ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
Μέρος Δεύτερο
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
Κεφάλαιο 7
Η ΠΑΥΛΕΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
7.2. Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΛΟΓΟΥ
Στη μακραίωνη παράδοση της Ορθοδοξίας, οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν πάντοτε –όπως φαίνεται στα εξηγητικά και λειτουργικά τους έργα, περισσότερο στα λαϊκά τους κηρύγματα παρά στα δογματικά τους δοκίμια– μια πολύ ξεκαθαρισμένη «όραση», μια «θέα» για το τι πράγματι είναι η Εκκλησία. Η «όρασή» τους όμως αυτή δεν συμπιέστηκε ποτέ σε μιαν έννοια, δεν περιορίστηκε ποτέ σε έναν ορισμό. Οι ορισμοί περί Εκκλησίας άρχισαν να διατυπώνονται μετά το σχίσμα, κυρίως στη Δύση την ταραχώδη εποχή της Μεταρρυθμίσεως και Αντιμεταρρυθμίσεως. Και οι ορισμοί αυτοί είχαν χαρακτήρα ομολογιακής αμφισβήτησης και πολεμικής εμπάθειας. Ήταν ορισμοί που ανήκαν σε σχολές μάλλον, παρά στην Εκκλησία, ήταν σχολαστικοί παρά εκκλησιαστικοί. Η μόνη ορθή προσέγγιση του μυστηρίου της Εκκλησίας είναι η μεταφορική και συμβολική γλώσσα της ευλάβειας, που είναι και η γλώσσα της Αγίας Γραφής. Η αληθινή φύση της Εκκλησίας μπορεί ευχερέστερα να παρασταθεί, να περιγραφεί, παρά να καθοριστεί. Κι αυτό είναι, που γίνεται στην Αγία Γραφή και στη μετέπειτα πατερική Θεολογία. Επειδή δεν «ἀρκεῖται ἕν ὄνομα παραστῆσαι τό ὅλον», η Γραφή, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, και η ιερά παράδοση μπορούμε να συμπληρώσουμε, χρησιμοποιεί «μύρια ὀνόματα ἵνα παραστήσῃ αὐτῆς (της Εκκλησίας) τήν εὐγένειαν»31. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές από τις εικόνες που χρησιμοποιούνται: «σῶμα», «φυτεία», «οἰκοδομή», «ναός», «νύμφη», «ὄρος», «σκηνή», «οἶκος», «πύργος», «παράδεισος», «ἄμπελος», ή «ἀμπελών», «παρθένος», «ἁγνή», «λυχνία», «ναῦς», «βασίλισσα», «στῦλος», «λιμήν», «ποίμνη», «κιβωτός», «νέα Σιῶν», «ἄνω Ἱερουσαλήμ», «φορεῖον», «στέφανος», «μήτρα» κ.ά.32Άλλωστε, στη βυζαντινή παράδοση, η επικρατούσα ερμηνευτική αρχή είναι εκείνη της «Θεοπτίας», η οποία αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην αντικειμενική βιβλική κριτική και κυρίως απεμπλέκεται από το δίλημμα ως προς την κατ' αρχήν προτεραιότητα της Γραφής ή της Παράδοσης. Σύμφωνα με την ερμηνευτική αυτή αρχή η Θεία Αποκάλυψη δεν εξαντλείται στη Γραφή ή στην Παράδοση ή και στα δύο33. Όπως πολύ χαρακτηριστικά τονίζει ο π. J. Meyendorff34, η έννοια της Θεολογίας που αναπτύχθηκε κυρίως από τους Καππαδόκες και την αντιοχειανή σκέψη ταυτίζεται με τη «θεωρία» ή «θεοπτία», επομένως η Αποκάλυψη δεν μπορεί –σε αντίθεση με τη σχολαστική σκέψη– να οριστεί ως ένα κλειστό λογικό σύστημα προερχόμενο ή βασιζόμενο σε «αποκαλυμμένες» οντότητες (όπως π.χ. η Γραφή, η Παράδοση ή οι αποφάσεις του οποιουδήποτε εκκλησιαστικού Magisterium)· αντίθετα, είναι απόρροια της ολοκληρωμένης θεάσεως του προσώπου και του έργου του Χριστού, ταυτίζεται δηλαδή με την «πνευματική» εμπειρία του κάθε μέλους της Εκκλησίας (εξ ού και η εξύψωση στο χώρο της Ορθόδοξης Ανατολής του χαρισματούχου, του Αγίου, του στάρετς κλπ.), η αυθεντικότητα της οποίας βέβαια ελέγχεται με βάση τη Γραφή και την Παράδοση.[EΦΟΣΟΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΔΕΝ ΟΡΙΖΕΤΑΙ;]
Πιο συγκεκριμένα η αναφορά στην παύλεια εκκλησιολογία κρίνεται σήμερα περισσότερο παρά ποτέ ενδεδειγμένη, γιατί από όλες τις εικόνες με τις οποίες επιχειρείται περιγραφή του μυστηρίου της Εκκλησίας, η παύλεια εικόνα του «σώματος» είναι η επιτυχέστερη και η πλέον εκφραστική35. Κι αυτό γιατί επαναφέρει στο προσκήνιο την ξεχασμένη σήμερα χριστολογική βάση της εκκλησιολογίας. Άλλωστε η παύλεια αυτή διδασκαλία είναι εκείνη στην οποία με περισσό ζήλο ενέσκηψαν και θεολόγησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας36. Είναι χαρακτηριστική η έκφραση του ιερού Αυγουστίνου περί της Εκκλησίας ως του όλου Χριστού, «totus Christus caput et corpus», κάτι που βαθμιαία λησμονήθηκε, με αποτέλεσμα σήμερα να γίνεται συχνά λόγος, αλλά και να αποτελεί ασυναίσθητα και συνείδηση, ότι η Εκκλησία είναι περισσότερο «σώμα πιστών» (corpus fidelium) παρά «σώμα Χριστού» (corpus Christi)37.
Σημειώσεις
31. Ι. Χρυσοστόμου, «Ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθείς...» 6, PG 52 στ. 402.
32. Πληρέστερο κατάλογο εικόνων με τις οποίες περιγράφεται στη σύνολη εκκλησιαστική παράδοση η Εκκλησία βλ. στο Ι. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, σελ. 173, ενώ για την Κ.Δ. στο P. S. Minear, Images of the Church in the N.T., Philadelphia 1960.
33. Βλ. Π. Βασιλειάδη, «Αγιοπνευματική βιβλική ερμηνευτική», Βιβλικές Ερμηνευτικές Μελέτες, σελ. 117εξ.
34. Byzantine Theology. Historical Trends and Doctrinal Themes, 1974, σελ. 8εξ.
35. Γ. Φλορόφσκυ, Το Σώμα του Ζώντος Χριστού, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 33.
36. Στο ίδιο. Ο Φλορόφσκυ κάνοντας μια αναφορά στην περιεκτικότατη ανάλυση του E. Mersch S. J. (Le corps mystique du Christ, 19362) υποστηρίζει πως βαθμιαία παραθεωρήθηκε ή και εγκαταλείφτηκε η παύλεια αυτή εικόνα και πως είναι πλέον ανάγκη να την επαναφέρουμε ξανά στο προσκήνιο (σελ. 36).
37. Γ. Φλορόφσκυ, «Ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία του», σελ. 18.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου