Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Η Ουκρανία στα πρόθυρα της απελπισίας

Alessandro Orsini

Η Ουκρανία στα πρόθυρα της απελπισίας


Πηγή: Αλεσάντρο Ορσίνι

Η Ουκρανία βρίσκεται στα πρόθυρα της απελπισίας για στρατιωτικούς, πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Ο λόγος για την στρατιωτική απελπισία είναι ότι η αεράμυνα του Ζελένσκι έχει εξαντληθεί και η δύναμη του στρατού του στο μέτωπο μειώνεται. Αντίθετα, η Ρωσία παράγει όλο και περισσότερους πυραύλους και στρατιώτες. Η Ευρώπη δεν έχει άλλα όπλα να δώσει στον Ζελένσκι. Ο Μερτς παρακάλεσε τον Τραμπ να δώσει μερικούς Patriots στον Ζελένσκι. Στη συνέχεια, προσφέρθηκε να τους αγοράσει από τον Λευκό Οίκο για να τους παραδώσει στην Ουκρανία. Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν μείνει με στρατηγικά αποθέματα. Ο οικονομικός λόγος για την απελπισία είναι ότι η Ουκρανία, χωρίς τη βοήθεια της Δύσης, είναι χρεοκοπημένη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει τα χρήματα για να κουβαλήσει την Ουκρανία στους ώμους της. Ο Τραμπ πρέπει να υποστηρίξει ένα άλλο κράτος, το Ισραήλ, και δεν θέλει να γίνει πολύ φτωχό σε σύγκριση με την Κίνα, η οποία δεν έχει πολέμους για να την αφυδατώσουν. Ο πολιτικός λόγος για την απελπισία είναι ότι το ΝΑΤΟ έχει διαλυθεί. Ο Λευκός Οίκος δεν ενδιαφέρεται πλέον να συνεχίσει τον πόλεμο. Οι Βρυξέλλες, από την άλλη πλευρά, θέλουν η Ουκρανία να πολεμήσει για τον χρόνο που χρειάζεται για να επανεξοπλιστεί η Ευρώπη. Τα όπλα του Μπάιντεν θα πρέπει να εξαντληθούν προς το τέλος του καλοκαιριού. Ο Τραμπ μοιράζει βοήθεια για να επιτρέψει στον Ζελένσκι να υπολογίσει με ακρίβεια πότε δεν θα έχει πλέον αμερικανικά όπλα για να πολεμήσει. Η συμμαχία που υποστήριζε τον Ζελένσκι είναι διαλυμένη. Από την άλλη πλευρά, η συμμαχία που υποστηρίζει τη Ρωσία είναι συμπαγής: η Βόρεια Κορέα, το Ιράν και η Κίνα είναι ενωμένες γύρω από τον Πούτιν. Ο υπουργός Εξωτερικών του Πεκίνου δήλωσε στην Κάγια Κάλας ότι η Κίνα δεν μπορεί να επιτρέψει στη Ρωσία να χάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, διαφορετικά οι Ηνωμένες Πολιτείες θα στρέψουν όλη τους τη δύναμη εναντίον της Κίνας (CNN). Όπως έγραφε πάντα αυτό το άρθρο, η Κίνα αντιλαμβάνεται τον πόλεμο στην Ουκρανία ως το πρώτο στάδιο του πολέμου για την Ταϊβάν.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει προκαλέσει μια αίσθηση σύγχυσης στις άρχουσες τάξεις και στην κοινή γνώμη. Ο πρώτος λόγος για τη σύγχυση είναι η ανακάλυψη ότι η στρατιωτική βιομηχανία του ΝΑΤΟ είναι κατώτερη από της Ρωσίας και ότι οι στρατοί από χαρτόνι είναι αυτοί της Ευρώπης. Η Ιταλία έχει 50 επιχειρησιακά άρματα μάχης, πολύ λίγους στρατιώτες, μια σχεδόν ανύπαρκτη αεράμυνα και μια άρχουσα τάξη ανίκανη να διατυπώσει μια πιο σύνθετη συλλογιστική από ένα σύνθημα. Μάριο Ντράγκι: «Υπάρχει ένας εισβολέας και ένας πού δέχθηκε επίθεση». Τζόρτζια Μελόνι: «Ποντάρω στη νίκη της Ουκρανίας». Corriere della Sera: «Το πρόβλημα του πολέμου είναι οι υποστηρικτές του Πούτιν». Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Ρωσία έχει επεκταθεί αντί να συρρικνωθεί, όπως αποδεικνύεται από τη διείσδυσή της στη Λιβύη. Ο τρίτος λόγος είναι η ανακάλυψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφασίζουν τι θα συμβεί στο ευρωπαϊκό έδαφος. Ο Λευκός Οίκος αποφασίζει αν η Ευρώπη θα ζήσει σε πόλεμο ή σε ειρήνη. Στην πραγματικότητα, ο Λευκός Οίκος ήταν αυτός που έθεσε όλες τις βασικές προϋποθέσεις για τον πόλεμο. Όταν ο Λευκός Οίκος θέλει πόλεμο, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε πόλεμο. Όταν ο Λευκός Οίκος κουράζεται από τον πόλεμο, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται διχασμένη, ταπεινωμένη και αφοπλισμένη. Ο τέταρτος λόγος για τη σύγχυση είναι ότι η Ιταλία ανακάλυψε ότι δεν διαθέτει μια τάξη αναλυτών διεθνούς πολιτικής στο ύψος των περιστάσεων. Σχεδόν όλοι οι ερευνητές/καθηγητές διεθνούς πολιτικής που έχουν πρόσβαση στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης έχουν δηλωθεί ως «οπαδοί» του ΝΑΤΟ, οι οποίοι έχουν καταστρέψει την εικόνα αυτονομίας και ανεξαρτησίας κρίσης που ο πολίτης περιμένει από τους ειδικούς. Κανείς δεν τους εμπιστεύεται πια, ούτε και εκείνους που έλεγαν ότι ο Πούτιν έχει έναν χάρτινο στρατό χωρίς πυραύλους ή τη θέληση για μάχη. Ένας ερευνητής διεθνών σχέσεων που μιλάει σαν τον Γραμματέα του ΝΑΤΟ είναι σαν ένας ερευνητής του Κρεμλίνου που μιλάει σαν τον Πούτιν.

Οι BRICS και η αδιαφορία της Δύσης

από τον Alessandro Volpi

Οι BRICS και η αδιαφορία της Δύσης

Πηγή: Αλεσάντρο Βόλπι

Αντιπροσωπεύουν το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού και λίγο κάτω από το 45% του πλούτου που παράγεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Συναντήθηκαν στο Ρίο ντε Τζανέιρο, αλλά δεν υπάρχει σχεδόν κανένα ίχνος αυτού στα ιταλικά μέσα ενημέρωσης. Αυτή είναι η σύνοδος κορυφής των BRICS που συγκέντρωσε όλα όσα, για να απλοποιήσουμε, μπορούν να οριστούν ως «μη δυτικά». Η σιωπή των μέσων ενημέρωσης είναι επομένως πραγματικά απίστευτη, επίσης επειδή από εκείνη τη σύνοδο κορυφής προέκυψαν τουλάχιστον τρία πολύ σημαντικά πράγματα. Το πρώτο, πραγματικά εκπληκτικό, είναι το γεγονός ότι οι BRICS ζητούν σεβασμό του διεθνούς δικαίου και της πολυμέρειας, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να «υπερασπίζονται» τους θεσμούς του Μπρέτον Γουντς, τα Ηνωμένα Έθνη και τον ΠΟΕ. Με άλλα λόγια, οι κύριες παραγωγικές οντότητες του πλανήτη, οι οποίες, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν έχουν συμβάλει ούτε στον ορισμό των δομών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε στη σύνταξη των θεμελιωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου και ακόμη λιγότερο στα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ζητούν τώρα, ενόψει της καταστροφής της Δύσης, να σεβαστούν αυτούς τους κανόνες της συλλογικής συνύπαρξης και αυτούς τους θεσμούς για να αποφευχθεί η κατάρρευση της ανθρωπότητας. Ζητούν, φυσικά, να έχουν μεγαλύτερο βάρος στον ΟΗΕ, στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά δεν προτείνουν την ανατροπή τους επειδή γνωρίζουν την ανευθυνότητα των δυτικών άρχουσων τάξεων και την πιθανή απερίσκεπτη συμπεριφορά τους απέναντι σε διαταραχές στις ισορροπίες που έχουν ωριμάσει τα τελευταία 80 χρόνια. Οι BRICS επικαλούνται αυτόν τον πολυμερισμό που συνέλαβε η δημοκρατική κουλτούρα και που η λογική της κυριαρχίας έχει πλέον διαστρεβλώσει. Οι «νέοι βάρβαροι», σύμφωνα με τους ορισμούς της Προέδρου Φον ντερ Λάιεν και του Αρχιστράτηγου Τραμπ, καταδεικνύουν μια σαφή προσπάθεια αποκατάστασης της ειρήνης και της συνολικής οικονομικής σταθερότητας χρησιμοποιώντας ακόμα γνωστές θεσμικές μορφές, για να προσπαθήσουν να διαχειριστούν σταδιακά έναν μετασχηματισμό που είναι αναπόφευκτος στην πραγματικότητα. Η δεύτερη σχετική πτυχή αντιπροσωπεύεται από την ιδέα, που ανέπτυξαν οι BRICS, για μια προοδευτική αντικατάσταση του δολαρίου όχι με ένα μόνο εναλλακτικό νόμισμα, αλλά με τη χρήση «τοπικών νομισμάτων»: στην πράξη, αντιμέτωποι με την αδυσώπητη πτώση του δολαρίου, οι BRICS σκέφτονται να αυξήσουν, για άλλη μια φορά σταδιακά, τον όγκο των συναλλαγών που πραγματοποιούνται με τα νομίσματα των επιμέρους χωρών, στις οποίες θα αποκατασταθεί η νομισματική κυριαρχία, χρησιμοποιώντας τον συντονισμό μιας νέας Τράπεζας Ανάπτυξης, με έδρα τη Σαγκάη. Και πάλι, καμία ηγεμονική επιβολή, υπό την αιγίδα μιας ενιαίας μεγάλης αυτοκρατορικής δύναμης, αλλά μια ενδυνάμωση των επιμέρους κρατών σε μια γενική διαλεκτική, όπου, φυσικά, θα διεξαχθεί μια «ειρηνική» μείωση του δολαρίου. Το τρίτο στοιχείο είναι μάλλον ταχύτερο στην υλοποίησή του και αποτελείται από ένα αυτόνομο σύστημα πληρωμών που, πρώτα απ 'όλα, αποτρέπει τον πολλαπλασιασμό των κυρώσεων. Στο Ρίο ντε Τζανέιρο, o νέος κόσμος έχει δείξει ότι πραγματικά φοβάται την αδιαφορία της Δύσης και έχει προσπαθήσει να τη βοηθήσει.

Άβολες αλήθειες

Alessandro Di Battista

Άβολες αλήθειες


Πηγή: Alessandro Di Battista

Πριν από λίγες ημέρες (από τις 18 έως τις 21 Ιουνίου 2025 για την ακρίβεια) πραγματοποιήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ. Στο τέλος της συνάντησης, ο Βλαντιμίρ Πούτιν απάντησε σε ερωτήσεις ορισμένων ξένων δημοσιογράφων.
Συγκεκριμένα, ένας Ισπανός δημοσιογράφος του ζήτησε να σχολιάσει την απόφαση των χωρών του ΝΑΤΟ (όλων εκτός από την Ισπανία) να φτάσουν το 5% του ΑΕΠ στις στρατιωτικές δαπάνες τα επόμενα χρόνια. Για εμάς τους Ιταλούς, αυτό θα σήμαινε να δαπανήσουμε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα σε αμυντικές δαπάνες.
Λοιπόν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η απάντηση του Πούτιν αγνοήθηκε εντελώς από το ιταλικό σύστημα μέσων ενημέρωσης. Ωστόσο, πιστεύω ότι οι Ευρωπαίοι είχαν και έχουν το δικαίωμα να ακούσουν την απάντησή του.
Κάθε μέρα μας λένε ότι η Ρωσία είναι εχθρός, μια απειλή για την Ευρώπη. Ο Μαρκ Ρούτε, Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, δήλωσε πριν από λίγες εβδομάδες ότι σε 4-5 χρόνια η Ρωσία «θα μπορούσε να αρχίσει να σκέφτεται να επιτεθεί στην Ευρώπη». Με λίγα λόγια, είναι σκόπιμο να γνωρίζουμε τις σκέψεις του Πούτιν για τον ευρωπαϊκό επανεξοπλισμό.
Λοιπόν, ο Πούτιν απάντησε ως εξής:
«Στην Ευρώπη λένε ότι θα επιτεθούμε στο ΝΑΤΟ. Τι ανοησίες είναι αυτές; Όλοι καταλαβαίνουν ότι είναι ανοησίες. Εξαπατούν τους πληθυσμούς τους για να αποσπάσουν χρήματα από τους κρατικούς προϋπολογισμούς. 5%, 3,5%, +1,5%. Χρησιμοποιούν όλα αυτά για να δικαιολογήσουν αποτυχίες στην οικονομία και στον κοινωνικό τομέα. Με φόντο αυτή τη ρητορική για την υποτιθέμενη φανταστική επιθετικότητα της Ρωσίας, αρχίζουν να μιλάνε για την ανάγκη να εξοπλιστούν. Λοιπόν, ας εξοπλιστούν. Πιστεύουμε ότι η αναφορά στην επιθετικότητα της Ρωσίας είναι εντελώς αβάσιμη. Δεν είμαστε εμείς που είμαστε επιθετικοί, αλλά αυτή η λεγόμενη συλλογική και επιθετική Δύση».
Ίσως λέει ψέματα. Σε κάθε περίπτωση, ο Πούτιν, αυτός που περιγράφεται ως ο νέος Χίτλερ έτοιμος να εισβάλει στη Δυτική Ευρώπη ή να επιτεθεί στο ΝΑΤΟ, είπε ότι η ευρωπαϊκή αφήγηση είναι ψευδής. Ότι οι Ρώσοι δεν έχουν κανένα συμφέρον να επιτεθούν σε μια χώρα της Ατλαντικής Συμμαχίας και ότι αυτό το ψέμα χρησιμεύει μόνο για να αφαιρεί χρήματα από τους προϋπολογισμούς των ευρωπαϊκών ή των κρατών του ΝΑΤΟ για να τα πηγαίνει στα μεγάλα εργοστάσια όπλων (τα πρώτα 5 είναι αμερικανικά) και στα χρηματοπιστωτικά ταμεία (ειδικά τα αμερικανικά) που είναι οι κύριοι μέτοχοι των ίδιων εργοστασίων όπλων.
Το είπε αυτό, και φοβάμαι ότι έχει δίκιο.

Μίλησε επίσης για τις στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας και σε αυτή την περίπτωση είπε απίστευτα πράγματα.
«Σχεδιάζουμε να μειώσουμε τις στρατιωτικές δαπάνες, ενώ το ΝΑΤΟ σχεδιάζει να τις αυξήσει. Σχεδιάζουμε να μειώσουμε τις αμυντικές δαπάνες. Για τον επόμενο χρόνο, τον επόμενο χρόνο και τα επόμενα τρία χρόνια. Δεν υπάρχει ακόμη τελική συμφωνία μεταξύ του Υπουργείου Άμυνας, του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Οικονομικής Ανάπτυξης, αλλά γενικά όλοι σκέφτονται προς αυτή την κατεύθυνση. Και η Ευρώπη σκέφτεται πώς να αυξήσει τις δαπάνες της, αντιθέτως».
Η Ρωσία σήμερα δαπανά το 6,35% του ΑΕΠ της για την άμυνα. Επομένως, δαπανά 172 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Στην πράξη, ήδη δαπανά πολύ λιγότερα από τις χώρες της ΕΕ.
Σε όλα αυτά, δύο ημέρες μετά από αυτές τις δηλώσεις του Πούτιν, ο Ζελένσκι μίλησε και είπε: «Ο Πούτιν θα μπορούσε να επιτεθεί σε μια χώρα του ΝΑΤΟ μέσα σε 5 χρόνια». Όχι σήμερα, σε 5 χρόνια. Εν τω μεταξύ, ξοδεύουμε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ σε όπλα.
Σας κάνω μια ερώτηση. Υπό το πρίσμα όλων αυτών, ποιος είναι πιο επικίνδυνος για τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών (ειδικά των Ιταλών), το ΝΑΤΟ ή ο Πούτιν; Η απάντηση εξαρτάται από εσάς!

Ο ΠΛΑΤΩΝ VEXATA QUASTIO (σημειον αντιλεγόμενον) (3)

Συνέχεια από Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

Πλατωνική ερμηνεία του Gadamer αντιτιθέμενη σ'εκείνη του Χάιντεγκερ και του Popper.

Του Giuseppe Girgenti.
          

Αλλά ποιός είναι ο Πλάτων που έχει στον νού του ο Gadamer;
         
Image result for gadamer Ο Πλάτων είναι οπωσδήποτε μία απο τις καθοδηγητικές του γραμμές στην ερμηνευτική του φιλοσοφία! Μάλιστα δέ ο Γκάνταμερ θεωρούσε τις Πλατωνικές του μελέτες τό καλύτερο και πιό πρωτότυπο μέρος της φιλοσοφικής του δραστηριότητος! Αυτό λοιπόν δεδομένου ότι οι μελέτες του δέν αποτελούν μόνον την έκθεση των ιδεών του για την Ελληνική φιλοσοφία αλλά και μία διευκρίνηση τής ερμηνευτικής πρακτικής, τής οποίας η "Αλήθεια και η Μέθοδος" αποτελεί μόνον την θεωρία. Στην συλλογή κειμένων με την επίβλεψη του G. Figal, με την ευκαιρία των εκατοστών του γενεθλίων συναντούμε παρεμβάσεις με τον τίτλο "ο Σωκράτης με το μπαστούνι" και "ο μεγάλος πλατωνιστής του ΧΧ αιώνος". Η συνάντηση τού Γκάνταμερ με την πλατωνική φιλοσοφία χάνεται στα χρόνια του λυκείου και συνέχισε στο πανεπιστήμιο με την Νεοκαντιανή ερμηνεία τού Paul Natorp. Σε τελευταία συνάντηση που είχα με τον Γκάνταμερ στην Χαϊδελβέργη, ακριβώς όταν ετοιμάζαμε την ιταλική έκδοση τής Πλατωνικής θεωρίας των ιδεών του Natorp, θυμόταν ότι στα είκοσί του χρόνια είχε αφιερώσει πολλές εβδομάδες στην διόρθωση των τυπογραφικών αντιγράφων της δεύτερης έκδοσης εκείνου του βιβλίου, που έγινε το 1921. Αυτό το βιβλίο του Natorp υπήρξε και ένα από τα σημεία εκκίνησης τού Πλάτωνος τού Χάιντεγκερ, ο οποίος δέν μπορούσε να δεχθεί την νεοκαντιανή διάκριση ανάμεσα στο είδος και την ιδέα, η οποία διαβάστηκε σαν αντιπαράθεση ανάμεσα στην παθητική-δεκτική στιγμή και την ενεργητική στιγμή τής γνώσεως. Υπήρξε όμως και ο Πλάτων τον οποίο ανέλυσε με τα εργαλεία τής φιλοσοφίας ο Πώλ Φριντλάντερ.

          Από εκεί και πέρα η λίστα των πλατωνικών σπουδών του Γκάνταμερ είναι πολύ μεγάλη : ας θυμηθούμε φυσικά την διατριβή του τού 1928 στον Φίληβο του Πλάτωνος (εκδοθείσα το 1931), η οποία χαρακτηρίζει και το ξεκίνημα τής κριτικής του συζήτησης με τον Χάιντεγκερ, η οποία διέγραψε μία αργή και προοδευτική απόσταση! Στην συνέχεια, την διάλεξη για τον Πλάτωνα και τους ποιητές του 1934, όπου παίρνει θέση στην καταδίκη της τέχνης και της ποιήσεως του Πλάτωνος. Όλα όσα βρίσκουμε σήμερα στους δύο τόμους των πλατωνικών μελετών. Περί της Πολιτείας μπορούμε να θυμηθούμε τα δοκίμια. Το κράτος της παιδείας του Πλάτωνος του 1942 και την ιδέα του Αγαθού ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη του 1978. Αλλά υπάρχει και ο ιδιωτικός Γκάνταμερ μαζί με την μεγαλύτερη κόρη του! Τέλος αρκεί να διατρέξουμε ακόμη και τους τίτλους των μαθημάτων που έδωσε στην Νάπολη, αρχής γενομένης απο το 1980, για να κατανοήσουμε την σπουδαιότητα που απέδιδε στον Πλάτωνα. Διάλογος και διαλεκτική (1981-82), Οι Προσωκρατικοί (1982-83), Ο Χάιντεγκερ και οι Έλληνες (1983-84), Ο Σωκράτης και ο Σωκράτης του Πλάτωνος. Ερμηνεία των σωκρατικών διαλόγων του Πλάτωνος (1984-85), Η Πολιτεία του Πλάτωνος και η Πλατωνική φιλοσοφία (1986-87), η Αρχή της Δυτικής φιλοσοφίας (1987-88), Η Διαλεκτική του Πλάτωνος (1988-89), κ.τ.λ.

          Σ'αυτά τα χρόνια, δηλαδή μετά το 1980, λαμβάνει χώρα και η συνάντηση τού Γκάνταμερ με τον Πόππερ. Έτσι εάν η αντιπαράθεση για τον Πλάτωνα ανάμεσα στον Χάιντεγκερ και τον Γκάνταμερ διήρκεσε μία ολόκληρη ζωή, η συνάντηση τού Γκάνταμερ με τον Πόππερ συνέβη μόνον όταν οι δύο ήταν ογδοντάρηδες (ο Πόππερ γεννηθείς το 1902 ηταν δύο χρόνια νεώτερος του Γκάνταμερ).

          Και τέλος θα ήθελα να υπενθυμίσω τον διάλογο του Γκάνταμερ με τους μελετητές του Πλάτωνος της σχολής της Τυβίνγκης (ή της Τυβίνγκης-Μιλάνου όπως συνηθίζεται να λέγεται σήμερα), ο οποίος αφορά την νέα ερμηνεία του Πλάτωνος, την αινιγματική του σχέση με τους πυθαγόρειους και το ξαναδιάβασμα των διαλόγων στο φώς των άγραφων, προφορικών δογμάτων, δηλαδή των προφορικών διδασκαλιών τις οποίες είχε φυλαγμένες ο Πλάτων για τους μαθητές της Ακαδημίας. Η πιό σημαντική στιγμή υπήρξε μία συνάντηση στην Tubinga του 1996 και κατά την γνώμη μου δέν είναι αδιάφορη ώς πρός τον πολιτικό Πλατωνισμό, εάν είναι αλήθεια ότι ο Πόππερ τον ερμήνευε στην βάση της σχέσεως ενότης-πολλαπλότης, η οποία είναι ο μετά-μαθηματικός πυρήνας των προφορικών δογμάτων. 

        Για τον Χάιντεγκερ και τον Πόππερ σε σχέση με τον Πλάτωνα, ο Γκάνταμερ εκφράστηκε καθαρά σε πολλά γραπτά. Την κριτική του στον Χάιντεγκερ πάνω απ'όλα στο δοκίμιο Πλάτων και Χάιντεγκερ. Για την κριτική του στον Πόππερ πάνω απ'όλα στο δοκίμιο Πλάτων και η ουτοπική σκέψη. Αλλά μίλησε αρκετά και προφορικά. Για παράδειγμα σε μία βιντεοκασσέττα της "Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών επιστημών στα πολυμέσα", η οποία κυκλοφόρησε στις 11 Απριλίου 1991 με τον τίτλο "Η έννοια της πολιτικής στον Πλάτωνα"! Εδώ ο Γκάνταμερ εξηγεί ότι ο Πλάτων ταξίδεψε στις Συρακούσες ενδιαφερόμενος για την Πυθαγόρειο Σχολή και απογοητευμένος απο την διαφθορά και την παρακμή τής αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως αναδύεται απο την 7η επιστολή του, στην οποία είναι αποτυπωμένο το ανήσυχο κλίμα που ακολούθησε την νίκη του Δίωνος. Σύμφωνα με τον Γκάνταμερ η πολιτεία του Πλάτωνος θα έπρεπε να διαβαστεί όπως διαβάζονται τα ταξείδια του Γκιούλλιβερ του Swift, δηλαδή σαν μία μεγαλειώδης παιδαγωγική εργασία εμψυχωμένη με μία κομψή ειρωνία και με μία ουτοπική ένταση! Οι Νόμοι, σύμφωνα με τον Γκάνταμερ, δέν αντιπροσωπεύουν, όπως ισχυριζόμαστε συνήθως, την απόκτηση συνειδήσεως εκ μέρους του Πλάτωνος τής αδυναμίας πραγματοποιήσεως του πολιτικού του σχεδίου, για τον ουτοπικό χαρακτήρα του οποίου ήταν σίγουρος εξ'αρχής. Ο Γκάνταμερ ισχυρίζεται ότι ο Αριστοφάνης είχε, στην πολιτιστική και πολιτική ζωή της Αθήνας, μία θέση ανάλογη με του Πλάτωνος, καθότι προσπαθεί να παρακάμψει τις διαλυτικές τάσεις της σοφιστικής. Σχετικά με τις γνωστές κατηγορίες για ολοκληρωτισμό του Πλάτωνος που εκτόξευσε ο Πόππερ, ο Γκάνταμερ λυπάται για το γεγονός ότι πολλοί μοντέρνοι ερμηνευτές δέν είναι ικανοί να συλλάβουν χιουμοριστικές και ειρωνικές νύξεις της γλώσσας του Πλάτωνος. Αναφέρεται επίσης και στις δύο τελευταίες του συνεντεύξεις, μία με τον 
Reale, στις 11 Μάϊου του 2000 και την άλλη με τον Bosetti και την Furstenberg στις 16 Φεβρουαρίου του 2002, μερικές εβδομάδες πρίν χαθεί. Φυσικά θα μπορούσαμε να συζητήσουμε επί μακρόν για την αξία αυτών των συνεντεύξεων των τελευταίων του ετών και πράγματι συζητήθηκαν πολύ, αλλά τις χρησιμοποιώ καθότι υπήρξα και άμεσος μάρτυρας! Έχουν το πλεονέκτημα μίας μεγαλύτερης σύνθεσης και κάποιες φορές μία αυθάδεια οφειλόμενη στην προφορική συζήτηση! Πάντως εκείνο που ισχυρίζεται ο Γκάνταμερ στις συνεντεύξεις αντιστοιχεί σε όσα έγραψε, εκτός ίσως απο μία κάποια διαφορά όσον αφορά τον Νίτσε. Ας αρχίσουμε λοιπόν με την κριτική στον Χάιντεγκερ.

Τέλος 1ου κεφαλαίου

(συνεχίζεται)

SUMPHILOSOPHEIN 13

Συνέχεια από: Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

SUMPHILOSOPHEIN 13

Η αληθινή πραγματικότητα
Του Enrico Berti.

2. Πλάτων: δικαιολόγηση και κριτική των Ιδεών (συνέχεια)

Για να διευκρινίσει τη διαφορά ανάμεσα στο ίδιο το ίσο και τα αισθητά ίσα, δηλαδή δύο κομμάτια ξύλου, για παράδειγμα δύο κουπιά, ή δύο πέτρες, ο Πλάτων παρατηρεί ότι τα αισθητά ίσα μερικές φορές φαίνονται ίσα σε κάποιον και όχι σε κάποιον άλλον, έπειτα ότι τα αισθητά ίσα «επιδιώκουν» (oregetai) κατά κάποιον τρόπο να είναι το ίδιο το ίσο, αλλά είναι κατώτερα (phaulotera), δηλαδή θα έπρεπε να είναι απολύτως ίσα, αλλά δεν είναι, και είναι επομένως «ελαττωματικά» (endesterai), δηλαδή τους λείπει κάτι για να είναι απολύτως ίσα. Όταν, ωστόσο, αντιλαμβανόμαστε δια της αίσθησης, για παράδειγμα με την όραση ή την αφή, τα αισθητά ίσα, αυτή η αίσθηση μας προκαλεί μέσα μας τη «μνήμη» του ίδιου του ίσου, επειδή αυτά εν μέρει του μοιάζουν και εν μέρει διαφέρουν από αυτό. Αυτή η μνήμη, ή «ανάμνηση», είναι η απόδειξη — κατά τον Πλάτωνα — ότι γνωρίζαμε το ίδιο το ίσο ακόμη και πριν γεννηθούμε, και επομένως ότι η ψυχή μας υπήρχε ήδη πριν ενσαρκωθεί στο σώμα. Πέρα από αυτή τη δοξασία, η οποία σαφώς είναι μία μεταφορά και για την οποία θα ήταν ενδιαφέρον να συζητήσουμε το νόημα, παραμένει το γεγονός ότι, για να δικαιολογηθεί η ύπαρξη μιας γνώσης όπως τα μαθηματικά, είναι αναγκαίο να παραδεχτούμε την ύπαρξη αντικειμένων διαφορετικών από τα αισθητά, οι οποίες είναι — όπως προκύπτει από άλλους διαλόγους — οι «Ιδέες» (ideai ή eidē, «μορφές»), και δεν πρόκειται καθόλου για μεταφορά.

Αλλά η συζήτηση στον Φαίδωνα δεν περιορίζεται στο ίσο, αλλά επεκτείνεται επίσης σε πολύ πιο ενδιαφέρουσες πραγματικότητες. Πράγματι, συνεχίζει ο Σωκράτης:

— Αν, λοιπόν, είναι αληθές ότι εμείς, αποκτώντας αυτή τη γνώση πριν από τη γέννηση, τη φέρνουμε μαζί μας όταν γεννιόμαστε, θα σημαίνει ότι υπήρχε πριν από τη γέννηση και ότι μόλις γεννηθήκαμε δεν γνωρίζαμε το ίσο, και ότι αυτό που είναι μεγαλύτερο και μικρότερο, αλλά και όλα τα υπόλοιπα αυτής της τάξης· το ίδιο το ωραίο (auto to kalon) και το ίδιο το καλό (auto to agathon) και το ίδιο το δίκαιο και το ίδιο το όσιο, και εν συντομία κάθε τι το οποίο χαρακτηρίζουμε στην ερώτηση και στην απάντηση με αυτό το σημάδι, δηλαδή «εκείνο το οποίο είναι το ίδιο»¹⁰.

Εδώ, στο ίσο, στο μεγαλύτερο και στο μικρότερο, αντικείμενα των μαθηματικών, προστίθενται το ωραίο, το αγαθό, το δίκαιο και άλλες πραγματικότητες αυτού του τύπου, οι οποίες δεν αποτελούν αντικείμενο των μαθηματικών, αλλά των οποίων την ύπαρξη ο Πλάτων δηλώνει εξίσου βέβαιη. Για αυτά, μάλιστα, ισχυρίζεται ότι δεν είναι γνωστά μέσω των αισθήσεων, αλλά μέσω μιας γνώσης την οποία συνιστά η ικανότητα να «λογοδοτεί» (didonai logon), και ότι το ωραίο, το αγαθό και οι πραγματικότητες αυτού του τύπου «υπάρχουν στον ύψιστο βαθμό» (einai hōs ontōi te malista)¹¹. Αυτά τα αντικείμενα είναι Ιδέες, όχι με την έννοια νοητικών περιεχομένων, αλλά πραγματικότητες, υπερβολικά πραγματικές. Είναι αυτά που, με έναν μάλλον ανεπαρκή σύγχρονο όρο, ο οποίος προέρχεται από τη γλώσσα της οικονομίας, αποκαλούμε «αξίες», οι οποίες ανήκουν όχι μόνο στη σφαίρα των επιστημών, αλλά και σε αυτήν της ηθικής, ή της πολιτικής.

Για αυτές τις αξίες ο Πλάτων είχε μιλήσει προηγουμένως, πάντοτε στον Φαίδωνα, όταν έκανε να πει ο Σωκράτης:

— Για κάτι από τις πραγματικότητες αυτού του τύπου, ω Σιμμία, δεν λέμε ότι υπάρχει αυτό καθ’ εαυτό, το ίδιο, ή όχι; — Το λέμε βέβαια, μα τον Δία. — Και επίσης, δεν λέμε για κάτι ότι είναι το ωραίο και το αγαθό; — Πώς όχι; —

Τώρα ο Σωκράτης απευθύνεται στο κοινό αίσθημα· ποιος δεν θα παραδεχόταν ότι στον κόσμο υπάρχουν, για παράδειγμα, αδικίες; Ε, λοιπόν, για να μπορέσει κανείς να πει ότι υπάρχουν αδικίες, για παράδειγμα ότι κάποιες πράξεις είναι άδικες, πρέπει να γνωρίζει τι είναι δίκαιο, δηλαδή πρέπει να παραδεχθεί ότι υπάρχει η δικαιοσύνη, «το ίδιο το δίκαιο». Ο ίδιος συλλογισμός ισχύει και για τις άλλες πραγματικότητες αυτού του είδους. Αλλά αυτά τα πράγματα – ρωτάει ο Σωκράτης τον Σιμμία – τα έχεις δει με τα μάτια σου; Ούτε λίγο, απαντά ο Σιμμίας. Άρα είμαστε βέβαιοι ότι υπάρχουν πραγματικότητες που δεν τις βλέπουμε με τα μάτια: η δικαιοσύνη και η αδικία, το καλό και το κακό, το ωραίο και το άσχημο. Ακόμη και η αλήθεια δεν φαίνεται με τα μάτια όπως δεν φαίνονται και πράγματα όπως το μέγεθος, η υγεία, η δύναμη, που όμως τα αντιλαμβανόμαστε με τη σκέψη. Άρα υπάρχουν επίσης Ιδέες, υλικά αντικείμενα, αξίες, αλλά και αφηρημένες έννοιες, και ωστόσο προσδιορίσιμες, όπως η υγεία και η δύναμη. Αν ο Αντισθένης δεν διαθέτει κάποιο όργανο για να συλλάβει αυτά τα αντικείμενα, παρά μόνο βλέπει τα αισθητά αντικείμενα, τόσο το χειρότερο για αυτόν.

Για να κατανοήσουμε την ανάγκη να δεχθούμε τέτοια αντικείμενα, είναι σκόπιμο να θυμηθούμε ένα απόσπασμα από έναν άλλο διάλογο, τον Ευθύφρονα, όπου ο Πλάτων βάζει τον Σωκράτη να ρωτήσει τι είναι το «όσιο», δηλαδή εκείνο που εγκρίνεται από τη θρησκεία. Ο χαρακτήρας του Ευθύφρονα, που είναι ιερέας και νομίζει ότι ξέρει ποιες πράξεις είναι όσιες και ποιες ασεβείς, απαντά στον Σωκράτη αναφέροντας μια συγκεκριμένη περίπτωση όσιας πράξης, για παράδειγμα την καταγγελία του πατέρα του επειδή διέπραξε φόνο. Τότε ο Σωκράτης παρατηρεί ότι υπάρχουν πολλές όσιες πράξεις, αλλά αυτόν δεν τον ενδιαφέρει να μάθει μία από τις πολλές όσιες πράξεις, αλλά να συλλάβει «το ίδιο το είδος» (auto to eidos) βάσει του οποίου όλες οι όσιες πράξεις είναι όσιες, και όσες δεν είναι όσιες, δεν είναι όσιες. Και εκφράζεται ως εξής:

Τότε δίδαξέ με καλά την Ιδέα (tēn idea), όπως πραγματικά είναι, ώστε εγώ, κοιτάζοντάς την και χρησιμοποιώντας την σαν πρότυπο (paradeigma), να μπορώ, για όσες πράξεις μπορώ να τελέσω που της μοιάζουν, να τις αποκαλώ ἁγίες· ενώ όσες δεν της μοιάζουν, να λέω ότι δεν είναι12. –

Η Ιδέα του ἁγίου, λοιπόν, δηλαδή αυτό που εμείς θα αποκαλούσαμε σήμερα αξία, χρησιμεύει ως πρότυπο με βάση το οποίο συγκρίνουμε τις επιμέρους πράξεις, ως κριτήριο με το οποίο κρίνουμε αν είναι ἁγίες ή όχι. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την Ιδέα του δικαίου, δηλαδή του «ίδιου του δίκαιου» (το δίκαιο αυτό καθαυτό), για την Ιδέα του ωραίου, του «ίδιου του ωραίου», για την Ιδέα του αγαθού, του «αγαθού αυτού καθαυτού». Οι Ιδέες, λοιπόν, είναι τέλειες πραγματικότητες, οι οποίες εκφράζουν απολύτως την ποιότητα ή την αξία της οποίας φέρουν το όνομα και λειτουργούν ως πρότυπα για τα αισθητά πράγματα, τα οποία τις μοιάζουν, τις επιθυμούν, όμως παραμένουν κατώτερα ή ελλιπή. Όποιος δεν τις αποδέχεται, δεν μπορεί να κατέχει μια αυθεντική γνώση, δηλαδή μια ασφαλή, σταθερή και οριστική γνώση· ούτε να διαθέτει κριτήριο για να κρίνει τις πράξεις στον τομέα της ηθικής. Οι Ιδέες έχουν αυτόν τον διπλό χαρακτήρα αρχών της γνώσης, δηλαδή όρων της αληθινής γνώσης, και ηθικών προτύπων, δηλαδή κριτηρίων ηθικής αποτίμησης. Όποιος δεν παραδέχεται τις Ιδέες, δεν μπορεί να προσεγγίσει ούτε την επιστήμη, ούτε την ηθική13.

Ακόμα και ο ίδιος ο Πλάτων, αφού έδειξε την αναγκαιότητα των Ιδεών, για τους λόγους που μόλις είδαμε, αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες που συνεπάγεται η αποδοχή τους, και τις εκθέτει ο ίδιος σε μια περίφημη συζήτηση ανάμεσα στο πρόσωπο του Σωκράτη και στο πρόσωπο του Παρμενίδη, στο πρώτο μέρος του διαλόγου που φέρει το όνομα του τελευταίου, όπου – κατά ομόφωνη γνώμη των μελετητών – ο εκπρόσωπος του Πλάτωνα δεν είναι πλέον ο Σωκράτης, ο οποίος παρουσιάζεται εκεί ακόμα πολύ νέος, αλλά ακριβώς ο Παρμενίδης. Ο Σωκράτης επιλύει το επιχείρημα του Ζήνωνα, μαθητή του Παρμενίδη, κατά της ύπαρξης των πολλών, οι οποίοι θα ήταν ταυτόχρονα όμοιοι και ανόμοιοι, παρατηρώντας ότι τα αισθητά πράγματα είναι όμοια λόγω συμμετοχής στην Ιδέα του όμοιου και ανόμοια λόγω συμμετοχής στην Ιδέα του ανόμοιου, οι οποίες είναι δύο ξεχωριστές Ιδέες και άρα δεν προκαλούν καμία αντίφαση.¹⁴

Σε αυτό το σημείο επεμβαίνει ο Παρμενίδης, ο οποίος ρωτά τον Σωκράτη ποιες είναι οι Ιδέες, πέρα από εκείνες του όμοιου και του ανόμοιου, και ο Σωκράτης παραδέχεται ότι υπάρχουν Ιδέες του δικαίου, του καλού και του αγαθού, και ότι όλες αυτές οι Ιδέες υπάρχουν "χωριστά" (khoris) από τα πράγματα στα οποία μετέχουν. Στη συνέχεια τον ρωτά εάν υπάρχουν επίσης Ιδέες του ανθρώπου, της φωτιάς και του νερού, αν και υπάρχουν χωριστά από τα αισθητά πράγματα, και ο Σωκράτης εμφανίζεται διστακτικός· και στην επόμενη φράση, εάν υπάρχουν Ιδέες των μαλλιών, της λάσπης και της βρωμιάς, που είναι αισθητά ανάξια, ο Σωκράτης απαντά ότι αυτό φαίνεται παράλογο. Με αυτό τον τρόπο η στάση του Σωκράτη να υποστηρίζει την ύπαρξη Ιδεών όπως αυτές του Ευθύφρωνος και του Φαίδωνα, δηλαδή ως επιστημολογικές αρχές και ως Ιδέες-αξίες, οδηγεί σε αμφιβολία. Ο Παρμενίδης τον πιέζει, παρατηρώντας ότι η αντίσταση του Σωκράτη να παραδεχθεί και άλλες Ιδέες, δηλαδή πρακτικά Ιδέες όλων των αισθητών πραγμάτων, είτε πρόκειται για απλές φυσικές πραγματικότητες, όπως ο άνθρωπος, το νερό και η φωτιά, είτε για μη αξιόλογες πραγματικότητες, όπως η λάσπη και η βρωμιά, οφείλεται στην νεαρή του ηλικία και στον σεβασμό προς τις απόψεις των ανθρώπων. Όταν ο Σωκράτης θα έχει προχωρήσει περισσότερο στη φιλοσοφία – λέγει ο Παρμενίδης – δεν θα απορρίπτει καμία από αυτές τις πραγματικότητες, από το οποίο προκύπτει ότι, κατά τον Πλάτωνα, πρέπει να παραδεχθούμε Ιδέες όλων των αισθητών πραγμάτων.

Μα πες μου αυτό. Είσαι της γνώμης, όπως λες, ότι υπάρχουν ορισμένες Ιδέες, από τις οποίες αυτά τα πράγματα που μετέχουν (metaleambanonta) λαμβάνουν τις ονομασίες τους (tas epōnumias); Για παράδειγμα, συμμετέχοντας στην ομοιότητα, γίνονται όμοια, στο μέγεθος μεγάλα, στην ομορφιά και στη δικαιοσύνη όμορφα και δίκαια; — Βεβαίως, απάντησε ο Σωκράτης.¹⁵

Εδώ εισάγεται ξεκάθαρα η έννοια της «μετοχής» (methexis), η οποία θεσπίζει μια σχέση μεταξύ των Ιδεών και των αισθητών πραγμάτων, που προηγουμένως είχαν χαρακτηριστεί ότι υπάρχουν «ξεχωριστά» το ένα από το άλλο. Πρόκειται για μια έννοια παρμένη από την κοινή γλώσσα, που στα ελληνικά σημαίνει ένα «παίρνω μαζί» (metalambanein) ή ένα «έχω εν κοινώ» (metekhein), αλλά το ακριβές της νόημα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο, όπως παρατηρεί και ο ίδιος ο Πλάτων, θέτοντας στο στόμα του Παρμενίδη την πρώτη ένσταση, η οποία στρέφεται ακριβώς κατά της έννοιας της μετοχής. Ένα πράγμα μπορεί να μετέχει ολόκληρο ή κατά ένα μέρος του σε κάτι άλλο. Αν τα αισθητά πράγματα μετέχουν στην Ιδέα ολόκληρη και το καθένα τους λαμβάνει το σύνολο της Ιδέας, τότε η Ιδέα θα βρίσκεται στο καθένα από τα πολλά αισθητά πράγματα, αλλά επειδή τα αισθητά είναι πολλά και χωριστά μεταξύ τους, η Ιδέα κατ’ αυτόν τον τρόπο θα είναι χωρισμένη από τον εαυτό της, πράγμα που είναι παράλογο. Αν πάλι τα αισθητά μετέχουν μόνο σε ένα μέρος της Ιδέας από την οποία λαμβάνουν το όνομα, τότε η Ιδέα θα είναι διαιρετή σε μέρη, το καθένα από τα οποία θα είναι διαφορετικό από την Ιδέα ως σύνολο, και επομένως τα πράγματα θα μετέχουν σε κάτι διαφορετικό από εκείνο από το οποίο λαμβάνουν το όνομα, πράγμα επίσης παράλογο. Για παράδειγμα, τα πράγματα που μετέχουν στην Ιδέα του μεγάλου, συμμετέχοντας σε ένα μέρος αυτής, θα μετέχουν σε μια πραγματικότητα μικρότερη από την πλήρη Ιδέα, οπότε θα είναι μεγάλα δια της συμμετοχής σε κάτι το μικρό.¹⁶

Το νόημα της αντίρρησης μου φαίνεται να είναι το εξής. Προκειμένου πολλά αισθητά πράγματα να λάβουν το όνομα, και άρα και τα χαρακτηριστικά, μιας Ιδέας, είναι αναγκαίο η Ιδέα να είναι με κάποιον τρόπο παρούσα μέσα τους, και να είναι παρούσα ολόκληρη. Επομένως, η συμμετοχή δεν μπορεί να νοηθεί ως ένα «λαμβάνειν μέρος», όπως θα υπέδειχνε η ιταλική (και λατινική) απόδοση του όρου. Αλλά, αν η Ιδέα τοποθετείται ως ξεχωριστή από τα αισθητά πράγματα, η παρουσία της μέσα τους, εφόσον είναι ξεχωριστή από τον εαυτό της, είναι αντιφατική. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατο να συμφιλιωθεί η συμμετοχή, νοούμενη ως παρουσία, με το διαχωρισμό των Ιδεών από τα αισθητά πράγματα. Είτε η συμμετοχή είτε ο διαχωρισμός είναι έννοιες που εφαρμόζονται πρωτίστως στα αισθητά πράγματα, επειδή ισοδυναμούν αντίστοιχα με το «βρίσκομαι μέσα» και το «είμαι έξω», άρα είναι αμοιβαίως ασύμβατες. Προφανώς, η δυσκολία αυτή ξεπερνιέται μόνο αν η συμμετοχή και ο διαχωρισμός δεν νοούνται σε υλικό, δηλαδή χωρικό, επίπεδο, που υπονοείται στις έννοιες του «μέσα» και του «έξω». Εξάλλου, τα αισθητά πράγματα είναι στον χώρο, αλλά οι Ιδέες, που δεν είναι υλικά πράγματα, δεν είναι στον χώρο και συνεπώς δεν έχει νόημα να μιλάμε για «μέσα» ή «έξω».
Αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν λέγεται ρητά στο κείμενο του Παρμενίδη¹⁷.


Αλλά και η έννοια της συμμετοχής δημιουργεί κάποια δυσκολία. Ο Παρμενίδης στην πραγματικότητα συνεχίζει με μια νέα ένσταση, που αφορά την ύπαρξη μιας Ιδέας ενιαίας και ταυτόχρονα ως αιτίας του γεγονότος ότι πολλά πράγματα έχουν το ίδιο χαρακτηριστικό, για παράδειγμα το ότι βλέπουμε πολλά μεγάλα πράγματα. Αν, λέει ο Παρμενίδης, μπορούμε να δούμε τη μεγαλοσύνη των πολλών επειδή έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, τότε θα πρέπει να τοποθετήσουμε μια άλλη Ιδέα, δίπλα (παρά) στην πρώτη, επειδή και η Ιδέα του μεγάλου είναι μεγάλη, και άρα έχει το ίδιο χαρακτηριστικό με τα πολλά μεγάλα πράγματα, και μετά από αυτήν, για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει να τοποθετήσουμε άλλη μία, και ούτω καθεξής επ’ άπειρον. Με αυτόν τον τρόπο, η προσφυγή στις Ιδέες, αντί να αναγάγει την πολλαπλότητα στην ενότητα, την πολλαπλασιάζει περαιτέρω στο άπειρο, πράγμα που είναι προφανώς ένα παραλογισμός¹⁸.

Αυτή η ένσταση, όπως θα δούμε, θα αναφερθεί από τον Αριστοτέλη με το όνομα «επιχείρημα του τρίτου ανθρώπου» και αποτέλεσε αντικείμενο αμέτρητων συζητήσεων ανάμεσα στους μελετητές. Η αιτία της δυσκολίας που επισημαίνει, όπως έχει παρατηρηθεί, είναι η λεγόμενη «αυτοπροδίκηση», δηλαδή η σύλληψη της Ιδέας ως έχουσας το ίδιο κατηγόρημα χάρη στο οποίο καθιστά νοητές τις αισθητές πραγματικότητες. Για παράδειγμα, αν η Ιδέα του μεγάλου είναι η ίδια μεγάλη, τότε, για να εξηγήσουμε το γεγονός ότι έχει κοινό κατηγόρημα με τα αισθητά πράγματα, πρέπει να παραδεχτούμε —με βάση τη θεωρία των Ιδεών— μια ακόμη Ιδέα του μεγάλου.
Η αυτοπροδίκηση είναι δυνατή μόνο εάν η Ιδέα νοείται η ίδια ως υποκείμενο με το ίδιο κατηγόρημα με τα αισθητά πράγματα, δηλαδή εάν παρουσιάζεται ως παρόμοια με τα αισθητά, πράγμα που θα ήταν σφάλμα.
Όμως ο Πλάτων, όπως είδαμε, στον Ευθύφρονα και στο Φαίδων, αντιλαμβάνεται τις Ιδέες ως προικισμένες με το ίδιο κατηγόρημα, αλλά σε ανώτερο βαθμό από αυτό που κατέχουν τα αισθητά με κατώτερο τρόπο.
Το ίσο είναι απολύτως ίσο, το ίσο των αισθητών είναι ελλιπές, η Ιδέα του αγίου είναι το μοντέλο των άγιων πράξεων, άρα και η ίδια είναι άγια, αν και σε ανώτερο βαθμό.
Η αυτοπροδίκηση συμβιβάζεται επομένως με τη σύλληψη των Ιδεών ως προτύπων των αισθητών, και ο Πλάτων δεν φαίνεται να την αρνείται.


Σε αυτό το σημείο ο Σωκράτης, προκειμένου να αποφύγει τις προαναφερθείσες δυσκολίες, προτείνει στον Παρμενίδη μια διέξοδο, αυτήν της σύλληψης των Ιδεών ως “σκέψεων” (noēmata) που υπάρχουν στην ψυχή, δηλαδή – όπως θα λέγαμε σήμερα – ως ψυχικά αντικείμενα, νοητικά περιεχόμενα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προαναγγέλλει την άποψη που στον Μεσαίωνα θα ονομαστεί “κονσεπτουαλισμός”, δηλαδή η διδασκαλία των καθολικών εννοιών ως απλών εννοιών.

Αλλά ο Παρμενίδης, δηλαδή ο ίδιος ο Πλάτων, δείχνει την αδυναμία αυτής της αντίληψης. Οι σκέψεις, λέει, πρέπει να είναι σκέψεις για κάτι, δηλαδή για ένα αντικείμενο που υπάρχει, αλλιώς θα ήταν σκέψεις για το τίποτα, και επομένως δεν θα υπήρχαν ούτε ως σκέψεις¹⁹. Πρέπει να σημειώσουμε ότι με αυτή την παρατήρηση ο Παρμενίδης δεν αρνείται την ύπαρξη των σκέψεων, δηλαδή των καθολικών εννοιών, αλλά απλώς δείχνει ότι αυτή συνεπάγεται την ύπαρξη αντικειμένων στα οποία αναφέρονται οι σκέψεις. Μπορούμε να πούμε ότι έτσι ο Πλάτων προανήγγειλε την ανακάλυψη της “προθετικότητας” (intenzionalità) των ψυχικών αντικειμένων, που θα διαμορφωθεί στη μεσαιωνική σχολαστική και θα διατυπωθεί ρητά τον 19ο αιώνα από τον Φραντς Μπρεντάνο (Franz Brentano).

Συνεχίζεται

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΕΝΑΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ.

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (89)

 Συνέχεια από Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018 

                                       PAUL FRIEDLȀNDER
                                                  ΠΛΑΤΩΝ
                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                 ΔΕΥΤΕΡΗ, ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                             21.  ΦΑΙΔΩΝ

     Ο «Φαίδων» τού Moses Mendelssohn (1764) και «Ο θάνατος του Σωκράτη» τού Lamartines (1823) είναι απομιμήσεις και παραλλαγές τού πλατωνικού «Φαίδωνα». Από εκεί ‘παραλαμβάνουν’ και τα δυό έργα τη ‘διαδικασία’, και ένα μέρος τουλάχιστον του φιλοσοφικού διαλόγου. Ο Mendelssohn ξεκινά και τελειώνει μάλιστα τον δικό του «Φαίδωνα» ως ακριβή μετάφραση, απομακρυνόμενος μόνον εκεί απ’ το πρωτότυπο, όπου και θεωρεί αναγκαίο «να διαμορφώση κατά το ‘γούστο’ τών καιρών μας τις μεταφυσικές ‘αποδείξεις’». Στο δε ποίημα του Λαμαρτίνου, όπου και «’αδελφώνονται’ ή είναι μάλλον ένα η μεταφυσική και η ποίηση», έχει εκχριστιανισθή το ελληνικό πρότυπο – τα συμβάντα, ο διάλογος και η μορφή –, κάτι που δεν θα μπορούσε άλλωστε να επιτευχθή σε κανένα άλλο έργο τού Πλάτωνα τόσο πολύ όπως εδώ.
      Η «Απολογία» ‘περιβάλλει’ μέσα σ’ έναν δικανικό λόγο αυτό που θέλει να καταστήση ορατό ο Πλάτων: την ύπαρξη του φιλοσόφου μπροστά στην τελευταία απόφαση. Ο «Γοργίας» αντιπαραθέτει στο δικαστήριο της Αθήνας το δικαστήριο του Επέκεινα, και ανυψώνει έτσι την αληθινή δικαιοσύνη πάνω από κάθε γήινη  και χρονική. Ο «Μένων» αναφέρει τη γνώση στο αιώνιο Είναι και αποδεικνύει – με την εικόνα τής «ορφικής» διδασκαλίας για τη μετεμψύχωση – την αφθαρσία (αθανασία…) τής ψυχής απ’ το ότι υπάρχει η αλήθεια του όντος σ’ αυτήν. Όλες αυτές οι ‘θεωρήσεις’ αναπτύσσονται τώρα όλες μαζί στην κορυφή τού πλατωνικού έργου, τον «Φαίδωνα». Μπορούμε άρα, ακόμα λιγότερο απ’ ό,τι αλλού, να διαχωρίσουμε σ’ αυτόν τον διάλογο «τα συμβάντα και τις συζητήσεις» (58 C 7) ή τα γεγονότα και τον φιλόσοφο ως πλαίσιο και εικόνα. Η αλήθεια του Είναι και η πραγματικότητα της ζωής, η Ιδέα και η ύπαρξη, αξιώνουν η μια την άλλη. Κι αν είχε πεισθή απ’ τη διαταγή τού αξιωματούχου που διαχειριζόταν το δηλητήριο και είχε σωπάσει την τελευταία του μέρα ο Σωκράτης, δεν θα είχε και πολλά να πη στους μεταγενέστερους. Κανένας μαθητής δεν θα μετέφερε τις διδασκαλίες του στα πέρατα, και δεν θα είχε ‘αφήσει’ να συζητούνται για μισόν αιώνα τα πιο σημαντικά που είχε να μεταδώση ή να καταπολεμήση απ’ τον ίδιον τον Σωκράτη ή υπό την παρουσία του ο Πλάτων. Για τί άλλο μπορεί ωστόσο να μιλήση ο φιλόσοφος μπροστά στον θάνατό του,  συγκεντρωμένος εντελώς στο αντικείμενο, εκφράζοντας όμως ταυτόχρονα και τον εαυτό του, παρά για τη φιλοσοφία, τον θάνατο και την αθανασία; Οι Λόγοι (Logoi) δεν επιτυγχάνουν απ’ την άλλη, μπροστά στο μέγεθος τής εργασίας και λόγω τής ανθρώπινης ασθένειας, εντελώς τον σκοπό τους (107 ΑΒ). Κάτι που ισχύει ήδη κι εκεί που πρόκειται για την ανδρεία ή για τη σωφροσύνη (Sophrosyne). Κανένας διάλογος δεν χρειάζεται άρα περισσότερο απ’ τον διάλογο για τον θάνατο και την αθανασία, την παρουσία εκείνου, που τον διεξάγει γενναία, και που τον βλέπουμε να τελειώνη τώρα δίχως φόβο και ευγενικά την (εδώ…) ζωή του.
      Μάς υποβάλλουν ήδη τα πρώτα λόγια, ότι παρίστατο «ο ίδιος» ο Φαίδων, ότι αφηγείται ως αυτόπτης μάρτυς, και διατρέχει μια αισθητή ένταση την ‘απόσταση’ ανάμεσα σ’ αυτήν τη μαρτυρία και τη σύντομη, και φαινομενικά τόσο αντικειμενική δήλωση, πως «ήταν, νομίζω, άρρωστος ο Πλάτων» (59 Β). Δεν ονομάζεται άσκοπα με το όνομα του ωραίου και νεαρού Φαίδωνα ο διάλογος περί θανάτου. Συνδέει μια ‘ηρακλείτια’ ‘ενταση τον έρωτα και τον θάνατο. Και μπορούμε να σκεφθούμε το κρίσιμο εκείνο σημείο τού διαλόγου, όπου δεν γνωρίζουμε αν θα ζήση ή θα πεθάνη, αν θα βρή δηλ. ή θα χάση το νόημα της ζωής και του θανάτου ο διάλογος. Αγγίζει τότε ο Σωκράτης στα ωραία του μαλλιά αυτόν που κάθεται στα πόδια του, και μοιάζει να ζωντανεύη ξανά αυτό το άγγιγμα του πλησιέστερου απ’ όλους – «το γήινο σώμα σου, αυτό το ‘στενό’ ιερό και άδυτο (της ψυχής σου…)» – τον λόγο (Logos) που κινδυνεύει. Για να μεταφέρη κατόπιν αυτός ο ίδιος έρως, που πλησίασε εκείνον που πεθαίνει, το μήνυμα του θανάτου προς την ζωή στα πέρατα: αφηγείται στη Φλεία (την «εύκαρπη γη»…) για τις τελευταίες ώρες τού Σωκράτη ο Φαίδων. Μεταθέτοντας έτσι αυτόν τον διάλογο-πλαίσιο έξω απ’ την Αθήνα ο Πλάτων, έχει τη δυνατότητα να ‘συγκρατήση’ πράγματα, που δεν θα μπορούσαν σχεδόν να ειπωθούν, ως γενικώς γνωστά, ανάμεσα στους Αθηναίους. Ενώ φανερώνεται ταυτόχρονα και η επίδραση του μεγάλου συμβάντος, που εξαπλώνεται, σε αναπτυσσόμενους κύκλους, πέρα απ’ την Αθήνα. Η Φλεία είναι ένα ‘σκαλοπάτι’ στον δρόμο ανάμεσα στην Αθήνα και τον πέρα κόσμο, ανάμεσα στην Αθήνα και την Έλιδα κατ’ αρχάς, την πατρίδα τού Φαίδωνα, όπου και θα μεταδώση στη δική του ‘Ελίδεια’ σχολή τη σωκρατική παράδοση. Και δεν είναι καθόλου συμπτωματικό επίσης το ότι είναι ένας πυθαγόρειος ο Εχεκράτης, που ‘υποδέχεται’ πρώτος την αναγγελία, και ότι είναι γνωστή επίσης ως έδρα μιας πυθαγόρειας κοινότητας η Φλεία. Έτσι θα είχε ‘φανταστή’ τον ‘κύκλο’ γύρω απ’ τον Εχεκράτη ένας σύγχρονός του αναγνώστης, παρ’ όλο που είναι επίσης αξιοσημείωτο το πόσο λίγο, ή και καθόλου, χαρακτηρίζει αυτήν την ανθρώπινη ομάδα ο Πλάτων. Συνιστά ωστόσο μια ‘βαθμίδα’ ανάμεσα στη συνήθη κατανόηση και τον Σωκράτη -Πλάτωνα ο Εχεκράτης, την ίδια εκείνη ‘βαθμίδα’ που αντιπροσωπεύεται απ’ το ζευγάρι Σιμμία και Κέβη στον κυρίως διάλογο: η πυθαγόρεια διδασκαλία περί ψυχής και τα μαθηματικά ως προπαίδευση (Propädeutik) για την πλατωνική γνώση. Και είναι μόνο θέμα ‘τάξης’, ότι ασκούν οξύτερην αντίσταση οι φιλοσοφικά προετοιμασμένοι στον διάλογο. Γιατί βοηθούν ακόμα κι έτσι στο να εκπληρώση το φιλοσοφικό του έργο ο Σωκράτης.
      Η δίκη, για την οποίαν έχουν ήδη ακούσει στη Φλεία (58 Α), μας φέρνει πάλι στον νου την «Απολογία», στην οποία και φανέρωσε ήδη, σ’ ένα πρωιμότερο στάδιο του έργου του, το ίδιο πράγμα ο Πλάτων: τον φιλόσοφο και την ύπαρξή του μπροστά στην τελευταία απόφαση. Η «Απολογία» κορυφώθηκε στην πεποίθηση, ότι είναι «καλός» ο θάνατος, όταν είναι κάποιος  ο ίδιος «καλός», θεμελιώνοντάς το, σαν να ‘γλιστρούσε’ τρόπον τινά πάνω απ’ τη σοβαρότητα της ερώτησης, στο ότι μάς περιμένει είτε ένας ύπνος δίχως όνειρα μετά τον θάνατο, είτε όμως η συνέχιση της φιλοσοφούσας, της μόνης άρα άξιας να ζήση κανείς ζωής, που δεν τελειώνει άρα με τον θάνατο, αλλά γίνεται ίσως και καλύτερη  (( ! )) . Αυτό ειπώθηκε για τη ‘δημοσιότητα’, για το μεγάλο ακροατήριο του δικαστηρίου. Θα διαμορφώση όμως τώρα σ’ ένα καινούργιο ‘μέσον’ αυτήν τη θεώρηση ο «Φαίδων». Αυτό που κρυβόταν ακόμα πίσω απ’ την απλή λέξη «καλός» στην «Απολογία», δηλώνεται εδώ κατηγορηματικά ως το βασίλειο των Ιδεών. Και η ‘άποψη’, ότι συνεχίζεται στον Άδη η ζωή τού φιλοσόφου, η αναζήτηση δηλ. του Καλού (και Αγαθού…), η ‘άποψη’ ότι δεν μπορεί να βλαφθή από έξω ο αγαθός, εμπεδώνεται τώρα στη γνώση, ότι ανήκει πράγματι κατά την ουσία της σε κείνον τον κόσμο τών αιωνίων μορφών, του αληθινού Είναι, του Αγαθού (Agathon) και της ‘μεταφυσικής’ η ψυχήΌποιος βλέπει δογματικές ‘επιδείξεις’ προς υποστήριξη μιας παιδικής ελπίδας στις «αποδείξεις περί αθανασίας» τού «Φαίδωνα», πρέπει να δεχθή πως μιλά ένας άλλος, ο «ιστορικός» Σωκράτης, σε αντίθεση προς τον «πλατωνικό» τού «Φαίδωνα», στην «Απολογία». Κι απέναντι σ’ αυτό θα δείξουμε εδώ τουλάχιστον αυτό και μόνο, το πόσο λίγο παρακολουθούν τις υποδείξεις τού ίδιου του Πλάτωνα εκείνοι που αναζητούν ‘δόγματα’, ώστε να μη μας επιτρέπεται να ‘συμπεράνουμε’ τίποτα το ‘παγιωμένο’ και ‘ισοπεδωτικό’ απ’ αυτόν τον όψιμο διάλογο.
      Η σκέψη τής δίκης συνδέει λοιπόν τον «Φαίδωνα» με το προηγούμενο έργο τού Πλάτωνα. Ταυτόχρονα αντηχεί όμως ένας ήχος μέσα στον διάλογο, που τον διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη. Οι φίλοι συγκεντρώνονται στην αυλή τού δικαστηρίου, δίπλα ακριβώς στη φυλακή (59 D). Και πρόκειται για ένα ιστορικό σίγουρα γεγονός. Θα άξιζε ωστόσο καν να αναφερθή, αν δεν ανακαλούσε ταυτόχρονα την ανάμνηση της δίκης, όπως και κατηγορηματικά συμβαίνει; «Εκεί όπου και έλαβε χώρα το δικαστήριο». Κι όταν αρχίση να μιλά κατόπιν ο Σωκράτης, ‘βλέπει’ με έναν σοβαρά αστείο τρόπο τούς δικαστές του σ’ αυτούς που τώρα τον παρακολουθούν, μπροστά στους οποίους και ελπίζει να απολογηθή με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι σε κείνους τούς πραγματικούς δικαστές (63 ΒΕ. 69 DE)! Για να διατηρηθή μάλιστα μέχρι τέλους αυτή η αντίθεση. Γιατί όταν αποφασίζουν στο τέλος τού μύθου τού επέκεινα για τον άδικο θάνατο, αλλά και για κείνον «που καθαρίστηκε επαρκώς με την αληθινή φιλοσοφία» οι δικαστές τού Άδη (113 Ε – 114 C), δεν χρειάζεται να σκεφτούμε καν την «Απολογία», που επικαλείται τούς γνήσιους μετά θάνατον δικαστές μπροστά στους προσωρινούς, για να αναγνωρίσουμε το πώς είναι συνεχώς παρούσα αυτή η αντίθεση στο πνεύμα τού Πλάτωνα.
     Μόνον έξω απ’ την Αθήνα μπορούσε να μιλήση κανείς τόσο διεξοδικά για τις συνθήκες, που καθυστερούσαν την εκτέλεση του Σωκράτη. Ήθελε άραγες να διασώση απλώς ως ιστορικός τα πραγματικά γεγονότα ο Πλάτων; Γιατί όμως να επιστρέφη στην προϊστορία τού εθίμου; Στο ότι «έσωσε» αλλά και «σώθηκε» ο Θησέας, και στο ότι ήταν ο Απόλλων ο «σωτήρας»; Όταν εισερχόμαστε μετά στη φυλακή, μαθαίνουμε για τον ύμνο (Hymnus) που συνέθεσε ο Σωκράτης στον Απόλλωνα. Ο ύμνος στον θεό και η φιλοσοφική ζωή αντικαθρεφτίζονται ειρωνικά ως η διπλή υπακοή, με την οποίαν και ανταποκρίθηκε στο ονειρικό κάλεσμα «να ασκή τη μουσική τέχνη» ο Σωκράτης. Δεν πρέπει να φανερωθή λοιπόν ως ο μεγάλος ύμνος στον Απόλλωνα η φιλοσοφική ζωή, τον οποίον Απόλλωνα και (θεωρούσε πως…) υπηρετούσε με την παιδαγωγική του δράση ο Σωκράτης; Κι αν θελήσουμε να δούμε την αφήγηση και μόνον ενός πραγματικού γεγονότος σ’ αυτήν την ιστορία τού ονείρου και του ύμνου, θα αρνηθούμε την απολλώνεια πνοή που διατρέχει ολόκληρο το επεισόδιο (Episode) ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο επίπεδο του διαλόγου (84 Ε κ.ε.). Γιατί είναι ο Απόλλων τον οποίον και υπηρετεί μαζί με τους κύκνους που τραγουδούν ο Σωκράτης. Κι όπως τραγουδούν πιο ωραία από ποτέ πριν πεθάνουν αυτοί οι κύκνοι, επειδή θα ‘φτάσουν’ ακριβώς στον θεό, τον οποίον και υπηρετούν, έτσι ελπίζει και ο Σωκράτης για το δικό του μέλλον κοντά στον ίδιον ‘κύριο’, στον οποίον και έχει αφιερωθή (ιερός τού αυτού θεού). Γίνεται επίκληση έτσι ευθύς εξαρχής στον Απόλλωνα, θεό τής σωτηρίας, της προφητείας και της μουσικής, φύλακα δηλ. της πιο υψηλής τάξης και νομιμότητας, ώστε να τον θεωρούμε μέχρι τέλους παρόντα.
      Για τη μουσική ως αλληγορία ανθρώπινης και πολιτικής τάξης, και για τον Απόλλωνα ως προστάτη θεό και των δυό ‘περιοχών’ έχει ήδη μιλήσει, αλησμόνητα, ο Πίνδαρος. Και θυμόμαστε επίσης, πόσο συχνή είναι η αφήγηση για τον Απόλλωνα και τους κύκνους που τραγουδούν στη μυθική βιογραφία τού Πλάτωνα. Όπου και γεννά τον ίδιον τον Πλάτωνα ο Απόλλων· θυσιάζουν, στον Υμηττό, στον Πάνα, στις Νύμφες και στον Απόλλωνα οι γονείς τού Πλάτωνα, και γεμίζουν στο μεταξύ μέλισσες το στόμα τού παιδιού με μέλι. Ο δε Σωκράτης ονειρεύεται τη νύχτα, πριν γίνει ο Πλάτων μαθητής του, πώς καταφεύγει στα γόνατά του ένας άπτερος νεαρός κύκνος, και πώς πετά μετά με τα φτερά του και τραγουδώντας μακριά του. Ο ίδιος ο Πλάτων θα ονειρευτή πεθαίνοντας, ότι είναι ένας τραγουδιστής κύκνος που πετά από δέντρο σε δέντρο, και που κανένας κυνηγός δεν μπορεί να τον σκοτώση· και ο πυθαγόρειος Σιμμίας θα εξηγήση ως εξής αυτό το όνειρο: θα προσπαθήσουν όλοι οι άνθρωποι να αντιληφθούν τις σκέψεις τού Πλάτωνα, αλλά θα προσαρμόση ο καθένας στην ίδια τη δική του σκέψη την εξήγηση. (Κάτι που ισχύει μέχρι και σήμερα).

    ( συνεχίζεται )

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (42)

 Συνέχεια από: Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

Giovanni Reale 

ΠΛΑΤΩΝ

VΙI

Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ «ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΛΟΥ» ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΤΟΥ ΝΟΗΤΟΥ ΜΕΤΑΑΙΣΘΗΤΟΥ ΟΝΤΟΣ

Η θεωρία των «Ιδεών» και η διδασκαλία των «Πρώτων και Υπέρτατων Αρχών»

Οι Πρώτες Αρχές πάνω από τις Ιδέες: το Έν και η Δυάδα.

ΛΟΙΠΟΝ, ΑΝ ΤΟ ΝΑ ΕΞΗΓΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, για τη νοοτροπία των Ελλήνων γενικά και του Πλάτωνα ειδικότερα, σήμαινε «να τα ενοποιεί», τίθεται το εξής πρόβλημα: στον βαθμό που οι Ιδέες εξηγούν τα αισθητά ενοποιώντας τα σύμφωνα με καθεμιά τους, οι ίδιες, καθόσον παρουσιάζονται ως μία πολλαπλότητα, έστω και σε μετααισθητό επίπεδο, έχουν ανάγκη από μία περαιτέρω ενοποίηση.

Καθίσταται, επομένως, αναγκαία μία μεταφυσική εξήγηση σε δεύτερο επίπεδο. Όπως η σφαίρα της πολλαπλότητας του αισθητού κόσμου εξαρτάται από τη σφαίρα του κόσμου των Ιδεών, κατά ανάλογο τρόπο, η σφαίρα της πολλαπλότητας των Ιδεών εξαρτάται από μία περαιτέρω σφαίρα πραγματικότητας από την οποία απορρέουν οι ίδιες οι Ιδέες. Αυτή η σφαίρα αποτελείται από τις πρώτες και υπέρτατες Αρχές, και η μεταφυσική έρευνα αυτών των Πρώτων Αρχών μπορεί κάλλιστα να ονομαστεί πρωτολογία. Η διδασκαλία των Ιδεών και η θεωρία των Αρχών αποτελούν, επομένως, δύο διακριτά επίπεδα θεμελίωσης, δύο διαδοχικά επίπεδα της μεταφυσικής έρευνας, δύο σταθμούς του «δεύτερου πλου». Ακριβώς αυτός ο δεύτερος σταθμός της «δεύτερου πλου» είναι εκείνος που ο Πλάτων θεώρησε ως την πραγματεία εκείνων των «πραγμάτων μεγαλύτερης αξίας», τα οποία ο φιλόσοφος ως τέτοιος δεν καταγράφει γραπτώς και τα κρατά για την προφορική διαλεκτική. Και ενώ στα γραπτά του μίλησε επανειλημμένα για τη διδασκαλία των Ιδεών, για τις Πρώτες Αρχές έκανε μόνο νύξεις και υπαινιγμούς, με διασταυρούμενα μηνύματα, τα οποία μόνο εκείνοι που γνώριζαν αυτές τις διδασκαλίες από άλλη οδό ή πηγή θα μπορούσαν να κατανοήσουν, και που ακόμη κι εμείς, με την ανάκτηση της έμμεσης παράδοσης περί των «άγραφων δογμάτων», μπορούμε να αρχίσουμε να κατανοούμε εκ νέου.

Ο Σέξτος Εμπειρικός, αντλώντας από μία αναφορά εμπνευσμένη ακριβώς από τις προφορικές παραδόσεις του Πλάτωνα, δηλαδή από μία πηγή που ενημέρωνε σχετικά με τα «άγραφα δόγματα», δηλώνει ρητά:

Ας εξετάσουμε, για παράδειγμα, πώς οι Ιδέες, που κατά τον Πλάτωνα είναι ασώματες, προϋπάρχουν των σωμάτων, και πώς κάθε πράγμα που γεννάται, γεννάται βάσει της σχέσης του με αυτές. Όμως, παρ’ όλα αυτά, δεν προκύπτουν ως πρώτες αρχές των πραγμάτων, από τη στιγμή που καθεμία Ιδέα, όταν θεωρείται μεμονωμένα, λέγεται ότι είναι μία, ενώ όταν θεωρείται μαζί με μία άλλη ή περισσότερες άλλες, λέγεται δύο, τρεις, τέσσερις· ώστε πρέπει να υπάρχει κάτι που είναι ακόμη υπεράνω της πραγματικότητάς τους, δηλαδή ο αριθμός, με τη συμμετοχή στον οποίο το ένα, το δύο, το τρία ή ένας μεγαλύτερος αριθμός αποδίδεται σε αυτές.(Σέξτος Εμπειρικός, Κατά των μαθηματικών, X 258.)

Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς γράφει:


Οι Ιδέες είναι αρχές των άλλων πραγμάτων, ενώ των Ιδεών, που είναι αριθμοί, αρχές είναι οι αρχές των αριθμών· και τις αρχές των αριθμών έλεγε πως είναι η μονάδα και η δυάδα.(Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, Σχόλιο στη Μεταφυσική του Αριστοτέλη, σ. 56, 6-9 Hayduck)

Ας αφήσουμε προς το παρόν το πρόβλημα των «αριθμών» και της σύνδεσης των Ιδεών με τους αριθμούς, για το οποίο θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο, και ας διαβάσουμε ακόμη ένα καθοριστικό απόσπασμα του Αριστοτέλη:

Είναι φανερό ότι ο Πλάτων χρησιμοποίησε δύο μόνο αιτίες: τη μορφική και την υλική. Διότι οι Ιδέες είναι μορφικές αιτίες των άλλων πραγμάτων, και το Έν είναι η μορφική αιτία των άλλων Ιδεών. Και στο ερώτημα ποια είναι η ύλη που έχει λειτουργία υποκειμένου, για την οποία προορίζονται οι Ιδέες στον τομέα των αισθητών, και για την οποία προορίζεται το Έν στον τομέα των Ιδεών, αυτός απαντά ότι είναι η Δυάδα, δηλαδή το μέγα και το μικρό. Επιπλέον, ο Πλάτων απέδωσε την αιτία του Αγαθού στο πρώτο από τα στοιχεία του και απέδωσε την αιτία του Κακού στο άλλο.(Αριστοτέλης, Μεταφυσική, Ι 6, 988 α 8-15)

Οι διαπιστώσεις αυτές είναι, εκ πρώτης όψεως, βέβαια κρυπτικές, αλλά, όπως θα δούμε, έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο και βαθύ νόημα.

Πριν τις αποσαφηνίσουμε, ωστόσο, είναι σκόπιμο να διευκρινίσουμε αμέσως ότι ο ίδιος ο Πλάτων, στις σελίδες όπου παρουσιάζει τον «δεύτερο πλου» του, λέει ότι η θεωρία των Ιδεών δεν αποτελεί την τελική εξήγηση, και ότι πρέπει να γίνει ένα ακόμη βήμα, και να δοθεί λογαριασμός για το αξίωμα των Ιδεών με ένα περαιτέρω κατάλληλο αξίωμα, προσδιορίζοντας μάλιστα ότι ο φιλόσοφος πρέπει να το κάνει αυτό.

Αξίζει να διαβάσουμε τα τρία αποσπάσματα από τον Φαίδωνα, που είναι πραγματικά καθοριστικά, καθώς αποτελούν την αδιαμφισβήτητη απόδειξη της ανάγκης να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη οι «αυτομαρτυρίες» του Φαίδρου και της Επιστολής Ζ΄, και επομένως η ανάγκη να επικληθούν ως «βοήθεια» οι μαρτυρίες για τα «άγραφα δόγματα» των μαθητών, για να διαβαστούν και να κατανοηθούν σε βάθος τα γραπτά του Πλάτωνα.

Στο πρώτο απόσπασμα λέγεται:

Αν, λοιπόν, κάποιος ήθελε να σταματήσει στο ίδιο το αξίωμα [δηλ. στο αξίωμα των Ιδεών], θα τον άφηνες να μιλήσει και δεν θα του απαντούσες έως ότου να έχεις εξετάσει όλες τις συνέπειες που απορρέουν από αυτό, για να δεις αν αυτές συμφωνούν ή όχι μεταξύ τους· και όταν, στη συνέχεια, πρέπει να δώσεις λόγο για το ίδιο το αξίωμα [δηλ. το αξίωμα των Ιδεών], θα έπρεπε να το εξηγήσεις ακολουθώντας την ίδια μέθοδο, δηλαδή θέτοντας ένα περαιτέρω αξίωμα, εκείνο που σου φαίνεται το καλύτερο μεταξύ εκείνων που είναι τα υψηλότερα, προχωρώντας σταδιακά έως ότου καταλήξεις σε κάτι επαρκές [δηλ. έως ότου καταλήξεις στις πρώτες και υπέρτατες αρχές]. (Φαίδων, 101 D-E)

Στο δεύτερο απόσπασμα επαναβεβαιώνεται:

Και δεν θα μπερδευτείς, όπως κάνουν εκείνοι που για όλα τα πράγματα συζητούν υπέρ και κατά, και που θέτουν σε αμφισβήτηση, ταυτόχρονα, την αρχή και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτή, αν θέλεις να ανακαλύψεις κάτι από τα όντα. Διότι γι’ αυτό δεν μιλούν και δεν μεριμνούν, επειδή αυτοί, με τη σοφία τους, μολονότι ανακατεύουν τα πάντα, είναι το ίδιο ικανοί να ευχαριστούν τον εαυτό τους. Εσύ, όμως, αν είσαι φιλόσοφος, θα κάνεις, πιστεύω, αυτό που λέω. (Φαίδων, 101 E-102 A)

Και σαν να μην έφτανε αυτό, ολόκληρη η επιχειρηματολογική διαδικασία του διαλόγου, η οποία βασίζεται ακριβώς στα αξιώματα των Ιδεών, καταλήγει επαναβεβαιώνοντας την έννοια, με τρόπο πραγματικά εντυπωσιακό, ως εξής:

Ακόμη και τα αξιώματα που προηγουμένως θέσαμε [δηλ. τα αξιώματα των Ιδεών], ακόμη κι αν σε εσάς φαίνονται αξιόπιστα, θα πρέπει παρ’ όλα αυτά να επανεξεταστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια. Και αν τα εμβαθύνετε όπως αρμόζει [δηλ. φθάνοντας στη διδασκαλία των αρχών], όπως πιστεύω, θα τα κατανοήσετε στον βαθμό που είναι δυνατό για έναν άνθρωπο να τα κατανοήσει. Και, αν αυτό σας γίνει σαφές, τότε δεν θα πρέπει να αναζητήσετε τίποτε άλλο πέραν αυτού.(Φαίδων, 107 B)

Συνεπώς, ακριβώς στις σελίδες όπου ο Πλάτων εισάγει τη συστηματική συζήτηση των Ιδεών, λέει, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι αυτές δεν είναι οι πρώτες αιτίες: παρότι είναι οι αιτίες των σωμάτων, δεν είναι οι υπέρτατες αιτίες, δεν είναι οι πρώτες και υπέρτατες αρχές των όντων.

Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (1)

                         HANS – GEORG GADAMER

          (DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)

Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Διάλεξη στις 10.1.1976
(Heidelberg 1978 – Carl Winter, Universitӓtsverlag)

Εισαγωγικό σημείωμα

         Ξεκινάμε σήμερα, συν Θεώ, ένα καινούργιο κείμενο, τη μετάφραση της διάλεξης «Η Ιδέα τού Αγαθού ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη» τού Hans – Georg Gadamer, του καλύτερου και πιο ‘ελεύθερου’ ίσως μαθητή τού Heidegger. Με την, εκ των πραγμάτων, πεποίθηση ότι θα κατανοήσουμε καλύτερα και βαθύτερα τί είναι στην πραγματικότητα η αληθινή ‘φιλοσοφία’, που ξεκίνησε με τον Σωκράτη στην αρχαίαν Ελλάδα προς όφελος όλης τής ‘οικουμένης’. «Όστις θέλει…», λέει και ο Χριστός, και «Ζητείτε και ευρήσετε…», ενώ θυμόμαστε και τα λόγια τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, που λέει σ’ ένα σημείο: «Κι εμείς φιλόσοφοί εσμεν…», τιμώντας εκείνους που έφτασαν με τον λόγο ένα ‘βήμα’ πριν τον αληθινό Θεό…

Πρόλογος

Ο Χέγκελ αντιλήφθηκε βέβαίως ως πνευματικά όμοιον τον θεωρητικό χαρακτήρα τής διδασκαλίας τών Ιδεών στον Πλάτωνα και της οντολογίας τής ουσίας στον Αριστοτέλη, και είναι κατ’ αυτήν την έννοια και ο πρώτος που φανέρωσε στη σύγχρονην εποχή το διαμορφωμένο απ’ τον Αριστοτέλη, και εξελιγμένο με τον ‘νεοπλατωνισμό’ και τη χριστιανικήν παράδοση ‘πλαίσιο’ για την πλατωνική διδασκαλία τών Ιδεών. Και δεν μπορούμε και να πούμε, πως δεν θα επηρέαζε διαρκώς και την (μετέπειτα…) φιλοσοφικο-ιστορική έρευνα. Του οφείλουν λοιπόν, τόσο καλοί αριστοτελιστές όπως ο Trendelenburg ή ο Eduard Zeller, πολλά, γιατί ήταν πάνω απ’ όλα και ο πρώτος που ‘αποκάλυψε’ τη φιλοσοφική σημασία τών ‘εσωτερικών’ (‘esoterisch’) και ‘διαλεκτικών’ διαλόγων τού Πλάτωνα. Η ενεργητική όμως ενότητα, την οποία και συμπεριλαμβάνει η πλατωνικο-αριστοτελική φιλοσοφία τού Λόγου (Logos), που δεν έμεινε ούτε αυτή κρυφή και για τον Χέγκελ, δεν εκτιμήθηκε, όπως μου φαίνεται, στη συνέχεια και μέχρι σήμερα ακόμη, αρκετά.

Κι αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους. Υπήρξε βέβαια στ’ αλήθεια ένας μυστικός και ανομολόγητος ‘χεγκελιανισμός’ πίσω απ’ τις νέο-καντιανές ερμηνείες τού Πλάτωνα απ’ τον Cohen, τον Natorp και όσους τούς ακολούθησαν (Cassirer, N. Hartmann, Hὂnigswald, Stenzel). Για την ίδια όμως τη συνείδηση αυτής τής γενιάς ερευνητών βρισκόταν αποκλειστικά ο Πλάτων και καθόλου ο Αριστοτέλης μπροστά στην κριτικο-ιδεαλιστική πρόθεσή τους. Εμπόδιο δε σε μια πλήρη ανάπτυξη των χεγκελιανών θεωριών στεκόταν παντελώς, η δογματική απ’ τη μια ‘υπερ-ποίηση’ την οποία υπέστη απ’ τον κυρίαρχο στο ‘καθολικό’ (‘λατινικό’…) στρατόπεδο νεο-θωμισμό ο Αριστοτέλης, αλλά και η από παλιά κληρονομημένη εχθρότητα της σύγχρονης φυσικής επιστήμης ενάντια στην αριστοτελική φυσική τελεολογία και την ιδεαλιστική φιλοσοφία τής φύσης. Προσετέθη δε και η εντελώς ΄προβοκατόρικη’ εκτροπή τής νεοκαντιανής ερμηνείας τού Πλάτωνα, και ιδίως εκείνης τού Paul Natorp, που συνέδεσε, ενάντια στο ελληνικό κείμενο, τον Πλάτωνα με τον Γαλιλαίο, χωρίς καμμιάν ‘ευαισθησία’ για τις ιστορικές διαφορές, ερμηνεύοντας ως ‘νόμο της φύσης’ την ‘Ιδέα’. Μέσα απ’ αυτή την ιδεαλιστικο-νεοκαντιανή εξήγηση του Πλάτωνα, δεν μπορούσε παρά να εμφανιστή ως μια παράλογη παρεξήγηση η αριστοτελική κριτική στον ‘δάσκαλό’ του (ο Αριστοτέλης παρεξηγούσε τον Πλάτωνα!...). Η συνέπεια ήταν να παραγνωρισθή (να αγνοηθή…) περαιτέρω η πλατωνικο-αριστοτελική ενότητα ενέργειας και επίδρασης, και να υπάρξη σοβαρώτατο εμπόδιο στην πλήρην πρόσληψη της ελληνικής κληρονομιάς στη δική μας φιλοσοφική σκέψη. Γίνονταν μάλιστα εντελώς τετριμμένες και απλοϊκές αντιπαραθέσεις, όπως «Πλάτων ο ιδεαλιστής» και «Αριστοτέλης ο ρεαλιστής», γενικώς αποδεκτές, που μαρτυρούσαν όμως στην πραγματικότητα μιαν αληθινή άβυσσο συνειδητο-ιδεαλιστικής προκατάληψης. Δεν ήταν δε, ακόμα και το εμπνευσμένο απ’ τον Χέγκελ ‘πλαίσιο’, κατά το οποίο δεν ‘θεωρούσε’ ακόμα το Απόλυτο ως πνεύμα, ζωή και αυτοσυνείδηση η ελληνική σκέψη, κατάλληλο για να εκτιμηθή σωστά η θεμελιακή της σημασία για τη νεώτερη φιλοσοφία.

Ακόμα κι όταν αναζητούσα κι εγώ ο ίδιος, παρακινημένος απ’ την απεξάρτηση του Nicolai Hartmann απ’ τον νεοκαντιανό ιδεαλισμό, να ‘διεισδύσω’ στην αριστοτελική σκέψη, όπου και αποδεικνυόταν πολύτιμη η βοήθεια της γαλλικής και της αγγλικής έρευνας (οι Robin, Taylor, Ross, Hardie και προπάντων ο ασύγκριτος Hicks), έλειπαν πολλά για να θεωρήση κανείς την ενότητα της φιλοσοφίας τού Λόγου, που ξεκίνησε (κάποτε…) με το σωκρατικό ερώτημα και παρήκμασε (μεν…) γρήγορα στην εποχή μετά τον Αριστοτέλη, έχοντας ωστόσο μόνιμα προσδιορίσει την σύνολη εννοιολογική δυνατότητα της δυτικής σκέψης. Η συνάντησή μου με τον Heidegger υπήρξε τότε αποφασιστική για μένα. Ο Heidegger είχε εξίσου ‘διεξέλθει’ την ‘καθολική’ (‘λατινική’…) παράδοση του αριστοτελισμού όσο και τον νεοκαντιανισμό, και είχε ‘χαλυβδώσει’ με τη λεπτομερειακή τέχνη τών εννοιών του Husserl την επιμονή του και τη θεωρητική δύναμη, που είναι απαραίτητες για να φιλοσοφήση κανείς με τον Αριστοτέλη – και για δες: υπήρχε (ξαφνικά…) εκεί ένας συνήγορος του Αριστοτέλη, που ξεπερνούσε κατά πολύ όλες τις παραδοσιακές απόψεις τού αριστοτελισμού, του θωμισμού, ακόμα και του χεγκελιανισμού σε αμεσότητα και φαινομενολογική φρεσκάδα. Σχεδόν τίποτα δεν έχει γίνει απ’ αυτά μέχρι τώρα γνωστό. Επενεργούσε όμως στην ακαδημαϊκή διδασκαλία, και από εκεί προσδιορίστηκε και ο δικός μου δρόμος. Όταν δημοσίευσα δε το πρώτο μου βιβλίο, τη «Διαλεκτική ηθική τού Πλάτωνα», κατέστη προφανής, στο πεδίο τής πρακτικής τουλάχιστον φιλοσοφίας, η σύγκλιση για μένα, των ‘διανοητικών’ προθέσεων του Πλάτωνα με τη διάκριση των εννοιών στον Αριστοτέλη.

Ένα πράγμα μάς παρέπεμπε τότε πέρα απ’ την περιορισμένη συνάφεια προβλημάτων τής πρακτικής φιλοσοφίας: το μεθοδικό πρόβλημα, ότι διέσωζε σε μας δυό τόσο ανόμοια πράγματα η παράδοσή μας, όπως ήταν οι Διάλογοι που συνέταξε ο Πλάτων και τα κατεγραμμένα απ’ τον Αριστοτέλη ‘γραπτά εργασίας’, κι ότι ούτε διαθέτουμε μιαν αυθεντική, θεωρητική επεξεργασία τών πλατωνικών διδασκαλιών, ούτε και μπορούμε να διαβάσουμε, αντίστροφα, τα αριστοτελικά κείμενα που είχε (ο ίδιος ο Αριστοτέλης…) δημοσιεύσει. Κι ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αντιπαραθέτουμε μόνιμα λοιπόν το ανόμοιο προς το ανόμοιο. Η φαινομενολογική (ωστόσο…) περιγραφική τέχνη, που μπόρεσα λιγάκι να διδαχθώ κοντά στον Husserl και τον Heidegger, με βοήθησε να ανταπεξέλθω ως προς αυτή την μεθοδική δυσκολία στις πρώτες μου προσπάθειες. Γιατί δεν μπορεί να αξιώση ούτε η μιμητική μορφή τών Διαλόγων ούτε η μορφή πρωτοκόλλων τών αριστοτελικών κειμένων μιαν αυθεντία απέναντι στην αντικειμενικήν ερμηνεία, που στηρίζεται (βέβαια…) πάνω σ’ αυτά.

Πέρασε στο μεταξύ σχεδόν μισός αιώνας. Και το μεθοδικό πρόβλημα οξύνθηκε από μιαν ορισμένη άποψη και απ’ τις δυό πλευρές: απ’ την αριστοτελική πλευρά με τον Werner Jaeger και τη σχολή του, απ’ τη δε πλατωνική πλευρά πρόσφατα με τα μέλη τής σχολής στην Tȕbingen, που αποδέχθηκαν τις παροτρύνσεις προπάντων του Robin. Τα δε φιλοσοφικά ερεθίσματα που δέχθηκα εγώ απ’ την πλευρά μου απ’ τον Heidegger, με οδήγησαν ολοένα και περισσότερο στις περιοχές τής Διαλεκτικής, τόσο τής πλατωνικής όσο και της χεγκελιανής. Διδασκαλία δεκαετιών αφιερώθηκε στην επεξεργασία και τη ‘δοκιμασία’ αυτού, το οποίο και απεκάλεσα ενεργητική ενότητα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη εδώ. Πίσω όμως κι απ’ αυτά υπήρχε η μόνιμη πρόκληση, που σηματοδοτούσε για μένα ο ιδιαίτερος τρόπος σκέψης τού Heidegger και η εξήγησή του ιδιαιτέρως τού Πλάτωνα, ως το αποφασιστικό (εκείνο…) βήμα στην κατεύθυνση να λησμονηθή το Είναι στη ‘μεταφυσική σκέψη’. Το πώς αναζητούσα δε να αντιμετωπίσω θεωρητικά αυτή την πρόκληση, το μαρτυρά η επεξεργασία τού πονήματός μου για μια φιλοσοφικήν ερμηνευτική (Hermeneutik) με ‘αλήθεια και μέθοδο’. Στο να παραμείνουν ωστόσο ‘ανοιχτά’ ως συνοδοιπόροι στον συνεχιζόμενον διάλογο για τη φιλοσοφία, τόσο η διαλογική (τέχνη…) τού Πλάτωνα όσο και η κοινή στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ (( ! )) θεωρητική διάσταση, χρησιμεύουν και οι εξής σπουδές και μελέτες, που συνταιριάζουν και προς κάποια άλλα μικρά ‘λιθαράκια’, που τα συνέλεξα στο μεταξύ.

Πρόκειται για τις εξής εργασίες:


Για την προϊστορία τής μεταφυσικής (1950). Στο: Περί τού εννοιολογικού κόσμου τών προσωκρατικών – Zur Vorgeschichte der Metaphysik. In: Um die Begriffswelt der Vorsokratiker. 1968, Wiss. Buchgesellschaft Darmastadt, σ. 364 – 390.
Αρχαία ατομική θεωρία – Antike Atomtheorie (1935). Ό.π. σ. 512 – 533.
Ο Πλάτων και οι ποιητές (1934). Στο: Η διαλεκτική ηθική τού Πλάτωνα – Plato und die Dichter. In: Platos dialektische Ethik, 2η έκδ. 1968.
Η παιδαγωγική Πολιτεία τού Πλάτωνα (1941) – Platos Staat der Erziehung, ό.π.
Διαλεκτική και σοφιστική στην 7ην πλατωνικήν επιστολή (1962) – Dialektik und Sophistik im VII. platonischen Brief, ό.π.
Amicus Plato magis amica veritas (Φίλος ο Πλάτων και φιλτάτη η αλήθεια) (1968), ό.π.
Προηγούμενες μορφές σκέψης (1966). Στο: Μικρά κείμενα ΙΙΙ. – Vorgestalten der Reflexion. In: Kleine Schriften III 1972.
Ο Πλάτων και οι προσωκρατικοί (1964) – Platon und die Vorsokratiker, ό.π.
Η άγραφη διαλεκτική τού Πλάτωνα (1968) – Platons ungeschriebene Dialektik, ό.π.
Για το θεϊκό στην πρώιμη σκέψη τών Ελλήνων (1970) - Ȕber das Gȍttliche im frȕhen Denken der Griechen, ό.π.
Υπάρχει η ύλη; Μια μελέτη για τη διαμόρφωση (αυτής…) τής έννοιας στη φιλοσοφία και την επιστήμη – Gibt es die Materie? Eine Studie zur Begriffsbildung in Philosophie und Wissenschaft. In: Convinium Cosmologicum. H. Hȍnl z. 70. Geb. Hrsg. v. A. Giannaras. 1973, Schwabe, Basel, σ. 93 – 109.
Η απόδειξη τής αθανασίας στον «Φαίδωνα» του Πλάτωνα. Στο: Πραγματικότητα και σκέψη – Die Unsterblichkeitsbeweise in Platons ‘Phaidon’. In: W. Schulz z. 60. Geb. Hrsg. v. H. Fahrenbach. 1973, Neske, Pfullingen, σ. 145 – 161.
Ιδέα και πραγματικότητα στον ‘Τίμαιο’ του Πλάτωνα – Idee und Wirklichkeit in Platos ‘Timaios’. 1974, Winter, Heidelberg (Sitzungsberichte d. Heidelberger Akademie der Wissenschaften).

Για την αρχή στον Ηράκλειτο. Στο: Είναι και ιστορικότητα – Vom Anfang bei Heraklit. In: Sein und Geschichtlichkeit. K. H. Volkmann – Schluck z. 60. Geb. Hrsg. v. I. Schȕssler u. W. Janke. 1974, Klostermann, Frankfurt/M. σ. 3 – 14.
Πλάτων και Χάιντεγκερ. Στο: Ο ιδεαλισμός και το παρόν του – Plato und Heidegger. In: Der Idealismus und seine Gegenwart. Festschrift fȕr Werner Marx z. 65. Geb. Hrsg. v. U. Guzzoni, B. Rang u. L. Siep. 1976, Meiner, Hamburg, σ. 166 – 175.
Φιλοσοφία και θρησκεία στην ελληνικήν αρχαιότητα – Philosophie und Religion im griechischen Altertum. In: Festschrift fȕr Wilhelm Anz, 1975, δεν έχει τυπωθή.

Παρουσίασα δυό φορές (θέματα…) απ’ αυτές τις μελέτες σε συνεδριάσεις τής Ακαδημίας τών Επιστημών στη Χαϊδελβέργη: στις 22. Ιουνίου 1974 και στις 10. Ιανουαρίου 1976 (πρβλ. και την επετηρίδα τής Ακαδημίας το 1974 και το 1976). Αυτό που παρουσιάζω δε τώρα εδώ είναι μια περαιτέρω επεξεργασία, στην οποία ελπίζω να προσθέσω κι άλλες (μου…) μελέτες. Αν και δεν πρόκειται να αποτελέση (ποτέ…), παρά μετά δυσκολίας ένα πραγματικό ‘Ολον. (( Όπως δεν απετέλεσε και η παρούσα (άλλωστε…) εργασία ένα Όλον, αναφερόμενη (απλώς…) σε μια σειρά από σταθμίσεις και παρατηρήσεις στο ερώτημα που τέθηκε. ))
Θα παρατηρήση (επίσης…) κανείς, ότι αναφέρομαι μόνο σποραδικά στη νεώτερη έρευνα, για την οποία δεν αισθάνομαι σε θέση να έχω μια περιεκτική γνώση. Ενώ είναι και οι προϋποθέσεις τής δικής μου ερμηνείας πάρα πολύ διαφορετικές απ’ τις προϋποθέσεις τής υπόλοιπης έρευνας. Ας αφήσουμε να θεωρηθή λοιπόν η παρούσα διάλεξη ως μια απόπειρα, να διαβαστούν μια φορά διαφορετικά οι Έλληνες κλασσικοί τής σκέψης, όχι μέσα απ’ την κριτική υπεροχή τού σύγχρονου και μοντέρνου, που πιστεύει πως βρίσκεται, κατέχοντας μιαν ατελείωτα εκλεπτυσμένη λογική, πέρα απ’ τους Αρχαίους, αλλά μέσα απ’ την πεποίθηση, ότι η ‘φιλοσοφία’ δεν είναι παρά μια εμπειρία τού ανθρώπου που μένει πάντα ίδια, χαρακτηρίζοντάς τον ως άνθρωπο, κι ότι δεν υπάρχει καμμιά πρόοδος, παρά μόνο συμμετοχή εκεί. Το ότι (μπορεί να…) ισχύη αυτό ακόμα και για έναν πολιτισμό, διαμορφωμένον όπως ο δικός μας απ’ την επιστήμη, ακούγεται μεν απίστευτο, μου φαίνεται ωστόσο αληθινό.

( συνεχίζεται )
 Αμέθυστος.