Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

Η φωτιά της ελευθερίας(9)

 Συνέχεια από: Tρίτη 9 Αυγούστου 2022

Η φωτιά της ελευθερίας

Η σωτηρία της φιλοσοφίας στα σκοτεινά χρόνια

IΙ. Εξορίες β

1933/1934

Η Arendt εγκαταλείπει τη χώρα της, η Weil το κόμμα της, η Beauvoir το σκεπτικισμό της και η Rand το γραπτό της

Ενημερωμένη

Το ρίσκο της απώλειας του κόσμου, στο όνομα ενός αυτοκαθορισμού που θέλει να είναι πολύ ορθολογικός, είναι η προειδοποίηση της Arendt προς την Ραχήλ, με την οποία τοποθετείται συνειδητά στο φιλοσοφικό μονοπάτι των δυο ακαδημαϊκών δασκάλων της, οι οποίοι την σημάδεψαν: Martin Heidegger και Karl Jaspers. Ήδη ως φοιτήτρια στο Marburg, η Arendt είχε ευαισθητοποιηθεί από τον Heidegger, με τον οποίο την συνέδεε από το 1925 και για πολλά χρόνια, μια ερωτική σχέση, για τα τυφλά σημεία της μοντέρνας εικόνας για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Καθώς ο άνθρωπος, όπως τον περιέγραψε ο Heidegger στο σημαδιακό του έργο «Είναι και Χρόνος», δεν ήταν με τίποτα ένα πάνω απ’ όλα με λογική προικισμένο «υποκείμενο», αλλά ένα «Da-Sein», ριγμένο χωρίς λόγο μέσα στον κόσμο. Ως σκεπτόμενο και κυρίως ως πράττον ον, δεν ζούσε μέσα σε μια βουβή «πραγματικότητα», στην οποία έπρεπε πρώτα να προσδώσει νοηματικό περιεχόμενο, αλλά μέσα σε ένα «περιβάλλοντα κόσμο», ο οποίος ήταν γι’ αυτόν ανέκαθεν προικισμένος με νόημα. Όπως και αληθινή αυτονομία του ανθρώπου δεν είχε για τον Heidegger να κάνει τίποτα με ορθολογικές αποφάσεις, υπολογισμούς ή κανόνες, αλλά με την τόλμη, να εμπλακεί μέσα σε υπαρξιακά εξαιρετικές οριακές και ιδιαίτερες καταστάσεις.

Όλα αυτά τα μοτίβα κινητοποιούσαν τη δεκαετία του 1920 τον πιο κοντινό προς τον Heidegger στοχαστή, τον Karl Jaspers, όταν το 1926 στη Χαϊδελβέργη η Arendt τού παρουσιάστηκε για να εκπονήσει τη διδακτορική της διατριβή. Σε αντίθεση όμως προς τον Heidegger, η «υπαρξιακή φιλοσοφία» του Jaspers τόνιζε λιγότερο τη δύναμη σκοτεινών και απομονωτικών διαθέσεων, όπως του φόβου και της εγγύτητος του θανάτου, και (τόνιζε) πολύ περισσότερο τις δυνατότητες του ανθρώπου να βρει το δρόμο προς μια πιο φωτεινή, πιο ελεύθερη ζωή, μέσω της επικοινωνίας και αφοσίωσης προς τους άλλους. Αυτή η αφοσίωση μπορούσε στην ιδανική περίπτωση να εκληφθεί ως διαλογική και τόνιζε με τον τρόπο αυτό την αναγκαιότητα ενός πραγματικού απέναντι, και απέκλειε με τον τρόπο αυτό την απρόσωπη κλήση, με την έννοια της αναφοράς σε «κάποιον», «τη δημοσιότητα» ή και «την ανθρωπότητα».

Εμποτισμένη με αυτά τα ερεθίσματα, η Arendt ξεκινάει από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 με ένα δικό της ερμηνευτικό θεμέλιο της ανθρώπινης κατάστασης, που της επιτρέπει να ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο, μια ιδιαίτερη προσέγγιση της περίπτωσης της Rahel Varnhagen: Δεν ήταν η κατάσταση της Ραχήλ η καταλληλότερη για να αποκαλύψει ακριβώς εκείνες τις πιεστικές καταστάσεις, που στην πραγματικότητα καθορίζουν κάθε μοντέρνα ύπαρξη;

Πολύφωνη

Το να αναγνωρίσει τον εαυτό της ως άνθρωπο μαζί με την Ραχήλ-αυτό για την Arendt ως φιλόσοφο σημαίνει την απόρριψη οποιασδήποτε άκοσμης και ανιστορικής αντίληψης για την διάνοια. Σημαίνει την αναγνώριση, πως η αληθινή εύρεση του εαυτού μόνο δια των άλλων ανθρώπων επιτυγχάνεται, και σήμαινε την παραίτηση από οποιαδήποτε αφηρημένη αναφορά στον «άνθρωπο καθ’ εαυτόν». Είναι λοιπόν συνεπές από πλευράς της Arendt, πως προτιμούσε μελέτες συγκεκριμένων περιπτώσεων από τις αφηρημένες αναλύσεις και δοκίμια: υπαρξιακή φιλοσοφία ως πολύφωνο ρεπορτάζ για το Dasein.

Με τις πρώτες μόλις προτάσεις του βιβλίου της για τη Ραχήλ, η Arendt παρουσιάζει με εντυπωσιακό τρόπο ένα παράδειγμα της προσέγγισής της, και θεωρείται ως η συγγραφέας της χρονιάς 1933-ακριβώς 100 χρόνια από το θάνατο της Ραχήλ-σε ένα αποφασιστικό σημείο καμπής της γερμανικής-ιουδαϊκής ιστορίας.

Μοιάζοντας με ένα Κιχώτη, που σε όλη του τη ζωή ήταν φυλακισμένος σε ψεύτικες περιγραφές, και ψάχνοντας τον εαυτό του περιπλανιόταν ιδεαλιστικά μέσα στον κόσμο, έρχεται και για την ρομαντικό Rahel Varnhagen στην επιθανάτιο κλίνη η στιγμή αληθινής επίγνωσης και εύρεσης του εαυτού της: «Τι ιστορία!-Είμαι εδώ μια γυναίκα που έφυγε από την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, και βρίσκει βοήθεια, αγάπη και φροντίδα από εσάς!...Με ευγενή ενθουσιασμό αναλογίζομαι αυτή μου την καταγωγή και όλη την συνάφεια της μοίρας, δια της οποίας οι παλαιότερες αναμνήσεις του ανθρώπινου γένους συνδέονται με την σύγχρονη κατάσταση πραγμάτων, με την μέγιστη χρονική και χωρική απόσταση. Αυτό που για όλη μου τη ζωή ήταν η μεγαλύτερη ντροπή για μένα, ο πικρότερος πόνος και δυστυχία, το να γεννηθώ Εβραία, τώρα δε θέλω με κανένα κόστος να το στερηθώ».

Όταν η Arendt γράφει αυτές τις γραμμές, βρίσκεται και η ίδια ενώπιον μιας βαθιάς τομής στη ζωή της. Όπως ακριβώς η καλά προστατευμένη αστή κόρη Rahel Varnhagen, είχε συνειδητοποιήσει δια του γεγονότος που λεγόταν Ναπολέων, πως «και η δική της ύπαρξη εξαρτάται από τις γενικές πολιτικές συνθήκες», έτσι και η Arendt ως στοχαστής ευαισθητοποιήθηκε από το γεγονός Χίτλερ για την πολιτική σφαίρα. Όπως η Varnhagen, που εν τέλει αποδέχτηκε με ευγνωμοσύνη την εβραϊκή της ταυτότητα, έτσι και Arendt, κατά τη διάρκεια της εργασίας της πάνω στο βιβλίο αυτό (Rahel Varnhagen. Lebensgeschichte einer deutschen Jüdin aus der Romantik), αρχίζει να ξυπνάει και να ακούει με μεγαλύτερη προσοχή τις ιδιαίτερες απαιτήσεις, κινδύνους και περιθωριακές ευκαιρίες, που προκύπτουν από το γεγονός, το οποίο για πολύ καιρό δεν αποτελούσε θέμα, πως είναι Εβραία.

Οι διαδικασίες της πολιτικοποίησης και ευαισθητοποίησης της συνέπεσαν, υπό την πίεση της αναδυόμενης ναζιστικής κυβέρνησης, και την οδήγησαν, ωθούμενη από σιωνιστή Kurt Blumenfeld, να καταγράφει τις καθημερινές πια αντισημιτικές προσβολές στη Γερμανία.

Το πως πραγματικά ήταν και πως ήθελε στο μέλλον να είναι, παρέμενε ακόμα ανοικτό. Μόνο αυτό ήταν σαφές ενώπιον της: πως ο προορισμός αυτός δεν βρισκόταν αποκλειστικά στα χέρια της. Και πως οι προσδοκίες για μια σαφή απάντηση ήταν απ’ όλες τις μεριές όλο και πιο έντονες. Λες και η αστυνομική επιθυμία για μια ξεκάθαρη κατάταξη είχε σε μια νύχτα καταβάλει την κοινωνία.

Γερμανικές ουσίες

Η αλληλογραφία της με τον επιβλέποντα τη διδακτορική της εργασία, Karl Jaspers, στις αρχές του 1933, περιστρεφόταν ακριβώς γύρω από αυτά τα θέματα. Όπως η Arendt, είχε και αυτός παρακινηθεί από το πνεύμα της εποχής (Zeitgeist) να επεξεργαστεί ένα ιδιαίτερο ψυχόγραμμα. Το περί ταυτότητος ερώτημα βρισκόταν και για τον Jaspers στο προσκήνιο. Γιατί εν τέλει βρήκε στην «εθνικιστική νεολαία τόση πολλή καλή θέληση και αληθινή ορμή μέσα στην συγκεχυμένη και ανάποδη φλυαρία», ώστε παίρνοντας ως παράδειγμα τον 1919 αποβιώσαντα συνάδελφο του, τον κοινωνιολόγο Max Weber, ήθελε να επεξεργαστεί την απαίτηση, «που έγκειται στο να είναι κανείς Γερμανός».

Δημοσιευμένη, εντελώς συνειδητά, σε ένα εθνικιστικό εκδοτικό οίκο, «ώστε να πλησιάσει τους αναγνώστες που χρειάζονται αυτή την παιδαγωγική ώθηση και την επιθυμούν», ο Jaspers της έστειλε την μελέτη του ήδη το Φθινόπωρο του 1932, με προσωπική αφιέρωση. Ο τίτλος της: «Max Weber-Η γερμανική ουσία (Deutsches Wesen) στην πολιτική σκέψη, στην έρευνα και τη φιλοσοφία». Η Arendt επεξεργαζόταν για μήνες μια απάντηση:

«Βερολίνο, 1. Ιανουαρίου 1933

Αξιότιμε, αγαπητέ κύριε Καθηγητά,

Τις εγκάρδιες ευχαριστίες μου για τον Max Weber, με τον οποίο μου δώσατε μεγάλη χαρά. Το ότι σας απευθύνω τις ευχαριστίες μου μόλις σήμερα, έχει ένα συγκεκριμένο λόγο: Ο τίτλος και η εισαγωγή με δυσκολεύουν εξαρχής να πάρω θέση. Το θέμα δεν είναι πως στον Max Weber βλέπετε ένα μεγάλο Γερμανό, αλλά το ότι μέσα από αυτόν παρουσιάζετε την «γερμανική ουσία», την οποία ταυτίζετε με «σωφροσύνη και ανθρωπιά με πηγή το πάθος»…Θα κατανοήσετε, πως ως Εβραία δεν μπορώ να πω ούτε ναι, ούτε όχι, και πως η αποδοχή εκ μέρους μου, όπως και η απόρριψη, θα ήταν αταίριαστη…Η Γερμανία είναι για μένα η μητρική γλώσσα, η φιλοσοφία, η ποίηση. Όλα αυτά μπορώ και πρέπει να τα υπερασπιστώ. Είμαι όμως υποχρεωμένη να κρατήσω τις αποστάσεις μου, όταν διαβάζω την μεγαλειώδη φράση του Max Weber, πως για την ανόρθωση της Γερμανίας θα συνδεόταν και με τον ενσώματο διάβολο. Μέσα σε αυτή την πρόταση μου φαίνεται πως αποκαλύπτεται το καίριο σημείο…παρά το νοικοκυριό μπορώ και εργάζομαι καλά. Η Ραχήλ έχει ως προς το μεγαλύτερο μέρος της τελειώσει.»

Πέρα από το γεγονός, πως ήδη από την αλλαγή του χρόνου 1932/33 γινόταν όλο και πιο σαφές, ποια μορφή παίρνει αυτή η συμφωνία με τον διάβολο, την οποία είναι διατεθειμένη να αποδεχτεί αυτή η Γερμανία για την «ανόρθωση» της, το ενορατικό στοιχείο στην απάντηση της Arendt βρίσκεται στην άρνηση της να πάρει μια σαφή θέση. Προβαίνει εν τέλει σε μια ομολογία για την μητρική γλώσσα και για μια παράδοση, η οποία την έφερε στη ζωή ως σκεπτόμενο ον. Όχι όμως με την έννοια συγκεκριμένων θέσεων, ιδανικών ή γεωγραφικών περιοχών. Άνθρωποι σαν την Arendt, γυρίζοντας τον κόσμο, φέρουν την πατρίδα τους μάλλον μέσα στην καρδιά τους (και λίγο καιρό αργότερα, με την μορφή βιβλίων μέσα στις βαλίτσες τους).  

Επειδή όμως μια τέτοια «Γερμανία», στις διαδικασίες της ανάγνωσης και επανερμηνείας, έπρεπε εκ νέου να κατακτηθεί και να ζωντανέψει, δεν μπορεί να προσδιοριστεί ως μια για πάντα σταθερή «ουσία». Η «σωτήρια επανόρθωση» της μπορεί να τελεστεί μόνο μέσα από πράξεις μιας κατανοούσας και ευμενώς διατεθειμένης οικειοποίησης-και με τον τρόπο αυτό, με κάτι το οποίο αποκλείει κάθε συμφωνία με τον διάβολο.

Στην άμεση απάντηση του ο Jaspers προειδοποιεί την αλλοτινή του μαθήτρια, πως ως πολιτισμική ύπαρξη, δεν μπορεί κανείς να «ζήσει μόνο με άρνηση, προβληματική και πολυσημία». Στις αρχές όμως του 1933, η Arendt δε θέλει να ακούσει ούτε για την ιστορική-πολιτική αποστολή της Γερμανίας, ούτε για μια μονόπλευρη ενσωμάτωση των γερμανόφωνων Εβραίων στην διαδικασία. Στην επιστολή προς τον Jaspers 6. Ιανουαρίου 1933:

«Είμαι φυσικά Γερμανίδα, με την έννοια που ήδη έγραψα. Δεν μπορώ όμως να προσθέσω την ιστορική πολιτική μοίρα έτσι απλά. Γνωρίζω επακριβώς πόσο αργά και σποραδικά επιστρατεύτηκαν οι Εβραίοι στη διαδικασία αυτή, πόσο τυχαία μπήκαν τότε στην ξένη ιστορία...Η Γερμανία με την παλιά της δόξα είναι το παρελθόν σας, που είναι και δικό μου, και δεν μπορούμε να πούμε σχεδόν καμιά λέξη περί αυτού. Όπως και κάθε τι μονοσήμαντο-όπως οι Σιωνιστές, οι αφομοιωμένοι, οι αντισημίτες- που απλώς επικαλύπτει την πραγματική προβληματική.»

Πως μπορεί όμως να φανταστεί κανείς τη ζωή-ως Γερμανοεβραία ή Εβραιογερμανίδα-η οποία (ζωή) δεν παραδόθηκε στην παγίδα της αντίδρασης, την οποία ζει κανείς «μονάχα από άρνηση», και μέσα στην οποία δεν συμμετέχει στην απαίτηση για απόλυτη μονοσημαντότητα, η οποία χαρακτηρίζει το πνεύμα της εποχής; Πως θα έμοιαζε μια ζωή, η οποία είχε ξεφύγει από την παγίδα της Ραχήλ, χωρίς όμως να πέσει στην απροϋπόθετη αποδοχή και συνεπώς πολιτική ενσωμάτωση; Μια ζωή με στήριγμα, αλλά χωρίς κάγκελα; Όπου και να έβρισκε η Arendt απαντήσεις για τις ερωτήσεις αυτές- δε θα συνέβαινε πια στη Γερμανία.

Πίσω πόρτα

Η Arendt, μαζί με τη μητέρα της, επιλέγει την κλασική διαδρομή: Από το Erzgebirge, δια των πράσινων συνόρων, στην Τσεχοσλοβακία. Οι πολιτικά διωκόμενοι έμεναν κυρίως στην Πράγα, όπου την Άνοιξη του 1933 είχε σχηματιστεί ένα δίκτυο της σοσιαλδημοκρατικής αντίστασης. Οι διανοούμενοι από την άλλη, πήγαιναν κατά κανόνα στη Γαλλία, μέσω Ελβετίας. Το καλοκαίρι του 1933 είχαν διαφύγει 40 000 άνθρωποι, 20 000 στο Παρίσι.

Σαν να ήθελε να ενσωματώσει στο ίδιο το κορμί της τη νέα κατάσταση «στο ενδιάμεσο», περνάνε τα σύνορα από το σπίτι μιας Γερμανίδας που στήριζε τους Εβραίους, «η είσοδος του οποίου ήταν στη Γερμανία, και η έξοδος από την πίσω πόρτα βρισκόταν στην Τσεχοσλοβακία: δεχόταν τους «φιλοξενούμενους» την ημέρα, τους έδινε φαγητό, και τους άφηνε, μέσα στην προστασία του σκοταδιού, από την πίσω πόρτα». Έξω από τη Γερμανία, σε ένα νέο Dasein.

Συνεχίζεται με Simone Weil

"Το να αναγνωρίσει τον εαυτό της ως άνθρωπο μαζί με την Ραχήλ-αυτό για την Arendt ως φιλόσοφο σημαίνει την απόρριψη οποιασδήποτε άκοσμης και ανιστορικής αντίληψης για την διάνοια"

ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΤΡΑΓΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ,ΤΗΣ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΠΙΝΟΗΣΕ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ, ΣΑΝ ΤΟ SUMMUM BONNUM TΟΥ ΟΛΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: