Συνέχεια από: Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2023
Η Ορθόδοξη Θεολογία εν πορεία και η «άυλη πραγματικότητα» της ύστερης νεωτερικότητας
Από τον υλικό στον άυλο κόσμο: Πως φτάσαμε ως εδώ;
Χρυσόστομος Α. Σταμούλης
Στα χρόνια που ακολούθησαν από τον τέταρτο αιώνα και μετά, ακόμα και σε στιγμές έντονων ιστορικών υπογραμμίσεων της ύλης και του σώματος, σε στιγμές υπερβολής, όπως η εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, του ιστορικού υλισμού και της βιολογίας, πάντα ή σχεδόν πάντα υπήρχε μια ανεπαίσθητη υποτίμηση της υλικότητας και της σωματικότητας, η οποία γεννιόταν από την ενσυνείδητη ή ασυνείδητη ρήξη του υλικού με το πνευματικό· μια υπόγεια ρήξη, η οποία στο όνομα του υπερτονισμού της ύλης ή εξαιτίας αυτού, αδυνατούσε να δει το όλον και έως εκ τούτου διά της προσθέσεως οδηγούσε την κτίση και κυρίως τον άνθρωπο σε μια ύπουλη αφαίρεση, σε μια εκλεπτυσμένη από-υλοποίηση στο όνομα της ύλης ή για χάρη της ύλης.
Τούτο, ποσώς δεν έχει να κάνει με οποιαδήποτε γενίκευση η οποία θα αδυνατούσε να βρει εντός της ιστορίας στιγμές ουσιαστικού σεβασμού της υλικότητας. Στιγμές υπεράσπισης της υλικότητας και της σωματικότητας και εξαιτίας αυτού στιγμές δημιουργικής ανάδειξής τους στο σύνολο του πολιτισμού και της ιστορίας. Στιγμές λάμψης του Αρχαιοελληνικού και του Βυζαντινού πολιτισμού, στιγμές Αναγέννησης και Διαφωτισμού και οπωσδήποτε στιγμές έξαρσης του ανθρωπισμού. Μέσα σε αυτές τις εποχές ο άνθρωπος προχώρησε, επέκτεινε την ανθρωπινότητά του, δημιούργησε τον κόσμο του και άνοιξε τα όριά του.
Λέμε συχνά, ότι η κυριαρχία του άυλου οφείλεται στην εμφάνιση και την ανάπτυξη των μηχανών, την επικράτηση του τεχνικού πνεύματος και της τεχνολογίας, που ως δούρειος ίππος τρύπησε τη σταθερότητα της ένυλης ιστορίας. Και θεωρούμε πως όλα αυτά είναι γεννήματα των τελευταίων διακοσίων ετών, που επιτάχυνε η τελευταία πεντηκονταετία.
Δεν χωρά καμία αμφιβολία, πως στα όρια της ύστερης νεωτερικότητας18, βρισκόμαστε ενώπιον ενός περάσματος από τη μονοφυσιτική οντολογική δίωξη του σώματος, στην τεχνολογική δίωξή του. «Αν σύμφωνα με τον Φρανσουά Ρασπάιγ και πολλούς άλλους, “η Επιστήμη είναι η μοναδική θρησκεία του μέλλοντος”», γράφει ο Πωλ Βιρίλο, «θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι αυτός ο επιστημονικός ιντεγκρισμός σέρνει ένα βαρύ αιρετικό παρελθόν, παραφορτωμένο με γνωστικά υπολείμματα που οργανώνονται γύρω από το επαναλαμβανόμενο μίσος για την ύλη, από αυτό που ονομαζόταν θανάτωση της σάρκας – του ανθρώπινου σώματος και, γενικότερα του σώματος του ζωντανού κόσμου»19.
Πρόκειται για μια δίωξη που στηρίζεται στην επιδίωξη του εύκολου κέρδους, στην «ευκολία» των διαδικασιών συναλλαγής και διαλόγου των ανθρώπων, στη διάθεση ολοκληρωτικού εξουσιασμού και στην ανάδειξη δύναμης. Πρόκειται για μια παράδοξη δίωξη που γίνεται εις το όνομα του ανθρώπου και η οποία θυμίζει τη φράση «όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας». Μια δίωξη-επιβολή που ματαιώνει την ενότητα ενός υποκειμένου το οποίο δεν μπορεί να ζει χωρίς, παρά μόνον με. Μια δίωξη η οποία εκβάλλει στην οριστική και οπωσδήποτε ριζική υποκατάσταση. Ναι, μπορούμε να πούμε πως το σώμα σήμερα βρίσκεται υπό διωγμόν, απειλείται. Έγραφε στο 2007, ο μακαριστός Μητροπολίτης Περγάμου κυρός Ιωάννης: «Ένα άλλο πρόβλημα που δημιουργεί πλέον η πορεία του πολιτισμού, και μη σας φανεί περίεργο, είναι η διάσωση του σώματος. Ναι, το σώμα απειλείται. Εάν σκεφτούμε βαθύτερα τι συνεπάγεται η πληροφορική, το Διαδίκτυο και όλα τα μέσα, με τα οποία οι άνθρωποι επικοινωνούν πλέον μεταξύ τους, καταλαβαίνουμε ότι το μεγαλύτερο θύμα όλου αυτού του πολιτισμού είναι το ανθρώπινο σώμα. Δεν χρειάζεται πλέον να χρησιμοποιώ το σώμα μου για να ψωνίζω, να πάω στο διπλανό μαγαζί να συναντήσω εκεί το γείτονά μου να ψωνίσει και αυτός. Μπορώ θαυμάσια μέσω του Διαδικτύου να παραγγείλω τα ψώνια, να κάθομαι στο σπίτι μου, να επικοινωνώ με τους γείτονές μου, με τους φίλους μου, χωρίς να χρησιμοποιώ το σώμα μου. Χωρίς το σώμα αυτό να το έχω ως μέσο κοινωνίας με τους άλλους. Θα είναι λοιπόν θύμα του πολιτισμού το σώμα»20. Και σήμερα, αυτή η πρόβλεψη του Σεβασμιωτάτου, μόλις δεκαέξι χρόνια πριν, μοιάζει να λαμβάνει διαστάσεις κανόνα. Διαλεγόμαστε χωρίς το σώμα μας, ερωτευόμαστε χωρίς το σώμα μας, επικοινωνούμε ερήμην του σώματος, ταξιδεύουμε, ξεναγούμαστε, ψωνίζουμε, ντυνόμαστε, πενθούμε, μετέχουμε στη λειτουργική ζωή, χωρίς το σώμα μας21. Η είσοδός μας στο διαδίκτυο προϋποθέτει την εναπόθεση του σώματος. Οι αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια είναι κατακλυσμιαίες και τούτο διότι η ταχύτητά τους φαίνεται να ξεπερνά τις βιολογικές και πνευματικές αντοχές του ανθρώπου, ο οποίος αδύναμος και αμήχανος παρακολουθεί όλα αυτά που συμβαίνουν «για το καλό του».
Όμως, οφείλουμε να ομολογήσουμε, ότι ο πειρασμός της μηχανής και του τεχνικού πνεύματος, ως μιας προσπάθειας υπέρβασης των ορίων της κτιστότητας, αλλά και διευκόλυνσης της ανθρώπινης καθημερινότητας δεν είναι κάτι καινούριο. Από τη μυθολογική εποχή έως και σήμερα, από τον Τάλω έως και τον Φρανκενστάιν, συναντούμε στην ιστορία του πολιτισμού παραδείγματα ενός τέτοιου εγχειρήματος22. Αυτό που διαφοροποιεί το παρελθόν από το παρόν, είναι η ένταση και η δυναμική της εξέλιξης. Ίσως και η έκρηξη της βούλησης, ένας κάποιος γιγαντισμός της, που φτάνει αρκετές φορές τα όρια της ιεροποίησης23. Αποδοχή, η οποία μας μεταφέρει στην καρδιά μιας μεταθρησκευτικής και αντιθεολογικής εποχής, εντός της οποίας, παρατηρείται «αξιοσημείωτη αποδυνάμωση του ρόλου των επίσημων θρησκευτικών συστημάτων, των εκκλησιών»24, και ταυτόχρονη αντικατάστασή τους από τις νέες «μυθολογίες»25, που ανθίσανε στο κενό, που δημιούργησε η αποστράγγιση και το ολοκληρωτικό στέγνωμα της υπόστασης του ανθρώπου εκ μέρους των ολοκληρωτικών και ως εκ τούτου απάνθρωπων θρησκευτικών εξουσιών. Άλλωστε, όπου υφίσταται αυτό το κενό, παρατηρεί ο George Steiner, «ξεπηδούν νέες ζωτικές δυνάμεις και υποκατάστατα»26. Προκειμένου όμως το καινούργιο σύστημα να αποκτήσει «το στάτους μιας μυθολογίας», οφείλει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις. Πρώτα απ’ όλα να έχει «σφραγίδα της καθολικότητας»27.
Τουτέστιν, να επιβεβαιώσει το νέο σύστημα, πως η «προτεινόμενη ανάλυση της ανθρώπινης συνθήκης –της ιστορίας μας, του νοήματος της ζωής…και των περαιτέρω προσδοκιών μας– έχει καθολική ισχύ». Πράγμα που σημαίνει, ότι με αυτή την έννοια, «μια μυθολογία είναι μια πλήρης εικόνα του “ανθρώπου μέσα στον κόσμο”»28. Κατά δεύτερο λόγο, να έχει μια σειρά κανονιστικών κειμένων, που θα επιτρέπουν την ανάδειξη της «ορθοδοξίας» και της «αίρεσης»29, και κατά τρίτο λόγο να αναπτύξει «δική του γλώσσα, δικό του χαρακτηριστικό ιδίωμα, δικές του εμβληματικές εικόνες, σημαίες, μεταφορές, δραματικά σενάρια», αλλά και μια σειρά «θεμελιωδών χειρονομιών, τελετουργιών και συμβόλων»30.
Έχω την αίσθηση, πως όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συγκεντρώνουν στην εποχή μας ουκ ολίγα συστήματα. «Μυθολογίες», που αποδεικνύουν το πόσο πολύ ο άνθρωπος σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ, διψά για «εγγυημένη προφητεία»31. Διψά δηλαδή για νέες θρησκείες, για μια «θεολογία της υποκατάστασης», που παρότι διακρίνεται για την έντονη αντιθρησκευτικότητά της, ή εξαιτίας αυτής, αναπτύσσει δομές και δραστηριότητες που φέρουν πάντα πάνω τους «τα σημάδια του θεολογικού παρελθόντος»32.
Πράγμα που δικαιώνει τον «καταραμένο» προφήτη Αρθούρο Ρεμπώ, που σε μια αντίστοιχη εποχή, εκατόν πενήντα χρόνια πριν, καταδίκασε τον επιστημονικό δογματισμό, τουτέστιν το νέο φονταμενταλιστικό μεσσιανισμό, με το ισχυρότερο όπλο που διαθέτει ο κάθε «καταραμένος»∙ την ειρωνεία και το σαρκασμό: «Α! η επιστήμη! Άλλαξε τα πάντα. Για το σώμα και την ψυχή, καταφυγή μας είναι η ιατρική και η φιλοσοφία – τα γιατροσόφια και οι διασκευές των λαϊκών τραγουδιών. Και οι διασκεδάσεις των πριγκίπων και τα παιχνίδια που απαγόρευαν στους άλλους! Γεωγραφία, κοσμογραφία, μηχανική, χημεία!...Επιστήμη, η νέα αριστοκρατία! Η πρόοδος. Ο κόσμος πάει μπροστά! Δεν περιστρέφεται λοιπόν;»33.
Εντός αυτού του περιβάλλοντος, εντός αυτής της νέας προκλήσεως, διαμορφώθηκε η «τρέχουσα τυπολογία των τοποθετήσεων απέναντι στις εξελίξεις αυτές», η οποία, όπως σημειώνεται, «περιλαμβάνει κατὰ βάσιν δύο κατηγορίες: α) τους τεχνικοαισιόδοξους, και β) τους τεχνικο-απαισιόδοξους. Στο συμβιωτικό μοντέλο ανθρώπων και μηχανών της πρώτης κατηγορίας, προσδοκάται ένα καλύτερο μέλλον από την τεχνολογία, στο οποίο θα ενσωματωθούν τα προϊόντα της αρμονικά, θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, με λιγότερα ατυχήματα, καλύτερη ποιότητα ζωής κ.λπ. Στην πιο ριζοσπαστική της εκδοχή, αυτή η αισιοδοξία προσεγγίζει το μετανθρωπιστικό (post-human) ιδεώδες της ανθρώπινης «ενίσχυσης». Σε αυτό οι ανθρώπινες δραστηριότητες μηχανοποιούνται και προσβλέπεται η υβριδική ικανότητα των ανθρώπων-μηχανών, χάριν γενικής ευημερίας και ατομικής ενίσχυσης· με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα έντονα ατομικιστικό πρότυπο, δομημένο πάνω στην ανταγωνιστικότητα. Από την άλλη πλευρά, οι εκπρόσωποι της τεχνικοαπαισιοδοξίας αντιμετωπίζουν το ίδιο μέλλον με όρους δυστοπίας: οι κοινωνικές σχέσεις θα υποβαθμίζονται, οι γνωστικές μας ικανότητες θα ατροφήσουν, νέες ανισότητες θα αναδυθούν34, οι δημοκρατικοί θεσμοί θα κινδυνεύσουν κ.λπ., έως την αναπόδραστη κατάρρευση του πολιτισμού μας. Η ακραία εκδοχή αυτής της τάσης είναι ο Βιοσυντηρητισμός, ο οποίος αρνείται τις ριζικές τεχνολογικές αλλαγές, χάριν της υπεράσπισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της διατήρησης της αίσθησης της ανθρώπινης ζωής ως δώρου και της δυνατότητας να παραμείνουμε οι συγγραφείς της δικής μας ζωής. Η αντίληψη που κατά βάση επικρατεί «βλέπει» ότι το μέλλον θα βρει τους ανθρώπους σε συνεργασία με τις μηχανές […]»35.
Τι μπορεί, όμως, να κάνει η Θεολογία; Μπορεί, και τούτη είναι η μεγάλη ευθύνη της, να αναλάβει το ρίσκο και να διαλεχθεί με το καινούριο, εντός της δημόσιας πλατείας και εκεί, να κηρύξει ανένδοτο υπέρ του ανθρώπου και οπωσδήποτε υπέρ ενός θεοκεντρικού ανθρωπισμού, ο οποίος δείχνει συνεχώς και με έμφαση την ανάγκη του μυστηρίου των εσχάτων, το οποίο κομίζει νόημα για το εδώ και τώρα. Για εκείνο το «ως εν ουρανώ και επί της γης», το οποίο μπορεί να μετατραπεί, χωρίς αλλαγή νοήματος, αλλά για λόγους έμφασης, σε «ως επί της γης και εν τω ουρανώ». Και ας μη ξεχνάμε, εντέλει, ότι το τεχνικό πνεύμα είναι γέννημα της δημιουργικότητας ή συμποσώνεται στη δημιουργικότητα, η οποία προφανώς και το υπερβαίνει. Συνεπώς το θέμα είναι η επανασύνδεση της ανθρώπινης δημιουργικότητας με αυτό που την ξεπερνά και είναι εξάπαντος το αρχέτυπο προς το οποίο η εικόνα βλέπει και εξαιτίας του οποίου υπάρχει, αναπνέει και ελπίζει. Εάν η δημιουργικότητα, η τέχνη και η τεχνολογία μπορούν να οδηγήσουν στον μηδενισμό του ανθρώπου, δεν πρέπει να ξεχνούμε πως είναι και οι μόνες δυνάμεις που μπορούν να τον στρέψουν στην εσχατολογική προοπτική του41. Γι’ αυτό ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, όταν ομιλεί για την ενέργεια του Θεού χρησιμοποιεί τον όρο τέχνη, ενώ όταν ομιλεί για την ενέργεια του διαβόλου χρησιμοποιεί τον όρο κακοτεχνία. Η τέχνη ποιεί την ενότητα επί το αυτό εν αμερίστω καρδία ενώ η κακοτεχνία, την οποία καλεί τους πιστούς ο άγιος Ιγνάτιος να αποφεύγουν, «φεύγετε ουν τας κακοτεχνίας και ενέδρας του άρχοντος του αιώνος τούτου, μήποτε θλιβέντες τη γνώμη αυτού εξασθενήσετε εν τη αγάπη· αλλά πάντες επί το αυτό γίνεσθε εν αμερίστω καρδία», σμπαραλιάζει το σώμα και το οδηγεί στην τελική νέκρωσή του. Γράφει ο Νίκος Ματσούκας, «Δαιμονισμός είναι άρνηση της ζωής ή καλύτερα άρνηση της δημιουργικής τελείωσης. Γι' αυτό τον συναντάμε μονάχα στην ελεύθερη και προσωπική ζωή. Οι λίθοι, τα φυτά και τα ζώα, όπως και οι ηλεκτρονικές μηχανές, δεν μπορούν να γίνουν δαιμονισμένα. Ο δαιμονισμός αρνείται τη ζωή και συνάμα επιζητεί την καταστροφή της ή την επάνοδο της ζωής στο μηδέν […] Η αποτυχία της δημιουργικής τελείωσης ανοίγει την πόρτα προς το δαιμονισμό, χωρίς η ίδια καθεαυτή να είναι ο δαιμονισμός. Εντούτοις η αποτυχία αυτή κάνει τον άνθρωπο ευάλωτο, γιατί χάνει τις ρίζες του. Περιφέρεται στον κόσμο της ανίας, της πλαδαρότητας και της στασιμότητας. Ορθώνεται έτσι ο "φαντασματικός" κόσμος της απειλής και της απομόνωσης. Τότε πρέπει να βρεθούν υποκατάστατα. Κι όταν αυτό ή δεν γίνει, ή αν γίνει και δεν έχει αποτελεσματικότητα, η κίνηση του ανθρώπου προς την καταστροφή προδιαγράφεται επικίνδυνα […] Ο άνθρωπος φθονεί ή μισεί, όταν χάσει τον δημιουργικό του ρόλο. Τότε χάνεται ή ματαιώνεται το καθ' ομοίωσιν Θεού»42.
35. Πρβλ. Π. Παναγιωτόπουλου, Χριστιανική τεχνολογία και σύγχρονη τεχνολογία: Η τιμή επί τον
άνθρωπον να διαβαίνει, σ. 70.
37 Βλ. σχετικά, Χ.Α. Σταμούλης, Έρως και θάνατος. Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σαρκώσεως, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2019. Πρβλ. Σ.Χ. Τσομπανίδης, Υπέρ της Οικουμένης. Μελέτες για την Οικουμενική Κίνηση και της αποστολή της Εκκλησίας στο σημερινό κόσμο, σ. 495-509.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου