Συνέχεια από: Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023
IV
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ ΜΙΑ «ΚΡΙΤΙΚΗ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ»;
1. Η έννοια της σχέσης στον πρώιμο Marx (συνέχεια)
γ. Ἡ ἀνθρώπινη δημιουργικότητα ὡς γεγονὸς σχέσης
Ὁ ἄνθρωπος ξεχωρίζει ἀπὸ κάθε ἄλλη ζωντανὴ ὕπαρξη, γιατί μόνον αὐτὸς ἐνεργεῖ τὴν ὕπαρξή του ως δυναμική σχέσεων. Οἱ σχέσεις αὐτὲς εἶναι, πρῶτον, συνειδητές καί, δεύτερον, δημιουργικές - παραγωγικὲς τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς του καὶ τῶν μέσων τῆς ζωῆς του. Ἡ δημιουργική παραγωγικότητα τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μόνο πραγματοποιεῖται ὡς ἄμεση καὶ αἰσθητὴ σχέση μὲ τὰ ὑλικὰ δεδομένα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ ἱδρύει πραγματικὲς σχέσεις, ὅπως καὶ προϋποθέτει ἔμπρακτες σχέσεις κοινωνίας (Verkehr) μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ μορφὴ αὐτῶν τῶν σχέσεων κοινωνίας καθορίζεται ἀπὸ τὴν παραγωγὴ (τοὺς τρόπους καὶ τὰ μέσα παραγωγῆς) - ἡ μορφὴ καὶ ὄχι ἡ πραγματικότητα τῶν σχέσεων.
Ὁ Marx διευκρινίζει ὅτι ὁ τρόπος παραγωγῆς δὲν πρέ- πει νὰ θεωρεῖται ἁπλὰ καὶ μόνο τρόπος ἀναπαραγωγῆς τῆς φυσικῆς ὕπαρξης τῶν ἀτόμων. Εἶναι κάτι πολύ περισσότερο: μιὰ συγκεκριμένη ἔκφραση τῆς ἐνέργειας αὐτῶν τῶν ἀτόμων, ἕνας συγκεκριμένος τρόπος νὰ ἐκφράζουν τη ζωή τους, εἶναι ὁ συγκεκριμένος τρόπος ζωής τους (Lebensweise). Όπως ἐκφράζουν (ἐξωτερικεύουν) τὴ ζωή τους τὰ ἄτομα, ἔτσι καὶ εἶναι.
Αὐτὴ ἡ ταύτιση τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι μὲ τὶς δημιουργικὲς - παραγωγικές σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου ἀναλύεται στα Χειρόγραφα του 1844 σὲ μιὰ καθαρὰ ὀντολογικὴ προοπτική. Γιὰ νὰ γίνει σαφέστερη ἡ προοπτικὴ αὐτὴ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ παραθέσουμε ἕνα ἐκτενὲς ἀπόσπασμα:
«Ἡ ἐργασία, ἡ ἐνέργεια ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἴδια ἡ παραγωγικὴ ζωή, ἐμφανίζεται καταρχὴν μόνο ὡς ἕνα μέσον γιὰ τὴν ἱκανοποίηση μιᾶς ἀνάγκης, τῆς ἀνάγκης νὰ συντηρηθεῖ ἡ φυσικὴ ὕπαρξη. ᾿Αλλὰ ἡ παραγωγικὴ ζωὴ εἶναι ἡ εἰδοποιὸς ζωή (das Gattungsleben)1. Εἶναι ζωὴ ποὺ παράγει ζωή. Στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργεῖ τὴ ζωή, ἔγκειται ὁ καθολικὸς χαρακτήρας ἑνὸς εἴδους, ὁ εἰδοποιὸς χαρακτήρας του (Gattungscharakter), καὶ ἡ ἐλεύθερη συνειδητὴ ἐνέργεια εἶναι ὁ εἰδοποιὸς χαρακτήρας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἴδια ἡ ζωὴ ἐμφανίζεται μόνο ὡς μέσο ζωῆς.
Τὸ ζῶο ταυτίζεται ἄμεσα μὲ τὴ ζωτική του ἐνέργεια. Δὲν ξεχωρίζει ἀπὸ αὐτήν. Τὸ ζῶο εἶναι ἡ ζωτική του ἐνέργεια. Ὁ ἄνθρωπος (ὅμως) κάνει τὴν ἴδια τὴ ζωτική του ἐνέργεια ἀντικείμενο τῆς θέλησής του καὶ τῆς συνείδησής του. Ἔχει συνειδητὴ ζωτική ενέργεια. Δὲν εἶναι ἡ ἐνέργειά του ἕνας προσδιορισμὸς μὲ τὸν ὁποῖο συγχωνεύεται ἄμεσα. Η συνειδητὴ ζωτικὴ ἐνέργεια ξεχωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἄμεσα ἀπὸ τὴ ζωώδη ζωτική ενέργεια. Μόνο χάρη σὲ αὐτὴ τὴ συνειδητὴ ζωτική του ἐνέργεια) εἶναι ὁ ἄνθρωπος μιὰ εἰδοποιὸς οὐσία (Gattungswesen). Μόνο χάρη σὲ αὐτὴν εἶναι ἡ ἐνέργειά του ἐλεύθερη ἐνέργεια . . .
Η πρακτική παραγωγὴ ἑνὸς ἀντικειμενικού κόσμου, ἡ διαμόρφωση τῆς ἀνόργανης φύσης, εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς συνειδητῆς εἰδοποιοῦ οὐσίας, δηλαδὴ μιᾶς οὐσίας ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ εἶδος ὡς ἑαυτό της, ἢ μὲ τὸν ἑαυτό της ὡς εἰδοποιὸ οὐσία. Σίγουρα, καὶ τὸ ζῶο παράγει. Χτίζει μιὰ φωλιά, κατοικίες, ὅπως οἱ μέλισσες, ὁ κάστορας, τὰ μυρμήγκια κλπ. (Ὅμως) τὸ ζῶο παράγει μόνο ὅ,τι εἶναι ἄμεσα ἀναγκαῖα γιὰ τὸ ἴδιο ἢ γιὰ τὰ μικρά του. Παράγει μονομερώς (einseitig), ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος παράγει καθολικά. Τὸ ζώο παράγει μόνο κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῆς ἄμεσης φυσικῆς ἀνάγκης, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος παράγει ἐλεύθερος ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀνάγκη καὶ παράγει ἀληθινὰ μόνο ἐλεύθερος ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη. Τὸ ζῶο παράγει μόνο τὸν ἑαυτό του, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἀναπαράγει τη σύνολη φύση. Η παραγωγὴ τοῦ ζώου ἀνήκει ἄμεσα στὸ φυσικό του σῶμα, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος στέκεται ἐλεύθερος ἀπέναντι στὸ προϊόν του. Τὸ ζῶο μορφοποιεί (τὴν ὕλη) κατὰ τὸ πρότυπο καὶ τὴν ἀνάγκη τοῦ εἴδους στὸ ὁποῖο ἀνήκει, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ξέρει να παράγει κατὰ τὸ πρότυπο κάθε είδους καὶ νὰ ἀποδίδει σὲ κάθε ἀντικείμενο τὸ σύμμετρο πρότυπο. Γι' αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος μορφοποιεῖ (τὴν ὕλη) καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τοῦ κάλλους.
Εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ διαμόρφωση τοῦ ἀντικειμενικού κόσμου μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἐπαληθεύει τὸν ἑαυτό του πραγματικὰ ὡς εἰδοποιὸ οὐσία. Αὐτὴ ἡ παραγωγὴ ἔργου εἶναι ἡ ἐνεργητικὴ εἰδοποιὸς ζωή του. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν ἐμφανίζεται ἡ φύση ὡς δικό του ἔργο καὶ δική του πραγματικότητα. Ἔτσι τὸ ἀντικείμενο (Gegenstand) τῆς ἐργασίας εἶναι ἡ ἀντικειμενοποίηση (Vergegenständlichung) τῆς εἰδοποιοῦ ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ μέτρο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀναπαράγει τὸν ἑαυτό του όχι μόνο νοητικὰ στὴ συνείδηση, ἀλλὰ ἐνεργά, βλέπει τὸν ἑαυτό του μέσα σὲ ἕνα κόσμο ποὺ ὁ ἴδιος έχει δημιουργήσει».
Οἱ σαφεῖς ὀντολογικές θέσεις αὐτοῦ τοῦ κειμένου θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν στὶς ἀκόλουθες προτάσεις:
1. Αὐτὸ ποὺ εἶναι κάθε ὑπαρκτό, προσδιορίζεται ἀπὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεώς του. Ο τρόπος ὑπάρξεως διαφοροποιεῖ τὰ εἴδη τῶν ὑπαρκτῶν.
2. Τὰ ἔμβια εἴδη τῶν ὑπαρκτῶν πραγματοποιοῦν τὴν ύπαρξή τους ὡς ἄμεση καὶ αἰσθητὴ σχέση μὲ τὰ ὑλικὰ δεδομένα τοῦ κόσμου.
3. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἔμβιο εἶδος ποὺ ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔμβια εἴδη, γιατί πραγματοποιεῖ τὶς ἄμεσες καὶ αἱσθητὲς σχέσεις του μὲ τὰ ὑλικὰ δεδομένα τοῦ κόσμου ἐνεργώντας μὲ συνείδηση καὶ ἐλευθερία.
4. Συνειδητὴ καὶ ἐλεύθερη ενέργεια σημαίνει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ἐνέργειά του. Παίρνει «απόσταση» ἀπὸ τὴν ἐνέργειά του, τὴν καθιστᾶ ἀντικείμενο τῆς συνείδησής του καὶ τῆς θέλησής του.
5. Ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ τὴ φυσική του ὕπαρξη καὶ ζωὴ μέσα ἀπὸ ἄμεσες αἰσθητὲς σχέσεις μὲ τὰ ὑλικὰ ἀντικείμενα, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἐνέργεια δὲν ἐξαντλεῖ τὸ καθολικὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς του - ἡ φυσικὴ ζωὴ εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο μόνο ένα μέσον ζωῆς.
6. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἐνεργεῖ τὶς φυσικές του σχέσεις μὲ τὰ ὑλικὰ ἀντικείμενα ἐλεύθερος ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀνάγκη. Γι' αὐτὸ καὶ μορφοποιεῖ τὴν ὕλη ὑπερβαίνοντας κάθε φυσικό προκαθορισμό μορφοποίησης. Διαμορφώνει κόσμο ἀντικειμενικὰ ὑπαρκτὸ καὶ αἰσθητό.
7. Ο κόσμος - δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου ἀντικείμενοποιεῖ (κάνει ἀντικειμενικὰ αἰσθητή) τὴν εἰδοποιό διαφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ ζῶα. Η δημιουργικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ὕλη ἐπαληθεύει τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀνθρωπιὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Στὶς ὀντολογικὲς αὐτὲς θέσεις καταλήγει ὁ Marx ὄχι ἀπὸ λόγους ἑνὸς γενικοῦ θεωρητικοῦ ἐνδιαφέροντος, ἀλλὰ σπουδάζοντας συστηματικὰ ἕνα συγκεκριμένο κοινωνικο-ιστορικό σύμπτωμα, τὸ σύμπτωμα τῆς ἀλλοτριωμένης εργασίας στὸ χῶρο τῶν καπιταλιστικῶν κοινωνιῶν τοῦ αἰώνα του. Η σπουδὴ αὐτοῦ τοῦ συμπτώματος μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ στὸ ποσοστό ποὺ διευκρινίζει τις παραπάνω ὀντολογικὲς θέσεις και, κυρίως, τὴ συμπερασματική πρόταση ποὺ συνάγουμε ἀπὸ αὐτές: ὅτι ἡ δημιουργικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ παραγωγική του ἱκανότητα, εἶναι γεγονὸς δυναμικὰ ἐνεργούμενης σχέσης, ένας ἀπὸ τοὺς οὐσιαστικούς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἐνεργεῖται ὡς σχέση (πραγματοποιεῖται καὶ φανερώνεται) ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου.
Τί ἀκριβῶς ὀνομάζει ὁ Marx ἀλλοτριωμένη εργασία; Θα εἴμασταν πολύ κοντὰ στὶς ἀπαντήσεις του, ἂν ἐπιμέναμε στο νοηματικὸ ἀκριβῶς περιεχόμενο τῆς λέξης ἀλλοτρίωση και λέγαμε ὅτι, ἀλλοτριωμένη εἶναι ἡ ἐργασία ποὺ γίνεται κάτι ἄλλο (κάτι ἀλλότριο, διαφορετικό καὶ ξένο) ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι. Εἴδαμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἐργασία εἶναι γιὰ τὸν Marx μιὰ ἐλεύθερη, συνειδητὴ καὶ δημιουργικὴ σχέση μὲ τὴν ὕλη, σχέση ποὺ ἐπαληθεύει τὴν εἰδοποιὸ ἰδιαιτερότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀποτυπώνει στὴν ἴδια τὴν ὕλη. Στην ἀλλοτριωμένη ἐργασία ἡ σχέση αὐτὴ χάνει ὅλα τὰ παραπάνω ἰδιάζοντα χαρακτηριστικά της.
Συγκεκριμένα:
Παύει ἡ ἐργασία νὰ εἶναι ἐλεύθερη δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Γίνεται ἀναγκαστική, ὑποτάσσεται σὲ ἀνάγκες άσχετες μὲ τὴν ἀνάγκη τῆς δημιουργίας. Γίνεται μέσον ἡ ἐργασία γιὰ νὰ ἱκανοποιηθεῖ μὲ τὸ ἀποτέλεσμά της μια ἀνάγκη διαφορετική, ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπιβίωσης. Γι' αὐτὸ καὶ μόλις πάψει νὰ ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπιβίωσης, ὁ ἄνθρωπος ἀποφεύγει αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας, ὅπως ἀποφεύγει τὴν πανούκλα. Τὴν ἀποφεύγει, γιατὶ εἶναι κάτι ξένο πρὸς τὴ φύση του, ξένο πρὸς τὸν ἑαυτό του. Ὁ ἐργάτης δὲν πραγματοποιεί καὶ δὲν ἐκφράζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν ἐργασία, δὲν ἐπαληθεύει τὴν ἰδιαιτερότητά του, ἀλλὰ πουλάει τὴ δημιουργική του ἐνέργεια σὲ κάποιον ἄλλον καὶ ἔτσι τὴ χάνει ὡς δική του ἐνέργεια, χάνει στὴν ἐργασία τὸν ἑαυτό του. Καὶ μιὰ τέτοια ἀπώλεια δὲν εἶναι θεωρητικὴ ἢ συναισθηματική, ἀλλὰ μιὰ πραγματική καταστροφὴ τῆς φύσης του καὶ ἀπονέκρωση του πνεύματός του.
Παύει ἡ ἐργασία νὰ ἐπαληθεύει τὴν εἰδοποιὸ ἰδιαιτερότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ὑπηρετεῖ ἀνάγκες ποὺ δὲν εἶναι ἰδιαζόντως ἀνθρώπινες, ἀλλὰ γενικὲς ἀνάγκες τῆς ζωώδους φύσης (φαγητό, ποτό, ἀναπαραγωγή, τὸ πολὺ καὶ κατοικία, καλλωπισμός κλπ.). Κανονικὰ ἡ ἱκανοποίηση αὐτῶν τῶν ἀναγκῶν εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἕνα μέσον ζωῆς. Ὅταν γίνουν αὐτοσκοπός, χάνουν πιὰ τὸν ἀνθρώπινο χαρακτήρα τους, γινονται ζωώδεις λειτουργίες. Καὶ ἡ ἐργασία ποὺ ὑπηρετεῖ ἀποκλειστικὰ αὐτὲς τὶς ζωώδεις λειτουργίες, εἶναι ἐργασία στην ὁποία ὁ ἄνθρωπος αὐτοαλλοτριώνεται καὶ αὐτοαναλίσκεται - ἀλλοτριώνεται καὶ ἀναλίσκεται ὁ εἰδοποιὸς ἑαυτός του, ἡ ἰδιαιτερότητά του. Γίνεται ἡ ἐργασία κάτι ἐξωτερικό (äusserlich) ὡς πρὸς τὸν κυρίως ἑαυτό του, κι αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐργασία δὲν ἀνήκει πιὰ στὸν ἐργαζόμενο, ἀλλὰ στὸν ἐργοδότη - ὅταν ἐργάζεται ὁ ἐργάτης δὲν ἀνήκει στον ἑαυτό του ἀλλὰ σὲ κάποιον ἄλλον, σὲ αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖο ἐργάζεται. Ἔτσι ἡ ἐργασία εἶναι γιὰ τὸν ἐργάτη μιὰ ἀπώλεια τοῦ ἑαυτοῦ του.
Παύει ἡ ἐργασία νὰ εἶναι σχέση μὲ τὸν κόσμο καὶ τὰ ὑλικὰ δεδομένα τοῦ κόσμου. Εἴδαμε καὶ παραπάνω ὅτι μόνο στην περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ πραγματικὴ σχέση μὲ τὰ ὑλικὰ ἀντικείμενα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ζῶο ποὺ δὲν σχετίζεται πραγματικά, ἀλλὰ μόνο ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ χρήση τῶν ὑλικῶν δεδομένων καὶ ταυτίζεται μὲ αὐτήν. Μόνο ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ μιὰ συνειδητή, ἐλεύθερη καὶ δημιουργική σχέση μὲ τὸν ὑλικὸ κόσμο, καὶ αὐτὴ ἡ ἐνέργεια εἶναι ἡ πράξη τῆς παραγωγής του, ἡ ἐργασία του. Προσλαμβάνει τὴν ὕλη τοῦ κόσμου ὁ ἄνθρωπος προκειμένου νὰ παραγάγει ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὕλη τὰ χρειώδη τοῦ βίου του. Επομένως ή πράξη τῆς παραγωγῆς, ἡ ἐργασία, εἶναι σχέση ἄμεση καὶ ὀργανικὴ μὲ τὸν αἰσθητό κόσμο. Γι' αὐτὸ καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴν παραγωγική του πράξη, ὅταν ἡ πράξη τῆς παραγωγῆς δὲν ἀνήκει στὸν ἴδιο τὸν παραγωγὸ ἐργάτη ἀλλὰ σὲ κάποιον ἄλλον, τότε ὁ ἐργάτης ἀποξενώνεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του (ἀπὸ τὴν παραγωγική του ἐνέργεια), ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν αἰσθητό κόσμο. Ὁ κόσμος γίνεται κάτι έξω ἀπὸ αὐτὸν καὶ ξένο πρὸς αὐτόν, τελικά κάτι ἐχθρικὸ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Δεν παύει ὁ ἄνθρωπος νὰ παράγει, ἑπομένως νὰ σχετίζεται μὲ τὸν ὑλικὸ κόσμο, εἶναι ὅμως αὐτὴ μιὰ σχέση ἐχθρικὴ πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὰ φυσικὰ ἀντικείμενα, ἀφοῦ γίνεται ἀφορμὴ ἀλλοτρίωσης τοῦ ἀνθρώπου.
Παύει, τέλος, ἡ ἐργασία νὰ εἶναι κοινωνικό γεγονός, σχέση κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Όταν ὁ ἄνθρωπος ἀποξενώνεται ἀπὸ τὸν ἑαυτό του (ἀπὸ τὸν εἰδοποιὸ χαρακτήρα τῆς δημιουργικῆς του ἐνέργειας), ἀποξενώνεται καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, γιατὶ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἑαυτό του δὲν εἶναι ἀφηρημένη καὶ διανοητική, ἀλλὰ σχέση που πραγματοποιεῖται ἔμπρακτα ὡς κοινωνία μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἑαυτό του σημαίνει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος «ἵσταται ἔναντι» τοῦ ἑαυτοῦ του (sich selbst gegenübersteht), ἑπομένως καὶ ἕναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ὅταν αὐτὸ τὸ «ἵστασθαι - ἔναντι» παύει νὰ πραγματοποιεῖται, παύει νὰ πραγματοποιεῖται καθολικά. Παύει ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ προϊόν τῆς παραγωγῆς του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ προϊόντα τῆς παραγωγῆς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, παύει ἡ σχέση νὰ πραγματοποιεῖται ἔμπρακτα ὡς ἐνέργεια - παραγωγή, παύει καθολικὰ ἡ σχέση. Κάθε ἀλλοτριωμένος ἐργάτης βλέπει ὅλους τοὺς ἄλλους μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς δικῆς του ἀποξένωσης ἀπὸ τὴν ἀλήθεια του, τοὺς βλέπει ἀναπόφευκτα σὰν ξένους.
Ἡ ἀλλοτριωμένη, λοιπόν, ἐργασία ἐπαληθεύει ἀρνητικὰ τὸν ὀντολογικὸ χαρακτήρα τῶν παραγωγικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου - χαρακτήρα ἀποκαλυπτικὸ τοῦ ἀνθρώπινου είναι, τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι (πραγματοποιεῖται καὶ φανερώνεται) ἡ ἀνθρώπινη ύπαρξη. Καὶ ἡ ἀρνητικὴ ἀκριβῶς ἐπαλήθευση δηλώνει τη δυνατότητα συνύπαρξης τῆς ὀντολογικῆς αὐτῆς ἐκδοχῆς μὲ μιὰ κριτικὴ γνωστική πρόσβαση – τη δυνατότητα μιᾶς ὀντολογίας ποὺ δὲν βασίζεται σὲ ἀπριοριστικοὺς καὶ στατικοὺς ἢ νοητικοὺς καὶ αὐθαίρετους ἢ μυστικιστικοὺς καὶ ἀναπόδεικτους καθορισμοὺς τοῦ εἶναι τῶν ὑπαρκτῶν, ἀλλὰ σὲ καθορισμοὺς ποὺ ὑπόκεινται σὲ κριτικὴ ἐπαλήθευση μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ ἀμεσότητα τῆς ἱστορικῆς καὶ κοινωνικῆς πράξης.
Σημείωση
1 Ο όρος Gattung προέρχεται ἀπὸ τὴν κλασικὴ λογικὴ καὶ σημαίνει τὸ γένος -λατιν. genus- (τὴ μετάφραση τοῦ γένους ὡς Gallung στα γερμανικά χρησιμοποίησε πρῶτος ὁ Christian Wolff). Ο Marx χρησιμοποιεί συχνὰ τὸν ὄρο, ἰδιαίτερα στὰ Χειρόγραφα του 1844, εἴτε μόνον του, εἴτε μὲ τὴν προσθήκη ἑνὸς δεύτερου συνθετικοῦ (ὅπως Gattungswesen, Gattungsleben, Gattungsgegenstandlichkeit, Gattungscharakter κλπ.). Τὸν χρησιμοποιεῖ μᾶλλον ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὴν κλασικὴ ἔννοια ποὺ ἔχει τὸ γένος στὴν τυπική λογικὴ καὶ υἱοθετώντας τὸ νοηματικό περιεχόμενο που προσέδωσε στη Gattung ο Feuerbach: Ο Feuerbach ἀντιθέτει τὴν ἔννοια τῆς Gattung στην εγελιανὴ ἔννοια τοῦ καθόλου (das Allgemeine) ἀποδίδοντας στὴν πρώτη τὸ νόημα τοῦ φυσικοῦ καὶ στὴ δεύτερη τὸ νόημα τοῦ ἀφηρημένου. Μὲ τὴν προϋπόθεση τῆς νοηματικῆς αὐτῆς ἀντίθεσης προσλαμβάνει τὴν Gattung καὶ ὁ Marx καὶ τὴν χρησιμοποιεῖ περισσότερο μὲ τὸ νόημα τοῦ ἀριστοτελικοῦ εἴδους παρὰ τοῦ ἀριστοτελικοῦ γένους (πρβλ. Αριστοτέλους, Κατηγορίας 22, 14-17). Η Gattung στον Marx δηλώνει τὴ διαφορὰ τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως, τὴν εἰδοποιό διαφορά. Στην περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου ή Gattung δηλώνει τὴν εἰδοποιό διαφορά του ἀπὸ κάθε άλλη ζωντανὴ ύπαρξη, ὅπως φανερώνεται αὐτὴ ἡ διαφορὰ στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φύση , τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ῾Ιστορία καὶ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἑαυτό του. Καὶ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀλλοτριωμένη εργασία ποὺ ἀντιπροσωπεύει γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως θὰ δοῦμε ἀμέσως παρακάτω, τὴν ἀπώλεια τῆς Gattung, τὴν ἀπώλεια τῆς εἰδοποιοῦ διαφοράς του ἀπὸ τὰ ζῶα. Αναφέροντας, επομένως, καὶ τὴν ἔννοια τῆς Gattung στὴ δυναμική τῶν σχέσεων μὲ τὶς ὁποῖες ἐνεργεῖται μὲ τρόπο μοναδικὸ ἡ ἀνθρώπινη ύπαρξη, ἀπομακρύνεται ὁ Marx καὶ ἀπὸ τὸ νοηματικό περιεχόμενο ποὺ προσέδωσε ὁ Feuerbach στὴν Gattung, γι' αὐτὸ καὶ τὸν καταγγέλλει στην 6η ἀπὸ τὶς Θέσεις γιὰ τὸν Feuerbach ὅτι «ἀντιλαμβάνεται τὴν οὐσία μόνο ὡς Gattung, ὡς ἐσωτερικὴ βουβή γενικότητα που συνδέει φυσικά (natürlich) πολλά άτομα». (Βλ. καὶ Nadya Labica, Genre (vie ou caractère génériques), στο Dictionnaire Critique du Marxisme Paris (P.U.F.) 1982, σελ. 397).
καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.
Γεν. 1,28 καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 1,29 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πάντα χόρτον σπόριμον σπεῖρον σπέρμα, ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς, καὶ πᾶν ξύλον, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν σπέρματος σπορίμου, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν·
Γεν. 1,30 καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψυχὴν ζωῆς, καὶ πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν. καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,31 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα ἕκτη.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΧΕΤΕ ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΣΧΕΣΗ; Η ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΕΙ ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ; ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΠΕΡΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΚΑΙΩΣΕΙ ΤΟΝ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ ΚΑΘΕ ΕΞΟΥΣΙΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου