Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Χάιντεγγερ και Αρεοπαγίτης - Χρήστος Γιανναράς (21)

 Συνέχεια από: Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης
ή, Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού

Β' - Ο ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΝΩΣΙΑΣ

2. Ὁ «μηδενισμός» τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ (2η συνέχεια)

Ὁ μηδενισμὸς τοῦ Θεοῦ ὡς ὄντος δὲν σημαίνει καὶ τὸν προσδιορισμὸ ὡς Θεοῦ τῆς ἀνυπαρξίας ἢ τοῦ μὴ ὄντος – αὐτὴ θὰ ἦταν ἐπίσης μιὰ ἀναλογικὴ (συλλογιστική μόνο) συνέπεια ποὺ ἀποκλείεται στὶς ᾿Αρεοπαγιτικές Συγγραφές. «Τῶν ἐναντίων ἡ ἑτέρα συστοιχία στέρησις, λέει ὁ ᾿Αριστοτέλης, καὶ πάντα ἀνάγεται εἰς τὸ ὂν καὶ τὸ μὴ ὄν, καὶ εἰς ἓν καὶ πλῆθος»100. Ὅμως ὁ μηδενισμὸς στὴν περίπτωση τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ ζητάει ὄχι νὰ ἀναιρέσει, ἀλλὰ νὰ ὑπερβεῖ τὴν κατηγορία τοῦ ὄντος, ἑπομένως καὶ τὴν συστοιχία τοῦ ἐναντίου, δηλαδὴ τοῦ μὴ ὄντος. Ἐπίσης ὑπερβαίνει ὁ ἀποφατισμὸς καὶ τὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὸ ἕνα καὶ στὸ πλῆθος ἀναφερόμενος στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία μιᾶς «τριαδικῆς ἐν μονάδι» Θεότητας – μιᾶς ἐνιαίας καὶ μοναδικῆς (ἑνοειδοῦς) ζωῆς («ὑπὲρ τὴν ὕπαρξιν»), ποὺ τὴν προσεγγίζουμε ἀποκαλυπτόμενη ὡς ἀλληλοπεριχώρηση θέλησης καὶ ἐνεργειῶν τριῶν Ὑποστάσεων μὲ ἀπόλυτη προσωπικὴ ἑτερότητα.[OΑΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ "Ο Θεός κατά την ουσία του, αποχωρισμένος και απαλλαγμένος απο όλα, είναι υπεράνω απο κάθε νού και κάθε λόγο, κάθε είδος ενώσεως και μεθέξεως, αμέθεκτος, ανώνυμος, ανέκφραστος. Αλλά απο την υπερβολή τής φυσικής του αγαθότητος εφρόντισε για όλα τα απολύτως κατώτερά του όντα και πρίν ακόμη έλθουν στην ύπαρξη με μόνη την έννοια (εννοήσας) τα προέγνωσε και προώρισε. Και προήγαγε με την βούλησί του τα καθέκαστα στον καιρό τους. Κατ'αυτές λοιπόν τις ενέργειες ο άσχετος κατ'ουσίαν Θεός, θεωρείται σε κάποια σχέση. Ποιές είναι αυτές; Η θελητική και η δημιουργική, η συνεκτική και εποπτική, βάσει της οποίας μάλιστα καλείται και Θεός. Έτσι ο άσχετος Θεός θεωρείται σε σχέση με κάτι ώς αρχή και δημιουργός και αίτιος των όντων που προήλθαν απο αιτία!.  Οι ενέργειες υπάρχουν αϊδίως στην Αγία Τριάδα και γι'αυτό είναι άκτιστες και κάθε υπόσταση έχει αϊδίως τις ενέργειες αυτές. Δέν είναι, διότι μόνον οι υποστάσεις ειναι ενυπόστατες.
          Η ομοιότης τών ευρισκομένων σε ουσία και υπόσταση είναι πρός τα ενούσια και ενυπόστατα, αλλά όχι πρός εκείνα που έχουν την ύπαρξί τους μέσα σε άλλα, όπως η σοφία στο σοφό και η βουλή στο βουλευόμενο. Όπως λεει και ο μάρτυς Ιουστίνος, αν άλλο είναι το υπάρχειν και άλλο το ενυπάρχειν και υπάρχει μέν η ουσία του Θεού, ενυπάρχει δέ στην ουσία η βουλή, άλλη είναι η ουσία του Θεού, ενυπάρχει δέ στην ουσία η βουλή, και άλλη λοιπόν είναι η ουσία και άλλη η βουλή! Βουλή είναι φυσική ενέργεια του Θεού και η λέξις Θεός δηλώνει τον ενεργούντα, Θεότης την ενέργεια. Στον Θεό πλήν εκείνων των τριών τίποτε άλλο δέν είναι ενυπόστατο, δηλαδή αυθυπόστατο. Ο Θεός έχει ουσία για ύπαρξη, βούληση δέ για δημιουργία.
          Ο Ακινδυνος λοιπόν μετέφερε στην ενέργεια αυτά που είπαν οι Έλληνες επί της βουλής. Έτσι ο Ιουλιανός ο Παραβάτης στον Λόγο του "είς τον βασιλέα Ήλιον" γράφει: ''δέν είναι άλλο μέν ουσία Θεού άλλο δέ δύναμις κι'ένα τρίτο πέρα απο αυτά ενέργεια, διότι όλα όσα θέλει, αυτά είναι που μπορεί και ενεργεί. Πράγματι ούτε ό,τι δέν υπάρχει βούλεται, ούτε ό,τι βούλεται αδυνατεί να δράση, ούτε ότι δέν μπορεί να ενεργήση θέλει να ενεργεί''. Ταυτίζοντας την Θεία Φύση με την άκτιστη ενέργεια. Καταλήγουμε λοιπόν να θεωρήσουμε την θέωση φυσική μίμηση και τον Θεούμενο φύσει Θεό! Διότι αναγκαίως ο Θεούμενος θα είναι φύσει Θεός άν η θέωση γίνει κατα δεκτική ικανότητα της φύσεως. [Απο το κατ'εικόνα και καθ'ομοίωσιν]. Λέει λοιπόν ο Μέγας Αθανάσιος: ένα Θεό δεχόμαστε σε τρείς υποστάσεις που έχει μία ουσία και δύναμη και ενέργεια και όσα άλλα παρατηρούνται γύρω απο την ουσία θεολογούμενα και υμνούμενα. Και ο Θείος Δαμασκηνός διευκρινίζει: τα υποστατικά δέν είναι υπόστασις, αλλά χαρακτηριστικά υποστάσεως, επομένως και τα φυσικά δέν είναι φύσις, αλλά χαρακτηριστικά φύσεως.
Φυσικά λέμε τα θελήματα και τις ενέργειες, εννοώ την θέληση και την ενεργητική δύναμη, κατά την οποία θέλουν και ενεργούν τα θέλοντα και τα ενεργούντα. Και όσα λέμε περί του Θεού καταφατικώς δέν δηλώνουν την Φύση αλλά τα γύρω απο την Φύση. Είτε αγαθό, είτε δίκαιο, είτε σοφό είτε κάτι άλλο πώς, δέν δηλώνεις την Φύση του Θεού, αλλά τα γύρω απο την Φύση."]

᾿Αναπόφευκτα ἡ ἀνθρώπινη γλώσσα εἶναι ἡ μοναδική μας δυνατότητα γιὰ νὰ κοινοποιήσουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τῆς προσωπικῆς σχέσης μὲ τὸν προσωπικὰ ἀποκαλυπτό μενο Θεό. Ὅμως ὁ θεολογικὸς ἀποφατισμὸς ἐπιμένει ὅτι ἡ γλωσσική μας ἔκφραση πρέπει νὰ ὑπερβαίνεται, νὰ ἐκλαμβάνεται μόνον εἰκονολογικά, νὰ μὴν ἐξαντλεῖται ποτὲ τὸ σημαινόμενο στὰ νοηματικὰ ἁπλῶς ὅρια τοῦ σημαίνοντος. Μᾶς καλεῖ ὁ ἀποφατισμὸς νὰ ἀρνηθοῦμε, προκειμένου περὶ τοῦ Θεοῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, ἀκόμα καὶ τὴν αὐτονομία τῶν νοημάτων τῆς θεότητας, τοῦ πνεύματος, τῆς υἱότητας, τῆς πατρότητας, τοῦ λόγου, τοῦ φωτός, τῆς ζωῆς:

«Αὖθις ἀνιόντες λέγομεν, ὡς οὔτε ψυχή ἐστιν (ἡ Θεότης) οὔτε νοῦς· οὔτε φαντασίαν ἢ δόξαν ἢ λόγον ἢ νόησιν ἔχει· οὐδὲ λόγος ἐστίν, οὔτε νόησις· οὐδὲ λέγεται οὔτε νοεῖται· οὔτε ἀριθμός ἐστιν, οὔτε τάξις, οὔτε μέγεθος, οὔτε σμικρότης, οὔτε ἰσότης, οὔτε ἀνισότης, οὔτε ὁμοιότης ἢ ἀνομοιότης· οὔτε ἕστηκεν, οὔτε κινεῖται, οὔτε ἡσυχίαν ἄγει, οὔτε ἔχει δύναμιν, οὔτε δύναμίς ἐστιν, οὔτε φῶς· οὔτε ζῇ, οὔτε ζωή ἐστιν· οὐδὲ οὐσία ἐστίν, οὔτε αἰών, οὔτε χρόνος· οὐδὲ ἐπαφή ἐστιν αὐτῆς νοητή οὔτε ἐπιστήμη, οὔτε ἀλήθειά ἐστιν· οὐδὲ βασιλεία, οὔτε σοφία· οὐδὲ ἕν, οὐδὲ ἑνότης, οὐδὲ θεότης ἢ ἀγαθότης, οὐδὲ πνεῦμὰ ἐστιν ὡς ἡμᾶς εἰδέναι· οὔτε υἱότης, οὔτε πατρότης, οὐδὲ ἄλλο τι τῶν ἡμῖν ἢ ἄλλῳ τινὶ τῶν ὄντων συνεγνωσμένων· οὐδέτι τῶν οὐκ ὄντων, οὐδέ τι τῶν ὄντων ἐστίν, οὐδὲ τὰ ὄντα αὐτὴν γινώσκει ᾗ αὐτή ἐστιν· οὐδὲ αὐτὴ γινώσκει τὰ ὄντα ᾗ ὄντα ἐστίν· οὐδὲ λόγος αὐτῆς ἐστίν, οὔτε ὄνομα, οὔτε γνώσις· οὐδὲ σκότος ἐστίν, οὐδὲ φῶς· οὔτε πλάνη, οὔτε ἀλήθεια· οὐδέ ἐστιν αὐτῆς καθόλου θέσις, οὔτε ἀφαίρεσις· ἀλλὰ τῶν μετ᾿ αὐτὴν τὰς θέσεις καὶ ἀφαιρέσεις ποιοῦντες αὐτήν, οὔτε τίθεμεν, οὔτε ἀφαιροῦμεν· ἐπεὶ καὶ ὑπὲρ πᾶσαν θέσιν ἐστὶν ἡ παντελὴς καὶ ἑνιαία τῶν πάντων αἰτία, καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἀφαίρεσιν ἡ ὑπεροχὴ τοῦ πάντων ἁπλῶς ἀπολελυμένου καὶ ἐπέκεινα τῶν ὅλων»101.

Αὐτὸς ὁ ὁριστικὸς ἀποκλεισμὸς τῆς ἀναφορᾶς ὁποιουδήποτε γνωστικοῦ προσδιορισμοῦ στὸν Θεό, ὁ μηδενισμὸς τοῦ Θεοῦ ὡς νοητῆς ὀντότητας, μοιάζει καταρχὴν νὰ ἀντιπροσωπεύει μιὰ ὑπαρκτικὴ ρήξη ἢ ἀγεφύρωτη ἀπόσταση ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ στὰ ὄντα, στὸν Θεὸ καὶ στὸν κόσμο. Αν καμιὰ παράσταση ἢ εἰκόνα ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τῶν ὑπαρκτῶν, κανένας ἀναλογικός συσχετισμός, καμιὰ νοητὴ σύλληψη δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προσδιορίσει τὸν Αἴτιο μέσω τῶν αἰτιατῶν, τότε πρέπει νὰ μιλᾶμε γιὰ κενὸ καὶ χάσμα ἢ γιὰ μηδενισμὸ κάθε γνωστικῆς δυνατότητας – γιὰ μηδενισμὸ τοῦ Θεοῦ μὲ βάση τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ γιὰ μηδενισμὸ τῶν ὄντων (ἤ ὄντα ἐστὶν) μὲ βάση τὴν ἀπόστασή τους ἀπὸ τὴν «ὄντως ὕπαρξη» τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀπόσταση ὑπάρχει – «πάντα ἀπέχει τοῦ Θεοῦ, οὐ τόπῳ, ἀλλὰ φύσει»102. Ἡ φυσικὴ ἀπόσταση τῶν ὄντων ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ἄπειρη καὶ ἀπροσδιόριστη, μιὰ ἰλιγγιώδης ἄβυσσος ποὺ καμιὰ μετα-φυσικὴ ἐπινόηση δὲν μπορεῖ νὰ γεφυρώσει. Εἶναι τὸ κενὸ τῆς ἀνυπαρξίας τὸ ἐκτὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὰ ὄντα καλοῦνται στὸ εἶναι, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ εἶναι τῶν ὄντων, ἐφήμερο καὶ φθαρτό, δὲν συνιστᾶ ὄντως ὕπαρξη. Εἶναι, καὶ ταυτόχρονα δὲν εἶναι, πρόκειται γιὰ μιὰν ἀπύθμενη καὶ ἀπερινόητη ἀντίφαση, ἀφοῦ τίποτα δὲν ὑπάρχει πραγατικὰ ἐκτὸς τοῦ Θεοῦ, κι ὡστόσο ὁ Θεὸς «καλεῖ» στὴν ὕπαρξη ὄντα ἐκτὸς τῆς ὕπαρξής Του.

᾿Αλλὰ τὸ μηδὲν τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ, ὡς ἔσχατη γνωστικὴ ἐπισήμανση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ὄντων (ἀπροσδιόριστη καὶ ἀσύλληπτη σὲ ἀπόλυτο βαθμό, ἀφοῦ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς κινεῖται μόνο στὶς συντεταγμένες τῶν ὀντικῶν πραγματικοτήτων), μᾶς «ἀποκαλύπτει» –ὡς «δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι»103 - τὸν σκοπὸ ἢ τὸ τέλος τῆς πραγματικῆς δίψας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ὕπαρξη καὶ ζωή. Κανένα μετα-φυσικὸ ἐπινόημα καὶ κανένα συλλογιστικὸ σχῆμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀνταποκριθεῖ σὲ αὐτὴ τὴν ἀπύθμενη δίψα – ὅλη ἡ ἐπιχειρηματολογία τῆς «φυσικῆς θεολογίας» καὶ ἀπολογητικῆς προσκρούει στη «θεϊκότερη ἀντίληψή μας» γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴν ὕπαρξη, ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐμπειρία τῆς δίψας μας γιὰ ζωή. Μόνο ἡ ἀβυσσαλέα διαφορὰ τῆς κτιστῆς, ἐφήμερης καὶ περιορισμένης ὕπαρξής μας ἀπὸ τὴν «ὄντως ὕπαρξη» τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ δώσει τὸ μέτρο τῆς ὑπαρκτικῆς μας ἐπιθυμίας. Διψᾶμε ἐκείνη τὴν πληρότητα ποὺ ἐπειδὴ μετριέται μὲ τὴ διαφορὰ ὄντος καὶ μηδενὸς γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν καταλύει, ἀφοῦ εἶναι τὸ «μέτρο» ἢ ἡ αἰτία γιὰ ὅ,τι ἐμεῖς ἀποκαλοῦμε ὕπαρξη καὶ γιὰ ὅ,τι ἐμεῖς ἀποκαλοῦμε μηδέν. Ή, μὲ τὰ λόγια τοῦ Μαξί μου, «αὐτὸς (ὁ Θεὸς) καὶ τοῦ μηδενὸς αἴτιος, πάντων αὐτοῦ ὑστέρων ὄντων κατὰ τὴν τοῦ εἶναι καὶ μὴ εἶναι αἰτίαν· καὶ γὰρ αὐτὸ τὸ μηδὲν στέρησίς ἐστιν· ἔχει γὰρ τὸ εἶναι, διὰ τὸ μηδὲν εἶναι τῶν ὄντων, καὶ μὴ ὧν ἐστιν διὰ τὸ εἶναι καὶ ὑπερεῖναι, πάντα ὤν, ὡς ποιητής, καὶ μηδὲν ὤν, ὡς ὑπερβεβηκώς, μᾶλλον δὲ καὶ ὑπεραναβεβηκὼς καὶ ὑπερούσιος ὤν»104.

Σημειώσεις
100. Μετὰ τὰ φυσικά Γ2, 1004 b 27. [«Απὸ τα ἐναντία, ἡ μία σειρά (το ένα μέλος τοῦ ζεύγους) εἶναι στέρηση, λέει ο Ἀριστοτέλης, καὶ ὅλα ἀνάγονται στο ὄν και στο μὴ ὄν, και στο ἕν και στο πλῆθος.»]
101. Περὶ μυστικής θεολογίας V. Migne P.G. 3, 1045 D - 1048 ΑΒ. Νεοελλην. μτφρ. Σωτήρη ΓΟΥΝΕΛΑ, Εκδόσεις «Πολύτυπο», ᾿Αθήνα 1983, σελ. 45-47: «Καὶ ἀνερχόμενοι λέμε ότι, οὔτε ψυχή εἶναι, οὔτε νοῦς· οὔτε ἔχει φαντασία ἢ γνώμη ἢ λόγο ἢ νόηση· οὔτε εἶναι λόγος, οὔτε εἶναι νόηση· οὔτε λέγεται, ούτε νοεῖται· οὔτε εἶναι ἀριθμὸς ἢ τάξη ἢ μέγεθος ἢ σμικρότητα ἢ ἰσότητα ἢ ἀνισότητα ἢ ὁμοιότητα ἢ ἀνομοιότητα· οὔτε στέκεται, οὔτε κινείται, οὔτε ἡσυχάζει, οὔτε ἔχει δύναμη, οὔτε εἶναι δύναμη, οὔτε εἶναι φῶς· οὔτε ζεῖ, οὔτε εἶναι ζωή οὔτε εἶναι οὐσία, οὔτε εἶναι αἰώνας, οὔτε εἶναι χρόνος· οὔτε νοητικὰ μπορεῖ νὰ ἔχει κανεὶς ἐπαφὴ μαζί της· οὔτε εἶναι ἐπιστήμη (γνώση), οὔτε εἶναι ἀλήθεια· οὔτε εἶναι βασιλεία, οὔτε εἶναι σοφία· οὔτε εἶναι ἕνα ἢ ἑνότητα ἢ θεότητα ἡ ἀγαθότητα, οὔτε εἶναι πνεῦμα, ὅπως ἐμεῖς ξέρουμε· οὔτε υἱότητα, οὔτε πατρότητα, οὔτε τίποτα ἄλλο ἀπὸ ὅσα ἀφοροῦν ἐμᾶς ἢ κάποιο ἄλλο ἀπὸ τὰ γνωστὰ ὄντα· οὔτε ἀνήκει στὰ μὴ ὄντα, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὰ ὄντα καὶ οὔτε τὰ ὄντα γνωρίζουν τι εἶναι (αὐτῆ)· οὔτε αὐτὴ γνωρίζει μὲ τὴ γνώση τι εἶναι τὰ ὅντα· οὔτε ὑπάρχει λόγος γι' αὐτήν, οὔτε ὄνομα, ούτε γνώση· οὔτε εἶναι σκοτάδι, οὔτε εἶναι φῶς· οὔτε πλάνη, οὔτε ἀλήθεια· οὔτε μπορεῖ καθόλου νὰ ὁριστεῖ μὲ τὴν κατάφαση ἢ τὴν ἀφαίρεση· ἀλλὰ καὶ ὅταν τὰ προερχόμενα ἀπὸ αὐτὴν τῆς τὰ ἀποδίδουμε μὲ τρόπο θετικό ἢ ἀρνητικό, σ' αὐτὴν οὔτε προσθέτουμε, οὔτε ἀφαιροῦμε τίποτε. Επειδὴ ἡ τέλεια καὶ Ενιαία ᾿Αρχὴ τῶν πάντων ξεπερνά κάθε ὁρισμὸ καὶ κάθε πρόθεση καὶ ξεπερνά κάθε ἀφαίρεση ἡ ὑπεροχή Εκείνου ποὺ ἀπλὰ εἶναι ἀποδεσμευμένος ἀπὸ ὅλα καὶ ποὺ τὰ πάντα ὑπερβαίνει».
102
. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περί πίστεως ὀρθοδόξου Ι, Migne P.G. 94, 853 C, κριτικὴ ἔκδοση Β. ΚOTTER, σελ. 39.
103. 1. Κορ. 13, 12.
104. ΜΑΞΙΜΟΥ Ομολογητοῦ. Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων, Migne P.G. 4, 260 D, 261 A. [Ο ίδιος (ο Θεός) είναι και αίτιος του μηδενός, επειδή όλα έρχονται ύστερα από Αυτόν ως προς την αιτία του είναι και του μη είναι. Διότι ακόμη και το μηδέν είναι στέρηση· έχει δηλαδή ένα είδος “είναι”, στο μέτρο που δεν είναι τίποτε από τα όντα. Και “δεν είναι”, επειδή “είναι” και υπερέχει του είναι — ως δημιουργός όλων. Και είναι “μηδέν”, ως αυτός που έχει υπερβεί τα πάντα, ή μάλλον ως αυτός που τα έχει υπερβεί ακόμη περισσότερο και είναι υπερούσιος]

Ο ΣΚΟΠΟΣ ΑΓΙΑΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΣΟΥΜΕ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΤΟ ΜΗΔΕΝ, ΑΛΛΑ Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΔΙΑΥΓΗΣ. ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΕΓΕΤΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΕΝΕΚΕΝ. ΘΑ ΕΠΑΝΑΛΑΒΟΥΜΕ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΓΡ. ΠΑΛΑΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΟ ΧΑΣΜΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: