Συνέχεια από: Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025
Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης
ή, Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού
Β' - Ο ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΝΩΣΙΑΣ
2. Ὁ «μηδενισμός» τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ (1η συνέχεια)
Ὁ θεολογικὸς ἀποφατισμός, ὡς παραίτηση ἀπὸ κάθε νοητικὴ ἀναγκαιότητα, ὁρίζει τὸν μηδενισμὸ τῶν νοητῶν εἰδώλων τοῦ Θεοῦ92. Τόσο οἱ καταφατικοὶ ὅσο καὶ οἱ ἀρνητικοὶ προσδιορισμοὶ εἶναι μόνο σύμβολα τοῦ θείου ὑπαρκτικοῦ γεγονότος, ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ καθορίσουν τὴ «φύση» ἢ «οὐσία» τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑποκατάσταση τῆς θείας προσωπικῆς Παρουσίας ἀπὸ νοητικοὺς ὁρισμοὺς καὶ συμπεράσματα ἀναλογικῶν ἀναγωγῶν, ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς γλώσσας τῶν συμβόλων, ἐπισημαίνεται στὶς ᾿Αρεοπαγιτικὲς Συγγραφὲς ὡς μιὰ ἀπὸ τὶς αἰτίες τῆς ἀπιστίας, ὡς οὐσιαστικὴ ἄρνηση τῆς θεϊκότητας τοῦ Θεοῦ.[ΚΑΙ ΜΕΤΑ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕ ΚΑΙ Ο ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΑΥΤΟΥ. ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ, ΙΣΩΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΟΝΤΑΙ ΑΚΟΜΗ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ]«Διὸ καὶ ἀπιστοῦμεν οἱ πολλοὶ τοῖς περὶ τῶν θείων μυστηρίων λόγοις· θεώμεθα γὰρ μόνον αὐτὰ διὰ τῶν προσπεφυκότων αὐτοῖς αἰσθητῶν συμβόλων. Δεῖ δὲ καὶ ἀποδύντας αὐτὰ ἐφ᾽ ἑαυτῶν γυμνὰ καὶ καθαρὰ γενόμενα ἰδεῖν»93. [«Γι’ αυτό και οι περισσότεροι από εμάς δυσπιστούμε απέναντι στους λόγους που αφορούν τα θεία μυστήρια· γιατί τα βλέπουμε μόνο μέσα από τα αισθητά σύμβολα που είναι προσκολλημένα σε αυτά. Πρέπει όμως, αφού τα απογυμνώσουμε από αυτά (τα σύμβολα), να τα δούμε καθαρά και γυμνά όπως είναι καθ’ εαυτά.»]
Ἡ ἀπιστία στὸν λόγο τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ (ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτα λόγος συμβολικός, λόγος ἀναλογικῶν ὑποτυπώσεων μέσω αἰσθητῶν εἰκόνων) ἑρμηνεύεται στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα ὡς ἀμφισβήτηση ἢ ἀπόρριψη ὄχι τῆς πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐκείνης τῆς ἐκδοχῆς ποὺ ἐξαντλεῖ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ μόνο σὲ τύπους, μύθους, σύμβολα. Επομένως, θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπαναλάβουμε ἐδῶ τὴ διατύπωση τοῦ Χάϊντεγγερ, νὰ ποῦμε ὅτι ἡ στάση τῶν «πολλῶν ἀπιστούντων», ἀντιπροσωπεύει «μιὰ θεϊκότερη ἀντίληψη γιὰ τὸν Θεὸ» ἀπὸ αὐτὴν ποὺ προσδιορίζουν τὰ νοητικὰ σχήματα καὶ οἱ ἀναλογικοὶ συμβολισμοί. Ἔτσι τὸ γεγονὸς τῆς πίστης ἐμφανίζεται ὄχι ὡς πρόβλημα ἀποδοχῆς συλλογιστικῶν συμπερασμάτων καὶ μυθικῶν συμβόλων –δηλαδή, ἀναλογικῶν ἀναγωγῶν–, ἀλλὰ ὡς ἑτοιμότητα ἀποδέσμευσης ἀπὸ κάθε νοητικὴ ἀπολυτοποίηση, μηδενισμοῦ τῶν νοητῶν εἰδώλων, ἀποδοχῆς τῆς ἀγνωσίας ὡς μοναδικῆς κατηγορίας «γνώσεως».[ΝΑΙ!! ΚΑΙ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ. ΠΙΣΤΕΥΕ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ]
Ἴσως πρέπει λοιπὸν νὰ ἀναγνωρίσουμε στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα τῶν ᾿Αρεοπαγιτικῶν Συγγραφῶν μιὰ πρώτη διατύπωση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀπομυθεύσεως (τῆς γνωστῆς στὴν πρόσφατη εὐρωπαϊκὴ θεολογία Entmythologisierung)94[ΙΣΩΣ ΠΡΕΠΕΙ. ΟΛΑ ΤΑ ΕΙΠΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ]. Η γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατὴ μόνο ὅταν παραιτηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀντικειμενοποίηση τῆς μυθικῆς γλώσσας τῶν συμβόλων.[Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ; ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ; ΙΣΧΥΟΥΝ ΤΑ ΙΔΙΑ;] Η στάση τῆς «ἀπομύθευσης» προσδιορίζεται ἀπὸ τὶς ᾿Αρεοπαγιτικές Συγγραφές ὡς ριζοσπαστικὴ ἀφαίρεση, δηλαδὴ παραίτηση ἀπὸ κάθε ὀντικὸ κατηγόρημα, ἔννοια ἢ συμβολισμό: «Τὸν ὑπερούσιον ὑπερουσίως ὑμνῆσαι (χρὴ) διὰ τῆς πάντων τῶν ὄντως ἀφαιρέσεως, ὥσπερ οἱ αὐτοφυὲς ἄγαλμα ποιοῦντες, ἐξαιροῦντες πάντα τὰ ἐπιπροσθοῦντα τῇ καθαρᾷ τοῦ κρυφίου θέᾳ κωλύματα, καὶ αὐτὸ ἐφ᾿ ἑαυτοῦ τῇ ἀφαιρέσει μόνη τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀναφαίνοντες κάλλος... ᾿Απὸ τῶν ἐσχάτων ἐπὶ τὰ ἀρχικώτατα τὰς ἐπαναβάσεις ποιούμενοι, τὰ πάντα ἀφαιροῦμεν, ἵνα ἀπερικαλύπτως γνῶμεν ἐκείνην τὴν ἀγνωσίαν, τὴν ὑπὸ πάντων τῶν γνωστῶν ἐν πᾶσι τοῖς οὖσι περικεκαλυμμένην»95. [«Πρέπει να υμνούμε τον υπερούσιο Θεό με τρόπο υπερούσιο, μέσω της αφαίρεσης όλων των όντων· όπως εκείνοι που, φτιάχνοντας ένα άγαλμα από μάρμαρο, αφαιρούν ό,τι περισσεύει και εμποδίζει την καθαρή θέα του κρυμμένου κάλλους, και έτσι, με μόνη την αφαίρεση, αναδεικνύουν το κρυμμένο μέσα του ωραίο. […] Προχωρώντας από τα έσχατα προς τα πρωταρχικά, αφαιρούμε όλα (όσα μεσολαβούν), ώστε να γνωρίσουμε χωρίς κάλυμμα εκείνη την αγνωσία, η οποία είναι σκεπασμένη από όλα τα γνωστά μέσα σε όλα τα όντα.»] [ΠΑΛΙ ΤΑ ΟΠΙΣΘΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΤΕΝΙΖΟΥΜΕ ΟΠΩΣ Ο ΜΩΥΣΗΣ. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΤΕ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ;]
Τὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ ἑρμηνεύτηκε ὡς ἡ μεθοδολογικὴ ἀφετηρία τῆς θεολογίας τῶν ἀρνήσεων, «ἀφετηρία ἀτελευτήτου περιγραφῆς τοῦ intenebris aeternis κρυπτομένου Θεοῦ διὰ τῶν κοσμικῶν κατηγορημάτων τῇ προσθήκῃ ἑνὸς ἀ - »96. ᾿Αλλὰ ἐδῶ τὰ κοσμικά κατηγορήματα ἀποκλείονται, δὲν μεταποιοῦνται σὲ ἀρνητικοὺς προσδιορισμούς. Τὸ τέλος τῆς προοδευτικῆς ἀφαίρεσης (ἢ «ἀπομύθευσης») δὲν εἶναι μιὰ νοητικὴ σύλληψη, ἀλλὰ ἕνα κάλλος, μιὰ παρουσία προσωπικῆς ἑτερότητας, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικειμενοποιηθεῖ σὲ καταφατικοὺς ἢ ἀρνητικοὺς προσδιορισμούς.[ΘΕΑ Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΘΕΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ] Ἡ ἀγνωσία τῆς ἀφαιρετικῆς «ἀπομύθευσης» ὑποδείχνει μιὰν ἔξοδο ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς φυσικῆς ὀντολογίας, μιὰν ἀπιστία στὸν Θεὸ τῶν ἀναλογικῶν ἀναγωγῶν – ὁρίζει ἡ ἀγνωσία τὸν μηδενισμὸ τοῦ Θεοῦ ὡς ὄντος. «Ἡ ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὸ ὂν ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἴδια, ἢ ἐν πάσῃ περιπτώσει ὅμοια μὲ ἐκείνην ποὺ χωρίζει τὸ ὂν ἀπὸ τὴν ὁλικὴ ἀνυπαρξία του (ἀπὸ τὸ “μηδαμῶς ὄν”)»97. Ἔτσι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ «μὴ ὄν, ὡς πάσης οὐσίας ἐπέκεινα»98. «Οὐκ ἔστιν αὐτοῦ καθόλου θέσις... ἐπεὶ ὑπὲρ πᾶσαν θέσιν ἐστὶν ἡ παντελὴς καὶ ἑνιαία τῶν πάντων αἰτία, καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἀφαίρεσιν ἡ ὑπεροχὴ τοῦ πάντων ἁπλῶς ἀπολελυμένου καὶ ἐπέκεινα τῶν ὅλων»99. [Δεν υπάρχει γι’ Αυτόν (τον Θεό) καμιά καθολική “θέση” (ή καθορισμός)... γιατί η τέλεια και ενιαία αιτία όλων των όντων βρίσκεται πέρα από κάθε θέση· και η υπεροχή Εκείνου που είναι απολύτως απαλλαγμένος από όλα και υπεράνω όλων υπερβαίνει κάθε αφαίρεση.»]
Η προοδευτικὴ ἀφαίρεση, δηλαδὴ ἡ παραίτηση ἀπὸ κάθε νοητική κατηγορία, ὀντικὴ σύλληψη ἢ συμβολικὴ ὑποτύπωση, καὶ ἡ ὑπέρβαση κάθε μεθοδολογικῆς ὁδοῦ, αἴρει τὸ καταρχὴν ἐμπόδιο τῆς «γνώσης» τοῦ Θεοῦ, τὸ ἐμπόδιο ποὺ εἶναι ἡ ἀνθρωποκεντρικὴ αὐτοβεβαιότητα τῆς φυσικῆς γνώσης. Ὅσοι ἀναζητοῦν τὸν Θεὸ παραμένοντας ἀσυμβίβαστοι μὲ κάθε ὑπαγωγή Του στοὺς προσδιορισμούς τῶν κτιστῶν ὑπάρξεων (προσδιορισμούς χώρου, χρόνου, ὀντότητας, μορφῆς, ἀναλογικοῦ συσχετισμοῦ) βρίσκουν στὴν ἀποφατικὴ ἀφαίρεση τὴν ὁδὸ ποὺ ἀνταποκρίνεται κατεξοχήν στὴν ἐλευθερία ἀπὸ συμβατικὲς καὶ συμβιβαστικές (διευκολυτικὲς ἀνθρωποκεντρικῶν ἀπαιτήσεων) ἀντιλήψεις. Ὁ αἴτιος τοῦ ὑπαρκτοῦ εἶναι κάτι «περισσότερο» καὶ κάτι διαφορετικό ἀπὸ ὅ,τι ἐμεῖς μέσω τῶν ἐμπειριῶν μας ἀπὸ τὶς κτιστὲς ὑπάρξεις ὀνομάζουμε ὕπαρξη. Εἶναι ἀνύπαρκτος («μηδαμῶς ὤν») σὲ σχέση μὲ ὅ,τι ἐμεῖς κατανοοῦμε ὡς ὀντότητα.[ΚΡΙΜΑ ΠΟΥ ΚΟΛΛΗΣΕ Ο ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ. ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥΛΕΙΨΕ]
92. Πρβλ.: «Νοητὴν εἰδωλολατρείαν εἰδωλοποιοῦντες ἐν ἑαυτοῖς»[κάνουμε μέσα μας νοητικά είδωλα.]: Μεγάλου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς τὸν Προφήτην ᾿Ησαΐαν 96, Migne P.G. 30, 276 С.
93. ᾿Επιστολὴ Θ', Migne P.G. 3, 1104 В.
94. Ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπομύθευσης παρουσιάστηκε στη νεώτερη (μετὰ τὸν Β΄ παγκόσμιο πόλεμο) βιβλική θεολογία, μὲ χαρακτηριστικὸ καὶ κορυφαῖον ἐκπρόσωπο τὸν γερμανό Rudolf BULTMANN. Εἶχε τὴν πρόθεση νὰ διαστείλει τὸν ἀποκαλυπτικό «πυρήνα» τῆς ᾿Αγίας Γραφῆς ἀπὸ τὴ «μυθική» του διατύπωση. Τὸ κήρυγμα τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ὡς κλήση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴ σωτηρία, πρέπει νὰ διακριθεῖ ἀπὸ τὸ ἀντικειμενικό, ιστορικό του ἔνδυμα, γιὰ νὰ ἀποτελέσει ἀφετηρία προσωπικῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. «Η μυθολογική σκέψη ἀντικειμενικοποιεῖ τὸ ἐπέκεινα στὸ ἐνθάδε μὲ τρόπο ἁπλοϊκό, ἐνῶ ταυτόχρονα -ἀντίθετα πρὸς τὴ βασική της πρόθεση- παρουσιάζει τὸ ὑπερβατικὸ ὡς ἐξωκόσμιο καὶ τὴ δύναμή του ποσοτικὰ ἀπολυτοποιημένη σε σύγκριση μὲ τὴν ἀνθρώπινη δυνατότητα. ᾿Αντίθετα ἡ ἀπομύθευση θέλει νὰ ἐπαναφέρει τὸν μύθο στὴν ἀρχική του πρόθεση» (: R. BULTMANN, Zum Problem der Entmythologisierurg, στὸ βιβλίο του: Glauben und Verstchen IV, Tübingen, Mohr - Verl., 1965, σελ. 184. – Βλ. ἐπίσης, τοῦ ἴδιου, Die Geschichte der synoptischen Tradition, Göttingen 1961, καὶ Jesus Christus und die Mythologie, Hamburg, Furche-Verl., 1965). Ἂν ἡ σχολὴ τῆς ἀπομύθευσης ὁδήγησε τη δυτική θεολογία σὲ πολλαπλὰ ἀδιέξοδα, αὐτὸ πρέπει μᾶλλον νὰ ὀφείλεται στὴν ἰσχνότατη, ἂν όχι ἀνύπαρκτη, ἐκκλησιολογία κυρίως τῶν προτεσταντῶν – τὴν ἐκκλησιολογία, που, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια τῶν ᾿Αρεοπαγιτικῶν, συγκροτεῖ τὴ βάση ἢ προϋπόθεση γιὰ νὰ μὴν μεταποιηθεῖ ὁ θεολογικὸς ἀποφατισμὸς σὲ σχετικισμὸ καὶ σκεπτικισμό.
95. Περὶ μυστικῆς θεολογίας ΙΙ, Migne P.G. 3, 1025.
96. Σπ. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΥ, Προλεγόμενα εἰς τὴν ἐρώτησιν περὶ Θεοῦ, ᾿Αθῆναι 1960, σελ. 15.
97. Λ. ΣΙΑΣΟΥ, Εραστὲς τῆς ἀλήθειας, σελ. 91.
98. Περὶ θείων ὀνομάτων 1, Migne P.G. 3, 588 Β. – Βλ. καὶ τὸ σχόλιο τοῦ ΜΑΞΙΜΟΥ Ομολογητοῦ: «Οὐδὲ ὧν ἐστιν (ὁ Θεός)· εἰ γὰρ αὐτὸς τὰ ὄντα ἐκ τῶν μὴ ὄντων δημιουργεῖ, οὐκ ἄρα τῶν ὄντων ἐστὶν, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τὰ ὄντα» (Migne P.G. 4, 189 C)[Μετάφραση: «Ούτε συγκαταλέγεται στα όντα ο Θεός· γιατί, αν Εκείνος δημιουργεί τα όντα από το μηδέν, τότε δεν ανήκει στα όντα, αλλά βρίσκεται πέρα από τα όντα.»]. Καὶ ἀλλοῦ: «Τὸ οὐδὲν εἶναι τὸν Θεὸν οὕτω νοητέον, ὡς τῶν ὄντων μηδὲν ὄντα· ὑπὲρ γὰρ τὰ ὄντα ὁ αἴτιος τῶν ὄντων· ὅθεν ὁ Θεὸς καὶ πανταχοῦ καὶ οὐδαμοῦ θεολογεῖται· ἐπεὶ γοῦν οὐδαμοῦ ἐστι, πάντα μὲν δι' αὐτοῦ καὶ ἐν αὐτῷ, ὡς μὴ ὄντι μηδὲν τῶν πάντων· καὶ ἐν αὐτῷ πάλιν, ὡς πανταχοῦ ὄντι, ἕτερα δὲ δι' αὐτοῦ τὰ πάντα, ὅτι αὐτὸς οὐδαμοῦ· καὶ πληροῖ μὲν τὰ πάντα ὡς πανταχοῦ ἂν... οὐδαμοῦ δὲ ἐστι... Εἰ γὰρ μόνον ἦν πανταχοῦ, αὐτὸς ἂν ἦν τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι τοπι-κῶς· οὕτως οὖν καὶ οὐδὲν, ὡς ὑπὲρ τὰ ὄντα» (Migne P.G. 4, 204 D, 205 A). [Μετάφραση:«Το ότι ο Θεός “είναι τίποτε” πρέπει να το νοήσουμε έτσι: όχι ότι δεν υπάρχει, αλλά ότι δεν είναι κανένα από τα όντα, γιατί ο αίτιος των όντων βρίσκεται πέρα από τα όντα. Γι’ αυτό ο Θεός λέγεται και “παντού” και “πουθενά”. Διότι, ακριβώς επειδή δεν βρίσκεται πουθενά, όλα υπάρχουν μέσω Αυτού και μέσα σε Αυτόν — αφού, ως “μη ον”, δεν είναι τίποτε από τα όντα· και πάλι, όλα είναι μέσα Του, επειδή είναι πανταχού παρών, και όλα υπάρχουν διά μέσου Αυτού, επειδή Εκείνος δεν βρίσκεται πουθενά (τοπικά). Πληροί λοιπόν τα πάντα, σαν να ήταν πανταχού παρών, και όμως ο ίδιος δεν είναι πουθενά. Γιατί, αν ήταν μόνον πανταχού, τότε θα ταυτιζόταν με όλα τα πράγματα και θα βρισκόταν μέσα τους με τρόπο τοπικό· έτσι λοιπόν λέγεται και “τίποτε”, γιατί βρίσκεται πέρα από τα όντα.»]
-Βλ. καὶ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ: «Οὔτε τὸ ποὺ τοῦ Θεοῦ, Θεός· οὔτε τὸ μετὰ τὸν Θεόν, Θεός· τὸ μὲν γὰρ μετὰ τὸν Θεὸν, κτίσις· τὸ δὲ ἐπέκεινα τοῦ Θεοῦ, οὐδέν· τὸ δὲ οὐδὲν Θεὸς οὐκ ἔστιν, μᾶλλον δὲ τὸ ἐπέκεινα τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ἐκεῖνος ἐν τῇ ἀἰδίῳ μακαριότητι πρὸς οὐδὲν ὁριζόμενος» (Κατὰ Εὐνομίου, λόγος Ε΄, Migne P.G. 45, 684 B).[Μετάφραση:
«Ούτε ο “τόπος” του Θεού είναι Θεός, ούτε αυτό που είναι “μετά τον Θεό” είναι Θεός· γιατί εκείνο που είναι μετά τον Θεό είναι κτίσμα, ενώ εκείνο που είναι πέρα από τον Θεό είναι “μηδέν”. Αλλά το “μηδέν” δεν είναι Θεός· μάλλον, αυτό που είναι πέρα από τον Θεό είναι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος, μέσα στην αιώνια μακαριότητά Του, δεν περιορίζεται από τίποτε.»]
99. Περὶ μυστικῆς θεολογίας V, Migne P.G. 3, 1048 AB. [Ὁ Θεός «οὐκ ἔστιν οὐσία, οὐδὲ ζωή, οὐδὲ λόγος, οὐδὲ νοῦς, οὐδὲ ἀριθμός, οὐδὲ τάξις, οὐδὲ μέγεθος, οὐδὲ μικρότης, οὐδὲ ἰσότης, οὐδὲ ἀνισότης, οὐδὲ ὁμοιότης, οὐδὲ ἀνομοιότης... οὐδὲ τί ἄλλο τῶν ὄντων, οὐδὲ τῶν μὴ ὄντων...» Μετάφραση: «Ο Θεός δεν είναι ούτε ουσία, ούτε ζωή, ούτε λόγος, ούτε νους, ούτε αριθμός, ούτε τάξη, ούτε μέγεθος, ούτε μικρότητα, ούτε ισότητα, ούτε ανισότητα, ούτε ομοιότητα, ούτε ανομοιότητα… ούτε οτιδήποτε άλλο από τα όντα, ούτε από τα μη όντα· διότι βρίσκεται πέρα από κάθε κατάφαση και κάθε αφαίρεση.»]
93. ᾿Επιστολὴ Θ', Migne P.G. 3, 1104 В.
94. Ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπομύθευσης παρουσιάστηκε στη νεώτερη (μετὰ τὸν Β΄ παγκόσμιο πόλεμο) βιβλική θεολογία, μὲ χαρακτηριστικὸ καὶ κορυφαῖον ἐκπρόσωπο τὸν γερμανό Rudolf BULTMANN. Εἶχε τὴν πρόθεση νὰ διαστείλει τὸν ἀποκαλυπτικό «πυρήνα» τῆς ᾿Αγίας Γραφῆς ἀπὸ τὴ «μυθική» του διατύπωση. Τὸ κήρυγμα τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ὡς κλήση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴ σωτηρία, πρέπει νὰ διακριθεῖ ἀπὸ τὸ ἀντικειμενικό, ιστορικό του ἔνδυμα, γιὰ νὰ ἀποτελέσει ἀφετηρία προσωπικῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. «Η μυθολογική σκέψη ἀντικειμενικοποιεῖ τὸ ἐπέκεινα στὸ ἐνθάδε μὲ τρόπο ἁπλοϊκό, ἐνῶ ταυτόχρονα -ἀντίθετα πρὸς τὴ βασική της πρόθεση- παρουσιάζει τὸ ὑπερβατικὸ ὡς ἐξωκόσμιο καὶ τὴ δύναμή του ποσοτικὰ ἀπολυτοποιημένη σε σύγκριση μὲ τὴν ἀνθρώπινη δυνατότητα. ᾿Αντίθετα ἡ ἀπομύθευση θέλει νὰ ἐπαναφέρει τὸν μύθο στὴν ἀρχική του πρόθεση» (: R. BULTMANN, Zum Problem der Entmythologisierurg, στὸ βιβλίο του: Glauben und Verstchen IV, Tübingen, Mohr - Verl., 1965, σελ. 184. – Βλ. ἐπίσης, τοῦ ἴδιου, Die Geschichte der synoptischen Tradition, Göttingen 1961, καὶ Jesus Christus und die Mythologie, Hamburg, Furche-Verl., 1965). Ἂν ἡ σχολὴ τῆς ἀπομύθευσης ὁδήγησε τη δυτική θεολογία σὲ πολλαπλὰ ἀδιέξοδα, αὐτὸ πρέπει μᾶλλον νὰ ὀφείλεται στὴν ἰσχνότατη, ἂν όχι ἀνύπαρκτη, ἐκκλησιολογία κυρίως τῶν προτεσταντῶν – τὴν ἐκκλησιολογία, που, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια τῶν ᾿Αρεοπαγιτικῶν, συγκροτεῖ τὴ βάση ἢ προϋπόθεση γιὰ νὰ μὴν μεταποιηθεῖ ὁ θεολογικὸς ἀποφατισμὸς σὲ σχετικισμὸ καὶ σκεπτικισμό.
95. Περὶ μυστικῆς θεολογίας ΙΙ, Migne P.G. 3, 1025.
96. Σπ. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΥ, Προλεγόμενα εἰς τὴν ἐρώτησιν περὶ Θεοῦ, ᾿Αθῆναι 1960, σελ. 15.
97. Λ. ΣΙΑΣΟΥ, Εραστὲς τῆς ἀλήθειας, σελ. 91.
98. Περὶ θείων ὀνομάτων 1, Migne P.G. 3, 588 Β. – Βλ. καὶ τὸ σχόλιο τοῦ ΜΑΞΙΜΟΥ Ομολογητοῦ: «Οὐδὲ ὧν ἐστιν (ὁ Θεός)· εἰ γὰρ αὐτὸς τὰ ὄντα ἐκ τῶν μὴ ὄντων δημιουργεῖ, οὐκ ἄρα τῶν ὄντων ἐστὶν, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τὰ ὄντα» (Migne P.G. 4, 189 C)[Μετάφραση: «Ούτε συγκαταλέγεται στα όντα ο Θεός· γιατί, αν Εκείνος δημιουργεί τα όντα από το μηδέν, τότε δεν ανήκει στα όντα, αλλά βρίσκεται πέρα από τα όντα.»]. Καὶ ἀλλοῦ: «Τὸ οὐδὲν εἶναι τὸν Θεὸν οὕτω νοητέον, ὡς τῶν ὄντων μηδὲν ὄντα· ὑπὲρ γὰρ τὰ ὄντα ὁ αἴτιος τῶν ὄντων· ὅθεν ὁ Θεὸς καὶ πανταχοῦ καὶ οὐδαμοῦ θεολογεῖται· ἐπεὶ γοῦν οὐδαμοῦ ἐστι, πάντα μὲν δι' αὐτοῦ καὶ ἐν αὐτῷ, ὡς μὴ ὄντι μηδὲν τῶν πάντων· καὶ ἐν αὐτῷ πάλιν, ὡς πανταχοῦ ὄντι, ἕτερα δὲ δι' αὐτοῦ τὰ πάντα, ὅτι αὐτὸς οὐδαμοῦ· καὶ πληροῖ μὲν τὰ πάντα ὡς πανταχοῦ ἂν... οὐδαμοῦ δὲ ἐστι... Εἰ γὰρ μόνον ἦν πανταχοῦ, αὐτὸς ἂν ἦν τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι τοπι-κῶς· οὕτως οὖν καὶ οὐδὲν, ὡς ὑπὲρ τὰ ὄντα» (Migne P.G. 4, 204 D, 205 A). [Μετάφραση:«Το ότι ο Θεός “είναι τίποτε” πρέπει να το νοήσουμε έτσι: όχι ότι δεν υπάρχει, αλλά ότι δεν είναι κανένα από τα όντα, γιατί ο αίτιος των όντων βρίσκεται πέρα από τα όντα. Γι’ αυτό ο Θεός λέγεται και “παντού” και “πουθενά”. Διότι, ακριβώς επειδή δεν βρίσκεται πουθενά, όλα υπάρχουν μέσω Αυτού και μέσα σε Αυτόν — αφού, ως “μη ον”, δεν είναι τίποτε από τα όντα· και πάλι, όλα είναι μέσα Του, επειδή είναι πανταχού παρών, και όλα υπάρχουν διά μέσου Αυτού, επειδή Εκείνος δεν βρίσκεται πουθενά (τοπικά). Πληροί λοιπόν τα πάντα, σαν να ήταν πανταχού παρών, και όμως ο ίδιος δεν είναι πουθενά. Γιατί, αν ήταν μόνον πανταχού, τότε θα ταυτιζόταν με όλα τα πράγματα και θα βρισκόταν μέσα τους με τρόπο τοπικό· έτσι λοιπόν λέγεται και “τίποτε”, γιατί βρίσκεται πέρα από τα όντα.»]
-Βλ. καὶ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ: «Οὔτε τὸ ποὺ τοῦ Θεοῦ, Θεός· οὔτε τὸ μετὰ τὸν Θεόν, Θεός· τὸ μὲν γὰρ μετὰ τὸν Θεὸν, κτίσις· τὸ δὲ ἐπέκεινα τοῦ Θεοῦ, οὐδέν· τὸ δὲ οὐδὲν Θεὸς οὐκ ἔστιν, μᾶλλον δὲ τὸ ἐπέκεινα τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ἐκεῖνος ἐν τῇ ἀἰδίῳ μακαριότητι πρὸς οὐδὲν ὁριζόμενος» (Κατὰ Εὐνομίου, λόγος Ε΄, Migne P.G. 45, 684 B).[Μετάφραση:
«Ούτε ο “τόπος” του Θεού είναι Θεός, ούτε αυτό που είναι “μετά τον Θεό” είναι Θεός· γιατί εκείνο που είναι μετά τον Θεό είναι κτίσμα, ενώ εκείνο που είναι πέρα από τον Θεό είναι “μηδέν”. Αλλά το “μηδέν” δεν είναι Θεός· μάλλον, αυτό που είναι πέρα από τον Θεό είναι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος, μέσα στην αιώνια μακαριότητά Του, δεν περιορίζεται από τίποτε.»]
99. Περὶ μυστικῆς θεολογίας V, Migne P.G. 3, 1048 AB. [Ὁ Θεός «οὐκ ἔστιν οὐσία, οὐδὲ ζωή, οὐδὲ λόγος, οὐδὲ νοῦς, οὐδὲ ἀριθμός, οὐδὲ τάξις, οὐδὲ μέγεθος, οὐδὲ μικρότης, οὐδὲ ἰσότης, οὐδὲ ἀνισότης, οὐδὲ ὁμοιότης, οὐδὲ ἀνομοιότης... οὐδὲ τί ἄλλο τῶν ὄντων, οὐδὲ τῶν μὴ ὄντων...» Μετάφραση: «Ο Θεός δεν είναι ούτε ουσία, ούτε ζωή, ούτε λόγος, ούτε νους, ούτε αριθμός, ούτε τάξη, ούτε μέγεθος, ούτε μικρότητα, ούτε ισότητα, ούτε ανισότητα, ούτε ομοιότητα, ούτε ανομοιότητα… ούτε οτιδήποτε άλλο από τα όντα, ούτε από τα μη όντα· διότι βρίσκεται πέρα από κάθε κατάφαση και κάθε αφαίρεση.»]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου