Εγώ (Ich), Εαυτός (Selbst) και Εγώ (Ego). Μια φιλοσοφική διερεύνηση 3
Μια συνομιλία με τον Jochen Kirchhof
Αυτό πάντα βγαίνει στην επιφάνεια. Όταν λες σε παιδιά, ξέρεις, εκεί δεν ήσουν ακόμα. Εκεί ήμουν εγώ. Ήμουν εκεί. Δηλαδή δεν το αποδέχονται καθόλου. Και έχουν, με έναν τρόπο, και δίκιο που δεν το αποδέχονται.
Αυτό ήταν πριν από την εποχή σου. Πριν από τη δική μου εποχή; Τι είναι γενικά η εποχή μου; Αυτή η φλυαρία. Τι ήταν στη δική σου εποχή; Καμμία ανθρώπινη συνειδητότητα δεν μπορεί σοβαρά να κατανοήσει τον εαυτό της ως κάτι που έγινε.
Η συνείδηση σχεδόν καταρρέει όταν νιώθει υποχρεωμένη να σκεφτεί αυτή τη σκέψη. Το υπαρξιακό ψευδοθνητό πέρασμα από το μη-είναι στο είναι, από το σχεδόν-είναι στο πραγματικά-είναι, δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα μέσα της συνείδησης. Δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Το να έχει κανείς, ας πούμε, βρεθεί μέσα στην καθαρή ύπαρξη από μια προϋπάρχουσα κατάσταση, όπως κι αν αυτή είναι διαμορφωμένη, δεν είναι πραγματικά εφικτό μέ τή σκέψη. Ο Schelling το ονομάζει το "Unvordenkliche". Θαυμάσιος όρος.
Το Unvordenkliche. Εκεί δεν μπορεί να επιστρέψει η γνώση. Τουλάχιστον όχι με τον συνηθισμένο τρόπο. Όπως ακριβώς και το βήμα από το είναι στο μη-είναι, από τη συνειδητή ζωή στη μη-συνείδηση και, με αυτή την έννοια, στον απόλυτο θάνατο. Κανένα ζωντανό ον… Ο ίδιος ο θάνατος, λέει ο Schopenhauer, είναι για μας, παράθεση, «στην ουσία το πιο παραμυθένιο πράγμα στον κόσμο». Κατά κάποιον τρόπο ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του αθάνατο και αγέννητο.
Όπου το ΚΑΙ εδώ μπορεί να γίνει κατανοητό και αιτιολογικά ως ΕΠΕΙΔΗ. Όποιος είναι αγέννητος, δεν μπορεί και να πεθάνει. Όποιος δεν μπορεί να πεθάνει, δεν έχει ποτέ γεννηθεί. Και στα πιο βαθιά βάθη είμαστε πραγματικά και αληθινά αγέννητοι και ποτέ-μη-θνητοί, αναπόσπαστο και αχώριστο μέρος του συνολικού κόσμου. Στο τέλος θίγεται το ζήτημα της πραγματικότητας. Μπορεί το πραγματικό να μην έχει υπάρξει ποτέ; Δηλαδή, είναι κανείς εκεί, πώς να το πω, είναι σημαντικό να το συλλογιστεί αυτό για μια στιγμή.
Ακόμα και διαλογιστικά. Μπαίνει τότε κανείς σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, που του καθιστά σαφές ότι με την απλή αριθμητική της ορθολογικής συνείδησης δεν προχωρά ούτε ένα χιλιοστό. Πρέπει να βυθιστεί κανείς βαθύτερα.
Φυσικά γνωρίζουμε ότι οι περισσότερες διεργασίες στο ίδιο μας το σώμα λαμβάνουν χώρα ασυνείδητα. Ότι το εγώ της εγρήγορσης συλλαμβάνει μόνο ένα τμήμα του κόσμου. Ότι η περιοχή κυριαρχίας του είναι απειροελάχιστη σε σύγκριση με την εκθαμβωτική πληρότητα του σύμπαντος.
Ήδη μόνο των άλλων ανθρώπων, γενικότερα των ζωντανών όντων στη Γη, και φυσικά ο καθένας βιώνει —αν το «βιώνει» είναι η σωστή λέξη— την ίδια του την εξάλειψη του εγώ στον βαθύ, χωρίς όνειρα ύπνο. Καθημερινά και κάθε νύχτα βιώνουμε θάνατο-του-εγώ και γέννηση-του-εγώ. Ένα γεγονός που θα μπορούσε να μας ανησυχεί πιο διαρκώς απ’ ό,τι συνήθως συμβαίνει.
Για ένα διάστημα, και ως παιδί, και αργότερα ξανά και ξανά, αυτό με συγκλόνιζε αφάνταστα. Αυτή η ιδέα: γιατί εξαφανίζεται το εγώ μου; Ξαφνικά είναι απών. Αυτό πραγματικά με αναστάτωνε και με συνεπήρε.
Θέλω να ζήσω τη στιγμή που το εγώ μου εξαφανίζεται. Θέλω να το ζήσω αυτό. Θέλω να είμαι εκεί. Αλλά τότε δεν είμαι πια εκεί, γιατί έχω εξαφανιστεί. Από αυτή την άποψη είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Να πετύχει κανείς αυτό το σημείο… υπάρχουν άλλωστε διαλογιστικές σκέψεις γι’ αυτό: μπορεί άραγε να συλλάβει κανείς τη στιγμή του αποκοιμήματος; Εξαφανίζεσαι κάπως και εμφανίζεσαι κάποια στιγμή ως ένα εγώ-του-ονείρου.
Με μια εντελώς διαφορετική βιογραφία, και δείχνεις τελείως διαφορετικός, και το βρίσκεις απολύτως πραγματικό. Το βρίσκεις τελείως πραγματικό και στην ουσία απορείς γι’ αυτό. Κι όμως, το εγώ της εγρήγορσης εξεγείρεται ενάντια στον μαύρο τοίχο της μη-ύπαρξής του.
Ξανά και ξανά συντρίβεται, σχεδόν αιματηρά, πάνω σε αυτόν τον τοίχο, μεταξύ άλλων μέσα στη σκέψη, και στη σκέψη για τον θάνατο και την προγέννηση, όπου η προγέννηση εδώ θα έπρεπε να επεκταθεί προς τα πίσω και να περιλάβει επομένως και την μοιραία μορφή ύπαρξης και τό αίνιγμα των αινιγμάτων, τη λεγόμενη σύλληψη. Πολύ δύσκολη ερώτηση: όταν το άτομο μετενσαρκώνεται, πού βρίσκεται τότε κατά τη λεγόμενη σύλληψη; Ρουφιέται μέσα; Είναι μια συνειδητή διαδικασία ή μια εξαναγκαστική διαδικασία; Είναι, ας πούμε, μια καρμική δίνη που σε αρπάζει και σε τραβά μέσα ή είμαι κι εγώ συμμέτοχος; Έχω κι εγώ λόγο εκεί; Το καθορίζω κι εγώ; Έχουμε ήδη μιλήσει γι’ αυτά τα ζητήματα, σε σχέση με το ερώτημα της μετενσάρκωσης, με την ιδέα ότι, ακόμη κι αν τα έχω όλα θελήσει αυτά, μπορώ επίσης να το υποθέσω. Ερωτήσεις για το είναι ή το μη-είναι της εγώ-συνείδησης οδηγούν αναγκαστικά στο ερώτημα της πολικότητας εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου.
Εκεί καταλήγει κανείς πάλι στο ερώτημα του μέσα και του έξω. Ο άνθρωπος είναι ένα ον της εσωτερικής κόσμησης, αλλά είναι φυσικά και τοποθετημένος στον εξωτερικό κόσμο. Ο εξωτερικός κόσμος φαίνεται σχετικά σταθερά καρφωμένος, στην αρχή.
Ο εσωτερικός κόσμος είναι διαφορετικός. Έχει και αυτός τους νόμους του, αλλά έχει άλλον χαρακτήρα. Το ότι ο άνθρωπος έχει τόσο μεγάλη δυσκολία να σκέφτεται τον εαυτό του ως γεγονότα και ως θνητό, υποδηλώνει την υποψία ότι υπάρχει ένα οντολογικό φράγμα, δηλαδή ένα θεμελιώδες φράγμα, που μας χωρίζει, ως ενσαρκωμένα όντα, καταρχήν και δομικά από μια προγεννητική ή μεταθανάτια κατάσταση συνείδησης, η οποία όμως ταυτόχρονα είναι πάντοτε παρούσα και διαρκώς συνειδητά ή ασυνείδητα αισθητή.
Αυτή είναι η θέση μου. Ότι ο άνθρωπος, βαθιά μέσα του, γνωρίζει ότι εκεί υπάρχει πάντα, ας πούμε, ένας δεύτερος εαυτός, το Εγώ με κεφαλαίο, ότι αυτό πάντα συν-ενεργεί, συν-εργάζεται. Δεν μπορείς να το σκεφτείς με άμεσο τρόπο, αλλά είναι πάντα εκεί. Ο θάνατος είναι πάντα παρών και συν-παρών. Αν ο θάνατος ήταν το καθαρό μη-είναι, η καθαρή ανυπαρξία, τότε αυτή η παρουσία ή συν-ύπαρξη δεν θα υπήρχε. Άρα η θέση μου είναι ότι υπάρχει κάτι ουσιώδες, μία ουσιώδης οντότητα που έχει μια συγκεκριμένη μορφή και σχήμα, η οποία διαπερνά την ενσάρκωση.
Αυτό δεν είναι βουδιστικό. Δεν είναι επίσης εύκολα ερμηνεύσιμο μέσω κάποιων από τις εδώ στην Ευρώπη διαδεδομένες πεποιθήσεις. Είναι κάπως διαφορετικό.
Έχουμε ήδη θίξει αυτά τα ζητήματα. Αν κάποιος μοιάζει σε μία από τις προηγούμενες ενσαρκώσεις του, τι σημαίνει αυτό; Υπάρχει μια αποτύπωση που συνεχίζει; Τι σημαίνει αυτό; Πρέπει κανείς να το προϋποθέσει. Εγώ ξεκινώ από το θεμελιώδες ερώτημα: ποιος είμαι; Και προσπαθώ να το εμβαθύνω όλο και περισσότερο.
Και εκεί υπάρχει φυσικά ένα όριο. Μπορώ να υπερβώ αυτό το όριο; Συνειδητά ασφαλώς όχι. Αλλά υπάρχει ωστόσο μια δυνατότητα για μια άλλη κατάσταση συνείδησης, η οποία επίσης μου δίνει πληροφορία για το βάθος του Εγώ.
Και αυτό ακριβώς πιστεύω, ότι το Εγώ είναι πολύ ευρύ και βαθύ. Και παραμένει Εγώ, ακόμη κι όταν κάποιος βιώνει μια κατάσταση συνείδησης όπου διευρύνεται και υπερβαίνει τον εαυτό του και, ας πούμε, πλημμυρίζει τον κόσμο με μια αμοιβαία διαπεραστική συνειδητότητα∙ κι όμως, στο εσώτατο, ο άνθρωπος παραμένει το άτομο, το άτομο. Δεν είναι ότι το άτομο εξαφανίζεται πλήρως.
Στο απεριόριστο θέλει ευχαρίστως να εξαφανιστεί το άτομο, όπως λέει ο Goethe στην Weltseele: ότι το να παραδίδει κανείς τον εαυτό του είναι απόλαυση, ότι χαίρεται να εξαφανίζεται. Το περίφημο θέμα με τη σταγόνα και τον ωκεανό. Ε, αυτό δεν το πιστεύω.Εκεί υπάρχει μία ουσιαστική θέση. Η θέση μου είναι ότι το Εγώ δεν είναι μια σταγόνα που εξαφανίζεται μέσα στη θάλασσα. Δεν το πιστεύω αυτό.
Και τότε μπορεί κανείς να πει: ο Johann Kirchhoff είναι προφανώς έντονα διαποτισμένος από την εγωικότητα, έτσι όπως υπάρχει εδώ στη Δύση. Δεν μπορεί να το αποδεχτεί αυτό, είναι απλώς πεισματικά ή δογματικά προσκολλημένος ή θεωρεί τον εαυτό του τόσο σπουδαίο που θέλει να συνεχίσει να υπάρχει για πάντα. Αλλά εντάξει, μπορεί κανείς να τα πει όλα αυτά.
Εγώ έχω την εντύπωση ότι η ύπαρξη εμπεριέχει κάτι παραπάνω. Ότι υπάρχει περισσότερη ουσία. Και αυτό εννοώ με τον όρο «κοσμικός Anthropos».
Anthropos σημαίνει απλώς άνθρωπος, άνθρωπος είναι ελληνική λέξη. Και ότι ο άνθρωπος είναι προσανατολισμένος προς κάτι. Ότι υπάρχει ένα telos.
Και το Εγώ είναι υφασμένο μέσα σε αυτό. Είμαστε όντα-Εγώ στο ρεύμα του χρόνου, στο καρμικό ρεύμα, ενσαρκωνόμαστε ξανά και ξανά, και υπάρχει ωστόσο μία βασική ουσία που διαπερνά όλα αυτά, η οποία αποτελεί επίσης μια ταυτότητα. Ακριβώς, κάτι που έχει να κάνει με την ταυτότητα.
Φυσικά ο καθένας έχει αναπτύξει μια ορισμένη ταυτότητα μέσα στη βιογραφία του. Σπούδασα αυτό κι εκείνο, έδωσα υπέροχες διαλέξεις, έγραψα καλά βιβλία και γενικά μπορεί κανείς να συσσωρεύει ό,τι θέλει. Και αυτή είναι η ταυτότητά μου και θέλω να την κρατήσω, έτσι είμαι.
Και διάολε, είσαι μια σταγόνα που κάποια στιγμή θα πέσει πάλι στη θάλασσα. Αυτή την ταυτότητα, και στον κοινωνικό τομέα, ο Joga (Persona) την ονόμασε. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι εντελώς απατηλός.
Αλλά αυτή εκβάλλει σε μια άλλη, δηλαδή σε μια ανώτερη ταυτότητα. Και όλα αυτά συνεχίζονται. Δεν είμαι προσκολλημένος στην ταυτότητα έτσι όπως την απέκτησα εδώ.
Αλλιώς δεν θα μπορούσε να υπάρξει καμία συνέχεια. Αλλά αυτό παίζει ρόλο. Το να είμαι Εγώ σημαίνει επίσης να έχω ταυτότητα.
Δεν είναι διάχυτο, αλλά συγκεκριμένο. Συγκεκριμένο σημαίνει επίσης να έχεις χαρακτήρα. Δεν χρειάζεται να υποστηρίξει κανείς τη θέση του Schopenhauer, ότι ο χαρακτήρας είναι αναλλοίωτος.
Ίσως να είναι κι έτσι. Αλλά εκεί υπάρχει ένα σημείο εκκίνησης. Εγώ είμαι, θα έλεγα, ένας ματαδόρ του Εγώ στη φιλοσοφία. Και αυτό το υπερασπίζομαι.
Πάντα το υπερασπίστηκα. Θεωρώ το Εγώ πραγματικό με την βαθύτερη έννοια. Χωρίς να ακολουθώ κάποια επιφανειακή θέση. Υπάρχει κάτι που δεν μπορεί ούτε να συρρικνωθεί ούτε να σβηστεί. Αλλά επίσης, μπορούμε να το συζητήσουμε, υπάρχει και μια πνευματική διάσταση, όπως μπορεί κανείς ήδη να διαβάσει στον Eckhart. Ίσως αυτό μας οδηγεί στο ερώτημα για τη σχέση του Εγώ και του Θείου.
Όπως ανέφερες εδώ για τον Herbert Fritsche, ότι το Εγώ είναι το όργανο του Θεού στον άνθρωπο. Ναι, αυτή είναι μια απίστευτη δήλωση που διατύπωσε ο Herbert Fritsche, φυσιοφιλόσοφος και βιολόγος, 1911 έως 1961 νομίζω. Πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος.
Λίγοι τον γνωρίζουν. Το Εγώ είναι το όργανο του Θεού στον άνθρωπο. Κατοικεί στο σώμα, αλλά δεν περιορίζεται από το σώμα.
Λοιπόν, τι είναι τότε αυτό; Έχω μερικές φορές σκεφτεί ότι —ο ακροατής ή ο θεατής σίγουρα γνωρίζει την ιδέα του Radialfeld— ότι η ύλη διαπερνάται από ακτινοβολία, τα άστρα διαπερνώνται από ακτινοβολία. Υπάρχει άραγε ένα ανάλογο στον άνθρωπο για αυτό το πεδίο ακτινοβολίας ενός άστρου, που αποτελεί την πρωταρχική ουσία, το πρωταρχικό πεδίο που συγκρατεί την ύλη και τη μεταφέρει στον χώρο κ.λπ.; Γι’ αυτά μιλάμε συνεχώς.
Υπάρχει κάτι ανάλογο στον άνθρωπο; Τι θα ήταν αυτό; Το Εγώ. Αυτό είναι το Εγώ.
Αυτή είναι η αντιστοιχία. Διότι το Εγώ, το Εγώ είναι ο πυρήνας, είναι πολύ πιο πραγματικό από το φυσικό σώμα. Όταν το Εγώ αποσυρθεί, αυτό είναι ένα νεκρό σώμα.
Είναι κάτι άλλο. Το σώμα είναι εμψυχωμένο, κατοικημένο, διαπερασμένο από ακτινοβολία, εμποτισμένο, ρυθμισμένο και τα λοιπά, πνευματοποιημένο, αυτό είναι σαφές. Αλλά υπάρχει κάτι άλλο που συνιστά μια μεταφυσική πραγματικότητα.
Και αυτό μπορεί κανείς να το κατανοήσει και αυτό είναι ένα ανάλογο του Radialfeld. Θα πήγαινα μάλιστα τόσο μακριά ώστε να πω ότι ο άνθρωπος ως άτομο, στο βάθος του, στη μεταφυσική του βαθύτητα ως μεγάλο Εγώ στον δρόμο προς τον κοσμικό Anthropos, είναι πολύ πιο πραγματικός απ’ όσο στην φυσική του ύπαρξη. Αλλά όταν λέει κανείς ότι αυτό είναι, με έναν τρόπο, ο κόσμος της φαινομενικότητας, όπως λέει ο Helmut Krause, αυτό δεν αποτελεί υποτίμηση, αλλά είναι θεμελιωμένο, εδρασμένο, διαπεπλεγμένο από κάτι άλλο.
Αυτός ο κόσμος θα κατέρρεε αμέσως, αν κάποιος του αφαιρούσε για μια στιγμή αυτή τη θεμελίωση∙ αν για κλάσμα δευτερολέπτου εξαφανιζόταν. Ή αν το Εγώ, το Εγώ, έστω για μια μικρή στιγμή, απλώς αποσυρόταν από το σώμα, για δευτερόλεπτο, έστω για μια στιγμή∙ τότε το σώμα είναι απλά ένα νεκρό κάτι. Αυτό είναι επίσης μια εμψυχωτική στιγμή, επειδή σημαίνει επίσης κοσμική ψυχή, και αυτό μπορεί κανείς να το θεμελιώσει πολύ καλά.
Λοιπόν, στο βιβλίο μου Die Anderswelt το έχω παρουσιάσει αυτό πολύ διαφοροποιημένα. Πράγματι και, ας το πούμε, με τρόπο ορθολογικά κατανοήσιμο. Δεν είναι μυστικισμός. Δεν είμαι μυστικιστής, για να το πω ξεκάθαρα. Δεν είμαι μυστικιστής. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι ένας ορθολογικός φιλόσοφος.
Είμαι επίσης ορθολογικός. Αλλά θέλω τα πράγματα να μπορούν να γίνονται κατανοητά μέχρι το σημείο της γνώσης, και μάλιστα λογικά, με αυτή την έννοια ορθολογικά. Αλλά δεν είμαι ούτε ορθολογιστής ούτε μυστικιστής.
https://www.youtube.com/watch?v=ni57K1f4X7I&t=2821s
Μια συνομιλία με τον Jochen Kirchhof
Αυτό πάντα βγαίνει στην επιφάνεια. Όταν λες σε παιδιά, ξέρεις, εκεί δεν ήσουν ακόμα. Εκεί ήμουν εγώ. Ήμουν εκεί. Δηλαδή δεν το αποδέχονται καθόλου. Και έχουν, με έναν τρόπο, και δίκιο που δεν το αποδέχονται.
Αυτό ήταν πριν από την εποχή σου. Πριν από τη δική μου εποχή; Τι είναι γενικά η εποχή μου; Αυτή η φλυαρία. Τι ήταν στη δική σου εποχή; Καμμία ανθρώπινη συνειδητότητα δεν μπορεί σοβαρά να κατανοήσει τον εαυτό της ως κάτι που έγινε.
Η συνείδηση σχεδόν καταρρέει όταν νιώθει υποχρεωμένη να σκεφτεί αυτή τη σκέψη. Το υπαρξιακό ψευδοθνητό πέρασμα από το μη-είναι στο είναι, από το σχεδόν-είναι στο πραγματικά-είναι, δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα μέσα της συνείδησης. Δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Το να έχει κανείς, ας πούμε, βρεθεί μέσα στην καθαρή ύπαρξη από μια προϋπάρχουσα κατάσταση, όπως κι αν αυτή είναι διαμορφωμένη, δεν είναι πραγματικά εφικτό μέ τή σκέψη. Ο Schelling το ονομάζει το "Unvordenkliche". Θαυμάσιος όρος.
Το Unvordenkliche. Εκεί δεν μπορεί να επιστρέψει η γνώση. Τουλάχιστον όχι με τον συνηθισμένο τρόπο. Όπως ακριβώς και το βήμα από το είναι στο μη-είναι, από τη συνειδητή ζωή στη μη-συνείδηση και, με αυτή την έννοια, στον απόλυτο θάνατο. Κανένα ζωντανό ον… Ο ίδιος ο θάνατος, λέει ο Schopenhauer, είναι για μας, παράθεση, «στην ουσία το πιο παραμυθένιο πράγμα στον κόσμο». Κατά κάποιον τρόπο ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του αθάνατο και αγέννητο.
Όπου το ΚΑΙ εδώ μπορεί να γίνει κατανοητό και αιτιολογικά ως ΕΠΕΙΔΗ. Όποιος είναι αγέννητος, δεν μπορεί και να πεθάνει. Όποιος δεν μπορεί να πεθάνει, δεν έχει ποτέ γεννηθεί. Και στα πιο βαθιά βάθη είμαστε πραγματικά και αληθινά αγέννητοι και ποτέ-μη-θνητοί, αναπόσπαστο και αχώριστο μέρος του συνολικού κόσμου. Στο τέλος θίγεται το ζήτημα της πραγματικότητας. Μπορεί το πραγματικό να μην έχει υπάρξει ποτέ; Δηλαδή, είναι κανείς εκεί, πώς να το πω, είναι σημαντικό να το συλλογιστεί αυτό για μια στιγμή.
Ακόμα και διαλογιστικά. Μπαίνει τότε κανείς σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, που του καθιστά σαφές ότι με την απλή αριθμητική της ορθολογικής συνείδησης δεν προχωρά ούτε ένα χιλιοστό. Πρέπει να βυθιστεί κανείς βαθύτερα.
Φυσικά γνωρίζουμε ότι οι περισσότερες διεργασίες στο ίδιο μας το σώμα λαμβάνουν χώρα ασυνείδητα. Ότι το εγώ της εγρήγορσης συλλαμβάνει μόνο ένα τμήμα του κόσμου. Ότι η περιοχή κυριαρχίας του είναι απειροελάχιστη σε σύγκριση με την εκθαμβωτική πληρότητα του σύμπαντος.
Ήδη μόνο των άλλων ανθρώπων, γενικότερα των ζωντανών όντων στη Γη, και φυσικά ο καθένας βιώνει —αν το «βιώνει» είναι η σωστή λέξη— την ίδια του την εξάλειψη του εγώ στον βαθύ, χωρίς όνειρα ύπνο. Καθημερινά και κάθε νύχτα βιώνουμε θάνατο-του-εγώ και γέννηση-του-εγώ. Ένα γεγονός που θα μπορούσε να μας ανησυχεί πιο διαρκώς απ’ ό,τι συνήθως συμβαίνει.
Για ένα διάστημα, και ως παιδί, και αργότερα ξανά και ξανά, αυτό με συγκλόνιζε αφάνταστα. Αυτή η ιδέα: γιατί εξαφανίζεται το εγώ μου; Ξαφνικά είναι απών. Αυτό πραγματικά με αναστάτωνε και με συνεπήρε.
Θέλω να ζήσω τη στιγμή που το εγώ μου εξαφανίζεται. Θέλω να το ζήσω αυτό. Θέλω να είμαι εκεί. Αλλά τότε δεν είμαι πια εκεί, γιατί έχω εξαφανιστεί. Από αυτή την άποψη είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Να πετύχει κανείς αυτό το σημείο… υπάρχουν άλλωστε διαλογιστικές σκέψεις γι’ αυτό: μπορεί άραγε να συλλάβει κανείς τη στιγμή του αποκοιμήματος; Εξαφανίζεσαι κάπως και εμφανίζεσαι κάποια στιγμή ως ένα εγώ-του-ονείρου.
Με μια εντελώς διαφορετική βιογραφία, και δείχνεις τελείως διαφορετικός, και το βρίσκεις απολύτως πραγματικό. Το βρίσκεις τελείως πραγματικό και στην ουσία απορείς γι’ αυτό. Κι όμως, το εγώ της εγρήγορσης εξεγείρεται ενάντια στον μαύρο τοίχο της μη-ύπαρξής του.
Ξανά και ξανά συντρίβεται, σχεδόν αιματηρά, πάνω σε αυτόν τον τοίχο, μεταξύ άλλων μέσα στη σκέψη, και στη σκέψη για τον θάνατο και την προγέννηση, όπου η προγέννηση εδώ θα έπρεπε να επεκταθεί προς τα πίσω και να περιλάβει επομένως και την μοιραία μορφή ύπαρξης και τό αίνιγμα των αινιγμάτων, τη λεγόμενη σύλληψη. Πολύ δύσκολη ερώτηση: όταν το άτομο μετενσαρκώνεται, πού βρίσκεται τότε κατά τη λεγόμενη σύλληψη; Ρουφιέται μέσα; Είναι μια συνειδητή διαδικασία ή μια εξαναγκαστική διαδικασία; Είναι, ας πούμε, μια καρμική δίνη που σε αρπάζει και σε τραβά μέσα ή είμαι κι εγώ συμμέτοχος; Έχω κι εγώ λόγο εκεί; Το καθορίζω κι εγώ; Έχουμε ήδη μιλήσει γι’ αυτά τα ζητήματα, σε σχέση με το ερώτημα της μετενσάρκωσης, με την ιδέα ότι, ακόμη κι αν τα έχω όλα θελήσει αυτά, μπορώ επίσης να το υποθέσω. Ερωτήσεις για το είναι ή το μη-είναι της εγώ-συνείδησης οδηγούν αναγκαστικά στο ερώτημα της πολικότητας εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου.
Εκεί καταλήγει κανείς πάλι στο ερώτημα του μέσα και του έξω. Ο άνθρωπος είναι ένα ον της εσωτερικής κόσμησης, αλλά είναι φυσικά και τοποθετημένος στον εξωτερικό κόσμο. Ο εξωτερικός κόσμος φαίνεται σχετικά σταθερά καρφωμένος, στην αρχή.
Ο εσωτερικός κόσμος είναι διαφορετικός. Έχει και αυτός τους νόμους του, αλλά έχει άλλον χαρακτήρα. Το ότι ο άνθρωπος έχει τόσο μεγάλη δυσκολία να σκέφτεται τον εαυτό του ως γεγονότα και ως θνητό, υποδηλώνει την υποψία ότι υπάρχει ένα οντολογικό φράγμα, δηλαδή ένα θεμελιώδες φράγμα, που μας χωρίζει, ως ενσαρκωμένα όντα, καταρχήν και δομικά από μια προγεννητική ή μεταθανάτια κατάσταση συνείδησης, η οποία όμως ταυτόχρονα είναι πάντοτε παρούσα και διαρκώς συνειδητά ή ασυνείδητα αισθητή.
Αυτή είναι η θέση μου. Ότι ο άνθρωπος, βαθιά μέσα του, γνωρίζει ότι εκεί υπάρχει πάντα, ας πούμε, ένας δεύτερος εαυτός, το Εγώ με κεφαλαίο, ότι αυτό πάντα συν-ενεργεί, συν-εργάζεται. Δεν μπορείς να το σκεφτείς με άμεσο τρόπο, αλλά είναι πάντα εκεί. Ο θάνατος είναι πάντα παρών και συν-παρών. Αν ο θάνατος ήταν το καθαρό μη-είναι, η καθαρή ανυπαρξία, τότε αυτή η παρουσία ή συν-ύπαρξη δεν θα υπήρχε. Άρα η θέση μου είναι ότι υπάρχει κάτι ουσιώδες, μία ουσιώδης οντότητα που έχει μια συγκεκριμένη μορφή και σχήμα, η οποία διαπερνά την ενσάρκωση.
Αυτό δεν είναι βουδιστικό. Δεν είναι επίσης εύκολα ερμηνεύσιμο μέσω κάποιων από τις εδώ στην Ευρώπη διαδεδομένες πεποιθήσεις. Είναι κάπως διαφορετικό.
Έχουμε ήδη θίξει αυτά τα ζητήματα. Αν κάποιος μοιάζει σε μία από τις προηγούμενες ενσαρκώσεις του, τι σημαίνει αυτό; Υπάρχει μια αποτύπωση που συνεχίζει; Τι σημαίνει αυτό; Πρέπει κανείς να το προϋποθέσει. Εγώ ξεκινώ από το θεμελιώδες ερώτημα: ποιος είμαι; Και προσπαθώ να το εμβαθύνω όλο και περισσότερο.
Και εκεί υπάρχει φυσικά ένα όριο. Μπορώ να υπερβώ αυτό το όριο; Συνειδητά ασφαλώς όχι. Αλλά υπάρχει ωστόσο μια δυνατότητα για μια άλλη κατάσταση συνείδησης, η οποία επίσης μου δίνει πληροφορία για το βάθος του Εγώ.
Και αυτό ακριβώς πιστεύω, ότι το Εγώ είναι πολύ ευρύ και βαθύ. Και παραμένει Εγώ, ακόμη κι όταν κάποιος βιώνει μια κατάσταση συνείδησης όπου διευρύνεται και υπερβαίνει τον εαυτό του και, ας πούμε, πλημμυρίζει τον κόσμο με μια αμοιβαία διαπεραστική συνειδητότητα∙ κι όμως, στο εσώτατο, ο άνθρωπος παραμένει το άτομο, το άτομο. Δεν είναι ότι το άτομο εξαφανίζεται πλήρως.
Στο απεριόριστο θέλει ευχαρίστως να εξαφανιστεί το άτομο, όπως λέει ο Goethe στην Weltseele: ότι το να παραδίδει κανείς τον εαυτό του είναι απόλαυση, ότι χαίρεται να εξαφανίζεται. Το περίφημο θέμα με τη σταγόνα και τον ωκεανό. Ε, αυτό δεν το πιστεύω.Εκεί υπάρχει μία ουσιαστική θέση. Η θέση μου είναι ότι το Εγώ δεν είναι μια σταγόνα που εξαφανίζεται μέσα στη θάλασσα. Δεν το πιστεύω αυτό.
Και τότε μπορεί κανείς να πει: ο Johann Kirchhoff είναι προφανώς έντονα διαποτισμένος από την εγωικότητα, έτσι όπως υπάρχει εδώ στη Δύση. Δεν μπορεί να το αποδεχτεί αυτό, είναι απλώς πεισματικά ή δογματικά προσκολλημένος ή θεωρεί τον εαυτό του τόσο σπουδαίο που θέλει να συνεχίσει να υπάρχει για πάντα. Αλλά εντάξει, μπορεί κανείς να τα πει όλα αυτά.
Εγώ έχω την εντύπωση ότι η ύπαρξη εμπεριέχει κάτι παραπάνω. Ότι υπάρχει περισσότερη ουσία. Και αυτό εννοώ με τον όρο «κοσμικός Anthropos».
Anthropos σημαίνει απλώς άνθρωπος, άνθρωπος είναι ελληνική λέξη. Και ότι ο άνθρωπος είναι προσανατολισμένος προς κάτι. Ότι υπάρχει ένα telos.
Και το Εγώ είναι υφασμένο μέσα σε αυτό. Είμαστε όντα-Εγώ στο ρεύμα του χρόνου, στο καρμικό ρεύμα, ενσαρκωνόμαστε ξανά και ξανά, και υπάρχει ωστόσο μία βασική ουσία που διαπερνά όλα αυτά, η οποία αποτελεί επίσης μια ταυτότητα. Ακριβώς, κάτι που έχει να κάνει με την ταυτότητα.
Φυσικά ο καθένας έχει αναπτύξει μια ορισμένη ταυτότητα μέσα στη βιογραφία του. Σπούδασα αυτό κι εκείνο, έδωσα υπέροχες διαλέξεις, έγραψα καλά βιβλία και γενικά μπορεί κανείς να συσσωρεύει ό,τι θέλει. Και αυτή είναι η ταυτότητά μου και θέλω να την κρατήσω, έτσι είμαι.
Και διάολε, είσαι μια σταγόνα που κάποια στιγμή θα πέσει πάλι στη θάλασσα. Αυτή την ταυτότητα, και στον κοινωνικό τομέα, ο Joga (Persona) την ονόμασε. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι εντελώς απατηλός.
Αλλά αυτή εκβάλλει σε μια άλλη, δηλαδή σε μια ανώτερη ταυτότητα. Και όλα αυτά συνεχίζονται. Δεν είμαι προσκολλημένος στην ταυτότητα έτσι όπως την απέκτησα εδώ.
Αλλιώς δεν θα μπορούσε να υπάρξει καμία συνέχεια. Αλλά αυτό παίζει ρόλο. Το να είμαι Εγώ σημαίνει επίσης να έχω ταυτότητα.
Δεν είναι διάχυτο, αλλά συγκεκριμένο. Συγκεκριμένο σημαίνει επίσης να έχεις χαρακτήρα. Δεν χρειάζεται να υποστηρίξει κανείς τη θέση του Schopenhauer, ότι ο χαρακτήρας είναι αναλλοίωτος.
Ίσως να είναι κι έτσι. Αλλά εκεί υπάρχει ένα σημείο εκκίνησης. Εγώ είμαι, θα έλεγα, ένας ματαδόρ του Εγώ στη φιλοσοφία. Και αυτό το υπερασπίζομαι.
Πάντα το υπερασπίστηκα. Θεωρώ το Εγώ πραγματικό με την βαθύτερη έννοια. Χωρίς να ακολουθώ κάποια επιφανειακή θέση. Υπάρχει κάτι που δεν μπορεί ούτε να συρρικνωθεί ούτε να σβηστεί. Αλλά επίσης, μπορούμε να το συζητήσουμε, υπάρχει και μια πνευματική διάσταση, όπως μπορεί κανείς ήδη να διαβάσει στον Eckhart. Ίσως αυτό μας οδηγεί στο ερώτημα για τη σχέση του Εγώ και του Θείου.
Όπως ανέφερες εδώ για τον Herbert Fritsche, ότι το Εγώ είναι το όργανο του Θεού στον άνθρωπο. Ναι, αυτή είναι μια απίστευτη δήλωση που διατύπωσε ο Herbert Fritsche, φυσιοφιλόσοφος και βιολόγος, 1911 έως 1961 νομίζω. Πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος.
Λίγοι τον γνωρίζουν. Το Εγώ είναι το όργανο του Θεού στον άνθρωπο. Κατοικεί στο σώμα, αλλά δεν περιορίζεται από το σώμα.
Λοιπόν, τι είναι τότε αυτό; Έχω μερικές φορές σκεφτεί ότι —ο ακροατής ή ο θεατής σίγουρα γνωρίζει την ιδέα του Radialfeld— ότι η ύλη διαπερνάται από ακτινοβολία, τα άστρα διαπερνώνται από ακτινοβολία. Υπάρχει άραγε ένα ανάλογο στον άνθρωπο για αυτό το πεδίο ακτινοβολίας ενός άστρου, που αποτελεί την πρωταρχική ουσία, το πρωταρχικό πεδίο που συγκρατεί την ύλη και τη μεταφέρει στον χώρο κ.λπ.; Γι’ αυτά μιλάμε συνεχώς.
Υπάρχει κάτι ανάλογο στον άνθρωπο; Τι θα ήταν αυτό; Το Εγώ. Αυτό είναι το Εγώ.
Αυτή είναι η αντιστοιχία. Διότι το Εγώ, το Εγώ είναι ο πυρήνας, είναι πολύ πιο πραγματικό από το φυσικό σώμα. Όταν το Εγώ αποσυρθεί, αυτό είναι ένα νεκρό σώμα.
Είναι κάτι άλλο. Το σώμα είναι εμψυχωμένο, κατοικημένο, διαπερασμένο από ακτινοβολία, εμποτισμένο, ρυθμισμένο και τα λοιπά, πνευματοποιημένο, αυτό είναι σαφές. Αλλά υπάρχει κάτι άλλο που συνιστά μια μεταφυσική πραγματικότητα.
Και αυτό μπορεί κανείς να το κατανοήσει και αυτό είναι ένα ανάλογο του Radialfeld. Θα πήγαινα μάλιστα τόσο μακριά ώστε να πω ότι ο άνθρωπος ως άτομο, στο βάθος του, στη μεταφυσική του βαθύτητα ως μεγάλο Εγώ στον δρόμο προς τον κοσμικό Anthropos, είναι πολύ πιο πραγματικός απ’ όσο στην φυσική του ύπαρξη. Αλλά όταν λέει κανείς ότι αυτό είναι, με έναν τρόπο, ο κόσμος της φαινομενικότητας, όπως λέει ο Helmut Krause, αυτό δεν αποτελεί υποτίμηση, αλλά είναι θεμελιωμένο, εδρασμένο, διαπεπλεγμένο από κάτι άλλο.
Αυτός ο κόσμος θα κατέρρεε αμέσως, αν κάποιος του αφαιρούσε για μια στιγμή αυτή τη θεμελίωση∙ αν για κλάσμα δευτερολέπτου εξαφανιζόταν. Ή αν το Εγώ, το Εγώ, έστω για μια μικρή στιγμή, απλώς αποσυρόταν από το σώμα, για δευτερόλεπτο, έστω για μια στιγμή∙ τότε το σώμα είναι απλά ένα νεκρό κάτι. Αυτό είναι επίσης μια εμψυχωτική στιγμή, επειδή σημαίνει επίσης κοσμική ψυχή, και αυτό μπορεί κανείς να το θεμελιώσει πολύ καλά.
Λοιπόν, στο βιβλίο μου Die Anderswelt το έχω παρουσιάσει αυτό πολύ διαφοροποιημένα. Πράγματι και, ας το πούμε, με τρόπο ορθολογικά κατανοήσιμο. Δεν είναι μυστικισμός. Δεν είμαι μυστικιστής, για να το πω ξεκάθαρα. Δεν είμαι μυστικιστής. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι ένας ορθολογικός φιλόσοφος.
Είμαι επίσης ορθολογικός. Αλλά θέλω τα πράγματα να μπορούν να γίνονται κατανοητά μέχρι το σημείο της γνώσης, και μάλιστα λογικά, με αυτή την έννοια ορθολογικά. Αλλά δεν είμαι ούτε ορθολογιστής ούτε μυστικιστής.
Νομίζω ότι ο μυστικισμός σήμερα δεν μας βοηθά. Με όλο τον σεβασμό για το παρελθόν, σήμερα ο μυστικισμός, κατά τη γνώμη μου, δεν μας πάει παραπέρα.
Πολλοί θα πουν: «Ο Kirchhofer το λέει αυτό, δεν έχει ιδέα».
Καλά, το λαμβάνω υπόψη. Γνωρίζω αυτή τη στάση και μπορώ να την χειριστώ καλά. Δεν με αγγίζει. Αλλά δεν πιστεύω στην αξία του μυστικισμού σήμερα. Παλιά ήταν αλλιώς. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Στην εποχή του Eckart ο μυστικισμός ήταν συγχρόνως και υψηλού επιπέδου διανόηση. Παρεμπιπτόντως, το ίδιο και ο Buddha. Να μην το ξεχνάμε.
Ο Buddha δεν είναι μυστικιστής. Για να το πούμε καθαρά. Ο Buddha, στην επιχειρηματολογία του —εφόσον ακολουθήσουμε αυτό που μπορούμε να διαβάσουμε και αν υποθέσουμε ότι η κατεύθυνση είναι βασικά σωστή— επιχειρηματολογεί με λεπίδα ξυραφιού, απολύτως ορθολογικά.
Ο Giordano Bruno δεν ήταν μυστικιστής. Επιχειρηματολογούσε επίσης εντελώς καθαρά, διανοητικά. Όλοι οι μεγάλοι πνευματικοί δημιουργοί, όταν χρειαζόταν, επιχειρηματολογούσαν λογικά, ορθολογικά.
Και ο Buddha δεν είναι μυστικιστής. Ποτέ δεν υπήρξε — θα ήταν παρεξήγηση, νομίζω. Μπορούμε τώρα να το συμπληρώσουμε ή να το εμβαθύνουμε με ερωτήματα που, ουσιαστικά, ήδη έχεις θίξει, αλλά που ίσως μπορεί κανείς να αναδείξει ξανά.
Πού εδρεύει το Εγώ; Αυτή θα ήταν ξανά η ερώτηση για το ανάλογο μεταξύ Radialfeld (ακτινωτού πεδίου) και Εγώ, για παράδειγμα. Σωστά. Είναι ένα συναρπαστικό ερώτημα, που δεν είναι απλώς ένα aperçu.
Αν θέσω το ερώτημα: από πού ακριβώς καταλαμβάνω το σώμα μου; Έχει κανείς μερικές φορές την αίσθηση —ή εγώ τουλάχιστον την έχω— και άλλοι άνθρωποι ίσως επίσης, ότι καθοδηγώ το σώμα μου από ένα είδος κεντρικής μονάδας, σαν ένα κέντρο ελέγχου. Και αυτό δεν βρίσκεται πάντα στο ίδιο σημείο. Μερικές φορές βρίσκεται από πάνω, άλλες φορές είναι στο κεφάλι, και μερικές φορές είναι πιο στο σωματικό πεδίο.
Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ μεγαλύτερο και με κατευθύνει μέσα στο πλήθος. Έχω τη θέση —την έχω επίσης διατυπώσει εδώ στο Die Anderswelt— ότι κάθε άνθρωπος έχει κατά βάση μια πολυ-προοπτική θεμελιώδη αντίληψη και βλέπει τον εαυτό του από όλες τις πλευρές ταυτόχρονα. Ο καθένας έχει μια χωρική αντίληψη, και επίσης για το πώς ο ίδιος βρίσκεται στον χώρο, από πίσω, από το πλάι, από πάνω και από κάτω.
Μόνο έτσι μπορεί κανείς να έχει προσανατολισμό στον χώρο. Αλλιώς θα σκουντουφλούσαμε συνεχώς. Αλλά έχουμε έναν εύκαμπτο τρόπο να κινούμαστε μέσα σε όλα.
Ο άνθρωπος έχει μια πολυ-προοπτική αντίληψη. Δηλαδή το Εγώ —το Εγώ με κεφαλαίο, στον δρόμο προς τον κοσμικό Anthropos— βλέπει επίσης πίσω και μπροστά και στα πλάγια, τρόπον τινά ταυτόχρονα. Και τότε ρίχνουμε ακόμη και ένα μάτι που περιστρέφεται. Υπάρχουν, σε οριακές καταστάσεις —έχει συχνά αναφερθεί— άνθρωποι που έχουν πανοραμική όραση. Το έχω ζήσει μία φορά. Χωρίς να έχω πάρει ψυχοδραστική ουσία. Το έζησα μία φορά. Ήμουν στις αρχές των τριάντα. Καθόμουν στο γραφείο μου, κάπως εξαντλημένος, και ξαφνικά το αντιλήφθηκα πραγματικά.
Μπορείς να το πιστέψεις, όταν το λέω εδώ στην κάμερα, ότι δεν επινοώ κάποια ιστορία για να φανώ ενδιαφέρων ή σημαντικός. Είδα πραγματικά καθαρά και ξεκάθαρα ολόκληρο το δωμάτιο από όλες τις πλευρές ταυτόχρονα. Σαν ένα κεφάλι που είναι παντού μάτι.
Αυτό είναι τη στιγμή εκείνη τρομακτικό, αλλά δείχνει ότι είναι πραγματικό. Υπάρχουν πολλές εμπειρίες προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα άνθρωποι στον πόλεμο.
Απειλή από πίσω. Ξαφνικά είδαν τι βρίσκεται πίσω τους. Μερικές φορές έχεις την αίσθηση ότι πίσω υπάρχει κάτι άλλο.
Ότι ο χώρος πίσω μας αισθάνεται διαφορετικά από μπροστά. Μπροστά έχουμε τον κατευθυντικό χώρο. Το οπτικό πεδίο είναι ένα οριζόντιο οβάλ και όταν προχωράμε προς τα εμπρός, μπαίνουμε μέσα σε αυτό το οπτικό πεδίο.
Αλλά πίσω υπάρχει επίσης. Μόνο που είναι διαφορετικό. Ο χώρος πίσω μας αισθάνεται διαφορετικά. Είναι, κατά βάση, επίσης προσπελάσιμος. Έτσι έχω την αίσθηση ότι αυτό το Εγώ, στην πολυπροοπτικότητά του, αποκαλύφθηκε. Έτσι είναι.
Το χρειαζόμαστε για να λειτουργούμε στο υλικό επίπεδο. Έτσι αντιλαμβανόμαστε και τον άλλο άνθρωπο. Οι επαναλήψεις δεν βλάπτουν, αγαπητοί παρευρισκόμενοι.
Δεν αντιλαμβάνομαι τον άλλον ως σώμα. Δεν αντιλαμβάνομαι τον άλλον άνθρωπο ως καθαρή σάρκα. Αυτό θα ήταν απάνθρωπο.
Πάντοτε, τη στιγμή εκείνη, αντιλαμβάνομαι ότι μέσα του και πίσω του υπάρχει κάτι άλλο. Στο βλέμμα των ματιών, στο μυστήριο του βλέμματος —και στο βλέμμα ανάμεσα σε δύο ζευγάρια μάτια, που συχνά είναι ταμπού σε πολλές κουλτούρες. Δεν επιτρέπεται.
Μην κοιτάς τον άλλον. Είναι ταμπού. Αλλά εκείνη τη στιγμή συμβαίνει κάτι.
Εκεί αγγίζονται οντότητες. Υπάρχει ένα μαγικό σημείο —μπορεί να είναι και δυσοίωνο— όταν κάθεσαι π.χ. στο μετρό και ο άλλος σε καρφώνει και εσύ καρφώνεις πίσω. Τι είναι αυτό; Μήπως γνωριζόμαστε; Ή μήπως με βρίσκει τόσο παράξενο που δεν μπορεί να πάρει το βλέμμα του από πάνω μου; Έχω πει κι εγώ σε κάποιον που κοιτούσε κάπως απρεπώς, μισοαστεία, «μην γκαζώνεις» (μην γουρλώνεις).
Μισοαστεία. Υπάρχει ένα μυστήριο μέσα σε αυτό. Ακόμη κι όταν έχεις απέναντί σου τον άλλον, έχεις έναν δισταγμό να τον πληγώσεις.
Είναι ένας θεμελιώδης δισταγμός. Αλλά καλύτερα μπορεί κανείς να καταδικάσει κάποιον όταν δεν είναι παρών. Σκληρές κρίσεις είναι εύκολες.
Αλλά όταν βρίσκεται κάποιος μπροστά σου, ως άνθρωπος με σάρκα και αίμα, και διαισθάνεσαι πώς λειτουργεί και πώς είναι δομημένος, τότε είναι πιο δύσκολα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι για μένα το σημείο: αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως ολότητα. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να είμαστε «βλέποντες αύρας».
Όταν σε πολύ εσωτεριστικά βιβλία βλέπω όλα αυτά τα μοντέλα αύρας —ε, τι να πω; Τα αφήνω στην άκρη. Αυτό δεν σημαίνει ότι στέκομαι αλαζονικά απέναντί τους, αλλά υπάρχουν τόσο διαφορετικά μοντέλα, και μοντέλα αύρας και τσάκρα και όλα αυτά είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και τα κοιτάζω και τα σκέφτομαι, αλλά δεν με επηρεάζουν, ούτε με κινούν στη ζωή μου. Δεν το λέω αλαζονικά, αλλά νομίζω ότι υπάρχουν άλλοι δρόμοι για να φτάσει κανείς στον πυρήνα αυτών των πραγματικοτήτων.
Ναι, υπάρχει κάτι υπαρξιακό. Το διαμορφώνει κανείς με αυτό που νομίζει ότι γνωρίζει, και βιώνει μόνο αυτό που γνωρίζει — μπορεί κανείς ακόμη και να το πει έτσι. Άνθρωποι έχουν εμπειρίες πέρα από τα όρια, και έχουν διαβάσει πολλά βιβλία.
Στην εποχή του Eckart ο μυστικισμός ήταν συγχρόνως και υψηλού επιπέδου διανόηση. Παρεμπιπτόντως, το ίδιο και ο Buddha. Να μην το ξεχνάμε.
Ο Buddha δεν είναι μυστικιστής. Για να το πούμε καθαρά. Ο Buddha, στην επιχειρηματολογία του —εφόσον ακολουθήσουμε αυτό που μπορούμε να διαβάσουμε και αν υποθέσουμε ότι η κατεύθυνση είναι βασικά σωστή— επιχειρηματολογεί με λεπίδα ξυραφιού, απολύτως ορθολογικά.
Ο Giordano Bruno δεν ήταν μυστικιστής. Επιχειρηματολογούσε επίσης εντελώς καθαρά, διανοητικά. Όλοι οι μεγάλοι πνευματικοί δημιουργοί, όταν χρειαζόταν, επιχειρηματολογούσαν λογικά, ορθολογικά.
Και ο Buddha δεν είναι μυστικιστής. Ποτέ δεν υπήρξε — θα ήταν παρεξήγηση, νομίζω. Μπορούμε τώρα να το συμπληρώσουμε ή να το εμβαθύνουμε με ερωτήματα που, ουσιαστικά, ήδη έχεις θίξει, αλλά που ίσως μπορεί κανείς να αναδείξει ξανά.
Πού εδρεύει το Εγώ; Αυτή θα ήταν ξανά η ερώτηση για το ανάλογο μεταξύ Radialfeld (ακτινωτού πεδίου) και Εγώ, για παράδειγμα. Σωστά. Είναι ένα συναρπαστικό ερώτημα, που δεν είναι απλώς ένα aperçu.
Αν θέσω το ερώτημα: από πού ακριβώς καταλαμβάνω το σώμα μου; Έχει κανείς μερικές φορές την αίσθηση —ή εγώ τουλάχιστον την έχω— και άλλοι άνθρωποι ίσως επίσης, ότι καθοδηγώ το σώμα μου από ένα είδος κεντρικής μονάδας, σαν ένα κέντρο ελέγχου. Και αυτό δεν βρίσκεται πάντα στο ίδιο σημείο. Μερικές φορές βρίσκεται από πάνω, άλλες φορές είναι στο κεφάλι, και μερικές φορές είναι πιο στο σωματικό πεδίο.
Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ μεγαλύτερο και με κατευθύνει μέσα στο πλήθος. Έχω τη θέση —την έχω επίσης διατυπώσει εδώ στο Die Anderswelt— ότι κάθε άνθρωπος έχει κατά βάση μια πολυ-προοπτική θεμελιώδη αντίληψη και βλέπει τον εαυτό του από όλες τις πλευρές ταυτόχρονα. Ο καθένας έχει μια χωρική αντίληψη, και επίσης για το πώς ο ίδιος βρίσκεται στον χώρο, από πίσω, από το πλάι, από πάνω και από κάτω.
Μόνο έτσι μπορεί κανείς να έχει προσανατολισμό στον χώρο. Αλλιώς θα σκουντουφλούσαμε συνεχώς. Αλλά έχουμε έναν εύκαμπτο τρόπο να κινούμαστε μέσα σε όλα.
Ο άνθρωπος έχει μια πολυ-προοπτική αντίληψη. Δηλαδή το Εγώ —το Εγώ με κεφαλαίο, στον δρόμο προς τον κοσμικό Anthropos— βλέπει επίσης πίσω και μπροστά και στα πλάγια, τρόπον τινά ταυτόχρονα. Και τότε ρίχνουμε ακόμη και ένα μάτι που περιστρέφεται. Υπάρχουν, σε οριακές καταστάσεις —έχει συχνά αναφερθεί— άνθρωποι που έχουν πανοραμική όραση. Το έχω ζήσει μία φορά. Χωρίς να έχω πάρει ψυχοδραστική ουσία. Το έζησα μία φορά. Ήμουν στις αρχές των τριάντα. Καθόμουν στο γραφείο μου, κάπως εξαντλημένος, και ξαφνικά το αντιλήφθηκα πραγματικά.
Μπορείς να το πιστέψεις, όταν το λέω εδώ στην κάμερα, ότι δεν επινοώ κάποια ιστορία για να φανώ ενδιαφέρων ή σημαντικός. Είδα πραγματικά καθαρά και ξεκάθαρα ολόκληρο το δωμάτιο από όλες τις πλευρές ταυτόχρονα. Σαν ένα κεφάλι που είναι παντού μάτι.
Αυτό είναι τη στιγμή εκείνη τρομακτικό, αλλά δείχνει ότι είναι πραγματικό. Υπάρχουν πολλές εμπειρίες προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα άνθρωποι στον πόλεμο.
Απειλή από πίσω. Ξαφνικά είδαν τι βρίσκεται πίσω τους. Μερικές φορές έχεις την αίσθηση ότι πίσω υπάρχει κάτι άλλο.
Ότι ο χώρος πίσω μας αισθάνεται διαφορετικά από μπροστά. Μπροστά έχουμε τον κατευθυντικό χώρο. Το οπτικό πεδίο είναι ένα οριζόντιο οβάλ και όταν προχωράμε προς τα εμπρός, μπαίνουμε μέσα σε αυτό το οπτικό πεδίο.
Αλλά πίσω υπάρχει επίσης. Μόνο που είναι διαφορετικό. Ο χώρος πίσω μας αισθάνεται διαφορετικά. Είναι, κατά βάση, επίσης προσπελάσιμος. Έτσι έχω την αίσθηση ότι αυτό το Εγώ, στην πολυπροοπτικότητά του, αποκαλύφθηκε. Έτσι είναι.
Το χρειαζόμαστε για να λειτουργούμε στο υλικό επίπεδο. Έτσι αντιλαμβανόμαστε και τον άλλο άνθρωπο. Οι επαναλήψεις δεν βλάπτουν, αγαπητοί παρευρισκόμενοι.
Δεν αντιλαμβάνομαι τον άλλον ως σώμα. Δεν αντιλαμβάνομαι τον άλλον άνθρωπο ως καθαρή σάρκα. Αυτό θα ήταν απάνθρωπο.
Πάντοτε, τη στιγμή εκείνη, αντιλαμβάνομαι ότι μέσα του και πίσω του υπάρχει κάτι άλλο. Στο βλέμμα των ματιών, στο μυστήριο του βλέμματος —και στο βλέμμα ανάμεσα σε δύο ζευγάρια μάτια, που συχνά είναι ταμπού σε πολλές κουλτούρες. Δεν επιτρέπεται.
Μην κοιτάς τον άλλον. Είναι ταμπού. Αλλά εκείνη τη στιγμή συμβαίνει κάτι.
Εκεί αγγίζονται οντότητες. Υπάρχει ένα μαγικό σημείο —μπορεί να είναι και δυσοίωνο— όταν κάθεσαι π.χ. στο μετρό και ο άλλος σε καρφώνει και εσύ καρφώνεις πίσω. Τι είναι αυτό; Μήπως γνωριζόμαστε; Ή μήπως με βρίσκει τόσο παράξενο που δεν μπορεί να πάρει το βλέμμα του από πάνω μου; Έχω πει κι εγώ σε κάποιον που κοιτούσε κάπως απρεπώς, μισοαστεία, «μην γκαζώνεις» (μην γουρλώνεις).
Μισοαστεία. Υπάρχει ένα μυστήριο μέσα σε αυτό. Ακόμη κι όταν έχεις απέναντί σου τον άλλον, έχεις έναν δισταγμό να τον πληγώσεις.
Είναι ένας θεμελιώδης δισταγμός. Αλλά καλύτερα μπορεί κανείς να καταδικάσει κάποιον όταν δεν είναι παρών. Σκληρές κρίσεις είναι εύκολες.
Αλλά όταν βρίσκεται κάποιος μπροστά σου, ως άνθρωπος με σάρκα και αίμα, και διαισθάνεσαι πώς λειτουργεί και πώς είναι δομημένος, τότε είναι πιο δύσκολα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι για μένα το σημείο: αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως ολότητα. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να είμαστε «βλέποντες αύρας».
Όταν σε πολύ εσωτεριστικά βιβλία βλέπω όλα αυτά τα μοντέλα αύρας —ε, τι να πω; Τα αφήνω στην άκρη. Αυτό δεν σημαίνει ότι στέκομαι αλαζονικά απέναντί τους, αλλά υπάρχουν τόσο διαφορετικά μοντέλα, και μοντέλα αύρας και τσάκρα και όλα αυτά είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και τα κοιτάζω και τα σκέφτομαι, αλλά δεν με επηρεάζουν, ούτε με κινούν στη ζωή μου. Δεν το λέω αλαζονικά, αλλά νομίζω ότι υπάρχουν άλλοι δρόμοι για να φτάσει κανείς στον πυρήνα αυτών των πραγματικοτήτων.
Ναι, υπάρχει κάτι υπαρξιακό. Το διαμορφώνει κανείς με αυτό που νομίζει ότι γνωρίζει, και βιώνει μόνο αυτό που γνωρίζει — μπορεί κανείς ακόμη και να το πει έτσι. Άνθρωποι έχουν εμπειρίες πέρα από τα όρια, και έχουν διαβάσει πολλά βιβλία.
«Α, αυτό είναι σίγουρα… αυτό το λέει και ο …, το είχες πει κι εσύ». Και τότε αρχίζουν να λειτουργούν μέσα τους αυτά που έχουν διαβάσει, και μετά ερμηνεύουν —όπως είναι κατανοητό, ανθρώπινα κατανοητό— με βάση τις γνώσεις ή αυτά που νομίζουν ότι γνωρίζουν. Εκεί, λοιπόν, βρίσκω ότι μπορώ μόνο να απευθύνω έκκληση, σε αυτό το θέμα γενικά, για εντιμότητα.
Λοιπόν, εγώ πραγματικά απευθύνω εδώ μια έκκληση για εντιμότητα, ώστε κανείς να μην παραδίδεται σε αυταπάτες και να μην εξαπατά τον ίδιο του τον εαυτό. Ναι, ευχαριστώ Jochen για τις αναλύσεις. Θέλουμε να φτάσουμε στο τέλος για τη σημερινή μέρα, σε ένα είδος περίληψης και στο ερώτημα ξανά, πολύ ρητά:
Πού έγκειται η υπέρτατη σημασία αυτού του ερωτήματος του Εγώ, ιδιαίτερα για τον μεμονωμένο άνθρωπο στον προσωπικό του δρόμο; Η σημασία του ερωτήματος του Εγώ είναι κεντρική για κάθε άνθρωπο. Και πρόκειται επίσης για έναν αγώνα γύρω από το Εγώ, με την έννοια της δύναμης του Εγώ, της στερέωσης του Εγώ, κάτι κολοσσιαία σημαντικό. Είναι εντελώς λάθος όταν αποθαρρύνει κανείς τους ανθρώπους από αυτό, γιατί τους καταστρέφει κάπως πρόωρα.
Η εύρεση του Εγώ, η διαμόρφωση του Εγώ, που μπορεί στη συνέχεια να οδηγήσει επίσης σε μια δύναμη του Εγώ, είναι αφάνταστα σημαντική και για την ανάπτυξη της μεμονωμένης προσωπικότητας. Πολύ καθαρά: όταν κανείς ξέρει ή έχει την άποψη ότι μέσα του κατοικεί μια, ας πούμε, ανώτερη μορφή, αν μπορώ να το ονομάσω έτσι, ένα μεγάλο Εγώ, στον δρόμο προς τον kosmischer Anthropos, όπως είπα, τότε έχει κανείς μια διαφορετική στάση απέναντι στον κόσμο. Εγώ έτσι κι αλλιώς, όπως ξέρει ο θεατής ή ο ακροατής που έχει ακούσει ή δει το ένα ή το άλλο στο κανάλι, ξεκινώ από έναν παντοτινά ζωντανό Κόσμο, και όλα είναι ζωντανά και όλα είναι γεμάτα συνείδηση.
Είμαστε διαρκώς περιβαλλόμενοι από ένα σφαιρικό κέλυφος συνείδησης. Κι αυτό είναι επίσης κάτι με το οποίο μπορεί κανείς να έρθει σε επαφή. Όταν λοιπόν ξέρει κανείς ότι έτσι έχουν τα πράγματα, στέκεται αλλιώς μέσα στον κόσμο.
Έχει μιά διαλογικό σχέση. Αυτό είναι κι από μια άποψη επίσης ένα Εγώ. Μιλώ συχνά γι’ αυτό: όταν κανείς κοιτάζει τον ουρανό, και τον νυχτερινό ουρανό επίσης, τότε είναι, με αυτή την έννοια, διαλογικό, ότι έχω την αίσθηση πως με κοιτάζουν κι από εκεί, πως σχεδόν μου απευθύνεται ο λόγος από εκεί.
Και εκεί υπάρχει, κατά κάποιον τρόπο, εγωικότητα. Το Εγώ είναι παντού. Αυτό δεν είναι ένας αφελής ανθρωποκεντρισμός της γνωστής μορφής, αλλά είναι μια πραγματικότητα της συνείδησης.
Δεν είναι ούτε φάντασμα. Φυσικά μπορεί κανείς να πει: αυτό είναι ένα φάντασμα, αυτός φαντάζεται μέσα του κάτι και χαίρεται όταν μπορεί να ισχυρίζεται τέτοια πράγματα. Όχι, είναι μια βαθιά πραγματικότητα, στην οποία μπορεί κανείς επίσης να προσεγγίσει.
Και με τους πιο διαφορετικούς τρόπους. Υπάρχουν και δρόμοι με τους οποίους μπορεί κανείς να την πλησιάσει. Και οι όροι, για να το πω εν συντομία —αυτό ανήκει στο πλαίσιο εδώ— Selbst και Ich και Ego.
Τη λέξη Selbst τη χρησιμοποιώ σχετικά λίγο, και επίσης το Höheres Selbst, γιατί έχει υποστεί μια ορισμένη πληθωριστική χρήση, αυτό το «Höheres Selbst». Κάποτε έκανα μια διάλεξη, όπου βρίσκονταν και οπαδοί του Williges Jäger, επίσης άνθρωποι μυστικιστικά προσανατολισμένοι. Και μίλησα για τον kosmischer Anthropos.
Και τότε προέκυψε φυσικά η ερώτηση: «Κύριε Kirchhoff, γιατί δεν λέτε απλούστατα Höheres Selbst; Γιατί πρέπει να παίρνετε μια ελληνική λέξη, έναν ελληνικό όρο; Γιατί; Δεν το καταλαβαίνω. Γιατί δεν λέτε Höheres Selbst; Αυτό εννοείτε». Τότε απάντησα, στο περίπου, όχι κατ’ ανάγκην.
Χρησιμοποιώ απολύτως συνειδητά μια ελληνική λέξη, Mensch, Anthropos, και δεν λέω Höheres Selbst, γιατί μια ορισμένη αποξένωση μέσα στη γλώσσα είναι κάτι καλό, και γιατί επίσης αποτρέπει το άτομο από το να πέσει πολύ γρήγορα, ας πούμε, σε μια στάση ότι τάχα τα ξέρει όλα αυτά. Οι άνθρωποι έχουν ακούσει συχνά πράγματα —κι εγώ δεν εξαιρούμαι— αυτό ισχύει γενικά: οι άνθρωποι έχουν ακούσει συχνά κάτι και νομίζουν ότι το έχουν καταλάβει, και εκνευρίζονται όταν αυτό λέγεται ξανά, ενώ δεν το έχουν ακόμα καταλάβει. Εκεί, λοιπόν, είναι καλό όταν χρησιμοποιεί κανείς έναν άλλο όρο, όταν δεν χρησιμοποιεί την καθιερωμένη γλώσσα.
Γι’ αυτό και στην Anderswelt εδώ, σε μεγάλα τμήματα, χρησιμοποίησα εντελώς άλλη γλώσσα. Συνειδητά δεν χρησιμοποίησα αυτούς τους συνηθισμένους όρους. Δεν μιλώ για Chakras, δεν μιλώ για… αυτούς τους όρους δεν τους χρησιμοποιώ καθόλου, αλλά προσπαθώ να το συλλάβω αλλιώς, και φαινομενολογικά πιο ακριβώς, να προχωρήσω τη γλώσσα πολύ μπροστά, και τη γλώσσα που κάποια στιγμή επίσης φτάνει στο τέλος και έχει τα όριά της, αλλά προσπαθώ να κρατήσω τη γλώσσα εύκαμπτη, την εννοιολογία.
Το βρίσκω αυτό σημαντικό. Και θα απηύθυνα ξανά και ξανά έκκληση σε αυτό, να μην ψεύδεται κανείς στον ίδιο του τον εαυτό, αλλά να παραμένει σοβαρός και να είναι σοβαρός και να μην κοροϊδεύει τον εαυτό του. Δηλαδή, μπορεί κανείς να στραφεί προς το Höheres Selbst, αυτό δεν είναι κακό.
Θα έλεγα επίσης ότι υπάρχει κάτι σαν Höheres Selbst· στον C. G. Jung το Selbst είναι το όλον, και το Ich είναι ένα μικρό μέρος. Αυτό το ξέρει επίσης ο καθένας, ότι το Ich είναι μόνο ένα μικρό μέρος.
Αλλά το Ich σε πολλά πράγματα δεν έχει καθόλου μερίδιο. Ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής… στο πώς λειτουργεί το σώμα, εκεί το wachbewusstes Ich δεν έχει απολύτως κανένα μερίδιο. Αλλά το Höhere Ich (ανώτερο εγώ), το Ich-Groß (Εγώ) στη σύνδεσή του με τους κοσμικούς βασικούς ρυθμούς και ρεύματα, έχει πολύ μεγάλο μερίδιο σε αυτό και συν-ενεργεί. Όμως το Ich ως εγκεφαλικό Ich, με την έννοια του προσανατολισμού στον αισθητό κόσμο, δεν έχει καθόλου μερίδιο.
Ίσως αυτό να είναι απολύτως σαφές. Λοιπόν, έκκληση προς τον άνθρωπο να παίρνει σοβαρά το ερώτημα του Εγώ, και ξανά και ξανά την εύρεση του Εγώ και την εστίαση στο Εγώ και επίσης τη δύναμη του Εγώ, η οποία δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκην να εκβάλλει στο Ego. Αν και κινούμαστε σε μια οριακή περιοχή, γιατί το Ego είναι πάντα γρήγορα παρόν.
Όποιος διακηρύσσει κάτι με αυτοπεποίθηση, τότε έχει ένα τεράστιο Ego, έτσι τουλάχιστον ακούγεται. Συχνά συμβαίνει κι έτσι. Το ένα περνά μέσα στο άλλο.
Πού βρίσκεται το Ego και πού βρίσκεται ένα αυθεντικό Εγώ; Μπορεί κανείς πάντα να τα διακρίνει εντελώς; Δεν ξέρω. Ίσως να μην μπορεί κανείς καθόλου. Αυτό το βρίσκω ένα εντελώς καθοριστικό σημείο.
Εγώ ο ίδιος και Ego, το Ego υπάρχει επίσης, και είναι επίσης σημαντικό, εφόσον δεν ξεχειλίζει μεγαλομανιακά με την έννοια της «φουσκωμένης» εγωικότητας, τότε γίνεται μόνο γελοίο. Όταν το μικρό Εγώ μιλάει αλαζονικά εκ μέρους του μεγαλύτερου Εγώ και του το αποδίδει, όταν το ιδιοποιείται, όταν κατά κάποιον τρόπο φουσκώνει, τότε γίνεται φρικτό. Όπως το ονομάζει ο Ken Wilber, Atman-Projekt, τότε γίνεται φρικτό.
Αλαζονεία με την έννοια του να θέλεις να διδάξεις τους άλλους ή ακόμη και να τους εξουσιάζεις ή να τους λες τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται — αυτό δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό. Πώς μπορούμε να το παρακάμψουμε; Πώς μπορούμε να αποφύγουμε αυτόν τον κίνδυνο; Όχι πλήρως. Κανείς δεν μπορεί να τον αποφύγει πλήρως.
Αλλά μπορείς να ενθαρρύνεις μόνο ένα πράγμα: να παίρνει κανείς στα σοβαρά το δικό του Εγώ και τη δική του εμπειρία και να μένει σε αυτά, και να μην απογειώνεται, να μην πηγαίνει υπερβολικά στο ιδεολογικό. Όπου κανείς διακηρύσσει πράγματα και ωστόσο αλλάζει ελάχιστα. Γνωρίζω πολλές συζητήσεις, ακόμη και δημόσιες, και πάνελ κτλ., όπου πολύ γρήγορα γίνεται σαφές ότι δεν μπορεί κανείς πραγματικά να συνεχίσει να μιλά, γιατί υπάρχουν προδιαμορφωμένες πεποιθήσεις.
Υπάρχει ένα βασικό απόθεμα —σχεδόν γρανιτένιο— από πεποιθήσεις. Όταν παρατηρούμε και τη θρησκεία, εκεί ουσιαστικά τελειώνει ο διάλογος, ή κανείς συμφωνεί σε κάποιες ξεθωριασμένες κοινοτοπίες, του τύπου: όλοι οι άνθρωποι θέλουν βέβαια μόνο να είναι ευτυχισμένοι, και όλοι θέλουμε να αγαπιόμαστε, και η αγάπη είναι έτσι κι αλλιώς το ύψιστο και το μεγαλύτερο. Δεν ειρωνεύομαι αυτό τώρα, αλλά μπορεί κανείς να τεντώσει πάνω από όλα έναν τεράστιο μανδύα, μόνο που αυτό δεν έχει κάτι ουσιαστικό.
Λοιπόν, εγώ πραγματικά απευθύνω εδώ μια έκκληση για εντιμότητα, ώστε κανείς να μην παραδίδεται σε αυταπάτες και να μην εξαπατά τον ίδιο του τον εαυτό. Ναι, ευχαριστώ Jochen για τις αναλύσεις. Θέλουμε να φτάσουμε στο τέλος για τη σημερινή μέρα, σε ένα είδος περίληψης και στο ερώτημα ξανά, πολύ ρητά:
Πού έγκειται η υπέρτατη σημασία αυτού του ερωτήματος του Εγώ, ιδιαίτερα για τον μεμονωμένο άνθρωπο στον προσωπικό του δρόμο; Η σημασία του ερωτήματος του Εγώ είναι κεντρική για κάθε άνθρωπο. Και πρόκειται επίσης για έναν αγώνα γύρω από το Εγώ, με την έννοια της δύναμης του Εγώ, της στερέωσης του Εγώ, κάτι κολοσσιαία σημαντικό. Είναι εντελώς λάθος όταν αποθαρρύνει κανείς τους ανθρώπους από αυτό, γιατί τους καταστρέφει κάπως πρόωρα.
Η εύρεση του Εγώ, η διαμόρφωση του Εγώ, που μπορεί στη συνέχεια να οδηγήσει επίσης σε μια δύναμη του Εγώ, είναι αφάνταστα σημαντική και για την ανάπτυξη της μεμονωμένης προσωπικότητας. Πολύ καθαρά: όταν κανείς ξέρει ή έχει την άποψη ότι μέσα του κατοικεί μια, ας πούμε, ανώτερη μορφή, αν μπορώ να το ονομάσω έτσι, ένα μεγάλο Εγώ, στον δρόμο προς τον kosmischer Anthropos, όπως είπα, τότε έχει κανείς μια διαφορετική στάση απέναντι στον κόσμο. Εγώ έτσι κι αλλιώς, όπως ξέρει ο θεατής ή ο ακροατής που έχει ακούσει ή δει το ένα ή το άλλο στο κανάλι, ξεκινώ από έναν παντοτινά ζωντανό Κόσμο, και όλα είναι ζωντανά και όλα είναι γεμάτα συνείδηση.
Είμαστε διαρκώς περιβαλλόμενοι από ένα σφαιρικό κέλυφος συνείδησης. Κι αυτό είναι επίσης κάτι με το οποίο μπορεί κανείς να έρθει σε επαφή. Όταν λοιπόν ξέρει κανείς ότι έτσι έχουν τα πράγματα, στέκεται αλλιώς μέσα στον κόσμο.
Έχει μιά διαλογικό σχέση. Αυτό είναι κι από μια άποψη επίσης ένα Εγώ. Μιλώ συχνά γι’ αυτό: όταν κανείς κοιτάζει τον ουρανό, και τον νυχτερινό ουρανό επίσης, τότε είναι, με αυτή την έννοια, διαλογικό, ότι έχω την αίσθηση πως με κοιτάζουν κι από εκεί, πως σχεδόν μου απευθύνεται ο λόγος από εκεί.
Και εκεί υπάρχει, κατά κάποιον τρόπο, εγωικότητα. Το Εγώ είναι παντού. Αυτό δεν είναι ένας αφελής ανθρωποκεντρισμός της γνωστής μορφής, αλλά είναι μια πραγματικότητα της συνείδησης.
Δεν είναι ούτε φάντασμα. Φυσικά μπορεί κανείς να πει: αυτό είναι ένα φάντασμα, αυτός φαντάζεται μέσα του κάτι και χαίρεται όταν μπορεί να ισχυρίζεται τέτοια πράγματα. Όχι, είναι μια βαθιά πραγματικότητα, στην οποία μπορεί κανείς επίσης να προσεγγίσει.
Και με τους πιο διαφορετικούς τρόπους. Υπάρχουν και δρόμοι με τους οποίους μπορεί κανείς να την πλησιάσει. Και οι όροι, για να το πω εν συντομία —αυτό ανήκει στο πλαίσιο εδώ— Selbst και Ich και Ego.
Τη λέξη Selbst τη χρησιμοποιώ σχετικά λίγο, και επίσης το Höheres Selbst, γιατί έχει υποστεί μια ορισμένη πληθωριστική χρήση, αυτό το «Höheres Selbst». Κάποτε έκανα μια διάλεξη, όπου βρίσκονταν και οπαδοί του Williges Jäger, επίσης άνθρωποι μυστικιστικά προσανατολισμένοι. Και μίλησα για τον kosmischer Anthropos.
Και τότε προέκυψε φυσικά η ερώτηση: «Κύριε Kirchhoff, γιατί δεν λέτε απλούστατα Höheres Selbst; Γιατί πρέπει να παίρνετε μια ελληνική λέξη, έναν ελληνικό όρο; Γιατί; Δεν το καταλαβαίνω. Γιατί δεν λέτε Höheres Selbst; Αυτό εννοείτε». Τότε απάντησα, στο περίπου, όχι κατ’ ανάγκην.
Χρησιμοποιώ απολύτως συνειδητά μια ελληνική λέξη, Mensch, Anthropos, και δεν λέω Höheres Selbst, γιατί μια ορισμένη αποξένωση μέσα στη γλώσσα είναι κάτι καλό, και γιατί επίσης αποτρέπει το άτομο από το να πέσει πολύ γρήγορα, ας πούμε, σε μια στάση ότι τάχα τα ξέρει όλα αυτά. Οι άνθρωποι έχουν ακούσει συχνά πράγματα —κι εγώ δεν εξαιρούμαι— αυτό ισχύει γενικά: οι άνθρωποι έχουν ακούσει συχνά κάτι και νομίζουν ότι το έχουν καταλάβει, και εκνευρίζονται όταν αυτό λέγεται ξανά, ενώ δεν το έχουν ακόμα καταλάβει. Εκεί, λοιπόν, είναι καλό όταν χρησιμοποιεί κανείς έναν άλλο όρο, όταν δεν χρησιμοποιεί την καθιερωμένη γλώσσα.
Γι’ αυτό και στην Anderswelt εδώ, σε μεγάλα τμήματα, χρησιμοποίησα εντελώς άλλη γλώσσα. Συνειδητά δεν χρησιμοποίησα αυτούς τους συνηθισμένους όρους. Δεν μιλώ για Chakras, δεν μιλώ για… αυτούς τους όρους δεν τους χρησιμοποιώ καθόλου, αλλά προσπαθώ να το συλλάβω αλλιώς, και φαινομενολογικά πιο ακριβώς, να προχωρήσω τη γλώσσα πολύ μπροστά, και τη γλώσσα που κάποια στιγμή επίσης φτάνει στο τέλος και έχει τα όριά της, αλλά προσπαθώ να κρατήσω τη γλώσσα εύκαμπτη, την εννοιολογία.
Το βρίσκω αυτό σημαντικό. Και θα απηύθυνα ξανά και ξανά έκκληση σε αυτό, να μην ψεύδεται κανείς στον ίδιο του τον εαυτό, αλλά να παραμένει σοβαρός και να είναι σοβαρός και να μην κοροϊδεύει τον εαυτό του. Δηλαδή, μπορεί κανείς να στραφεί προς το Höheres Selbst, αυτό δεν είναι κακό.
Θα έλεγα επίσης ότι υπάρχει κάτι σαν Höheres Selbst· στον C. G. Jung το Selbst είναι το όλον, και το Ich είναι ένα μικρό μέρος. Αυτό το ξέρει επίσης ο καθένας, ότι το Ich είναι μόνο ένα μικρό μέρος.
Αλλά το Ich σε πολλά πράγματα δεν έχει καθόλου μερίδιο. Ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής… στο πώς λειτουργεί το σώμα, εκεί το wachbewusstes Ich δεν έχει απολύτως κανένα μερίδιο. Αλλά το Höhere Ich (ανώτερο εγώ), το Ich-Groß (Εγώ) στη σύνδεσή του με τους κοσμικούς βασικούς ρυθμούς και ρεύματα, έχει πολύ μεγάλο μερίδιο σε αυτό και συν-ενεργεί. Όμως το Ich ως εγκεφαλικό Ich, με την έννοια του προσανατολισμού στον αισθητό κόσμο, δεν έχει καθόλου μερίδιο.
Ίσως αυτό να είναι απολύτως σαφές. Λοιπόν, έκκληση προς τον άνθρωπο να παίρνει σοβαρά το ερώτημα του Εγώ, και ξανά και ξανά την εύρεση του Εγώ και την εστίαση στο Εγώ και επίσης τη δύναμη του Εγώ, η οποία δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκην να εκβάλλει στο Ego. Αν και κινούμαστε σε μια οριακή περιοχή, γιατί το Ego είναι πάντα γρήγορα παρόν.
Όποιος διακηρύσσει κάτι με αυτοπεποίθηση, τότε έχει ένα τεράστιο Ego, έτσι τουλάχιστον ακούγεται. Συχνά συμβαίνει κι έτσι. Το ένα περνά μέσα στο άλλο.
Πού βρίσκεται το Ego και πού βρίσκεται ένα αυθεντικό Εγώ; Μπορεί κανείς πάντα να τα διακρίνει εντελώς; Δεν ξέρω. Ίσως να μην μπορεί κανείς καθόλου. Αυτό το βρίσκω ένα εντελώς καθοριστικό σημείο.
Εγώ ο ίδιος και Ego, το Ego υπάρχει επίσης, και είναι επίσης σημαντικό, εφόσον δεν ξεχειλίζει μεγαλομανιακά με την έννοια της «φουσκωμένης» εγωικότητας, τότε γίνεται μόνο γελοίο. Όταν το μικρό Εγώ μιλάει αλαζονικά εκ μέρους του μεγαλύτερου Εγώ και του το αποδίδει, όταν το ιδιοποιείται, όταν κατά κάποιον τρόπο φουσκώνει, τότε γίνεται φρικτό. Όπως το ονομάζει ο Ken Wilber, Atman-Projekt, τότε γίνεται φρικτό.
Αλαζονεία με την έννοια του να θέλεις να διδάξεις τους άλλους ή ακόμη και να τους εξουσιάζεις ή να τους λες τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται — αυτό δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό. Πώς μπορούμε να το παρακάμψουμε; Πώς μπορούμε να αποφύγουμε αυτόν τον κίνδυνο; Όχι πλήρως. Κανείς δεν μπορεί να τον αποφύγει πλήρως.
Αλλά μπορείς να ενθαρρύνεις μόνο ένα πράγμα: να παίρνει κανείς στα σοβαρά το δικό του Εγώ και τη δική του εμπειρία και να μένει σε αυτά, και να μην απογειώνεται, να μην πηγαίνει υπερβολικά στο ιδεολογικό. Όπου κανείς διακηρύσσει πράγματα και ωστόσο αλλάζει ελάχιστα. Γνωρίζω πολλές συζητήσεις, ακόμη και δημόσιες, και πάνελ κτλ., όπου πολύ γρήγορα γίνεται σαφές ότι δεν μπορεί κανείς πραγματικά να συνεχίσει να μιλά, γιατί υπάρχουν προδιαμορφωμένες πεποιθήσεις.
Υπάρχει ένα βασικό απόθεμα —σχεδόν γρανιτένιο— από πεποιθήσεις. Όταν παρατηρούμε και τη θρησκεία, εκεί ουσιαστικά τελειώνει ο διάλογος, ή κανείς συμφωνεί σε κάποιες ξεθωριασμένες κοινοτοπίες, του τύπου: όλοι οι άνθρωποι θέλουν βέβαια μόνο να είναι ευτυχισμένοι, και όλοι θέλουμε να αγαπιόμαστε, και η αγάπη είναι έτσι κι αλλιώς το ύψιστο και το μεγαλύτερο. Δεν ειρωνεύομαι αυτό τώρα, αλλά μπορεί κανείς να τεντώσει πάνω από όλα έναν τεράστιο μανδύα, μόνο που αυτό δεν έχει κάτι ουσιαστικό.
Δεν πρέπει να πληγώνεις τον άλλον κ.ο.κ. Όλα αυτά είναι σωστά, αλλά είναι πολύ λίγο. Εσύ το διατύπωσες αιχμηρά: στο ερώτημα του Εγώ αποφασίζεται τα πάντα.
Πώς εννοείται αυτό; Ο μεμονωμένος άνθρωπος είναι το Εγώ. Δεν μπορεί να υπεκφύγει. Είναι επίσης η δική του ευθύνη.
Και τότε είμαστε ξανά στο ζήτημα της ελευθερίας. Έχουμε ήδη μιλήσει για την ελεύθερη βούληση. Υπάρχει ή δεν υπάρχει; Και πόσο ελεύθερος είναι ο άνθρωπος; Δεν είναι ελεύθερος με την απόλυτη έννοια.
Έχει την ελευθερία να σκέφτεται αυτό ή δεν μπορεί καν να το σκεφτεί; Είναι τοποθετημένος μέσα στην ελευθερία της απόφασης. Και την ελευθερία της απόφασης δεν μπορεί να του την πάρει κανείς. Και μπορεί επίσης να κάνει λάθη.
Και τότε θα τον προλάβουν καρμικά, σαν μπούμερανγκ κατά κάποιο τρόπο. Αυτό το πιστεύω. Αυτοί οι δρόμοι πλάνης δεν αποφεύγονται εντελώς.
Και κανείς δεν πρέπει να τρέφει την αυταπάτη ότι υπάρχει μια εύκολη λύση. Και δεν θα το διατύπωνα δημόσια με έναν απλό τύπο. Όταν λέω: ο άνθρωπος βρίσκεται στον δρόμο προς τον kosmischer Anthropos (κοσμικό άνθρωπο), ναι, τι σημαίνει αυτό; Αυτό είναι επίσης μια θεμελιώδης προοπτική. Είναι κάτι κοσμοθεωρητικό. Αρνητικά διατυπωμένο θα μπορούσε κανείς να πει: αυτό είναι κάτι ιδεολογικό. Είναι κάτι κοσμοθεωρητικό.
Έχει κανείς μια βασική πεποίθηση για το πώς είναι ο κόσμος. Αυτή δεν χρειάζεται να είναι σωστή. Αλλά όταν για τον ίδιο, μέσα στη δική του βιογραφία και στη δική του ταυτότητα, είναι συνεπής, όταν μπορεί να ζει με αυτό και να πραγματοποιεί την ταυτότητά του, και με αυτή την έννοια την εύρεση του Εγώ και τη δύναμη του Εγώ κ.λπ., τότε είναι καλό.
Τότε είναι σίγουρα εύλογο, εφόσον κανείς δεν το επιβάλλει στους άλλους. Αυτό το βρίσκω πολύ σημαντικό. Τα επιχειρήματα πρέπει να είναι ισχυρά, όχι το ύφος εξουσίας.
Αυτό το βρίσκω καθοριστικό. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το ερώτημα του Εγώ. Είμαστε μέσα στο Εγώ.
Είμαστε βιδωμένοι μέσα στο Εγώ, το έχω ξαναπεί. Και εκεί είμαστε.
Και κανείς δεν απαλλάσσεται. Κανείς. Και για τον καθένα, όπως είπα προηγουμένως, για τον καθένα το Εγώ είναι Θεός και Διάβολος μαζί.
Εκεί αποφασίζεται πραγματικά το παν. Δεν μπορείς να το μεταβιβάσεις. Τελικά υπάρχει πάντα το σημείο —το έχω ήδη πει και σε άλλο βίντεο— τελικά υπάρχει πάντα το σημείο: τώρα πρέπει να αποφασίσεις.
Με τον κίνδυνο ότι αυτή η απόφαση είναι λανθασμένη. Ή ότι θα σου βλάψει. Ή θα βλάψει άλλους.
Και τότε καλείσαι εσύ. Στην βαθύτερη αγάπη δεν μπορείς να την αναθέσεις αλλού. Και τότε είσαι μόνος.
Τότε ο άνθρωπος, ο μεμονωμένος, είναι εντελώς μόνος, κατά κάποιον τρόπο στέκεται εκεί. Μπορεί να υπάρχουν δυνάμεις βοηθητικές γύρω του, αλλά αρχικά, μέσα σε αυτή την απόφαση, είναι μόνος. Και υπάρχει επίσης ένα στοιχείο μοναξιάς, που είναι δοσμένο μαζί με τον άνθρωπο.
Και αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ένα zoon politikon, ένα κοινωνικό ον. Είναι επίσης ένα ον που, με αυτή την έννοια, είναι μόνο, καθώς η κάθετη σύνδεση είναι το κεντρικό στοιχείο.
Κάτι που δεν αποκλείει την άλλη σύνδεση. Αλλά υπάρχει πάντα μια στιγμή όπου το άτομο, στην αναγνώρισή του, είναι επίσης απολύτως μόνο. Και όπου κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει.
Τουλάχιστον όχι με έναν επιφανειακό τρόπο. Και τότε είναι για μένα επίσης μια μεγάλη πρόκληση. Για εκείνον είναι πάντα η πρόκληση.
Το Εγώ είναι πάντα μια πρόκληση. Πάντα και το ερώτημα —και αυτή είναι η τελευταία παρατήρηση— αν μπορεί κανείς, υποθέτοντας ότι το ήθελε, να ήταν διαφορετικός από αυτό που είναι. Αυτό είναι επίσης το ερώτημα.
Η ελευθερία. Είμαι απλώς όπως είμαι. Έχω γίνει.
Δούλεψα με αυτό; Πιθανόν. Αλλά όχι ολοκληρωτικά. Ίσως βρίσκεται σε εξέλιξη μια παράξενη μορφή πνευματικής συνεργασίας, την οποία όμως δεν θυμάμαι.
Το «Unvordenkliche» (αυτό που βρίσκεται πριν την σκέψη), όπως το λέει ο Schelling. Ο Schelling λέει κάποια στιγμή ότι το άτομο καταλαμβάνεται εξαπίνης από το γεγονός της ενσάρκωσης, επειδή βρίσκεται ξαφνικά σε μια κατάσταση που δεν είχε προβλέψει. Και δεν θυμάται την αρχική ώθηση.
Αλλά αυτό που είναι σημαντικό: η μνήμη. Η παραδοχή είναι αυτή. Η μνήμη είναι κεντρικά σημαντική. Και για το Εγώ. Η μνήμη του εαυτού. Του εαυτού ως μεγάλου. Τελεία. Ευχαριστώ πολύ για τη συζήτηση.
Πώς εννοείται αυτό; Ο μεμονωμένος άνθρωπος είναι το Εγώ. Δεν μπορεί να υπεκφύγει. Είναι επίσης η δική του ευθύνη.
Και τότε είμαστε ξανά στο ζήτημα της ελευθερίας. Έχουμε ήδη μιλήσει για την ελεύθερη βούληση. Υπάρχει ή δεν υπάρχει; Και πόσο ελεύθερος είναι ο άνθρωπος; Δεν είναι ελεύθερος με την απόλυτη έννοια.
Έχει την ελευθερία να σκέφτεται αυτό ή δεν μπορεί καν να το σκεφτεί; Είναι τοποθετημένος μέσα στην ελευθερία της απόφασης. Και την ελευθερία της απόφασης δεν μπορεί να του την πάρει κανείς. Και μπορεί επίσης να κάνει λάθη.
Και τότε θα τον προλάβουν καρμικά, σαν μπούμερανγκ κατά κάποιο τρόπο. Αυτό το πιστεύω. Αυτοί οι δρόμοι πλάνης δεν αποφεύγονται εντελώς.
Και κανείς δεν πρέπει να τρέφει την αυταπάτη ότι υπάρχει μια εύκολη λύση. Και δεν θα το διατύπωνα δημόσια με έναν απλό τύπο. Όταν λέω: ο άνθρωπος βρίσκεται στον δρόμο προς τον kosmischer Anthropos (κοσμικό άνθρωπο), ναι, τι σημαίνει αυτό; Αυτό είναι επίσης μια θεμελιώδης προοπτική. Είναι κάτι κοσμοθεωρητικό. Αρνητικά διατυπωμένο θα μπορούσε κανείς να πει: αυτό είναι κάτι ιδεολογικό. Είναι κάτι κοσμοθεωρητικό.
Έχει κανείς μια βασική πεποίθηση για το πώς είναι ο κόσμος. Αυτή δεν χρειάζεται να είναι σωστή. Αλλά όταν για τον ίδιο, μέσα στη δική του βιογραφία και στη δική του ταυτότητα, είναι συνεπής, όταν μπορεί να ζει με αυτό και να πραγματοποιεί την ταυτότητά του, και με αυτή την έννοια την εύρεση του Εγώ και τη δύναμη του Εγώ κ.λπ., τότε είναι καλό.
Τότε είναι σίγουρα εύλογο, εφόσον κανείς δεν το επιβάλλει στους άλλους. Αυτό το βρίσκω πολύ σημαντικό. Τα επιχειρήματα πρέπει να είναι ισχυρά, όχι το ύφος εξουσίας.
Αυτό το βρίσκω καθοριστικό. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το ερώτημα του Εγώ. Είμαστε μέσα στο Εγώ.
Είμαστε βιδωμένοι μέσα στο Εγώ, το έχω ξαναπεί. Και εκεί είμαστε.
Και κανείς δεν απαλλάσσεται. Κανείς. Και για τον καθένα, όπως είπα προηγουμένως, για τον καθένα το Εγώ είναι Θεός και Διάβολος μαζί.
Εκεί αποφασίζεται πραγματικά το παν. Δεν μπορείς να το μεταβιβάσεις. Τελικά υπάρχει πάντα το σημείο —το έχω ήδη πει και σε άλλο βίντεο— τελικά υπάρχει πάντα το σημείο: τώρα πρέπει να αποφασίσεις.
Με τον κίνδυνο ότι αυτή η απόφαση είναι λανθασμένη. Ή ότι θα σου βλάψει. Ή θα βλάψει άλλους.
Και τότε καλείσαι εσύ. Στην βαθύτερη αγάπη δεν μπορείς να την αναθέσεις αλλού. Και τότε είσαι μόνος.
Τότε ο άνθρωπος, ο μεμονωμένος, είναι εντελώς μόνος, κατά κάποιον τρόπο στέκεται εκεί. Μπορεί να υπάρχουν δυνάμεις βοηθητικές γύρω του, αλλά αρχικά, μέσα σε αυτή την απόφαση, είναι μόνος. Και υπάρχει επίσης ένα στοιχείο μοναξιάς, που είναι δοσμένο μαζί με τον άνθρωπο.
Και αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ένα zoon politikon, ένα κοινωνικό ον. Είναι επίσης ένα ον που, με αυτή την έννοια, είναι μόνο, καθώς η κάθετη σύνδεση είναι το κεντρικό στοιχείο.
Κάτι που δεν αποκλείει την άλλη σύνδεση. Αλλά υπάρχει πάντα μια στιγμή όπου το άτομο, στην αναγνώρισή του, είναι επίσης απολύτως μόνο. Και όπου κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει.
Τουλάχιστον όχι με έναν επιφανειακό τρόπο. Και τότε είναι για μένα επίσης μια μεγάλη πρόκληση. Για εκείνον είναι πάντα η πρόκληση.
Το Εγώ είναι πάντα μια πρόκληση. Πάντα και το ερώτημα —και αυτή είναι η τελευταία παρατήρηση— αν μπορεί κανείς, υποθέτοντας ότι το ήθελε, να ήταν διαφορετικός από αυτό που είναι. Αυτό είναι επίσης το ερώτημα.
Η ελευθερία. Είμαι απλώς όπως είμαι. Έχω γίνει.
Δούλεψα με αυτό; Πιθανόν. Αλλά όχι ολοκληρωτικά. Ίσως βρίσκεται σε εξέλιξη μια παράξενη μορφή πνευματικής συνεργασίας, την οποία όμως δεν θυμάμαι.
Το «Unvordenkliche» (αυτό που βρίσκεται πριν την σκέψη), όπως το λέει ο Schelling. Ο Schelling λέει κάποια στιγμή ότι το άτομο καταλαμβάνεται εξαπίνης από το γεγονός της ενσάρκωσης, επειδή βρίσκεται ξαφνικά σε μια κατάσταση που δεν είχε προβλέψει. Και δεν θυμάται την αρχική ώθηση.
Αλλά αυτό που είναι σημαντικό: η μνήμη. Η παραδοχή είναι αυτή. Η μνήμη είναι κεντρικά σημαντική. Και για το Εγώ. Η μνήμη του εαυτού. Του εαυτού ως μεγάλου. Τελεία. Ευχαριστώ πολύ για τη συζήτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου