Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (132)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Παρασκευή, 29 Ιουλίου 2022

                                            Jacob Burckhardt
                                                             ΤΟΜΟΣ 2ος
                                 ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

V. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ -7


Οποιαδήποτε προσπάθεια κατάρτισης ενός γενικού απολογισμού στο καθαρά ηθικό επίπεδο για τους Έλληνες, από τη σκοπιά ενός άλλου λαού, ενός διαφορετικού πολιτισμού, είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Όταν οι Ρωμαίοι επικαλούνταν την ηθική σε βάρος των Ελλήνων θα μπορούσαν να λάβουν απαντήσεις του είδους, ότι οι Έλληνες δεν είχαν ανάγκη από την αρένα των Μονομάχων για να γευματίσουν με όρεξη, ή να κερδίσουν την ψήφο των μαζών, και θα ήταν δυνατόν να καταγράψει κανείς αμέτρητες αντιπαραθέσεις αυτού είδους ανάμεσα στους δύο λαούς, καθώς και σε ότι αφορά για παράδειγμα το βίο και τις απολαύσεις, την συμπεριφορά στους κόλπους της οικογένειας, τον βασανισμό των δούλων, την ικανοποίηση της εξόντωσης των εχθρών, αλλά και κάθε είδους αντιπάλου. Το καταστάλαγμα όλων αυτών όμως θα ήταν ο λόγος ακριβώς για τον οποίο οι Έλληνες μέμφονταν τους εαυτούς τους· σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες του αρχαίου κόσμου είχαν την κριτική ματιά που τους επέτρεπε να συγκρίνουν τους λαούς μεταξύ τους, και έχουμε ήδη αναφερθεί σε αυτού του είδους την κριτική. Ο Ηρόδοτος, όπως διαπιστώσαμε νουθετούσε κατά καιρούς τους συμπατριώτες του, και η στιχομυθία ανάμεσα στον Ξέρξη και τον Αχαιμένη αναφέρεται για να συναισθανθεί η ελληνική πόλη τον βαθύ και κακεντρεχή φθόνο που βασίλευε ανάμεσα στους κατοίκους της, και τον τρόπο που εκδηλώθηκε στην πράξη, εξαιρώντας στη ουσία μόνο «τους σπάνιους ενάρετους ανθρώπους». Γνωρίζουμε εξ άλλου την έκταση που έλαβε αυτός ο φθόνος στην μετέπειτα εξέλιξη της πόλης, και εδώ θα μπορούσαμε μάλιστα να επιχειρήσουμε μιαν επιστημονικής φύσεως προέκταση. Οι συνδυασμένες προσπάθειες ενός μελετητή της αρχαιότητας και ενός έμπειρου εγκληματολόγου θα μας επέτρεπαν να διατυπώσουμε μια τελική κρίση σχετικά με τις υποθέσεις στρεψοδικίας στις αγορεύσεις ενώπιον των αθηναϊκών δικαστηρίων, συγκρίνοντάς τις ποσοτικά και ποιοτικά με παρόμοιες υποθέσεις που εμφανίζονται ενώπιον των σημερινών δικαστηρίων. Θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε αν σε κάποια άλλη περιοχή της παγκόσμιας ιστορίας, η σχεδόν διαβολική ικανοποίηση καταρράκωσης του αντιπάλου εμφανίζεται με τόση ένταση όσο στους Έλληνες, εξ αιτίας της ροπής τους προς τη συκοφαντία, όπως αποτυπώνεται σε κείμενα που διασώζουν τους ρητορικούς λόγους του Αντιφώντα, ως τον Δημοσθένη και τον Υπερείδη. Είναι αλήθεια ότι αν υπήρχαν σήμερα δικαστήρια που θα ανέχονταν να ακουστούν κατηγορίες αυτού του είδους, όπως ακριβώς διατυπώνονται σ’ αυτά τα κείμενα, θα ήταν δυστυχώς δυνατόν να επαναληφθούν και δίκες τού αυτού περιεχομένου.

Οι επιπτώσεις στη ζωή της πόλης, η οποία ανύψωσε τους πολίτες τους σε ένα επίπεδο χωρίς προηγούμενο, και τους πρόσφερε στη συνέχεια μια τόσο επισφαλή ευημερία δεν έχουν θέση στο παρόν πλαίσιο, ούτε επίσης η αξιοθρήνητη συρρίκνωση του έθνους στον εδαφικό χώρο προέλευσής του, τη στιγμή που το ελληνικό πνεύμα ανακάλυπτε στην Ανατολή νέες εστίες εξαιρετικά σημαντικές για την εκπλήρωσή του. Θέλουμε πάντως να πιστεύουμε ότι γι αυτόν το λαό οι ικανότητες, η θέληση και η πράξη αποτελούν ένα συμπαγές όλον, ότι η δυστυχία δεν υπήρξε γεγονός τυχαίο και ότι ο μαρασμός και η εξαφάνιση ήταν συνέπειες του πολιτικού και κοινωνικού βίου που διεξήγε. Θα ήταν καλύτερα να μην αναφερθούμε καθόλου στην αναρίθμητη ποσότητα και την ποιότητα προσιτών μόνο στους Έλληνες επιτευγμάτων, των οποίων είτε αποτράπηκε η δημιουργία, είτε απεμπολήθηκαν μόλις εκπλήρωσαν τους στόχους τους.

Αν όμως αφουγκραστούμε για μια ακόμη φορά έναν Έλληνα, έναν άνθρωπο με σχετικά ηθικό κύρος, που είχε το θάρρος της ενδοσκόπησης, θα νοιώσουμε την ένταση της μελαγχολικής συμπόνιας που εμπνέει αυτό τό δίστιχο στο οποίο αποτυπώνει τη φύση του: «Δεν πρόδωσα ποτέ την εμπιστοσύνη ενός φίλου μου, κάποιου πιστού συντρόφου μου, και στην ψυχή μου δεν υπάρχει ίχνος δουλοπρέπειας». (Θέογνις).

Σε ότι αφορά τη θεωρία των Ελλήνων περί του ύψιστου αγαθού και την ταξινόμηση των αγαθών, θα περιοριστούμε σε μερικές συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Μπορούμε να διακρίνουμε με σαφήνεια τρία επίπεδα συνείδησης: τη συνείδηση στον Όμηρο και τον Ησίοδο, αυτήν που αναδεικνύουν οι μαρτυρίες της περιόδου που μεγαλούργησε η πόλη, και τέλος τη συνείδηση των φιλοσόφων που είναι προϊόν στοχασμού. Ασφαλώς όμως και στην καθημερινή ζωή της ύστερης εποχής ακούγεται επίσης η φωνή της αρχαιότητας, στο βαθμό που οι αρχαίοι ποιητές και οι μυθικές συλλήψεις είναι ακόμη εμφανείς στον ορίζοντα. Τη γνώση αυτών των ζητημάτων την οφείλουμε στο γεγονός ότι οι Έλληνες τόλμησαν να εκφράζουν δημόσια την ευχή: το πνεύμα της πολιτικής και η εγκαρτέρηση να μην δυνηθούν να απωθήσουν κάθε εσωτερική ανθρώπινη επιθυμία.

Ασφαλέστερες πηγές είναι εδώ οι προσευχές στους θεούς, στο βαθμό που γνωρίζουμε το ακριβές περιεχόμενό τους, και στα έργα Ομηρική Θεολογία και Μετά-Ομηρική Θεολογία του Nägelsbach, υπάρχει τουλάχιστον αυτή η δυνατότητα. Ιδιαίτερου κάλλους είναι για παράδειγμα τα λόγια που ο Νέστωρας απευθύνει στην Αθηνά μόλις αυτή εξαφανίζεται: «Βασίλισσα, σπλαχνίσου μας και δόξα τιμημένη δώσε σε μένα και στα τέκνα μου και στο σεμνό μου ταίρι!». Αυτή η καλή φήμη είναι και θα παραμείνει κατά βάθος η κυρίαρχη προσδοκία του πραγματικού Έλληνα, και αυτά τα λόγια ακριβώς που περιλαμβάνουν τη σύζυγο και τα τέκνα αποδεικνύουν ότι δεν αιτείται μόνο τη δόξα στον πόλεμο ή τους αγώνες, αλλά μιαν αξιοσέβαστη βιωτή. Στον Όμηρο αναφέρονται και άλλα επιδιωκόμενα αγαθά όπως για παράδειγμα το «χάρισμα του ύπνου», διότι αφορά σε ένα δώρο που μπορεί να γίνει σπάνιο. Σχετικά με ένα άλλο αντικείμενο επιθυμίας, το ειρηνικό τέλος σε μια προχωρημένη ηλικία, χωρίς ασθένειες, μαθαίνουμε ότι στη μυθική νήσο Σύρια, ο Απόλλων και η Άρτεμις έρχονται με ένα χρυσό τόξο να θανατώνουν τους ηλικιωμένους. Στην ακόμη πρωτόγονη μετα-Ομηρική εποχή, ο Ύμνος στην Αφροδίτη αναφέρει ήδη ορισμένα προσδοκώμενα αγαθά με τα λόγια του Αγχίση, που υπόσχεται σ’ αυτήν που αγαπά, και η οποία αποκαλύπτεται ότι είναι θεά, να της αφιερώσει ένα βωμό σε ύψωμα, και της ζητά να διακριθεί ο ίδιος ανάμεσα στους Τρώες για το ήθος του, μακροβιότητα, ευδαιμονία, πλούτο, και να πεθάνει από βαθειά γεράματα. Σύμφωνα με τα Έργα και Ημέρες του Ησίοδου στα αγαθά αυτά περιλαμβάνεται η απολαυστική ζωή σε μια ευνομούμενη πόλη της οποίας η περιγραφή αποτελείται μόνο από θερμές προσδοκίες. Οι κατηγορίες των αγαθών, έτσι όπως περιγράφονται από τους ποιητές δεν ακολουθεί συνήθως μιαν ιεραρχία πιθανότατα εξ αιτίας των απαιτήσεων του μέτρου.

Αλλά στην ιστορική εποχή παρατηρείται μια αυστηρή ιεραρχία, και κατ’ αρχάς στη μεγάλη Ελεγεία του Σόλωνα: η μετοχή στην ευδαιμονία (όλβος), η καλή φήμη μεταξύ των ανθρώπων, η αγάπη και ο σεβασμός των φίλων, και τέλος η φοβέρα των εχθρών. Μακάρι να μπορούσαμε να αποδώσουμε τον όλβο με μια μόνο λέξη, αυτή την έκφραση που περικλείει όλες τις μορφές ευημερίας, που μας έρχεται από τα βάθη της αρχαιότητας, και εκπέμπει μια λάμψη μυθική! Αλλά και αργότερα ο όλβος διακρίνεται απόλυτα από τον απλό πλούτο: «Εκείνον που δεν αναζητεί κάτι ευγενές διά της ευμάρειας και των οικογενειακών αγαθών δεν θα τον αποκαλούσα όλβιο, αλλά μάλλον έναν εύπορο θησαυροφύλακα».

Συνοπτικότερα από τον Σόλωνα, στην πρώτη ωδή των Πυθιονικών ο Πίνδαρος απαριθμεί τα βασικά αγαθά του βίου: η ευδαιμονία είναι το πρώτο επιθυμητό αγαθό, μια ευγενής νίκη το δεύτερο· εκείνος που τα κατακτά και τα διατηρεί κατέχει το θαυμαστότερο έπαθλο.

Όλοι οι ορισμοί του επιθυμητού, παρότι δεν κάνουν ρητή αναφορά, προϋποθέτουν κατά βάθος το ήθος και την εκ φύσεως ευγένεια του ατόμου, ενώ υπάρχουν επίσης και σαφείς αναφορές αυτού του είδους, οι οποίες είναι αλήθεια συνδέονται συχνά, κατά έναν ιδιαίτερα ευφυή τρόπο, με υλικά αγαθά. Κατά τον Θέογνη, «το ομορφότερο πράγμα είναι η δικαιοσύνη· το καλύτερο είναι η υγεία και το πιο ευχάριστο να αποκτά κανείς ότι αγαπά»· αγνοούμε όμως αν πρόκειται εδώ για μια υποκειμενική επιλογή ή για σεβαστές από όλους γενικές αρχές. Αυτή την ευχή, με τους ίδιους σχεδόν όρους, είχε σκαλίσει κάποιος στο τείχος των προπυλαίων του Λατώου των Δελφών· η ίδια απαρίθμηση συναντάται επίσης στον Σοφοκλή, σαν να την έχει δανειστεί από τον Θέογνη. Αλλά σε γενικές γραμμές ο Έλληνας δεν εύχεται να αποκτήσει ηθικά ιδιώματα, πιστεύει ότι τα κατέχει ήδη, και η αίτηση απόκτησης μιας «ηθικής θεώρησης» από τους θεούς είναι απευκταία, δεδομένης της αντίληψης για την ηθικότητά τους. Κάτι τέτοιο θα μπορούσαν να συλλάβουν μόνο οι ύστεροι Στωικοί, υπό την επίδραση μιας πλήρως τροποποιημένης αντίληψης περί θεού· αυτό που μας ενδιαφέρει πάντως εδώ είναι οι προσδοκίες που σχετίζονται με την ίδια τη ψυχοσύνθεση των Ελλήνων και όχι με ηθικές αρχές εμπνευσμένες από φιλοσοφικούς στοχασμούς. Και πρόκειται επιπλέον για κάτι διαφορετικό από τις ευχές και τις επιθυμίες που μας προσφέρει, από την εποχή του Σωκράτη, η γενική εξύμνηση της αρετής ως κινητήριας δύναμης όλων των υπόλοιπων προτερημάτων – των οποίων η απαρίθμηση βρίσκεται παντού – και ως προϋπόθεση της υπέρτατης ευδαιμονίας.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: