Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟ-ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ 1

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟ-ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ 1


Του Pierre Aubenque


Les Etudes philosophiques, nº 3-4/1989

(Μετάφραση μιας διάλεξης που εκφωνήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1984 στο Freie Universität του Δυτικού Βερολίνου με την ευκαιρία της 65ης επετείου του καθηγητή Paul Moraux, διευθυντή του Aristoteles-Archiv. Το γερμανικό κείμενο δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Zur Entstehung der pseudo-aristotelischen Lehre von der Analogie des Seins» στα Mélanges offerts à Paul Moraux, Aristoteles Werk und Wirkung, Berlin–New York, de Gruyter, 1987, τόμ. II, σ. 233-248. — Το παρόν κείμενο επαναλαμβάνει τα συμπεράσματα αναλύσεων που είχαν παρουσιαστεί σε προηγούμενες μελέτες: Les origines de l’analogie de l’être. Sur l’histoire d’un contresens, Études philosophiques, 1978, σ. 3-12∙ Néo-platonisme et analogie de l’être, in Néo-platonisme. Mélanges offerts à Jean Trouillard, Fontenay-aux-Roses, 1981 (Cahiers de Fontenay, αρ. 17-22), σ. 63-76∙ Plotin et Dexippe, exégètes des Catégories d’Aristote, in Aristotelica. Mélanges offerts à Marcel de Corte, Bruxelles-Liège, 1985, σ. 7-40. Θα ήθελα επίσης να εκφράσω την οφειλή μου απέναντι στη διδακτορική διατριβή κρατικού διπλώματος, ακόμη ανέκδοτη, του Jean-François Courtine, «Ontothéologique et topique de l’analogie. Le tournant suarézien. Étude sur la formation du système de la métaphysique scolaire» (διατριβή Paris IV, 1987).)

Στη μνήμη του Paul Moraux


Ο αριστοτελισμός γνώρισε, μέσα από τον αρχαίο σχολιασμό, μια μεταμόρφωση η οποία, παρότι δεν έγινε αμέσως αντιληπτή ούτε καν αναγνωρίζεται πάντοτε σήμερα, υπήρξε εντούτοις καθοριστική για την μετέπειτα μοίρα του. Οι μεγάλοι σχολιαστές του τέλους της Αρχαιότητας ήταν, όπως είναι γνωστό, Νεοπλατωνικοί. Από τον Πορφύριο και εξής, δεν έπαυαν να επιδεικνύουν αυτό που πίστευαν πως ήταν η βαθιά αρμονία —η «συμφωνία», θα πει ο Simplicius¹ (Σιμπλίκιος, In Categ., 7, 29-32. — Οι παραπομπές στους Έλληνες σχολιαστές αναφέρονται όλες στην έκδοση Commentaria in Aristotelem Graeca της Ακαδημίας του Βερολίνου.)— που κάνει τις σκέψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη να αντηχούν μεταξύ τους. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει αν η προσπάθειά τους παρήγαγε, μεταξύ άλλων συνεπειών, μια πλατωνικοποίηση ή ακόμη, με κάποια έννοια, μια επαναπλατωνικοποίηση του αριστοτελισμού, την οποία είναι δύσκολο, ακόμη και σήμερα, να διαχωρίσουμε από την αυθεντική κληρονομιά του Σταγειρίτη.

Στη σχολική αριστοτελική «βουλγάτα», η οποία μεταδόθηκε μέχρι τις ημέρες μας και εξακολουθεί ακόμη εδώ κι εκεί να μεταδίδεται μέσω της κυρίαρχης σχολικής παραδόσεως (Αρκεί να παραπέμψουμε στις σημειώσεις της μετάφρασης της Métaphysique από τον J. Tricot (π.χ. τη σημείωση στη σ. 176 της νέας έκδοσης σχετικά με την αρχή του Ι, 2: η σημείωση εισάγει την έννοια της αναλογίας για να σχολιάσει ένα κείμενο όπου δεν γίνεται καθόλου λόγος για αυτήν), ή ακόμη στο σχόλιο του H. Seidl στην έκδοση με γερμανική μετάφραση της Métaphysique στη σειρά «Philosophische Bibliothek», Αμβούργο, F. Meiner, 1978.

Για ιστορικούς λόγους που θα ήταν ενδιαφέρον να αναλυθούν, οι αγγλοσαξονικοί ερμηνευτές του προηγούμενου αιώνα και του παρόντος αιώνα εμφανίζονται απείρως πιο επιφυλακτικοί ως προς αυτό το σημείο, ακόμη και στην ορολογία τους.), ανήκει αναμφίβολα μια υποτιθέμενη διδασκαλία περί της αναλογίας του Είναι, την οποία αποδίδουν ως καύχημα στον Αριστοτέλη ότι δήθεν εφηύρε. Θα ήθελα εδώ να δείξω πώς και υπό ποιες συνθήκες αυτή η ψευδής απόδοση συγκροτήθηκε βαθμιαία.

Αν η διδασκαλία της αναλογίας τού Είναι κατέλαβε σημαντική θέση στην ιστορία της μεταφυσικής, αυτό δεν συνέβη στον Αριστοτέλη, αλλά στον Μεσαίωνα, ιδιαίτερα στον Thomas d’Aquin. Η διατύπωση και η πιο σαφής θεμελίωση αυτής της διδασκαλίας, υπό τη θωμιστική της μορφή, συναντώνται στα κεφάλαια 4 και 5 της μικρής νεανικής πραγματείας De ente et essentia (Περί του Είναι και της Ουσίας), ακόμη κι αν ο όρος analogia δεν χρησιμοποιείται εκεί. Ο Θεός είναι ον, καθαρό ον, esse tantum, esse purum, ipsum esse per se subsistens (Ο Θεός, ως «μόνον είναι», ως «καθαρό είναι», «το ίδιο το είναι που υπάρχει αφ’ εαυτού»). Τα άλλα όντα, δηλαδή τα κτίσματα, διαφέρουν από τον Θεό στο ότι δεν είναι το ίδιο το Είναι τους∙ έχουν το είναι, habent esse, κάτι που σημαίνει ότι λαμβάνουν το είναι τους από έναν άλλον, δηλαδή από τον Θεό.[ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ] Όμως αυτή η λήψη του Είναι από τα κτίσματα και η αντίστοιχη δωρεά του Είναι από τον Θεό δεν συμβαίνουν αυθαίρετα (αυτός ο αποκλεισμός του αυθαίρετου αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της θωμιστικής διδασκαλίας): κάθε ον λαμβάνει το είναι ανάλογα με την ουσία του, δηλαδή σύμφωνα με το μέτρο και το βαθμό που αρμόζει στην ουσία του· ή, με πλατωνικούς όρους: κάθε ον μετέχει στο Είναι κατά τον τρόπο που η ουσία του επιτρέπει· όσο τελειότερη είναι η ουσία του όντος που εξετάζεται, τόσο υψηλότερη είναι η συμμετοχή του στο Είναι.

Η αναλογία του Είναι σημαίνει λοιπόν αναλογική κατανομή του Είναι (esse) μεταξύ των όντων (entia) σύμφωνα με τον βαθμό τελειότητας της ουσίας τους (essentia). Αυτή η μορφή της αναλογίας, η οποία είναι κατά τη γνώμη μου η αυθεντική μορφή της αναλογίας στον βαθμό που μόνη αυτή παραμένει πιστή στη σημασία της ελληνικής λέξης, αντιστοιχεί σε αυτό που οι σχολιαστές του αγίου Thomas όπως ο Cajetan θα ονομάσουν analogia proportionalitatis, «αναλογία αναλογικότητας».

Αλλά υπάρχει και μια άλλη μορφή αυτού που στον Μεσαίωνα ονομάστηκε «αναλογία»: είναι εκείνη που ο άγιος Θωμάς αποκαλεί analogia proportionis και οι σχολιαστές του analogia attributionis, ονομασίες για τις οποίες πρέπει να έχουμε κατά νου ότι proportio, στα μεσαιωνικά λατινικά, δεν σημαίνει αυτό που σήμερα αποκαλούμε «αναλογία», δηλαδή την ισότητα δύο λόγων, αλλά σημαίνει απλώς «λόγος»· και ότι, από την άλλη, στην έκφραση analogia attributionis, το attributio προέρχεται από εσφαλμένη μετάφραση αραβικών όρων που σημαίνουν επίσης «λόγος».

Η λεγόμενη analogia attributionis θέλει να δηλώσει ότι όλα τα όντα, παρά τις διαφορές τους και ακόμη και την ετερογένειά τους, έχουν κάτι κοινό, δηλαδή ότι όλα αναφέρονται σε μία μοναδική αρχή, από την οποία εξαρτώνται. Όμως, καθώς κάθε ον διαφέρει από κάθε άλλο, είναι φανερό ότι ο τρόπος με τον οποίο κάθε ον αναφέρεται στην πρώτη αρχή είναι κάθε φορά διαφορετικός.

Με μαθηματικούς όρους: βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σύνολο λόγων που έχουν όλοι τον ίδιο παρονομαστή, αλλά κάθε φορά διαφορετικό αριθμητή, α/p, b/p, c/p, κτλ. Η analogia proportionis δεν επιτρέπει λοιπόν σε καμία περίπτωση να μιλήσουμε για αναλογικότητα («proportion» με τη σύγχρονη σημασία), δηλαδή για ισότητα πολλών λόγων.

Τι συμβαίνει λοιπόν στον ίδιο τον Αριστοτέλη; Ότι δεν μπορεί κανείς να αναμεταφράσει στα ελληνικά, υπό τη μορφή ἀναλογία τοῦ ὄντος, την analogia entis των σχολαστικών, το παραδέχονται ακόμη και εκείνοι από τους ερμηνευτές του Αριστοτέλη που εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι όλα τα στοιχεία μιας διδασκαλίας της αναλογίας τού Είναι απαντώνται κατ’ ουσίαν στον Αριστοτέλη (Πρβλ., προς αυτή την κατεύθυνση, P. Grenet, Saint Thomas d’Aquin a-t-il trouvé dans Aristote l’analogia entis?, in L’attualità della problematica aristotelica, Padoue, 1970 (Studia aristotelica, 3), σ. 135-173, ιδίως σ. 174. — Για τις πρόσφατες μελέτες πάνω στο θέμα βλ. σήμερα τον E. Berti, L’analogia in Aristotele. Interpretazioni recenti e possibili sviluppi, in Origini e sviluppi dell’analogia. Da Parmenide a S. Tommaso, a cura di Giuseppe Casetta, Rome-Vallombrosa, 1987, σ. 94-113 (ο E. Berti μελετά έναν ορισμένο αριθμό «μεταφυσικών» χρήσεων της αναλογίας στον Αριστοτέλη· όμως η θέση του είναι κοντά στη δική μου ως προς το ζήτημα της απουσίας ειδικής διδασκαλίας περί αναλογίας του Είναι στον Αριστοτέλη).). Το βέβαιο πάντως είναι ότι αυτή δεν βρίσκεται στα κείμενά του κατά γράμμα. Εφόσον, όμως, διέθετε τις αναγκαίες έννοιες για τη διαμόρφωση μιας τέτοιας διδασκαλίας, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχθούμε ότι, αν ο Αριστοτέλης δεν μίλησε για αναλογία σε σχέση με το Είναι, αυτό συνέβη επειδή δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό.

Ο Αριστοτέλης γνωρίζει την έννοια της ἀναλογίας, η οποία παίζει σημαντικό μεθοδολογικό ρόλο, ιδίως στα βιολογικά του έργα. Η έννοια αυτή είναι δανεισμένη από τα μαθηματικά και διατηρεί τη μαθηματική της δομή σε όλα τα πεδία εφαρμογής της. Η πρώτη μεταφορική χρήση της έννοιας της αναλογίας σε φιλοσοφικό πλαίσιο ανάγεται στον Πλάτωνα. Στο περίφημο χωρίο που κλείνει το βιβλίο VI της Πολιτείας (509d), όπου ο Πλάτων εικονογραφεί τη διαίρεση της γνώσης με το γεωμετρικό παράδειγμα της διαίρεσης μιας γραμμής (ακριβέστερα, ενός τμήματος), λέγεται ότι μια ορισμένη γραμμή πρέπει πρώτα να διαιρεθεί σε δύο μέρη κατά έναν συγκεκριμένο λόγο, για παράδειγμα ένα προς τρία, κατόπιν δε κάθε ένα από αυτά τα μέρη σε δύο υπομέρη «κατά τον ίδιο λόγο», ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον, που γεννά μια ἀναλογία, στην οποία ο Πλάτων αποδίδει βαθιά συμβολική σημασία. Από τυπική άποψη, η λειτουργία αυτής της έννοιας στον Αριστοτέλη παραμένει η ίδια όπως και στον Πλάτωνα, όποιο κι αν είναι το πεδίο εφαρμογής της.

Έτσι, στα Ηθικά Νικομάχεια, με αφορμή τον χαρακτηρισμό ενός μέρους της δικαιοσύνης ως «διανεμητικής δικαιοσύνης», ο Αριστοτέλης υπενθυμίζει τον ακριβή μαθηματικό ορισμό της αναλογίας: «Ἡ γὰρ ἀναλογία ἰσότης ἐστὶ λόγων, καὶ ἐν τέτταρσιν ἐλαχίστως» (Ηθ. Νικ., V, 6, 1131a 31-32), «η αναλογία είναι η ισότητα δύο λόγων, με τουλάχιστον τέσσερις όρους». Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται εδώ για τη λεγόμενη γεωμετρική αναλογία, τη μόνη που θα διαδραματίσει ρόλο στη φιλοσοφία. Μια γενική μαθηματική διδασκαλία περί «αναλογιών ή λόγων» είχε ήδη αναπτυχθεί από τον Αρχύτα και θα επαναληφθεί από τον Ευκλείδη.

Αλλά ο Αριστοτέλης δεν μιλά ποτέ για αναλογία στην περίπτωση του Είναι. Βεβαίως, αναπτύσσει μια γνωστή διδασκαλία για τις πολλαπλές σημασίες της έκφρασης «είναι», σύμφωνα με την οποία αυτές δεν είναι απλώς παρατεταγμένες άτακτα (σε αυτή την περίπτωση, το ον θα ήταν απλή συνωνυμία, και το «είναι» όρος αμφίσημος), αλλά παρουσιάζουν κάποια κοινότητα, στον βαθμό που αυτές οι σημασίες παραπέμπουν σε μία πρώτη και πιο θεμελιώδη σημασία, που είναι του Είναι ως οὐσία, ως «ουσία» ή, ακολουθώντας τη λατινική μετάφραση που προέρχεται από τον Quintilianus και θα γενικευθεί αργότερα, ως «substantia».

Ο Αριστοτέλης ονομάζει μια τέτοια σημασιολογική δομή πρὸς ἕν λέγεσθαι, δηλαδή «το να λέγεται κάτι σε σχέση με ένα και το αυτό» (Metaph., Γ, 2, 1003a 33-34). Αυτή η δομή είναι ακριβώς εκείνο που στον Μεσαίωνα θα ονομαστεί analogia attributionis (ή proportionis). Αλλά στον Αριστοτέλη δεν γίνεται ποτέ λόγος για αναλογία σε αυτό το πλαίσιο, και αυτό για καλό λόγο: στη δομή πρὸς ἕν η κοινότητα βρίσκεται μόνο σε έναν από τους όρους του λόγου, όχι στον ίδιο τον λόγο, ο οποίος κάθε φορά είναι διαφορετικός.

Η ποσότητα, η ποιότητα, η σχέση, το είναι-στον-χρόνο, το είναι-στον-τόπο, η ενέργεια, το πάθος κτλ. αναφέρονται όλα στο ουσιώδες Είναι (που τους προσδίδει έναν ελάχιστο βαθμό κοινότητας), αλλά με τρόπο που κάθε φορά είναι ιδιαίτερος στη δική τους κατηγορία, έτσι ώστε εδώ δεν προκύπτει καμία ισότητα λόγων ή «αναλογία» (με την ελληνική έννοια). Για να αποφευχθεί, σε αυτό το σημείο, η σύγχυση που εισήγαγε διαρκώς η σχολαστική χρήση του όρου «αναλογία» σε αυτό το πλαίσιο, ο G. E. L. Owen (G. E. L. Owen, Logic and Metaphysics in some earlier works of Aristotle, αρχικά δημοσιευμένο στα Actes du 1er Symposium Aristotelicum (Oxford, 1957), Göteborg, 1960· αναδημοσιευμένο στο G. E. L. Owen, Logic, Science and Dialectic. Collected Papers in Greek Philosophy, Ithaca, NY, 1986.), σε ένα άρθρο του 1960, πρότεινε να αποδίδεται το πρὸς ἕν λέγεσθαι ως focal meaning, δηλαδή «εστιασμένη σημασία»· εγώ θα πρότεινα, με μεγαλύτερη ακρίβεια: «εστιακή ενότητα σημασίας». Όπως και να έχει, μια τέτοια μετάφραση τείνει, και για καλούς λόγους, να επιβληθεί σταδιακά στη χρήση των ερμηνευτών αντί της παλαιάς «αναλογίας».

Ο Αριστοτέλης, όπως ειπώθηκε, δεν μιλά σε αυτή την περίπτωση για αναλογία. Στον μικρό αριθμό «μεταφυσικών» χωρίων όπου προσφεύγει σε αυτή την έννοια, δεν πρόκειται άμεσα για το Είναι. Πρόκειται μόνο για την αντιστοιχία ανάμεσα στη κατηγορική διαίρεση του Είναι και σε παρόμοιες διαιρέσεις, οι οποίες λέγονται «ανάλογες» προς την πρώτη.

Έτσι, σε δύο παράλληλα κείμενα της Ἠθικῆς πρὸς Ἐύδημον και των Ἠθικῶν Νικομαχείων, δεικνύεται ότι η ενότητα του αγαθού δεν είναι ενότητα γενική, όπως είχε εσφαλμένα πιστέψει ο Πλάτων, και υπονοείται ότι αυτή η ενότητα είναι, το πολύ, ενότητα αναλογική. Το αγαθό είναι ομώνυμο· στην πραγματικότητα δεν είναι ομώνυμο τυχαία, διότι είναι πολύ πιθανόν να είναι ομώνυμο κατ’ ἀναλογίαν (Eth. Nic., I, 4, 1096b 28). Όπως δείχνει λεπτομερέστερα το παράλληλο κείμενο της Ἠθικῆς πρὸς Ἐύδημον (I, 8, 1217b 25-33), εδώ πρόκειται για αναλογία με το Είναι· οι πολλαπλές σημασίες του αγαθού αντιστοιχούν στις κατηγορικές σημασίες του Είναι: έτσι η δικαιοσύνη είναι προς την ποιότητα ό,τι το μέτρο προς την ποσότητα, η ευκαιρία (kairos) προς τον χρόνο ή ο Θεός προς την ουσία.

Υπάρχει, λοιπόν, μια αναλογία ανάμεσα στο αγαθό και το Είναι, υπό την έννοια ότι αντιστοιχούσες λειτουργίες βρίσκονται σε δράση στα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής αυτών των υπερβατικών εννοιών, παρά τις διαφορές των συμφραζομένων. Η ίδια διδασκαλία ισχύει επίσης για το Ενα.

Αλλά δεν έχει νόημα να μιλά κανείς για αναλογία τού Είναι όσο η σειρά των πολλαπλών σημάνσεων του Είναι αποτελεί την έσχατη βάση αναφοράς και δεν ανάγεται η ίδια σε μια πιο θεμελιώδη δομή. Μια τέτοια αναγωγή είναι αδιανόητη για τον Αριστοτέλη, για τον οποίο η δομή τού Είναι αποτελεί βάση έσχατη, και ταυτόχρονα αναπόδραστη και ανυπέρβλητη.

Από τότε, δεν αρκεί να θεωρήσει κανείς ως απλώς ορολογικό σφάλμα (peccatum veniale!) τη σχολαστική σύγχυση της εστιακής ενότητας σημασίας με την αναλογία, επικαλούμενος το γεγονός ότι οι σχολαστικοί γνώριζαν καλά πως αυτή η μορφή «αναλογίας» δεν συνεπάγεται καμία αναλογικότητα. Διότι δύσκολα μπορεί να αποφύγει κανείς τη σκέψη ότι η εισαγωγή της έννοιας της αναλογίας —η οποία έχει νόημα μόνο σε σχέση με μια διαδικασία κανονισμένης κατανομής— έφερνε μαζί της μια τάση λογικοποίησης και ορθολογικοποίησης, αντίθετη εδώ προς την μάλλον φαινομενολογική προσέγγιση του Αριστοτέλη.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: