Συνέχεια από: Κυριακή 7 Αυγούστου 2022
Του Ernst Lewalter
Στον τόμο: Zeitschrift für Kirchengeschichte 53, 1934
IΙΙ. Urbs και Orbis (Πόλη και κόσμος) β
Έπρεπε λοιπόν να θεωρήσει την επίθεση των Γότθων το 410 ως απειλή της ύπαρξης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας; Ας σημειώσουμε πως απειλήθηκε μόνο το δυτικό τμήμα, και μάλιστα μόνο τα περίχωρα της Ρώμης, ενώ στην Ανατολή επικρατούσε ειρήνη. Αυτό που μέχρι τώρα θεωρούν περί της στάσης τού Αυγουστίνου για την «Ρώμη», προσπέρασε συνήθως το ερώτημα αν η πόλη της Ρώμης (urbs Roma) ήταν για τον Αυγουστίνο η καρδιά του ρωμαϊκού κόσμου (orbis Romanus). Η παθιασμένη θλίψη του Αυγουστίνου για τα γεγονότα του 410, δεν αποδεικνύει ότι θεωρούσε το Miracidium urbis κάτι άλλο παρά ένα κοσμικό γεγονός, ή και ανοσιούργημα (μια πράξη του αντίχριστου). Ένας από τους ισχυρούς λόγους παρηγοριάς, που ο Αυγουστίνος αναφέρει, είναι πως οι Γότθοι προφυλάχθηκαν από το ανοσιούργημα!
Αντιθέτως, για τον «πατριωτισμό» των Symmachus, Claudian και Prudentius, η πόλη (urbs) ήταν ένα ιερό μέγεθος. Ο Αυγουστίνος όχι μόνο δεν μοιράζεται αυτόν τον πατριωτισμό, αλλά και αντιτίθεται προς αυτόν. Όποιος παρακολουθεί την συνέχιση τής αρχαίας πίστης στην Ρώμη, θα βρει εκφραστές σε όλους τους αιώνες του Χριστιανισμού-τον Αυγουστίνο δε θα τον βρει όμως ανάμεσα τους. Η καταστροφή (clades) του 410 ήταν γι’ αυτόν ένα κοσμικό γεγονός, αν και της προσέδιδε χαρακτηριστικά έργου της πρόνοιας. Στον λόγο 105 αναφέρεται με έμφαση στην Κωνσταντινούπολη, που είναι αδιαμφισβήτητη στην περήφανη δύναμή της και στον Θεό αφιερωμένη ευσέβεια, και που είναι το κέντρο της αυτοκρατορίας και χέρι της Εκκλησίας. Ακόμα και η τελειωτική καταστροφή της Ρώμης δε θα σήμαινε το τέλος της αυτοκρατορίας. Πρόκειται περί εσωτερικών συγκρούσεων και όχι περί επίθεσης απ’ έξω. Αλλά οι εσωτερικές συγκρούσεις δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο για κάποιον που έζησε στις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα! Roma perit (η Ρώμη καταστράφηκε) δεν σημαίνει για τον Αυγουστίνο orbis Romanus perit (ο ρωμαϊκός κόσμος καταστράφηκε).
Όλες οι προσπάθειες που έγιναν, ώστε να αποδοθεί το 410 στον Αυγουστίνο μια διάθεση την οποία προκαλούσε η βεβαιότητα για την καταστροφή του κόσμου, ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν, καθώς η πραγματικότητα του orbis Romanus της εποχής εκείνης ήταν μια άλλη. Αξίζει να σημειωθεί πως ο σαρκασμός που εκφράζει στον λόγο 105, δεν απευθύνεται μόνο στους ειδωλολάτρες πιστούς της Ρώμης, αλλά στον ίδιο βαθμό και στους Χριστιανούς. Γιατί υπήρχαν πολλοί Χριστιανοί που θεώρησαν το excidium (κατάρρευση) ως ένα γεγονός κοσμοϊστορικής απειλής. Αυτή τους η πεποίθηση μπορούσε να βασίζεται μόνο σε μια πίστη στην Ρώμη.
Το χαρακτηριστικό τής στάσης του Αυγουστίνου είναι η νηφαλιότητα που επιδεικνύει, παρά την συναίσθηση του για τα θλιβερά γεγονότα. Τα κηρύγματά του σκοπό έχουν να τονίσουν την ιερή αξιολόγηση του γεγονότος αυτού, γιατί πίσω από αυτή την αξιολόγηση βλέπει ένα υπόλοιπο ειδωλολατρικής δεισιδαιμονίας. Όπως τα κηρύγματα του, έτσι και τα δέκα πρώτα βιβλία του De civitate Dei, δεν είναι μόνο μια πολεμική εναντίον των παγανιστών, αλλά και των παγανιστικών συλλογισμών εντός του χριστιανικού κόσμου. Όπου χτυπάει την υπερηφάνεια για την Ρώμη-και σκοπός του Αυγουστίνου είναι να τήν ξεριζώσει-εννοεί και τους Χριστιανούς. Μήπως δεν δικαιώνουν τον Αυγουστίνο τα γεγονότα μεταγενέστερων αιώνων (από τον Βοήθιο και τον Θεοφύλακτο μέχρι τον Cola di Rienzo), που μαρτυρούν την μοιραία επίδραση της πίστης στην Ρώμη;
Και ποια είναι λοιπόν η θέση του Αυγουστίνου για το imperium Romanum;
Ο Bernheim έφερε στην επιφάνεια, πως για τον Αυγουστίνο η έννοια του imperium εντοπίζεται στην λειτουργία τής διατήρησης της ειρήνης (pax). Η pax Romana-όπως έδειξαν οι Bolwin και Harald Fuchs-θεωρήθηκε από Χριστιανούς συγγραφείς, πολύ πριν από τον Αυγουστίνο, προϋπόθεση για την διάδοση του Ευαγγελίου. Όταν λοιπόν ο Αυγουστίνος επισημαίνει την σχετική σημασία τής συνέχισης του imperium romanum, και ερμηνεύει την ανάδυση του ως έργο της πρόνοιας (providentia) σε αναφορά προς την έναρξη της Εκκλησίας (exorsus ecclesiae), συνεχίζει την παράδοση της εκκλησιαστικής σκέψης.
Όταν ο Troeltsch λέει, πως ο Αυγουστίνος «δεν τοποθετεί τον εαυτό του σε κανένα σημείο του μέλλοντος της βαρβαρικής αυτοκρατορίας» (σελ 21), και πως στον Αυγουστίνο «δεν γίνεται λόγος περί θεϊκής ανάμειξης, βεβαίωσης και συνέχισης ή μεταμόρφωσης της αυτοκρατορίας» (σελ. 37), επισημαίνει με επιτυχία δυο χαρακτηριστικά της στάσης του Αυγουστίνου ως προς την αυτοκρατορία: την προσδοκία πως η αυτοκρατορία θα συνεχιστεί και την πεποίθηση του πως η αυτοκρατορία έχει κοσμικό χαρακτήρα. Στον Troeltsch μπορούμε να αντιτείνουμε πως, ως προς το πρώτο θέμα, ο Αυγουστίνος συμφωνεί τόσο με την ύστερη αρχαιότητα όσο και με τον μεσαίωνα. Ως προς το δεύτερο θέμα, αντιτίθεται και προς τις δυο εποχές. Γιατί η στάση του Αυγουστίνου προς το ερώτημα είναι κοσμική-ρεαλιστική και όχι εσχατολογική.
Όταν η παρουσία μιας “φιλοσοφίας της ιστορίας” στον Αυγουστίνο απορρίπτεται επανειλημμένως (Scholz, Troeltsch, Salin, Grundmann), το γεγονός αυτό εκφράζει (χωρίς οι συγγραφείς να το γνωρίζουν ακριβώς) το εξής δεδομένο: ο Αυγουστίνος δεν τοποθετεί το μέλλον του ανίερου (profan) κόσμου στην προοπτική της εσχατολογίας, και δεν παραδέχεται πως προγνωρίζει τα γεγονότα in hoc saeculo (στον κόσμο αυτό). Εφόσον κάθε “φιλοσοφία της ιστορίας” καταλήγει σε “προφητείες” του τύπου του Ιωακείμ της Φλόρα, ο Αυγουστίνος δεν είναι “φιλόσοφος της ιστορίας”. Γιατί ο Αυγουστίνος δεν προβλέπει τι θα συμβεί σε αυτόν τον κόσμο, αλλά μιλά προφητικά περί debiti fines (η τρίτη εποχή σύμφωνα με τον Ιωακείμ).
Απορρίπτει πάντοτε τις προσπάθειες άλλων που προσπαθούν να ερμηνεύσουν αλληγορικά χωρία της Γραφής και να τα εφαρμόσουν σε κοσμικά γεγονότα του μέλλοντος. Για παράδειγμα, πως το όραμα του Δανιήλ αναφέρεται στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία, οι δέκα πληγές στις persecutiones ecclesiae (διωγμοί κατά της Εκκλησίας), οι δέκα βασιλείς της αποκάλυψης σε κάποιους πραγματικούς βασιλείς. Μπορεί να φανταστεί κανείς, πως ο Αυγουστίνος είχε ποτέ έστω την τάση -πράγμα που οι άνθρωποι στον μεσαίωνα πολύ εύκολα πίστευαν-να θεωρήσει πως ο αντίχριστος είναι ένας άνθρωπος με σάρκα. Απορρίπτει με αυστηρότητα κάθε πρόβλεψη των γεγονότων αυτού του κόσμου που βασίζεται στον συμβολισμό των αριθμών. Και όσο έντονα προσπαθεί να βρει σε κάποιο χωρίο της Γραφής την ένδειξη για την πορεία της civitas Dei προς την ύπαρξη (Werden zum Sein), με την ίδια επιμονή αρνείται να προβλέψει τα γεγονότα στον παρόντα κόσμο. Αυτό δεν είναι ούτε “αρχαίο” ούτε “μεσαιωνικό”, και θα ήταν επίσης υπερβολική η τιμή για τον μοντέρνο κόσμο, εάν λέγαμε πως ο Αυγουστίνος ήταν ένας “μοντέρνος άνθρωπος”.
Και ενώ στα ύστερα χρόνια της αρχαίας πίστης στην Ρώμη, η σκέψη αυτή αποθέωνε την αυτοκρατορία-δηλαδή το “κράτος”-ο Αυγουστίνος αποδίδει στο κράτος μια κοσμική λειτουργία (από απόψεως παγκόσμιας ιστορίας). Όσο λίγο “απορρίπτει” το κράτος, τόσο λίγο του αποδίδει και θρησκευτικές τιμές.
“Το κράτος” για τον Αυγουστίνο, δεν είναι ούτε απλώς “έργο του διαβόλου”, (όπως υποστηρίζει η αντικαθολική ερμηνεία του 19ου αιώνα), ούτε “από μόνο του εντελώς καλό” (όπως υποστηρίζει ο Troeltsch, συμφωνώντας με τους περισσότερους καθολικούς ερμηνευτές). Το γεγονός πως η “civitas terrena“ (η γήινη πόλη), που ενώ μπορεί να είναι αμφίσημη, έχει ιδρυθεί από τον Κάιν, έπρεπε να ανησυχήσει όλους εκείνους που προσπαθούν να βρουν στον Αυγουστίνο μια διδασκαλία περί κράτους που βασίζεται στο φυσικό δίκαιο. Η πολιτική σκέψη του Αυγουστίνου δεν γίνεται κατανοητή, εάν δεν γίνει η διάκριση μεταξύ του ερωτήματος περί της πηγής της κοσμικής τάξης, και του ερωτήματος περί του νοήματος της τάξης αυτής. Το γεγονός ότι ο Αυγουστίνος θεωρεί πως το νόημα της είναι η διατήρηση τής γήινης ειρήνης (pax terrena) και η εφαρμογή τής δικαιοσύνης (iustitia), και με τον τρόπο αυτό την “αξιολογεί θετικά” ως προς τις δυνατότητες που προσφέρει, δεν αποκλείει σε καμία περίπτωση το ότι θεωρεί πως προέρχεται από την αμαρτία.
Συνεχίζεται
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου