Συνέχεια από : Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025
Μηδενισμός 11
Του Franco Volpi, εκδόσεις Editori Laterza, 1996
Κεφάλαιο 7
Μηδενισμός και παρακμή στον Νίτσε δ (συνέχεια)
Όταν τα πράγματα μας φαίνονται να είναι μόνο αυτό που φαίνονται,
σύντομα θα μας φαίνονται να είναι ακόμη λιγότερο.
1.
Ο αληθινός κόσμος, προσιτός στον σοφό, στον ευσεβή, στον ενάρετο – αυτός ζει μέσα σε αυτόν, ο ίδιος είναι αυτός ο κόσμος. (VI, III, 75).
Ο Nietzsche υπαινίσσεται εδώ την κατάσταση που εμφανίζεται στην πρώτη φάση της ιστορίας του πλατωνισμού–μηδενισμού, δηλαδή στο κεφάλαιο που αντιστοιχεί στη σκέψη του Plato: αξιώνεται η ύπαρξη ενός αληθινού, υπεραισθητού κόσμου, ο οποίος όμως δεν έχει ακόμη καταστεί μια καθαρά «ιδεατή», «πλατωνική» οντότητα, αλλά είναι προσιτός από τον σοφό.
2.
Ο αληθινός κόσμος, προς το παρόν απρόσιτος, αλλά υποσχεμένος στον σοφό, στον ευσεβή, στον ενάρετο («στον αμαρτωλό που κάνει μετάνοια»). (VI, III, 75).
Στη δεύτερη φάση της ιστορίας του πλατωνισμού–μηδενισμού ανοίγει η ρήξη ανάμεσα στον ιδεατό και τον αισθητό κόσμο, ανάμεσα στη μεταφυσική υπέρβαση και την εμμένεια, από τη στιγμή που ακόμη και για τον σοφό ο ιδεατός κόσμος είναι μόνο μια υπόσχεση, άρα προς το παρόν απρόσιτος. Παράλληλα, υποτιμάται ο αισθητός κόσμος: η γήινη ύπαρξη υποβιβάζεται σε πεδίο της φαινομενικότητας, της μεταβλητότητας, παρότι της παρουσιάζεται η δυνατότητα να φτάσει κάποτε στον αληθινό κόσμο.
Η ανθρώπινη ύπαρξη εκτυλίσσεται στο «ενθάδε», αλλά είναι προσανατολισμένη προς το «επέκεινα» — το οποίο γίνεται αντικείμενο υπόσχεσης και πίστης. Ο πλατωνισμός μεταμορφώνεται σε πλατωνισμό για τον λαό, δηλαδή σε Χριστιανισμό.
3.
Ο αληθινός κόσμος, απρόσιτος, αδιανόητος, ανυπόσχετος, αλλά ήδη, εφόσον νοείται, μια παρηγοριά, μια υποχρέωση, μια προσταγή. (VI, III, 75).
Το τρίτο κεφάλαιο της ιστορίας του πλατωνισμού–μηδενισμού αντιστοιχεί στη σκέψη του Kant. Ο αληθινός, υπεραισθητός κόσμος αποκλείεται από το πεδίο της εμπειρίας και συνεπώς ανακηρύσσεται αγνώσιμος και αδιανόητος εντός των ορίων της θεωρητικής λογικής. Παρ' όλα αυτά, ανακτάται ως αξίωμα από την πρακτική λογική: παρότι εξαναγκασμένος σε μια χλωμή ύπαρξη απλής υπόθεσης, εξακολουθεί να δεσμεύει με τη μορφή προστακτικής.
Του Franco Volpi, εκδόσεις Editori Laterza, 1996
Κεφάλαιο 7
Μηδενισμός και παρακμή στον Νίτσε δ (συνέχεια)
Όταν τα πράγματα μας φαίνονται να είναι μόνο αυτό που φαίνονται,
σύντομα θα μας φαίνονται να είναι ακόμη λιγότερο.
1.
Ο αληθινός κόσμος, προσιτός στον σοφό, στον ευσεβή, στον ενάρετο – αυτός ζει μέσα σε αυτόν, ο ίδιος είναι αυτός ο κόσμος. (VI, III, 75).
Ο Nietzsche υπαινίσσεται εδώ την κατάσταση που εμφανίζεται στην πρώτη φάση της ιστορίας του πλατωνισμού–μηδενισμού, δηλαδή στο κεφάλαιο που αντιστοιχεί στη σκέψη του Plato: αξιώνεται η ύπαρξη ενός αληθινού, υπεραισθητού κόσμου, ο οποίος όμως δεν έχει ακόμη καταστεί μια καθαρά «ιδεατή», «πλατωνική» οντότητα, αλλά είναι προσιτός από τον σοφό.
2.
Ο αληθινός κόσμος, προς το παρόν απρόσιτος, αλλά υποσχεμένος στον σοφό, στον ευσεβή, στον ενάρετο («στον αμαρτωλό που κάνει μετάνοια»). (VI, III, 75).
Στη δεύτερη φάση της ιστορίας του πλατωνισμού–μηδενισμού ανοίγει η ρήξη ανάμεσα στον ιδεατό και τον αισθητό κόσμο, ανάμεσα στη μεταφυσική υπέρβαση και την εμμένεια, από τη στιγμή που ακόμη και για τον σοφό ο ιδεατός κόσμος είναι μόνο μια υπόσχεση, άρα προς το παρόν απρόσιτος. Παράλληλα, υποτιμάται ο αισθητός κόσμος: η γήινη ύπαρξη υποβιβάζεται σε πεδίο της φαινομενικότητας, της μεταβλητότητας, παρότι της παρουσιάζεται η δυνατότητα να φτάσει κάποτε στον αληθινό κόσμο.
Η ανθρώπινη ύπαρξη εκτυλίσσεται στο «ενθάδε», αλλά είναι προσανατολισμένη προς το «επέκεινα» — το οποίο γίνεται αντικείμενο υπόσχεσης και πίστης. Ο πλατωνισμός μεταμορφώνεται σε πλατωνισμό για τον λαό, δηλαδή σε Χριστιανισμό.
3.
Ο αληθινός κόσμος, απρόσιτος, αδιανόητος, ανυπόσχετος, αλλά ήδη, εφόσον νοείται, μια παρηγοριά, μια υποχρέωση, μια προσταγή. (VI, III, 75).
Το τρίτο κεφάλαιο της ιστορίας του πλατωνισμού–μηδενισμού αντιστοιχεί στη σκέψη του Kant. Ο αληθινός, υπεραισθητός κόσμος αποκλείεται από το πεδίο της εμπειρίας και συνεπώς ανακηρύσσεται αγνώσιμος και αδιανόητος εντός των ορίων της θεωρητικής λογικής. Παρ' όλα αυτά, ανακτάται ως αξίωμα από την πρακτική λογική: παρότι εξαναγκασμένος σε μια χλωμή ύπαρξη απλής υπόθεσης, εξακολουθεί να δεσμεύει με τη μορφή προστακτικής.
4.
Ο αληθινός κόσμος – απρόσιτος; Σε κάθε περίπτωση όχι προσιτός. Και στο μέτρο που δεν έχει προσεγγισθεί, είναι επίσης άγνωστος. Κατά συνέπεια, ούτε παρηγορητικός, ούτε σωτηριολογικός, ούτε δεσμευτικός: σε τι θα μπορούσε να μας δεσμεύσει κάτι άγνωστο; (VI, III, 75).
Με το τέταρτο κεφάλαιο της ιστορίας του πλατωνισμού–μηδενισμού, ο Nietzsche σηματοδοτεί τη φάση του σκεπτικισμού και της μεταφυσικής απιστίας που ακολουθεί τον kantismo και τον ιδεαλισμό, και η οποία μπορεί να ταυτιστεί με τον αναδυόμενο θετικισμό.
Ως συνέπεια της kantικής καταστροφής των μεταφυσικών βεβαιοτήτων εκλείπει η πίστη στον ιδεατό κόσμο και στη γνωσιμότητά του. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο ίδιος ο πλατωνισμός–μηδενισμός έχει ήδη ξεπεραστεί.
Αφού ο υπεραισθητός κόσμος έχει κηρυχθεί απολύτως αγνώσιμος, προκύπτει ότι δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τίποτε γι’ αυτόν και ότι, αυστηρά μιλώντας, δεν μπορεί να αποφασίσει ούτε υπέρ του ούτε εναντίον του. Χάνει τη θρησκευτικο–ηθική σημασία που είχε ακόμη ως αξίωμα της πρακτικής λογικής.
Πέφτει στην αδιαφορία.
5.
Ο «αληθινός κόσμος» – μια ιδέα που δεν χρησιμεύει πλέον σε τίποτα, ούτε καν δεσμεύει – μια ιδέα που έγινε άχρηστη και περιττή, και επομένως μια ιδέα που έχει ανασκευαστεί: ας την καταργήσουμε! (VI, III, 75).
Στα δύο τελευταία κεφάλαια της σύνοψής του ο Nietzsche αρχίζει να παρουσιάζει τη δική του φιλοσοφική προοπτική. Αυτό αποκαλύπτεται ήδη από το γεγονός ότι η έκφραση «αληθινός κόσμος» τίθεται τώρα σε εισαγωγικά.
Πράγματι, από τη στιγμή που ο «αληθινός κόσμος» πρέπει να καταργηθεί, ο όρος χάνει την ισχύ του και γι’ αυτό τίθεται σε αναστολή, μέσα σε εισαγωγικά.
Ο Nietzsche έχει εδώ κατά νου το δικό του έργο αποδόμησης, το οποίο με την La gaia scienza (Χαρούμενη Επιστήμη) έχει φτάσει σε ένα πρώτο του αποτέλεσμα: βρίσκεται στην αρχή, στη φάση της πρωινής σκέψης, αν και όχι ακόμη στο πλήρες μεσουράνημα.
Αλλά μετά την κατάργηση του υπεραισθητού κόσμου ως περιττής υπόθεσης, μένουν ακόμη ανοιχτά δύο προβλήματα:
– τι συμβαίνει με τον τόπο όπου βρισκόταν το ιδεώδες και ο οποίος, μετά την κατάργησή του, μένει τώρα κενός;
– και ποιο είναι το νόημα του αισθητού κόσμου μετά την κατάργηση του ιδεώδους;
Καθίσταται αναγκαίο ένα επιπλέον βήμα, με το οποίο θα ολοκληρωθεί η αποδόμηση που έχει ήδη ξεκινήσει.
Il mondo vero lo abbiamo abolito: quale mondo è rimasto? forse quello apparente? (...) Ma no! Con il mondo vero abbiamo abolito anche quello apparente (VI, III, 76).
Τον αληθινό κόσμο τον έχουμε καταργήσει: ποιος κόσμος έχει απομείνει; μήπως ο φαινομενικός; (...) Α, όχι! Μαζί με τον αληθινό κόσμο έχουμε καταργήσει και τον φαινομενικό.
Το τελευταίο αυτό κεφάλαιο, που συνεπάγεται την κατάργηση και του φαινομενικού κόσμου, δείχνει το έργο που ο Nietzsche προσηλώνεται να επιτελέσει στην τελευταία φάση της σκέψης του. Βρισκόμαστε στο «incipit Zarathustra», στη φιλοσοφία του πλήρους μεσημεριού, στη στιγμή της συντομότερης σκιάς, όπου ο πλατωνισμός–μηδενισμός έχει πραγματικά ξεπεραστεί.
Αλλά για να ολοκληρωθεί αυτός ο υπερκερασμός, είναι αναγκαίο να καταργηθεί και ο «φαινομενικός κόσμος». Αυτό δεν σημαίνει απλώς να εξαλειφθεί ο αισθητός κόσμος ως τέτοιος. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που ο ιδεατός και ο αισθητός κόσμος συγκροτούν συνολικά το σύνολο του είναι, η κατάργησή τους θα παρήγαγε ως αποτέλεσμα το τίποτα.
Ως συνέπεια της kantικής καταστροφής των μεταφυσικών βεβαιοτήτων εκλείπει η πίστη στον ιδεατό κόσμο και στη γνωσιμότητά του. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο ίδιος ο πλατωνισμός–μηδενισμός έχει ήδη ξεπεραστεί.
Αφού ο υπεραισθητός κόσμος έχει κηρυχθεί απολύτως αγνώσιμος, προκύπτει ότι δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τίποτε γι’ αυτόν και ότι, αυστηρά μιλώντας, δεν μπορεί να αποφασίσει ούτε υπέρ του ούτε εναντίον του. Χάνει τη θρησκευτικο–ηθική σημασία που είχε ακόμη ως αξίωμα της πρακτικής λογικής.
Πέφτει στην αδιαφορία.
5.
Ο «αληθινός κόσμος» – μια ιδέα που δεν χρησιμεύει πλέον σε τίποτα, ούτε καν δεσμεύει – μια ιδέα που έγινε άχρηστη και περιττή, και επομένως μια ιδέα που έχει ανασκευαστεί: ας την καταργήσουμε! (VI, III, 75).
Στα δύο τελευταία κεφάλαια της σύνοψής του ο Nietzsche αρχίζει να παρουσιάζει τη δική του φιλοσοφική προοπτική. Αυτό αποκαλύπτεται ήδη από το γεγονός ότι η έκφραση «αληθινός κόσμος» τίθεται τώρα σε εισαγωγικά.
Πράγματι, από τη στιγμή που ο «αληθινός κόσμος» πρέπει να καταργηθεί, ο όρος χάνει την ισχύ του και γι’ αυτό τίθεται σε αναστολή, μέσα σε εισαγωγικά.
Ο Nietzsche έχει εδώ κατά νου το δικό του έργο αποδόμησης, το οποίο με την La gaia scienza (Χαρούμενη Επιστήμη) έχει φτάσει σε ένα πρώτο του αποτέλεσμα: βρίσκεται στην αρχή, στη φάση της πρωινής σκέψης, αν και όχι ακόμη στο πλήρες μεσουράνημα.
Αλλά μετά την κατάργηση του υπεραισθητού κόσμου ως περιττής υπόθεσης, μένουν ακόμη ανοιχτά δύο προβλήματα:
– τι συμβαίνει με τον τόπο όπου βρισκόταν το ιδεώδες και ο οποίος, μετά την κατάργησή του, μένει τώρα κενός;
– και ποιο είναι το νόημα του αισθητού κόσμου μετά την κατάργηση του ιδεώδους;
Καθίσταται αναγκαίο ένα επιπλέον βήμα, με το οποίο θα ολοκληρωθεί η αποδόμηση που έχει ήδη ξεκινήσει.
Il mondo vero lo abbiamo abolito: quale mondo è rimasto? forse quello apparente? (...) Ma no! Con il mondo vero abbiamo abolito anche quello apparente (VI, III, 76).
Τον αληθινό κόσμο τον έχουμε καταργήσει: ποιος κόσμος έχει απομείνει; μήπως ο φαινομενικός; (...) Α, όχι! Μαζί με τον αληθινό κόσμο έχουμε καταργήσει και τον φαινομενικό.
Το τελευταίο αυτό κεφάλαιο, που συνεπάγεται την κατάργηση και του φαινομενικού κόσμου, δείχνει το έργο που ο Nietzsche προσηλώνεται να επιτελέσει στην τελευταία φάση της σκέψης του. Βρισκόμαστε στο «incipit Zarathustra», στη φιλοσοφία του πλήρους μεσημεριού, στη στιγμή της συντομότερης σκιάς, όπου ο πλατωνισμός–μηδενισμός έχει πραγματικά ξεπεραστεί.
Αλλά για να ολοκληρωθεί αυτός ο υπερκερασμός, είναι αναγκαίο να καταργηθεί και ο «φαινομενικός κόσμος». Αυτό δεν σημαίνει απλώς να εξαλειφθεί ο αισθητός κόσμος ως τέτοιος. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που ο ιδεατός και ο αισθητός κόσμος συγκροτούν συνολικά το σύνολο του είναι, η κατάργησή τους θα παρήγαγε ως αποτέλεσμα το τίποτα.
Αλλά ο Nietzsche δεν μπορεί να επιδιώκει αυτό, εφόσον πράγματι στοχεύει σε μια υπέρβαση του μηδενισμού.
Το να καταργηθεί ο «φαινομενικός κόσμος» σημαίνει, αντιθέτως, να εξαλειφθεί ο τρόπος με τον οποίο το αισθητό νοείται υπό την προοπτική του πλατωνισμού, δηλαδή να αφαιρεθεί από αυτό ο χαρακτήρας της «εμφάνισης». Δεν πρόκειται λοιπόν για κατάργηση του ίδιου του αισθητού κόσμου, αλλά για εξάλειψη του πλατωνικού παρερμηνεύματος και άνοιγμα του δρόμου προς μια νέα σύλληψη του αισθητού και μια νέα σχέση ανάμεσα στο αισθητό και το μη αισθητό.
Για τον σκοπό αυτόν δεν αρκεί απλώς να ανατραπεί η παλαιά ιεραρχία και να τεθεί ψηλά ό,τι προηγουμένως ήταν χαμηλά, εκτιμώντας το αισθητό και περιφρονώντας το μη αισθητό.
Πρέπει, αντίθετα, να εξέλθει κανείς ολοκληρωτικά από τον ορίζοντα του πλατωνισμού–μηδενισμού, δηλαδή από τη μεταφυσική δυαδικότητα που αυτός συνεπάγεται και από τις αντίστοιχες αντιθέσεις.
Σε ένα περίφημο απόσπασμα με τίτλο «Critica del nichilismo» (VIII, II, 256–59), ο Nietzsche υποστηρίζει ότι ο μηδενισμός εισέρχεται αναγκαστικά ως ψυχολογική κατάσταση όταν οι μεγάλες κατηγορίες με τις οποίες είχε εισαχθεί στον κόσμο μια οργανωτική αρχή και είχε αποδοθεί νόημα στο γίγνεσθαι, διαβρώνονται από την υποψία ότι αυτό που τις τροφοδοτούσε ήταν απλώς η ασυνείδητη αυταπάτη με την οποία η ανθρώπινη ζωή κατορθώνει να επιβιώσει.
Πρόκειται για τις κατηγορίες του «σκοπού», της «ενότητας» και της «αλήθειας».
Ενώ κάποτε ζούσε κανείς με την αυταπάτη ότι το γίγνεσθαι έχει ένα νόημα, έναν στόχο — είτε επρόκειτο για την «ηθική τάξη του κόσμου», είτε για την «αύξηση της αγάπης και της αρμονίας», είτε για την «προσέγγιση μιας καθολικής κατάστασης ευτυχίας» — με την εμφάνιση του μηδενισμού «καταλαβαίνει κανείς ότι με το γίγνεσθαι δεν αποβλέπει κανείς σε τίποτα, δεν επιτυγχάνει τίποτα (...) Επομένως, η απογοήτευση σχετικά με έναν υποτιθέμενο σκοπό του γίγνεσθαι είναι μία από τις αιτίες του μηδενισμού» (VIII, II, 256–57).
Παύει, σε δεύτερη φάση, και μια άλλη παραδοσιακή στρατηγική κυριαρχίας πάνω στο γίγνεσθαι: εκείνη που συνίσταται στο να αναχθεί το γίγνεσθαι σε μια ενοποιητική αρχή, δηλαδή σε μια αρχή που απλοποιεί την πολυπλοκότητά του οργανώνοντάς το ως ενότητα και θεωρώντας αυτή την ενότητα ως την τελική του αξία.
Η τρίτη μεγάλη κατηγορία που καταρρέει με τον μηδενισμό είναι εκείνη της αλήθειας: αφού μέσα στο γίγνεσθαι δεν υπάρχει ούτε σκοπός ούτε ενότητα, δεν απομένει ως διέξοδος παρά να καταδικαστεί ως αυταπάτη όλος αυτός ο κόσμος του γίγνεσθαι και να επινοηθεί ένας κόσμος που βρίσκεται πέρα από αυτόν, ως αληθινός κόσμος.
Αλλά μόλις ο άνθρωπος αντιληφθεί ότι αυτός ο κόσμος έχει κατασκευαστεί μόνο με βάση ψυχολογικές ανάγκες, και ότι σε καμία περίπτωση δεν έχει το δικαίωμα να το κάνει αυτό, αναδύεται η τελευταία μορφή του μηδενισμού, η οποία περικλείει μέσα της την απιστία απέναντι σε έναν μεταφυσικό κόσμο και απαγορεύει στον εαυτό της να πιστέψει σε έναν αληθινό κόσμο (VIII, II, 257–58).
Όταν γίνεται σαφές ότι «δεν επιτρέπεται να ερμηνευθεί ο γενικός χαρακτήρας της ύπαρξης ούτε με την έννοια του “σκοπού”, ούτε με την έννοια της “ενότητας”, ούτε με την έννοια της “αλήθειας”», καταλήγει κανείς να αναστείλει κάθε οργανωτική αρχή και κάθε υπέρβαση και να αποδεχθεί ως μοναδική πραγματικότητα τον κόσμο στο αιώνιο ρεύμα και γίγνεσθαί του: το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο τελευταίος εμφανίζεται δίχως νόημα και δίχως αξία.
Έτσι, «δεν αντέχεται αυτός ο κόσμος, τον οποίο όμως δεν θέλει κανείς να αρνηθεί» (VIII, II, 258)· και «οι κατηγορίες “σκοπός”, “ενότητα”, “είναι”, με τις οποίες είχαμε εισαγάγει μια αξία στον κόσμο, αφαιρούνται από εμάς εκ νέου — και τώρα ο κόσμος εμφανίζεται χωρίς αξία» (VIII, II, 258).
Ο μηδενισμός που επιβάλλεται ως ένα «ψυχολογικό στάδιο» και που θέτει σε κίνηση τη διαδικασία υποτίμησης και διάλυσης των ύψιστων παραδοσιακών αξιών, είναι ωστόσο ένας ατελής μηδενισμός. Σε αυτόν αρχίζει η καταστροφή των παλαιών αξιών, αλλά οι νέες που αναλαμβάνουν τη θέση τους καταλαμβάνουν τον ίδιο ακριβώς τόπο με τις προηγούμενες, δηλαδή διατηρούν έναν υπεραισθητό, ιδεατό χαρακτήρα.
Στον ατελή μηδενισμό η διάκριση ανάμεσα στον αληθινό κόσμο και τον φαινομενικό δεν εξαφανίζεται πλήρως και εξακολουθεί ακόμη να δρα μια πίστη. Για να ανατραπεί το παλιό, πρέπει κανείς ακόμη να πιστεύει σε κάτι, σε ένα ιδεώδες· υπάρχει ακόμη μια «ανάγκη για αλήθεια».
Το να καταργηθεί ο «φαινομενικός κόσμος» σημαίνει, αντιθέτως, να εξαλειφθεί ο τρόπος με τον οποίο το αισθητό νοείται υπό την προοπτική του πλατωνισμού, δηλαδή να αφαιρεθεί από αυτό ο χαρακτήρας της «εμφάνισης». Δεν πρόκειται λοιπόν για κατάργηση του ίδιου του αισθητού κόσμου, αλλά για εξάλειψη του πλατωνικού παρερμηνεύματος και άνοιγμα του δρόμου προς μια νέα σύλληψη του αισθητού και μια νέα σχέση ανάμεσα στο αισθητό και το μη αισθητό.
Για τον σκοπό αυτόν δεν αρκεί απλώς να ανατραπεί η παλαιά ιεραρχία και να τεθεί ψηλά ό,τι προηγουμένως ήταν χαμηλά, εκτιμώντας το αισθητό και περιφρονώντας το μη αισθητό.
Πρέπει, αντίθετα, να εξέλθει κανείς ολοκληρωτικά από τον ορίζοντα του πλατωνισμού–μηδενισμού, δηλαδή από τη μεταφυσική δυαδικότητα που αυτός συνεπάγεται και από τις αντίστοιχες αντιθέσεις.
Σε ένα περίφημο απόσπασμα με τίτλο «Critica del nichilismo» (VIII, II, 256–59), ο Nietzsche υποστηρίζει ότι ο μηδενισμός εισέρχεται αναγκαστικά ως ψυχολογική κατάσταση όταν οι μεγάλες κατηγορίες με τις οποίες είχε εισαχθεί στον κόσμο μια οργανωτική αρχή και είχε αποδοθεί νόημα στο γίγνεσθαι, διαβρώνονται από την υποψία ότι αυτό που τις τροφοδοτούσε ήταν απλώς η ασυνείδητη αυταπάτη με την οποία η ανθρώπινη ζωή κατορθώνει να επιβιώσει.
Πρόκειται για τις κατηγορίες του «σκοπού», της «ενότητας» και της «αλήθειας».
Ενώ κάποτε ζούσε κανείς με την αυταπάτη ότι το γίγνεσθαι έχει ένα νόημα, έναν στόχο — είτε επρόκειτο για την «ηθική τάξη του κόσμου», είτε για την «αύξηση της αγάπης και της αρμονίας», είτε για την «προσέγγιση μιας καθολικής κατάστασης ευτυχίας» — με την εμφάνιση του μηδενισμού «καταλαβαίνει κανείς ότι με το γίγνεσθαι δεν αποβλέπει κανείς σε τίποτα, δεν επιτυγχάνει τίποτα (...) Επομένως, η απογοήτευση σχετικά με έναν υποτιθέμενο σκοπό του γίγνεσθαι είναι μία από τις αιτίες του μηδενισμού» (VIII, II, 256–57).
Παύει, σε δεύτερη φάση, και μια άλλη παραδοσιακή στρατηγική κυριαρχίας πάνω στο γίγνεσθαι: εκείνη που συνίσταται στο να αναχθεί το γίγνεσθαι σε μια ενοποιητική αρχή, δηλαδή σε μια αρχή που απλοποιεί την πολυπλοκότητά του οργανώνοντάς το ως ενότητα και θεωρώντας αυτή την ενότητα ως την τελική του αξία.
Η τρίτη μεγάλη κατηγορία που καταρρέει με τον μηδενισμό είναι εκείνη της αλήθειας: αφού μέσα στο γίγνεσθαι δεν υπάρχει ούτε σκοπός ούτε ενότητα, δεν απομένει ως διέξοδος παρά να καταδικαστεί ως αυταπάτη όλος αυτός ο κόσμος του γίγνεσθαι και να επινοηθεί ένας κόσμος που βρίσκεται πέρα από αυτόν, ως αληθινός κόσμος.
Αλλά μόλις ο άνθρωπος αντιληφθεί ότι αυτός ο κόσμος έχει κατασκευαστεί μόνο με βάση ψυχολογικές ανάγκες, και ότι σε καμία περίπτωση δεν έχει το δικαίωμα να το κάνει αυτό, αναδύεται η τελευταία μορφή του μηδενισμού, η οποία περικλείει μέσα της την απιστία απέναντι σε έναν μεταφυσικό κόσμο και απαγορεύει στον εαυτό της να πιστέψει σε έναν αληθινό κόσμο (VIII, II, 257–58).
Όταν γίνεται σαφές ότι «δεν επιτρέπεται να ερμηνευθεί ο γενικός χαρακτήρας της ύπαρξης ούτε με την έννοια του “σκοπού”, ούτε με την έννοια της “ενότητας”, ούτε με την έννοια της “αλήθειας”», καταλήγει κανείς να αναστείλει κάθε οργανωτική αρχή και κάθε υπέρβαση και να αποδεχθεί ως μοναδική πραγματικότητα τον κόσμο στο αιώνιο ρεύμα και γίγνεσθαί του: το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο τελευταίος εμφανίζεται δίχως νόημα και δίχως αξία.
Έτσι, «δεν αντέχεται αυτός ο κόσμος, τον οποίο όμως δεν θέλει κανείς να αρνηθεί» (VIII, II, 258)· και «οι κατηγορίες “σκοπός”, “ενότητα”, “είναι”, με τις οποίες είχαμε εισαγάγει μια αξία στον κόσμο, αφαιρούνται από εμάς εκ νέου — και τώρα ο κόσμος εμφανίζεται χωρίς αξία» (VIII, II, 258).
Ο μηδενισμός που επιβάλλεται ως ένα «ψυχολογικό στάδιο» και που θέτει σε κίνηση τη διαδικασία υποτίμησης και διάλυσης των ύψιστων παραδοσιακών αξιών, είναι ωστόσο ένας ατελής μηδενισμός. Σε αυτόν αρχίζει η καταστροφή των παλαιών αξιών, αλλά οι νέες που αναλαμβάνουν τη θέση τους καταλαμβάνουν τον ίδιο ακριβώς τόπο με τις προηγούμενες, δηλαδή διατηρούν έναν υπεραισθητό, ιδεατό χαρακτήρα.
Στον ατελή μηδενισμό η διάκριση ανάμεσα στον αληθινό κόσμο και τον φαινομενικό δεν εξαφανίζεται πλήρως και εξακολουθεί ακόμη να δρα μια πίστη. Για να ανατραπεί το παλιό, πρέπει κανείς ακόμη να πιστεύει σε κάτι, σε ένα ιδεώδες· υπάρχει ακόμη μια «ανάγκη για αλήθεια».
Στην φαινομενολογία που παρουσιάζει ο Nietzsche, ο ατελής μηδενισμός εκδηλώνεται σε διάφορους τομείς και μορφές: a) στον χώρο της επιστημονικής γνώσης, εκδηλώσεις ατελούς μηδενισμού είναι ο θετικισμός και η φυσιοκρατική, αιτιακή και μηχανιστική εξήγηση του σύμπαντος· σε αυτά προστίθεται, στις ανθρωπιστικές επιστήμες, ο ιστοριογραφικός θετικισμός των ιστορικών επιστημών, που βρίσκει τη φιλοσοφική του διατύπωση στον ιστορικισμό·
b) στον χώρο της πολιτικής ο ατελής μηδενισμός εκδηλώνεται ως εθνικισμός, σωβινισμός, δημοκρατισμός, σοσιαλισμός και αναρχισμός (ο ρωσικός μηδενισμός)·
c) τέλος, στον καλλιτεχνικό χώρο εκδηλώσεις ατελούς μηδενισμού είναι ο γαλλικός νατουραλισμός και ο αισθητισμός.
Μόνο με την ωρίμανση αυτού που ο Nietzsche αποκαλεί πλήρη μηδενισμό καταστρέφεται, μαζί με τις παλιές αξίες, και ο τόπος που αυτές καταλάμβαναν — δηλαδή ο αληθινός, ιδεατός, υπεραισθητός κόσμος.
a) Ο πλήρης αυτός μηδενισμός είναι κατ’ αρχάς ένας παθητικός μηδενισμός, δηλαδή μια αμυντική αντίδραση, ένα σημάδι «παρακμής και οπισθοχώρησης της δύναμης του πνεύματος», ανίκανης να επιτύχει τους σκοπούς που μέχρι τώρα επιδίωκε. Η κατ’ εξοχήν εκδήλωσή του είναι ο μετασχηματισμός και η αφομοίωση του ανατολικού βουδισμού μέσα στη δυτική σκέψη, με την καλλιέργεια της λαχτάρας για το Μηδέν, ήδη παρούσας στους ρομαντικούς αλλά τροφοδοτημένης κυρίως από τη φιλοσοφία του Schopenhauer.
b) Ο πλήρης μηδενισμός εκδηλώνεται επίσης ως ενεργός μηδενισμός, δηλαδή ως ένδειξη της «αυξημένης δύναμης του πνεύματος», η οποία εκδηλώνεται στο να προωθεί και να επιταχύνει τη διαδικασία της καταστροφής (VIII, II, 12–13· ν. 9 [35]).
c) Τέλος, ο Nietzsche ονομάζει ακραία τη μορφή εκείνη του ενεργού μηδενισμού που εξαλείφει οριστικά όχι μόνο τις παραδοσιακές αξίες —και επομένως την ηθική θεώρηση του κόσμου και την ίδια την αξία της αλήθειας— αλλά και τον υπεραισθητό τόπο που αυτές οι αξίες κατέχουν:
Η ακραία μορφή του μηδενισμού θα ήταν η άποψη ότι κάθε πίστη, κάθε αποδοχή ως αληθινού είναι αναγκαστικά ψευδής: επειδή δεν υπάρχει καθόλου ένας ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Συνεπώς: μια προοπτική αυταπάτη, της οποίας η αρχή βρίσκεται μέσα μας (αφού εμείς έχουμε διαρκώς ανάγκη από έναν περιορισμένο, συντετμημένο, απλοποιημένο κόσμο) (VIII, I, 15).
Και ακόμη:
Το ότι δεν υπάρχει αλήθεια· ότι δεν υπάρχει μια απόλυτη σύσταση των πραγμάτων, ένα “πράγμα καθεαυτό” — αυτό καθεαυτό είναι μηδενισμός, μάλιστα ο ακραίος μηδενισμός (VIII, II, 13–14).
Μόνο με την κατάργηση του ιδεατού τόπου των παραδοσιακών αξιών δημιουργείται ο χώρος για τη δυνατότητα μιας νέας θεμελίωσης αξιών. Σε σχέση με το γεγονός ότι με αυτόν τον τρόπο ο ακραίος μηδενισμός δημιουργεί χώρο και έρχεται στο φως, ο Nietzsche μιλά επίσης για εκστατικό μηδενισμό (VII, III, 222).
Ο αρνητικός χαρακτήρας που ενυπάρχει στον μηδενισμό ως τέτοιον αποκτά εδώ μια θετική έκφανση, στο μέτρο που αυτή η μορφή μηδενισμού καθιστά δυνατή τη νέα τοποθέτηση αξιών, βασισμένη στην αναγνώριση της θέλησης για δύναμη ως του θεμελιώδους χαρακτήρα όλων όσων είναι.
Φθάνοντας στο σημείο να ανοίξει εκ νέου τη δυνατότητα της κατάφασης, ο μηδενισμός ξεπερνά την ατέλειά του και γίνεται πλήρης· γίνεται κλασικός μηδενισμός. Αυτός είναι ο μηδενισμός που ο Nietzsche διεκδικεί ως δικό του όταν λέει ότι είναι «ο πρώτος τέλειος μηδενιστής της Ευρώπης, ο οποίος όμως έχει ήδη ζήσει μέσα του μέχρι τέλους τον ίδιο τον μηδενισμό — που τον έχει πίσω του, κάτω από αυτόν, έξω από αυτόν» (VIII, II, 393).
Τώρα, για να φέρουμε πραγματικά σε πέρας την μηδενιστική υπόθεση — όπως ο Nietzsche εξηγεί, μεταξύ άλλων, στο μεγάλο απόσπασμα για «Il nichilismo europeo» (Lenzer Heide, 10 Ιουνίου 1887), το οποίο στην έκδοση της αδελφής του είχε κατατμηθεί και αποκαταστάθηκε στην πλήρη μορφή του από τους Colli–Montinari (VIII, I, 199–206· ν. 5 [71]) — είναι αναγκαίο να «σκεφτούμε αυτήν τη σκέψη στην πιο τρομερή της μορφή: η ύπαρξη, όπως είναι, χωρίς νόημα και σκοπό, αλλά αναπόφευκτα επανερχόμενη, χωρίς ένα τέλος στο μηδέν: ο αιώνιος επιστροφής. Αυτή είναι η ακραία μορφή του μηδενισμού: το αιώνιο τίποτα (η “έλλειψη νοήματος”)!» (VIII, I, 201).
b) στον χώρο της πολιτικής ο ατελής μηδενισμός εκδηλώνεται ως εθνικισμός, σωβινισμός, δημοκρατισμός, σοσιαλισμός και αναρχισμός (ο ρωσικός μηδενισμός)·
c) τέλος, στον καλλιτεχνικό χώρο εκδηλώσεις ατελούς μηδενισμού είναι ο γαλλικός νατουραλισμός και ο αισθητισμός.
Μόνο με την ωρίμανση αυτού που ο Nietzsche αποκαλεί πλήρη μηδενισμό καταστρέφεται, μαζί με τις παλιές αξίες, και ο τόπος που αυτές καταλάμβαναν — δηλαδή ο αληθινός, ιδεατός, υπεραισθητός κόσμος.
a) Ο πλήρης αυτός μηδενισμός είναι κατ’ αρχάς ένας παθητικός μηδενισμός, δηλαδή μια αμυντική αντίδραση, ένα σημάδι «παρακμής και οπισθοχώρησης της δύναμης του πνεύματος», ανίκανης να επιτύχει τους σκοπούς που μέχρι τώρα επιδίωκε. Η κατ’ εξοχήν εκδήλωσή του είναι ο μετασχηματισμός και η αφομοίωση του ανατολικού βουδισμού μέσα στη δυτική σκέψη, με την καλλιέργεια της λαχτάρας για το Μηδέν, ήδη παρούσας στους ρομαντικούς αλλά τροφοδοτημένης κυρίως από τη φιλοσοφία του Schopenhauer.
b) Ο πλήρης μηδενισμός εκδηλώνεται επίσης ως ενεργός μηδενισμός, δηλαδή ως ένδειξη της «αυξημένης δύναμης του πνεύματος», η οποία εκδηλώνεται στο να προωθεί και να επιταχύνει τη διαδικασία της καταστροφής (VIII, II, 12–13· ν. 9 [35]).
c) Τέλος, ο Nietzsche ονομάζει ακραία τη μορφή εκείνη του ενεργού μηδενισμού που εξαλείφει οριστικά όχι μόνο τις παραδοσιακές αξίες —και επομένως την ηθική θεώρηση του κόσμου και την ίδια την αξία της αλήθειας— αλλά και τον υπεραισθητό τόπο που αυτές οι αξίες κατέχουν:
Η ακραία μορφή του μηδενισμού θα ήταν η άποψη ότι κάθε πίστη, κάθε αποδοχή ως αληθινού είναι αναγκαστικά ψευδής: επειδή δεν υπάρχει καθόλου ένας ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Συνεπώς: μια προοπτική αυταπάτη, της οποίας η αρχή βρίσκεται μέσα μας (αφού εμείς έχουμε διαρκώς ανάγκη από έναν περιορισμένο, συντετμημένο, απλοποιημένο κόσμο) (VIII, I, 15).
Και ακόμη:
Το ότι δεν υπάρχει αλήθεια· ότι δεν υπάρχει μια απόλυτη σύσταση των πραγμάτων, ένα “πράγμα καθεαυτό” — αυτό καθεαυτό είναι μηδενισμός, μάλιστα ο ακραίος μηδενισμός (VIII, II, 13–14).
Μόνο με την κατάργηση του ιδεατού τόπου των παραδοσιακών αξιών δημιουργείται ο χώρος για τη δυνατότητα μιας νέας θεμελίωσης αξιών. Σε σχέση με το γεγονός ότι με αυτόν τον τρόπο ο ακραίος μηδενισμός δημιουργεί χώρο και έρχεται στο φως, ο Nietzsche μιλά επίσης για εκστατικό μηδενισμό (VII, III, 222).
Ο αρνητικός χαρακτήρας που ενυπάρχει στον μηδενισμό ως τέτοιον αποκτά εδώ μια θετική έκφανση, στο μέτρο που αυτή η μορφή μηδενισμού καθιστά δυνατή τη νέα τοποθέτηση αξιών, βασισμένη στην αναγνώριση της θέλησης για δύναμη ως του θεμελιώδους χαρακτήρα όλων όσων είναι.
Φθάνοντας στο σημείο να ανοίξει εκ νέου τη δυνατότητα της κατάφασης, ο μηδενισμός ξεπερνά την ατέλειά του και γίνεται πλήρης· γίνεται κλασικός μηδενισμός. Αυτός είναι ο μηδενισμός που ο Nietzsche διεκδικεί ως δικό του όταν λέει ότι είναι «ο πρώτος τέλειος μηδενιστής της Ευρώπης, ο οποίος όμως έχει ήδη ζήσει μέσα του μέχρι τέλους τον ίδιο τον μηδενισμό — που τον έχει πίσω του, κάτω από αυτόν, έξω από αυτόν» (VIII, II, 393).
Τώρα, για να φέρουμε πραγματικά σε πέρας την μηδενιστική υπόθεση — όπως ο Nietzsche εξηγεί, μεταξύ άλλων, στο μεγάλο απόσπασμα για «Il nichilismo europeo» (Lenzer Heide, 10 Ιουνίου 1887), το οποίο στην έκδοση της αδελφής του είχε κατατμηθεί και αποκαταστάθηκε στην πλήρη μορφή του από τους Colli–Montinari (VIII, I, 199–206· ν. 5 [71]) — είναι αναγκαίο να «σκεφτούμε αυτήν τη σκέψη στην πιο τρομερή της μορφή: η ύπαρξη, όπως είναι, χωρίς νόημα και σκοπό, αλλά αναπόφευκτα επανερχόμενη, χωρίς ένα τέλος στο μηδέν: ο αιώνιος επιστροφής. Αυτή είναι η ακραία μορφή του μηδενισμού: το αιώνιο τίποτα (η “έλλειψη νοήματος”)!» (VIII, I, 201).
Το να ολοκληρωθεί ο μηδενισμός απαιτεί τη σκέψη της αιώνιας επιστροφής.
Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να σκεφτόμαστε μόνο πως η ζωή δεν αποβλέπει σε τίποτα και πως, όπως η πορεία των πλανητών, δεν επιδιώκει στην κίνηση της τίποτε πέρα από τον ίδιο της τον εαυτό: όπως εκείνοι διανύουν εκατομμύρια χιλιόμετρα μόνο και μόνο για να συνεχίσουν την τροχιά τους, έτσι και η ζωή κάνει ό,τι επιτρέπει η μηχανική και η ενέργεια του κόσμου — και τίποτε άλλο.
Αλλά πρέπει επίσης να σκεφτούμε ότι όλα αυτά επανέρχονται αιώνια.
Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να σκεφτόμαστε μόνο πως η ζωή δεν αποβλέπει σε τίποτα και πως, όπως η πορεία των πλανητών, δεν επιδιώκει στην κίνηση της τίποτε πέρα από τον ίδιο της τον εαυτό: όπως εκείνοι διανύουν εκατομμύρια χιλιόμετρα μόνο και μόνο για να συνεχίσουν την τροχιά τους, έτσι και η ζωή κάνει ό,τι επιτρέπει η μηχανική και η ενέργεια του κόσμου — και τίποτε άλλο.
Αλλά πρέπει επίσης να σκεφτούμε ότι όλα αυτά επανέρχονται αιώνια.
Η καταληκτική θέση του Nietzsche είναι συνεπής: Ο συνολικός χαρακτήρας του κόσμου είναι χάος για όλη την αιωνιότητα (V, II, 136–37).
Αυτό σημαίνει να παραιτηθούμε από το να επιβάλουμε στο είναι οποιαδήποτε τάξη, νόημα ή μορφή που να μην είναι αυτά του γίγνεσθαι και της αστείρευτης επανάληψής του. Αλλά ποιος είναι ικανός να αντέξει αυτή τη φοβερή σκέψη, η οποία φαίνεται να καθιστά την ύπαρξη ανυπόφορη;
Είναι ο “superuomo”, ο «υπεράνθρωπος».
Αυτή η μορφή — όπως έχει εξηγηθεί (Heidegger, 1961: 204, 241) — δεν πρέπει να νοηθεί ως ένα εξαίρετο ον που έχει πολλαπλασιάσει υπέρμετρα τις ικανότητες του συνηθισμένου ανθρώπου, αλλά ως εκείνος που «υπερβαίνει» τον παραδοσιακό άνθρωπο, επειδή αποβάλλει τις στάσεις, τις πεποιθήσεις και τις αξίες που είναι οικείες σε αυτόν και διαθέτει τη δύναμη να δημιουργήσει νέες.
Η αναστροφή όλων των αξιών (Umwertung aller Werte) είναι η κίνηση που αντιτάσσεται στον μηδενισμό και τον υπερβαίνει: αυτή ανατρέφει τον υπεράνθρωπο ως εκείνον που εκφράζει τη μέγιστη συγκέντρωση θέλησης για δύναμη και που αποδέχεται την αιώνια επιστροφή των πραγμάτων.
Το ερώτημα με το οποίο καταλήγει το προαναφερθέν απόσπασμα για τον ευρωπαϊκό μηδενισμό, δηλαδή «Πώς θα σκεφτόταν ένας τέτοιος άνθρωπος τήν αιώνιο επιστροφή;» (VIII, I, 206), δείχνει ακριβώς ότι, μετά την κατάργηση της αντίθεσης μεταξύ αληθινού και φαινομενικού κόσμου — δηλαδή μετά την υπέρβαση της πλατωνικο–μηδενιστικής κοσμοθεώρησης — απομένει το έργο του να ξανασκεφτούμε το νόημα του γίγνεσθαι χωρίς να υποπέσουμε και πάλι στα σχήματα και τις αξίες που παράγονται από τη συγκεκριμένη διχοτομία ή, ακόμη χειρότερα, στους υποκαταστάτες της.
Και είναι ακριβώς η διδασκαλία τη αιώνιας επιστροφής που προσφέρει στον Nietzsche αυτή τη δυνατότητα.
Όπως βλέπουμε, η ανάλυση του μηδενισμού ως λογικής της παρακμής, η διδασκαλία της θέλησης για δύναμη και η υπόθεση της αιώνιας επιστροφής συνδέονται σε μια συνεπή θεωρητική ακολουθία.
Τέλος Κεφαλαίου 7
Αυτό σημαίνει να παραιτηθούμε από το να επιβάλουμε στο είναι οποιαδήποτε τάξη, νόημα ή μορφή που να μην είναι αυτά του γίγνεσθαι και της αστείρευτης επανάληψής του. Αλλά ποιος είναι ικανός να αντέξει αυτή τη φοβερή σκέψη, η οποία φαίνεται να καθιστά την ύπαρξη ανυπόφορη;
Είναι ο “superuomo”, ο «υπεράνθρωπος».
Αυτή η μορφή — όπως έχει εξηγηθεί (Heidegger, 1961: 204, 241) — δεν πρέπει να νοηθεί ως ένα εξαίρετο ον που έχει πολλαπλασιάσει υπέρμετρα τις ικανότητες του συνηθισμένου ανθρώπου, αλλά ως εκείνος που «υπερβαίνει» τον παραδοσιακό άνθρωπο, επειδή αποβάλλει τις στάσεις, τις πεποιθήσεις και τις αξίες που είναι οικείες σε αυτόν και διαθέτει τη δύναμη να δημιουργήσει νέες.
Η αναστροφή όλων των αξιών (Umwertung aller Werte) είναι η κίνηση που αντιτάσσεται στον μηδενισμό και τον υπερβαίνει: αυτή ανατρέφει τον υπεράνθρωπο ως εκείνον που εκφράζει τη μέγιστη συγκέντρωση θέλησης για δύναμη και που αποδέχεται την αιώνια επιστροφή των πραγμάτων.
Το ερώτημα με το οποίο καταλήγει το προαναφερθέν απόσπασμα για τον ευρωπαϊκό μηδενισμό, δηλαδή «Πώς θα σκεφτόταν ένας τέτοιος άνθρωπος τήν αιώνιο επιστροφή;» (VIII, I, 206), δείχνει ακριβώς ότι, μετά την κατάργηση της αντίθεσης μεταξύ αληθινού και φαινομενικού κόσμου — δηλαδή μετά την υπέρβαση της πλατωνικο–μηδενιστικής κοσμοθεώρησης — απομένει το έργο του να ξανασκεφτούμε το νόημα του γίγνεσθαι χωρίς να υποπέσουμε και πάλι στα σχήματα και τις αξίες που παράγονται από τη συγκεκριμένη διχοτομία ή, ακόμη χειρότερα, στους υποκαταστάτες της.
Και είναι ακριβώς η διδασκαλία τη αιώνιας επιστροφής που προσφέρει στον Nietzsche αυτή τη δυνατότητα.
Όπως βλέπουμε, η ανάλυση του μηδενισμού ως λογικής της παρακμής, η διδασκαλία της θέλησης για δύναμη και η υπόθεση της αιώνιας επιστροφής συνδέονται σε μια συνεπή θεωρητική ακολουθία.
Τέλος Κεφαλαίου 7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου