα δοθεί στέργοντας αγαπητικά και αποδεχόμενος τους λόγους που είπαμε και που προϋπάρχουν στο Θεό, ή καλύτερα αποδεχόμενος το Θεό, μέσα στον οποίο έχουν την πάγια σταθερότητά τους οι λόγοι των καλών, ο άνθρωπος είναι και μοίρα του Θεού, και επειδή υπάρχει, εξαιτίας του λόγου του είναι που υπάρχει στο Θεό, κι επειδή είναι αγαθός, εξαιτίας του λόγου του μακάριου είναι που βρίσκεται στο Θεό, κι επειδή είναι θεός, εξαιτίας του λόγου του αιώνιου είναι που βρίσκεται μέσα στο Θεό• είναι μοίρα λοιπόν του Θεού, γιατί τίμησε αυτούς τους λόγους και σύμφωνα μ' αυτούς έπραξε και μέσω των λόγων αυτών τοποθέτησε τον εαυτό του ολόκληρο στο Θεό μόνο και εντύπωσε και μορφοποίησε μέσα στον εαυτό του πλήρως το Θεό μόνο, ώστε κι ο ίδιος να είναι κατά χάρη και να καλείται θεός και ο Θεός από συγκατάβαση να είναι και να καλείται γι' αυτόν άνθρωπος, κι έτσι να δειχθεί η δύναμη της διάθεσης που γι' αυτό αντιπαραχωρείται, δύναμη που και τον άνθρωπο θεοποιεί για χάρη του Θεού εξαιτίας της αγάπης του προς το Θεό (δια το φιλόθεον), και το Θεό για χάρη του ανθρώπου κάνει άνθρωπο εξαιτίας της αγάπης προς τον άνθρωπο (δια το φιλάνθρωπον), και κάνει, σύμφωνα με την ωραία αυτή αντιστροφή, άνθρωπο το Θεό χάρη στην ενανθρώπηση του Θεού, και Θεό τον άνθρωπο χάρη στη θέωση του ανθρώπου. Γιατί ο Λόγος του Θεού και Θεός θέλει πάντοτε και σε όλα να πραγματοποιείται το μυστήριο της ενσωμάτωσής του.
Γι' αυτό, όταν ρωτήθηκαν από κάποιους που καμάρωναν για την εξωτερική παιδεία τους και πίστευαν ότι ο Θεός γνωρίζει νοερά τα νοητά και αισθητικά τα αισθητά, πως οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Θεός γνωρίζει τα όντα, απάντησαν ότι ούτε αισθητικά γνωρίζει τα αισθητά ούτε νοερά τα νοητά. Γιατί δεν είναι δυνατό αυτός που υπερβαίνει τα όντα ν' αντιλαμβάνεται τα όντα με τους τρόπους των όντων. Αλλά λέμε ότι αυτός γνωρίζει τα όντα ως ίδιά του θελήματα, προσθέτοντας και τη δικαιολόγηση της διατύπωσής τους. Αν δηλαδή δημιούργησε τα πάντα με το θέλημά του, και δεν υπάρχει γι' αυτό κανένας αντίθετος λόγος, και είναι δόγμα ευσεβές και είναι και δίκαιο να λέμε πάντοτε ότι ο Θεός γνωρίζει το θέλημά του, και καθένα από τα δημιουργήματά του το δημιούργησε θέλοντας, άρα ο Θεός γνωρίζει τα όντα ως ίδιά του θελήματα, επειδή και με τη θέλησή του δημιούργησε τα όντα. Από δω ξεκινώντας κι εγώ νομίζω ότι σύμφωνα με αυτούς τους λόγους λέχθηκε προς το Μωυσή από τη Γραφή ο λόγος, «σ' εγνώρισα περισσότερο από όλους», και για κάποιους άλλους, «γνώρισε ο Κύριος αυτούς που είναι δικοί του» και πάλι σε κάποιους άλλους, «δε σας γνωρίζω». Έκανε δηλαδή τον καθένα προαιρετική κίνησή τού ν' ακούσει τη θεία φωνή ή σύμφωνα με το θέλημα και το λόγο του Θεού ή αντίθετα με το θέλημα και το λόγο του.
Αυτά και τα παρόμοια είχε, νομίζω, στο νού του αυτός ο θεοφόρος άνθρωπος λέγοντας· «όταν τούτο το θεόμορφο και θείο στοιχείο, δηλαδή το νού και το λόγο μας, το αναμίξουμε με το δικό μας, και η εικόνα υψωθεί προς το αρχέτυπο, το οποίο τώρα επιθυμεί…» Γνώριζε δηλαδή ότι, αν κατευθύνουμε κατ' ευθείαν σύμφωνα με το λόγο και τη φύση μας προς αυτό που έχουμε τα φανερώματα της ουσίας και του λόγου με μια απλή κίνηση, χωρίς οποιαδήποτε αναζήτηση που μόνο σχετικά μ' αυτήν υπάρχει το να λανθάνει και να σφάλλει κανείς, όμοια με το Θεό, κατά το δυνατόν, και εμείς θα γνωρίσουμε τα πάντα, και δε θα πιανόμαστε πιά, από άγνοια, από την γύρω από αυτά κίνηση, γιατί θα έχουμε παραχωρήσει στο μεγάλο νού και λόγο και πνεύμα το δικό μας νού και λόγο και πνεύμα, ή καλύτερα ολόκληρο τον εαυτό μας σε ολόκληρο το Θεό που είναι η αρχέτυπη εικόνα.
2δ
Από τον ίδιο λόγο, στο λεγόμενο· «Ποια είναι η σοφία που με περιβάλλει και τι είναι αυτό το μεγάλο μυστήριο; Ή μήπως θέλει, ενώ είμαστε μοίρα του Θεού κι έχουμε απορρεύσει από τον ουρανό, για να μη κυριευθούμε από έπαρση εξαιτίας της αξίας μας και καταφρονήσουμε τον Κύριο, να προσβλέπουμε πάντοτε προς αυτόν κατά τη μάχη και την πάλη μας προς το σώμα και η ασθένεια η δεμένη μαζί μας να είναι παιδαγωγία για το αξίωμά μας;».
Το ίδιο διηγείται και στο λόγο για το χαλάζι, λέγοντας τα εξής· «κι αυτούς θα τους δεχθεί το άφραστο φως και η θεωρία της αγίας και βασιλικής Τριάδας που λάμπει τρανότερα και καθαρότερα και που όλη αναμιγνύεται με όλο το νού, την οποία βέβαια εγώ μόνη θεωρώ βασιλεία των ουρανών», όταν νιώθει ηδονή και αγαλλίαση, για να τολμήσω να συνάψω τα δικά μου με τα δικά του, κάθε δημιούργημα λογικό αγγέλων ή ανθρώπων, όσα δεν έφθειραν από απροσεξία κανέναν από τους θείους λόγους που έχει συναρμόσει μαζί τους ο Δημιουργός φυσικά κατά την κίνηση προς το τέλος, αλλά μάλλον τους διέσωσαν με σωφροσύνη όλους τους αμετάβλητους, επειδή γνωρίζουν ότι είναι και θα γίνουν όργανα της θείας φύσης. Αυτούς τους λόγους αφού τους αγκάλιασε όλος εξ ολοκλήρου ο Θεός σα να ήταν κατά κάποιο τρόπο η ψυχή του, σα να πρόκειται να γίνουν μέλη του σώματός του άρτια κι εύχρηστα στο Δεσπότη, και τους μεταχειρίζεται όπως θέλει και τους πληροί με την οικεία δόξα και μακαριότητα, δίνοντας και χαρίζοντάς τους την αΐδια και ανεκλάλητη ζωή και τελείως ελεύθερη από κάθε γνώρισμα της συστατικής ιδιότητας (της ιδιαίτερης σύστασης) της παρούσας ζωής, που στηρίζεται πάνω στη φθορά. Τη ζωή αυτή δεν τη συνιστούν ο αέρας που εισπνέεται ούτε τα ρυάκια του αίματος που κυλούν από το συκώτι, αλλά ολόκληρος ο Θεός που μετέχεται από όλους και από την ψυχή, όπως η ψυχή προς το σώμα, και μέσω της ψυχής φθάνει, όπως αυτός γνωρίζει, μέχρι το ίδιο το σώμα, για να δεχθεί η ψυχή μεν την ατρεψία και το σώμα δε την αθανασία, και να θεωθεί ολόκληρος ο άνθρωπος θεοποιημένος από τη χάρη του ενανθρωπήσαντος Θεού, γίνοντας άτρεπτος όλος ο άνθρωπος κατά την ψυχή και το σώμα με την φύσιν, και όλος γινόμενος Θεός με τη δύναμη της χάριτος και τη θεία λαμπρότητα που εμπρέπει απόλυτα σ' αυτόν της μακαρίας δόξας, πέρα από την οποία δεν είναι δυνατόν να επινοηθεί τίποτε λαμπρότερο και υψηλότερο.
Πράγματι, τι είναι για τους άξιους πιο αγαπητό από τη θέωση, σύμφωνα με την οποία ο Θεός ενώνεται μ' αυτούς που έγιναν θεοί και από αγαθότητα κάνει δικό του το παν: Γι' αυτό καλώς ονόμασαν και ηδονή και πάθος και χαρά αυτή την κατάσταση, που δημιουργεί η θεία κατανόηση και η επακόλουθη απόλαυση της ευφροσύνης· ηδονή μεν, επειδή είναι τέλος των φυσικών ενεργειών (γιατί έτσι ορίζουν την ηδονή), και πάθος δε, επειδή σαν δύναμη εκστατική οδηγεί αυτό που πάσχει σ' αυτό που πράττει, σύμφωνα με το παράδειγμα που δώσαμε για τη σχέση του αέρα με το φως και της φωτιάς με το σίδηρο, και που πείθει φυσικά και αληθινά ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος βασικός κανόνας των όντων εκτός από αυτόν, κατά τον οποίο η απάθεια ακολουθεί όπως πρέπει, και η χαρά δεν έχει τίποτε αντίθετο ούτε περασμένο ούτε μελλοντικό. Γιατί λένε ότι η χαρά ούτε την περασμένη λύπη θυμάται ούτε δέχεται τον αναμενόμενο κόρο εκ φόβου, όπως η ηδονή.
Γι' αυτό τόσο η θεόπνευστη Γραφή παντού όσο και οι πατέρες μας, που από αυτήν διδάχτηκαν τα θεία μυστήρια, βεβαίωσαν ότι η χαρά είναι όνομα ενδεικτικό της μελλοντικής αλήθειας. Συνοπτικά λοιπόν, κατά τη γνώμη εμένα του μικρού, έχει δειχθεί φυσικώς και από το λόγο της Γραφής και από τους Πατέρες, ότι τίποτε από όσα έγιναν ως τώρα δε σταμάτησε ποτέ να κινείται ούτε δέχθηκε τη λήξη που ανήκει σ' αυτό κατά το θείο σκοπό, κι εκτός από αυτά ότι είναι αδύνατο να κλονιστεί έστω και λίγο η βασιμότητα της μονιμότητας μέσα στο Θεό εκείνων που αξιώνονται. Πως δηλαδή είναι δυνατό, για να δώσω σε όσα έχουν λεχθεί μικρή βοήθεια με το συλλογισμό προς βεβαίωσή τους, αυτοί που βρέθηκαν να είναι μια φορά μέσα στο Θεό να δεχθούν στην επιθυμία τους τον υβριστή κόρο, αφού κάθε κόρος, σύμφωνα με τη σημασία και τον ορισμό του, τυχαίνει να σβήνει κάθε όρεξη, πράγμα που γίνεται με δύο τρόπους; Η δηλαδή κόβεται η όρεξη περιγράφοντας ως μικρά αυτά που την προκαλούν, ή τα σιχαίνεται και τα περιφρονεί ως αισχρά και άσχημα· από αυτά συνήθως προκαλείται ο κόρος. Ο Θεός όμως που είναι από τη φύση του άπειρος και πολύτιμος, επιτείνει περισσότερο την όρεξη εκείνων που τον απολαύουν με τη μετοχή τους στο αόριστο.
Αν αυτό είναι αληθινό, όπως βέβαια και είναι, δεν ήταν επομένως η λεγόμενη ενάς των λογικών, που δοκιμάζοντας κόρο της μονιμότητάς της μέσα στο Θεό μοιράστηκε και με το διασκορπισμό της έφερε μαζί τη γένεση τούτου του κόσμου, για να μην κάνουμε το αγαθό τέτοιο που να δέχεται περιγραφή και το ατιμάσουμε, επειδή τάχα περιορίζεται από κάποιο κόρο και γίνεται αιτία να σταματήσουν εκείνα που δεν μπόρεσαν να κρατήσουν ακίνητη την επιθυμία τους. Και μάταια λοιπόν, όπως νομίζω, κάποιοι τη θεσμοθετούν, δημιουργώντας ανύπαρκτα πλάσματα και, το πιο βαρύ από αυτό, λένε ψέματα για αυτόν το μακάριο πατέρα πως έχει τάχα τέτοιες απόψεις, ώστε όχι μόνο αυτοί να μπορούν εύκολα να πιστεύουν ότι οι ψυχές ήρθαν στα σώματα από κάποιο προηγούμενο είδος ζωής προς τιμωρία των κακών που έχουν προδιαπραχθεί, αλλά να επιχειρούν εύλογα να εξαπατούν και άλλους πως έτσι συμβαίνει με την αξιοπιστία των προσώπων, ενεργώντας ούτε σωστά ούτε ηθικά. Ας τους αφήσουμε όμως αυτούς να πιστεύουν ό,τι πιστεύουν, και εκτός από αυτά που είπαμε ας εξετάζουμε με ευλάβεια και μ' άλλο τρόπο το νού του δασκάλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου