Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

ΠΑΥΛΟΣ ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ - ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ (28)

  Συνέχεια από: Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)

ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ

Μέρος Δεύτερο

ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ 
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

Κεφάλαιο 7

Η ΠΑΥΛΕΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

7.5. Η ΠΑΥΛΕΙΑ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

Σ' αυτήν την πρώιμη περίοδο χωρίς καμιά απολύτως αμφιβολία, τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας ταυτίζονται με την Εκκλησία, είναι η Εκκλησία, δεν είναι απλώς μέσα στην Εκκλησία, δεν αποτελούν δηλαδή μέλη ενός οργανισμού ή μιας, θρησκευτικής έστω, ομάδας45. Η Α´ Θεσ απευθύνεται «τῇ ἐκκλησίᾳ Θεσσαλονικέων» (1,1 πρβλ. Β´ Θεσ 1,1) παραλληλίζοντας την νεαρή κοινότητα με τη μητέρα των Εκκλησιών, την εμπροσθοφυλακή του νέου λαού του Θεού που ανέμενε;;; την Παρουσία του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα («μιμηταί ἐγεννήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» 2,14).

Η δεύτερη γενιά μετά την Πεντηκοστή χαρακτηρίζεται αναμφίβολα από την πληθωρική παρουσία του μεγίστου εν Αποστόλοις και πρωτοκορυφαίου αποστόλου Παύλου. Ο Παύλος παραλαμβάνει την παραπάνω χαρισματική ως λαού του Θεού αντίληψη για την Εκκλησία, της δίνει όμως παράλληλα παγκόσμιο και οικουμενικό χαρακτήρα. Στην Εκκλησία ανήκουν δυνάμει όλοι οι άνθρωποι, Ιουδαίοι και Εθνικοί, αφού οι δεύτεροι μπολιάστηκαν στον ίδιο κορμό του λαού του Θεού (Ρωμ 11, 11εξ). Η Εκκλησία, έτσι, ως ο νέος Ισραήλ συγκροτείται όχι με εξωτερικά κριτήρια (περιτομή κλπ.), αλλά με βάση την πίστη της στον Ιησού Χριστό. «Οὐ γάρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραήλ οὗτοι Ἰσραήλ» (Ρωμ 9,6). Εκεί όμως που πανθομολογούμενος αναγνωρίζεται η ουσιαστική του συμβολή στη χριστιανική εκκλησιολογία είναι ο χαρακτηρισμός της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστοῦ».

7.5.1. Ο ΠΝΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΑΥΛΕΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

Με δεδομένο το χριστοκεντρικό πλαίσιο της Καινής Διαθήκης, και της Θεολογίας του Παύλου ειδικότερα, η εκκλησιολογική αυτή ερμηνεία του Αποστόλου φαίνεται να γέρνει την πλάστιγγα προς τη μεριά της χριστολογικής σε βάρος της πνευματολογικής θεώρησης της χριστιανικής εκκλησιολογίας (σ. 385) συνάφεια (Α΄ Κορ 12-14).[ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΧΩΡΙΖΕΙ ΤΑ ΑΧΩΡΙΣΤΑ;]

Απευθυνόμενος προς τους Χριστιανούς της Κορίνθου τονίζει· «ὑμεῖς ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους» (Α´ Κορ 12,27), δίνοντας έτσι έναν επιτυχέστατο πρωτογενή και κατά γενική ομολογία ακριβέστερο περιγραφικό ορισμό του μυστηρίου της Εκκλησίας.46

Ας εξετάσουμε τον ορισμό της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστού» στην πρωτογενή του αυτή μορφή. Στην αμέσως προηγούμενη ενότητα (12,12-26) με διάφορα παραδείγματα υποστηρίζεται η ενότητα της Εκκλησίας μέσα από την εικόνα του ανθρώπινου σώματος, το οποίο αν και έχει πολλά μέλη εντούτοις είναι ένα. Αμέσως όμως παρακάτω τονίζεται η σημασία του καθενός μέλους χωριστά, αφού π.χ. το πόδι ή το χέρι δεν μπορούν να κάνουν χωρίς το μάτι ή το αυτί κ.ο.κ. Τονίζεται μάλιστα ότι «ὁ Θεός ἔθετο τά μέλη ἕν ἕκαστον αὐτῶν ἐν τῷ σώματι καθώς ἠθέλησεν» (12,18). Είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση ότι τα μέλη του σώματος που φαίνονται να είναι τα πιο αδύναμα είναι τα πιο αναγκαία (12,22). Οι αμέσως επόμενοι στίχοι περιγράφουν την ποικιλία των χαρισμάτων, με πρώτο το αποστολικό και τελευταίο εκείνο της γλωσσολαλίας (12,28). Και σ' αυτήν, όπως και στην προηγούμενη ενότητα, διατρανώνεται πως όλα τα χαρίσματα, με κάποια ιεραρχία βέβαια, είναι απαραίτητα.

Η ευρύτερη συνάφεια του κειμένου (κεφ. 12-14) ασχολείται με το πρόβλημα των χαρισμάτων47, που όλα αποτελούν ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, το οποίο χορηγεί τα χαρίσματα όπως αυτό θέλει στον κάθε\πιστό ξεχωριστά (12,11). Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως στόχος του Αποστόλου Παύλου είναι να εξυμνήσει το χάρισμα της διδασκαλίας/προφητείας (14,1.5.39α) αντιδιαστέλλοντάς το με εκείνο της γλωσσολαλίας, αφού απώτερος σκοπός πρέπει να είναι η οικοδομή της Εκκλησίας («πρός τήν οἰκοδομήν τῆς Ἐκκλησίας ζητεῖτε ἵνα περισσεύητε» 14,12). Άλλωστε, στην καρδιά της όλης συνάφειας βρίσκεται η προτροπή του Αποστόλου για αγάπη, που θεωρείται ασύγκριτα ανώτερη εντολή («ἔτι καθ' ὑπερβολήν ὁδόν ὑμῖν δείκνυμι» 12,31 β), αφού κάποτε οι εκδηλώσεις των χαρισμάτων θα σταματήσουν (13,8), ενώ η αγάπη, ο συνεκτικός αυτός δεσμός της Εκκλησίας, η κατεξοχήν απόδειξη της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, παραμένει αιώνια;;; (βλ. 13,13).[Νυνί λέει ο απόστολος. Αώνια μένει τό πρόσωπο πρός πρόσωπο.Δυστυχώς εννοεί τό Αγιο Πνεύμα σύμφωνα μέ τήν παπική λογική η οποία χάριν τού αντιπροσώπου θέλει τόν Κύριο ανελθόντα στούς ουρανούς καί απουσιάζοντα από τούς πιστούς.]

Με την μεταφορική αυτή έκφραση ο Παύλος θέλει να τονίσει παραστατικά πως στην Εκκλησία υπάρχει αρκετά μεγάλος αριθμός από διακονήματα και λειτουργήματα, ποικιλία δηλαδή χαρισμάτων, που είναι απαραίτητα για την οικοδομή του σώματος αυτού του Χριστού και την προκοπή του συνόλου. Συνέπεια αυτής της αντίληψης για την Εκκλησία υπήρξε και η έμφαση στην υπεροχή του αποστολικού αξιώματος (Α´ Κορ 12,28εξ) απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη εξουσία. Γι' αυτό άλλωστε και ο Απόστολος Παύλος υπερασπίζεται στις περισσότερες επιστολές του με τόσο πάθος το αποστολικό του αξίωμα. Είναι ύψιστης σπουδαιότητας ότι σ' αυτήν την αποφασιστική περίοδο διαμόρφωσης της χριστιανικής Θεολογίας, ο κορυφαίος αυτός θεολόγος του Χριστιανισμού είναι πεπεισμένος –και το διακηρύττει– ότι είναι «ἀπόστολος οὐκ ἀπ' ἀνθρώπων οὐδέ δι' ἀνθρώπων, ἀλλά διά Ἰησοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ πατρός» (Γαλ 1,1). Με τον τρόπο όμως αυτό ο κορυφαίος Απόστολος των εθνών αμφισβητούσε;;;[ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΣΟΥ, ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ. ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ]την αποκλειστική αυθεντία οποιασδήποτε ηγετικής μερίδας, είτε από τον κύκλο των «δώδεκα», είτε γενικότερα από τον κύκλο της ιεροσολυμιτικής κοινότητας.[ΕΓΙΝΕ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΙΑ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ Ή ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ; ΔΗΛ. ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΧΙΑΚΟ ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ;]

Το κύριο ερμηνευτικό πρόβλημα σχετικά με τον όρο «σῶμα Χριστοῦ» είναι η προέλευσή του. Οι μέχρι τώρα προτάσεις για γνωστικό48, μυθικό49, σοφιολογικό, φιλωνικό κλπ.50 υπόβαθρο του θεμελιώδους αυτού εκκλησιολογικού όρου του Αποστόλου Παύλου δεν έχουν τύχει ευρύτερης αποδοχής. Πιθανότερη είναι η εκδοχή για την προέλευσή του από την ευχαριστιακή παράδοση της Πρώτης Εκκλησίας ή, τουλάχιστον για την κατανόησή του από τον κορυφαίο απόστολο μέσα σ' αυτή την παράδοση.51[ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ; ΕΛΑΒΕ ΣΩΜΑ.]

Δεν πρέπει να είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι δύο ευχαριστιακές αναφορές της Α´ Κορ έχουν πολλά κοινά με την ενότητα στην οποία ανήκει ο στίχος που εξετάσαμε πιο πάνω (πρβλ. «τοῦτό μου ἐστι τό σῶμα» 11,24· «τόν ἄρτον ὅν κλῶμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἔστιν ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν» (10, 16εξ). Επομένως η Εκκλησία για τον Απόστολο Παύλο δεν είναι παρά μια χαρισματική ευχαριστιακή κοινότητα.[ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ. ΜΠΡΑΒΟ.]

Είναι φανερό από τις μαρτυρίες της Κ.Δ. ότι κατά την περίοδο της συγγραφής των παύλειων κειμένων η χαρισματική ευχαριστιακή αυτή κοινότητα ήταν υπεύθυνη για ολόκληρο το φάσμα της εκκλησιαστικής ζωής52. Συλλογικά η κοινότητα υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος ξεχωρίζει τους ιεραποστόλους;;; (Πράξ 13,2), αποστέλλει με συγκεκριμένα καθήκοντα τους διαφόρους απεσταλμένους (Φιλιπ 2,25· Β´ Κορ 8,19). Ακόμη και τα απαιτούμενα πειθαρχικά μέτρα λαμβάνονταν από το σύνολο της κοινότητας (Α´ Κορ 4,3· 5,3εξ). Σε περιπτώσεις μάλιστα διαφορετικών εκτιμήσεων ή προβληματικών καταστάσεων καλείται το σύνολο της κοινότητας για να αποφασίσει (Πράξ 15,22.30· 6,2.5), κάτι που απετέλεσε το θεμέλιο και τη βάση του συνοδικού συστήματος.

7.5.2. Ο ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΑΥΛΕΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ


Αν σταματούσαμε σ' αυτό το σημείο τη θεώρηση των εκκλησιολογικών δεδομένων της παύλειας γραμματείας θα περιορίζαμε επικίνδυνα την ευρύτατη σημασία της παύλειας εικόνας της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστοῦ», τονίζοντας την πνευματολογική μόνο πλευρά του θέματος. Είναι αλήθεια πως όλο και περισσότερο στις νεώτερες αναζητήσεις του εκκλησιολογικού προβλήματος ανακαλύπτεται η πνευματολογική άποψη.

Παρόλα αυτά, αν και η Ορθόδοξη ανατολή αντέδρασε σε κάθε προσπάθεια υποτίμησης του αγιοπνευματικού παράγοντα που ακούσια ή εκούσια επιχειρήθηκε με το filioque στη Δύση, ο μονομερής τονισμός της πνευματολογικής όψης του μυστηρίου της Εκκλησίας μπορεί να μετατρέψει την εκκλησιολογία σε ένα είδος «χαρισματικής κοινωνιολογίας». Κι αυτό είναι εμφανές στις προεκτάσεις που μπορεί να έχει η θεώρηση του θέματος από τους Χομιάκωφ53 και Μπουλγκάκωφ54. Σ' αυτή τη μονομέρεια μπορεί να οδηγήσει και ο υπερτονισμός της θεωρίας της «γενικής ιερωσύνης» με βάση την περί «βασιλείου ιερατεύματος» διδασκαλία της Κ.Δ., αν απομονώσει κανείς αυτή τη θεώρηση του θέματος στις εργασίες διακεκριμένων Ορθοδόξων θεολόγων, όπως οι Π. Μπρατσιώτης55, Π. Τρεμπέλας56, Ι. Καρμίρης57 κ.ά.58

Για να συμπληρωθεί επομένως η εικόνα της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστού» χρειάζεται να τονιστεί και η altera pars, η χριστολογική όψη του θέματος. Στη βιβλική σκέψη, όπως και στη μακραίωνη παράδοση της αδιαίρετης Εκκλησίας, όλες οι πτυχές της χριστιανικής Θεολογίας ήταν συνάρτηση της χριστολογίας. Αυτονόμηση, λοιπόν, της εκκλησιολογίας από το χριστολογικό δόγμα μπορεί να οδηγήσει μοιραία σε διαστρεβλώσεις, όπως συνέβη και με τη σωτηριολογία, η οποία σε κάποια ιστορική στιγμή απετέλεσε ιδιαίτερο κεφάλαιο στα δογματικά εγχειρίδια της Δύσης και με την «περί ικανοποιήσεως θεωρία» του Ανσέλμου Κανταβρυγίας οδήγησε τον Χριστιανισμό εκεί που τον οδήγησε59. Άλλωστε η Εκκλησία είναι ο καρπός του απολυτρωτικού έργου του Χριστού και η «σύνοψή» του60. Διάσπαση επομένως της αγιοπνευματικής και χριστολογικής βάσεως του περί Εκκλησίας δόγματος είναι ανεπίτρεπτη, αφού δεν υπάρχει τελικά αντίθεση ανάμεσα στις δύο παύλειες εκφράσεις «ἐν Χριστῷ» και «ἐν Πνεύματι». Είναι γνωστή σε όλους μας η διαλεκτική (που πολλές φορές μετατρέπεται σε δίλημμα) ανάμεσα στα «χαρίσματα» του Αγίου Πνεύματος και στα «αξιώματα» της Εκκλησίας.61[ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΧΩΡΙΣ ΑΞΙΩΜΑΤΑ; ΕΣΥ ΑΣ ΠΟΥΜΕ, Ο ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΤΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΕΧΕΤΕ;ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ; Ή ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ; ΥΠΑΡΧΕΙ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ Ή ΑΥΛΙΚΟ ΣΑΝ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ;]

Θεωρείται τελείως λαθεμένη σήμερα η εκτίμηση, που μέχρι και πρόσφατα υποστηριζόταν από ορισμένους ερμηνευτικούς κύκλους της Δύσεως, ότι καθώς σταδιακά διαμορφώνονταν στη ζωή της Εκκλησίας ορισμένα καθαρά περιγεγραμμένα αξιώματα υποχώρησαν τα χαρίσματα και λειτουργήματα της κοινότητας62. Είναι γεγονός ότι η αρχέγονη χριστιανική Εκκλησία ως λαός του Θεού και χαρισματική κοινότητα απέκτησε από την πρώτη κιόλας στιγμή μια ορισμένη τάξη διοικητικών διακονημάτων και διαμόρφωσε ένα συγκεκριμένο πολίτευμα, οι φορείς του οποίου είχαν επιφορτισθεί με τη διαρήτηση της αποστολικής κληρονομιάς και το διαχωρισμό της σωστής (της «υγιαίνουσας» όπως αποκαλείται στις ποιμαντικές επιστολές) από τη λαθεμένη διδασκαλία. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν απώλεσε τον προφητικό και χαρισματικό της χαρακτήρα ως λαού του Θεού63. Μπορεί ακόμη να υποστηριχθεί με βεβαιότητα πως από τη γέννησή της η Εκκλησία ποτέ δεν έζησε χωρίς «τάξη». Τρανή απόδειξη οι μαρτυρίες της Α´ Θεσ, όπου ο Απόστολος Παύλος σε μια νεοπαγή χριστιανική κοινότητα, την οποία γαλούχησε για τρεις ή τέσσερες το πολύ βδομάδες και στην οποία έστειλε το αρχαιότερο σωζόμενο χριστιανικό κείμενο λίγους μόνο μήνες μετά τη βίαιη αποχώρηση του από τούτη την πόλη, γράφει: «ἐρωτῶμεν δέ ὑμᾶς, ἀδελφοί, εἰδέναι τούς κοπιῶντας ἐν ὑμῖν καί προϊσταμένους ὑμῶν ἐν Κυρίῳ καί νουθετοῦντας ὑμᾶς» (Α´ Θεσ 5,12)64. Αν και δεν υπονοείται εδώ κάποια πρώιμη εκκλησιαστική οργάνωση με σαφή ιεραρχική κλιμάκωση αξιωμάτων,65 είναι ενδεικτική η πρόθεση και η επιθυμία του Αποστόλου, η χαρισματική κοινότητα (πρβλ. Α´ Θεσ 5,14εξ) να λειτουργεί «εὐσχημόνως καί κατά τάξιν» (πρβλ. Α´ Κορ 14,10), μαφού «οὐ γάρ ἐστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεός ἀλλά εἰρήνης» (Α´ Κορ 14,33).

7.5.3. Ο ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΑΥΛΕΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

Ο χαρακτήρας όμως που κυριαρχεί στην κατανόηση από τον Απόστολο Παύλο του μυστηρίου της Εκκλησίας, από το πρώτο κιόλας γραπτό του κείμενο είναι καθαρά εσχατολογικός66. Οι εκκλησιολογικοί όροι στις ηθικές παραινέσεις των στίχων 5,12εξ σαφέστατα επικεντρώνονται στο εσχατολογικό γεγονός της Παρουσίας του Κυρίου («καί ὁλόκληρον ὑμῶν τό πνεῦμα καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Χριστοῦ τηρηθείη» 5,23· πρβλ. και την ευρύτερη συνάφεια 5,1εξ ακόμη και 4,13εξ)67. Απευθυνόμενος άλλωστε λίγο πιο πριν στο σύνολο της κοινότητας της Θεσσαλονίκης ο Απόστολος αποκαλεί τα μέλη της «υἱούς φωτός» καί «υἱούς ἡμέρας», όρους παρμένους από την ιουδαϊκή παράδοση, που υποδηλώνουν ότι ο Ισραήλ κατά την ιστορική του πορεία και κυρίως κατά τα έσχατα αποτελούσε φως του κόσμου. Στη σκέψη του Παύλου η κατάσταση είναι ήδη παρούσα, αφού πρόκειται για μια προληπτική εσχατολογική πραγμάτωση του νέου Ισραήλ στο πρόσωπο της Εκκλησίας· για μια έμμεση, πλην όμως σαφέστατη, φανέρωση των εσχάτων στην Εκκλησία της Θεσσαλονίκης και κατ' επέκταση στην Οικουμενική Εκκλησία: «πάντες ὑμεῖς υἱοί φωτός ἐστέ καί υἱοί ἡμέρας».

Η χριστολογική βάση της παύλειας εκκλησιολογίας, μέσα σ' αυτή την εσχατολογική προοπτική, είναι ολοφάνερη στην κατανόηση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας68. Την Εκκλησία, θα τονίσουν αργότερα οι Πατέρες, συνιστούν τα μυστήρια, που όλα τους συνεπάγονται εσωτερική μετοχή στο θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού και προσωπική «κοινωνία» μαζί του. Στους Κορινθίους ο Απόστολος θα τονίσει ότι στην καρδιά της Εκκλησίας, στο μυστήριο δηλαδή της Θείας Ευχαριστίας, «τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλομεν... ἄχρις οὗ έλθη» (Α´ Κορ 11,26). Αυτή την εσχατολογική προοπτική διακρίνουμε εξελισσόμενη σε ολόκληρο το φάσμα της πρωτοχριστιανικής γραμματείας. Η Εκκλησία ως προληπτική φανέρωση και έκφραση της βασιλείας του Θεού δεν αντέγραψε την ιεραρχικά δομημένη ιερατική τάξη της Ισραηλιτικής θρησκείας69, αλλά περιστράφηκε γύρω από το πρόσωπο του Χριστού. Παρέμεινε δηλαδή ουσιαστικά πιστή στον πρωτογενή ορισμό από τον Απόστολο Παύλο της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστοῦ».

Έτσι, στην προς Εφεσίους Επιστολή ο Θεός προσφέρει τον Χριστό «κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ ἥτις ἔστιν τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμά του τά πάντα ἐν πᾶσιν πληρουμένου» (1,23)70. Παραλείπουμε τις γνωστές μαρτυρίες των Ποιμαντικών επιστολών71 για να φτάσουμε στην προς Εβραίους, όπου η χριστολογική βάση της Εκκλησιολογίας γίνεται ακόμη πιο εμφανής. Εδώ η Εκκλησία προσδιορίζεται όχι απλώς από το γεγονός της ενανθρωπήσεως, αλλά από το σύνολο της Θείας Οικονομίας. Και το εσχατολογικό υπόβαθρο των εκκλησιαστικών αξιωμάτων φανερώνεται από τη σύνδεση του «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν» με το «Ἰησούς Χριστός ἐχθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰώνας» (Εβρ 13,7-8). Λίγο αργότερα στην Αποκάλυψη ο εσχατολογικός χαρακτήρας της Εκκλησίας θα προσδιοριστεί από την εικόνα της ουράνιας λατρείας του αρνίου που περιστοιχίζεται από τους 24 πρεσβυτέρους72. Και η εκκλησιολογία της Αποκαλύψεως δεν αποτελεί παρά το προστάδιο της ιγνάτειας περί Εκκλησίας αντιλήψεως ως ευχαριστιακής κοινότητας, με τον επίσκοπο «τύπον Χριστοῦ» περιστοιχιζόμενο από το πρεσβυτέριο και σύμπαντα το λαό.73[ΤΟΝ ΛΑΟ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ. ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΧΑΡΙΣΜΑ, ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΜΑΡΤΥΡΙΟ.]

Όλες οι παραπάνω εκκλησιολογικές αναφορές της αποστολικής και μεταποστολικής περιόδου έχουν την αφετηρία τους στην παύλεια εκκλησιολογία και δεν είναι παρά περαιτέρω θεολογικές επεξεργασίες της εικόνας της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού. Με την εσχατολογική σύλληψη του μυστηρίου της Εκκλησίας[Ο ΑΛΦΑ ΚΑΙ Ο ΩΜΕΓΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ Ο ΕΣΧΑΤΟΣ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΗΣ ΠΙΣΤΗΣ.Η ΙΓΝΑΤΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΔΕΝ ΛΕΕΙ ΕΙΚΟΝΙΖΟΥΜΕ ΤΑ ΕΣΧΑΤΑ ΦΑΤΕ, ΠΙΕΙΤΕ, ΕΥΦΡΑΝΘΕΙΤΕ]  η αρχέγονη χριστιανική κοινότητα ήθελε να δείξει πως δεν ήταν απλώς μια ιεραρχικά δομημένη θρησκευτική κοινότητα, αλλά η αντανάκλαση της εσχατολογικής φανέρωσης της βασιλείας του Θεού, ουσιαστικά δηλαδή το σώμα του ζώντος Χριστού, όπως Θεόπνευστα διατυπώνει ο Απόστολος Παύλος.

Η εσχατολογική διάσταση του μυστηρίου της Εκκλησίας βιώθηκε απαρέγκλητα στην μακραίωνη παράδοση της Ορθοδοξίας, όπως καθαρά διαφαίνεται στα εξής τέσσερα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της Ανατολικής Εκκλησίας: τις βυζαντινές εικόνες, τη θεολογία περί της Θεοτόκου, την αντινομική θεώρηση των ιερών κανόνων και κυρίως την κατανόηση του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας74.

Οι ορθόδοξες βυζαντινές εικόνες, σε αντίθεση προς τις εικαστικές μορφές του λοιπού χριστιανικού κόσμου, δεν απεικονίζουν εγκόσμια σχήματα, δεν ασχολούνται δηλαδή με τον υπάρχοντα κόσμο, αλλά προδιαγράφουν τον καινούριο κόσμο του Θεού στην εσχατολογική του πληρότητα,[ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ;] εκφράζουν δηλαδή δυναμικά τη βασιλεία του Θεού, αφού τα πάντα μέσα σ' αυτές παρουσιάζονται μεταμορφωμένα σε μια παραδείσια αρμονία και πλημμυρισμένα από το άκτιστο φως και το αρχαίο κάλλος της προπτωτικής περιόδου.75[ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΖΗΤΙΑΝΕΥΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΣ ΤΕΛΙΚΑ. ΜΙΑ ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΚΟΛΠΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ. ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΡΙΝΟΥΜΕ ΠΡΩΤΟΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΟΠΩΣ ΟΙ ΑΓΙΟΙ. ΣΤΗΝ ΠΡΟΠΤΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΕΝΣΑΡΚΩΘΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ. ΜΑΣ ΠΡΟΦΤΑΣΕ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ.ΤΙ ΑΠΟΛΑΥΣΗ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΑΘΑΝΑΤΟΣ]

Η τιμή της Θεοτόκου στην Ανατολή έχει μεγάλη σημασία, αφού κατά τον Γρηγόριο Παλαμά χαρακτηρίζεται ως «μεθόριο κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως», και η ευχαριστιακή κοινότητα συνεχώς ομολογεί ότι η Παναγία «...τό βασίλειον ἠνέωξε» (Δοξαστικό του εσπερινού του πρώτου ήχου). Αυτό αποτελεί σαφέστατη έκφραση του εσχατολογικού χαρακτήρα της Εκκλησίας.

Το γεγονός ότι η Ορθόδοξη Ανατολή δεν ανέπτυξε πλήρες εκκλησιαστικό δίκαιο, στο βαθμό που αυτό αναπτύχθηκε στη Δυτική Εκκλησία, οφείλεται στο γεγονός ότι η Εκκλησία δεν είναι απλώς Θείο «καθίδρυμα» (η ορατή έκφραση του οποίου είναι δυνατό, και ως εκ τούτου θα έπρεπε, επαρκώς να καθοριστεί με νομικούς όρους), αλλά κατά κύριο λόγο η μυστηριακή εσχατολογική κοινωνία του Θεού, τα μέλη της οποίας δεν περιορίζονται στην επίγεια οικουμένη, αλλά συμπεριλαμβάνουν και τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, τους αγγέλους, τους Αγίους και την κεφαλή της, τον Χριστό76. Είναι χαρακτηριστική η εικονική παράσταση της Εκκλησίας στις παραστάσεις του βυζαντινού τρούλλου, όπου ο Χριστός παντοκράτωρ σκεπάζει την «Εκκλησία» του, αποτελούμενη (από πάνω προς τα κάτω) από τους αγγέλους, τους προφήτες, τους Ευαγγελιστές, τους Αγίους και φυσικά το παριστάμενο εκκλησίασμα.

Τέλος, η Θ. Ευχαριστία, η καρδιά της ορθόδοξης λατρείας, που και αυτή συνιστά το κέντρο της Ορθόδοξης θεολογίας, δεν είναι κάτι που στην ορθόδοξη Ανατολή τελείται από κληρικούς για ωφέλεια των πιστών που την «παρακολουθοῦν». Είναι η αέναη δοξολογική φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. «Είναι η παρουσία και επικοινωνία, κατά τον μακαριστό π. Αλέξανδρο Σμέμαν, της Βασιλείας που έρχεται. Το μοναδικό – το επαναλαμβάνω, το μοναδικό – έργο της λατρείας στη ζωή της εκκλησίας και στη θεολογία είναι να μεταφέρει την αίσθηση αυτής της εσχατολογικής πραγματικότητας».77

Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητη και η κριτική θεώρηση της παύλειας ευχαριστιολογίας.

Σημειώσεις


45. K. Stendahl, “Kirche und Urchristentun”, RGC3 τομ. III, σελ. 129εξ.
46. Αργότερα στις προς Εφεσίους και Κολοσσαείς η εικόνα της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού αναπτύσσεται περισσότερο. Ακριβέστερα μόνο στις επιστολές αυτές μπορούμε να πούμε πως έχουμε μια συγκεκριμένη διδασκαλία περί Εκκλησίας (βλ. K.L. Schmidt, «καλέω... ἐκκλησία», σελ. 509). Εδώ για πρώτη φορά χαρακτηρίζεται ο Χριστός ως η «κεφαλή» του σώματος της Εκκλησίας (του Χριστού).
47. Βλ. Σ. Αγουρίδη, Αποστόλου Παύλου Πρώτη προς Κορινθίους, 1982, σελ. 165εξ. Πρβλ. Ρωμ 12,4εξ.
48. H. Schlier, Christus und die Kirche im Epheserbrief, 1930.
49. E. Käsemann, Leib und Leib Christi, 1933.
50. Περισσότερα για το θέμα στο J. Α. Τ. Robinson, The Body. A Study in Pauline Theology, 1952. σελ. 55εξ.
51. Πρβλ. Ι. Καραβιδόπουλου, «Ἡ Ἐκκλησία ἐν τῇ Κ.Δ.», σελ. 35 επίσης Π. Βασιλειάδη, «Η Εκκλησία ως χαρισματικός θεσμός (Σχόλιο στο Α´ Κορ 12,27)», ΓΠ 70 (1987) σελ. 195εξ.
52. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αρχέγονη Εκκλησία, παρό,τι είχε υπόψη της τόσο το εθνικό, κυρίως όμως το ιουδαϊκό (λευϊτικό) ιερατικό σύστημα, δεν ανέπτυξε κανένα παράλληλο σύστημα ιερατικής τάξης· αντίθετα υπάρχουν σαφέστατες ενδείξεις κριτικής στάσης απέναντι στο θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής.
53. A. S. Chomiakoff, Tserkov Odna, 1926· του ίδιου, L'Eglise Latine et le Protestantisme au point de une de l’ Eglise d' Orient, 1872.
54. S. Bulgakow, L' Orthodoxie, 1958.
55. Π. Μπρατσιώτη, Περί τό βασίλειον ἱεράτευμα, 1955.
56. Π. Τρεμπέλα, Οἱ λαϊκοί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, 1957.
57. Ι. Καρμίρη, Ἡ θέσις καί ἡ διακονία τῶν λαϊκῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, 1976.
58. Πρβλ. Κ. Δυοβουνιώτη, «Οἱ λαϊκοί ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Εκκλησία 8 (1930) σελ. 385εξ. Α. Afanassieff, Das allgemeine Priestertum in der Orthodoxen Kriche, 1935. Ι. Κοτσώνη, Ἡ θέσις τῶν λαϊκῶν ἐντός τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, 1956. Β. Σταυρίδη, Οἱ λαϊκοί ἐν τῷ Ὀρθοδόξῳ κόσμῳ, 1961.
59. Βλ. μέρος πρώτο.
60. Γ. Φλορόφσκυ, «Ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία του», σελ. 184· αντίθετη άποψη εξέφρασε ο Ε. Best, One Body in Christ 1955, που αρνείται την κατανόηση από τον Απ. Παύλο της Εκκλησίας ως προέκτασης του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως.
61. Βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, «Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και Αξιώματα της Εκκλησίας», Το Άγιον Πνεύμα, 1971, σελ. 15-29.
62. Βλ. E. Lohse, Επίτομη Θεολογία της Κ.Δ., 1980, σελ. 225.
63. Βλ. Π. Βασιλειάδη, «Η Εκκλησία ως χαρισματικός θεσμός», σελ. 198.
64. Βλ. Ι. Γαλάνη, Η πρώτη επιστολή του Απ. Παύλου προς τους Θεσσαλονικείς, 1985, ο οποίος σωστά παρατηρεί ότι όλη «η ενότητα αυτή έχει έντονο εκκλησιολογικό χαρακτήρα» (σελ. 317).
65. Στο ίδιο, σελ. 321.
66. Παρά το γεγονός ότι και ο Ι. Γαλάνης υποστηρίζει ότι «οι ηθικές παραινέσεις του 5,12εξ επικεντρώνονται στο εσχατολογικό γεγονός της παρουσίας του Χριστού» (στο ίδιο, σελ. 316), στη συνέχεια φαίνεται να δέχεται ότι «η πρώτη οργάνωση των Χριστιανικών κοινοτήτων πρέπει να αποτέλεσε τη βάση για την οριστική διαμόρφωση μερικές δεκαετίες αργότερα των αξιωμάτων της
Εκκλησίας» (σελ. 320-21).
67. Μέσα σ' αυτή την εσχατολογική προοπτική της αναμονής των εσχάτων οι νουθεσίες του αποστόλου αφορούν ολόκληρη την κοινότητα κι όχι μόνο τους προϊσταμένους. Το «ὑμᾶς» του στίχ. 5,14, όπως υποστηρίζει και ο Ι. Γαλάνης απευθύνεται «σε όλους τους πιστούς της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο στους ‛άρχοντες' ή ‛τους διδασκάλους'» (σελ. 325). Δίνεται μάλιστα ιδιαίτερη έμφαση στα πνευματικά χαρίσματα (βλ. κυρίως 5,19-20). Πρβλ. και Γ. Γαλίτη. «Η οδός προς τελείωσιν», ΕΕΘΣΑ 16 (1968) σελ. 779-807, ιδιαίτερα σελ. 785.
68. Για την ορθόδοξη κατανόηση του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας σ' αυτήν ακριβώς την παύλεια βάση βλ. Α. Σμέμαν, Ευχαριστία, 1987.
69. Βλ. πιο πάνω υπ. 31.
70. Πρβλ. και Εφ 4,15-16 «...ὅς ἔστιν ἡ κεφαλή, Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τό σῶμα συναρμολογούμενον...»· κυρίως τον ύμνο της προς Κολασσαείς (1,18) «...καί αὐτός ἔστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας». Περισσότερα στο Ι. Καραβιδόπουλου, Αποστόλου Παύλου επιστολές προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, 1981, στους στίχ. αλλά και στα εισαγωγικά.
71. Βλ. περισσότερα στο Γ. Γαλίτη, Ἡ πρός Τίτον ἐπιστολή του Αποστόλου Παύλου, 1978, στους στίχ 1,5 και 7.
72. Περισσότερα στην εργασία μας «Εικόνα και Εκκλησία στην Αποκάλυψη», σ' αυτό τον τόμο, σελ. 414εξ.
73. Στο ίδιο. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα, εν τούτοις, η κριτική που με θεολογικά επιχειρήματα ασκεί ο (Αρχ. Αυστραλίας) Στυλιανός Χαρκιανάκις, στην άκριτη χρήση της φράσης «εις τύπον και τόπον Χριστού» στο εκδοτικό προλογικό σημείωμα με τίτλο Fantasy and Reality της μηνιαίας αυστραλιανής εφημερίδας To Βήμα της Εκκλησίας (Οκτ. 2003, σελ. 3-4), που πρόκειται να εκδοθεί σύντομα και υπό τη μορφή βιβλίου.
74. Περιοριζόμαστε στα τέσσερα αυτά σημεία όπου διαφοροποιείται έντονα η ορθόδοξη από τη λοιπή χριστιανική θεολογία.
75. Βλ. και «Εικόνα και Εκκλησία στην Αποκάλυψη», σελ. 416.
76. J. Meyendorff, Byzantine Theology, σελ. 79εξ.
77. Α. Σμέμαν, «Λειτουργία και εσχατολογία», ΓΠ 69 (1986) σελ. 43-52. Πρβλ. και C.H.Dodd, The Apostolic Preaching and its Developments, 1936, σελ. 93.

Δεν υπάρχουν σχόλια: