Συνέχεια από: Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ - ΑΠΘ
Σύμβουλος Καθηγητής κ. Χρ. Σταμούλης
Μεταπτυχιακός Φοιτητής: Δημήτριος Δουμάνης
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
ΚΕΦΆΛΑΙΟ Α΄: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Γ) ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ.
α. Εισαγωγικά
Είναι ξεκάθαρο και θα φανεί πιο καθαρά στο σχετικό κεφάλαιο, το πόσο επικίνδυνο είναι να διαιρούμε την Εκκλησία από την Βασιλεία του Θεού. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο σοβαρό γιατί αυτή η θέση έχει σαν λογικό και φυσικό συμπέρασμα την αδυναμία σωτηρίας στην πρό της Θείας σαρκώσεως εποχή της παλαιάς διαθήκης. Όμως, όπως μας λέει ανωτέρω ο άγιος Χρυσόστομος «Τι έστιν η Βασιλεία; Η παρουσία η εμή. Βασιλείαν δε ενταύθα την παρουσίαν αυτού την προτέραν και την εσχάτην φησί»82. Η παρουσία του Χριστού είναι η Βασιλεία Του. Και η Βασιλεία του είναι η Εκκλησία Του.
Η Εκκλησία του Χριστού όμως, όπως αναλύουμε και στα υπόλοιπα κεφάλαια, υπάρχει και πρό της Θείας Αυτού σαρκώσεως γιατί και ο Χριστός υπάρχει πρό της Θείας Αυτού σαρκώσεως «την παρουσίαν αυτού την προτέραν και την εσχάτην φησί». Άρα και η βασιλεία Του υπάρχει όπως είναι φυσικό και πρό της Θείας Αυτού σαρκώσεως. Άλλωστε στην παλαιά διαθήκη φαίνεται ξεκάθαρα «δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού και ού μη άψηται αυτών βάσανος»83. Και αλλού επίσης γράφει: «Προσοχή νόμων βεβαίωσις αφθαρσίας»84.[ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΒΑΣΙΛΕΑ]
Το σημαντικό είναι να δεχτούμε ότι ο Χριστός ως βασιλιάς της Εκκλησίας Του και πρό της Θείας σαρκώσεως ήταν η πηγή της αιώνιας ζωής «Λέγει τοίνυν ο Θεός προς τον Μωυσήν «Εγώ ο Θεός Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ», πάντως ότι των όντων και υφεστηκότων (σ. σ. αυτών δηλαδή που ζούν, που υπάρχουν) ει γάρ Αβραάμ τετελεύτηκε και Ισαάκ και Ιακώβ, Θεός έστιν άρα των μη όντων. Πότε βασιλεύς είπεν, ότι βασιλιάς ειμί στρατιωτών, ων μη έχει;»85.[ΑΡΑ Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΥΠΗΡΧΕ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ. Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΤΟΥ. Ο ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ; ]
β. Η παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας την παραβολή του πτωχού Λαζάρου και του Πλουσίου86, μας εξηγεί: «και ο Αβραάμ γαρ πλούσιος ην, αλλά και δια την φιλοθεΐαν και την ευσπλαχνίαν και την φιλοξενίαν ού μόνον εσώθη, αλλά και τόπος των σωζομένων εγένετο. Διό και ο Λάζαρος αποθανών απηνέχθη παρά των αγγέλων(ούτοι γαρ εισι διάκονοι κατά Παύλον «διά τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν»), απηνέχθη ούν παρά τούτων εις τον κόλπον του Αβραάμ, κόλπος δε έστι του Αβραάμ η χώρα των ζώντων, η κατοικία των αϊδίως ευφραινομένων, η περιοχή των αιωνίων αγαθών»87. [ΚΑΙ Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ; Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΑΣ; Η ΕΝΔΟΞΩΤΕΡΑ ΤΩΝ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ;ΜΗΠΩΣ ΕΝ ΤΩ ΟΙΚΩ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ ΠΟΛΛΑΙ ΜΟΝΑΙ ΕΙΣΙΝ; ΚΑΙ Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡ; ΜΗΠΩΣ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΚΡΙΝΟΥΜΕ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΟΠΩΣ ΟΜΟΛΟΓΕΙ Ο ΑΠ. ΠΑΥΛΟΣ; ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΛΟΙΠΟΝΟ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΧΟΥ:Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ;]
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι πολλοί πατέρες της Εκκλησίας υποστηρίζουν ότι ο πτωχός Λάζαρος ήταν υπαρκτό πρόσωπο σύγχρονος ίσως του Χριστού, γι’ αυτό και ο Χριστός τον αναφέρει με το όνομα του για να τους τον θυμίσει και να τονίσει ότι σώθηκε, παρότι ουσιαστικά πέθανε πριν την κατάβαση του Χριστού στον Άδη88. Στη συνέχεια στο ίδιο κείμενο δεν μας αφήνει καμία αμφιβολία για την δυνατότητα σωτηρίας στην παλαιά διαθήκη «Εορτάζομεν δε όμως επ΄εκκλησίας σήμερον τους προπάτορας, ων οι πλείους εβραίοι το γένος ήσαν, τίνος ένεκεν; Ίνα μάθουσιν πάντες ως ουκ αδίκως ουδέ αλόγως ουδέ αναξίως Θεού του ταύτα ποιούντος και μετασκευάζοντος Ιουδαίοι μεν εκκήρυκτοι, τα δε έθνη υιοποίητα γέγονεν, αλλ’, ώσπερ εν τοις κεκλημένοις έθνεσιν οι υπακούοντες μόνοι τη θεία συγγενεία συγκαταλέγονται, ούτω και το του Ισραήλ γένος και οι εξ Αδάμ μέχρι τούτου του γένους, και πλήθος εισί πολλοί, αλλ’ οι εν αυτοίς κατά το θέλημα του Θεού ζήσαντες, ούτοι μόνοι αληθείς εισίν Ισραηλίται, ων αι προρρήσεις και δι’ ων αι προτυπώσεις και προς ούς αι επαγγελίαι, και ούτοι μόνοι πατέρες αληθείς και προπάτορες πρώτον μεν της εν παρθενία τεκούσης κατά σάρκα Χριστόν τον επί πάντων Θεόν, έπειτα και ημών δι’ αυτού. Οίτινες πατέρες και προπάτορες ουδέ εξεβλήθησαν της του Χριστού Εκκλησίας, εορτάζονται γάρ παρρησία παρ’ ημών σήμερον ως μέρος όντες του των αγίων πληρώματος. «εν γάρ Χριστώ Ιησού ουκ έστιν ού παλαιός, ού νέος, ουχ Έλλην, ούκ Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός», και ούχ ο εν τω φανερώ Ιουδαίος, ουδέ η εν τω φανερώ περιτομή, αλλ’ ο εν τω κρυπτώ Ιουδαίος και η περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ού γράμματι, ην πάντες έχουσι και δι ήν πάντες έν εισί, παλαιοί τε και νέοι, όσοι τω Θεώ ευηρέστησαν, και οι πρό του νόμου και οι εν τω νόμω και οι μετά νόμον, εν τω της χάριτος ευαγγελίω θεαρέστως πολιτευσάμενοι.»89. Και συνεχίζει: «…Τοιούτί εισίν οι εξωθούμενοι της ιεράς Εκκλησίας και της του Θεού βασιλείας, κάν του παλαιού ώσι κάν του νέου λαού του Ισραήλ, ό και ο Κύριος εν τοις ευαγγελίοις δείκνυσι λέγων, «ελεύσονται από των ανατολών και δυσμών και βορρά και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ εν τη βασιλεία του Θεού, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται έξω εις το σκότος το εξώτερον»90. Βλέπουμε δηλαδή ξεκάθαρα ότι ο άγιος όχι μόνο ταυτίζει πλήρως την Εκκλησία με την Βασιλεία του Χριστού, και τις χρησιμοποιεί σαν ταυτόσημες έννοιες, αλλά θεωρεί δεδομένη και την σωτηρία στον προ της χάριτος λαό του Ισραήλ.[ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΙΣΑΙΩΝ; ΜΗΠΩΣ Ο ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ;]
γ. Οι άγιοι της εκκλησίας στην παλαιά διαθήκη
Εξάλλου, η Εκκλησία η οποία γνωρίζει τα μέλη της και τους αγίους της μνημονεύει στο συναξάριο της Κυριακής πρό της Χριστού γεννήσεως, τους πρό Χριστού σωσμένους πατέρες, πατριάρχες και δικαίους «Τη αυτή ημέρα, Κυριακή πρό της Χριστού γεννήσεως, μνήμην άγειν ετάχθημεν παρά των Αγίων και θεοφόρων Πατέρων ημών, πάντων των απ’ αιώνος Θεώ ευαρεστησάντων, από Αδάμ άχρι και Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίας Θεοτόκου….. ομοίως και των προφητών και των προφητίδων.». Χαρακτηριστικός της διδασκαλίας της Εκκλησίας περί της σωτηρίας στην Εκκλησία του Χριστού πρό Χριστού, είναι και ο ιαμβικός στίχος στη μνήμη του δικαίου Άβελ, υιού του Αδάμ, «Βοά Θεώ σόν αίμα και ψυχής δίχα, Ω πρώτε νεκρών, πρώτε και σεσωσμένων».[ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ; ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ; ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΓΙΝΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ;]
Αυτή η πίστη βέβαια, για την σωτηρία του Ισραηλιτικού λαού που είχε την ακροβυστία του Αβραάμ και τον νόμο του Μωυσέως και τα εφάρμοζε, υπάρχει στην εκκλησία του Χριστού από τα πρώτα χρόνια της μετά Χριστόν ζωή της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο διάλογος προς Τρύφωνα του φιλοσόφου και μάρτυρος Ιουστίνου στις αρχές του β΄ μ. Χ. αιώνα. Στην συζήτησή του με τον Ιουδαίο Τρύφων, ουδέποτε ο άγιος αμφισβητεί την σωτηρία της παλαιάς διαθήκης. Τουναντίον αυτό είναι και ένα από τα βασικότερα επιχειρήματά του εναντίον των Ιουδαίων που δεν δεχόταν την εκπλήρωση των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού: «καγώ προς αυτόν. Ειπόντος μου, ώ άνθρωπε, τα λελεγμένα υπό του Ιεζεκιήλ, ότι «κάν Νώε και Δανιήλ και Ιακώβ εξαιτήσωνται υιούς και θυγατέρας ού δοθήσεται αυτοίς», αλλ’ έκαστος τη αυτού δικαιοσύνη δήλον ότι σωθήσεται, ότι και τους κατά τον νόμον τον Μωυσέως πολιτευσαμένους ομοίως σωθήσεσθαι είπον.»91.
δ. Σωτηρία στην Π.Δ. και θεία ενσάρκωση
Τώρα βέβαια, εμφανίζεται ένα βασικό για πολλούς ερώτημα (δικανικού και σχολαστικιστικού όμως τύπου), αν υπήρχε σωτηρία και στην παλαιά διαθήκη, ποιος ήταν ο λόγος, ή η ανάγκη για να σαρκωθεί ο Χριστός; Η σωτηρία και στην παλαιά διαθήκη χορηγείτο εις τους πιστεύσαντας εις την ενσάρκωση του λόγου μέλλουσαν μέν τότε, παρελθούσα δε νύν, «κακείνοι τον Χριστόν οίδεσαν»92. Η Θεία ενσάρκωση, ο Σταυρός και η Ανάσταση είχαν την σωστική τους δύναμη και πρίν την ενανθρώπηση του Λόγου. Η πίστη στην θεία οικονομία είχε και την ζωοποιό και σωστικήν της ενέργεια, και πρό της εν χρόνω τελέσεώς της όπως την έχει και μετά. «Ώστε και οι προγενόμενοι άνευ λόγου βιώσαντες, άχρηστοι και εχθροί τω Χριστώ ήσαν και φονείς των μετά λόγου βιούντων, οι δε μετά λόγου βιώσαντες και βιούντες Χριστιανοί και άφοβοι και ατάραχοι υπάρχουσι.»93 Ίσως το πρόβλημα δημιουργεί η σύγχυσις ανάμεσα στον άδη και στην κόλαση. Άλλη κατάσταση ο άδης στον οποίο παρέμεναν δεσμευμένες αλλά σωσμένες, οι ψυχές των δικαίων αναμένοντας την κάθοδο του Χριστού και άλλη ο τόπος τιμωρίας, η κόλαση94.
Ως γνωστόν υπήρξαν και πολλοί άνθρωποι πρό Χριστού οι οποίοι αν και δεν ανήκαν στο λαό του Ισραήλ και ήταν απερίτμητοι εφάρμοζαν λόγω ιδίας προαιρέσεως τον σπερματικό λόγο του Χριστού ο οποίος υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους άμα τη γέννησή τους. Σε όλους αυτούς στους οποίους «ευηγελίσθη εν τω άδη» ο Πρόδρομος «Χριστόν φανερωθέντα εν σαρκί» (απολυτίκιο του Προδρόμου). Αυτούς έσωσε ο Χριστός «σκυλεύσας τον άδη». Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και η αντιμετώπιση της αμαρτίας από τον Θεό, ήταν διαφορετική πριν και μετά τον Χριστό «Ότι δε πρό της ευαγγελικής διδασκαλίας οι τα του νόμου παραβαίνοντες ήσαν ανεκτότεροι, μετά δε τον νόμον η των ευαγγελίων ενταλμάτων φυλακή παρά των τεύξεσθαι μελλόντων των επηγγελμένων μετά μείζονος της σφορδρότητας απαιτείται…» και συνεχίζει στηριζόμενος στον Απ. Παύλο «και αλλαχού πάλιν “αμαρτανόντων” φησίν “ημών μετά την επίγνωσιν της αληθείας, ουκ έτι περί αμαρτιών απολείπεται θυσία, φοβερά δε τις εκδοχή κρίσεως και πυρός ζήλος εσθίειν μέλλοντας τους υπεναντίους”95»96.
Μια άλλη αντίρρηση είναι γιατί, ενώ θα μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο με ένα νεύμα μόνο , δεν το έκανε. Το νεύμα του Θεού χρειάστηκε στην αρχή της δημιουργίας όταν δεν υπήρχαν όντα. Τώρα εφόσον υπάρχουν τα όντα η ενέργεια για τη σωτηρία τους θα ακολουθήσει τα πραγματικά δεδομένα. Η δυνατότητα σωτηρίας στην αρχική της μορφή χάθηκε με την παράβαση του ανθρώπου. Γι’ αυτό το λόγο ο Λόγος έγινε άνθρωπος, γέμισε με την ενανθρώπισή του τα πάντα, ακόμη και τον Άδη. Θα μπορούσαμε βέβαια ακόμη να πούμε, ότι ο Θεός σαρκώθηκε λόγω της απεριόριστης αγάπης Του για όλα τα πλάσματά Του. Ο Θεός δεν θέλησε να αδικήσει ακόμα και αυτόν τον διάβολο. Όπως με άνθρωπο ήρθε η ρήξη με τον Θεό, έτσι τώρα έπρεπε να γίνει άνθρωπος ο ίδιος ο Θεός για να έρθει η καταλαγή του ανθρώπου με τον Θεό με τον ίδιο τρόπο97.
ε. Φάσεις σωτηρίας
Για τον ίδιο λόγο που υπήρξαν φάσεις στην Εκκλησία του Χριστού, υπήρξαν και «φάσεις», υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα και σήμερα, διαφορετικοί τρόποι σωτηρίας, όπως και διαφορετικοί τρόποι «τιμωρίας»: «Ίνα δε μάθης ακριβέστερον, ως ο αυτός έστιν αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός, ότε του δικαίου έκδικος εν τη Παλαιά και ο εν τη χάριτι,…., Και κατ’ αρχάς μέν προσκαίρω πυρί και ύδατι τιμωρείται, επί τέλει δε διαιωνίζοντι και ατελευτήτω»98. Σε άλλη κατάσταση ήταν η σωτηρία πρό Χριστού, και σε άλλη είναι τώρα, αναμένοντας την πλήρη και τελεία αποκατάσταση των αγίων, μαζί με τα σώματα, στην Ουράνιο Βασιλεία μετά την Δευτέρα του Χριστού Παρουσία99. Σχετική είναι η γνώμη του αγίου Ειρηναίου: «Αί ψυχαί απέρχονται εις τον τόπον τον ωρισμένον αυταίς από του Θεού, κακεί μέχρι της Αναστάσεως φοιτώσι, περιμένουσαι την ανάστασιν, έπειτα απολαβούσαι τα σώματα, και ολοκλήρως αναστάσαι, τουτέστι σωματικώς, καθώς και ο Κύριος ανέστη ούτω ελεύσονται εις την όψιν του Θεού»100. Βέβαια στο ερώτημα για τον λόγο της σάρκωσης του Χριστού μας δίνει μια πολύ κατατοπιστική απάντηση ο Μέγας Αθανάσιος: «Αυτός ο του Θεού Λόγος ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν»101.[ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ Η ΣΩΤΗΡΙΑ; ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΣΥΓΧΕΟΥΜΕ ΜΕ ΜΟΝΗ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ;]
Η κατά χάριν θέωση του ανθρώπου και όχι απλά η σωτηρία του, είναι αποτέλεσμα της σαρκώσεως του Λόγου. Εξάλλου και η δεκτικότητα του λαού του Θεού στην παλαιά διαθήκη ήταν συγκεκριμένη. Έπρεπε πρώτα να μορφωθεί κατά Θεόν ο Ισραηλιτικός λαός, να ανέβει το πνευματικό του επίπεδο, να ξεριζωθεί από μέσα του κάθε κατάλοιπο της ειδωλολατρίας, και να μάθει να λατρεύει μόνον τον αληθινό Θεό. Όπως μας λένε οι πατέρες της Εκκλησίας ακόμα και οι θυσίες των ζώων στην παλαιά διαθήκη, κατά συγκατάβαση επιτρεπόταν από τον Θεό, έτσι ώστε τουλάχιστον οι Ισραηλίτες να θυσιάζουν στον αληθινό Θεό και όχι στα είδωλα102. Η αντιληπτική ικανότητα του λαού του Θεού αυξήθηκε με την έλευση του Χριστού. Ο άνθρωπος γνώρισε τον δημιουργό του και απόκτησε την αληθινή γνώση και έννοια του Θεού: «έπρεπε να έλθη ο Λόγος και Σοφία του Πατρός και ελθών, να αποκαταστήση, εν τω ανθρώπω, την διαφθαρείσαν θείαν εικόνα, και αποκαταστήσας, διδάξει την αληθή, περί Θεού, γνώσιν και έννοιαν»103, «δεν θα ωφελείτο ο άνθρωπος, εκ του ότι επλάσθη, κατ’ εικόνα Θεού, λογικός, εάν δεν εγνώριζε του Θεού τον Λόγον, εν ώ και δι ού, εγένετο»104.
Αυτή η ίδια ικανότητα θα ολοκληρωθεί όταν μετά την Δευτέρα παρουσία το «μη όν», ο άνθρωπος, θα χωριστεί από το «ουκ όν» και θα ενωθεί με τον «Ων», με το «όντος Όν» και θα γίνει «κατά χάριν Ών». Θα επανέλθει στην προτέρα κατάσταση του «υπέρ φύσιν», επεκτείνοντας το «κατά φύσιν» στο οποίο βρισκόταν λόγω της παραβάσεως105. Δηλαδή: «προσελάβετο το γενητόν και ανθρώπινο σώμα, ίνα τούτο ως δημιουργός ανακαινίσας εν εαυτώ θεοποιήση και ούτως εις βασιλείαν ουρανών εισαγάγη πάντας ημάς καθ’ ομοιότητα εκείνου.»106
Εδώ αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση του πρώτου μετά την άλωση πατριάρχου Κων/πόλεως, Γενναδίου Σχολαρίου, ο οποίος κατά απαίτηση του Μωάμεθ Β’ του Πορθητού, το 1456, παρουσιάζει εν συντομία την Χριστιανική πίστη. Η παρουσίασή του γίνεται κατά το πρότυπον του συμβόλου της πίστεως σε ιβ’ άρθρα. Στο 4ο άρθρο αναφέρεται στον λόγο της Θείας ενσάρκωσης: «4. Πιστεύομεν, ότι ο Θεός δια του Λόγου….. και δια τούτο πιστεύομεν, ότι, ότε ηθέλησεν ο Θεός δια μόνην την ελεημοσύνη αυτού επιστρέψαι τους ανθρώπους από της πλάνης των δαιμόνων και της ειδωλολατρείας, (διότι πλήν του ολίγου τόπου των Ιουδαίων, εν ώ προσεκυνείτο και επιστεύετο είς Θεός εκ του νόμου του Μωυσέως, η άλλη πάσα οικουμένη εσεβάζετο τα κτίσματα του Θεού αντί του Θεού, και πολλούς θεούς του μη όντας….), τότε εποίησεν ο Θεός την τοιαύτην ανάπλασιν των ανθρώπων δια του Λόγου και δια του αγίου Πνεύματος αυτού. Και διά τούτο ο Λόγος του Θεού ενεδύθη την ανθρώπινην φύσιν, ίνα ως μέν άνθρωπος ομιλήση ανθρώποις, ως δε Λόγος του Θεού και σοφία διδάξη τους ανθρώπους πιστεύειν εις τον ένα και αληθή Θεόν, και πολιτεύεσθαι κατά τον νόμον, όν αυτός έδωκε, και πάλιν ως μεν άνθρωπος, ίνα δώσει την πολιτείαν αυτού παράδειγμα της διδασκαλίας αυτού, πρώτος γαρ αυτός ετήρησε τον νόμον όν έδωκε τοις ανθρώποις….. και ίνα καταφρονήσωσι του θανάτου δια την αγάπην της αληθείας ην εδίδασκον (σ.σ. αναφέρεται εδώ στους αποστόλους), και δια την αγάπην του πέμψαντος αυτούς Θεού, και δια την αγάπην της σωτηρίας του κόσμου, κατά το παράδειγμα του Ιησού, όστις εκουσίως απέθανε κατά το ανθρώπινον υπέρ του σωθήναι τον κόσμον»107.
στ. Η σπουδαιότητα της πίστεως
Φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε το γεγονός, ότι η Εκκλησία και η Σωτηρία είναι μυστήρια και άρα είναι αποδεχόμενα πρωτίστως δια της πίστεως. Μέσα από αυτήν την πίστη αξιώνει ο Θεός και την όσο το δυνατόν κατανόησή τους, στα μέτρα του ανθρωπίνως δυνατού, δια φυσικών ή λογικών αποδείξεων μέσω των Θείων εμπειριών «πάσης αποδείξεως κρείτων και οίον αρχή τις αναπόδεικτος ιεράς αποδείξεως η πίστις εστί, μόνιμος ούσα των πεπεισμένων ίδρυσις.»108.
Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι και κάθε εποχή είναι ευαγγελική εποχή από την άποψη της σωτηρίας και όχι μόνο: «Ρωτήσανε κάποτε τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, ποιοί ήταν αυτοί που ακολούθησαν τον Χριστό κατά την κάθοδό του στον Άδη και ποιοι αυτοί που τον αρνήθηκαν, και εκείνος, αναφερόμενος στους πρώτους, απάντησε αφοπλιστικά, δείχνοντας από την μια την άρνηση του στην εξιδανίκευση του παρελθόντος και από την άλλη την βαθιά πεποίθησή του πως κάθε εποχή είναι ευαγγελική εποχή: «σοί πιστεύειν έμελλον, ει κατά τον της εκείνων ζωής καιρόν σαρκωθείς επεδήμησεν, ούτοι γάρ και εις άδου πάντως επέγνωσαν109»110» Κάθε εποχή λοιπόν είναι εποχή του ευαγγελίου του Χριστού γιατί η πίστη στον Θεό είναι πίστη, στον ερχόμενο να σταυρωθεί, Υιό του Θεού111. Και κάθε εποχή του ευαγγελίου του Χριστού, είναι εποχή του Χριστού, είτε Αυτός έχει σαρκωθεί, είτε όχι112.
Προς θαλάσσιον, Περί αποριών, ερώτησις ΝΕ, Σχόλιο 34.
Τόμος 14 Γ, Μερετάκης.
Τόμος 14 Γ, Μερετάκης.
«Όποιος παρέχει, κατασκευάζει, γιά τήν περί εαυτού γνώσιν, πρόληψιν, φήμην, σ’αυτούς πού τόν θεωρούν, τόν ακούνε, μέ τήν προφορά δηλ. μέ τήν επανάληψη καί μόνον τών λέξεων από τούς λόγους πού έχει κλεψει από τούς Πατέρες, παραπείθοντας τίς ακοές τών ασυνέτων καί μιαίνοντας μέ συνουσία, σάν να είναι γυναίκες, αυτές οι αμύητες ακοές, τίς καλές καί θεοφιλείς θεωρίες τού πρώτου διδάξαντος, αυτός ελέγχεται δοξομανών, αφού παρατάσσεται μέ αυθάδεια, μαζί μέ τό ανώτερο επίπεδο τών φυσικών θεωρημάτων. Αφού δέν έχει αγγίξει τήν αληθινά υψηλή γνώση καί τήν έξη αυτής. Καί πεθαίνει χτυπημένος στήν καρδιά από τά βέλη πού αντιπροσωπεύουν : τήν θύμηση τής παρανομίας του έναντι τών Πατέρων, τήν ντροπή από τήν έπαρσή του (τήν οίηση), γιά τήν γνώση πού δέν είχε καί τήν αναπόφευκτη αναμονή τής μελλούσης κρίσεως. Διότι συλληφθείς από αυτά τά βέλη ο κενόδοξος, πεθαίνει χτυπημένος από τίς αιχμές τους.»
ΕΤΣΙ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΑΝΑΖΗΤΕΙ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΟΣΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΦΘΗΚΑΝ. ΔΕΝ ΑΦΟΜΟΙΩΝΕΤΑΙ ΑΥΤΟΜΑΤΩΣ Η ΚΑΙΝΗ ΚΤΙΣΗ. ΕΞΑΛΛΟΥ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΤΑΝΟΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟ. ΕΡΜΗΝΕΥΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ.
82. ΙΩΆΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΌΜΟΥ, Ερμηνεία εις την προς εβραίους επιστολήν, P.G. 63, 45.
83. Σοφ. Σολομώντος Γ, 1.
84. Σοφ. Σολομώντος ΣΤ΄, 18. Ο Μ. Αθανάσιος χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο χωρίο για να καταδείξει την σωτηρία ως αφθαρσία στην εποχή των πρωτοπλάστων: «ήν ει εφύλλατε διά της προς αυτόν κατανοήσεως, ήμβλυνεν αν την κατά φύσιν φθοράν και έμεινεν άφθαρτος, καθάπερ η Σοφία φησί, Προσοχή νόμων βεβαίωσις αφθαρσίας. Άφθαρτος δε ών, έζη λοιπόν ως Θεός, ως η θεία γραφή τούτο σημαίνει λέγουσα, Εγώ είπα, θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες, υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε και ως είς των αρχόντων πίπτετε(ψαλμοί 81, 6-7)». ΜΕΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Λόγος Περί ενανθρωπήσεως, P.G. 25, 104C.
85. ΚΥΡΊΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΎΜΩΝ, Κατήχησις φωτιζομένων ΙΗ΄, P.G. 33, 1029D.
86. Λουκά 16, 19-31.
87. ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΆ, ΆΠΑΝΤΑ ΤΑ ΈΡΓΑ, Ομιλία ΜΗ΄, Εις την ε΄ κυριακήν του Λουκά, Ε.Π.Ε., Τομ.11, σ.144.
88. Με το συγκεκριμένο χωρίο υπάρχει ένα πρόβλημα. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι δεν είναι παραβολή, αλλά διήγηση. Βλ. σχετικά τη διδακτορική διατριβή του Δ. ΡΙΖΟΥ Η παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου(Λκ. 16, 19-31) στην πατερική παράδοση, Θεσ/νίκη 2001 και στις σελίδες 208-213, όπου ο συγγραφέας παρουσιάζει όλες τις απόψεις. Βέβαια για εμάς δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα καθόσον όταν ομιλεί ο Χριστός, είτε εν παραβολές, είτε εν διηγήση, το ζητούμενο είναι τα λόγια Του και όχι ο τρόπος διδαχής. Όσον αφορά το ζήτημα της υπάρξεως του Λαζάρου ως υπαρκτού προσώπου τον καιρό του Ιησού, ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ τη θέση του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας από το υπόμνημα στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο: «Δια τί γάρ μη είπε, πτωχός δε τις άνθρωπος, αλλά Λάζαρος; Ίνα τη προσηγορία δείξη, πείρα και αληθεία ταύτα πεπράχθαι….. Έχει δε ο λόγος, ως η Εβραίων παράδοσις έχει, Λάζαρον είναι τινά κατ’ εκείνο καιρού εν τοις Ιεροσολύμοις, εσχάτη συνόντα πτωχεία και αρρωστία, ού και μνημονεύσαι τον Κύριον, ως εις παράδειγμα λαμβάνοντα τούτον εις εμφανεστέραν του λόγου δήλωσιν». Ε.Π.Ε. Τομ. 26, σ.108. Την ίδια θέση και στου Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, «Υπόμνημα εις τον Ευαγγελιστήν Λουκάν», P.G. 123, 973C. Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι το κείμενο αναφέρεται στην δυνατότητα σωτηρίας και όχι στον μέλλοντα «κόλπον του Αβραάμ», τον παράδεισο, ο οποίος προϋποθέτει την Δευτέρα του Χριστού έλευση. Γι’ αυτό το λόγο και ο άγιος Κύριλλος το ξεκαθαρίζει αυτό στο παρόν κείμενό του «Ούπω τοίνυν εξ ουρανών καταβεβηκότος του πάντων Κριτού, ουδέ η των νεκρών γέγονεν ανάστασις, είτα, πώς ουκ απίθανον εννοείν, ότι γέγονεν ήδη τισίν ανταπόδοσις, ή πονηρών έργων ή αγαθών; Έστι τοίνυν παραβολής τρόπος εσχηματισμένος αστείως(σ.σ.= με ευφυΐα), τα τε επί τω πλουσίω και τω Λαζάρω ειρημένα παρά Χριστού…. Ούπω τοίνυν εξ ουρανών καταφοιτήσαντος του Χριστού, ούτε ανάστασις γέγονεν, ούτε πράξεων ανταπόδοσις ηκολούθησέ τισιν».
89. Ενθ. αν. σ. 378.
90. Ενθ. αν. σ. 390.
83. Σοφ. Σολομώντος Γ, 1.
84. Σοφ. Σολομώντος ΣΤ΄, 18. Ο Μ. Αθανάσιος χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο χωρίο για να καταδείξει την σωτηρία ως αφθαρσία στην εποχή των πρωτοπλάστων: «ήν ει εφύλλατε διά της προς αυτόν κατανοήσεως, ήμβλυνεν αν την κατά φύσιν φθοράν και έμεινεν άφθαρτος, καθάπερ η Σοφία φησί, Προσοχή νόμων βεβαίωσις αφθαρσίας. Άφθαρτος δε ών, έζη λοιπόν ως Θεός, ως η θεία γραφή τούτο σημαίνει λέγουσα, Εγώ είπα, θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες, υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε και ως είς των αρχόντων πίπτετε(ψαλμοί 81, 6-7)». ΜΕΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Λόγος Περί ενανθρωπήσεως, P.G. 25, 104C.
85. ΚΥΡΊΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΎΜΩΝ, Κατήχησις φωτιζομένων ΙΗ΄, P.G. 33, 1029D.
86. Λουκά 16, 19-31.
87. ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΆ, ΆΠΑΝΤΑ ΤΑ ΈΡΓΑ, Ομιλία ΜΗ΄, Εις την ε΄ κυριακήν του Λουκά, Ε.Π.Ε., Τομ.11, σ.144.
88. Με το συγκεκριμένο χωρίο υπάρχει ένα πρόβλημα. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι δεν είναι παραβολή, αλλά διήγηση. Βλ. σχετικά τη διδακτορική διατριβή του Δ. ΡΙΖΟΥ Η παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου(Λκ. 16, 19-31) στην πατερική παράδοση, Θεσ/νίκη 2001 και στις σελίδες 208-213, όπου ο συγγραφέας παρουσιάζει όλες τις απόψεις. Βέβαια για εμάς δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα καθόσον όταν ομιλεί ο Χριστός, είτε εν παραβολές, είτε εν διηγήση, το ζητούμενο είναι τα λόγια Του και όχι ο τρόπος διδαχής. Όσον αφορά το ζήτημα της υπάρξεως του Λαζάρου ως υπαρκτού προσώπου τον καιρό του Ιησού, ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ τη θέση του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας από το υπόμνημα στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο: «Δια τί γάρ μη είπε, πτωχός δε τις άνθρωπος, αλλά Λάζαρος; Ίνα τη προσηγορία δείξη, πείρα και αληθεία ταύτα πεπράχθαι….. Έχει δε ο λόγος, ως η Εβραίων παράδοσις έχει, Λάζαρον είναι τινά κατ’ εκείνο καιρού εν τοις Ιεροσολύμοις, εσχάτη συνόντα πτωχεία και αρρωστία, ού και μνημονεύσαι τον Κύριον, ως εις παράδειγμα λαμβάνοντα τούτον εις εμφανεστέραν του λόγου δήλωσιν». Ε.Π.Ε. Τομ. 26, σ.108. Την ίδια θέση και στου Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, «Υπόμνημα εις τον Ευαγγελιστήν Λουκάν», P.G. 123, 973C. Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι το κείμενο αναφέρεται στην δυνατότητα σωτηρίας και όχι στον μέλλοντα «κόλπον του Αβραάμ», τον παράδεισο, ο οποίος προϋποθέτει την Δευτέρα του Χριστού έλευση. Γι’ αυτό το λόγο και ο άγιος Κύριλλος το ξεκαθαρίζει αυτό στο παρόν κείμενό του «Ούπω τοίνυν εξ ουρανών καταβεβηκότος του πάντων Κριτού, ουδέ η των νεκρών γέγονεν ανάστασις, είτα, πώς ουκ απίθανον εννοείν, ότι γέγονεν ήδη τισίν ανταπόδοσις, ή πονηρών έργων ή αγαθών; Έστι τοίνυν παραβολής τρόπος εσχηματισμένος αστείως(σ.σ.= με ευφυΐα), τα τε επί τω πλουσίω και τω Λαζάρω ειρημένα παρά Χριστού…. Ούπω τοίνυν εξ ουρανών καταφοιτήσαντος του Χριστού, ούτε ανάστασις γέγονεν, ούτε πράξεων ανταπόδοσις ηκολούθησέ τισιν».
89. Ενθ. αν. σ. 378.
90. Ενθ. αν. σ. 390.
91. ΙΟΥΣΤΊΝΟΥ, Απολογία α΄, P.G. 6, 572BC.
92. ΚΥΡΊΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΎΜΩΝ, Κατήχησις φωτιζομένων Ι΄, P.G. 33, 669B, «βλέπεις ότι και οι προφήται τότε έβλεπον τον Χριστόν, αλλά καθό εχώρουν έκαστος.», Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄ εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2010. σ.σ. 264-266.
93. ΙΟΥΣΤΊΝΟΥ, Απολογία α΄, P.G. 6, 397.
94. ΙΠΠΟΛΎΤΟΥ ΡΏΜΗΣ, Λόγος προς Έλληνας, κατά Πλάτωνα, περί της του παντός αιτίας, P.G. 10, 795Α-797Β, όπου γίνεται ένας σαφέστατος διαχωρισμός ανάμεσα στον Άδη και στον τόπο τιμωρίας, την κόλαση.
95. Εβρ, 10, 26.
96. Εν. αν. σ. 354.
97. Γ. ΜΑΡΤΖΈΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός γ΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2007, σ.σ.142-143, Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄ εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2010. σ.σ. 266-267, σ. 287.
98. ΦΩΤΊΟΥ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ, Κατά Μανιχαίων Λόγος Γ΄, P.G. 102, 133D.
99. Πολύ ωραία ανάλυση της θέσης του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου για τη διάκριση ανάμεσα στον Παράδεισο και την Ουράνιο Βασιλεία κάνει ο π. Ιουλιανός Ένι στο: Το μυστήριο του Χριστού, σπουδή στο υπόμνημα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στις επιστολές του απ. Παύλου, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2010, στην 1466η υποσημείωση του, στην σελίδα 390: «Ο άγιος Ιωάννης διακρίνει ανάμεσα στον Παράδεισο και τη Βασιλεία των Ουρανών και υπογραμμίζει ότι ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο για να μείνει μόνιμος κάτοικος του Παραδείσου, αλλά για να καταλήξει στην Βασιλεία Του. Και αν στον Παράδεισο έπλασε τον άνθρωπο από γή και ύδωρ, για τη Βασιλεία των ουρανών τον αναδημιουργεί «εξ ύδατος και Πνεύματος». Δια της πνευματικής αναγεννήσεως, «εξ ύδατος και Πνεύματος», ο άνθρωπος γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας, και, αφού είναι μέλος του Χριστού, θα συγκληρονομήσει μαζί Του τη Βασιλεία του Θεού. Βλ. Εις την Γένεσιν, ομ. 7, 5, P.G.54, 614: «Ού γαρ εις παράδεισον επαγγέλεται εισαγαγείν ημάς ο Θεός, αλλ’ εις αυτόν τον ουρανόν, ουδέ Βασιλείαν Παραδείσου, αλλά Βασιλείαν ουρανών εκήρυξεν».
100. ΕΙΡΗΝΑΊΟΥ, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως 5,6 1 P.G. 7, 1137-38 5,31,2 P.G. 7 1209A. Η Παραπομπή είναι από Ματσούκα Νικ.: Το πρόβλημα του κακού, εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2002.
101. Μ. ΑΘΑΝΑΣΊΟΥ, Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου, 54,3 P.G. 25, 192B.
102. ΙΟΥΣΤΊΝΟΥ, Απολογία α΄, P.G. 6, 472-800.
103. Μ. ΑΘΑΝΑΣΊΟΥ, Κατά Ελλήνων 30-34. Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου, 5-44, P.G. 25, 97-120.
104. Μ. ΑΘΑΝΑΣΊΟΥ, Κατά Ελλήνων 3, 8-9 P.G. 25,7-11. Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 5-44 , P.G. 25, 97-120. Είναι μερικά μόνο από τα χωρία που ο άγιος υποστηρίζει την θέση του. Σχετικά με το θέμα βλέπε και: Αρχ. Ε. ΕΛΕΥΘΕΡΙΆΔΗ, Η Θεομητορολογία του Μ. Αθανασίου, Πρακτικά ΙΖ’ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα :Ο ΜΈΓΑΣ ΑΘΑΝΆΣΙΟΣ, Ι. Μ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΊΚΗΣ 1997, απ’ όπου και οι σχετικές παραπομπές.
105. ΜΕΓ. ΑΘΑΝΑΣΊΟΥ Λόγος Περί ενανθρωπήσεως, P.G. 25, 104B, «η γάρ παράβασις της εντολής εις το κατά φύσιν αυτούς επέστεφεν, ίνα, ώσπερ ούκ όντες γεγόνασιν, ούτω και την εις το μη είναι φθοράν υπομείνωσι τω χρόνω εικότως. Ή γάρ, φύσιν έχοντες το μη είναι ποτε, τη του Λόγου παρουσία και φιλανθρωπία εις το είναι εκλήθησαν, ακόλουθον ήν κενωθέντας τους ανθρώπους της περί θεού εννοίας και εις τα ούκ όντα αποστραφέντας(ούκ όντα γάρ έστι τα κακά, όντα δε τα καλά, επειδήπερ από του όντος Θεού γεγόνασι), καινωθήναι και του είναι αεί. Τούτο δε έστι το διαλυθέντας μένειν εν τω θανάτω και τη φθορά. Έστι μεν γάρ κατά φύσιν άνθρωπος θνητός, άτε δη εξ ούκ όντων γεγονώς. Διά δε την προς τον όντα ομοιότητα, ήν ει εφύλλατε δια της προς αυτόν κατανοήσεως, ήμβλυνεν αν την κατά φύσιν φθοράν και έμεινεν άφθαρτος».
106. Μ. ΑΘΑΝΑΣΊΟΥ, Κατά Αρειανών 2, 70, P.G. 26, 296.
107. ΙΩΑΝ. ΚΑΡΜΊΡΗ: Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1960, σ.433-434.
108. ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΆ ΣΥΓΓΡΆΜΜΑΤΑ, Αντιρρητικός στ΄, Επιμέλεια Π. ΧΡΉΣΤΟΥ, Τομ. Γ΄, εκδ. Λ. Κοντογιάννης Β. Φανουργάκης, Θεσ/νίκη 1970, σ.380.
109. ΚΥΡΊΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΊΑΣ: Εις Α΄ Πέτρου 3, 19, P.G.74, 1013D.
110. Χ. ΣΤΑΜΟΎΛΗ: Έρως και Θάνατος, εκδ: Ακρίτας θεσ/νίκη 2009, σ.134.
111. ΜΑΞΊΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΎ, Προς Θαλάσσιον, 22, P.G. 90, 329B: «Και αρχή, και μεσότης, και τέλος πάντων εστί των αιώνων, των τε παρελθόντων και όντων και εσομένων, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός».
112. ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΘΕΟΛΌΓΟΥ, Λόγος ιε΄ P.G. 35, 912AB-913A: «μηδένα των προ της Χριστού παρουσίας τελειωθέντων δίχα της εις Χριστόν πίστεως τούτου τυχείν. Ο γάρ Λόγος επαρρησιάσθη μεν ύστερον καιροίς ιδίοις, εγνωρίσθη δε πρότερον τοις καθαροίς την διάνοιαν, ως εκ πολλών δήλον των προ εκείνου τετιμημένων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου