Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

Μηδενισμός 10

Συνέχεια από: Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

Μηδενισμός 10

Του Franco Volpi, εκδόσεις Editori Laterza, 1996

Κεφάλαιο 7

Μηδενισμός και παρακμή στον Νίτσε γ (συνέχεια)

Όταν τα πράγματα μας φαίνονται να είναι μόνο αυτό που φαίνονται, σύντομα θα μας φαίνονται να είναι ακόμη λιγότερο.

Ακόμη κι εδώ, παρ’ όλο που δεν τον κατονομάζει, ο Nietzsche βασίζει τον δικό του ορισμό της παρακμής σε εκείνον του Bourget. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί μια διαφορά ως προς την έμφαση και την εκτίμηση. Ο Nietzsche έλκεται από τη φωσφορίζουσα λάμψη που αποπνέει η παρακμή· γνωρίζει όμως ότι πρόκειται για ένα φως που απορροφά, αλλά δεν επαρκεί για να φωτίσει. Είναι παιδί της παρακμής, κι όμως αγωνίζεται και εξεγείρεται εναντίον της. Αν, λοιπόν, αποδέχεται την αποσυνθετική τάση που ωθεί από τον οργανισμό προς τις επιμέρους λειτουργίες του, από την κοινωνία προς το άτομο, από το όλο προς τα μέρη —τάση που ο Bourget χαιρέτιζε ως βλαστό μιας πιο εκλεπτυσμένης ευαισθησίας—, δεν το κάνει απλώς για να την υποστεί. Αντιθέτως, ο Nietzsche επιθυμεί να την αντιπαλέψει μέσω ενός «αντικινήματος», το οποίο έχει το δικό του κέντρο βάρους στην τέχνη ως βούληση για δύναμη, δηλαδή ως δημιουργικότητα και δραστηριότητα, και όχι ως παθητική απόλαυση.

Στην ίδια επιστολή προς τον Carl Fuchs συνεχίζει:

«Συγχωρήστε με! Αλλά αυτό που νομίζω ότι αντιλαμβάνομαι είναι μια αλλαγή της οπτικής: βλέπει κανείς το επιμέρους πολύ, υπερβολικά λεπτομερειακά· το σύνολο όμως πολύ, υπερβολικά αόριστα. Στη μουσική, η βούληση είναι τεταμένη προς αυτή τη μεταστραμμένη οπτική· είναι περισσότερο διάνοια παρά βούληση. Και αυτό είναι η παρακμή (décadence): μια λέξη που, μεταξύ ανθρώπων σαν κι εμάς, όπως είναι αυτονόητο, δεν περιφρονεί αλλά ορίζει» (Nietzsche, 1986: 177).

Δύο χρόνια αργότερα, στο Caso Wagner (Der Fall Wagner), ο Nietzsche επαναδιατυπώνει με οριστική πλέον μορφή τη θεωρία του για την παρακμή, επαναλαμβάνοντας από τον Bourget την αναλογία ανάμεσα στη λογοτεχνική και την κοινωνική παρακμή, ανάμεσα στη διάλυση της συνοχής ενός κειμένου και στη διάλυση του συνόλου της κοινωνίας. Μόνο που, παρά τις δηλώσεις προθέσεων —«παρακμή» είναι «μια λέξη που (...) δεν περιφρονεί αλλά ορίζει»—, ο ίδιος δεν παρατηρεί την παρακμή με ουδέτερη αποστασιοποίηση, αλλά της αντιτάσσεται σθεναρά.

Γι’ αυτό, αφενός δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει τους λόγους της παρακμής ως φαινόμενο έμφυτο στη ζωή την ίδια και στην πορεία της ανάπτυξής της, διακηρύσσοντας στο απόσπασμα 14 [75] της άνοιξης του 1888, με τίτλο «Concetto di “decadenza”»:
«Το φαινόμενο της παρακμής είναι εξίσου αναγκαίο όσο κάθε γένεση και πρόοδος της ζωής· δεν είναι στη δύναμή μας να το εξαλείψουμε. Η λογική, αντιθέτως, απαιτεί να του αναγνωρίσουμε το δικαίωμά του (...)» (VIII, III, 46).

Αφετέρου, όμως, θεωρεί —αντίθετα από τον Bourget— ότι η εξάντληση της παρακμής μέσα στην ατομικότητα δεν παράγει νέες και πιο εκλεπτυσμένες αισθητικές αξίες, αλλά καθιστά επιτακτική την ανάγκη να ανακτηθεί εκ νέου η ζωή του όλου. Επαναλαμβάνοντας σχεδόν με τους ίδιους όρους την περιγραφή του Bourget, ο Nietzsche την αναδιατυπώνει έτσι ώστε να αντλήσει από αυτήν μια κριτική κρίση πάνω στην παρακμή.

Από τι χαρακτηρίζεται κάθε décadence λογοτεχνική; Από το γεγονός ότι η ζωή δεν κατοικεί πλέον στο όλο. Η λέξη γίνεται κυρίαρχη και κάνει ένα άλμα έξω από τη φράση· η φράση σφετερίζεται και συγκαλύπτει το νόημα της σελίδας· η σελίδα αποκτά ζωή εις βάρος του όλου· το όλο δεν είναι πια όλο. Αλλά αυτή είναι η αλληγορία κάθε ύφους της décadence: πάντοτε ατομικιστική αναρχία, αποσύνθεση της βούλησης, «ελευθερία του ατόμου» — ή, για να το πούμε στη γλώσσα της ηθικής επεκτεινόμενη στη θεωρία της πολιτικής, «ίσα δικαιώματα για όλους».

Η ζωή —η ίση ζωτικότητα, η δόνηση και η έξαρση της ζωής που περικλείεται στους μικρότερους οργανισμούς—, και το υπόλοιπο φτωχό σε ζωή. Παντού παράλυση, οδύνη, απολίθωση ή εχθρότητα και χάος: και τα δύο αυτά εμφανίζονται ολοένα πιο έντονα, όσο πιο υψηλές είναι οι μορφές της οργάνωσης προς τις οποίες ανέρχεται κανείς. Το όλο γενικά δεν ζει πια: είναι παρατεθειμένο, υπολογισμένο, ψεύτικο, ένα τεχνητό προϊόν (VI, III, 22-23).

Και σε ένα αντίστοιχο μεταθανάτιο απόσπασμα κατονομάζει ανοιχτά την πηγή του:
«Αυτό το παράλογο υπερφόρτωμα λεπτομερειών, αυτή η υπογράμμιση των μικρών χαρακτηριστικών, το εφέ του μωσαϊκού: Paul Bourget»
(VIII, 11, 339).

Όλα αυτά ρίχνουν φως στο ιστορικό πλαίσιο ιδεών και εμπειριών μέσα στο οποίο η θεωρία του Nietzsche για την παρακμή ριζώνει, και δείχνουν μέχρι ποιο σημείο εξαρτάται από αυτό. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Nietzsche μπολιάζει τα μοτίβα που δέχεται σχεδόν κατά λέξη από τον Bourget μέσα στον ευρύτερο ορίζοντα της ερμηνείας του για τον μηδενισμός ως λογική της δυτικής ιστορίας. Έτσι μπορεί να προειδοποιήσει ενάντια στη σύγχυση των συνεπειών με τις αιτίες, ενάντια στο μπέρδεμα των επιφανειακών εκδηλώσεων της παρακμής με τους βαθύτερους μεταφυσικούς λόγους που την προκάλεσαν.

Στο απόσπασμα 14 [85] της άνοιξης του 1888, συνοψίζει και διατυπώνει τη διαίσθηση που τον προβάλλει πολύ πέρα από τον Bourget:
«Ο νιχιλισμός δεν είναι αιτία, αλλά μόνο η λογική της παρακμής» (VIII, III, 55).

Αν ο Nietzsche χρησιμοποιεί τον Bourget για να διαγνώσει το φαινόμενο της παρακμής, επιχειρεί, από την άλλη πλευρά —σε αντίθεση με τον Bourget— να το διεισδύσει βαθύτερα, για να τολμήσει μια πρόγνωση και να προτείνει μια θεραπεία. Από εδώ προέρχεται η σχετική του αποστασιοποίηση από τον Bourget, που εκφράζεται σε ορισμένες επιστολές προς τον Peter Gast (7 Μαρτίου 1887), τον Taine (4 Ιουλίου 1887) και τη Malwida von Meysenbug (4 Οκτωβρίου 1888) (βλ. Nietzsche, 1986: VIII, 42, 106, 447).

Εν ολίγοις, όπως γράφει στον πρόλογο του Caso Wagner, αν είναι αλήθεια ότι η παρακμή είναι το πρόβλημα που τον απασχόλησε πιο βαθιά, είναι επίσης αλήθεια ότι με εξίσου μεγάλη αποφασιστικότητα επιχείρησε να αμυνθεί απέναντί της (VI, III, 5).

Ο Nietzsche είχε λοιπόν απολύτως δίκιο όταν, στο Ecce homo, διακήρυσσε ότι είναι ένας παρακμιακός, αλλά ταυτόχρονα και το αντίθετο του παρακμιακού· ότι είχε μάθει «την τέχνη της ακρίβειας, της εκλέπτυνσης (filigrana) στο να λαμβάνω και να κατανοώ γενικώς» και είχε δοκιμάσει πάνω του την εκλέπτυνση που απορρέει από τη décadence, αλλά ταυτόχρονα είχε τη δύναμη για μια υγιή και στιβαρή θεώρηση του όλου και για την αναστροφή των αξιών:

«Με οπτική του αρρώστου να κοιτάζει κανείς έννοιες και αξίες πιο υγιείς, ή αντίστροφα, από την πληρότητα και τη σιγουριά της πλούσιας ζωής να ρίχνει το βλέμμα πάνω στο κρυφό έργο του ενστίκτου της décadence — αυτό υπήρξε η πιο μακρά μου άσκηση, η αληθινή μου εμπειρία, η μόνη στην οποία, αν ποτέ, έγινα δάσκαλος. Τώρα είναι στο χέρι μου· έχω ασκηθεί στο να μετατοπίζω τις προοπτικές: πρώτη αιτία για την οποία ίσως μόνο σε μένα είναι δυνατή μια “αναστροφή των αξιών”» (VI, III, 273).

Είναι πλέον σαφές, σ’ αυτό το σημείο, σε ποιον βαθμό οι αναγνώσεις του Mainländer, του Dostoevskij και του Bourget διεγείρουν τη σκέψη του Nietzsche. Με αυτές τις τρεις αναγνώσεις φτάνει σε ωριμότητα ένα βασικό μοτίβο της δικής του σκέψης, το οποίο εδώ και καιρό ο Nietzsche είχε συλλάβει στη ρήση «ο Θεός είναι νεκρός», και το οποίο είχε συγχωνευθεί στη διάγνωση της απαξίωσης των υπέρτατων αξιών και στην αναγνώριση της δυναμικής της ιστορίας της Δύσης, ερμηνευμένης ως παρακμή, ως ιστορία του πλατωνισμού-νιχιλισμού.

Ήδη στα νεανικά του χρόνια (1870) ο Nietzsche είχε εντοπίσει το μοτίβο του «θανάτου του Θεού» στη φράση που παραθέτει ο Πλούταρχος στο «Περὶ τοῦ ἐκλελοιπέναι τὰ μαντεῖα», ότι «ο μέγας Παν είναι νεκρός». Και αμέσως το είχε ριζοσπαστικοποιήσει:
«Πιστεύω στην αρχαία γερμανική ρήση: όλοι οι θεοί πρέπει να πεθάνουν»
(III, III/1, 121).

Είναι στη Gaia Scienza (Die fröhliche Wissenschaft, 1882), στο απόσπασμα αριθ. 125 με τίτλο «L’uomo folle» (Ο τρελός άνθρωπος), όπου ο θάνατος του Θεού παρουσιάζεται ως η καθοριστική εμπειρία μέσα στην οποία αποκτάται η συνείδηση της εξαφάνισης των παραδοσιακών αξιών. Δεν είναι τυχαίο ότι τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν για τη νέα έκδοση του έργου θα γράψει ένα πέμπτο βιβλίο, ο Nietzsche θα ξεκινήσει επιμένοντας στο ίδιο θέμα:
«Το μεγαλύτερο πρόσφατο γεγονός — ότι “ο Θεός είναι νεκρός”, ότι η πίστη στον χριστιανικό Θεό έχει καταστεί απαράδεκτη — αρχίζει ήδη να ρίχνει τις πρώτες του σκιές πάνω στην Ευρώπη» (V, 11, 239).


Ο θάνατος του Θεού, εικόνα που συμβολίζει την απώλεια των παραδοσιακών αξιών, γίνεται ο κεντρικός άξονας για να ερμηνευθεί η ιστορία της Δύσης ως παρακμή και να διατυπωθεί μια κριτική διάγνωση του παρόντος. Από την ανακάλυψη του Bourget και του Dostoevskij και εξής, ο Nietzsche θα ερμηνεύει όλο και πιο καθαρά αυτή την ιστορική διαδικασία με όρους «μηδενισμός».

Αλλά τι σημαίνει στην πραγματικότητα «μηδενισμός»; Θέτοντας ο ίδιος το ερώτημα, ο Nietzsche απαντά με έναν λιτό και ακριβή ορισμό, που περιγράφει το φαινόμενο στην ουσία του και υποδεικνύει την αιτία του:
«Νιχιλισμός: λείπει ο σκοπός· λείπει η απάντηση στο “γιατί;” Τι σημαίνει νιχιλισμός; — ότι οι υπέρτατες αξίες απαξιώνονται» (VIII, 1, 12).

Ο μηδενισμός είναι, επομένως, η «έλλειψη νοήματος» που επέρχεται όταν εκλείπει η δεσμευτική δύναμη των παραδοσιακών απαντήσεων στο «γιατί;» της ζωής και του είναι. Και αυτό συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ιστορικής διαδικασίας, μέσα από την οποία οι υπέρτατες παραδοσιακές αξίες που έδιναν απάντηση σε εκείνο το «γιατί;» —ο Θεός, η Αλήθεια, το Αγαθό— χάνουν την αξία τους και αφανίζονται, γεννώντας την κατάσταση της «ανοησίας» ή «έλλειψης νοήματος» στην οποία βρίσκεται η σύγχρονη ανθρωπότητα.

Ο Nietzsche γράφει σε ένα από τα αποσπάσματα που συνέταξε για τον πρόλογο του σχεδιαζόμενου έργου Η βούληση για δύναμη τον χειμώνα του 1887-88:
«Περιγράφω αυτό που πρόκειται να έρθει: την έλευση του νιχιλισμού (...). Ο σύγχρονος άνθρωπος πιστεύει πειραματικά πότε σε αυτήν, πότε σε εκείνη την αξία, για να την εγκαταλείψει έπειτα· ο κύκλος των αξιών που έχουν ξεπεραστεί και εγκαταλειφθεί γίνεται ολοένα ευρύτερος· αισθάνεται όλο και περισσότερο το κενό και τη φτώχεια των αξιών· η κίνηση είναι ασταμάτητη, αν και έχουν γίνει μεγάλες προσπάθειες να επιβραδυνθεί. Τελικά ο άνθρωπος τολμά μια κριτική των αξιών γενικώς· αναγνωρίζει την προέλευσή τους· γνωρίζει αρκετά ώστε να μην πιστεύει πλέον σε καμιά αξία· να το πάθος, το νέο ρίγος (...). Αυτή που αφηγούμαι είναι η ιστορία των δύο επόμενων αιώνων (...)»
(VIII, II, 266-67).

Και σε μια αναθεωρημένη εκδοχή του ίδιου αποσπάσματος αναρωτιέται:
«Γιατί, πράγματι, είναι πλέον αναγκαία η έλευση του νιχιλισμού; Επειδή οι ίδιες οι προηγούμενες αξίες μας οδηγούν σ’ αυτό ως την τελική τους συνέπεια· επειδή ο νιχιλισμός είναι η λογική που φτάνει ως το τέλος των μεγάλων αξιών και ιδανικών μας — επειδή πρέπει πρώτα να ζήσουμε τον νιχιλισμό, για να συνειδητοποιήσουμε τι ήταν στην πραγματικότητα η αξία αυτών των “αξιών”
(...)» (VIII, I, 393-94).

Κατά τον Nietzsche, η διαδικασία της απαξίωσης των αξιών αποτελεί το βαθύτερο χαρακτηριστικό της εξέλιξης της ιστορίας της ευρωπαϊκής σκέψης· είναι, επομένως, η ιστορία μιας παρακμής. Η αρχική πράξη αυτής της παρακμής βρίσκεται ήδη στην ίδρυση της διδασκαλίας των δύο κόσμων από τον Socrate και τον Platone — δηλαδή στη διατύπωση της ύπαρξης ενός ιδεατού, υπερβατικού κόσμου καθ’ εαυτόν, ο οποίος, ως αληθινός κόσμος, τίθεται υπεράνω του αισθητού, που θεωρείται αντίθετα ως φαινομενικός κόσμος.

Και γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή σύντομα ο υπεραισθητός κόσμος, ως ιδεατός, αποδεικνύεται απρόσιτος· η απροσβασιμότητα σημαίνει έλλειμμα του είναι, μείωση της οντολογικής του υπόστασης και της αξίας του. Η ιδεατότητα, δηλαδή η μη-προσβασιμότητα, είναι μια «δυσφημιστική δύναμη εναντίον του κόσμου και του ανθρώπου», ένα «δηλητηριώδες φύσημα πάνω στην πραγματικότητα», «η μεγάλη αποπλάνηση που οδηγεί στο μηδέν» (VIII, II, 265).

Η απαξίωση των υπέρτατων αξιών, δηλαδή ο μηδενισμός, ξεκινά ήδη εδώ — με τον πλατωνισμό, που διακρίνει ανάμεσα σε δύο κόσμους και έτσι εισάγει μέσα στο είναι ένα ρήγμα, μια διχοτομία. Ο μηδενισμός, ως ιστορία της διατύπωσης και της σταδιακής διάλυσης του ιδεατού κόσμου, είναι η άλλη όψη του πλατωνισμού, και «ο νιχιλιστής είναι εκείνος που για τον κόσμο όπως είναι, κρίνει ότι δεν θα έπρεπε να είναι, και για τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι, κρίνει ότι δεν υπάρχει» (VIII, II, 26).

Σε ένα σύντομο κείμενο που περιλαμβάνεται στο «Το λυκόφως των ειδώλων» (Götzendämmerung, 1888) και τιτλοφορείται «Come il mondo vero finì per diventare favola» («Πώς ο αληθινός κόσμος κατέληξε να γίνει παραμύθι»), ο Nietzsche προσφέρει μια διαφωτιστική σύνοψη της ιστορίας του μηδενισμού–πλατωνισμού σε έξι κεφάλαια. Ας τα δούμε συνοπτικά.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: