Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Ἄς φέρουμε στό νοῦ μας τήν Σαμαρείτιδα.

                               

Ἄς φέρουμε στό νοῦ μας τήν Σαμαρείτιδα.

Πῶς μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο ἡ προσωπική σχέση καί γνωριμία μέ τόν Χριστό!

π. Γεώργιος Μεταλληνός

Λεγόμεθα χριστιανοί - ὀρθόδοξοι. Ποιό ρόλο ὅμως παίζει ὁ χριστιανισμός, ἡ ὀρθοδοξία, στήν ζωή μας;

Ἄς ἀποτολμήσουμε μιά σύγκριση τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς (ἤ τῆς κοινωνίας μας) μέ τό Εὐαγγέλιο. Τί θά δοῦμε; Συμφέροντα, συμβιβασμούς, ὑποχωρήσεις, διπλωματικές ἐνἐργειες. Ποῦ εἶναι ἡ εὐθύτητα, ἡ εἰλικρίνεια, ἡ ἀλήθεια; Στήν πράξη, παράλληλα μέ τό Εὐαγγέλιό του δεχόμαστε διάφορα ὑλιστικά καί ἄθεα συστήματα, ἐξισώνοντάς τα μέ τό Εὐαγγέλιο, νά κατευθύνουν τήν ζωή μας.

Ὁμολογοῦμε τόν Χριστό, ἀλλά πορευόμεθα κατά τό συμφέρον μας καί συχνά συμβιβαζόμασθε καί προσαρμοζόμασθε μέ τήν ἀθεΐα καί ἀπιστία, πού ὀργιάζουν γύρω μας. Αὐτό σημαίνει, ὅτι δέν ἀνήκουμε ὁλόκληροι στόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιό του.

Γιατί ὅμως αὐτή ἡ ἀσυνέπεια; Τί λείπει; Λείπει ἡ προσωπική τοῦ καθενός μας γνωριμία καί σχέση μέ τόν Χριστό. Γνωρίζουμε τόν Χριστό σάν ἱστορία, σάν παρελθόν, ὄχι ὡς ζωντανό παρόν. Δέν ἀποκτᾶμε προσωπική σχέση μαζί του μέσα ἀπό τήν πνευματική ζωή, τήν ἄσκηση.

Ναί! Ἄν δέν ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ἄν δέν κατακτηθοῦμε ἀπό τόν Χριστό, ἄν δέν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό μας, δέν εἶναι δυνατόν νά ζήσει πραγματικά ὁ Χριστός, οὔτε στήν κοινωνία μας, οὔτε στήν καρδιά μας.
----------------------------------------

Ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ, τῶν ἐκδόσεων «Ὀρθόδοξος κυψέλη».

Ἐπιμέλεια ἀντιγραφῆς Φώτιος Μιχαήλ, ἰατρός


                                       Από το “Ημερολόγιο” του Αλεξάνδρου Σμέμαν
                                                     «Τετάρτη, 10 Σεπτεμβρίου, 1980

Γενικά, νιώθω όλο και πιο αποξενωμένος, απομακρυσμένος απ’ όσα έχω να κάνω. Παίζω όλους μου τους ρόλους – Σεμινάριο, θεολογία, Εκκλησία, Ρώσοι εμιγκρέδες, αλλά κυριολεκτικά «ρόλους». Δεν ξέρω πώς ν’ αποτιμήσω αυτούς τους ρόλους, τί είναι. Ίσως απλή τεμπελιά, ίσως κάτι βαθύτερο. Για να είμαι τίμιος, δεν γνωρίζω. Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτή η αποξένωση δεν με κάνει δυστυχισμένο. Ουσιαστικά είμαι αρκετά ευχαριστημένος με τη μοίρα μου και δεν θα ήθελα κάποια άλλη. Κατά κάποιο τρόπο, μου αρέσει ο καθένας απ’ αυτούς τους ρόλους, ο καθένας απ’ αυτούς τους κόσμους, και μάλλον θα έπληττα αν τους στερούμουν. Αλλά δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους. Σκέφτομαι χονδρικά ως εξής: έχω μια εσωτερική ζωή, αλλά η πνευματική μου κρατιέται χαμηλά. Ναι, έχω πίστη, αλλά με ολοκληρωτική απουσία ενός προσωπικού μαξιμαλισμού, τον όποιο τόσο προφανώς απαιτεί το Ευαγγέλιο.

Απ’ την άλλη πλευρά όλα όσα διαβάζω για την πνευματική ζωή, όλα όσα βλέπω στους ανθρώπους που τη ζουν, κάπως με ερεθίζουν. Τί συμβαίνει; Είναι αυτοάμυνα, είναι φθόνος γι’ αυτούς που τη ζουν, και γι’ αυτό μια επιθυμία να τη δυσφημίσω; Κατόπιν, τυχαία, διάβασα ένα απόσπασμα από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο για την ανάγκη να μισήσεις το σώμα σου, και αμέσως ένιωσα πως όχι μόνο ό,τι χειρότερο υπάρχει μέσα μου, αλλά και κάτι άλλο είναι που δεν συμφωνεί μ’ αυτό, που δεν το δέχεται.

Απλά ερωτήματα για μια απλή επίγεια ανθρώπινη ευτυχία: για τη χαρά που ξεπερνά τον φόβο του θανάτου• για τη ζωή στην οποία μας έχει καλέσει ο Θεός. για το γιατί και το πώς λάμπει ο ήλιος• για το ποιοι είναι οι ορίζοντες της Λαμπέλ, οι απαλοί λόφοι της που σκεπάζονται από δένδρα, ο απέραντος ουρανός της και οι λαμπρές ακτίνες του ήλιου. Απλά ερωτήματα!»

Για να δούμε λοιπόν, ο άνθρωπος, ο χριστιανός ο οποίος βάπτισε τη Θ. Ευχαριστία εσχατολογία τί είναι, όταν αντιμετωπίζει τα έσχατα ερωτήματα! Την αλήθεια!

Λέει: έχω μια εσωτερική ζωή, αλλά δεν έχω πνευματική. Έχω πίστη, αλλά με ολοκληρωτική απουσία ενός προσωπικού μαξιμαλισμού, τον οποίο όμως, απαιτεί το Ευαγγέλιο! Ας δούμε ποια είναι η πίστη του: Για μια απλή επίγεια ευτυχία, για τη χαρά που ξεπερνά τον φόβο του θανάτου, για τη ζωή στην οποία μας έχει καλέσει ο Θεός, για το γιατί και το πώς λάμπει ο ήλιος!
Για μια ζωή που μας έχει καλέσει ο Θεός, όχι ο Χριστός. Εάν η χαρά ξεπερνά τον φόβο του θανάτου (ένας τρυφερός Βουδισμός στην πραγματικότητα, γιατί ο Βουδισμός είναι ένα σύστημα με το οποίο γλιτώνουμε από τον φόβο του θανάτου) τότε Γιατί η Ενανθρώπιση; Ο άνθρωπος που θα στηρίξει με την ευχαριστιακή του εκκλησιολογία την νέα Εκκλησία δεν είναι καν Χριστιανός. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό βεβαίως. Και ποιος είναι Χριστιανός; Ο αληθινός Χριστιανός πρώτος τον λίθον βαλέτω! Γιατί όμως δεν το καταλαβαίνει; Γιατί δεν ανησυχεί με τα ίδια του τα λόγια; Γιατί ενώ ομολογεί πως δεν έχει αυτό που απαιτεί το Ευαγγέλιο, αμέσως μετά μιλά για ανθρώπινη ευτυχία και την εμφανίζει σαν εναλλακτική, λογική, αξιοθαύμαστη, γεμάτη αγάπη συγκρίνοντάς τη με τη ζωή του Αγίου Συμεών, τον οποίο κατακρίνει μόνο από ένα απόσπασμα; Είναι δυνατόν αυτή η προχειρότης να στηρίξει Εκκλησία; Αυτή η αδιαφορία; Μας συμφέρει όλους, αυτή είναι η αλήθεια! Και τον σκύλο χορτάτο και την πίττα ολόκληρη.
Η εσχατολογία λοιπόν, η οποία μεταλλάσσει την Εκκλησία μεταφέροντας το νόημα και τον αγώνα μας, από την ζωή, στην ύπαρξη, μέσω του αγαπητού Σμέμαν, συνάντησε απροσκάλεστα τα έσχατα ερωτήματα της ζωής, αυτά που είχε σκοπό η εσχατολογία ακριβώς να αποφύγει.
Και τα αποτελέσματα είναι θλιβερά όπως βλέπουμε! Το υποκείμενο δεν μπορεί να εκκλησιαστεί. Μπορεί να υπάρξει μόνον σε τέλεια, ολοκληρωμένη, παντοτινή, σίγουρη κατάσταση. Δεν αντέχει το Γίγνεσθαι, την αβεβαιότητα, το κατά Χάριν, την πίστη πραγμάτων ου βλεπομένων. Θέλει αποδείξεις και πνεύμα εμπιστοσύνης.

ΜΕΤΡΙΟΤΗΣ. ΜΙΑ ΜΕΤΡΙΟΦΡΟΣΥΝΗ Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ.

                                                «Τρίτη, 2 Φεβρουαρίου, 1982

Ο κληρικαλισμός δημιουργεί ασφυξία• ανάγει ένα μέρος του εαυτού του σ’ ολόκληρο τον ιερό χαρακτήρα της Εκκλησίας• μεταβάλλει τη δύναμή της σε ιερή εξουσία για να ελέγχει, να καθοδηγεί, να διοικεί• σ’ εξουσία για να επιτελεί μυστήρια, και γενικά, μετατρέπει την κάθε εξουσία σε «θεόσδοτη εξουσία»! Ο κληρικαλισμός αποσπά κάθε «ιερότητα» από τους λαϊκούς: αποδείξεις; το τέμπλο, η θεία Κοινωνία (μόνο κατόπιν αδείας), η Θεολογία...

Και όσο περισσότερο ο κληρικαλισμός «κληρικοποιεί» (η παραδοσιακή εικόνα του επισκόπου ή του ιερέα – που επιτείνεται από τα ρούχα του, τα μαλλιά του, κ.λπ., κι ο επίσκοπος από τις πανάκριβες στολές!), τόσο περισσότερο η ίδια η Εκκλησία θα εκκοσμικεύεται, θα υποτάσσεται πνευματικά σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην Καινή Διαθήκη, ο ιερέας παρουσιάζεται ως ο ιδανικός λαϊκός. Σχεδόν όμως αμέσως μετά αρχίζει ο αυξανόμενος ριζικός χωρισμός του από τους λαϊκούς• κι όχι μόνο χωρισμός, αλλά αντίθεση κι αντιπαράθεση προς τους λαϊκούς…

Ο ιερέας αντί να είναι ο «τύπος των πιστών» (Α' Τιμοθ. 4, 12), εμφανίζεται με την εικόνα του «κυρίου πάσης ιερότητος» (master of all sacrality) που ξεχωρίζει από τους πιστούς, που διανέμει τη χάρη κατά βούληση.

Αυτή είναι η ρίζα της αντίθεσης στη συχνή θεία Κοινωνία από κάποιους κληρικούς – η προστασία της θείας Κοινωνίας με την εξομολόγηση, την άφεση, με την «εξουσία που μου έχει δοθεί...» κ.λπ. Είναι σαφές πως αυτός ο αγώνας μεγαλώνει τώρα υπό την επίδραση κάποιων κληρικών πού έχουν καταληφθεί από την εξουσία τους, από την «ιερότητά» τους. Τίποτε δεν απειλεί τόσο την εξουσία τους όσο η επιστροφή της Ευχαριστίας στην Εκκλησία, η αναγέννησή της ως το «Μυστήριο της Εκκλησίας», κι όχι ως ένα από «τα μέσα εξαγιασμού...».[ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ, ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ, ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ ΣΑΝ ΔΩΡΕΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΣΑΝ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ]

Η τραγωδία της θεολογικής παιδείας βρίσκεται στο γεγονός πως νέοι άνθρωποι που θέλουν να γίνουν ιερείς αναζητούν –συνειδητά ή ασυνείδητα– αυτόν τον χωρισμό, αυτή την εξουσία, αυτό το ανέβασμα πάνω από τους λαϊκούς. Η δίψα τους αυτή ενισχύεται και γεννάται από ολόκληρο το σύστημα της θεολογικής παιδείας, τον κληρικαλισμό. Πώς μπορεί να τους κάνει κανείς να καταλάβουν, όχι μόνο με το μυαλό τους, αλλά μ’ ολόκληρη την ύπαρξή τους, πως πρέπει ν’ απομακρυνθούν από την εξουσία, από κάθε εξουσία, η οποία υπήρξε ανέκαθεν ένας πειρασμός που προέρχεται πάντοτε από τον Διάβολο; Ο Χριστός μάς απελευθέρωσε απ’ αύτη την εξουσία –«εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης...» (Ματθ., 28,18)– αποκαλύπτοντας το Φως της εξουσίας ως εξουσία αγάπης και Ουσιαστικής αυτοπροσφοράς. Ο Χριστός δεν έδωσε στην Εκκλησία «εξουσία», αλλά Άγιο Πνεύμα [ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ]: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον...». [ΟΧΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ]Η εξουσία, εν Χριστώ, επέστρεψε στον Θεό, κι ο άνθρωπος θεραπεύτηκε από το «διοικείν και διατάζειν».

Στο εξηκοστό πρώτο έτος της ζωής μου, ξαφνικά αναρωτιέμαι: Πώς τα πάντα έχουν τόσο πολύ διαστρεβλωθεί; Και φοβούμαι!»

Φοβερό; Κι όμως αυτός ο άνθρωπος με την τόσο βαθειά απέχθεια, και συμβιβασμό ταυτόχρονα με την “ψεύτικη ζωή” του, υπήρξε και θεωρείται ακόμα, ένας στυλοβάτης της σύγ­χρονης “ακαδημαϊκής” θεολογίας μας. Πώς να μην κλάψου­με πικρά; Πώς κατασκευάσαμε έναν τέτοιο φτιαχτό “θεολογι­κό” κόσμο; Και πώς να μην αρνηθούμε ολόκληρη την εκκλη­σιαστική πατερική μας κληρονομιά, εφόσον αυτός είναι ο σκοπός αυτού του φτιαχτού κόσμου!;

Ο πόνος να ζεις για ασήμαντους λόγους

Μαρτσέλο Βενετσιάνι


Υπάρχουν εκείνοι που σκοτώνουν επειδή κάποιος πάτησε το πόδι του ή λέρωσε το παπούτσι του, υπάρχουν εκείνοι που σκοτώνουν επειδή είναι οπαδοί του ποδοσφαίρου, υπάρχουν εκείνοι που σκοτώνουν λόγω μιας προσπέρασης ή λόγω μιας αγένειας στο σπίτι του γείτονα, υπάρχουν εκείνοι που σκοτώνουν λόγω ενός αστείου που δεν ανέχτηκαν, υπάρχουν εκείνοι που σκοτώνουν για να δοκιμάσουν ένα καινούργιο αυτοκίνητο και να το οδηγήσουν με ταχύτητα, υπάρχουν εκείνοι που σκοτώνουν λόγω ενός απλήρωτου χρέους μερικών ευρώ και εκείνοι που σκοτώνουν λόγω ενός αστείου στην κοπέλα τους, υπάρχουν εκείνοι που σκοτώνουν λόγω ενός καβγά σε μια ντίσκο. Ίσως υπάρχουν περισσότερα θύματα ασήμαντων λόγων από ό,τι θύματα στην εργασία ή από τις λεγόμενες γυναικοκτονίες. Καταδικάζουμε με αγανάκτηση όσους σκοτώνουν για την τιμή, για την πατρίδα τους ή για την πίστη τους, αλλά δεν είναι πολύ χειρότερο να σκοτώνεις για τόσο λίγα, στην πραγματικότητα για το τίποτα; Αυτοί θα μπορούσαν να είναι λόγοι για να ζούμε, ακόμα κι αν επιδεινώνονταν και γίνονταν ζοφεροί και αιματηροί από τον φανατισμό. Αλλά τι είδους ανθρωπιά περιγράφουν αυτά τα κίνητρα χωρίς κίνητρο; Τι ιδέα έχει για τον εαυτό του, για τους άλλους, για τη ζωή κάποιος που σκοτώνει για τόσο λίγα χρήματα αντί να σηκώνει τους ώμους του ή να αντιδρά κατάλληλα;Αυτός που σκοτώνει για ασήμαντους λόγους, σκοτώνει όχι μία αλλά δύο φορές και σκοτώνει και τον εαυτό του. Σκοτώνει δύο φορές επειδή, εκτός του ότι έχει αφαιρέσει τη ζωή κάποιου, θεωρεί αυτή τη ζωή λιγότερο σημαντική από ένα παπούτσι, δύο σεντς, ένα ποτό. Και αυτοκτονεί επίσης επειδή όποιος σκοτώνει κάποιον για έναν τόσο ασήμαντο λόγο, πετά και τη ζωή του για τον ίδιο ασήμαντο λόγο. Καταστρέφεις τη ζωή σου για κάτι ασήμαντο.
Αλλά το πραγματικό υποκείμενο πρόβλημα δεν είναι ότι κάποιοι άνθρωποι σκοτώνουν για ασήμαντους λόγους, αλλά ότι πολλοί άνθρωποι κρεμούν τη ζωή τους σε ασήμαντους λόγους. Το να ζεις για ασήμαντους λόγους είναι το πραγματικό πρόβλημα. Η δολοφονία για ασήμαντους λόγους είναι μόνο μια ακραία συνέπεια αυτού. Το ζήτημα είναι ανάντη: δίνεις τόσο λίγη αξία στη ζωή, στη ζωή του καθενός, όχι μόνο στη δική του και τη δική σου, που μια ασήμαντη λεπτομέρεια είναι αρκετή για να σε κάνει να την πετάξεις. Οι ανθρωποκτονίες για ασήμαντους λόγους αυξάνονται, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν υποθέσεις, αν και ο αριθμός τους αυξάνεται δραματικά. Αλλά η ζωή που βιώνεται για ασήμαντους λόγους δεν αφορά μεμονωμένες περιπτώσεις αλλά πλήθη, ολόκληρες γενεές νέων και ηλικιωμένων, μάζες μοναχικών ανθρώπων. Είναι μια τάση εποχής. Πάρα πολλοί άνθρωποι έλκονται από τη δύναμη του κενού, η οποία γίνεται βαρύτερη και πιο επιτακτική από τη δύναμη της βαρύτητας: η δύναμη της βαρύτητας σε ρίχνει κάτω, η δύναμη του κενού σε κάνει να βυθίζεσαι στην άβυσσο του τίποτα.
Θεωρώ αφόρητα τα κηρύγματα και τους επίσημους όρκους μετά από ένα έγκλημα που διαπράχθηκε: τέλος τα θύματα στη δουλειά, στον έρωτα, στην οικογένεια, λόγω ταχύτητας, λόγω μισαλλοδοξίας, κλαίνε. Τι νόημα έχει να λέμε τέτοιες ανοησίες και να τις ξεστομίζουμε στο τέλος ενός κηρύγματος, σαν να επρόκειτο για μια αυστηρή απειλή κατά του κακού και μια σίγουρη αναγγελία του καλού; Ξέρουμε ότι την επόμενη μέρα όλα θα ξαναγίνουν, θα υπάρχουν και άλλα εγκλήματα, όσο υπάρχει η ανθρωπότητα... Το κακό δεν μπορεί να θεραπευτεί με τις καλές προθέσεις εκείνων που καταδικάζουν τις κακές πράξεις με εκείνη την υποκριτική και μάταιη ηθικολογία που αναγγέλλει λύτρωση και κοσμοϊστορικές καμπές. Πρέπει να τιμωρούμε όταν συμβαίνει, να προλαμβάνουμε όπου είναι δυνατόν, να εκπαιδεύουμε από τα πρώτα βήματα, χωρίς όμως να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι σβήνουμε το κακό.
Πολλά από τα εγκλήματα που μας πλήττουν προέρχονται από αυτή τη βαθιά αδιαφορία απέναντι στη ζωή, από το ότι δεν έχουμε συναίσθημα για τη ζωή και κανένα όραμα για τη ζωή. αυτή η αδυναμία να καλλιεργήσουμε τη ζωή, να δούμε το πλαίσιο, να κατανοήσουμε τα προηγούμενα και τις συνέπειες· αυτή η αδυναμία να διακρίνει κανείς το ουσιώδες από το βοηθητικό, το θεμελιώδες από το δευτερεύον. Όλη αυτή η απώλεια νοήματος στη ζωή προέρχεται από την προοδευτική εξασθένηση κάθε πίστης, κάθε θρησκευτικής αίσθησης, αλλά και όλων των σκέψεων για τη ζωή και κάθε αποστολής. Αυτό που ονομάζεται αναισθησία, ή χειρότερα κυνισμός, είναι συνέπεια όλων αυτών. Τι μας κάνει, λοιπόν, να συνεχίζουμε να ζούμε αφού έχουμε χάσει, ξεχάσει ή δεν είχαμε ποτέ αυτή την προσοχή στα σημαντικά πράγματα που κάνουν τη ζωή να αξίζει να τη ζούμε; Μικρές επιθυμίες και μανία για κατοχή, φευγαλέα ματαιοδοξία και δωροδοκία, κοινότοπα καταναλωτικά αντικείμενα, εναλλαγές διάθεσης, στιγμιαίες εναλλαγές. Αυτή η ζωή για τόσο λίγα πράγματα με τον πιο επιθετικό, παρορμητικό και λιγότερο ελεγχόμενο τρόπο μεταφράζεται σε βίαιες αντιδράσεις, μέχρι και στο σημείο της δολοφονίας «για ασήμαντους λόγους», μόλις αυτό το λίγο που τεκμηριώνει τη ζωή τους απειλείται ή τίθεται υπό αμφισβήτηση. Έτσι, ό,τι περνάει από το κεφάλι σου εκείνη τη στιγμή δεν συναντά φρένα, εμπόδια, παύσεις για περισυλλογή, πηγαίνει κατευθείαν στα χέρια σου, στη δράση, τρέφεται με μίσος και περιφρόνηση προς το άτομο που έχεις απέναντί ​​σου και που το βιώνεις ως εμπόδιο στη ζωή σου, στις επιθυμίες σου, στην ελευθερία σου να κάνεις ό,τι θέλεις, χωρίς να λογοδοτείς σε τίποτα και σε κανέναν.
Αν θέλουμε να ανέβουμε ένα επίπεδο στη διάγνωση, το να ζούμε για ασήμαντους λόγους είναι η μαζική συνέπεια, η ποπ μετάφραση, αυτού που ονομάζεται μηδενισμός. Δεν χρειάζεται να έχεις διαβάσει και κατανοήσει Λεοπάρντι ή Σοπενχάουερ, Στίρνερ ή Νίτσε, Τουργκένιεφ ή Ντοστογιέφσκι, για να ζεις μέσα στον μηδενισμό και να συμπεριφέρεσαι ανάλογα. Αυτό που διαισθάνονταν οξυδερκή και προφητικά μυαλά πριν από μερικούς αιώνες, γίνεται έθιμο, παλίρροια, μια κοσμογονική συνθήκη για εκατομμύρια ανθρώπους σήμερα. Οι παρενέργειες αυτού του μαζικού πρακτικού μηδενισμού είναι το κλείσιμο στον ατομικισμό κάποιου, ο μαζικός κυνισμός, η απόρριψη οποιασδήποτε αληθινής σύνδεσης με το παρελθόν και το μέλλον, η απελπισία και η κατάθλιψη, αν και σε συνδυασμό με μια σπασμωδική αναζήτηση για περισπασμούς και ψυχαγωγία. Με λίγα λόγια, για κάθε έγκλημα που διαπράττεται για ασήμαντους λόγους, υπάρχουν χίλια άτομα που σπαταλούν τη ζωή τους για ασήμαντους λόγους. Αν θέλεις να εξαλείψεις το πρώτο, πρέπει να αλλάξεις το δεύτερο. Δύσκολο έργο.

Γρίβας Κων/νος: Γιατί ο Τραμπ προτιμά την Τουρκία από το Ισραήλ;


Ο καθηγητής Γεωπολιτικής και Σύγχρονων Στρατιωτικών Τεχνολογιών Κων/νος Γρίβας στην εκπομπή “Ο ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ” (15-05-2025) σε μία συζήτηση η οποία φέρνει στο προσκήνιο μια αιχμηρή, στοχαστική και πολυσύνθετη ανάλυση της στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ. Μια στρατηγική που κινείται ανάμεσα σε δύο φαινομενικά αντιφατικούς ρόλους: τον Κατεδαφιστή του παλιού κόσμου και τον Χτίστη μιας νέας αρχιτεκτονικής ισχύος. 
Η συζήτηση ξεκινά με μια αιχμηρή επισήμανση: ο Τραμπ φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στην Τουρκία έναντι του Ισραήλ – μια ανατροπή σε ένα καθιερωμένο δόγμα αμερικανικής πολιτικής. Η ρητορική αυτή εντοπίζει τις μετατοπίσεις ισχύος μέσα από την αποδοχή του Ερντογάν ως παίκτη πρώτης γραμμής, την ώρα που το Ισραήλ βλέπει τις προτάσεις του να συναντούν αρνητική ανταπόκριση, είπε αρχικά ο κ. Γρίβας. Πίσω από την κίνηση αυτή κρύβεται κάτι βαθύτερο: όχι απλώς μια αλλαγή προτιμήσεων, αλλά μια συνολική αναδόμηση των διεθνών σχέσεων, όπου η γεωπολιτική "πιστότητα" υποκαθίσταται από ευέλικτες συμμαχίες συμφέροντος. 
Το επόμενο μεγάλο θέμα είναι η απομυθοποίηση της πεποίθησης ότι οι ΗΠΑ (ή οποιοδήποτε άλλο "σκοτεινό" κέντρο ισχύος) ελέγχουν τα πάντα. Ο κ. Γρίβας χαρακτηρίζει αυτόν τον τρόπο σκέψης ως «παρανοϊκό» και αποτέλεσμα «εκπαίδευσης στη δουλοφροσύνη», ιδίως στον ελληνικό χώρο. Το παγκόσμιο σύστημα δεν είναι πυραμιδωτό αλλά συστημικά πολυπολικό. Όπως η Σελήνη επηρεάζει τη Γη, έτσι και οι λιγότερο ισχυροί ασκούν επιρροή.
 Ο πραγματικός στρατηγικός φόβος της αμερικανικής σκέψης, εξηγείται εύγλωττα, είναι η ενοποίηση της Ευρασίας. Το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός μπλοκ Κίνας–Ρωσίας–Ινδίας–Ιράν παρουσιάζεται ως υπαρξιακή απειλή για το δυτικό status quo. Παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις, αυτές οι χώρες –με τη βοήθεια της δυτικής απομόνωσης– πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο, πρόσθεσε ο κ. Γρίβας. 
Σε αυτή τη συγκυρία, ο Τραμπ προβάλλει ως ο κατεδαφιστής της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής. Στόχος του δεν είναι να χτίσει με παλιά τούβλα αλλά να διαλύσει τις συγκολλήσεις μεταξύ των ευρασιατικών δυνάμεων. Κατεδαφίζει τα θεμέλια μιας πανευρασιατικής ενοποίησης, όχι για να επιβάλλει νέο απόλυτο έλεγχο, αλλά για να αποτρέψει την εδραίωση ενός εναλλακτικού κέντρου ισχύος. Αλλά δεν σταματά εκεί. Ο «Τραμπ-Χτίστης» εμφανίζεται αμέσως μετά. Με εργαλεία όχι την ιδεολογία αλλά το χρήμα και τη realpolitik, επιχειρεί να δημιουργήσει ένα νέο πλέγμα συνεργασιών. Στρέφεται στους Άραβες, επενδύει, δελεάζει. Ακόμα και απέναντι στο Ισραήλ, η στάση του είναι επιχειρηματικά ψυχρή: «Σε χρειάζομαι λιγότερο από όσο νομίζεις, και χρειάζομαι την Τουρκία και τους Άραβες περισσότερο», επεσήμανε ο κ. Γρίβας. Η Τουρκία περιγράφεται εύστοχα ως «γίγαντας με πήλινα πόδια». Παρ’ όλα αυτά, η γεωστρατηγική της θέση την καθιστά αναγκαία για τη νέα αρχιτεκτονική των ΗΠΑ.
 Στην καρδιά της ανάλυσης κρύβεται ένα μήνυμα προς την Ελλάδα. Η Ελλάδα, αντί να περιμένει αποφάσεις από την Ουάσινγκτον ή το Τελ Αβίβ, οφείλει να εμπλακεί ενεργά στο παιχνίδι, να λειτουργήσει ως «κόφτης» απέναντι σε νεο-αναδυόμενες δυνάμεις, κυρίως την Τουρκία. Το Ισραηλινό λόμπι δεν είναι πλέον παντοδύναμο. Οι διεθνείς σχέσεις είναι ρευστές, διαπραγματεύσιμες και πάνω απ’ όλα δυναμικές, τόνισε ο κ. Γρίβας.
 Η τελική νότα είναι σχεδόν φιλοσοφική. Ζούμε, λέει, τη γέννηση μιας νέας εποχής. Όχι μιας εποχής απόλυτης κυριαρχίας ή μυστικών σχεδίων, αλλά μιας εποχής πολυπολικής, πολύπλοκης και γεμάτης αβεβαιότητα.

Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Περί της Σαμαρείτιδος και ότι πρέπει να καταφρονούμε τα παρόντα (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)

Ὅλη αὐτή τήν περίοδο πού διανύομε τώρα, ἐπεκτεινομένη σέ πενήντα ἡμέρες, ἑορτάζομε τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δεικνύοντας μέ αὐτή τήν παράτασι τήν ὑπεροχή της ἀπέναντι στίς ἄλλες ἑορτές. ῎Αν καί βέβαια αὐτή ἡ περίοδος τῶν ἡμερῶν περιλαμβάνει καί τήν ἐπέτειο μνήμη τῆς ἐπανόδου στούς οὐρανούς, ἀλλά καί αὐτή δεικνύει τή διαφορά τοῦ ἀναστάντος Δεσπότου πρός τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού κατά καιρούς ἔχουν ἀναβιώσει.

Πραγματικά ὅλοι ὅσοι ἀναστήθηκαν ἀπό τούς νεκρούς ἀναστήθηκαν ἀπό ἄλλους καί, ἀφοῦ ἀπέθαναν πάλι, ἐπέστρεψαν στή γῆ. Ὁ δέ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, δέν κυριεύεται πλέον καθόλου ἀπό τόν θάνατο. Διότι μόνο αὐτός, ἀφοῦ ἀνέστησε τόν ἑαυτό του τήν τρίτη ἡμέρα, δέν ἐπέστρεψε πάλι στή γῆ, ἀλλά ἀνέβηκε στόν οὐρανό, καθιστώντας τό φύραμά μας πού εἶχε λάβει ὁμόθρονο μέ τόν Πατέρα ὡς ὁμόθεο.

Γι᾿ αὐτό εἶναι ὁ μόνος πού ἔγινε ἀρχή τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως ὅλων καί ὁ μόνος πού κατέστη ἀπαρχή τῶν νεκρῶν καί πρωτότοκος ἀπό τούς νεκρούς καί πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί ὅπως ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀποθαίνουν στόν ᾿Αδάμ, ἔτσι στόν Χριστό θά ζωοποιηθοῦν ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀλλ᾿ ὁ καθένας στήν τάξι του. Ἀπαρχή εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα οἱ ὀπαδοί τοῦ Χριστοῦ κατά τήν παρουσία του, ἔπειτα οἱ τελευταῖοι, ὅταν καταργήση κάθε ἀρχή καί ἐξουσία καί δύναμι καί θέση ὅλους τούς ἐχθρούς του κάτω ἀπό τά πόδια του.

Τελευταῖος ἐχθρός πού θά καταργηθῆ εἶναι ὁ θάνατος (Α´ Κορ. 15,22 ἑἑ), κατά τήν κοινή ἀνάστασι, μέ τήν ἐσχάτη σάλπιγγα. Διότι πρέπει τό φθαρτό τοῦτο στοιχεῖο νά ἐνδυθῆ ἀφθαρσία καί τό θνητό τοῦτο νά ἐνδυθῆ ἀθανασία (Α´ Κορ. 15,53).

Τέτοια δωρεά μᾶς προσφέρει ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, καί γι᾿ αὐτό μόνο αὐτήν ἑορτάζομε μέ τόση διάρκεια σάν ἀθάνατη καί ἀνώλεθρη καί ἀΐδια, προεικονίζοντας μέ αὐτά καί τήν μέλλουσα μακαριότητα τῶν ἁγίων, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἐξαφανισθῆ κάθε ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός. Ὑπάρχει δέ σ᾿ αὐτήν εὐφροσύνη καί πανήγυρις ἐνθουσιώδης καί ἀναλλοίωτη. Διότι ἐκεῖ εἶναι πραγματικά ἡ κατοικία τῶν εὐφραινομένων.

Γι᾿ αὐτό ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος ἐνομοθέτησε πρίν ἀπό τίς ἡμέρες αὐτές νά τελοῦμε τήν ἱερά τεσσαρακοστή μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί μέ προσευχή καί κάθε εἶδος ἀσκήσεως τῶν ἀρετῶν. Μέ τήν τεσσαρακοντάδα τῶν ἡμερῶν δεικνύει ὅτι σ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα ἡ ζωή τῶν σωζομένων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μετάνοια καί θεοφιλής βίος. Μέ τήν πεντηκοστή δέ αὐτή, πού διανύομε τώρα, ἐπιδεικνύει τήν ἄνεσι καί ἀπόλαυσι πού θά ὑποδεχθῆ αὐτούς πού ἔζησαν ἐδῶ ἐναγωνίως γιά τόν Θεό.

Γι᾿ αὐτό ἐκείνη μέν εἶναι τεσσαρακοστή, ἔχει συνακόλουθη τήν μνήμη τῶν σωτηρίων παθῶν καί μετά τήν ἑβδόμη ἑβδομάδα λαμβάνει τήν λύσι τῆς νηστείας.αὐτή δέ σάν πεντηκοστή συμπεριλαμβάνει καί τήν ἀπό τή γῆ μετάθεσι στόν οὐρανό καί τήν κατάβασι καί διάδοσι τοῦ θείου Πνεύματος. Διότι αὐτός ἐδῶ ὁ αἰών εἶναι ἑβδοματικός καί συνίσταται ἀπό τέσσερις ἐποχές καί μέρη καί στοιχεῖα καί γι᾿ αὐτούς πού σ᾿ αὐτόν καθιστοῦν τούς ἑαυτούς των κοινωνούς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ ἐπιφέρει τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, πού ἀρχίζει ἀπό τήν ὀγδόη καί καταλήγει στήν ὀγδόη καί ἀφοῦ ξεπεράση τήν ἑβδομάδα καί τήν τετρακτύ, διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί τῆς ἔπειτα ἀπό αὐτήν ἀναλήψεως παριστάνει τήν μέλλουσα ἀνάστασι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τήν κατ᾿ αὐτήν ἀνύψωσι τῶν ἀξίων στά σύννεφα πρός τήν θεία συνάντησι καί στήν συνέχεια τήν συνύπαρξι καί ἀνάπαυσι μέ τόν Θεό στούς αἰῶνες.

Αὐτή λοιπόν θά ἔλθη στόν καιρό της. ῾Ο δέ Κύριος κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας πρίν ἀπό τό πάθος καί δεικνύοντας στούς μαθητάς ὅτι δέν θά γίνη μόνο ἀνάμεσα στούς ᾿Ιουδαίους ἡ ἐκλογή τῶν ἀξίων τῆς πίστεως καί τῆς ἀπό αὐτόν προτεινομένης ἀΐδιας κληρονομίας ἀλλά καί ἀνάμεσα στούς ᾿Εθνικούς, κατά τήν σήμερα ἀναγινωσκομένη στήν ἐκκλησία περικοπή τοῦ εὐαγγελίου (᾿Ιω. 4,5-30) “ἔρχεται σέ μιά πόλι τῆς Σαμαρείας, πού λέγεται Σιχάρ, πλησίον τοῦ τόπου πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν υἱό του ᾿Ιωσήφ.

᾿Εκεῖ ἦταν ἡ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ”. Πηγή φυσικά ὀνομάζει τό φρέαρ, διότι εἶχε ὕδωρ πηγαῖο, ὅπως θά φανῆ ἀπό τήν συνέχεια τοῦ λόγου.ἦταν δέ τοῦ ᾿Ιακώβ, ἐπειδή ἐκεῖνος τό εἶχε ἀνοίξει. ῾Ο δέ τόπος πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν ᾿Ιωσήφ εἶναι τά Σίκημα. Διότι εἶπε πρός αὐτόν, ὅταν ἔπνεε τά ἔσχατα στήν Αἴγυπτο καί ἔκαμε διαθήκη. “᾿Ιδού ἐγώ πεθαίνω, ἐνῶ ἐσᾶς θά σᾶς ἐπαναφέρη ὁ Θεός ἀπό αὐτή τή γῆ στή γῆ τῶν πατέρων μας. ᾿Εγώ δίδω τά Σίκημα κατ᾿ ἐξαίρεσι ἀπό τούς ἀδελφούς σου σέ σένα, τά ὁποῖα ἔλαβα ἀπό τούς ᾿Αμορραίους μέ τό ξίφος καί τό τόξο μου”. Γι᾿ αὐτό τά μέν Σίκημα κατοικοῦνταν ὕστερα ἀπό τήν φυλή τοῦ ᾿Εφραίμ, ὁ ὁποῖος ἦταν πρωτότοκος υἱός τοῦ ᾿Ιωσήφ, τόν δέ τόπο γύρω ἀπό αὐτά κατοικοῦσαν οἱ δέκα φυλές τοῦ ᾿Ισραήλ, τίς ὁποῖες ἐκυβέρνησε ὁ ἀποστάτης ῾Ιερουβοάμ.

᾿Αφοῦ δέ αὐτοί προσέκρουσαν στόν Θεό πολλές φορές καί ἐγκαταλείφθηκαν ἀπό αὐτόν πολλές φορές, ὕστερα ἔγιναν ὅλο τό γένος αἰχμάλωτοι, ὁπότε ἀντί αὐτῶν ὁ ἡγέτης τῶν ᾿Ασσυρίων ἐγκατέστησε στόν τόπο ἔθνη πού συνάθροισε ἀπό διάφορα μέρη καί τούς ὠνόμασε Σαμαρεῖτες ἀπό τό ὄρος Σομόρ. ῞Οπως δέ ὁ ᾿Ιακώβ περνώντας ἀπό ἐκεῖ ὑπέταξε τά Σίκημα, καθώς λέγει ἡ ἱστορία, ἔτσι περνώντας ὁ Χριστός τώρα ὑπέταξε τή Σαμάρεια. ᾿Αλλά ἐκεῖνος μέν τό ἔκαμε, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, μέ τήν ρομφαία καί τό τόξο του, δηλαδή πρός ἐξολόθρευσι καί καταστροφή τῶν παλαιῶν κατοίκων, ὁ δέ Χριστός μέ λόγο καί διδασκαλία, δηλαδή γιά σωτηρία.“Διότι ὁ ᾿Ιησοῦς”, λέγει, “κουρασμένος ἀπ᾿ τήν ὁδοιπορία, καθόταν ἔτσι δίπλα στό πηγάδι. Ἡ ὥρα ἦταν περίπου ἕκτη”.

Καί ἡ ὥρα καί ὁ κόπος καί ὁ τόπος ἐπέβαλλαν νά καθήση καθένας πού ἔχει σῶμα σάν τό δικό μας. Θέλοντας λοιπόν νά ἐπιβεβαιώση τοῦτο καί προβλέποντας τό μελλοντικό κέρδος, ἐκαθόταν, λέγει, ἔτσι δίπλα στό πηγάδι, δηλαδή ἀφελῶς κάτω, μόνος του σάν ἕνας ὁδοιπόρος ἀπό τούς πολλούς, διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στήν πόλι, γιά ν᾿ ἀγοράσουν τροφές.

Καθώς λοιπόν ἐκαθόταν ἔτσι μόνος του δίπλα στό πηγάδι, ἔρχεται μιά γυναῖκα ἀπό τήν Σαμάρεια νά πάρη νερό. ῾Ο δέ Κύριος, ὡς ἄνθρωπος διψώντας καί βλέποντας νά ἔρχεται κάποια ἀνθρωπίνως διψῶσα, γιά νά σταματήση τή δίψα της, ὡς Θεός δέ βλέποντας καί τήν καρδιά της νά διψᾶ γιά σωτήριο ὕδωρ, χωρίς ὅμως νά γνωρίζη αὐτόν πού μπορεῖ νά τῆς τό προσφέρη, ἐπείγεται ν᾿ ἀποκαλύψη τόν ἑαυτό του στήν ποθοῦσα ψυχή, διότι ποθεῖ καί αὐτός τούς ποθοῦντας κατά τά γεγραμμένα, ἀρχίζει δέ ἀπό ἐκεῖ πού θά γίνη εὐπρόσδεκτος.καί τῆς λέγει, “δός μου νερό νά πιῶ”. Αὐτή δέ, καθώς ἦταν εὐφυής καί ἀντελήφθηκε καί ἀπό μόνο τή στολή καί τό σχῆμα καί τήν ἔκδηλη ἐξωτερική κοσμιότητα ὅτι εἶναι ᾿Ιουδαῖος καί φύλακας τοῦ νόμου, εἶπε, θαυμάζω πῶς ζητεῖς ἀπό Σαμαρείτιδα νερό, ἐνῶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι δέν ἐπικοινωνοῦν μέ τούς Σαμαρεῖτες ὡς ἐθνικούς. ῾Ο δέ Κύριος. παίρνοντας ἀπό αὐτό ἀφορμή, ἀρχίζει νά ἀποκαλύπτη τόν ἑαυτό του πρός αὐτήν λέγοντας. “Ἄν ἐγνώριζες τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ λέγει, δός μου νά πιῶ νερό, ἐσύ θά τοῦ ἐζητοῦσες καί θα σοῦ ἔδινε ζωντανό ὕδωρ”.

Βλέπεται ἐπιβεβαίωσι περί τοῦ ὅτι, ἄν ἐγνώριζε, θά ἐζητοῦσε ἀμέσως καί θά ἐγινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανοῦ ὕδατος, ὅπως ἔπραξε καί ἀπήλαυσε ὅταν ἔμαθε ὕστερα, ἐνῶ τό συνέδριο τῶν ᾿Ιουδαίων, πού ἐρώτησαν κι᾿ ἔμαθαν σαφῶς, ἔπειτα ἐσταύρωσαν τόν Κύριο τῆς δόξης (Α’ Κορ 2,8); ᾿Αλλά ποιά εἶναι ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ; “διότι”, λέγει, “ἄν ἐγνώριζες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ”.

Γιά ν᾿ ἀφήσωμε τά ἄλλα, καί μόνο τοῦτο, τό ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός δέν βδελύσσεται τούς θεωρουμένους ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους βδελυκτούς καί ἀκοινωνήτους ἀκόμη καί γιά ἕνα ποτήρι νερό, πόσο μεγάλη δωρεά καί χάρις δέν εἶναι; Τό δέ νά τούς θεωρῆ τόσο ἀγαπητούς, ὥστε ὄχι μόνο νά δέχεται τά διδόμενα ἀπό αὐτούς, ἀλλά νά μεταδίδη σ᾿ ἐκείνους ἀπό τά ἴδια τά θεῖα χαρίσματά του (τί λέγω τά χαρίσματα; Διότι προσφέρει τόν ἑαυτό του καί καθιστᾶ τούς πιστούς σκεύη δεκτικά τῆς θεότητός του, ἀφοῦ, ὅπως προβλέποντας ἐπαγγέλλεται, δέν εἶναι δυνατό νά ἔχουν ἀλλιῶς μέσα τους πηγή, πού νά τρέχη στήν αἰώνια ζωή), ποιός νοῦς θά τό καταλάβη; Ποιός λόγος θά ἐκφράση τό ὑπερβάλλον τῆς δωρεᾶς;

῾Η Σαμαρεῖτις, ἐπειδή δέν κατάλαβε ἀκόμη τό μεγαλεῖο τοῦ ζωντανοῦ ὕδατος, πρῶτα μέν ἀπορεῖ, ἀπό πού θά εὕρη τό ὕδωρ πού ὑπόσχεται ὁ συνομιλητής, ἀφοῦ κουβᾶ δέν ἔχει καί τό πηγάδι εἶναι βαθύ. ῎Επειτα ἐπιχειρεῖ νά τόν συγκρίνη μέ τόν ᾿Ιακώβ, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ καί πατέρα, ἐξυμνώντας τό γένος ἀπό τόν τόπο, καί ἐξαίρει τό νερό τοῦ πηγαδιοῦ, μέ τή σκέψι ὅτι δέν μπορεῖ νά εὑρεθῆ καλύτερο ἀπό αὐτό. ῞Οταν δέ ἄκουσε τόν Κύριο νά λέγει ὅτι “τό ὕδωρ πού θά σοῦ δώσω ἐγώ, θά γίνη γιά τόν δεχόμενο πηγή πού τρέχει πρός αἰώνια ζωή”, ἄφησε λόγο ψυχῆς πού ποθεῖ καί ὁδηγεῖται πρός τήν πίστι, ἀλλά δέν μπόρεσε ἀκόμη νά κυττάξη καθαρά πρός τό φῶς.“δός μου”, λέγει, “Κύριε, τό ὕδωρ τοῦτο, γιά νά μήν διψῶ κι᾿ οὔτε νά ἔρχωμαι ἐδῶ νά παίρνω”. ῾Ο δέ Κύριος, θέλοντας ἀκόμη νά ἀποκαλύπτεται λίγο λίγο, τήν προστάσσει νά φωνάξη καί τόν ἄνδρα της. Καθώς δέ ἐκείνη, κρύβοντας τή διαγωγή της καί συγχρόνως σπεύδοντας νά πάρη τό δῶρο, ἔλεγε, “δέν ἔχω ἄνδρα”, ἀκούει πόσους ἄνδρες εἶχε δικούς της ἀπό παιδί καί ἐλέγχεται ὅτι τώρα ἔχει ἄνδρα πού δέν εἶναι δικός της. Δέν στενοχωρεῖται ὅμως ἀπό τόν ἔλεγχο, ἀλλά ἀμέσως, ἀντιληφθεῖσα ὅτι εἶναι προφήτης ὁ συνομιλητής, ἐπιλαμβάνεται ὑψηλοτέρων ζητημάτων.

Βλέπετε πόση εἶναι ἡ μακροθυμία καί ἡ φιλομάθεια τῆς γυναικός; Διότι, λέγει, “οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο καί σεῖς λέγετε ὅτι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νά προσκυνοῦμε εἶναι στά ᾿Ιεροσόλυμα”. Βλέπετε πόση συλλογή εἶχε στήν διάνοιά της καί πόση γνώσι τῆς Γραφῆς εἶχε; Πόσοι τώρα ἀπό τούς γεννημένους πιστούς καί τροφίμους τῆς ᾿Εκκλησίας ἀγνοοῦν ὅ,τι ἐγνώριζε ἡ Σαμαρεῖτις, ὅτι οἱ πατέρες μας, ὁ ᾿Ιακώβ δηλαδή καί οἱ ἀπό αὐτόν πατριάρχες, προσκύνησαν τόν Θεό στό ὄρος τοῦτο; Αὐτήν τή γνῶσι καί τήν βαθειά μελέτη τῆς θεόπνευστης Γραφῆς δεχόμενος ὁ Χριστός σάν ὀσμή εὐωδίας, ἐπέμεινε συζητώντας εὐχαρίστως μέ τή Σαμαρείτιδα. ῞Οπως δηλαδή, ἄν ἐπάνω στούς ἄνθρακες τοποθετήσης κάτι εὔοσμο, ἐπαναφέρεις καί συγκρατεῖς τούς πλησιάζοντας, ἄν ὅμως βάλης κάτι βαρύ καί δύσοσμο, τούς ἀπωθεῖς καί τούς ἀπομακρύνεις, ἔτσι καί στήν διάνοια. Ἄν ἔχεις ἱερά μελέτη καί σπουδή, καθιστᾶς τόν ἑαυτόν σου ἄξιον θείας ἐπιστασίας, διότι αὐτή εἶναι ἡ ὀσμή εὐωδίας πού ὀσφραίνεται ὁ Κύριος. Ἄν ὅμως τρέφης μέσα πονηρούς καί ρυπαρούς καί γηίνους λογισμούς, ἀπομακρύνεσαι ἀπό τήν θεία ἐπιστασία, καθιστώντας τόν ἑαυτό σου ἄξιον τῆς ἀποστροφῆς, ἀλλοίμονο, τοῦ Θεοῦ. Διότι “δέν θά παραμείνουν παράνομοι ἀπέναντι στούς ὀφθαλμούς σου”, λέγει πρός τόν Θεό ὁ ψαλμωδός προφήτης (Ψαλμ. 5,5). ᾿Αφοῦ ὁ νόμος διατάσσει “νά μνημονεύης διαπαντός τόν Κύριο τόν Θεό σου, ὅταν κάθεσαι καί ὅταν βαδίζης, ὅταν εἶσαι ξαπλωμένος καί ὅταν εἶσαι ὄρθιος”, τό δέ εὐαγγέλιο λέγει, “ἐρευνᾶτε τίς Γραφές”, διότι σ᾿αὐτές θά εὑρῆτε ζωή αἰώνια (᾿Ιω. 5,39), καί ὁ ἀπόστολος παραγγέλει, “νά προσεύχεσθε ἀδιαλείπτως” (Α´ Θεσσ. 5,17), αὐτός πού ἀσχολεῖται ἐπίμονα μέ γηίνους λογισμούς εἶναι ὁπωσδήποτε παράνομος, πολύ περισσότερο αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ πονηρούς καί ρυπαρούς.

᾿Αλλά πότε προσκύνησαν τόν Θεό σ᾿ αὐτό τό ὄρος οἱ πατέρες μας; ῞Οταν ὁ πατριάρχης ᾿Ιακώβ, ἀποφεύγοντας τόν φοβερό ἀδελφό του ᾿Ησαῦ καί πειθαρχώντας στίς συμβουλές τοῦ πατρός ᾿Ισαάκ, ἀνεχώρησε πρός τή Μεσσοποταμία καί ὅταν ἐπανῆλθε ἀπό ἐκεῖ μέ γυναῖκες καί τέκνα. Κατά τήν ἐπάνοδο, ὅταν ὁ ᾿Ιακώβ ἔπηξε σκηνές σ᾿ αὐτόν περίπου τόν τόπο, ὅπου ὡμιλοῦσε ὁ Κύριος μέ τήν Σαμαρείτιδα, μετά τό ἐπεισόδιο τῆς Δείνας καί τήν ἅλωσι τῶν Σικήμων, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ὅπως γράφεται στή Γένεσι. “Σήκω καί πήγαινε στήν Βαιθήλ καί κατασκεύασε ἐκεῖ θυσιαστήριο στόν Θεό πού σοῦ ἐμφανίσθηκε ὅταν ἀπέδρασες ἀπό τήν παρουσία τοῦ ἀδελφοῦ σου ᾿Ησαῦ”. Μετά τά λόγια αὐτά ὁ ᾿Ιακώβ ἐσηκώθηκε καί ἀνέβηκε στό παρακείμενο ὄρος καί οἰκοδόμησε ἐκεῖ, λέγει, θυσιαστήριο καί ἐκάλεσε τό ὄνομα τοῦ τόπου Βαιθήλ. Διότι ἐκεῖ τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Θεός.

Γι᾿ αὐτό λέγει ἡ Σαμαρεῖτις ὅτι οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο, ἀκολουθώντας τούς ἀρχαίους ἐκείνους.διότι οἱ σχετικές διατάξεις γιά τόν ναό τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἐνομοθετήθηκαν ὕστερα. Καί ἐπειδή βέβαια ὁ τόπος ἐκεῖνος ὠνομάσθηκε ἀπό τόν ᾿Ιακώβ οἶκος Θεοῦ, διότι τοῦτο σημαίνει τό ὄνομα Βαιθήλ ἑρμηνευόμενο, αὐτή ἀπορεῖ ποθώντας νά μάθη, πῶς δέν λέγετε ὅτι ἐκεῖ εἶναι μᾶλλον ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στά ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπου νομίζετε ὅτι πρέπει νά θυσιάζετε καί νά προσκυνῆτε τόν Θεό. ῾Ο δέ Κύριος, ὁλοκληρώνοντας ἤδη τόν σκοπό τῶν λόγων του καί προφητεύοντας περί τῆς γυναικός, ὅτι θά εἶναι τέτοια καθώς τήν ζητεῖ καί τήν δέχεται ὁ Θεός, καί ἀποκρινόμενος πρός τούς λόγους της λέγει, “γυναῖκα, πίστευσέ με, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ὁπότε οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα”, καί ἔπειτα ἀπό λίγο, “τέτοιους ζητεῖ ὁ Θεός αὐτούς πού τόν προσκυνοῦν”.

Βλέπετε ὅτι καί γι᾿ αὐτήν βεβαιώνει ὅτι θά γίνη τέτοια, ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός, καί ὅτι θά προσκυνῆ τόν ῞Υψιστο Πατέρα, ὄχι τοπικῶς ἀλλά εὐαγγελικῶς, (διότι πρός αὐτήν ἀπευθύνεται ὁ λόγος ὅτι οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα), συγχρόνως δέ προαναγγέλλει σ᾿ αὐτήν φανερά καί τήν μετάθεσι τοῦ νόμου; Διότι, ἀφοῦ θά μετατεθῆ ἡ προσκύνησις, ἀναγκαίως θά γίνη μετάθεσις καί τοῦ νόμου.

᾿Αλλά καί τό ἐνδιάμεσο κείμενο “σεῖς προσκυνεῖτε ὅ,τι δέν γνωρίζετε, ἐμεῖς προσκυνοῦμε, ὅ,τι γνωρίζομε, ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους”, εἶναι ἀπόκρισις πρός τόν λόγο ἐκείνης, ἀλλά συγχρόνως ἀποτελεῖ συνέπεια τῶν λόγων του. Διότι λέγει ὅτι κατά τοῦτο ἐμεῖς οἱ ᾿Ιουδαῖοι (διότι τοποθετεῖ καί τόν ἑαυτό του μ᾿ ἐκείνους, ἀφοῦ κατά σάρκα εἶναι ἀπό ἐκείνους). Ἐμεῖς λοιπόν, λέγει, πού δέν διαψεύδομε τό ὄνομα, ἀλλά γνωρίζομε τά ἰδικά μας, κατά τοῦτο διαφέρομε στήν προσκύνησι ἀπό σᾶς τούς Σαμαρεῖτες, ὅτι γνωρίζομε πώς ὁρίζεται νά τελῆται στήν ᾿Ιουδαία ἡ προσκύνησις γιά τόν λόγο ὅτι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους θά προέλθη ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, δηλαδή θά ἔλθη ὁ Χριστός. ᾿Επειδή δέ δέν πρόκειται νά ἔλθη στό μέλλον, διότι ἦταν αὐτός ὁ ἴδιος, δέν εἶπε ὅτι ἡ σωτηρία θά εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους, ἀλλ᾿ ὅτι εἶναι. “᾿Αλλά ἔρχεται ὥρα”, λέγει, “καί εἶναι τώρα”.

Καί αὐτά εἶναι προφητικά.τό ἔρχεται χρησιμοποιήθηκε διότι δέν ἐτελέσθηκε ἀκόμη, ἀλλά θά τελεσθῆ, τό δέ “τώρα εἶναι”, χρησιμοποιήθηκε ἐπειδή τήν ἔβλεπε ἔτοιμη νά πιστεύση σύντομα καί νά προσκυνῆ πνευματικῶς καί ἀληθῶς.“ἔρχεται λοιπόν”, λέγει, “ὥρα, καί τώρα ἀκριβῶς εἶναι, ὁπότε οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί θά προσκυνοῦν τόν Πατέρα κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”.διότι ὁ ὕψιστος καί προσκυνητός Πατήρ, εἶναι Πατήρ αὐτοαληθείας, δηλαδή τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, καί ἔχει Πνεῦμα ἀληθείας, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν κατ᾿ αὐτούς, τό πράττουν διότι ἔτσι πιστεύουν καί διότι ἐνεργοῦνται δι᾿ αὐτῶν. Διότι, λέγει ὁ ἀπόστολος, τό Πνεῦμα εἶναι αὐτό διά τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καί διά τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε (Βλ. Ρωμ. 8,26), καί “κανείς δέν ἔρχεται πρός τόν Πατέρα παρά μόνο δι᾿ ἐμοῦ”, λέγει ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ (᾿Ιω. 14,6).

Αὐτοί λοιπόν πού προσκυνοῦν ἔτσι κατά τό Πνεῦμα καί τήν ἀλήθεια τόν ὕψιστο Πατέρα, αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί. ᾿Αφοῦ δέ ἐξέβαλε καί τά ᾿Ιεροσόλυμα καί τήν Σαμάρεια, γιά νά μή νομίση κανείς ὅτι πρόκειται νά εἰσαχθῆ ἀντί γι᾿ αὐτά ἄλλος τόπος, στήν συνέχεια ἀπομακρύνει πάλι τόν ἀκροατή ἀπό κάθε σωματική ἔννοια καί τόπο καί προσκύνησι, λέγοντας, “Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά προσκυνοῦν κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”, δηλαδή ἐννοώντας τόν ἀσώματο ἐντελῶς ἔξω ἀπό σώματα.διότι ἔτσι θά τόν ἰδοῦν καί ἀληθινῶς παντοῦ μέσα στό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του. ῾Ως πνεῦμα δηλαδή πού εἶναι ὁ Θεός εἶναι ἀσώματος, τό δέ ἀσώματο δέν εὑρίσκεται σέ τόπο οὔτε περιγράφεται μέ τοπικά ὅρια.

῾Επομένως αὐτός πού λέγει ὅτι ὁ Θεός πρέπει νά προσκυνῆται μόνο στά ὅρια τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἤ τοῦ ὄρους τῆς Σαμαρείας ἤ σέ κάποιον ἄλλο ἀπό τούς πανταχοῦ στή γῆ καί τόν οὐρανό τόπους, δέν ὁμιλεῖ ἀληθῶς οὔτε προσκυνεῖ ἀληθῶς. ᾿Αλλά ὡς ἀσώματος ὁ Θεός δέν εἶναι πουθενά, ὡς Θεός δέ εἶναι πανταχοῦ.ἐάν ὑπάρχη ὄρος ἤ τόπος ἤ κτιστό πρᾶγμα, ὅπου δέν ὑπάρχει ὁ Θεός, πάλι θά εὑρεθῆ νά περιγράφεται σέ κάτι.εἶναι λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα ὁ Θεός. Πῶς λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα; ῾Ως περιεχόμενος ὄχι ἀπό μέρος ἀλλά ἀπό τό σύμπαν; ῎Οχι βέβαια, διότι πάλι θά εἶναι σῶμα. ῾Επομένως, ὡς συνέχων καί περιέχων τό πᾶν, αὐτός εἶναι στόν ἑαυτό του, πανταχοῦ καί ἐπάνω ἀπό τό σύμπαν, προσκυνούμενος ἀπό τούς ἀληθινούς προσκυνητάς κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του.

Πανταχοῦ λοιπόν, ὄχι μόνο τῆς γῆς ἀλλά καί τῶν ὑπεράνω τῆς γῆς, θά προσκυνηθῆ ὁ Θεός ἀπό τούς ἔτσι πιστεύοντας ἀληθῶς καί θεοπρεπῶς, Πατήρ ἀσώματος καί κατά τόν χρόνο καί τόπο ἀόριστος, στό ἅγιο καί ἀΐδιο Πνεῦμα καί στόν συνάναρχο Υἱό καί Λόγο, πού εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ἀλήθεια τοῦ Πατρός. Βέβαια καί ἡ ψυχή καί ὁ ἄγγελος εἶναι ἀσώματα, δέν εἶναι σέ τόπο, ἀλλά δέν εἶναι πανταχοῦ, διότι δέν συνέχουν τό σύμπαν ἀλλά ἔχουν ἀνάγκη τοῦ συνέχοντος, ἑπομένως καί αὐτά εἶναι στόν συνέχοντα καί περιέχοντα τό σύμπαν, ὁριζόμενα ἀπό αὐτόν καταλλήλως. ῾Η ψυχή ὅμως, συνέχοντας τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἐκτίσθηκε μαζί, εἶναι πανταχοῦ τοῦ σώματος, ὄχι ὡς εὑρισκομένη σέ τόπο οὔτε περιεχομένη σέ σῶμα, ἀλλά ὡς συνέχουσα καί περιέχουσα αὐτό, ἀφοῦ ἔχει καί τοῦτο κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.

῾Η δέ Σαμαρεῖτις, καθώς ἄκουσε ἀπό τόν Χριστό αὐτά τά ἐξαίσια καί θεοπρεπῆ λόγια, ὅτι ὁ Θεός πουθενά δέν πρέπει νά προσκυνῆται ἀληθινά, παρά μόνο κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του, ὅπως ἡ στό ῏Ασμα τῶν ᾿Ασμάτων ψυχή πού νυμφεύεται τόν Θεό, ἀναπτερωμένη ἀπό τή φωνή τοῦ νυμφίου τῆς ἀφθαρσίας, μνημονεύει τόν προσδοκώμενο καί ποθούμενο καί, κρυφά ἀκόμη, παρόντα νυμφίο, λέγοντας. “γνωρίζω ὅτι ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός, ἔρχεται.ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα”. Βλέπετε πώς ἦταν ἑτοιμοτάτη γιά τήν πίστι, ὅτι πλησιάζει ἤδη ὁ προσδοκώμενος, καί γεμάτη ἐλπίδα; ῏Αρα δέν ἐταίριαζε νά εἰπῆ καί αὐτή κατά τόν Δαβίδ, “ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, Θεέ, ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, θά τραγουδήσω καί θά ψάλω κατά τήν δόξα μου” (Ψαλμ. 56,8).

᾿Από πού θά ἐγνώριζε τοῦτο μέ τόση βεβαιότητα καί ἀσφάλεια καί θά εἶχε τήν ψυχική διάθεσι γι᾿ αὐτό, ἄν δέν εἶχε μελετήσει τά προφητικά βιβλία μέ ἄκρα σύνεσι; Γι᾿ αὐτό εἶχε καί τόν νοῦ τόσο μετάρσιο, ἀφοῦ εἶχε γεμίσει ἀπό τήν θεία κατοχή.ὥστε ἐμένα, καθώς βλέπω τώρα μέ χαρά τόν σφοδρό πνευματικό πόθο τῆς Σαμαρείτιδος αὐτῆς πρός τόν Χριστό, μοῦ ἔρχεται νά εἰπῶ πάλι γι᾿ αὐτήν τά λόγια τοῦ Ἄσματος ἐκείνου, “ποιά εἶναι αὐτή πού προβάλλει σάν ἡ αὐγή, ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐκλεκτή σάν ὁ ἥλιος;” (῏Ασμα 6,10). Διότι, ἀφοῦ ἐξαγγέλλει ὅτι σέ λίγο θά φανῆ ὁ νοητός ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός καί ὑποδηλώνει ὅτι δι᾿ αὐτῆς ἀρχίζει ἡ ᾿Εκκλησία τῶν ἐθνῶν, σάν νά ἀνεβαίνη ἀπό ἱερά κολυμβήθρα, τήν πηγή ἐπάνω στήν ὁποία ἐστεκόταν, καθώς κατηχεῖτο ἀπό τόν Σωτῆρα, τήν βλέπω νά προβάλλη σάν πολυέραστος ὄρθρος.

Εἶναι δέ ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐπείδη φέγγει, ἄν καί ἐπικρατεῖ ἡ νύκτα τῆς ἀσεβείας ἀκόμη.ἐκλεκτή δέ σάν ὁ ἥλιος, γι᾿ αὐτό ὠνομάσθηκε Φωτεινή ἀπό τόν Σωτῆρα καί καταγράφηκε καί αὐτή στόν κατάλογο τῶν μελλόντων νά λάμψουν σάν ὁ ἥλιος κατά τό εὐαγγέλιο, ἐπειδή ἐπεσφράγισε τόν ὑπόλοιπο φωτοειδῆ βίο της μέ μακάριο καί μαρτυρικό τέλος, καί τώρα δέ ἀνεγνώρισε τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό καί τόν ἐξύμνησε τελείως ὡς Θεό, καί ὅ,τι εἶπε αὐτός ὕστερα στούς μαθητάς περί τοῦ συμφυοῦς καί ὁμοτίμου Πνεύματος, ὅτι, θά ἔλθη ἐκεῖνος, θά διδάξη ὅλη τήν ἀλήθεια, τοῦτο λέγει προλαβαίνοντας καί αὐτή περί αὐτοῦ, “ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα” (᾿Ιω. 15,26).

᾿Αλλά μόλις τήν εἶδε νά εἶναι τέτοιας λογῆς ὁ νοητός νυμφίος Χριστός, λέγει πρός αὐτήν ἀπροκαλύπτως, “ἐγώ εἶμαι πού σοῦ ὁμιλῶ”. ᾿Εκείνη δέ γίνεται ἀμέσως ἐκλεκτή πραγματικά εὐαγγελίστρια καί ἀφήνοντας τήν ὑδρία καί τρέχοντας πρός τήν πόλι τούς πείθει μέ τά λόγια καί τούς ὁδηγεῖ πρός τήν πίστι τοῦ φανέντος, λέγοντας “ἔλθετε νά ἰδῆτε ἄνθρωπο, πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκαμα.μήπως αὐτός εἶναι ὁ Χριστός;”. ῾Ομιλεῖ δέ ἔτσι ὄχι ὅτι ἔχει κάποια ἀμφιβολία, ἀλλά διότι πιστεύει ὅτι καί οἱ ἄλλοι θά πληροφορηθοῦν καλύτερα μέ τή θέα καί θά πεισθοῦν εὐχερέστερα διά τῆς συνομιλίας πρός τόν Κύριο, ὅπως καί στήν πρᾶξι συνέβηκε.

᾿Εγώ καί τά προηγούμενα ἀνέπτυξα συνοπτικῶς, ἀλλά καί τή συνέχεια τῶν εὐαγγελικῶν λόγων θά παραλείψω τώρα, διότι βλέπω ὅτι ἡ ὥρα σᾶς βιάζει πρός τίς ἀνάγκες τοῦ βίου καί τά ἔργα τοῦ βίου. ᾿Αλλά ἐσεῖς προσέξατε αὐτήν τήν Σαμαρείτιδα. Μόλις ἄκουσε τά εὐαγγελικά λόγια, πού ἀνακοινώνομε κι᾿ ἐμεῖς πρός τήν ἀγάπη σας, ἀμέσως κατεφρόνησε ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος. ῎Αφησε ἀμέσως καί τή στάμνα καί τήν οἰκία, καί, τρέχοντας στήν πόλι καί παρασύροντας τούς Σαμαρεῖτες, ἐπανῆλθε πάλι μαζί μέ αὐτούς πρός τόν Χριστό.διότι τό, “ἔλθετε νά ἰδῆτε”, τοῦτο ἀκριβῶς σημαίνει, “ἀκολουθήσατέ με καί θά σᾶς ὁδηγήσω καί θά σᾶς δείξω τόν ἀπό τούς οὐρανούς Σωτῆρα πού ἦλθε στόν κόσμο”.

῎Ετσι προέτρεψε τότε ἐκείνους καί τούς παρουσίασε στόν Χριστό. ἐμᾶς δέ τώρα μέ τήν ἐγκατάλειψι τῆς οἰκίας καί τῆς στάμνας διδάσκει νά θεωροῦμε προτιμότερη ἀπό τίς βιοτικές ἀνάγκες τήν ὠφέλεια ἀπό τή διδασκαλία, τήν ὁποία ὁ Κύριος ὠνόμασε ἀγαθή μερίδα πρός τήν Μάρθα τοῦ εὐαγγελίου, ὑπερασπίζοντας τήν Μαρία πού παρακολουθοῦσε τόν λόγο (Λουκ. 10,42). ᾿Εάν δέ πρέπει νά περιφρονοῦμε τά ἀναγκαῖα, πόσο περισσότερο τά ἄλλα; ῎Αλλωστε τί σέ βιάζει πρός τά ἐκεῖ καί σέ ἀπομακρύνει ἀπό τά ὠφέλιμα ἀκούσματα; ᾿Επιμέλεια οἴκου καί παιδιῶν καί γυναίκας; Οἰκεῖο ἤ συγγενικό πένθος ἤ χαρά; ᾿Αγορά κτημάτων ἤ πώλησις; Χρῆσις ὅλων τῶν ὑπαρχόντων σου ἤ μᾶλλον κατάχρησις; ᾿Αλλ᾿ ἄκουσε μέ σύνεσι τά ἀποστολικά διδάγματα. “῾Ο καιρός, ἀδελφοί εἶναι συνεσταλμένος στό ἑξῆς, ὥστε καί ὅσοι ἔχουν γυναῖκες νά εἶναι σάν νά μή ἔχουν καί ὅσοι κλαίουν σάν νά μή κλαίουν καί ὅσοι χαίρονται σάν νά μή χαίρωνται καί ὅσοι ἀγοράζουν σάν νά μή κατέχουν καί ὅσοι χρησιμοποιοῦν τόν κόσμο τοῦτο σάν νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦν.διότι τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου παρέρχεται” (Α´ Κορ. 7,29).

Τί σημαίνει ὅτι “ὁ καιρός εἶναι συνεσταλμένος”; Σύντομος ὁ βίος, πλησίον ὁ θάνατος, φθαρτός ὁ κόσμος αὐτός, ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος πού μένει παντοτινά. Ἐμᾶς δέ μᾶς παραπέμπει πρός ἐκεῖνον μέ ἀσφάλεια ἡ καταφρόνησις τοῦ παρόντος κόσμου, ἡ ἑτοιμασία γιά ἐκεῖνον τόν μέλλοντα, ἡ κατά τό δυνατό διαβίωσις ἀπό ἐδῶ σύμφωνα μ᾿ ἐκείνη τή διαγωγή καί ἡ κατά δύναμι ἀποφυγή τῶν ἐπιβλαβῶν τοῦ παρόντος βίου. ῞Οπως δέ ὅταν γίνεται πυκνά ἐπιδρομή ἐχθρῶν στά ἐκτός τῆς πόλεως, ἔχομε τούς ἀγρούς σάν νά μή τούς ἔχωμε καί τόν περισσότερο καιρό, φεύγοντας ἀπό ἐκείνους, καθόμαστε μέσα σέ ἀσφάλεια, κι᾿ ἄν οἱ ἐχθροί ἀναχωρήσουν γιά λίγο, χρησιμοποιοῦμε σύντομα τούς περιπάτους ἐμπρός ἀπό τό ἄστυ, χωρίς κατάχρησι, διότι βλέπουμε τόν καιρό τῆς χρήσεως συνεσταλμένο.ἔτσι καί αὐτόν τόν κόσμο παραινεῖ ὁ ἀπόστολος νά τόν χρησιμοποιοῦμε ἀλλά νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦμε. Διότι βλέπει τούς ἀοράτους ἐχθρούς νά ἐπεμβαίνουν δεινῶς καί τήν ἀπειλή τῆς φθορᾶς. “παρέρχεται”, λέγει, “τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου”.

᾿Αλλ᾿ ὅμως, ἐπειδή τά παρόντα δέν ὑφίστανται οὐσιωδῶς ἀλλ᾿ ἀποτελοῦν σχηματισμό, καί γίνονται μέν ἀλλά δέν εἶναι, φαινόμενα γιά λίγο καί παρερχόμενα, κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, δέν θά μπορέση ποτέ, σάν σκιά θερινῆς ἄγονης νεφέλης πού διώκεται ἀπό ἄνεμο καί παρέρχεται γρήγορα, ἡ παραίνεσις παρέρχεται γιά νά γίνη φανερά ἡ πρόθεσις τοῦ καθενός καί γιά νά δώση σημεῖο τῆς ἐπιγνώσεως τῶν ἀπό τόν Θεό διαταγμάτων. Διότι κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, ὅπως εἶπα, τά παρόντα δέν εἶναι καθεκτά, κι᾿ αὐτό διττῶς.ὄχι μόνο ὁ κόσμος αὐτός παρέρχεται, ἀλλά κι᾿ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς, πού χρησιμοποιοῦμε αὐτόν τόν κόσμο, μερικές φορές παρέρχεται καί πρίν ἀπό τά ἐγκόσμια πού ἔχει στή διάθεσί του.


Κάθε ἄνθρωπος παρέρχεται σάν νά βαδίζη ὁδόν, πού κι᾿ αὐτή κινεῖται πολυειδῶς καί παρέρχεται ἀπό αὐτόν, καί συμβαίνει ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ τόν προφθάνει ἡ ὁδός καί ὅσα κατεῖχε δέν μπορεῖ πλέον νά τά κατέχη ἤ αὐτός προφθάνει καί δέν μπορεῖ πλέον νά κατέχη τά τοῦ βίου.διότι, ἀφοῦ εἶναι θνητός ὁ ἄνθρωπος, εἶναι συνημμένος μέ τά τοῦ βίου, πού εἶναι καί αὐτά τρεπτά.

῎Η λοιπόν ὡς συνημμένος μέ τά τρεπτά τρέπεται πολυτρόπως κι᾿ ἔχασε ὅσα κατεῖχε, πλοῦτο ἴσως, λαμπρότητα, εὐθυμία, ἤ πεθαίνοντας προφθάνει νά ἐπιφέρη στόν ἑαυτό του κεφαλαιωδέστερη τροπή καί ἀναχωρεῖ γυμνός, ἐγκαταλείποντας τά τωρινά ἀγαθά του καί τίς ἐλπίδες γι᾿ αὐτά. ῎Ισως σέ παιδιά, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ εὐχαρίστησι καί ἀπ᾿ αὐτό; Αὐτός μέν δέν ἔχει πλέον καμμιά αἴσθησι τῶν ἐδῶ πραγμάτων, τά δέ παιδιά θά πέσουν μέ τόν ἴδιο ἤ ἄλλον τρόπο.

Τό τέλος λοιπόν τῶν προσκολλημένων σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι πάντοτε συμφορά, ἀφοῦ τελικῶς ἐκφέρονται γυμνοί καί ἐγκαταλείπουν ὅλα τά ἐδῶ ἀγαπητά πράγματα. Σέ ὅσους δέ περιφρονοῦν τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καί ζητοῦν νά μάθουν περί τοῦ μέλλοντος κόσμου καί σπεύδουν νά πράττουν αὐτά πού θά συντελέσουν γιά ἐκεῖνον, ὁ θάνατος, ὅταν ἔρχεται δέν ἐπιφέρει ζημία, ἀλλά μᾶλλον τούς μεταφέρει ἀπό τοῦτα τά μάταια καί ρευστά, πρός ἀνέσπερη ἡμέρα, πρός ἄφθαρτη τρυφή, πρός ἀΐδια δόξα, πρός τά πραγματικά ὑπάρχοντα καί ἀναλλοιώτως διαμένοντα.

Αὐτά εἴθε νά ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν χάρι καί φιλανθρωπία αὐτοῦ πού ἔκλινε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε ὑπέρ ἡμῶν, ὄχι ἕως ἐμᾶς, ἀλλά καί ἕως τίς ἔγκλειστες στά καταχθόνια ψυχές.καί πού ἀπό ἐκεῖ ξανανέβηκε δι᾿ ἀναστάσεως καί ἀναβιώσεως καί προσέφερε σ᾿ ἐμᾶς τόν φωτισμό καί τή γνῶσι καί τήν ἐλπίδα τῶν οὐρανίων καί ἀϊδίων, στά ὁποῖα εἶναι δεδοξασμένος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

 

(Πηγή: imaik.gr)

Περί της Σαμαρείτιδος και ότι πρέπει να καταφρονούμε τα παρόντα (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς) – Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ


ΙΔΟΥ ΚΑΙΝΑ ΠΟΙΩ ΠΑΝΤΑ. Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) (4)

 Συνέχεια από: Tετάρτη 14 Μαίου 2025

SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 4
Του Martin Heidegger

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ


d. Επεξήγηση του πλήρους τίτλου της πραγματείας ως εισαγωγή στο ερώτημα περί του Είναι (Seyn)

Αρχίζουμε τώρα την ερμηνεία της πραγματείας του Σέλλινγκ και λαμβάνουμε ως μότο της ερμηνείας μας της Πραγματείας περί Ελευθερίας του Σέλλινγκ τα δικά του λόγια:

«Αν θέλει κανείς να τιμήσει έναν φιλόσοφο, τότε πρέπει να τον κατανοήσει εκεί όπου δεν έχει ακόμη ακολουθήσει τις συνέπειες, στην αρχική του θεμελιώδη σκέψη· … [στη σκέψη] από την οποία εκκινεί.»
(Τόμος ΙΙ, Μέρος Γ', σελ. 60)


Και το άλλο απόφθεγμα:

«Είναι κακή ένσταση ενάντια σε έναν φιλόσοφο να λέγεται ότι είναι ακατανόητος.»
(Τόμος Χ, σελ. 163)


Ο πλήρης τίτλος της πραγματείας είναι:
«Φιλοσοφικές έρευνες για τη φύση της ανθρώπινης ελευθερίας και τα συναφή αντικείμενα».

Αρχικά απαιτείται μια σύντομη επεξήγηση του τίτλου. Τι δηλώνει αυτός ο τίτλος; Έρευνες, όχι παρουσίαση και κοινοποίηση αποτελεσμάτων και ισχυρισμών, ούτε απλώς χαρακτηρισμός μιας άποψης. Είμαστε αναγκασμένοι να ακολουθήσουμε και να συμμετάσχουμε στην πορεία της φιλοσοφικής ερώτησης.

Και πράγματι πρόκειται, όπως φαίνεται, για ένα και μόνο ερώτημα, το οποίο αφορά τη φύση της ελευθερίας, και συγκεκριμένα της ανθρώπινης ελευθερίας. Αυτό το ερώτημα είναι γνωστό με την καθιερωμένη ονομασία: «το πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης», και εκεί εξετάζεται αν η ανθρώπινη βούληση είναι ελεύθερη ή όχι και κατά πόσο αυτό μπορεί να αποδειχθεί με επαρκή πειστικότητα.

Η ελευθερία θεωρείται ως ιδιότητα του ανθρώπου· τι όμως είναι η ελευθερία, θεωρείται δεδομένο, ενώ παράλληλα νομίζει κανείς πως ήδη γνωρίζει τι είναι και ποιος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.
Αβέβαιο παραμένει μόνο, αν στον άνθρωπο και στην ικανότητά του για βούληση ανήκει πράγματι η ιδιότητα της ελευθερίας ή αν πρέπει να του την αρνηθούμε.


Το ερώτημα περί της ελευθερίας της βούλησης τίθεται στο τέλος με λάθος τρόπο και γι’ αυτό δεν είναι ερώτημα καθόλου — τουλάχιστον όχι όπως το θέτει η πραγματεία του Σέλλινγκ. Διότι εδώ η ελευθερία δεν θεωρείται ως ιδιότητα του ανθρώπου, αλλά αντιστρόφως: ο άνθρωπος μπορεί, το πολύ, να νοηθεί ως κτήμα της ελευθερίας.

Η ελευθερία είναι η διαπεραστική και διαμορφωτική ουσία, η οποία επανατοποθετεί τον άνθρωπο εκεί απ’ όπου γίνεται για πρώτη φορά άνθρωπος. Αυτό σημαίνει: η ουσία του ανθρώπου θεμελιώνεται στην ελευθερία.
Η ίδια η ελευθερία, ωστόσο, είναι ένας καθορισμός που υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη· μια υπέρτερη οντολογική διάσταση του Είναι. Εφόσον ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, πρέπει να μετέχει σε αυτό τον καθορισμό του Είναι· και είναι άνθρωπος, στο βαθμό που ολοκληρώνει αυτή τη συμμετοχή στην ελευθερία.

Κεντρική θέση:
Η ελευθερία δεν είναι ιδιότητα του ανθρώπου· ο άνθρωπος είναι κτήμα της ελευθερίας.

Όταν γίνεται λόγος για την ανθρώπινη ελευθερία, αυτό δείχνει ήδη ότι πρόκειται για έναν ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο η ελευθερία ανήκει στην ουσία του ίδιου του Είναι.
Όταν ερωτάται για την ουσία του ανθρώπου, δηλαδή τίθεται το ερώτημα πέρα από τον ίδιο τον άνθρωπο — προς κάτι πιο πρωταρχικό και ισχυρότερο από αυτόν: την ελευθερία, όχι ως απλή προσθήκη ή εξοπλισμό της ανθρώπινης βούλησης, αλλά ως την ουσία του ίδιου του Είναι, ως ουσία του θεμελίου για το ον στην ολότητα του.

Αυτές οι έρευνες, ήδη ως προς το σημείο εκκίνησής τους και σύμφωνα με τον ίδιο τους τον προσανατολισμό, ωθούνται πέρα από τον άνθρωπο, πέρα από την ελευθερία, προς το ερώτημα για την ουσία του Είναι εν γένει — ναι, τοποθετούνται εξ αρχής εντός του πεδίου αυτού του ερωτήματος, δηλαδή του ερωτήματος για την ουσία του Είναι, ενός ερωτήματος για το οποίο εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι δεν υπάρχει ευρύτερο και βαθύτερο και συνεπώς πιο ουσιώδες.
Ο Σέλλινγκ υπαινίσσεται στον τίτλο του αυτόν τον ευρύτερο και βαθύτερο συσχετισμό μόνο έμμεσα, μέσω της προσθήκης: «και τα συναφή αντικείμενα».

Αν λάβουμε υπόψη αυτόν τον προσανατολισμό της πραγματείας, τότε γίνεται κατανοητό γιατί δεν είναι απαραίτητο να αιτιολογήσουμε αναλυτικά γιατί επιλέξαμε αυτή την πραγματεία. Επειδή η ερώτηση που προβάλλεται εδώ εισέρχεται στην ολότητα του Είναι, δεν μπορούμε να αντλήσουμε τίποτε άλλο παρά μονάχα από αυτή, ούτε να βασίσουμε αλλού κάποιο επαρκές θεμέλιο για την ερώτηση· διότι το επαρκές θεμέλιο για την ερώτηση περί του Είναι στο σύνολό του βρίσκεται μόνο μέσα στο ίδιο το Είναι.

Από το Είναι ως όλον ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποσπαστεί. Διότι είναι αυτό που είναι μόνο επειδή στέκεται μέσα στο Είναι ως όλον και καταλαμβάνει εκείνη τη θέση. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποσπαστεί από το ον στο σύνολό του· μπορεί να αυταπατάται ως προς αυτό, μπορεί να εκλαμβάνει το ένα ή το άλλο ως το μοναδικό, να παίρνει μέρη ως το όλο· αλλά ακόμη κι αυτό το κάνει μόνο στο βαθμό που ένα ιδιαίτερο πράγμα το θεωρεί ως ολόκληρο και επομένως σκέφτεται πάντα με κάποιον τρόπο από το όλο και προς το όλο. Μένει πάντως ανοικτό το ερώτημα αν η σύλληψη του όλου είναι πάντα μια σχετική ή μόνο μια απολύτως σωστή σύλληψη του όλου.

Είπαμε πως δεν απαιτείται καμία περαιτέρω αιτιολόγηση για το γιατί επιλέξαμε αυτή την πραγματεία — διότι αυτή καθαυτή μάς επέλεξε. Διότι θέτει εκείνο το ερώτημα στο οποίο καταλήγουν όλα τα επιμέρους νοήματα και θεμελιώσεις του ανθρώπου: το ερώτημα της φιλοσοφίας καθαυτής. Όποιος κατανοεί αυτό το ερώτημα, αντιλαμβάνεται ακαριαία πως είναι ανόητο να ρωτά κανείς γιατί και προς τι να φιλοσοφούμε· διότι η φιλοσοφία θεμελιώνεται μόνο από τον εαυτό της — ή όχι καθόλου, όπως και η τέχνη δεν αποκαλύπτει την αλήθεια της παρά μόνο δι’ αυτής της ίδιας.

Δεν μπορεί ποτέ να αποδειχθεί γιατί και αν η φιλοσοφία είναι αναγκαία· κάθε τέτοια προσπάθεια απόδειξης παρερμηνεύει ήδη τη φιλοσοφία. Για τον ίδιο λόγο είναι επίσης αδύνατο να αποδείξει κανείς ότι η φιλοσοφία είναι περιττή, και ότι ήρθε η ώρα να καταργηθεί ή να μη δοθεί η ευκαιρία να αναδυθεί.
Όποιος επιχειρεί κάτι τέτοιο, προσφέρει την πιο λαμπρή απόδειξη ότι τουλάχιστον δεν μπορεί να πράξει ούτε να μιλήσει για ό,τι διακηρύττει τόσο υποτιμητικά για τη φιλοσοφία.

Το ότι η αναγκαιότητα της φιλοσοφίας δεν μπορεί πραγματικά να θεμελιωθεί και ότι η ίδια η φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να αμυνθεί εναντίον επιθέσεων, είναι από τη μία πλευρά προνόμιο της εσωτερικής της ουσίας, αλλά από την άλλη αποτελεί μειονέκτημα για την εξωτερική της θέση.
Η διεκδίκησή της δεν μπορεί ποτέ να αποβάλει την υποψία της αυθαιρεσίας — ποτέ, όσο η φιλοσοφία συναντιέται μαζί μας όπως κάτι ανάμεσα σε πολλά, όπως μία από τις ανθρώπινες δραστηριότητες — και αυτό, όσο δεν την αναγνωρίζουμε ως κάτι που δεν είναι απλώς γνώση, αλλά κάτι που μας μετασχηματίζει· και μόνο όταν κατανοήσουμε ότι η φιλοσοφία μπορεί να εκτελεστεί μόνο ως ελευθερία και ότι η πραγματοποίησή της είναι πράξη ύψιστης ελευθερίας.

Αλλά, αν είναι αδύνατη ακόμη και μια σταδιακή πειθώ για τη φιλοσοφία, και η πορεία της δεν μπορεί ποτέ να θεμελιωθεί άμεσα και να καταστεί κατανοητή — τότε επιτρέπεται να απαιτηθεί εξήγηση για το γιατί επιλέγεται εδώ και τώρα μια πραγματεία του Σέλλινγκ, και μάλιστα εκείνη που θεμελιώνει την ανθρώπινη ελευθερία.
Αυτό μπορεί να θεμελιωθεί μόνο μέσα από την ίδια την πραγματεία και μάλιστα μόνο τότε, όταν τη συνοδεύει μια φιλοσοφική ερμηνεία. Η επιτυχία αυτής της ερμηνείας, όμως, δεν είναι μόνο για τον λόγο αυτό αμφίβολη, επειδή εξαρτάται από τη δύναμη του Είναι και από το δίκαιο του Είναι όλων ημών— αλλά ακόμα περισσότερο, εξαρτάται από προϋποθέσεις, των οποίων την εξασφάλιση οφείλουμε να επιδιώξουμε.

Δεν υπάρχει μέχρι στιγμής εκείνη η φιλοσοφία που να μας παρέχει τις προϋποθέσεις για την επαρκή, δηλαδή δημιουργικά υπερβατική, κατανόηση της μελέτης του Schelling· επίσης, η ίδια η φιλοσοφία του Schelling δεν το επιτυγχάνει αυτό. Διότι κάθε φιλοσοφικό έργο, όταν πρόκειται όντως για φιλοσοφικό έργο, προωθεί τη φιλοσοφία πέρα από τη θέση που λαμβάνει εντός του έργου· είναι ακριβώς ο σκοπός ενός φιλοσοφικού έργου να ανοίγει έναν νέο τομέα, να θέτει νέες αρχές και κίνητρα, μέσω των οποίων τα ίδια τα μέσα και οι πορείες του έργου αποδεικνύονται ξεπερασμένα και ανεπαρκή.

Οι προϋποθέσεις και οι όροι γένεσης ενός έργου δεν επαρκούν ουσιαστικά για την ερμηνεία του, διότι το ίδιο το έργο θέτει νέα μέτρα για την ερώτηση. Και επειδή κάθε εξήγηση βασίζεται πάντα μόνο σε αυτό που ήδη υπάρχει και είναι γνωστό, η ιστορική εξήγηση παραμένει κλειστή όχι μόνο στο δημιουργικό και ουσιαστικά ιστορικό στοιχείο — πράγμα που είναι ακόμα πιο μοιραίο — αλλά η αποκλειστικότητα της ιστορικής εξήγησης δημιουργεί την εντύπωση ότι το δημιουργικό δεν υπάρχει καθόλου και είναι μόνο μια ρομαντική φαντασίωση.

Αν όμως κανείς θέλει παρ’ όλα αυτά να διασώσει το ανεξήγητο μέσα στην ιστορία απέναντι στη διάλυσή του στο εξηγήσιμο, τότε καταφεύγει συνήθως σε δοξαστικές και ενθουσιώδεις ρητορείες, αντί να ανατρέχει στις προϋποθέσεις μιας αληθινής γνώσης.

Επίσης, η εξήγηση από το επόμενο (μεταγενέστερο) και από τα αποτελέσματα δεν επαρκεί, ιδίως επειδή η επίδραση είναι ένα ιδιαίτερο ζήτημα από μόνη της. Συνήθως φαίνεται ως κάτι τυχαίο, εξωτερικό, κάτι που ήδη (ως προς τον τρόπο της επίδρασής του) είναι γνωστό.

Θα εισέλθουμε στον χώρο της πραγματείας του Schelling για την ελευθερία μόνο τότε αληθινά και πραγματικά, και θα τον μετρήσουμε με ακρίβεια, όταν κατανοήσουμε αυτό πού η ίδια φέρει και που υπερβαίνει τον εαυτό της. Το αν πληρούμε αυτήν την προϋπόθεση είναι ισοδύναμο με το αν φιλοσοφούμε ή απλώς μιλούμε για φιλοσοφία. Φιλοσοφούμε, όμως, μόνο τότε, όταν η κατάσταση της ύπαρξής μας γίνεται η πραγματική ανάγκη του ερωτήματος για το Είναι στο σύνολό του. Εφόσον όμως η ύπαρξή μας είναι ιστορική, παραμένει τέτοια και μέσα στο φιλοσοφείν.

Αυτό σημαίνει: όσο πιο αρχέγονα θέτουμε το φιλοσοφικό ερώτημα, τόσο πιο βαθιά ριζώνουμε στη δεσμευτική δύναμη της ιστορίας μας όσο πιο γνήσια είναι αυτή η εσωτερικότητα, τόσο πιο καθαρά προβάλλουν οι απλοί συσχετισμοί μέσα στους οποίους βρισκόμαστε ιστορικοφιλοσοφικά, και τους οποίους οφείλουμε να κατανοήσουμε και να διαμορφώσουμε από τα θεμέλια.

Μια τέτοια απλή, ουσιαστική σύνδεση υπάρχει για εμάς σε σχέση με αυτό που η πραγματεία του Schelling θέτει ως ζήτημα. Αυτή είναι προς το παρόν μόνο μια δήλωση και έκφραση προσωπικής πεποίθησης. Αν είναι κάτι περισσότερο ή διαφορετικό, αυτό μπορεί να αποδειχθεί μόνο μέσω της ερμηνείας της πραγματείας.

e) Schelling και Hegel


Εκτός από την έλλειψη επαρκών ουσιαστικών προϋποθέσεων για την κατανόηση του ερωτήματος, υπάρχει ακόμη ένας λόγος που μέχρι σήμερα έχει εμποδίσει την φιλοσοφική οικειοποίηση αυτού του έργου του Schelling. Είναι η κυριαρχία της Χεγκελιανής φιλοσοφίας. Αυτή υπήρχε τότε ως ιστορικό γεγονός και καθόρισε αργότερα και την ιστορική παρουσίαση και αξιολόγηση των δύο φιλοσοφιών.

Έχει ήδη αναφερθεί ότι στον πρόλογο της «Φαινομενολογίας του Πνεύματος» του Hegel (1807) υπάρχει μια απόρριψη του Schelling. Η απόρριψη αφορά την έννοια του Απόλυτου, την οποία είχε θέσει τότε ο Schelling ως θεμελιώδη αρχή: την ταυτότητα και την αδιαφορία όλων των αντιθέσεων. Ο Hegel αναφέρει σχετικά:

«Οποιαδήποτε ύπαρξη, αν την δούμε ως το Απόλυτο, δεν είναι εδώ τίποτα άλλο από το ότι λέγεται γι' αυτήν πως είναι μεν κάτι, έχει λεχθεί δηλαδή γι’ αυτήν σαν να είναι κάτι· στο Απόλυτο, όπου Α = Α, δεν υπάρχει όμως καμία διαφορά, αλλά όλα είναι το ίδιο. Αυτή είναι μια γνώση, στην οποία στο Απόλυτο όλα είναι ίσα, η διακριτική και εκπληρωμένη ή προς εκπλήρωση προσανατολισμένη γνώση αποκλείεται — ή αλλιώς, ένα Απόλυτο σαν η νύχτα, όπου, όπως λέγεται συχνά, όλες οι αγελάδες είναι μαύρες· αυτή είναι η αφέλεια του κενού ως γνώση.»

Αυτή η απόρριψη από τον Hegel είναι τόσο πιο αξιοσημείωτη, όσο η θεμελιώδης του στάση, όπως εμφανίζεται στη Φαινομενολογία, είχε διαμορφωθεί βάσει μιας αρχικής στενής συνεργασίας με τον Schelling. Αυτή η συνεργασία εκδηλώθηκε και εξωτερικά κατά τα έτη 1802–03 μέσα από τη συν-έκδοση του Κριτικού Περιοδικού της Φιλοσοφίας. Ο Schelling και ο Hegel είχαν ιδρύσει αυτό το περιοδικό για να "θέσουν τέλος στο αντιφιλοσοφικό καθεστώς και να ορίσουν νέο στόχο και μέτρο".

Ο ίδιος ο Hegel, στην πραγματεία του με τίτλο Διαφορά του συστήματος φιλοσοφίας του Fichte και του Schelling (1801), αναγνώρισε ρητά το νέο βήμα του Schelling πέρα από τον Fichte.

Ωστόσο, στην πορεία αυτής της κοινής εργασίας, η οποία ήταν καρποφόρα και για τους δύο, οι δρόμοι τους άρχισαν να αποκλίνουν — όχι ακόμη ως προς τη μεταξύ τους προσωπική σχέση, αν και μετά την αποχώρηση του Schelling από τη Ιένα, η επιστολογραφία μεταξύ τους έγινε πιο αραιή.

Αλλά ακόμη στην αρχή του έτους έκδοσης της Φαινομενολογίας, στις 11 Ιανουαρίου 1807, γράφει ο Schelling στον Hegel:

«Για το επιτέλους εκδιδόμενο έργο σου είμαι γεμάτος ανυπόμονη προσδοκία. Τι πρόκειται να προκύψει, όταν η δική σου ωριμότητα αφιερώσει ακόμη χρόνο για να ωριμάσουν οι καρποί της! Σου εύχομαι λοιπόν μακριά από τη φασαρία, ήρεμη κατάσταση και ανάπαυση για τη συγγραφή πιο εσωτερικών και ταυτόχρονα άχρονων έργων.»

Η επιστολή κλείνει:


«Να είσαι καλά και ας μην διακοπεί ξανά τόσο πολύ η σχέση μεταξύ μας. Να είσαι βέβαιος για τη σταθερή και ειλικρινέστατη φιλία μου. Δικός σου, Schelling.»
(Βίος του Schelling II, σελ. 114 κ.ε.)

Στις 2 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ο Schelling γράφει την τελευταία του επιστολή προς τον Hegel· πρόκειται για την επιβεβαίωση της παραλαβής της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, την οποία του είχε στείλει ο Hegel με επιστολή την 1η Μαΐου.

Ο Hegel είχε επισημάνει ειδικά ότι η αναφορά του στον Schelling στόχευε περισσότερο στο "ανοησία" που γινόταν με τη φιλοσοφία του Schelling, και δη στους "μιμητές".

Ο Schelling αναφέρει όμως στην απάντησή του ότι λαμβάνει υπόψη αυτή τη διαβεβαίωση — ωστόσο δεν μπορεί να διαπιστώσει πως στα εν λόγω προλεγόμενα (της Φαινομενολογίας) διατυπώνεται με σαφήνεια και με τον ανάλογο τρόπο αυτή η διάκριση.

Από τότε παρέμεινε στον Schelling μια πικρία απέναντι στον Hegel, όχι τελευταίως, επειδή η κριτική του Hegel δεν τον έθιγε πραγματικά και ο Schelling ήδη εδώ και κάποια χρόνια εργαζόταν να θέσει εκ νέου τα θεμέλια του συστήματός του. Η δυσαρέσκεια απέναντι στον Hegel βάθαινε όλο και περισσότερο μέσα στον Schelling με τα χρόνια και συχνά εκφραζόταν με έντονα ξεσπάσματα.

Μόνο πολύ αργότερα, όταν ο ίδιος ο Schelling, στο Βερολίνο, βρέθηκε στη θέση του Hegel, η αξιολόγηση έγινε ήρεμη και αντικειμενική.

Ο Hegel, αντίθετα, αναγνώριζε πάντα τα μεγάλα επιτεύγματα του νεότερου, κάποτε διάσημου φίλου του. Αυτό δεν του ήταν δύσκολο, καθώς ήξερε τον εαυτό του ως κάτοχο του συστήματος του απόλυτου, της απόλυτης γνώσης, και από αυτή τη θέση — την υπέρτατη όλων — μπορούσε εύκολα να ενσωματώσει και εκείνους που θεωρούσε ως κατώτερης σημασίας.

Στις διαλέξεις του για την Ιστορία της Φιλοσοφίας, που έδινε μέχρι τέλους στο Βερολίνο, ο Hegel χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία του Schelling ως τη «τελευταία ενδιαφέρουσα, αυθεντική μορφή φιλοσοφίας».

Και σχετικά με τη Πραγματεία περί Ελευθερίας λέει:

«Ο Schelling έγραψε μια μεμονωμένη πραγματεία για την ελευθερία· αυτή είναι σκοτεινής, στοχαστικής φύσης· στέκει μεμονωμένα· στη φιλοσοφία δεν μπορεί να αναπτυχθεί τίποτα μεμονωμένο.»

Αυτός ο λόγος του Hegel δείχνει τη θαυμαστή αντικειμενικότητά του, δείχνει όμως και το όριο της κρίσης του. Ο Hegel δεν είδε ότι ακριβώς αυτό το επιμέρους, δηλαδή η ελευθερία, δεν ήταν για τον Schelling κάτι μεμονωμένο, αλλά το ουσιώδες θεμέλιο του όλου, ότι είχε στοχαστεί και αναπτύξει την ελευθερία ως τη θεμελιακή αρχή μιας ολόκληρης φιλοσοφίας.

Στην κρίση αυτή φανερώνεται το όριο της Χεγκελιανής κατανόησης απέναντι στον Schelling· φανερώνεται όμως ταυτόχρονα —και αυτό ως μεγάλο παράδειγμα— ακόμη περισσότερο: ότι οι μεγαλύτεροι στοχαστές, κατά βάθος, δεν καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον, επειδή ο καθένας επιδιώκει, με τη μορφή του δικού του μεγέθους, το ίδιο πράγμα.

Αν ήθελαν κάτι διαφορετικό, τότε η κατανόηση, δηλαδή εδώ η παραχώρηση, δεν θα ήταν και τόσο δύσκολη.

Μέχρι σήμερα, η αξιολόγηση του Schelling παραμένει ακόμη στη σκιά του Hegel. Ο ίδιος ο Schelling υπέφερε πολύ από αυτό στα ύστερα χρόνια του. Αν η ερμηνεία μας της πραγματείας μεταδίδει μια διαφορετική εικόνα της φιλοσοφίας του Schelling, τότε αυτή η αλλαγή της ιστορικής κρίσης για τον Schelling είναι μόνο ένας δευτερεύων στόχος. Το αποφασιστικό παραμένει η ανάπτυξη του ερωτήματος που τίθεται μέσα στην ίδια την πραγματεία.

Το ζητούμενο είναι να αφυπνιστεί η κρυμμένη, αλλά ανατρεπτική δύναμή της και να επισημανθούν οι κατευθύνσεις που δείχνουν προς τα εμπρός.

Μετά από αυτές τις —περισσότερο εξωτερικές— προκαταρκτικές παρατηρήσεις, προσκολλούμαστε στον λόγο της ίδιας της πραγματείας.

Τέλος της «Προκαταρκτικής Παρατηρησης»

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ. ΛΟΓΟΣ ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ. ΣΠΑΝΙΟΣ. ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ. 


« Παιδός   η βασιλείη» (Ηράκλειτος)

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ (5)

   Συνέχεια από:  Πέμπτη 15 Μαίου 2025

W.WINDELBAND, ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, Β ΤΟΜΟΣ.

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ

4. Αυτή η συνειδητή θεμελίωση της φιλοσοφίας σε ανθρωπολογικές βάσεις έχει ως ουσιαστικό επακόλουθο την κεντρική θέση που κατέχει η βούληση στην κοσμοθεωρία του Αυγουστίνου. Χωρίς αμφιβολία αυτό οφείλεται στις προσωπικές εμπειρίες ενός ανθρώπου με έντονες ορμές και ισχυρή θέληση, ο οποίος, καθώς διερευνούσε στοχαστικά τη δική του προσωπικότητα, διαπίστωνε ότι ο εσώτατος πυρήνας της ήταν η βούληση. Γι' αυτό θεωρεί τη βούληση κάτι ουσιαστικό. Πίσω από κάθε κατάσταση, κάθε κίνηση της ψυχής, κρύβεται η βούληση. Πιο σωστά: όλες οι ψυχικές καταστάσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά τρόποι της βούλησης (voluntates).....

6. Υπό το πρίσμα της διδασκαλίας για τον προκαθορισμό του ανθρώπου, η μεγαλειώδης εικόνα της ιστορικής ανέλιξης της ανθρωπότητας, την οποία ο Ιερός Αυγουστίνος είχε σχεδιάσει σύμφωνα με τον τρόπο και το πνεύμα ολόκληρης της πατερικής φιλοσοφίας, παίρνει σκοτεινά χρώματα και ιδιαίτερα άκαμπτα σχήματα. Όχι μόνο η συνολική πορεία του ανθρώπου προς τη λύτρωση αλλά, όπως υποστηρίζει ο Αυγουστίνος, και η ιδιαίτερη θέση που κατέχει κάθε άτομο σε αυτήν έχει προαποφασιστεί από τον Θεό. Γι' αυτό δύσκολα θα αποφεύγαμε τη δυσάρεστη εντύπωση ότι όλη αυτή η δίψα του ανθρώπου για σωτηρία, η οποία εκδηλώνεται στην ιστορική πορεία του, υποβαθμίζεται, σύμφωνα με την άποψη του Αυγουστίνου, σε ένα παιχνίδι με μαριονέτες, που η τελική έκβασή του είναι αμετάκλητα προκαθορισμένη. 

Κατά τον Αυγουστίνο, σε όλη τη διαδρομή της ιστορίας, ο κόσμος του πνεύματος διαιρείται σε δύο σφαίρες: στο βασίλειο του Θεού και στο βασίλειο του διαβόλου. Στο βασίλειο του Θεού ανήκουν οι άγγελοι που δεν έχουν εκπέσει και οι εκλεκτοί άνθρωποι της χάρης. Το βασίλειο του διαβόλου περιλαμβάνει τους κακούς δαίμονες και τους ανθρώπους που ο Θεός δεν τους προόρισε να σωθούν αλλά τους έχει αφήσει στην κατάσταση της αμαρτίας και της ενοχής. Το ένα είναι το βασίλειο του ουρανού, το άλλο το βασίλειο του κόσμου. Στην πορεία της ιστορίας αυτές οι δύο σφαίρες συμπεριφέρονται μεταξύ τους όπως δυό διαφορετικά γένη, που μόνο εξωτερικά αναμιγνύονται, ενώ εσωτερικά είναι εντελώς διαχωρισμένα. Η κοινότητα των εκλεκτών δεν έχει πατρίδα στη γη. Ζει στην ανώτερη ενότητα της θείας χάρης. Απεναντίας, η κοινότητα των κολασμένων είναι κατακερματισμένη, εξαιτίας της διχόνοιας που επικρατεί σε αυτήν, και μάχεται στο βασίλειο της γης για τις κίβδηλες αξίες της δύναμης και της εξουσίας.  Σε αυτό το στάδιο εξέλιξης η χριστιανική άποψη δεν μπορούσε ακόμη να κυριαρχήσει στον κόσμο, και γι' αυτό ο Αυγουστίνος θεωρεί ότι όλα τα γνωστά ιστορικά κράτη είναι επιμέρους περιοχές μιας κοινότητας αμαρτωλών  ανθρώπων, που εχθρεύονται τον Θεό και είναι καταδικασμένες να αντιμάχονται διαρκώς η μια την άλλη. Κατά την άποψή του το βασίλειο του Θεού δεν είναι του κόσμου τούτου. Και η Εκκλησία, ίδρυμα σωτηρίας στο βασίλειο του Θεού, εισχωρεί στην εντός χρόνου ζωή των ανθρώπων.

Με αυτές τις προϋποθέσεις η πορεία της παγκόσμιας ιστορίας εκλαμβάνεται ως ένας χωρισμός των δύο βασιλείων, που βαθαίνει ολοένα πιο πολύ. Τελικός σκοπός της ιστορίας είναι ο πλήρης και οριστικός διαχωρισμός του βασιλείου του Θεού από το βασίλειο του κόσμου. Ο Αυγουστίνος διαιρεί την παγκόσμια ιστορία σε έξι περιόδους, που αντιστοιχούν στις έξι ημέρες της δημιουργίας -όπως περιγράφονται στη μωσαϊκή κοσμογονία- και συνδέονται με γεγονότα της ιστορίας του Ισραήλ. Κατανοεί ελάχιστα την ουσία του ελληνισμού και διατυπώνει επιτιμητικές κρίσεις για τον ρωμαϊκό πολιτισμό. Το αποφασιστικό σημείο αυτής της ιστορικής ανέλιξης είναι η εμφάνιση του Σωτήρα, με την οποία λυτρώνονται οι εκλεκτοί της θείας χάρης και ολοκληρώνεται ο διαχωρισμός τους από τους άλλους ανθρώπους, που είναι τέκνα του γήινου κόσμου. Αρχίζει έτσι η τελευταία κοσμική περίοδος, που θα τελειώσει με τη Δευτέρα Παρουσία. Ως αναγκαστική κατάληξη της πάλης θα έρθει ύστερα το Σάββατο, η ειρήνη του Κυρίου - που όμως θα είναι ειρήνη μόνο για τους εκλεκτούς του Θεού. Απεναντίας, όσοι δεν έχουν προοριστεί να σωθούν θα χωριστούν εντελώς από τους αγίους και θα αφεθούν να βασανίζονται για την αθλιότητά τους.

Μολονότι η μακαριότητα και ο πόνος εκλαμβάνονται εδώ με νόημα εξιδανικευμένο (χωρίς όμως να λείπει και η παράπλευρη εικόνα της φυσικής τους διάστασης), και ειδικότερα η αθλιότητα της κόλασης ως αποδυνάμωση του είναι που οφείλεται στην απουσία της θείας αιτιότητας, είναι ολοφάνερο ότι ο δυϊσμός του καλού και του κακού αποτελεί για τον Αυγουστίνο την τελική κατάληξη της παγκόσμιας ιστορίας. Ο άνθρωπος αυτός, που τόσο έντονα επηρεάστηκε από πολλά και ισχυρά φιλοσοφικά ρεύματα, δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το μανιχαϊσμό των νεανικών χρόνων του. Γι' αυτό στη χριστολογία του παρεμβάλλονται και μανιχαϊστικές απόψεις. Κατά τους μανιχαϊστές η αντίθεση καλού και κακού είναι πρωταρχική και ανεξάλειπτη. Κατά τον Αυγουστίνο η αντίθεση αυτή είναι επιγενόμενη, αλλά οριστική και αμετάκλητη. Ο παντοδύναμος, παντογνώστης και πανάγαθος Θεός έπλασε τον κόσμο, που διαχωρίστηκε για πάντα στο βασίλειο του Θεού και στο βασίλειο του σατανά.

Συνεχίζεται.

ΑΥΤΗ Η ΒΟΥΛΗΣΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΤΗΣ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ , ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ, ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΤ' ΑΝΑΛΟΓΙΑΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ. 

Ο ΘΕΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΝΑ ΤΟΝ ΥΙΟ ΚΑΙ ΕΚΠΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ.. Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΤΑ ΓΙΑΝΝΑΡΑ.

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ (3)

 Συνέχεια από Παρασκευή 16 Μαίου 2025

του FRANZ COURTH
3. Στοχασμός της ενδοτριαδικής ζωής
α. Οι πρόοδοι

Η τριαδική θεολογία του Ακινάτη αναπτύσσεται στις questiones (θέματα) 27-43, στο πρώτο μέρος της Summa. Τα θέματα που είχε διαπραγματευθεί μέχρι ετούτο το σημείο ήταν η ύπαρξη του θεού, η Ουσία του, η ζωή του, η γνώση του και η θέλησή του. Μόνον στην συνέχεια ασχολήθηκε με το τριαδικό μυστήριο αντιμετωπίζοντας κατ’ αρχάς το δόγμα των διατριαδικών προόδωνΗ συγκεκριμένη τους ύπαρξη μαρτυρείται από τις Γραφές όταν χρησιμοποιούν αυτούς τους όρους που έχουν σαν προϋπόθεση τους τις απορροές (Υιός, Λόγος, Πνοή). Αυτό όμως δεν πρέπει να γίνει κατανοητό, μαζί με τον Άρειο και τον Σαβέλλιο, σαν μια πρόοδος εξωτερική μόνον, αλλά κυρίως σαν ένα γεγονός που ανήκει στην διατριαδική ζωή. Ο Ακινάτης φθάνει σ’ αυτό το συμπέρασμα ξεκινώντας, όπως και ο Αυγουστίνος, από τον υπολογισμό της νοητικής ζωής του ανθρώπου και των δικών του πιο σημαντικών προόδων: την μάθηση και την θέληση. Καθότι δε πρόοδοι που είναι εμμενείς (ενυπάρχουν) στην συνείδηση του ανθρώπινου πλάσματος, η μάθηση και η θέληση είναι τα πιο κατάλληλα σύμβολα, παρότι ανεπαρκή, όπως και κάθε εικόνα, όσων συμβαίνουν στην διατριαδική ζωή.

Η πρώτη διατριαδική πρόοδος θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο η ανθρώπινη κατανόηση ενός γεγονότος εκφράζεται από τον εσωτερικό λόγο, και μας επιτρέπει να τον κατανοήσουμε σαν ένα γεγονός του λόγου, λέξης. Υπάρχει άλλη μία δυνατή αναλογία, που μας προσέφερε η αποκάλυψη όταν μιλά για κάτι σαν γέννηση. Και σ’ αυτή την περίπτωση η αναλογία που χρησιμοποιείται είναι σε θέση να καταστήσει κατανοητό το περιεχόμενο της πίστεως εάν προχωρήσουμε στον αποκλεισμό όλων των γήινων ατελειών που αναγκαίως προσδίδει αυτό το όργανο (της αναλογίας).
Ο παραλληλισμός ανάμεσα στην ανάδυση του ενδοθεϊκού λόγου και στην παραγωγή της διανοητικής γλώσσας είναι δυνατός διότι τόσο στο πρώτο φαινόμενο όσο και στο αντίστοιχό της ανθρώπινης νοήσεως αυτό που είναι νέο εξομοιούται μ’ αυτό που είναι ήδη παρόν. Το ίδιο συμβαίνει και με την γέννηση. Και πράγματι, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο Αριστοτέλης, η γέννηση κάνει έτσι ώστε ένα ον να προέρχεται από ένα άλλο που του είναι όμοιο, που είναι η εικόνα του και είναι του ιδίου είδους με την αρχή της καταγωγής του. Με τον ίδιο τρόπο η νόηση μορφοποιεί (ή γεννά) στον εσωτερικό λόγο μια εικόνα της πραγματικότητος που κατενοήθη και έγινε γνωστή.

Για τον Ακινάτη αυτή η αναλογία έχει το προσόν να μας κάνει κατανοητό, από το ένα μέρος το γεγονός πως η πρόοδος στον θεό του Λόγου γίνεται κατανοητή σαν μια γέννηση και από το άλλο το γεγονός πως κατά συνέπειαν ο Λόγος είναι Υιός.

Η θέληση αντιθέτως φωτίζει την δεύτερη διατριαδική πρόοδο. Και για την ακρίβεια τον χαρακτήρα της σαν προόδου της αγάπης, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο «το αγαπημένο αντικείμενο είναι σ’ αυτόν που αγαπά. Λόγω της υποδοχής του λόγου το πραγματικό αντικείμενο σαν έκφραση ή σαν σκέψη βρίσκεται σ’ αυτόν που κατανοεί». Μ’ αυτό δίνεται επίσης μια διάκριση στην πρώτη πρόοδο. Η ενέργεια της αγάπης που χαρακτηρίζει το ενδιαφέρον για την επιθυμητή πραγματικότητα, στην πράξη του τόκου ανήκει και η τάση για την αναπαραγωγή και την αφομοίωση.

Μ’ αυτή τη διάκριση ο Ακινάτης δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναπτύσσει την κληρονομιά του Αυγουστίνου και αυτό αποδεικνύει πόσο η αναλογία η οποία αντλείται από την νοητική ζωή του ανθρώπου, η οποία αποτελείται από την νόηση και την θέληση, υπολογίζεται από αυτόν σαν μια ουσιώδης αρχή κατανοήσεως και οικοδομήσεως του τριαδικού του δόγματος.

[Γίνεται πέρα για πέρα κατανοητό λοιπόν πως ο Νίτσε κήρυξε τον θάνατο ενός θεού που είχαμε κατασκευάσει εμείς κατ’ εικόνα μας. Αυτό το κατ’ εικόνα λοιπόν δεν χρησιμεύει στην φανταστική κατασκευή του ανθρώπου αλλά  και στην φανταστική κατασκευή του θεού αυτού του ανθρώπου.]

(Συνεχίζεται) 

Αμέθυστος

Θωμάς Ακινάτης - Ο διδάσκαλος της Καθολικής Εκκλησίας (γ)

 Συνέχεια από Παρασκευή 16 Μαίου 2025

Ο διδάσκαλος της Καθολικής Εκκλησίας

Gerhard Krüger

Θωμάς Ακινάτης γ

 Η αμαρτία η οποία συνεχίζει την ύπαρξη της μαζί με την ανθρωπότητα, δεν είναι απλώς η μια ή η άλλη πράξη, αλλά μια κατάσταση: μια «προδιάθεση», μια διαρκής «κατάσταση» του ανθρώπου, που «έγινε κάτι σαν φύση του». Μπορεί να συγκριθεί με την ασθένεια, η οποία δεν καταστρέφει τις δυνάμεις του σώματος, αλλά τις φέρνει σε μια χρόνια αταξία, η οποία παρεμποδίζει την σωστή χρήση τους (I. 2 q. 82, I). Η ανθρώπινη φύση δεν ήταν δυνατόν να καταστραφεί, αλλά είναι «πληγωμένη», και οι τέσσερις πληγές της είναι: τύφλωση, κακία, ασθένεια και τυφλή απληστία (I. 2. q. 85, 3). Στην πρωταρχική κατάσταση, η θέληση του ανθρώπου ήταν δια της χάριτος του Θεού υποταγμένη, και για τον λόγο αυτό του προστέθηκαν από μόνες τους οι δυνάμεις τις ψυχής, και στην ψυχή προστέθηκαν από μόνες τους οι δυνάμεις του σώματος. Με την «αφαίρεση» της χάριτος όλα επαναστατούν (I. 2. q. 82).

Αν ο άνθρωπος διατηρεί τις δυνάμεις του και τουλάχιστον την τάση για την σωστή χρήση τους, τότε το ίδιο πρέπει να ισχύει και για την δύναμη προς επίγνωση. Ο άνθρωπος πρέπει να έχει την δυνατότητα να αναγνωρίζει την αλήθεια, δηλαδή κατ’ αρχάς: τον κτιστό κόσμο, μέσα στον οποίο έχει την θέση ανάμεσα στα άλλα δημιουργήματα, αλλά και τον Θεό, εφόσον είναι ο δημιουργός αυτού του κόσμου. Ο Θωμάς υποστηρίζει πως υπάρχει μια γενική ανθρώπινη αποκάλυψη, η οποία βρίσκεται πριν από κάθε ιδιαίτερη, χριστιανική αποκάλυψη. Αποδίδει στον άνθρωπο την δυνατότητα μιας «φυσικής» θεογνωσίας. Θεμελιώνει τον ισχυρισμό του σε μερικά χωρία της Βίβλου, ιδιαιτέρως στους λόγους του Αποστόλου Παύλου στην προς Ρωμαιους επιστολή (α,19-20): «19 διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς (στους ανθρώπους)· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε. 20 τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης...». Ο Θωμάς βλέπει στα λόγια αυτά την νομιμοποίηση της φυσικής γνώσης του Θεού, δηλαδή της «φυσικής» θεολογίας. Και η ιστορία -τουλάχιστον έτσι φαίνεται- δικαιώνει τις προσδοκίες, τις οποίες πρέπει να έχει κανείς βάσει αυτών των δεδομένων: μας δείχνει με την περίπτωση της κλασσικής φιλοσοφίας της αρχαιότητας, πως η δύναμη της λογικής μπορεί συνήθως να πλανάται -στον πολυθεϊσμό της ειδωλολατρίας, στον μανιχαϊσμό, στον πανθεϊσμό, ή και στην άρνηση του Θεού-, αλλά δεν είναι αδύνατο, με μια ύψιστη προσπάθεια του στοχασμού, να διεισδύσει στην γνώση του αληθινού Θεού. Ο Σωκράτης που σε πείσμα της υπεροψίας της κοσμικής γνώσης δήλωνε πως γνωρίζει μόνο αυτό, ότι τίποτα δεν γνωρίζει, και ο μαθητής του Πλάτων, που πέραν του κοσμικού Είναι αναζητούσε το θεμελιώδες ον το οποίο θεμελιώνει τα πάντα, και το οποίο αποκάλεσε «το αγαθό»-και τους δυο θωρούσαν οι πατέρες της Εκκλησίας ως προδρόμους του Χριστού. «Κανένας άλλος δεν μας πλησίασε τόσο όσο αυτοί», είπε ο Αυγουστίνος αναφερόμενος στους διαδόχους τού Πλάτωνα (CivVIII 5). Και πράγματι, στον Πλάτωνα δεν βρίσκουμε απλώς μια προαίσθηση τής πίστεως περί δημιουργίας, αλλά και την γνώση πως ο άνθρωπος έχει ανάγκη σωτηρίας. Ο Πλάτων αποδίδει την γνώση όλων των αγαθών του κόσμου και το είναι αυτών των αγαθών, στο αγαθό εκείνο που βρίσκεται επέκεινα του κόσμου, το οποίο φωτίζει και θεμελιώνει. Δηλώνει με σαφήνεια πως ο άνθρωπος πρέπει πρώτα με κόπο να τα θυμηθεί όλα. Η φιλοσοφία σύμφωνα με τον Πλάτωνα δεν είναι τίποτε άλλο από αυτή την μνήμη. Ο Πλάτων λοιπόν δεν θεωρεί πως είναι καλά τα πράγματα, έτσι όπως προσφέρονται στις αισθήσεις μας. Βρίσκει το αγαθό μέσα στον άνθρωπο βαθιά θαμμένο. Είναι όμως πεπεισμένος, πως στα αμφίβολα, αμφίσημα πράγματα αυτού του κόσμου, μπορεί κανείς, φιλοσοφώντας, να ανακαλύψει το πρωταρχικό αγαθό, που παρά την παραμόρφωση βρίσκεται ακόμα στην βάση κάθε πράγματος, να ανακαλύψει τα αρχέτυπα, τις «ιδέες» των πραγμάτων. Θεωρούσε λοιπόν πως πέραν του πραγματικού ανθρώπου και της αμφίβολης κοινότητας, μπορούσε να ανακαλύψει τον αληθινό άνθρωπο και την αληθινή κοινότητα ως «αρχέτυπο» που βρίσκεται στην βάση. Ο Αυγουστίνος συνέχισε τον Πλάτωνα, λέγοντας πως οι πλατωνικές ιδέες, τα αρχέτυπα, είναι σκέψεις του Θεού. Όποιος τις αναγνωρίσει, θα καταλάβει τι και πως ήθελε ο Θεός τα δημιουργήματα του. Ο Αυγουστίνος μετέτρεψε τον Πλατωνισμό σε χριστιανική φιλοσοφία, και μέχρι τον 13ο αιώνα, μέχρι την εποχή του Θωμά Ακινάτη, είχε παραμείνει καθοριστικός. Ο Θωμάς όμως «βάφτισε» ένα άλλο ειδωλολάτρη φιλόσοφο, τον μεγάλο μαθητή και αντίπαλο του Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη. [Στήν πραγματικότητα είναι ο Αρεοπαγίτης]. Η μεγάλη διαφορά του Αριστοτέλη από τον Πλάτωνα δεν είναι τόσο το πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζει, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αξιολογεί την δυνατότητα λύσης του. Στο σημείο αυτό είναι πιο αισιόδοξος από τον Πλάτωνα. Θεωρεί πως η πρωταρχική, αληθινή μορφή των πραγμάτων δεν είναι τόσο βαθιά κρυμμένη. Στα δεδομένα, με τις αισθήσεις προσλήψιμα πράγματα, φανερώνεται χειροπιαστά και με σαφήνεια. Η γνώση του κόσμου επομένως, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οδηγεί στην γνώση ενός θεμελίου ανώτερου από τον κόσμο, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε το θεμέλιο αυτό, πολύ πιο θετικά σε σύγκριση με τον Πλάτωνα, να προσλαμβάνεται ως πνευματικό, σκεπτόμενο ον, δηλαδή ως «Θεός». Στον Αριστοτέλη λείπει η ανάγκη σωτηρίας, η πρόγνωση του «δεύτερου άρθρου». Προσφέρει όμως μια φυσική επιστήμη η οποία αποδέχεται τον κόσμο, μια «φυσική», η οποία ανακαλύπτει ως τελική αιτία κάθε συμβάντος στον κόσμο, ένα μοναδικό, υπεράνω του κόσμου Θεό, και με τον τρόπο αυτό μεταβαίνει στην «μεταφυσική». Ο Αριστοτέλης ίσως να μην είναι ο πρώτος, αλλά είναι ο πιο σημαντικός από τους φιλοσόφους, που πρόσφεραν μια απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Ο Θωμάς, ο οποίος υιοθετεί από τον Αριστοτέλη αυτή την απόδειξη, βρίσκει εκεί την φυσική θεολογία, την οποία ο Παύλος θεωρεί αναγκαία: η αριστοτελική απόδειξη, δια της οποίας είναι δυνατόν να διαπιστωθεί πως ο Θεός είναι η «πρώτη αιτία» κάθε συμβάντος και ζωής μέσα στον κόσμο, βρίσκεται στην κορυφή του «Εγχειριδίου» του.

Συνεχίζεται