ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ A
ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΥ
...πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν
Τὸ αἴσθημα κατωτερότητος καὶ ἄλλες ἀρρωστημένες καταστάσεις
μέσα στο μυστήριο τῆς σωτηρίας
Πανόραμα Θεσσαλονίκης, Ε΄ έκδοση
B΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Αρρωστημένες ψυχολογικές καταστάσεις
Ἑνότητες
(Ὡς Ενότητες χαρακτηρίζονται μικρά ἀποσπάσματα ἀπὸ διάφορες ὁμιλίες τοῦ ἰδίου βέβαια ὁμιλητοῦ, ποὺ τὸ περιεχόμενό τους εἶναι σχετικό με το θέμα τοῦ κεφαλαίου στο ὁποίο καταχωρήθηκαν.)
A
Μὲ ὅλες μας τις δυνάμεις ὑπηρετοῦμε τή φιλαυτία
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολλές δυνάμεις μέσα του καί μὲ αὐτὲς ὑπηρετεῖ τή φιλαυτία. Ὅταν τὴν ὑπηρετεῖ, εἶναι ξεσηκωμένες, εἶναι ἐπί ποδός ὅλες οἱ δυνάμεις του με πολλή ζέση, με πολύ κέφι. Ὅταν δὲν τὴν ὑπηρετεῖ, γίνεται ἀνήμπορος. Οὔτε ἀγρυπνία μπορεῖ να κάνει οὔτε προσευχή οὔτε μετάνοιες οὔτε νηστεία μπορεῖ νὰ κάνει. Ἀνήμπορος. Ἄκεφος. Τοῦ κόπηκαν οἱ δυνάμεις.
Αὐτό φαίνεται πολύ, πάρα πολύ, σᾶς ἔχω πεῖ καί ἄλλη φορά, στούς ἀρρωστημένους τύπους, στις περιπτώσεις ποὺ ἔχει κανείς μέσα του ψυχοπαθο-λογικές καταστάσεις. Βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο δραστηριότατο μέσα στην κοινωνία, μέσα στη ζωή, στο σπίτι και στὴν οἰκογένεια, καί μόλις καταληφθεῖ ἀπό τά συμπτώματα της ἀσθένειάς του, σαν να μην ἔχει καμία δύναμη. Καὶ ὁ καημένος, νομίζει ὅτι κάτι ἔπαθε καὶ δὲν ἔχει δύναμη. Όχι' τίποτε δὲν ἔπαθε, Ἀλλά τί; Ως τότε ἡ δραστηριότητά του ὑπηρετοῦσε ἕνα εἶδωλο. Καί τώρα, πῶς ἦρθαν τὰ πράγματα, καὶ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὸ εἴδωλο. Οπότε, πᾶνε καὶ οἱ δυνάμεις, πᾶνε καὶ τὰ κέφια, πάει καὶ ἡ ὄρεξη.
Το μυστικό εἶναι νὰ ἔχει κανείς το κουράγιο να βάλει κάτω τὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ ὁπωσδήποτε πρέ-πει νὰ ἔχει ὁδηγό, ὁπωσδήποτε πρέπει κάπου να στηριχθεί. Δὲν μπορεῖ μόνος του. Θα τα θαλασσώσει. Ἐφόσον θὰ κάνει ὑπακοή καὶ θὰ τὰ πάρει σωστά τὰ πράγματα, θα γλιτώσει ἀπό τήν ἀσθένεια καὶ θὰ γίνει σωστός χριστιανός.
26-2-1984
Θύματα τῆς ψυχοσυνθέσεώς μας;
Αὐτός πού κάνει τον χριστιανό, ἐφόσον δὲν θὰ γίνει ἀληθινός χριστιανός, θα πηγαίνει ὅπου τον πάει το σκαρί του. Ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ καθένας ἔχει την ψυχοσύνθεσή του, ἀλλά ἡ ψυχοσύνθεσή του ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι ἀρκετά βεβαρημένη ἀπό μιά ἀρρωστημένη κατάσταση. Ὅλοι ἀγόμαστε καὶ φε-ρόμαστε ἀπὸ τὴν ψυχοσύνθεσή μας, καὶ μάλιστα ὅταν αὐτή εἶναι ἀρρωστημένη.
Εἶναι λοιπόν θύμα κανείς τῆς ψυχοσυνθέσεώς του, τοῦ σκαριού του, καὶ ἄγεται και φέρεται ἀπό τὸν ἑαυτό του. Σε πάει ἡ ψυχοσύνθεσή σου πρός το Ερμητικό κλείσιμο; Πᾶς ἐκεῖ. Σε πάει ἡ ψυχοσύνθεσή σου στο να εκδηλώνεσαι τάχα ἀνθρωπιστικῷ τῷ τρό πω, στο να έχεις τάχα μια κοινωνικότητα, στο να έχεις πάρε δώσε με τους άλλους, Πᾶς πρὸς τὰ ἐκεῖ.
Πρέπει να εξετάζουμε καλά τὸν ἑαυτό μας και τις εκδηλώσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας. Να αναρωτιόμαστε: Αὐτό πού κάνουμε εἶναι ἀρετή ἡ κρύβει συμφέρον, Μπορεῖ κανείς νὰ εἶναι ἐξυπηρετικός στοὺς ἄλλους, Εἶναι ἀπό ἀρετὴ ἐξυπηρετικός ἡ κάτι περιμένει ἀπό ἐκεῖ; Μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ κανείς τὴ φυγή, τὸ κλείσιμο, ἄν θέλετε, τὸ ἀκοινώνητο, πού μερικές φορές μοιάζει πολύ ὡραῖο. Λέμε: «Τί νηπτικός πού εἶναι αὐτός! Τι ἡσυχαστικός ποὺ εἶναι!» Ἄραγε ὅμως εἶναι ἀρετή αὐτὸ ἢ εἶναι ἀδυναμία του;
Αὐτό πρέπει πάντοτε νὰ τὸ ἐρευνοῦμε, νὰ τὸ ἐξετάζουμε. Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος πάλι θά ξεγελαστεί, πάλι θα παρασυρθεῖ. Ὁ καλύτερος τρόπος για να ἀποφύγει κανείς εἴτε τὸ ἕνα ἄκρο εἴτε τὸ ἄλλο, καὶ ἀκριβέστερα, ὁ καλύτερος τρόπος για να ξεπεράσει κανείς τὸν ἑαυτό του –διότι αὐτό πρέπει να γίνει-εἶναι ἡ ὑπακοή.
8-4-1984
«Ἂν δὲν βάλει το χέρι του ὁ Θεός, για μένα δὲν ὑπάρχει σωτηρία»
Προσέξτε το αὐτό. Προσέξτε το. Μπορεί να κά νει κανείς τὰ πιὸ ἅγια πράγματα, ἀλλὰ μὴν τυχόν θιγεῖ ἡ φιλαυτία του βαθύτερα, και μάλιστα ὅταν ἔχει ἀρρωστημένο χαρακτήρα. Αὐτό θέλω νὰ τὸ προσέξετε. Όποιος καταλαβαίνει ότι μέσα του, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἔχει καὶ μιὰ ἀρρωστημένη κατά σταση -σήμερα περισσότερο ἀπό ἄλλες φορές συμ βαίνει αὐτό ὅτι οἱ ἀδυναμίες του δέν εἶναι ἁπλῶς ἀδυναμίες φυσικές, ἀλλὰ ἔχουν καί ἀρρωστημένο χαρακτήρα, να γνωρίζει ὅτι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν οἱ ἀδυναμίες του εἶναι πολύ ἰσχυρές, καὶ ὅπως κι ἂν τὰ φέρει τὰ πράγματα, πάλι ἡ ἀδυναμία αὐτή, ἡ ἀρρωστημένη αὐτή κατάσταση θὰ τοῦ βάζει τρικλοποδιά. Μά, θὰ πεῖ κανείς: «Ποιός θὰ μὲ λυτρώσει ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτή;»
Νά μή φοβηθεί κανείς. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ τὸ κάνει αὐτὸ δὲν θὰ τὸ κάνουμε ἐμεῖς. Ἐμεῖς δὲν μπο-ροῦμε νὰ κάνουμε τίποτε, ἀλλά να το καταλάβεις αὐτό, νὰ τὸ ξέρεις. Ὅταν τὸ ἀντιληφθεῖ κανείς καὶ πεί: «Ἃ, ἔτσι εἶναι; Ἐσύ εἶσαι λοιπόν ποὺ μοῦ κάνεις αὐτά», συνειδητοποιεί καλά-καλά ὅτι ἡ φιλαυτία του εἶναι ποὺ τοῦ δημιουργεῖ ὅλη αὐτή τήν ἄσχημη κατάσταση στη ζωή, καὶ εἶναι τόσο δυστυχής ὁ κάθε ἄνθρωπος. Ὁπότε, ἀκόμη πιο πολύ ἐξουθενώνει τον ἑαυτό του, ταπεινώνεται, ἀκόμη πιο πολύ ἐμφανίζεται ὡς σκύβαλο, ὡς ἕνα μηδέν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐμφανίζεται ὄχι ἁπλῶς ὡς ἕνα ζωάκι ἀλλά ὡς ἄρρωστο ζωάκι, καί συγχρόνως ἀκόμη πιο πολύ ἐλπίζει στον Θεό καὶ λέει: «Θεέ μου, ὄχι μόνο σε παρακαλῶ νὰ βάλεις το χέρι σου, ἀλλά πιστεύω ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀλλιῶς. Ἔτσι θὰ κάνεις, Θεέ μου, διότι ἀλλιῶς δὲν ὑπάρχει για μένα σωτηρία». Φθάνει ὁ ἄνθρωπος σὲ ἕνα σημεῖο τέτοιο -προσέξτε το αὐτό- σὲ ἕνα ἀδιέξοδο τέτοιο που λέει: «Δέν γίνεται ἀλλιώς. Ἄν δεν βάλει ὁ Θεός το χέρι του, ἂν δὲν μέσώσει ὁ Θεός, για μένα δὲν ὑπάρχει άλλη λύση». Καὶ εἶναι πολύ ὡραῖο αὐτό.
Μετά, πολύ πιστεύει στον Θεό. Δηλαδή, ὁ Θεός τά φέρνει ἔτσι τα πράγματα, ποὺ ὁ ἄνθρωπος μετά πιστεύει· σάν νὰ μὴν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Πιστεύει ὅτι ὅλα τὰ ἔχει στα χέρια του ὁ Θεός και ὅτι δέν εἶναι δυνατόν ὁ Θεός να αφήσει το πλάσμα του νά εἶναι σε αδιέξοδο και να πέφτει στον κρη μνό. Οπότε ὁ ἄνθρωπος, τελείως ἀπελπισμένος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, τελείως ἀπογοητευμένος, τελείως λυ-τρωμένος ἀπό ὁποιαδήποτε αὐτοδικαίωση, ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του στον Θεό.
Δέν ξέρω πόσοι φθάσαμε σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, να ἔχουμε κουράγιο νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν ἑαυτό μας στον Θεό. Ἀπό κεῖ καὶ πέρα μή φοβάστε. Ἀλλά αὐτό μπορεῖ νὰ τὸ κάνει ὁ καθένας. Νὰ ἀλλάξεις, να διορ-θώσεις τὸν ἑαυτό σου δέν μπορεῖς. Να πάψεις να ἔχεις τή φιλαυτία αὐτὴ δὲν μπορεῖς. Να πάψεις να ἔχεις τὴν ἀρρωστημένη κατάσταση μέσα σου δέν μπορεῖς. Τὸ ἔργο αὐτό θὰ τὸ κάνει ὁ Θεός, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ μένει σ' ἐσένα εἶναι νά μὴν κάνεις πώς δὲν καταλαβαίνεις ὅτι τὰ ἔχεις αὐτά καὶ νὰ μὴ θέλεις να συμμαχεῖς μὲ αὐτά οὔτε νὰ θέ-λεις να τα στολίσεις καὶ νὰ τὰ παρουσιάσεις ὅτι κάτι εἶναι. Δὲν εἶναι τίποτε αὐτά. Ἡ ταλαιπωρία σου εἶναι. Ἅμα συνειδητοποιήσεις τὴν ὅλη άσχημη κατάστασή σου καί ὑποταχθεῖς στὸν Θεό, μετά σε λυτρώνει ὁ Θεός.
13-5-1984
Μόνο ἡ ὑπακοή μᾶς σώζει
Είναι κατά τέτοιον τρόπο κυριευμένοι σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀπό τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους, ἀπὸ τὴν όλη αμαρτωλή κατάστασή τους, στην ὁποία εἶναι μπερδεμένη πολλές φορές ἁμαρτία και ἀρρώστια μαζί, εἶναι τόσο αἰχμάλωτοι, που μόνο ἡ ὑπακοή τοὺς σώζει. Τελικά, τὸ ὅλο μπέρδεμα τῆς ψυχῆς με τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀρρωστημένη κατάσταση συμ βαίνει, διότι ὑπάρχει βαθύτερα μια συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ὑπακοή αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ μείνει· θα φύγει. Όπως καὶ νὰ ἔχει τὸ πράγμα, ἐφόσον θά ἀντέξει κανείς τὴν ὑπακοή, αὐτό θα φύγει. Το θέμα εἶναι νὰ ἀποφασίσει κανείς να κάνει ὑπακοή καί νὰ τὴν ἀντέξει μέχρι τέλους.
10-2-1988
Εἶναι ἀνάγκη να κάνουμε ὑπακοή
Στις ψυχοπαθολογικές καταστάσεις φαίνεται καθαρά ὅτι, ἐνῶ πάσχει κανείς, δὲν θέλει νὰ βγεῖ από την κατάστασή του. Πάσχει, ὑποφέρει, ἔχει κόλαση μέσα του, ὅμως δὲν θέλει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν και τάσταση αὐτή.
Αὐτὸ κατ' ἐπέκτασιν συμβαίνει ἀπό πνευματικής ἀπόψεως σὲ ὅλους. Μᾶς ἔχει ἀγκαλιάσει ὁ παλαιός ἄνθρωπος, καὶ σὰν νὰ ἔγιναν ἕνα σύμπλεγμα τὸ εἶναι μας καὶ ὁ παλαιός ἄνθρωπος, καί νιώθουμε συμπάθεια καὶ δὲν θέλουμε να ξεγλιτώσουμε ἀπό αὐτὸν.
Καὶ ὅταν καμιά φορά το κάνουμε αὐτό καί θέλω να το προσέξουμε παίρνουμε δηλαδή τάχα ἀπόφαση να ξεγλιτώσουμε από τον παλαιό άνθρωπο, βάζουμε τον παλαιό άνθρωπο να κανονίσει τα πράγματα. Είναι δυνατόν ποτέ αὐτὸς νὰ τὰ κανο νίσει έτσι, ώστε να πεθάνει; Γι' αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ πιαστοῦμε ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τῆς ἐν τολές τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ τί λέει ὁ ἑαυτός μας, Εἶναι ἀνάγκη να κάνουμε ὑπακοή.
14-1-1993
Μήπως κάνεις ὑπακοή, για να περισώσεις τή φιλαυτία σου;
Συμβαίνει καμιά φορά να φαίνεται κανείς πάρα πολύ ὑποτασσόμενος καὶ στὴν οὐσία νὰ εἶναι ἀνυπότακτο πνεύμα. Δὲν ξέρω ἄν μπορῶ νὰ φέρω ἕνα παράδειγμα. Ἀνυπότακτο πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνος πού εἶναι ἀλύγιστος. Ἀπὸ τὴν ἀρνητική πλευρά ἀνυπότακτο πνεῦμα εἶναι κανείς, ὅταν λυγίζει τόσο πολύ -εἶναι βέβαια κάτι ἀρρωστημένο αὐτό- ὥστε, ἐνῶ στο λύγισμα χρειάζεται να σκύβει κανείς σε σχῆμα ὀρθῆς γωνίας, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀρρωστημένο πνεῦμα ὑπακοῆς καὶ ποὺ κατά βάθος εἶναι πνεῦμα ἀνυπότακτο, για κάποιους λόγους ποὺ εἶναι ὑπὲρ τῆς φιλαυτίας καὶ ὑπὲρ τοῦ ἐγωισμοῦ, θα κάνει ἐπίκυψη πιο κάτω ἀπὸ τὴν ὀρθή γωνία. Οπότε θα κάμψει και τὰ γόνατα καὶ μάλιστα θὰ νομίζει ὅτι κάνει κάτι παραπάνω, ἐνῶ ὅλο αὐτὸ εἶναι μια άρρωστη μένη εκδήλωση. Δηλαδή, κάνεις υπακοή, για να πε ρισώσεις τὸν ἐγωισμό σου, γιά να περισώσεις τη φιλαυτία σου, καὶ γι' αὐτό δεν θέλεις να σε αγγίξουν.
29-5-1988
Ἂν θέλεις να βοηθηθεῖς, θὰ μαθητεύσεις
Πρέπει να βάλουμε κάτω τὸν ἑαυτό μας και τόσο πολύ νὰ τὸν κατηγορήσουμε, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει, καὶ νὰ βασιλεύει μόνο ὁ Θεός. Ἂς κάνουν μέσα στην οἰκογένεια ἔτσι, καὶ ἄς ὑποχωρήσουν ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος κατ᾿ αὐτόν τον τρόπο. Ὅμως ὄχι· ὁ καθένας θέλει να κάνει το δικό του. Ἔρχονται στην ἐξομολόγηση καί θέλουν μέν να βοηθηθοῦν, ἀλλά με σκοπό νὰ ἐπιβάλει ὁ καθένας το δικό του. Δέν λέω βέβαια ὅτι ἀμέσως οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ ἀλλάξουν, ἀλλά τουλάχιστον νὰ δεῖ κανείς τὰ τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ νὰ πεῖ: «Αὐτό κι αὐτό κάνω στο σπίτι· ἔτσι μιλῶ στο σπίτι. Καί μάλιστα μέχρι σήμερα ἤμουν στο σκοτάδι και νόμιζα ὅτι μοῦ φταίνε οἱ ἄλλοι, ἀλλά ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος πού φταίω. Φταίω, διότι βαθύτερα νὰ τὰ πεῖ κανείς– ἔχω καί καταστάσεις πού κληρονόμησα καί με παιδεύουν. Ἐγώ νόμιζα πώς ήταν καλά πράγματα αὐτά, ἐνῶ μὲ πήγαιναν καὶ μὲ ἔφερναν ὅπως ἤθελαν, καί τώρα το κατάλαβα πώς εἶμαι ἕνα θύμα. Μετανοῶ, συντρίβομαι βοηθήστε με». Κάθεσαι μὲ τὸν ἄλλο ὕστερα, ὅσο θέλει, ὅσο χρειάζεται, καθώς ἀνοίγει ὁ δρόμος, καὶ ἔρχεται πράγματι ὠφέλεια.
Εἶναι φοβερό τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, εἴτε ἀπό τις ἀρρωστημένες καταστάσεις εἶτε ἀπὸ τις καθαρά ἁμαρτωλές καταστάσεις ποὺ ἔχει μέσα του εἶτε ἀπὸ ὅ,τι έχει, τόσο κυριεύεται, τόσο πολύ επηρεάζεται και παγιδεύεται, πού δέν βλέπει τίποτε άλλο. Τόσο εύκολα δηλαδή ὁ ἄνθρωπος μπορεί να περάσει ἀπὸ κατάσταση σε κατάσταση καί νά εἶναι θύμα τῶν δικών του καταστάσεων καὶ να νομίζει ότι τοῦ φταίει ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος. Ἂν θέλεις να βοηθηθείς, θά ἀκούσεις, θα μαθητεύσεις, θὰ ἀνταποκριθεῖς, θα βγά λεις τα δικά σου από το μυαλό σου, θὰ ἀπαρνηθεῖς τη δική σου σκέψη, τη δική σου κρίση.
Ἂν φορᾶς γυαλιά που παραμορφώνουν αὐτά που βλέπεις, τὰ βγάζεις καὶ τὰ πετᾶς ἢ, ἂν δὲν μπο ρεῖς νὰ τὰ βγάλεις, λές. «Εγώ δὲν ἔχω ἐμπιστοσύνη στα μάτια μου, γιατί φορῶ γυαλιά που παραμορφώνουν τὰ ἀντικείμενα καί, σε παρακαλῶ, ἐσύ που είσαι δίπλα μου, νὰ μοῦ πεῖς ἂν αὐτό εἶναι πράσινο, ἂν εἶναι κόκκινο, ἄν εἶναι κίτρινο, ἂν εἶναι ἕνας ἄν-θρωπος ἤ δύο. Πές μου ἐσύ, γιατί ἐσύ βλέπεις». Ἔτσι, ξεγλιτώνεις. Μπορεῖ νὰ ἐξακολουθεῖς νὰ φορᾶς τὰ γυαλιά, ἀλλά ἕως ὅτου να φύγουν δὲν φεύγουν ἀμέσως- δέν πέφτεις στην παγίδα πού σοῦ παρουσιάζουν τα γυαλιά. Όμως, συμβουλεύεσαι, μαθητεύεις. Πέρα για πέρα μαθητεύεις, για να ξεπεράσεις κάποια πράγματα. Δὲν γίνεται ἀλλιῶς.
17-11-1991
«Ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσὺ, ἔτσι εἶναι»
Ἐνθυμείσθε που λέγαμε το ἑξῆς: Κάποιον τον υπνώτισαν καὶ τοῦ ἔβαλαν στα μάτια φακούς έπαφῆς. Οἱ φακοί αὐτοὶ ἦταν κατάμαυροι καὶ ἐπιπλέον ἡ ἰδιότητα τοῦ γυαλιοῦ ἦταν τέτοια, που παραποιοῦσε τὰ πράγματα. Τὸν ἕναν ἄνθρωπο τὸν ἔδειχνε δύο, τὰ δένδρα τὰ ἔδειχνε νὰ γέρνουν ἀπὸ δῶ ἢ νὰ σπάζουν ἀπὸ κεῖ, τὴ γάτα τὴν ἔδειχνε για τίγρη κτλ. Όταν αὐτὸς ξαφνικά ξυπνήσει καὶ βγεῖ ἔξω, θα νομίσει ὅτι χάνεται ὁ κόσμος, διότι ἔτσι τα βλέπει. Και δὲν πείθεται μὲ τίποτε κανείς σ' αὐτές τις περιπτώσεις. Ποῦ νὰ πεισθεῖ! «Ἀφοῦ, λέει, ἐγώ βλέπω. Τώρα βλέπω ὅτι ἔρχεται τίγρη καταπάνω μου. Βλέπω ἕναν ἄνθρωπο ἐξαγριωμένο με δόντια μεγάλα. Τον βλέπω».
Αὐτό συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις ψυχοπαθολογικών καταστάσεων. Καὶ δὲν πείθεται κανείς ὅτι δὲν εἶναι τὰ πράγματα ἔτσι ὅπως τὰ ζεῖ αὐτὸς μέσα του. Όχι μόνο δέν πείθεται, ἀλλά ἀρχίζει νὰ ἀμφισβητεῖ αὐτὸ ποὺ τοῦ λές. Καθώς ἐκεῖνος εἶναι πεπεισμένος ὅτι τὰ πράγματα εἶναι ἔτσι ὅπως τὰ βλέπει αὐτός, ἀρχίζει καὶ σὲ ἀμφισβητεῖ, διότι λές ὅτι δὲν εἶναι ἔτσι, ἀρχίζει καὶ ἔχει τίς ἐπιφυλάξεις του καὶ ἀκόμη πιο πολύ ἀπομονώνεται. Μπορεί δηλαδή μέσα του να πεῖ: «Εἶχα ἕναν ἄνθρωπο που μπορούσα να συνεννοηθώ, και τώρα κοίταξε κι αὐτὸς τι μοῦ λέει». Γι' αὐτὸ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν θέλουν να παίρνουν φάρμα και δεν θέλουν να πάνε στον γιατρό, δεν θέλουν να βοηθηθούν πνευματικά
Έλεγα σε μια περίπτωση ὅτι σ' αὐτὸν ποὺ ξύ πνησε έχοντας τούς φακούς επαφής στα μάτια του καὶ νόμισε πώς εἶναι ἄνω κάτω ὁ κόσμος, χρειάζεται ἐκείνη τὴν ὥρα να βρεθεί δίπλα ἡ μητέρα του να έχει όμως ἀπόλυτη εμπιστοσύνη στη μητέρα του (ἢ ὅποιο πρόσωπο στὸ ὁποῖο ἔχει ἐμπιστοσύνη ή παρουσία του δηλαδή νὰ εἶναι πιὸ ἰσχυρὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τῆς ὥρας ἐκείνης) καὶ νὰ τοῦ πεῖ ἤρεμα-ἤρεμα: «Παιδί μου, τίποτε δὲν ἄλλαξε. Όλα εἶναι ὅπως ήταν καὶ χθές». «Μοῦ λὲς ἀλήθεια» «Ναί, παιδί μου, ἀλήθεια σου λέω». Και νὰ ἔχει τέτοια ἐμ-πιστοσύνη στη μητέρα του (καθώς μάλιστα ἀπό πάν-τότε ξέρει ὅτι, ὅταν λέει κάτι ἡ μητέρα του, εἶναι ὅπως τὸ λέει, καὶ τὴν πιστεύει) ὥστε νὰ πεῖ: «Ἀφοῦ το λέει ἡ μητέρα μου, φαίνεται πώς κάτι ἔπαθαν τὰ μάτια μου, καὶ ὄχι ὅτι ἔπαθε κάτι ὁ κόσμος». Ἀμέσως ἀνακουφίζεται, ἀμέσως εἰρηνεύει, ἀμέσως ήσυ-χάζει. Ἄλλο εἶναι νὰ βρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ ὅτι χάθηκε ὁ κόσμος, ἀναστατώθηκε ὁ κόσμος, τοῦ ὅτι ὅλοι ὁρμοῦν νὰ τὸν κατασπαράξουν, καὶ ἄλλο εἶναι ἁπλῶς νὰ λέει: «Δέν εἶναι τίποτε αὐτά. Ἐγώ τὰ βλέπω ἔτσι». Ἀμέσως εἰρηνεύει, ἀμέσως ἡσυχάζει, Βέβαια, δὲν ἐξαφανίζονται αὐτά, ἀλλά αὐτός ήσυ-χάζει καὶ δὲν θὰ εἶναι τρομαγμένος. Ἂν μπορεῖ νὰ σκεφθεῖ λίγο πιο λογικά, συνειδητοποιεῖ ὅτι ἁπλῶς ἔχει φακούς στα μάτια του, καὶ ἄν συνεργασθεῖ μὲ τη μητέρα του, θὰ πᾶνε νὰ βροῦν τὸν γιατρό να βγάλει τους φακούς ἀπό τά μάτια, καὶ θὰ εἶναι ὅλα ὅπως πρώτα. Δὲν θὰ κοιτάξει να διορθώσει την κτιση, ποὺ δὲν ἄλλαξε σε τίποτε. Στα πνευματικά θέματα, όπως και στα ψυχοπαθολογικά, τὸ ζήτημα δὲν εἶναι νὰ βγάλει κανείς κάποιους φακούς ἀπὸ τὰ μάτια οὔτε να βγάλει κάποια πράγματα ἀπὸ τὴν ψυχή. Σ' αὐτὰ τὰ θέματα, ἀπὸ ὅ,τι ἐγὼ ἔχω καταλάβει, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χρει ἀζεται εἶναι, ἀφοῦ ὑπάρχει δίπλα σου ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχεις ὅλα τὰ δεδομένα νὰ τοῦ ἔχεις ἐμπιστοσύνη, νὰ ἀρχίσεις ἀπλά-ἁπλὰ νὰ λὲς: «Ἀφοῦ μοῦ τὸ λὲς, ἔτσι εἶναι». Καὶ ἄν κάνεις ὑπομονή, λίγο-λίγο ἐξαφανίζονται αὐτά. Δηλαδή, ἐκεῖνο ποὺ θεραπεύει τα πράγματα εἶναι νὰ μείνει σταθερός και νείς σ' αὐτό, στὸ ὅτι αὐτὰ τὰ ἀρρωστημένα πράγματα, ὅσο φοβερά κι ἄν τὰ νιώθει, εἶναι ἀνύπαρκτα, καὶ να κάνει τὴν ὑπομονή του. Ἀπό μια πλευρά, κάνοντας ὑπομονή μόνο ἀνθρωπίνως, θὰ ἀλλάξει ἀρκετά ψυχικά. Ἀλλά κάνοντας ὑπομονή καί ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στον Χριστό, σιγά-σιγά ἔρχεται ἡ χάρη, και θώς χρονίζει ἡ πίστη και τη βρίσκει σταθερή ἡ χάρη καὶ ἀρχίζει νὰ ἐνεργεῖ μέσα στὴν ψυχὴ καὶ νὰ θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο. Πότε και πόσο ὁ Θεός το ξέρει. Ὁπότε, ὅλα αὐτά τά ἀρρωστημένα ὄχι μόνο έξαφανίζονται, ἀλλά ἀπό κεῖ ποὺ ἦταν φοβερό μειονέκτημα, καταστροφή γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γίνονται μετά πλεονέκτημα. Αὐτή εἶναι ἡ καθαρή ἀλήθεια. Το πιστεύετε αὐτό;
30-6-1998
Αρρωστημένες ψυχολογικές καταστάσεις
Ἑνότητες
(Ὡς Ενότητες χαρακτηρίζονται μικρά ἀποσπάσματα ἀπὸ διάφορες ὁμιλίες τοῦ ἰδίου βέβαια ὁμιλητοῦ, ποὺ τὸ περιεχόμενό τους εἶναι σχετικό με το θέμα τοῦ κεφαλαίου στο ὁποίο καταχωρήθηκαν.)
A
Μὲ ὅλες μας τις δυνάμεις ὑπηρετοῦμε τή φιλαυτία
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολλές δυνάμεις μέσα του καί μὲ αὐτὲς ὑπηρετεῖ τή φιλαυτία. Ὅταν τὴν ὑπηρετεῖ, εἶναι ξεσηκωμένες, εἶναι ἐπί ποδός ὅλες οἱ δυνάμεις του με πολλή ζέση, με πολύ κέφι. Ὅταν δὲν τὴν ὑπηρετεῖ, γίνεται ἀνήμπορος. Οὔτε ἀγρυπνία μπορεῖ να κάνει οὔτε προσευχή οὔτε μετάνοιες οὔτε νηστεία μπορεῖ νὰ κάνει. Ἀνήμπορος. Ἄκεφος. Τοῦ κόπηκαν οἱ δυνάμεις.
Αὐτό φαίνεται πολύ, πάρα πολύ, σᾶς ἔχω πεῖ καί ἄλλη φορά, στούς ἀρρωστημένους τύπους, στις περιπτώσεις ποὺ ἔχει κανείς μέσα του ψυχοπαθο-λογικές καταστάσεις. Βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο δραστηριότατο μέσα στην κοινωνία, μέσα στη ζωή, στο σπίτι και στὴν οἰκογένεια, καί μόλις καταληφθεῖ ἀπό τά συμπτώματα της ἀσθένειάς του, σαν να μην ἔχει καμία δύναμη. Καὶ ὁ καημένος, νομίζει ὅτι κάτι ἔπαθε καὶ δὲν ἔχει δύναμη. Όχι' τίποτε δὲν ἔπαθε, Ἀλλά τί; Ως τότε ἡ δραστηριότητά του ὑπηρετοῦσε ἕνα εἶδωλο. Καί τώρα, πῶς ἦρθαν τὰ πράγματα, καὶ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὸ εἴδωλο. Οπότε, πᾶνε καὶ οἱ δυνάμεις, πᾶνε καὶ τὰ κέφια, πάει καὶ ἡ ὄρεξη.
Το μυστικό εἶναι νὰ ἔχει κανείς το κουράγιο να βάλει κάτω τὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ ὁπωσδήποτε πρέ-πει νὰ ἔχει ὁδηγό, ὁπωσδήποτε πρέπει κάπου να στηριχθεί. Δὲν μπορεῖ μόνος του. Θα τα θαλασσώσει. Ἐφόσον θὰ κάνει ὑπακοή καὶ θὰ τὰ πάρει σωστά τὰ πράγματα, θα γλιτώσει ἀπό τήν ἀσθένεια καὶ θὰ γίνει σωστός χριστιανός.
26-2-1984
Θύματα τῆς ψυχοσυνθέσεώς μας;
Αὐτός πού κάνει τον χριστιανό, ἐφόσον δὲν θὰ γίνει ἀληθινός χριστιανός, θα πηγαίνει ὅπου τον πάει το σκαρί του. Ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ καθένας ἔχει την ψυχοσύνθεσή του, ἀλλά ἡ ψυχοσύνθεσή του ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι ἀρκετά βεβαρημένη ἀπό μιά ἀρρωστημένη κατάσταση. Ὅλοι ἀγόμαστε καὶ φε-ρόμαστε ἀπὸ τὴν ψυχοσύνθεσή μας, καὶ μάλιστα ὅταν αὐτή εἶναι ἀρρωστημένη.
Εἶναι λοιπόν θύμα κανείς τῆς ψυχοσυνθέσεώς του, τοῦ σκαριού του, καὶ ἄγεται και φέρεται ἀπό τὸν ἑαυτό του. Σε πάει ἡ ψυχοσύνθεσή σου πρός το Ερμητικό κλείσιμο; Πᾶς ἐκεῖ. Σε πάει ἡ ψυχοσύνθεσή σου στο να εκδηλώνεσαι τάχα ἀνθρωπιστικῷ τῷ τρό πω, στο να έχεις τάχα μια κοινωνικότητα, στο να έχεις πάρε δώσε με τους άλλους, Πᾶς πρὸς τὰ ἐκεῖ.
Πρέπει να εξετάζουμε καλά τὸν ἑαυτό μας και τις εκδηλώσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας. Να αναρωτιόμαστε: Αὐτό πού κάνουμε εἶναι ἀρετή ἡ κρύβει συμφέρον, Μπορεῖ κανείς νὰ εἶναι ἐξυπηρετικός στοὺς ἄλλους, Εἶναι ἀπό ἀρετὴ ἐξυπηρετικός ἡ κάτι περιμένει ἀπό ἐκεῖ; Μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ κανείς τὴ φυγή, τὸ κλείσιμο, ἄν θέλετε, τὸ ἀκοινώνητο, πού μερικές φορές μοιάζει πολύ ὡραῖο. Λέμε: «Τί νηπτικός πού εἶναι αὐτός! Τι ἡσυχαστικός ποὺ εἶναι!» Ἄραγε ὅμως εἶναι ἀρετή αὐτὸ ἢ εἶναι ἀδυναμία του;
Αὐτό πρέπει πάντοτε νὰ τὸ ἐρευνοῦμε, νὰ τὸ ἐξετάζουμε. Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος πάλι θά ξεγελαστεί, πάλι θα παρασυρθεῖ. Ὁ καλύτερος τρόπος για να ἀποφύγει κανείς εἴτε τὸ ἕνα ἄκρο εἴτε τὸ ἄλλο, καὶ ἀκριβέστερα, ὁ καλύτερος τρόπος για να ξεπεράσει κανείς τὸν ἑαυτό του –διότι αὐτό πρέπει να γίνει-εἶναι ἡ ὑπακοή.
8-4-1984
«Ἂν δὲν βάλει το χέρι του ὁ Θεός, για μένα δὲν ὑπάρχει σωτηρία»
Προσέξτε το αὐτό. Προσέξτε το. Μπορεί να κά νει κανείς τὰ πιὸ ἅγια πράγματα, ἀλλὰ μὴν τυχόν θιγεῖ ἡ φιλαυτία του βαθύτερα, και μάλιστα ὅταν ἔχει ἀρρωστημένο χαρακτήρα. Αὐτό θέλω νὰ τὸ προσέξετε. Όποιος καταλαβαίνει ότι μέσα του, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἔχει καὶ μιὰ ἀρρωστημένη κατά σταση -σήμερα περισσότερο ἀπό ἄλλες φορές συμ βαίνει αὐτό ὅτι οἱ ἀδυναμίες του δέν εἶναι ἁπλῶς ἀδυναμίες φυσικές, ἀλλὰ ἔχουν καί ἀρρωστημένο χαρακτήρα, να γνωρίζει ὅτι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν οἱ ἀδυναμίες του εἶναι πολύ ἰσχυρές, καὶ ὅπως κι ἂν τὰ φέρει τὰ πράγματα, πάλι ἡ ἀδυναμία αὐτή, ἡ ἀρρωστημένη αὐτή κατάσταση θὰ τοῦ βάζει τρικλοποδιά. Μά, θὰ πεῖ κανείς: «Ποιός θὰ μὲ λυτρώσει ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτή;»
Νά μή φοβηθεί κανείς. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ τὸ κάνει αὐτὸ δὲν θὰ τὸ κάνουμε ἐμεῖς. Ἐμεῖς δὲν μπο-ροῦμε νὰ κάνουμε τίποτε, ἀλλά να το καταλάβεις αὐτό, νὰ τὸ ξέρεις. Ὅταν τὸ ἀντιληφθεῖ κανείς καὶ πεί: «Ἃ, ἔτσι εἶναι; Ἐσύ εἶσαι λοιπόν ποὺ μοῦ κάνεις αὐτά», συνειδητοποιεί καλά-καλά ὅτι ἡ φιλαυτία του εἶναι ποὺ τοῦ δημιουργεῖ ὅλη αὐτή τήν ἄσχημη κατάσταση στη ζωή, καὶ εἶναι τόσο δυστυχής ὁ κάθε ἄνθρωπος. Ὁπότε, ἀκόμη πιο πολύ ἐξουθενώνει τον ἑαυτό του, ταπεινώνεται, ἀκόμη πιο πολύ ἐμφανίζεται ὡς σκύβαλο, ὡς ἕνα μηδέν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐμφανίζεται ὄχι ἁπλῶς ὡς ἕνα ζωάκι ἀλλά ὡς ἄρρωστο ζωάκι, καί συγχρόνως ἀκόμη πιο πολύ ἐλπίζει στον Θεό καὶ λέει: «Θεέ μου, ὄχι μόνο σε παρακαλῶ νὰ βάλεις το χέρι σου, ἀλλά πιστεύω ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀλλιῶς. Ἔτσι θὰ κάνεις, Θεέ μου, διότι ἀλλιῶς δὲν ὑπάρχει για μένα σωτηρία». Φθάνει ὁ ἄνθρωπος σὲ ἕνα σημεῖο τέτοιο -προσέξτε το αὐτό- σὲ ἕνα ἀδιέξοδο τέτοιο που λέει: «Δέν γίνεται ἀλλιώς. Ἄν δεν βάλει ὁ Θεός το χέρι του, ἂν δὲν μέσώσει ὁ Θεός, για μένα δὲν ὑπάρχει άλλη λύση». Καὶ εἶναι πολύ ὡραῖο αὐτό.
Μετά, πολύ πιστεύει στον Θεό. Δηλαδή, ὁ Θεός τά φέρνει ἔτσι τα πράγματα, ποὺ ὁ ἄνθρωπος μετά πιστεύει· σάν νὰ μὴν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Πιστεύει ὅτι ὅλα τὰ ἔχει στα χέρια του ὁ Θεός και ὅτι δέν εἶναι δυνατόν ὁ Θεός να αφήσει το πλάσμα του νά εἶναι σε αδιέξοδο και να πέφτει στον κρη μνό. Οπότε ὁ ἄνθρωπος, τελείως ἀπελπισμένος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, τελείως ἀπογοητευμένος, τελείως λυ-τρωμένος ἀπό ὁποιαδήποτε αὐτοδικαίωση, ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του στον Θεό.
Δέν ξέρω πόσοι φθάσαμε σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, να ἔχουμε κουράγιο νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν ἑαυτό μας στον Θεό. Ἀπό κεῖ καὶ πέρα μή φοβάστε. Ἀλλά αὐτό μπορεῖ νὰ τὸ κάνει ὁ καθένας. Νὰ ἀλλάξεις, να διορ-θώσεις τὸν ἑαυτό σου δέν μπορεῖς. Να πάψεις να ἔχεις τή φιλαυτία αὐτὴ δὲν μπορεῖς. Να πάψεις να ἔχεις τὴν ἀρρωστημένη κατάσταση μέσα σου δέν μπορεῖς. Τὸ ἔργο αὐτό θὰ τὸ κάνει ὁ Θεός, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ μένει σ' ἐσένα εἶναι νά μὴν κάνεις πώς δὲν καταλαβαίνεις ὅτι τὰ ἔχεις αὐτά καὶ νὰ μὴ θέλεις να συμμαχεῖς μὲ αὐτά οὔτε νὰ θέ-λεις να τα στολίσεις καὶ νὰ τὰ παρουσιάσεις ὅτι κάτι εἶναι. Δὲν εἶναι τίποτε αὐτά. Ἡ ταλαιπωρία σου εἶναι. Ἅμα συνειδητοποιήσεις τὴν ὅλη άσχημη κατάστασή σου καί ὑποταχθεῖς στὸν Θεό, μετά σε λυτρώνει ὁ Θεός.
13-5-1984
Μόνο ἡ ὑπακοή μᾶς σώζει
Είναι κατά τέτοιον τρόπο κυριευμένοι σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀπό τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους, ἀπὸ τὴν όλη αμαρτωλή κατάστασή τους, στην ὁποία εἶναι μπερδεμένη πολλές φορές ἁμαρτία και ἀρρώστια μαζί, εἶναι τόσο αἰχμάλωτοι, που μόνο ἡ ὑπακοή τοὺς σώζει. Τελικά, τὸ ὅλο μπέρδεμα τῆς ψυχῆς με τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀρρωστημένη κατάσταση συμ βαίνει, διότι ὑπάρχει βαθύτερα μια συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ὑπακοή αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ μείνει· θα φύγει. Όπως καὶ νὰ ἔχει τὸ πράγμα, ἐφόσον θά ἀντέξει κανείς τὴν ὑπακοή, αὐτό θα φύγει. Το θέμα εἶναι νὰ ἀποφασίσει κανείς να κάνει ὑπακοή καί νὰ τὴν ἀντέξει μέχρι τέλους.
10-2-1988
Εἶναι ἀνάγκη να κάνουμε ὑπακοή
Στις ψυχοπαθολογικές καταστάσεις φαίνεται καθαρά ὅτι, ἐνῶ πάσχει κανείς, δὲν θέλει νὰ βγεῖ από την κατάστασή του. Πάσχει, ὑποφέρει, ἔχει κόλαση μέσα του, ὅμως δὲν θέλει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν και τάσταση αὐτή.
Αὐτὸ κατ' ἐπέκτασιν συμβαίνει ἀπό πνευματικής ἀπόψεως σὲ ὅλους. Μᾶς ἔχει ἀγκαλιάσει ὁ παλαιός ἄνθρωπος, καὶ σὰν νὰ ἔγιναν ἕνα σύμπλεγμα τὸ εἶναι μας καὶ ὁ παλαιός ἄνθρωπος, καί νιώθουμε συμπάθεια καὶ δὲν θέλουμε να ξεγλιτώσουμε ἀπό αὐτὸν.
Καὶ ὅταν καμιά φορά το κάνουμε αὐτό καί θέλω να το προσέξουμε παίρνουμε δηλαδή τάχα ἀπόφαση να ξεγλιτώσουμε από τον παλαιό άνθρωπο, βάζουμε τον παλαιό άνθρωπο να κανονίσει τα πράγματα. Είναι δυνατόν ποτέ αὐτὸς νὰ τὰ κανο νίσει έτσι, ώστε να πεθάνει; Γι' αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ πιαστοῦμε ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τῆς ἐν τολές τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ τί λέει ὁ ἑαυτός μας, Εἶναι ἀνάγκη να κάνουμε ὑπακοή.
14-1-1993
Μήπως κάνεις ὑπακοή, για να περισώσεις τή φιλαυτία σου;
Συμβαίνει καμιά φορά να φαίνεται κανείς πάρα πολύ ὑποτασσόμενος καὶ στὴν οὐσία νὰ εἶναι ἀνυπότακτο πνεύμα. Δὲν ξέρω ἄν μπορῶ νὰ φέρω ἕνα παράδειγμα. Ἀνυπότακτο πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνος πού εἶναι ἀλύγιστος. Ἀπὸ τὴν ἀρνητική πλευρά ἀνυπότακτο πνεῦμα εἶναι κανείς, ὅταν λυγίζει τόσο πολύ -εἶναι βέβαια κάτι ἀρρωστημένο αὐτό- ὥστε, ἐνῶ στο λύγισμα χρειάζεται να σκύβει κανείς σε σχῆμα ὀρθῆς γωνίας, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀρρωστημένο πνεῦμα ὑπακοῆς καὶ ποὺ κατά βάθος εἶναι πνεῦμα ἀνυπότακτο, για κάποιους λόγους ποὺ εἶναι ὑπὲρ τῆς φιλαυτίας καὶ ὑπὲρ τοῦ ἐγωισμοῦ, θα κάνει ἐπίκυψη πιο κάτω ἀπὸ τὴν ὀρθή γωνία. Οπότε θα κάμψει και τὰ γόνατα καὶ μάλιστα θὰ νομίζει ὅτι κάνει κάτι παραπάνω, ἐνῶ ὅλο αὐτὸ εἶναι μια άρρωστη μένη εκδήλωση. Δηλαδή, κάνεις υπακοή, για να πε ρισώσεις τὸν ἐγωισμό σου, γιά να περισώσεις τη φιλαυτία σου, καὶ γι' αὐτό δεν θέλεις να σε αγγίξουν.
29-5-1988
Ἂν θέλεις να βοηθηθεῖς, θὰ μαθητεύσεις
Πρέπει να βάλουμε κάτω τὸν ἑαυτό μας και τόσο πολύ νὰ τὸν κατηγορήσουμε, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει, καὶ νὰ βασιλεύει μόνο ὁ Θεός. Ἂς κάνουν μέσα στην οἰκογένεια ἔτσι, καὶ ἄς ὑποχωρήσουν ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος κατ᾿ αὐτόν τον τρόπο. Ὅμως ὄχι· ὁ καθένας θέλει να κάνει το δικό του. Ἔρχονται στην ἐξομολόγηση καί θέλουν μέν να βοηθηθοῦν, ἀλλά με σκοπό νὰ ἐπιβάλει ὁ καθένας το δικό του. Δέν λέω βέβαια ὅτι ἀμέσως οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ ἀλλάξουν, ἀλλά τουλάχιστον νὰ δεῖ κανείς τὰ τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ νὰ πεῖ: «Αὐτό κι αὐτό κάνω στο σπίτι· ἔτσι μιλῶ στο σπίτι. Καί μάλιστα μέχρι σήμερα ἤμουν στο σκοτάδι και νόμιζα ὅτι μοῦ φταίνε οἱ ἄλλοι, ἀλλά ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος πού φταίω. Φταίω, διότι βαθύτερα νὰ τὰ πεῖ κανείς– ἔχω καί καταστάσεις πού κληρονόμησα καί με παιδεύουν. Ἐγώ νόμιζα πώς ήταν καλά πράγματα αὐτά, ἐνῶ μὲ πήγαιναν καὶ μὲ ἔφερναν ὅπως ἤθελαν, καί τώρα το κατάλαβα πώς εἶμαι ἕνα θύμα. Μετανοῶ, συντρίβομαι βοηθήστε με». Κάθεσαι μὲ τὸν ἄλλο ὕστερα, ὅσο θέλει, ὅσο χρειάζεται, καθώς ἀνοίγει ὁ δρόμος, καὶ ἔρχεται πράγματι ὠφέλεια.
Εἶναι φοβερό τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, εἴτε ἀπό τις ἀρρωστημένες καταστάσεις εἶτε ἀπὸ τις καθαρά ἁμαρτωλές καταστάσεις ποὺ ἔχει μέσα του εἶτε ἀπὸ ὅ,τι έχει, τόσο κυριεύεται, τόσο πολύ επηρεάζεται και παγιδεύεται, πού δέν βλέπει τίποτε άλλο. Τόσο εύκολα δηλαδή ὁ ἄνθρωπος μπορεί να περάσει ἀπὸ κατάσταση σε κατάσταση καί νά εἶναι θύμα τῶν δικών του καταστάσεων καὶ να νομίζει ότι τοῦ φταίει ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος. Ἂν θέλεις να βοηθηθείς, θά ἀκούσεις, θα μαθητεύσεις, θὰ ἀνταποκριθεῖς, θα βγά λεις τα δικά σου από το μυαλό σου, θὰ ἀπαρνηθεῖς τη δική σου σκέψη, τη δική σου κρίση.
Ἂν φορᾶς γυαλιά που παραμορφώνουν αὐτά που βλέπεις, τὰ βγάζεις καὶ τὰ πετᾶς ἢ, ἂν δὲν μπο ρεῖς νὰ τὰ βγάλεις, λές. «Εγώ δὲν ἔχω ἐμπιστοσύνη στα μάτια μου, γιατί φορῶ γυαλιά που παραμορφώνουν τὰ ἀντικείμενα καί, σε παρακαλῶ, ἐσύ που είσαι δίπλα μου, νὰ μοῦ πεῖς ἂν αὐτό εἶναι πράσινο, ἂν εἶναι κόκκινο, ἄν εἶναι κίτρινο, ἂν εἶναι ἕνας ἄν-θρωπος ἤ δύο. Πές μου ἐσύ, γιατί ἐσύ βλέπεις». Ἔτσι, ξεγλιτώνεις. Μπορεῖ νὰ ἐξακολουθεῖς νὰ φορᾶς τὰ γυαλιά, ἀλλά ἕως ὅτου να φύγουν δὲν φεύγουν ἀμέσως- δέν πέφτεις στην παγίδα πού σοῦ παρουσιάζουν τα γυαλιά. Όμως, συμβουλεύεσαι, μαθητεύεις. Πέρα για πέρα μαθητεύεις, για να ξεπεράσεις κάποια πράγματα. Δὲν γίνεται ἀλλιῶς.
17-11-1991
«Ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσὺ, ἔτσι εἶναι»
Ἐνθυμείσθε που λέγαμε το ἑξῆς: Κάποιον τον υπνώτισαν καὶ τοῦ ἔβαλαν στα μάτια φακούς έπαφῆς. Οἱ φακοί αὐτοὶ ἦταν κατάμαυροι καὶ ἐπιπλέον ἡ ἰδιότητα τοῦ γυαλιοῦ ἦταν τέτοια, που παραποιοῦσε τὰ πράγματα. Τὸν ἕναν ἄνθρωπο τὸν ἔδειχνε δύο, τὰ δένδρα τὰ ἔδειχνε νὰ γέρνουν ἀπὸ δῶ ἢ νὰ σπάζουν ἀπὸ κεῖ, τὴ γάτα τὴν ἔδειχνε για τίγρη κτλ. Όταν αὐτὸς ξαφνικά ξυπνήσει καὶ βγεῖ ἔξω, θα νομίσει ὅτι χάνεται ὁ κόσμος, διότι ἔτσι τα βλέπει. Και δὲν πείθεται μὲ τίποτε κανείς σ' αὐτές τις περιπτώσεις. Ποῦ νὰ πεισθεῖ! «Ἀφοῦ, λέει, ἐγώ βλέπω. Τώρα βλέπω ὅτι ἔρχεται τίγρη καταπάνω μου. Βλέπω ἕναν ἄνθρωπο ἐξαγριωμένο με δόντια μεγάλα. Τον βλέπω».
Αὐτό συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις ψυχοπαθολογικών καταστάσεων. Καὶ δὲν πείθεται κανείς ὅτι δὲν εἶναι τὰ πράγματα ἔτσι ὅπως τὰ ζεῖ αὐτὸς μέσα του. Όχι μόνο δέν πείθεται, ἀλλά ἀρχίζει νὰ ἀμφισβητεῖ αὐτὸ ποὺ τοῦ λές. Καθώς ἐκεῖνος εἶναι πεπεισμένος ὅτι τὰ πράγματα εἶναι ἔτσι ὅπως τὰ βλέπει αὐτός, ἀρχίζει καὶ σὲ ἀμφισβητεῖ, διότι λές ὅτι δὲν εἶναι ἔτσι, ἀρχίζει καὶ ἔχει τίς ἐπιφυλάξεις του καὶ ἀκόμη πιο πολύ ἀπομονώνεται. Μπορεί δηλαδή μέσα του να πεῖ: «Εἶχα ἕναν ἄνθρωπο που μπορούσα να συνεννοηθώ, και τώρα κοίταξε κι αὐτὸς τι μοῦ λέει». Γι' αὐτὸ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν θέλουν να παίρνουν φάρμα και δεν θέλουν να πάνε στον γιατρό, δεν θέλουν να βοηθηθούν πνευματικά
Έλεγα σε μια περίπτωση ὅτι σ' αὐτὸν ποὺ ξύ πνησε έχοντας τούς φακούς επαφής στα μάτια του καὶ νόμισε πώς εἶναι ἄνω κάτω ὁ κόσμος, χρειάζεται ἐκείνη τὴν ὥρα να βρεθεί δίπλα ἡ μητέρα του να έχει όμως ἀπόλυτη εμπιστοσύνη στη μητέρα του (ἢ ὅποιο πρόσωπο στὸ ὁποῖο ἔχει ἐμπιστοσύνη ή παρουσία του δηλαδή νὰ εἶναι πιὸ ἰσχυρὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τῆς ὥρας ἐκείνης) καὶ νὰ τοῦ πεῖ ἤρεμα-ἤρεμα: «Παιδί μου, τίποτε δὲν ἄλλαξε. Όλα εἶναι ὅπως ήταν καὶ χθές». «Μοῦ λὲς ἀλήθεια» «Ναί, παιδί μου, ἀλήθεια σου λέω». Και νὰ ἔχει τέτοια ἐμ-πιστοσύνη στη μητέρα του (καθώς μάλιστα ἀπό πάν-τότε ξέρει ὅτι, ὅταν λέει κάτι ἡ μητέρα του, εἶναι ὅπως τὸ λέει, καὶ τὴν πιστεύει) ὥστε νὰ πεῖ: «Ἀφοῦ το λέει ἡ μητέρα μου, φαίνεται πώς κάτι ἔπαθαν τὰ μάτια μου, καὶ ὄχι ὅτι ἔπαθε κάτι ὁ κόσμος». Ἀμέσως ἀνακουφίζεται, ἀμέσως εἰρηνεύει, ἀμέσως ήσυ-χάζει. Ἄλλο εἶναι νὰ βρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ ὅτι χάθηκε ὁ κόσμος, ἀναστατώθηκε ὁ κόσμος, τοῦ ὅτι ὅλοι ὁρμοῦν νὰ τὸν κατασπαράξουν, καὶ ἄλλο εἶναι ἁπλῶς νὰ λέει: «Δέν εἶναι τίποτε αὐτά. Ἐγώ τὰ βλέπω ἔτσι». Ἀμέσως εἰρηνεύει, ἀμέσως ἡσυχάζει, Βέβαια, δὲν ἐξαφανίζονται αὐτά, ἀλλά αὐτός ήσυ-χάζει καὶ δὲν θὰ εἶναι τρομαγμένος. Ἂν μπορεῖ νὰ σκεφθεῖ λίγο πιο λογικά, συνειδητοποιεῖ ὅτι ἁπλῶς ἔχει φακούς στα μάτια του, καὶ ἄν συνεργασθεῖ μὲ τη μητέρα του, θὰ πᾶνε νὰ βροῦν τὸν γιατρό να βγάλει τους φακούς ἀπό τά μάτια, καὶ θὰ εἶναι ὅλα ὅπως πρώτα. Δὲν θὰ κοιτάξει να διορθώσει την κτιση, ποὺ δὲν ἄλλαξε σε τίποτε. Στα πνευματικά θέματα, όπως και στα ψυχοπαθολογικά, τὸ ζήτημα δὲν εἶναι νὰ βγάλει κανείς κάποιους φακούς ἀπὸ τὰ μάτια οὔτε να βγάλει κάποια πράγματα ἀπὸ τὴν ψυχή. Σ' αὐτὰ τὰ θέματα, ἀπὸ ὅ,τι ἐγὼ ἔχω καταλάβει, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χρει ἀζεται εἶναι, ἀφοῦ ὑπάρχει δίπλα σου ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχεις ὅλα τὰ δεδομένα νὰ τοῦ ἔχεις ἐμπιστοσύνη, νὰ ἀρχίσεις ἀπλά-ἁπλὰ νὰ λὲς: «Ἀφοῦ μοῦ τὸ λὲς, ἔτσι εἶναι». Καὶ ἄν κάνεις ὑπομονή, λίγο-λίγο ἐξαφανίζονται αὐτά. Δηλαδή, ἐκεῖνο ποὺ θεραπεύει τα πράγματα εἶναι νὰ μείνει σταθερός και νείς σ' αὐτό, στὸ ὅτι αὐτὰ τὰ ἀρρωστημένα πράγματα, ὅσο φοβερά κι ἄν τὰ νιώθει, εἶναι ἀνύπαρκτα, καὶ να κάνει τὴν ὑπομονή του. Ἀπό μια πλευρά, κάνοντας ὑπομονή μόνο ἀνθρωπίνως, θὰ ἀλλάξει ἀρκετά ψυχικά. Ἀλλά κάνοντας ὑπομονή καί ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στον Χριστό, σιγά-σιγά ἔρχεται ἡ χάρη, και θώς χρονίζει ἡ πίστη και τη βρίσκει σταθερή ἡ χάρη καὶ ἀρχίζει νὰ ἐνεργεῖ μέσα στὴν ψυχὴ καὶ νὰ θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο. Πότε και πόσο ὁ Θεός το ξέρει. Ὁπότε, ὅλα αὐτά τά ἀρρωστημένα ὄχι μόνο έξαφανίζονται, ἀλλά ἀπό κεῖ ποὺ ἦταν φοβερό μειονέκτημα, καταστροφή γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γίνονται μετά πλεονέκτημα. Αὐτή εἶναι ἡ καθαρή ἀλήθεια. Το πιστεύετε αὐτό;
30-6-1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου