Συνέχεια από : Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022
ΚΕVIN CORRIGANΣτήν ανθρώπινη αντίληψη/κατανόηση, υπάρχει ένα είδος χάσματος ρήγματος ανάμεσα στά ατομικά πράγματα πού βλέπουμε και στήν υπερκείμενη πραγματικότητα η οποία κάνει τα άτομα αυτά πού είναι. Εντελώς λανθασμένα εκλαμβάνουμε αυτή την υπερκείμενη πραγματικότητα σάν θεωρητική και αφηρημένη. Έτσι υπάρχει ένα είδος χάσματος ή αποστάσεως ανάμεσα στίς δύο πλευρές τού νομίσματός μας. Μόνον στό Θεό δέν υπάρχει απόσταση, διάλειμμα ανάμεσα στά ιδιαίτερα πρόσωπα και στήν κοινή τους πραγματικότητα ή ουσία.
Αυτό το διάστημα είναι πολύ βασικό στήν θεολογία τού Γρηγορίου. Όλα τα κτιστά όντα χαρακτηρίζονται από αυτή την απόσταση, τό διάκενο. Μόνον ο Θεός είναι «αδιάστατος φύσις».
Αυτό το διάστημα είναι πολύ βασικό στήν θεολογία τού Γρηγορίου. Όλα τα κτιστά όντα χαρακτηρίζονται από αυτή την απόσταση, τό διάκενο. Μόνον ο Θεός είναι «αδιάστατος φύσις».
Γιά τόν Γρηγόριο, στήν περίπτωση τών ατομικών συνθετικών πραγμάτων, οι Αρχές πού δίδουν τήν φόρμα, οι λόγοι, τούς οποίους εμείς συλλαμβάνουμε και κλείνουμε σέ ορισμούς (λόγους)- δύο πλευρές μιάς και τής αυτής λειτουργίας – οι λόγοι αυτοί λοιπόν είναι διαπλεκόμενοι με τα νοητά, μέ τίς νοητές πραγματικότητες στήν δημιουργία τού Θεού. Τό πρότυπο αυτής τής διαπλοκής είναι ένα αντανακλώμενο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σε κάθε επίπεδο τής υπάρξεως, από την ύλη και το σώμα μέχρι τήν ψυχή και τον Νού. Αυτές οι διαπλεκόμενες ακολουθίες είναι ένα από τα κυριώτερα χαρακτηριστικά τής ουσίας : οι ανθρώπινες ατομικές υπάρξεις είναι σε ακολουθία, σέ διαπλοκή με την φύση και την ουσία τής ανθρωπότητος , τα ατομικά θεία πρόσωπα σχετίζονται με την μία ουσία τού Θεού. Καί παρόλο το αταίριαστο τών εικόνων αυτή την «ενωμένη διάκριση» και την «διακεκριμένη ενότητα» των προσώπων της Τριάδος μπορούμε να την βρούμε, κατά τον Γρηγόριο ακόμη και στα «αισθητά αντικείμενα», αναλόγως της δικής μας εμπειρίας τού φωτός, τής φωτιάς και των ανθρωπίνων υπάρξεων (Γράμμα 38, 4 87-93).
Δέν είναι τόσο τό ότι κατανοούμε και κατέχουμε την ενότητα τού Πέτρου και της ανθρωπότητος ή τής φλόγας και της ακτινοβολίας της εννοιολογικά, αλλά «η εμπειρία μας αυτού πού φανερώνεται στά μάτια μας είναι μεγαλειωδέστερη από τον λογαριασμό πού δίνουμε γιά την αιτία του, ακριβώς όπως η πίστη μας σε δόγματα τά οποία πάνε πέρα από εμάς είναι μεγαλύτερη από την γνώση μέσω συλλογισμών, ακριβώς όταν τό δόγμα μάς διδάσκει ότι αυτό πού χώρισε σέ υποστάσεις είναι αυτό πού ενώθηκε στην ουσία.
Άς συγκεντρώσουμε λοιπόν αυτά πού εκθέσαμε : ΟΥΣΙΑ είναι : α)πρώτα απ’όλα η συμφυής κοινωνία τής Θείας ουσίας και των προσώπων καί β) αναλογικώς η παρατεταμένη (η οποία υπάρχει μέσω διαστήματος-διαλείματος) κοινωνία τής ουσίας τού ανθρώπου και τού άλλου. Σέ κάθε περίπτωση, η ουσία δέν καταστρέφει την ατομικότητα, η οποία στά ανθρώπινα πλάσματα είναι και ξεχωριστές οντότητες ενώ είναι πρόσωπα ή υποστάσεις στήν Θεία ουσία. Η ουσία δέν σημαίνει γιά μάς άτομα καθεαυτά, ξεχωριστά και μοναχικά, αλλά σημαίνει άτομα μόνον στό επίπεδο πού μοιράζονται μιά κοινή φύση και μόνον στό ανώτερο επίπεδο όπου η ανθρώπινη φύσις αντανακλά την ουσία τής Τριάδος. Όπου τα πρόσωπα και η ουσία σάν κοινωνία είναι σε αμοιβάια σύμπτωση και από την οποία διπλή αυτή πραγματικότητα τής ουσίας εκφράζεται η άϋλη πραγματικότης όλης τής ανθρωπότητος .
Έτσι λοιπόν ακριβώς ο Γρηγόριος, θεωρεί τήν σχέση μεταξύ υποστάσεως, φύσεως και ουσίας, παρότι τα περισσότερα από την ξεχωριστή τους σημασία μπορεί να διακυμαίνονται. Κάθε ολοκληρωμένη έννοια τής ατομικότητος πρέπει να εκφράζει όχι μόνο τόν ελεύθερο υποκειμενικό φορέα και την ανθρώπινη κοινωνία σέ κάθε γνήσιο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης τής Εκκλησίας σάν σώμα Χριστού, αλλά επίσης την Θεανθρώπινη κοινωνία ακτινοβολούσα μέσα και από την ολότητα τής προσωπικής κοινωνίας τής Τριάδος. Εδώ ακριβώς μπορούμε να παρατηρήσουμε την αντιστροφή ως πρός τόν σύγχρονο τρόπο σκέψης πού υπάρχει στόν Γρηγόριο.
Γιά να δώσουμε έναν πλήρη εννοιολογικό λογαριασμό τών πραγμάτων, ίσως χάσουμε τόν πλούτο τής εμπειρίας και της πίστεως οι οποίες ξεπερνούν τις δυνατότητές μας τής εννοιολογικής των αναλύσεως. Ταυτόχρονα όμως όλα τα στοιχεία μιάς θεωρίας τού ΠΡΟΣΩΠΟΥ βρίσκονται ήδη σε λειτουργία γιά πρώτη φορά στήν ιστορία. Εάν ουσία και πρόσωπο είναι συμφυή, εάν αυτό πού σημαίνει να είμαστε ένας εαυτός διαμεσολαβείται μέσω τού άλλου και ο άλλος διαμεσολαβείται σάν κοινωνία και στά δύο επίπεδα και στό θείο και στό ανθρώπινο, και εάν οι φράσεις πού χρησιμοποιέι ο Γρηγόριος σάν «ατομική ουσία», «υπόστασις ή πρόσωπον» δέν διαγράφουν μιά αυτο-ψυχή ή έναν αυτο-νού ή ένα αυτο-σώμα, αλλά ολόκληρο το πρόσωπο στήν άμεση εικόνα τού Θεού, τότε μιά πλούσια σχεσιακή θεωρία τού προσώπου βρίσκεται ήδη σε λειτουργία κατά τόν τέταρτο αιώνα.
Αμέθυστος
Δέν είναι τόσο τό ότι κατανοούμε και κατέχουμε την ενότητα τού Πέτρου και της ανθρωπότητος ή τής φλόγας και της ακτινοβολίας της εννοιολογικά, αλλά «η εμπειρία μας αυτού πού φανερώνεται στά μάτια μας είναι μεγαλειωδέστερη από τον λογαριασμό πού δίνουμε γιά την αιτία του, ακριβώς όπως η πίστη μας σε δόγματα τά οποία πάνε πέρα από εμάς είναι μεγαλύτερη από την γνώση μέσω συλλογισμών, ακριβώς όταν τό δόγμα μάς διδάσκει ότι αυτό πού χώρισε σέ υποστάσεις είναι αυτό πού ενώθηκε στην ουσία.
Άς συγκεντρώσουμε λοιπόν αυτά πού εκθέσαμε : ΟΥΣΙΑ είναι : α)πρώτα απ’όλα η συμφυής κοινωνία τής Θείας ουσίας και των προσώπων καί β) αναλογικώς η παρατεταμένη (η οποία υπάρχει μέσω διαστήματος-διαλείματος) κοινωνία τής ουσίας τού ανθρώπου και τού άλλου. Σέ κάθε περίπτωση, η ουσία δέν καταστρέφει την ατομικότητα, η οποία στά ανθρώπινα πλάσματα είναι και ξεχωριστές οντότητες ενώ είναι πρόσωπα ή υποστάσεις στήν Θεία ουσία. Η ουσία δέν σημαίνει γιά μάς άτομα καθεαυτά, ξεχωριστά και μοναχικά, αλλά σημαίνει άτομα μόνον στό επίπεδο πού μοιράζονται μιά κοινή φύση και μόνον στό ανώτερο επίπεδο όπου η ανθρώπινη φύσις αντανακλά την ουσία τής Τριάδος. Όπου τα πρόσωπα και η ουσία σάν κοινωνία είναι σε αμοιβάια σύμπτωση και από την οποία διπλή αυτή πραγματικότητα τής ουσίας εκφράζεται η άϋλη πραγματικότης όλης τής ανθρωπότητος .
Έτσι λοιπόν ακριβώς ο Γρηγόριος, θεωρεί τήν σχέση μεταξύ υποστάσεως, φύσεως και ουσίας, παρότι τα περισσότερα από την ξεχωριστή τους σημασία μπορεί να διακυμαίνονται. Κάθε ολοκληρωμένη έννοια τής ατομικότητος πρέπει να εκφράζει όχι μόνο τόν ελεύθερο υποκειμενικό φορέα και την ανθρώπινη κοινωνία σέ κάθε γνήσιο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης τής Εκκλησίας σάν σώμα Χριστού, αλλά επίσης την Θεανθρώπινη κοινωνία ακτινοβολούσα μέσα και από την ολότητα τής προσωπικής κοινωνίας τής Τριάδος. Εδώ ακριβώς μπορούμε να παρατηρήσουμε την αντιστροφή ως πρός τόν σύγχρονο τρόπο σκέψης πού υπάρχει στόν Γρηγόριο.
Γιά να δώσουμε έναν πλήρη εννοιολογικό λογαριασμό τών πραγμάτων, ίσως χάσουμε τόν πλούτο τής εμπειρίας και της πίστεως οι οποίες ξεπερνούν τις δυνατότητές μας τής εννοιολογικής των αναλύσεως. Ταυτόχρονα όμως όλα τα στοιχεία μιάς θεωρίας τού ΠΡΟΣΩΠΟΥ βρίσκονται ήδη σε λειτουργία γιά πρώτη φορά στήν ιστορία. Εάν ουσία και πρόσωπο είναι συμφυή, εάν αυτό πού σημαίνει να είμαστε ένας εαυτός διαμεσολαβείται μέσω τού άλλου και ο άλλος διαμεσολαβείται σάν κοινωνία και στά δύο επίπεδα και στό θείο και στό ανθρώπινο, και εάν οι φράσεις πού χρησιμοποιέι ο Γρηγόριος σάν «ατομική ουσία», «υπόστασις ή πρόσωπον» δέν διαγράφουν μιά αυτο-ψυχή ή έναν αυτο-νού ή ένα αυτο-σώμα, αλλά ολόκληρο το πρόσωπο στήν άμεση εικόνα τού Θεού, τότε μιά πλούσια σχεσιακή θεωρία τού προσώπου βρίσκεται ήδη σε λειτουργία κατά τόν τέταρτο αιώνα.
Αμέθυστος
Η νόηση του Χριστού, στην ποικιλία των καθορισμών της, αντικείμενο μίας στοχαστικής Χριστολογίας, απαιτεί την βοήθεια και τα αποθέματα της φιλοσοφίας. Χωρίς να προσβάλλουμε το μυστήριο, είναι απαραίτητο να σκεφθούμε την Ενσάρκωση, τον Άνθρωπο-Θεό -και ό,τι συνεπάγεται όχι μόνον σύμφωνα με την αναλογία της πίστεως αλλά σύμφωνα με την ικανότητα της νοήσεως. Η νόηση πρέπει να φανερώσει αυτό που ξεπερνά την νόηση. Έτσι λοιπόν ο Άνθρωπος-Θεός ή ο ενσαρκωμένος Λόγος, που είναι το αληθινό "μεταφυσικό, στον άνθρωπο", είναι επιδεκτικό μίας μεταγραφής σε διατυπώσεις πιό οικείες στον φιλόσοφο, οι οποίες μπορούν να ανοίξουν λογικές πίστες: όπως για παράδειγμα ο προαναγγελθείς Λογος, ο αιώνιος Υιός, το ιστορικό Απόλυτο, το άπειρο πεπερασμένο και το πεπερασμένο άπειρο, το αιώνιο στον χρόνο, το ατομικό Καθόλου, η Εικόνα, η Μεσότης, το παράδοξο....αυτές οι δύο τελευταίες μεταφράσεις αντιπροσωπεύουν, για τον Χέγκελ και τον Κίρκεγκαρντ, αντίθετες πλευρές τής ίδιας αναισθησίας (έλειψης αισθήσεως). Αυτές είναι φιλοσοφικές τυποποιήσεις οι οποίες έγιναν τελικώς Χριστολογικές, παρά τον πόλεμο και την φθορά που δέχθηκαν απο την Θεολογική επεξεργασία η οποία διατηρεί τους όρους τής παρθενικής εννοιολογήσεως, υποστατική ένωσις, κοινωνία των ιδιωμάτων, κένωσις. Η φιλοσοφική Χριστολογία που προσχεδιάστηκε τοιουτοτρόπως για την υπηρεσία των άρθρων τού πιστεύω, μπορεί να ονομαστεί προληπτική Χριστολογία, εισαγωγική στην νόηση της πίστεως. Απέναντι σ'ένα τόσο μεγάλο μυστήριο αυτή αναλαμβάνει μικρές διαμάχες, διότι δέν είναι υποχρεωμένη σε μία μόνον προσέγγιση. Μπορεί να αλλάξει την ιδέα του Ανθρώπου-Θεού ή της ενσαρκώσεως (με το κενωτικό της αντίστροφο) με την ιδέα του Σωτήρος (Ράνερ) ή του Μυστικού (Μπερξόν) του διδασκάλου της αρετής (Κάντ) ή της ιδιοφυίας (C.Brunner). "Η ανθρωπότης του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού" επιτρέπει την διάθεση πολλών ανθρωπολογικών κλειδιών για να ερευνηθεί το ασύγκριτο Είναι του, η υϊικότης, η αγιότης, η απλότης, το έλεος, η καρδιά....εφαρμόζοντας τα μέτρα του ιδανικού. Επιπλέον η "Θεία Βιογραφία" των Ευαγγελίων προσφέρει σημεία εισόδου, όπου υλοποιούνται οι αφηρημένες σχηματοποιήσεις της λογικής του Χριστού: πειρασμός, μεταμόρφωση, αγωνία, θάνατος, ανάσταση....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου