Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Η φωτιά της ελευθερίας(8)

Η φωτιά της ελευθερίας

Η σωτηρία της φιλοσοφίας στα σκοτεινά χρόνια

IΙ. Εξορίες α

1933/1934

Η Arendt εγκαταλείπει τη χώρα της, η Weil το κόμμα της, η Beauvoir το σκεπτικισμό της και η Rand το γραπτό της

Συνέχεια από 14 Ιουλίου 2021

Πλέγμα

«Συνήθως κάθεται κάποιος απέναντι μου, κοιτάζω απλώς και ξέρω περί τίνος πρόκειται. Αλλά μαζί σας τι να κάνω;» Το όνομα της προφανώς δεν βρισκόταν σε κανένα φάκελο της γκεστάπο. Ακόμα και αν ήθελε να βοηθήσει τον νεαρό αξιωματικό, η Hannah Arendt δεν μπορούσε να εκτιμήσει γιατί, αυτή και η μητέρα της, εκείνο το πρωί του Μαΐου, καθώς έπαιρναν το πρόγευμα τους σε ένα καφέ κοντά στην πλατεία Alexanderplatz, συρθήκαν σε ένα αυτοκίνητο και οδηγήθηκαν για ανάκριση.

Υπήρχαν αρκετοί λόγοι. Το διαμέρισμα στην οδό Opitzstraße χρησίμευε καθ’ όλη την Άνοιξη ως κρυψώνα για πολιτικά διωκόμενους. Και ήταν ακόμα η παράκληση του φίλου της, μια γενιά μεγαλύτερου της, του Kurt Blumenfeld, να δημιουργήσει «μια συλλογή όλων των αντισημιτικών εκφράσεων στο κατώτερο επίπεδο» για το επικείμενο συνέδριο των Σιωνιστών στην Πράγα, τις οποίες μάζευε από τα αρχεία εφημερίδων στην Πρωσική Κρατική Βιβλιοθήκη. Η συλλογή τέτοιων στοιχείων ήταν στο μεταξύ παράνομη.

Ίσως να το έκαναν για εκφοβισμό, ή απλώς επεξεργάζονταν λίστες με ονόματα-όπως και λίστες που βασίζονταν σε τέτοιες λίστες. Όπως ο κατάλογος διευθύνσεων του Bertolt Brecht. Λίγες μέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, η γκεστάπο τον είχε κατάσχει από το διαμέρισμα του. Ένα Who is who της κομμουνιστικής ιντελιγκέντσιας του Βερολίνου, στην οποία ανήκε και ο άνδρας της Hannah Arendt, ο Günther Stern.

Από φόβο μη πέσει στα χέρια τής μόλις ιδρυθείσας πρωσικής βοηθητικής αστυνομίας, είχε εγκαταλείψει το Βερολίνο ήδη από τον Φεβρουάριο, και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Και πράγματι, μόνο δυο εβδομάδες μετά, σαν η πυρκαγιά στο Reichstag τη νύχτα της 27ης προς την 28η Φεβρουαρίου του 1933 να είχε δώσει το από καιρού συμφωνημένο έναυσμα, ξεκίνησαν τα κύματα: αυθαίρετες συλλήψεις, απαγωγές σε προσωρινά στρατόπεδα συγκέντρωσης στις γύρω περιοχές, ακόμα και τα δημόσια γυμναστήρια είχαν μετατραπεί σε χώρους βασανιστηρίων. Μόνο στο Βερολίνο υπήρχαν το καλοκαίρι εκείνο περισσότεροι από 200 τέτοιοι χώροι. Η τρομοκρατία των Ναζί είχε μπει στην καθημερινότητα. Τα θύματα ήταν ήδη χιλιάδες.

Είναι περισσότερο από πιθανό, πως μια μονάδα της Γκεστάπο την ώρα εκείνη ερευνούσε το διαμέρισμα της. Αλλά τι θα έβρισκαν οι μπουνταλάδες-εκτός από ντουζίνες σημειωματάρια με ελληνικές φράσεις γραμμένες με λατινικούς χαρακτήρες, τα ποιήματα του Heine και του Hölderlin, όπως και αμέτρητα έργα για την πνευματική ζωή στο Βερολίνο των αρχών του 19ου αιώνα;

Όσον αφορά τις δημόσιες πληροφορίες γι’ αυτήν, ήταν μια τίμια διδάκτωρ της φιλοσοφίας, με μια υποτροφία που είχε λήξει το προηγούμενο έτος. Μια κλασική ζωή στο Βερολίνο: Ακαδημαϊκός χωρίς εισόδημα, συγγραφέας χωρίς εκδότη. Περνά φυσικά κάθε της μέρα μέσα στη βιβλιοθήκη. Που αλλού; Η έρευνα δεν ησυχάζει ποτέ.

Όπως αποδείχθηκε στο τέλος, ούτε από τη μητέρα τής Arendt μπόρεσαν να πληροφορηθούν κάτι αξιόλογο. Όταν την ρώτησαν για τις δραστηριότητες της κόρης της, η Martha Beerwald (χήρα του Arendt) κατά την ανάκριση, έδωσε πανέμορφο παράδειγμα στήριξης της κόρης της: «Όχι, δεν γνωρίζω τι κάνει, αλλά ό,τι και αν έκανε, ήταν σωστό, και εγώ επίσης θα το έκανα».

Και οι δυο τους αφήνονται ελεύθερες την ημέρα της σύλληψης τους. Ούτε που χρειάστηκαν ένα δικηγόρο. Αυτή τη φορά. Η Arendt όμως πήρε την απόφαση της. Στην χώρα αυτή δεν υπήρχε μέλλον. Πάντως όχι για ανθρώπους σαν αυτή.

Η περίπτωση της Ραχήλ

Το ότι δεν εξαρτιόνταν μόνο από τον καθένα να αποφασίσει ποιος και τι είναι, λίγοι θα το είχαν διαπιστώσει καλύτερα από την Hannah Arendt, εκείνο το πρώτο καλοκαίρι μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Adolf Hitler. Στην περίπτωση της Rahel Varnhagen διερευνούσε εδώ και τρία χρόνια τις περίπλοκες δυναμικές διαμόρφωσης της ταυτότητας μιας Γερμανίδας Εβραίας και διανοούμενης στο μεταίχμιο του 18ου προς τον 19ο αιώνα. Με τον τρόπο αυτό προέκυψε το ψυχόγραμμα μιας γυναίκας, στη ζωή της οποίας συμπυκνώνεται παραδειγματικά η γεμάτη εντάσεις ιστορία των μορφωμένων Γερμανών Εβραίων-κυρίως ως προς το ζήτημα της αφομοίωσης. Στο βιβλίο αυτό, που ένα μεγάλο μέρος του έχει τη μορφή κολλάζ, με συλλογή φράσεων, η Arendt σκιαγραφεί την λειτουργία της συνείδησης μιας γυναίκας, για την, οποία λόγω επιθετικής άρνησης της εβραϊκής της καταγωγής, ήταν για πολύ καιρό αδύνατο να φτιάξει μια σταθερή σχέση προς τον εαυτό της και τον κόσμο. Ως άνθρωπος της εποχής της, όπως και η Arendt, ριγμένη σε μια κατάσταση τριπλής περιθωριοποίησης-γυναίκα, Εβραία, διανοούμενη- η άρνηση της Ραχήλ να αναγνωρίσει πως κοινωνικά είναι και πρέπει να παραμείνει, αυτό πού είναι στα μάτια των άλλων, την οδηγεί σε ένα επώδυνο βίωμα έλλειψης εαυτού: «Ο αγώνας της Ραχήλ κατά των δεδομένων, κυρίως κατά του δεδομένου πως γεννήθηκε Εβραία, θα καταντήσει πολύ σύντομα αγώνας κατά του εαυτού της. Στον εαυτό της πρέπει να αρνηθεί τον συμβιβασμό/συμφωνία, πως είναι αδικημένη, τον εαυτό της να τόν αρνηθεί, να αλλάξει, να πει ψέματα, καθώς δεν μπορεί να αρνηθεί στον εαυτό της απλώς την ύπαρξη…Δεν υπάρχει καμιά επιλογή-εάν είπε κανείς όχι στον εαυτό του. Υπάρχει μόνο μια δυνατότητα: πάντα και σε κάθε στιγμή να είσαι διαφορετικός από αυτό που είσαι.4»

Η περίπτωση της Ραχήλ είναι παραδειγματική για μια ολόκληρη εποχή σύμφωνα με την Arendt, και για ένα άλλο λόγο. Στην ζωή της οι δυο μορφές θάρρους που απαιτούνταν, συγκρούονταν μεταξύ τους: το ένα ήταν το θάρρος που προέκυπτε από τον Διαφωτισμό, να χρησιμοποιεί δηλαδή τη λογική της, και  ως λογικό ον να καθορίζει αυτόνομα τα της ζωής της. Το άλλο ήταν το θάρρος να αναγνωρίσει, πως η ελευθερία να αυτοκαθορίζεται, εξαρτάται πάντοτε από τις ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες, από τις οποίες κανένας δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί εντελώς. Στην εποχή της Ραχήλ η σύγκρουση αυτή εκφράζεται ως ένταση μεταξύ ιδανικών αυτοπραγμάτωσης του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού: μεταξύ λογικής και ιστορίας, υπερηφάνειας και προκατάληψης, σκέψης και υπακοής, μεταξύ του ονείρου περί πλήρους αυτοκαθορισμού του εγώ και του αναπόφευκτου ετεροκαθορισμού μέσω των άλλων.

Σύμφωνα με την Arendt, η λογική του Διαφωτισμού μπορεί «να απελευθερώσει από προκαταλήψεις του παρελθόντος, και μπορεί να καθοδηγήσει το μέλλον του ανθρώπου. Δυστυχώς αυτό μάλλον δεν φτάνει: μπορεί να απελευθερώσει μόνο ατομικά, και μόνο το μέλλον των Ροβινσώνων βρίσκεται στα χέρια τους. Ένα άτομο που έχει απελευθερωθεί με αυτό τον τρόπο, συναντά πάντα ένα κόσμο, μια κοινωνία, το παρελθόν της οποίας έχει δύναμη με τη μορφή των «προκαταλήψεων», όπου στο άτομο αποδεικνύεται, πως η παρελθούσα πραγματικότητα είναι επίσης πραγματικότητα. Το να γεννηθεί ως Εβραία, ίσως να υποδεικνύει στη Ραχήλ κάτι από καιρό περασμένο, που να έχει εξαληφθεί εντελώς από τη σκέψη. Ως προκατάληψη όμως στα κεφάλια των άλλων καθίσταται όμως επώδυνο παρόν.5»

Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει από την κατάσταση να είναι ριγμένος μέσα στην ένταση αυτή-και ούτε πρέπει να εύχεται λογικά να είναι σε θέση να ξεφύγει. Το κόστος δε θα ήταν τίποτα λιγότερο από την απώλεια εκείνου, που αξίζει να ονομάζεται κόσμος και πραγματικότητα.

Συνεχίζεται

ΕΔΩ ΑΚΡΙΒΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΝΙΧΝΕΥΣΟΥΜΕ ΤΟ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΝΕΠΗΡΕ ΜΕ ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΝ ΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ  ΤΟΥΣ ΑΝΕΒΑΣΕ ΠΟΛΥ ΨΗΛΑ ΣΑΝ ΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΙΚΑΡΟ ΑΛΛΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΤΡΙΨΕ ΤΕΛΙΚΑ ΣΤΟΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟ ΝΑΖΙΣΜΟ  ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ, ΤΙΣ ΔΥΟ ΑΡΧΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ  ΕΝΩΘΗΚΑΝ ΜΕ ΒΙΑ ΣΤΑ ΝΕΦΕΛΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: