Συνέχεια από: Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023
Περιοδικό ΘεολογίαἈνδρέα Καρατζᾶ (δρ. Ἐπιστημῶν ἀγωγῆς καὶ δρ. Θεολογίας καὶ μέλος Σ.Ε.Π. τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀνοικτοῦ Πανεπιστημίου.)
2.4. Ἡ οὐσίωση καὶ ὕπαρξη τῶν κτιστῶν ἔμβιων ὄντων
Ἄν ἐξετάσουμε τώρα τὰ κτιστὰ ζῶντα ὄντα ὡς πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση δημιουργία τους, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὡς διακριτὰ ὄντα δὲν ἔχουν ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση, ἀλλὰ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴ μεταποίηση ἄλλων στοιχείων, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση. Τὰ ἔμβια ὄντα δηλαδὴ δημιουργοῦνται μὲ τὴ διαδικασία τῆς μεταποίησης. Ἐνῶ ὡς ὄντα δὲν προϋπῆρχαν καὶ μὲ τὴ δημιουργικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ ἦρθαν «ἐξ οὐκ ὄντων» στὸ εἶναι, ἡ οὐσία τους δημιουργεῖται ἀπὸ ἤδη ὑπάρχουσες οὐσίες. Συνεχίζοντας τὴν ἀνάγνωση τῶν στίχων τῆς Γενέσεως ποὺ ἀναφέρονται στὰ ἔμβια ὄντα διαβάζουμε: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως»18. Ἡ οὐσίωση τῶν ὄντων, ποὺ ἀνήκουν στὴ χλωρίδα, ἔγινε διὰ τοῦ ἀιδίου καὶ ἄχρονου λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τὴν ἀίδια καὶ ἄχρονη θέληση καὶ δημιουργικὴ Του δύναμη γιὰ τὴ δημιουργία καὶ ὕπαρξή τους μέσα στὸ χωροχρονικὸ πλαίσιο τῆς κτίσεως. Ἡ οὐσίωση τῶν φυτῶν καὶ γενικὰ τῆς χλωρίδας, ἐνῶ πραγματοποιεῖται ἐξ οὐκ ὄντων μὲ τὴ δημιουργική δύναμη τοῦ Θεοῦ («καὶ εἶπεν ὁ Θεός»), δέν προϋποθέτει ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση. Ὅλα τὰ φυτὰ ὡς οὐσίες προέρχονται ἀπὸ τὴ μεταποίηση στοιχείων τῆς γῆς: «βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου». Ἡ κτιστή τους οὐσία εἶναι σύνθεση τῶν στοιχείων τῆς γῆς. Ἔτσι, ἡ ὕπαρξη κάθε ἀτομικῆς ὑπόστασης ἑνὸς φυτικοῦ ὄντος σὲ βιολογικὸ ἐπίπεδο ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ φυσικὴ τάση, ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς οὐσίας του, γιὰ ὁλοκλήρωση τοῦ βιολογικοῦ του κύκλου μὲ τὸν θάνατο καὶ τὸ πέρασμά του στὴν ὑποστατικὴ ἀνυπαρξία. Καθένα ἀπὸ αὐτά, ὡς ἀτομικὲς ὑπάρξεις, ἔχει τόσο προσδιορίσιμη ἀρχὴ ὕπαρξης (σπέρμα – σύνθεση τῶν στοιχείων τῆς γῆς) ὅσο καὶ προσδιορίσιμο τέλος (ἀποσύνθεση τῶν στοιχείων αὐτῶν). Ἔτσι, ἡ οὐσία τους ἀκολουθεῖ ἕναν κύκλο ποὺ ἐπαναλαμβάνεται λόγῳ τῆς πρόνοιας του Θεοῦ νὰ παράγουν σπέρμα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἡ ὀντολογικὴ ὕπαρξη ἑνὸς φυτικοῦ ὄντος, ἡ διατήρηση τῆς οὐσίας του, δὲν σταματᾶ νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἄχρονη θέληση τοῦ Θεοῦ.
Στὴ δημιουργία τῶν ζώων ὅμως ὁ συγγραφέας τῆς Γενέσεως προσθέτει μία σημαντικὴ διαφοροποίηση: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ἐγένετο οὕτως. καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν, ἃ ἐξήγαγεν τὰ ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν, καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά» καὶ «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος. καὶ ἐγένετο οὕτως.»19. Ἐδῶ εἰσάγεται μία διαφοροποίηση ὡς πρὸς τὴν οὐσίωση τῶν ζώων (πανίδα τῆς κτίσεως) ποὺ δημιουργεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ οὐσίωση τῶν ζώων, κατὰ τὸ ὑλικό τους μέρος, γίνεται ἀπὸ τὰ ὕδατα καὶ τὴ γῆ, ἀπὸ στοιχεῖα τῆς κτίσεως, ἐνῶ ταυτόχρονα δηλώνεται ὅτι ἀποτελοῦν ψυχὲς ζῶσες20. Τὰ ζῶα εἶναι, κατὰ τὸν δημιουργικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ («Καὶ εἶπεν ὁ Θεός»), ψυχὲς ζῶσες, ἔχουν δηλαδὴ ζωή, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ φυτά, τὰ ὁποῖα θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι δὲν μετέχουν ζωῆς21.
Ὡστόσο, ἡ ζωὴ σὲ ἕνα κτιστὸ ἔνυλο καὶ ζωντανὸ ὂν ἐκφράζεται γιὰ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν αἴσθηση, τὴν κίνηση καὶ τὴν ἀναπνοή, ποὺ τοῦ προσδίδει ἡ συνύπαρξη σὲ αὐτὸ ἑνὸς κτιστοῦ πνεύματος. Ἀντίθετα, ὁ θάνατος δηλώνεται μὲ τὴν ἀπουσία τῶν τριῶν παραπάνω χαρακτηριστικῶν λόγῳ τοῦ διαχωρισμοῦ τῶν ὑλικῶν στοιχείων ἀπὸ τὸ κτιστὸ πνεῦμα. Ἡ ζωὴ στὸν ὑλικὸ κόσμο γιὰ τὸν Συμεὼν εἶναι ἡ σύνδεση ὑλικῶν στοιχείων μὲ πνεῦμα, μὲ ἕνα ἄυλο καὶ κτιστὸ στοιχεῖο ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ παρέχει αἴσθηση, κίνηση καὶ ἀναπνοή. Τὸ κτιστὸ πνεῦμα γιὰ τὸν Συμεὼν εἶναι ἡ δωρεὰ τοῦ Κυρίου μὲ τὴν ὁποία παράγεται ζωὴ καὶ δημιουργοῦνται ἔμψυχα ζῶα22. Ἔτσι, τὰ ζῶα, σύμφωνα μὲ τὸν Συμεών, ἔχουν κτιστὸ πνεῦμα23. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ζώων διαφοροποιεῖται ὡς πρὸς τὸν νοῦ, ἀφοῦ τὰ κτήνη εἶναι ἄλογα. Γιὰ τὸν Συμεὼν καθετὶ ποὺ ἔχει αἴσθηση εἶναι ἔμψυχο, ἐνῶ ὁτιδήποτε εἶναι ἄμοιρο αἰσθήσεως εἶναι ἄψυχο.
Τὸ κτιστὸ αὐτὸ πνεῦμα τῶν ζώων εἶναι ἄλογο καὶ ὑποστηρίζει τὴ ζωή (αἴσθηση, κίνηση καὶ ἀναπνοή). Ἔτσι, ἐνῶ τὰ ζῶα ἔχουν μία ὑλικὴ οὐσία, ἡ ὁποία συντίθεται ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς γῆς μὲ τὴ διαδικασία τῆς μεταποίησης, ταυτόχρονα ἔχουν καὶ ἕνα ἄλλο στοιχεῖο, ὄχι ὑλικό, ἕνα κτιστὸ πνεῦμα. Τὸ πνεῦμα αὐτὸ ὡς οὐσία παρουσιάζεται ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα τοῦ δημιουργικοῦ λόγου καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ τὸ κτιστὸ πνεῦμα τῶν ζώων συγκαταλέγεται στὶς οὐσίες ποὺ ἔχουν ἀρχὴ οὐσίωσης.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ θάνατος κάθε θνητοῦ ὄντος εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς ζωῆς, τῆς ἀδυναμίας πλέον τῶν δομικῶν ὑλικῶν καὶ ἄυλων στοιχείων του νὰ ἐκφράζουν τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς. Ὁ Συμεὼν ἔχοντας μπροστά του τὸ νεκρὸ σῶμα ἀντιλαμβάνεται τὸ φαινόμενο τοῦ θανάτου ὡς διαχωρισμὸ τοῦ ἄυλου κτιστοῦ πνεύματος (τῆς ψυχῆς) ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σῶμα. Ἔτσι, ὁ βιολογικὸς θάνατος τῶν ζώων εἶναι ἡ ἀπουσία ἐκδήλωσης αἴσθησης, ἀναπνοῆς καὶ κίνησης στὸ σῶμα, φαινόμενα ποὺ προσδιορίζουν τὸ φαινόμενο ζωὴ καὶ ὑπάρχουν λόγῳ τῆς σύνδεσης τοῦ ὑλικοῦ σώματος μὲ ἕνα κτιστὸ πνεῦμα. Τὸ ἔνυλο ζωντανὸ ὂν ἀρχικὰ μὲ τὸν διαχωρισμό του ἀπὸ τὸ κτιστὸ πνεῦμα μεταβαίνει στὴν κατάσταση τοῦ ἔνυλου νεκροῦ ὄντος (θάνατος) καὶ στὴ συνέχεια λόγῳ τῆς ἀποδόμησης τῶν ὑλικῶν στοιχείων ποὺ τὸ συνθέτουν σταδιακὰ ἐξαφανίζεται, περνᾶ δηλαδὴ στὴν ἀνυπαρξία. Ἡ μετάβαση αὐτὴ νοεῖται ὡς διαχωρισμὸς ὑλικῶν καὶ πνευματικῶν στοιχείων, ὡς ἀπο-σύνδεση τῶν στοιχείων ποὺ τὸ συναποτελοῦν καὶ συντηροῦν τὴ ζωή. Ἡ ἔννοια θνητότητα συνεπῶς περιγράφει τὴν ἰδιότητα ἑνὸς ἔνυλου ζωντανοῦ ὄντος νὰ μεταβαίνει ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς βιολογικῆς ζωῆς στὴν κατάσταση τοῦ θανάτου καὶ στὴ συνέχεια στὴν κατάσταση τῆς ἀνυπαρξίας. Ἡ θνητότητα ἐπίσης δὲν μπορεῖ νὰ ταυτίζεται ἐννοιολογικὰ μὲ τὴν ἀνυπαρξία ὅλου τοῦ ὄντος, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου ὑπάρχει ἀκόμη τὸ ὑλικὸ μέρος τῶν ζώντων ὄντων. Ἡ θνητότητα, ὡς ἐκ τούτου, ὡς ἔννοια συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴν ἐκ φύσεως ἀδυναμία τοῦ ἔνυλου ζωντανοῦ ὄντος νὰ ἀντιστέκεται στὴν ἀποσύνδεση, στὴ ροὴ τῆς οὐσίας του24, δηλαδὴ στὴ φθορά, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὸν διαχωρισμὸ τῶν ὑλικῶν στοιχείων ἀπὸ τὸ κτιστὸ πνεῦμα καὶ ἀποτελεῖ τὸν πρῶτο σταθμὸ στὴν πορεία τοῦ ὄντος πρὸς τὴν ἀνυπαρξία. Γι’ αὐτὸ ὡς ἔννοιες οἱ λέξεις θνητός, θνητότητα χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μόνο γιὰ τὰ ἔνυλα ζωντανὰ ὄντα, γιὰ τὰ ἔμψυχα, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὰ ζῶα καὶ ὁ ἄνθρωπος. Κάθε ἔμβιο ὄν, φυτό, ζῶο, ἄνθρωπος συνεπῶς χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ θνητότητα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ λάβει τὸ κατηγορούμενο ἀθάνατος. Ἡ βιολογικὴ θνητότητα εἰσέρχεται στὴν κτίση μετὰ ἀπὸ τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ἔκτοτε ἀποτελεῖ ἰδιότητα τῆς φύσεως τῶν ἔμβιων ὄντων, τὰ ὁποῖα δημιουργοῦνται μὲ τὴ διαδικασία τῆς μεταποίησης καὶ λόγῳ αὐτῆς ὁδηγοῦνται ὡς ὀντολογικὲς ὑποστάσεις στὴν ἀνυπαρξία, στὸ τίποτε. Τὰ ὄντα αὐτά, λόγῳ τῆς δημιουργίας τους χωρὶς ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση ὡς πρὸς τὸ ὑλικό τους μέρος καὶ τῆς δημιουργίας τῆς οὐσίας τους ἀπὸ ἕνα σύνολο οὐσιῶν, ἔνυλων καὶ ἄυλων, εἶναι φθαρτὰ καὶ θνητά.
Παρ’ ὅλα αὐτά, ἐνῶ στὸν ὑλικὸ κόσμο ἡ ἀπώλεια τῆς βιολογικῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ κάθε συγκεκριμένο ὂν ἐπιφέρει τὸν βιολογικὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνυπαρξία τοῦ ὄντος, δὲν ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα καὶ τὴν ἐξαφάνιση τῶν στοιχείων ποὺ συνθέτουν τὴν οὐσία του. Στὸν ὑλικὸ κόσμο ὁ βιολογικὸς θάνατος ὡς ἀποδόμηση καὶ ἐξαφάνιση ἑνὸς ὄντος δὲν συνεπάγεται τὴν ἐξαφάνιση τῶν δομικῶν του στοιχείων εἴτε αὐτὰ εἴναι ὑλικὰ εἴτε ἄυλα. Τὰ ὑλικὰ δομικὰ στοιχεῖα τοῦ ὄντος ἀποδομοῦνται καὶ διασπείρονται στὴ φύση, ὅπως συμβαίνει μὲ ἕνα σάπιο μῆλο, ἕνα ζῶο ἢ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἄυλο στοιχεῖο, τὸ κτιστὸ πνεῦμα (ἡ ψυχή), παύει νὰ γίνεται ἀντιληπτό, ἰδιότητα ποὺ τοῦ παρεῖχε ἡ συνύπαρξή του μὲ τὸ ὑλικὸ σῶμα. Τὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὸ κάθε ἔμβιο ὂν καὶ εἶχαν ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση μὲ τὸν θάνατο τοῦ ὄντος δὲν περνοῦν, ὅπως αὐτό, στὴν ἀνυπαρξία, ἀλλὰ συνεχίζουν νὰ ὑπάρχουν λόγῳ τῆς ἀίδιας καὶ ἄχρονης θέλησης τοῦ Θεοῦ ποὺ τὰ δημιούργησε25.
2.5. Ἡ οὐσίωση καὶ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου
Προτοῦ ἐξετάσουμε τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μὲ κριτήριο τὸν τρόπο οὐσίωσής του, ἂς σημειώσουμε ὅτι μέχρι τώρα ἔχουμε διακρίνει σύμφωνα μὲ τὴ Γένεση διαφορετικοὺς τρόπους οὐσίωσης τῶν κτιστῶν ὄντων: Ἡ ὕλη ποιεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξ οὐκ ὄντων μὲ ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση καὶ συγκρατεῖται στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐπιφέρεται αὐτῆς, εἶναι δηλαδὴ ἐξωτερικὰ παρόν. Τὸ φῶς δημιουργεῖται ἐξ οὐκ ὄντων διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση. Τὰ φυτὰ δημιουργοῦνται ἐκ προδημιουργημένων ἐξ οὐκ ὄντων ὑλικῶν στοιχείων διὰ τοῦ ἀχρόνως ἐκφερόμενου λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ συγκαταλέγονται στὰ ὄντα ποὺ δὲν ἔχουν ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση. Τὰ ζῶα δημιουργοῦνται ἐκ προδημιουργημένων ἐξ οὐκ ὄντων ὑλικῶν στοιχείων καὶ κτιστοῦ πνεύματος ποὺ ἐκδηλώνει τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς στὸν ὑλικὸ κόσμο διὰ τοῦ ἀχρόνως ἐκφερόμενου λόγου τοῦ Θεοῦ. Τὸ ὑλικό τους μέρος δημιουργεῖται χωρὶς ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση, ἐνῶ τὸ κτιστὸ πνεῦμα τους δημιουργεῖται μὲ ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση.
Κάθε ὄν, ὅπως ἤδη ἔχουμε ἀναφέρει, ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξ οὐκ ὄντων μὲ ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση δὲν φέρει ὡς φυσικὸ ἰδίωμα, ὡς ἐγγενῆ δύναμη τῆς φύσεώς του τὴν τάση πρὸς τὴν ἀνυπαρξία. Ἀντίθετα, κάθε ὂν ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ ἐξ οὐκ ὄντων ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴ διαδικασία τῆς μεταποίησης φέρει ἐγγενῶς στὴ φύση του τὴν τάση πρὸς τὴν ὑποστατικὴ ἀνυπαρξία διαμέσου τῆς διαδικασίας τοῦ θανάτου. Μόνο σὲ αὐτὰ τὰ ὄντα μπορεῖ νὰ ἀποδίδεται ὡς κατηγορούμενο τὸ ἐπίθετο θνητός, ἐφ’ ὅσον ἡ πορεία τους πρὸς τὴν ἀνυπαρξία περνᾶ ἀπὸ τὸ στάδιο τοῦ θανάτου, τῆς ἀπώλειας τῆς βιολογικῆς ζωῆς, μὲ τὸν διαχωρισμὸ τῶν ὑλικῶν στοιχείων ἀπὸ τὸ κτιστό τους πνεῦμα. Συνεπῶς, ἡ ἐπιστροφὴ στὸ τίποτε, στὸ μηδέν, ἑνὸς ὄντος συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὸν τρόπο οὐσίωσής του ἐξ οὐκ ὄντων ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ θέληση τοῦ Θεοῦ.
Συνεχίζοντας τὸν ἀνθρωπομορφικό του λόγο, ὁ συγγραφέας τῆς Γενέσεως ἀναφέρει σχετικὰ μὲ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου: «καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν»26. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἰδιαίτερη δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ γίνεται ψυχὴ ζῶσα, μία ὕπαρξη ποὺ ἐκδηλώνει τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς μέσα σὲ ὑλικὸ σῶμα. Ὁ Θεὸς πλάθει τὸ ὑλικὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν προδημιουργημένη ὕλη «χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς». Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν ἔχει ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση, ἀλλὰ κατασκευάζεται μὲ τὴ μεταποίηση τῶν στοιχείων τῆς κτίσεως καὶ ὑπόκειται ἐκ φύσεως στὴ διαδικασία τῆς ἀποδόμησης, τῆς ἀποσύνθεσης. Ἀντίθετα, τὸ κτιστὸ πνεῦμα, ποὺ φέρει ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐκδηλώνει τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς στὸ ὑλικὸ σῶμα του καθιστώντας τὸν ἄνθρωπο ψυχὴ ζῶσα, οὐσιώνεται ἐξ ἀρχῆς μὲ ἕναν ἐντελῶς διάφορο τῶν ἄλλων κτιστῶν πνευμάτων τρόπο οὐσίωσης27. Ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὸν συγγραφέα τῆς Γενέσεως, δὲν οὐσιώνει τὸ κτιστὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἔναρθρο λόγο Του («εἶπεν») ἀλλὰ μὲ τὴν πνοή Του («ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς»). Τὸ κτιστὸ πνεῦμα λαμβάνει τὴν οὐσίωσή του διὰ τῆς πνοῆς ζωῆς, ποὺ ἐμφυσεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός28. Τὸ ἐμφύσημα τῆς πνοῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ συνδέει ἀνθρωπομορφικὰ μία ἄχρονη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τὴ χωροχρονική μας ἀντίληψη («ἐνεφύσησεν») καὶ ὑποδηλώνει μιὰ στενώτερη σχέση τοῦ κτιστοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἕνα ἀντικείμενο αὐτῆς τῆς ἐνέργειας («πνοὴν ζωῆς»), ἡ ὁποία ἐξέρχεται ὄχι ὡς ἔναρθρος λόγος («εἶπεν»), ἀλλὰ ὡς πνοή, ὡς ἐκπνοὴ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ καὶ ἕναν συγκεκριμένο χωρικὸ προσδιορισμό: «εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ». Τὸ ἐμφύσημα τῆς πνοῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ μεταφέρει κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴ θέλησή Του, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τό «εἶπεν». Σύμφωνα μὲ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μεταφέρει καὶ τὴν εἰκόνα Του29. Ἔτσι, τὸ κτιστὸ πνεῦμα (ψυχή) ποὺ οὐσιώνει ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο ψυχὴ ζῶσα διαφέρει ὡς πρὸς τὴν οὐσία του ἀπὸ ὅλες τὶς μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ δημιουργημένες ἐξ οὐκ ὄντων κτιστὲς πνευματικὲς οὐσίες. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτὸς ἀπὸ κτιστὸ πνεῦμα ποὺ ἐκδηλώνει τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς μέσα στὸν ὑλικὸ κόσμο, εἶναι λογική, ἔχει δηλαδὴ νοῦν καὶ λόγο30. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι, κατὰ συνέπεια, τὸ μόνο κτιστὸ πνεῦμα ποὺ ἐκδηλώνει στὸν ὑλικὸ κόσμο τὴ λογικὴ ζωή. Κατὰ συνέπεια, ὁ ἄνθρωπος ὡς ὄν, ἀποτελούμενος ἀπὸ τὴ σύνδεση δύο διαφορετικῶν φύσεων, μιᾶς ἔνυλης καὶ μιᾶς ἄυλης, ὑπόκειται καὶ αὐτὸς στὸ φαινόμενο τοῦ βιολογικοῦ θανάτου, ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀπώλεια τῆς ζωῆς, λόγῳ τῆς ἀποσύνδεσης τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σῶμα. Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζεται ὡς θνητός. Ἡ θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν ἀδυναμία ἐκ φύσεως ποὺ ἔχει ὡς ὂν νὰ συντηρεῖ ἐς ἀεὶ τὸν δεσμὸ τῆς ὑλικῆς του οὐσίας, τοῦ σώματός του, μὲ τὴν πνευματική του οὐσία, τὴν ψυχή.
Ἂν ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ὡς ὂν εἶναι θνητός, ἡ θνητότητά του δὲν χαρακτηρίζει καὶ τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὸ ὑλικό του σῶμα καθὼς καὶ τὸ πνευματικὸ στοιχεῖο ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἄυλο μέρος του, τὴν ψυχή. Αὐτὸ ποὺ πεθαίνει καὶ ἐξαφανίζεται εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματικὴ ὑποστατικὴ ὀντότητα[ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑ]. Τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὸ ὑλικὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν πεθαίνουν ἀλλὰ ἀποδομοῦνται, ἀποσυντίθενται καὶ ἐπιστρέφουν στὴ γῆ ἀπ’ ὅπου ἐλήφθησαν. Δὲν ἐξαφανίζονται μὲ τὸν θάνατο, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν ἄνθρωπο ὡς ξεχωριστὴ ὑπόσταση τῆς ἀνθρώπινης οὐσίας, ἀλλὰ μεταποιοῦνται καὶ πάλι, ἐφ’ ὅσον ἡ δημιουργία τοῦ σώματος δὲν ἔχει ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση. Τὸ τί συμβαίνει μὲ τὸ πνευματικὸ ἄυλο στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ψυχή, μένει νὰ διερευνήσουμε, ἀφοῦ πρῶτα ἐξετάσουμε τὶς ἔννοιες ζωὴ καὶ ἀθανασία ὡς πρὸς τὴν ὑλικὴ καὶ ἄυλη κτίση καὶ ὡς πρὸς τὸν Θεό. Πάντως, αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε μέχρι τώρα γιὰ τὴν ψυχὴ εἶναι ὅτι αὐτή, ὡς τὸ κτιστὸ πνεῦμα, ποὺ ἔχει ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση καὶ ἐκδηλώνει τὸ φαινόμενο τῆς λογικῆς ζωῆς μέσα στὸν ὑλικὸ κόσμο, μὲ τὴν ἀποσύνδεσή της ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σῶμα παύει νὰ γίνεται ἀντιληπτή31. Μὲ αὐτὴν τὴν κατανόηση τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Συμεὼν χαρακτηρίζει τὸν ἄνθρωπο θνητὸ καὶ χοϊκό.
3. Ἡ φυσικὴ ἀθανασία τῆς ψυχῆς
Ἕνα σοβαρὸ ὁλίσθημα, τὸ ὁποῖο συμβαίνει στὴ σκέψη πολλῶν ὅταν συζητοῦν τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, εἶναι ἡ μὴ ἔνταξη τῆς ἔννοιας ἀθανασία στὴ διάκριση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Μπρανιτσέβου κ. Ἰγνάτιος (Μίντιτς) γράφει: «Ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς κατὰ φύσιν δύναται νὰ δικαιολογηθεῖ μόνον ἐὰν υἱοθετήσουμε τὴν πλατωνικὴ διδασκαλία περὶ αἰωνιότητος, δηλαδή, περὶ μὴ δημιουργίας τῆς ψυχῆς[ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ], ἢ ἐκείνην τοῦ Ὠριγένους, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ψυχὲς εἶναι μέρος τοῦ Θεοῦ καὶ αἰωνίως ὑπάρχουν ἐν τῷ Θεῷ Λόγῳ, καὶ αὐτή τους ἡ ὕπαρξη εἶναι ἀδιάρρηκτη ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ ὡς ἐκ τούτου, τὰ πνευματικὰ ὄντα καὶ οἱ ψυχὲς εἶναι αἰώνιες ἐκ τῆς φύσεώς τους»32. Στὴν παραπάνω διατύπωση φαίνεται ὅτι ὁ συγγραφέας κατανοεῖ καὶ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο φύση, ὅπως προσδιορίζεται στὴν πλατωνική φιλοσοφία, ὅπου κάθε φύση καὶ οὐσία ὑπάρχουν αἰωνίως δίχως ἀρχή. Ἀντιθέτως, στοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας οἱ ὅροι φύση καὶ οὐσία χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ ἐκφράσουν τόσο τὴν ἄκτιστη οὐσία τοῦ δημιουργοῦ, ὅσο καὶ τὶς κτιστὲς οὐσίες τῶν «ἐξ οὐκ ὄντων» δημιουργημάτων Του. Μὲ βάση τὴ διάκριση αὐτή, κάθε ὅρος ἢ ἔννοια ἔχει διαφορετικὸ νόημα στὴ σκέψη τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀνάλογα μὲ τὴν ἀναφορά του εἴτε στὸ κτιστὸ εἴτε στὸ ἄκτιστο. Ἔτσι, ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς κατὰ φύσιν μπορεῖ νὰ γίνει κατανοητὴ ἐὰν ἐνταχθεῖ στὸ κτιστὸ πλαίσιο τῆς δημιουργίας καὶ γίνει διάκρισή της ἀπὸ τὴν ἀίδια ἀθανασία τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ
Ἂν ἐξετάσουμε εἰδικώτερα τὴν ἀθανασία καὶ τὸ παράγωγό της ἀθάνατος ὡς ἔννοιες, θὰ διαπιστώσουμε κατ’ ἀρχὴν ὅτι δηλώνουν τὴ φυσικὴ ἰδιότητα ἑνὸς ὄντος, τὴν ἐκ φύσεως ἰδιότητα τοῦ ὄντος, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστεῖ τὸ φαινόμενο τοῦ θανάτου (τὴν ἀπώλεια τῆς ζωῆς) καὶ παραμένει σὲ κατάσταση ζωῆς. Ἔτσι, γιὰ τὸν ἄκτιστο Θεὸ ἡ ἔννοια ἀθανασία δηλώνει τὴν ἐκ τῆς θείας φύσεως αἰώνια, δίχως ἀρχὴ καὶ τέλος κατάσταση ζωῆς. Ὁ ἄκτιστος Θεὸς εἶναι συνεπῶς ὁ μόνος ἀθάνατος33, γιατὶ εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Ζωή, «ἐγώ εἰμι ἡ ζωή»34, δίχως ἀρχὴ καὶ δίχως τέλος.
Γιὰ τὸν κτιστὸ ἄνθρωπο ὅμως τὸ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο τῆς ἀθανασίας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ ἰδιώματα τῆς κτιστῆς οὐσίας του, τὰ ὁποῖα καθόρισε ὁ Θεὸς ὡς τὸ ἐξωτερικὸ δημιουργικό τους αἴτιο. Μία κτιστή, ὑλικὴ οὐσία, ὅπως τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, δὲν μπορεῖ ἐκ φύσεως νὰ ζεῖ, πόσο μᾶλλον νὰ εἶναι ἀθάνατη. Ἡ δημιουργία τοῦ σώματος «ἐξ οὐκ ὄντων», ὡς οὐσίας ὑλικῆς καὶ σύνθετης, τὸ καθιστᾶ ὑποκείμενο στὴ φθορὰ καὶ διάλυση καὶ ἀνίκανο νὰ ἐκφράζει ἀπὸ μόνο του τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος συνεπῶς ἐκτὸς τοῦ σώματος χρειάζεται τὴ συνδρομὴ μιᾶς ἄλλης φύσεως, ἡ ὁποία θὰ εἶναι ἱκανὴ νὰ τοῦ παρέχει ζωή, βιολογικὴ ζωή. Ὁ ἄνθρωπος μόνο ὡς διπλῆ φύση (ὑλικὴ καὶ νοερή), ἀποτελούμενος δηλαδὴ ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ὡς ζωντανὸ ὄν. Αὐτὴ ἡ ἄλλη φύση (κτιστὸ πνεῦμα-ψυχή), γιὰ νὰ μπορεῖ κατὰ τὴ συνδρομή της στὸ ὑλικὸ σῶμα νὰ ἐκφράζει τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς, πρέπει ὡστόσο νὰ ἔχει ἡ ἴδια ζωή, νὰ λειτουργεῖ ὡς ζωτική δύναμη (ruach). Ἔτσι, ἡ ψυχή, ὡς κτιστὴ νοερὴ φύση, δημιουργεῖται ἀπὸ τὸν Θεό «ἐξ οὐκ ὄντων» καὶ οὐσιώνεται μὲ οὐσία, ἡ ὁποία ἔχει ζωή, εἶναι πνοὴ ζωῆς, ἡ ὁποία καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ψυχὴ ζῶσα35, ζῶσα ὕπαρξη.
Ἂν τώρα στρέψουμε τὴν προσοχή μας στήν «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε στὴ σκέψη τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τὴν κατανόηση τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καὶ ὡς συνέπεια τῆς «εἰκονικῆς» οὐσίωσης καὶ ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δημιουργήθηκε σύμφωνα μὲ τὴ Γένεση «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ δηλαδή, κατὰ τὸν Συμεών, εἶναι ἀποτυπωμένη στὴ νοερὰ καὶ λογικὴ ψυχὴ καὶ ὄχι σὲ ὅλον τὸν ψυχοσωματικὸ ἄνθρωπο: «Ζῷόν σοι λέγω λογικόν / ἄνθρωπος διπλοῦς ἐκ δύο / φύσεων ἀνεκλαλήτως· / σώματος τοῦ ὁρωμένου, / ἀναισθήτου καὶ ἀλόγου / καὶ ψυχῆς τῆς ἀοράτου / κατὰ τὴν ἐμὴν εἰκόνα / λογικῆς τε καὶ νοερᾶς»36. Ἡ «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση τῆς ψυχῆς «ἐνεφύσησεν πνοὴν ζωῆς», δὲν τὴν καθιστᾶ μόνο λογικὴ ἀλλὰ καὶ ἀθάνατη, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀθανασία εἶναι ἰδίωμα τοῦ πρωτοτύπου: «ἐτεκτήνατο ‘κατ' εἰκόνα’ τῆς εἰκόνος ἑαυτοῦ τὴν ψυχήν, διὸ καὶ λογικὴ καὶ ἀθάνατός ἐστι»37. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως δηλώνεται μὲ τήν «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ δημιουργία της, ὁμοιάζει38 μὲ τὸν Θεό, τὴ Ζωή, τοῦ Ὁποίου φέρει καὶ τὴν εἰκόνα. Ἑπομένως, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχὴ φέρει κατ’ ἀναλογία καὶ τὸ ἰδίωμα τῆς λογικῆς καὶ ἀθάνατης ζωῆς. Στὴν κτιστή της φύση ἡ ψυχὴ ἔχει εἰκονικὰ τὸ θεῖο ἰδίωμα τῆς ζωῆς. Ἡ ζωὴ ὅμως αὐτὴ δὲν εἶναι ἀίδια καὶ αἰώνια, ὅπως ἡ Ζωὴ τοῦ ἀρχετύπου της, τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἔχει ἀρχὴ κατὰ τήν «ἐξ οὐκ ὄντων» ἐξ ἀρχῆς οὐσίωσή της39. Ἡ ψυχή, ὡς κτιστὸ πνεῦμα, εἶναι «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ φορέας ζωῆς. Ἕνα ἀπὸ τὰ λειτουργήματά της εἶναι ἡ ἐκδήλωση τῆς βιολογικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου40. Γι’αὐτὸ ὡς φορέας βιολογικῆς ζωῆς ἐκ τῆς κτιστῆς της φύσεως ἡ ψυχὴ θεωρεῖται ἀθάνατος μέσα στὸν κτιστὸ κόσμο, ἔχει δηλαδὴ κτιστὴ φυσικὴ ἀθανασία. Ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι συνεπῶς τῆς ἴδιας κατηγορίας μὲ τὴν ἀθανασία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς εἶναι ἰδίωμα τῆς κτιστῆς καὶ νοερῆς φύσεώς της, μιᾶς φύσεως ποὺ δημιουργεῖται «ἐξ οὐκ ὄντων» ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ζωὴ καὶ ἔχει ἀρχή. Ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι μία ἰδιότητα ἄκτιστη, ἀλλὰ μία ἰδιότητα κτιστή. Ἡ ψυχή σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο οὐσίωσής της καὶ τὸν σκοπὸ τῆς δημιουργίας της δὲν μπορεῖ νὰ χάσει τὸ ἰδίωμα τῆς ζωῆς, δὲν μπορεῖ νὰ πάψει νὰ εἶναι ζωτικὴ δύναμη μέσα στὸν κτιστὸ κόσμο καὶ ὡς πρὸς τὸν κτιστὸ κόσμο εἶναι ἀθάνατη. Ἔτσι, ἡ φυσικὴ ἀθανασία γιὰ μία κτιστὴ οὐσία, ὅπως εἶναι ἡ ψυχή, διαφοροποιεῖται στὴ σκέψη τῶν Πατέρων ἀπὸ τὴν ἀίδια ἀθανασία, ποὺ ἔχει ἐκ τῆς θείας φύσεως ὁ ἄκτιστος Θεός.
Ὡς πρὸς τὸν ἄκτιστο Θεὸ ἡ ψυχή, ἡ ὁποία δημιουργεῖται «ἐξ οὐκ ὄντων», γίνεται δηλαδὴ ἕνα κτίσμα μὲ ἀρχή, ὑπόκειται ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ σὲ δύο εἴδη θανάτου: α) στὸν ὀντολογικό της θάνατο, στὴν ἐπιστροφή της στὸ μὴ εἶναι, ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ βούληση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι αὐτὸς ποὺ τὴν οὐσίωσε καὶ Αὐτὸς μόνον μπορεῖ νὰ τῆς ἀφαιρέσει τὴν οὐσία της καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν ἀνυπαρξία, καὶ β) στὸν πνευματικὸ θάνατο, στὴν ἀπώλεια τῆς ζωῆς, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται στὸν νοερὸ κτιστὸ κόσμο ὅπου ἀνήκει. Ὁ πνευματικὸς αὐτὸς θάνατος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ θέληση τῆς ψυχῆς καὶ τὴν καθιστᾶ νεκρὴ καὶ ἀναίσθητη ὡς πρὸς τὸν νοερὸ κτιστὸ κόσμο, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ οὐσία της.
Γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸς ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς καὶ κατ’ ἐπέκταση ἡ θνητότητά της, ὡς πρὸς τὸν νοερὸ κόσμο ὅπου συγκαταλέγεται, πρέπει κατ’ ἀρχὰς νὰ γίνει διάκριση τῆς ζωῆς στὴν ἔνυλη καὶ ἄυλη κτίση. Ἄν, ὅπως προαναφέραμε, ἡ ζωὴ στὰ ἔνυλα ὄντα ἐκφράζεται μὲ τὴν ὑλικὴ αἴσθηση, τὴν κίνηση καὶ τὴν ἀναπνοὴ καὶ συνιστᾶ τὴ βιολογικὴ ζωή, στὰ ἄυλα ὄντα, στὰ κτιστὰ πνεύματα, ὅπως ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς βιολογικῆς ζωῆς, τὴν ἀναπνοή, τὴν ὑλικὴ αἴσθηση καὶ τὴν κίνηση. Τὰ χαρακτηριστικὰ ἰδιώματα τῆς ζωῆς τῶν ἄυλων ὄντων εἶναι ἡ νοερὴ αἴσθηση καὶ ἡ νοερὴ κίνηση. Ἡ νοερὴ αἴσθηση καὶ ἡ νοερὴ κίνηση συνιστοῦν μιὰν ἄλλης ποιότητας ζωή, τὴ νοερή, τὴν πνευματικὴ ζωή. Ἡ πνευματικὴ ἢ νοερὴ ζωὴ τῆς ψυχῆς γιὰ τὸν Συμεὼν εἶναι ἡ κατὰ χάριν ἕνωσή της μὲ τὸν ἀθάνατο Θεό, τὴν ὄντως Ζωή. Σύμφωνα μὲ τὸν Συμεὼν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα «τὸν θάνατον ἀπέθανε τῆς ψυχῆς»41. Μὲ τὴ φράση αὐτὴ ὁ Συμεὼν δηλώνει ἀμέσως ὅτι ἡ ψυχὴ ὡς ἄυλο κτίσμα δύναται νὰ ἀπωλέσει τὴ ζωή, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται στὸν νοερὸ κόσμο, δηλαδὴ ὡς νοερὰ ἢ πνευματικὴ ζωή, καὶ νὰ βιώσει τὸν θάνατο τῆς ψυχῆς, τὸν πνευματικὸ θάνατο. Ἡ ψυχὴ μὲ τὸν χωρισμό της ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς Ζωῆς, τὸν Θεό, πεθαίνει, χάνει τὴν ἱκανότητα νὰ ζεῖ στὸν νοερὸ κτιστὸ κόσμο, δηλαδὴ νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ κινεῖται (νὰ θέλει42), καὶ ἔκτοτε εἶναι νεκρά (ἀκίνητη) καὶ ἀναίσθητη. Συνεχίζει νὰ ὑπάρχει ὡς ἁπλῶς εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή43, ἀλλὰ δίχως τὰ ἰδιώματα τῆς νοερῆς ζωῆς ποὺ τῆς ἐπέτρεπαν νὰ ὑπάρχει στὸ ὄντως εἶναι44. Ἔτσι, ἡ ψυχὴ ὡς ἄυλο, νοερὸ κτίσμα δὲν εἶναι ἀθάνατη, ἐφ’ ὅσον ὑπόκειται στὸν πνευματικό, νοερὸ θάνατο, στὴν ἀπώλεια τῆς νοερῆς ζωῆς της, ἀλλὰ θνητή. Ἡ θνητότητα τῆς ψυχῆς δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἀνυπαρξία, ὅπως ἡ θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου ἢ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἐνῶ ὡς πρὸς τὸν νοερὸ κόσμο ἡ ψυχὴ εἶναι νεκρὴ καὶ ἀναίσθητη, ὡστόσο συνεχίζει νὰ ὑπάρχει, νά «εἶναι» ὡς κτιστὴ ἄυλη οὐσία ποὺ δημιούργησε ὁ Θεὸς καὶ παρέχει τὴ ζωτικὴ δύναμη στὸ σῶμα45.
Ἐπίσης, θὰ πρέπει νὰ μὴν μᾶς διαφεύγει ὅτι ὁ πνευματικὸς θάνατος τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς βούλησης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ θέλημα τῆς ψυχῆς, μὲ τὸ ὁποῖο ἔπαψε νὰ ἐπιζητεῖ τὰ ἀγαθά46. Ἡ θέληση τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὸν νοερὸ θάνατο τῆς ψυχῆς, δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιστρέψει τὴ δημιουργικὴ θέληση τοῦ Θεοῦ ποὺ τὴν οὐσίωσε καὶ τὴν καθιστᾶ ἕνα νοερὸ ὄν. Ἔτσι, ὡς ἄυλη νοερὴ οὐσία μὲ τὸν νοερό της θάνατο δὲν παύει νὰ ὑπάρχει ὡς κτιστὸ πνεῦμα, τὸ ὁποῖο συντηρεῖ μία ἄλογη πλέον βιολογικὴ ζωὴ στὸν ἄνθρωπο. Ἑπομένως, ὁ πνευματικὸς θάνατος τῆς ψυχῆς δὲν ἐπιφέρει τὴν ἀνυπαρξία της, ἀλλὰ μία διαφοροποίηση στὸν τρόπο ὕπαρξής της.
Συμπερασματικὰ ἑπομένως, ἡ ψυχὴ γιὰ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τὸ ἓν ἐξ ἀμφοτέρων ποὺ συνιστᾶ τὸν ἄνθρωπο47, εἶναι καὶ δηλώνεται ἀθάνατη μέσα στὴν κτιστὴ δημιουργία, γιατὶ ὁ δημιουργός της Θεὸς τὴ δημιούργησε μὲ ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση καὶ θέλει νὰ ὑπάρχει ὡς πνεῦμα ζωῆς, ὡς κτιστὸ πνεῦμα ποὺ φέρει τὴν εἰκόνα Του καὶ παρέχει λογικὴ ζωὴ στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ψυχὴ δημιουργεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξ οὐκ ὄντων, εἶναι κτιστή, ἔχει δηλαδὴ ἀρχὴ οὐσίωσης, καὶ εἶναι φορέας κτιστῆς καὶ ὄχι ἀίδιας ζωῆς, γεγονὸς ποὺ τῆς προσδίδει φυσικὴ ἀθανασία μέσα στὸν κτιστὸ κόσμο. Ἐπίσης, ὡς νοερὴ καὶ ἄυλη οὐσία ἡ ψυχὴ ἔχει ζωὴ μόνον ὅταν σχετίζεται μὲ τὴν πηγὴ τῆς ὄντως ζωῆς, τὸν Θεό. Ὅταν δὲν σχετίζεται μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Θεό, βιώνει τὸν θάνατο τῶν νοερῶν οὐσιῶν, ὁ ὁποῖος συνίσταται στὴν ἀπώλεια νοερῆς αἴσθησης καὶ νοερῆς κίνησης. Ἔτσι δηλώθηκε ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι ἀθάνατη, ὅπως ὁ δημιουργός της Θεός, δὲν ἔχει δηλαδὴ ἀίδια ζωὴ ἐκ φύσεως. Ἡ ψυχὴ δηλαδὴ ἔχει κτιστὴ φυσικὴ ἀθανασία. Ἀντίθετα ἡ ψυχή, ὡς νοερὸ κτίσμα ἐξ οὐκ ὄντων δημιουργημένη, μπορεῖ νὰ ὑφίσταται κατὰ τὴ θέλησή της ἀπώλεια τῆς νοερᾶς ζωῆς, γι’ αυτὸ καὶ δὲν εἶναι ἀθάνατη ἀλλὰ ὑπόκειται στὸν νοερὸ θάνατο. Κατὰ συνέπεια, γιὰ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος ὡς διπλῆ κτιστὴ φύση εἶναι θνητὸς καὶ ἀθάνατος48. Ἡ κτιστὴ οὐσία τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἔχει φυσικὴ ἀθανασία, ἀθανασία ἐντὸς τοῦ χωροχρονικοῦ πλαισίου τῆς δημιουργίας, μὲ τὴν ὁποία δὲν ὁδηγεῖται στὸν φυσικὸ θάνατο καὶ στὴν ἀνυπαρξία, ὅπως συμβαίνει μὲ κάθε ἄλλη οὐσία ποὺ δημιουργήθηκε ἐξ οὐκ ὄντων μὲ ἀρχὴ οὐσίωσης, δὲν ἔχει τὴν ἀίδια ἀθανασία τοῦ πρωτοτύπου της Θεοῦ. Ἡ ἀίδια ἀθανασία δὲν εἶναι φυσικὸ ἰδίωμα τῆς κτιστῆς κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ οὐσίας τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ μπορεῖ μόνο κατὰ χάριν καὶ ὄχι κατ’ οὐσία νὰ μετέχει στὴν ἀίδια Ζωὴ τοῦ Θεοῦ49.
4. Ἡ κατὰ χάριν ἀθανασία τῆς ψυχῆς
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν κατὰ χάριν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ κατ’ ἐπέκταση τοῦ ἀνθρώπου θὰ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε, ἔστω περιληπτικά, τὴ διδασκαλία τοῦ Συμεὼν γιὰ τὴν καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου50. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν Συμεών, ὁ Θεὸς κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ Ἀδὰμ χρησιμοποίησε τὰ ἄφθαρτα στοιχεῖα τῆς κτίσεως καὶ ἔπλασε τὸ σῶμα ἄφθαρτο. Σὲ αὐτὸ τὸ ἄφθαρτο σῶμα ἐνεφύσησε πνοὴ ζωῆς μὲ τὴν ὁποία δημιούργησε τὴν ψυχή, δίδοντάς της τὴν εἰκόνα Του. Ὡστόσο, δὲν ἔδωσε στὴν ψυχὴ μόνο τὴν εἰκόνα Του ἀλλὰ καὶ ἕνα ἄνωθεν ἀξίωμα ὡς δωρεά. Ἔντυσε διὰ τῆς ψυχῆς ὅλον τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ θεία του δόξα, εἰσάγοντάς τον στὴν ὄγδοη ἡμέρα, στὴν χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος51, στὸν Παράδεισο. Ἡ θεία δόξα ντύνοντας ὡς ἱμάτιο τὴν ψυχὴ τοῦ Ἀδὰμ τῆς ἐπέτρεψε νὰ μετέχει στὴν ἀίδια ζωὴ καὶ στὴν ἀίδια ἀθανασία τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ θεία δόξα ὡς ἱμάτιο ἡ ψυχὴ ὁμοίασε μὲ τὸν Θεό, ἀποκτώντας θεῖα ἰδιώματα, ὅπως τὰ ἰδιώματα τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ τῆς ἀίδιας ἀθανασίας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ ψυχοσωματικὸς ἄνθρωπος δὲν ἦταν μόνο κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος52. Μὲ τὴν παρακοὴ ὡστόσο τῆς ἐντολῆς του Θεοῦ ὁ Ἀδὰμ ἔχασε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἄνωθεν ἀξίωμα, τὸ ὁποῖο εἶχε δοθεῖ στὸν ἄνθρωπο κατὰ χάριν. Ἡ ψυχή του ἔπαψε νὰ εἶναι ζωντανὴ καὶ ἀθάνατη, βιώνοντας τὴν ἀπώλεια τῆς μετοχῆς της στὴν ἀίδια ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπώλεια ἀπὸ τὴν ψυχὴ τῆς μετοχῆς στὴν ἀίδια ζωὴ τῆς τριαδικῆς θεότητας κατέστησε τὴν ψυχὴ νεκρὴ καὶ ἀναίσθητη τοῦ νοεροῦ κόσμου καὶ τὸ σῶμα φθαρτό. Ὁ ἄνθρωπος ἔχασε δηλαδὴ τὴν ὁμοιότητα μὲ τὸν Θεὸ ἀλλὰ ὄχι τὸ κατ’ εἰκόνα53. Ἡ ψυχὴ συνεχίζει ἔκτοτε νὰ ὑπάρχει ὡς ἄυλη οὐσία κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, φορέας κτιστῆς ζωῆς. Ἡ φθορὰ τοῦ σώματος καὶ ὁ βιολογικὸς θάνατος ἔγιναν τὸ ἱμάτιο, τὸ ὁποῖο περιβάλλει στὸ ἑξῆς τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, λόγῳ τῆς ἀπώλειας τῆς μετοχῆς τῆς ψυχῆς στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐξέπεσε ἀπὸ τὸ ὄντως εἶναι στὸ ἁπλῶς εἶναι. Γι’ αὐτὸ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο προϋποθέτει γιὰ τὸν Συμεὼν τὴν ἀναγωγὴ καὶ πάλι στὴ δόξα, τὴν κάθαρση, τὴν ἀπάθεια καὶ τὴν ἐκ νέου ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, τὰ ὁποῖα πραγματοποιήθηκαν ἀπὸ τὸν σαρκωθέντα καὶ ἀναστάντα Χριστὸ καὶ στὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ μετέχει κάθε ἀνθρώπινη ὑπόσταση, πρόσωπο, διὰ τῆς ψυχοσωματικῆς ἕνωσής της μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστό54.
18. Γεν. 1, 11.
19. Γεν. 1, 20-21 καὶ 24
20. Γεν. 1, 20-21 καὶ 24.
21. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Κεφάλαια 3, κεφ. 74, SC 51b, σ. 166: «τὰ γὰρ φυτά, εἰ καὶ κινεῖται καὶ αὔξει ἀλλ᾿ οὐ λέγομεν φυσικῷ θελήματι τὴν κίνησιν ποιεῖσθαι καὶ τὴν αὔξησιν, ἄψυχα γάρ· πᾶν δὲ ἔμψυχον καὶ φυσικὸν ἔχει θέλημα». Ὁ Συμεὼν θεωρεῖ τὴν κίνηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ φυσικὸ θέλημα χαρακτηριστικὸ τῆς ζωῆς. Ἔτσι κάθε κτιστὸ πνεῦμα (ψυχή) εἶναι φορέας ζωῆς καὶ ἔχει φυσικὸ θέλημα, θέλημα ποὺ παράγει ἡ φύση τοῦ ὄντος. Τέτοιο θέλημα ἔχουν μόνο τὰ ἔμψυχα καὶ φυσικὰ ὄντα, στὰ ὁποῖα δὲν συγκαταλέγει τὰ φυτά.
22. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ὕμνος 35, 107-123, SC 174, σ. 448.
23. Ὕμνος 30, 190-193, SC 174, σ. 354. Βλ. καὶ Ὕμνος 44, 55-60, SC 196, σ. 74. Ὁ Συμεὼν φαίνεται νὰ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας. Σύμφωνα μὲ τὸν Μ. Βασίλειο ἡ «ψυχή» τῶν ζώων ἔχει ὑλικὴ προέλευση· βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς τὴν ἑξαήμερον, SC 26bis, VIII.2.1- 8: «Ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν. Διὰ τί ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν ἐξάγει; Ἵνα μάθῃς διαφορὰν ψυχῆς κτήνους καὶ ψυχῆς ἀνθρώπου. Μικρὸν ὕστερον γνώσῃ, πῶς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου συνέστη• νῦν δὲ ἄκουε περὶ τῆς τῶν ἀλόγων ψυχῆς. Ἐπειδὴ κατὰ τὸ γεγραμμένον, παντὸς ζῴου ἡ ψυχὴ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐστιν· αἷμα δὲ παγὲν εἰς σάρκα πέφυκε μεταβάλλειν· ἡ δὲ σὰρξ φθαρεῖσα εἰς γῆν ἀναλύεται· γεηρά τίς ἐστιν εἰκότως ἡ ψυχὴ τῶν κτηνῶν». Ἐπίσης, ὁ Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, κάνοντας διάκριση τῆς ἄλογης ψυχῆς τῶν ζώων καὶ τῆς λογικῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων, δηλώνει ὅτι ἡ ἄλογη ψυχὴ δημιουργεῖται μὲ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ γῆ· βλ. Περὶ ὅρων, Περὶ ψυχῆς καὶ νοός, PG 28, σ. 545: «δισσὼς λέγεται ἡ ψυχή, μία μὲν ἡ ἄλογος, ἥτις ἐστὶ τὸ τῶν κτηνῶν· ἑτέρα δὲ ἡ λογική, ἥτις ἐστὶ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἡ μὲν τῶν κτηνῶν (ψυχή) ἐκ τῆς γῆς ἔλαβε τὴν δημιουργίαν κατὰ Θεοῦ πρόσταξιν, ὡς ἡ θεία λέγει Γραφή».
24. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Κατήχησις 25, 70-72, SC 113, σ. 54-56: «εἰ μή τι πάντως τὴν τούτου ῥεῦσιν καὶ τὸ χωροῦν εἰς φθορὰν κίνησίν τις εἴπῃ τῆς αὐτοῦ ὑποστάσεως φυσικήν». Ὁ Συμεὼν τονίζει ὅτι ἡ κίνηση σὲ φθορὰ δὲν εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς οὐσίας τοῦ ὄντος, ἀλλὰ τῆς φυσικῆς ὑπόστασής του.
25. Ὁ θάνατος ὡς βιολογικὸ φαινόμενο δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιστρέψει τὴ δημιουργικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ ποὺ δημιούργησε καὶ συντηρεῖ τὶς οὐσίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες συντίθενται τὰ κτιστὰ ὄντα.
26. Γεν. 2, 7.
27. Πρβλ. Σπ. Τσιτσίγκος, Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 2000, σ. 44: «Λόγῳ τῆς εἰδικῆς ἐνέργειας (ἐμφυσήματος) τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ δημιουργία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς διαφοροποιεῖται ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο ἔμψυχο ἢ ἀπὸ ὁποιοδήποτε γενικὰ εἶδος τῆς δημιουργίας».
28. Ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας σχολιάζει: «Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσυσεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν. Ὅθεν καὶ ἀθάνατος ἡ ψυχὴ ὠνόμασται παρὰ τοῖς πλείοσι» (Πρὸς Αὐτόλυκον Β΄, ΒΕΠ 5, 34).
29. Βλ. Ὠριγένους, Κατὰ Κέλσου, 6, 63, PG 11, 1393B: «Εἰκὼν μὲν τοῦ Θεοῦ ὁ πρωτότοκος πάσης κτίσεως· κατ’ εἰκόνα δὲ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος πεποίηται»· Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, 10, PG 8, 212C-213A: «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ ὁ λόγος αὐτοῦ … εἰκὼν δὲ τοῦ λόγου ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός, ὁ νοῦς ὁ ἐν ἀνθρώπῳ, ὁ κατ’ εἰκόνα τοῦ θεοῦ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν διὰ τοῦτο γεγένησθαι λεγόμενος»· Μ. Βασιλείου, Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς, Λόγος Α΄, PG 30, 13D: «Πῶς δὲ τὸ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ νοητέον; Οὐδέν τι σωματικὸν καὶ γήϊνον ἐννοήσασθαι χρή»· Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἐπιστολὴ Δ΄, Περὶ τῆς κατὰ Θεὸν λύπης, PG 91, 429B: «Ποῦ δὲ λοιπὸν κατ’ αὐτοὺς πάλιν εἰ δοθείη τὴν ψυχὴν εἶναι σῶμα, ὁ τοῦ κατ’ εἰκόνα ἡμῖν διασωθήσεται λόγος, εἰ μὴ διὰ πάντων ἔχειν φαμὲν τὴν ψυχήν, τὴν πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ὁμοιότητα; Ὥσπερ γὰρ τοῦ νοεροῦ νοερὰν καὶ τοῦ ἀθανάτου, ἀφθάρτου τε καὶ ἀοράτου τῶν ἐν τούτοις γνωριζομένων εἰκόνα ὀνομάζομεν»· Κυρίλλου Ἀλεξανδρέως, Ὑπομνήματα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, PG 72, 384B: «Ἡ ψυχὴ τῆς τοῦ σώματος οὐσίας τιμιωτέρα ἐστίν, ὡς εἰκὼν Θεοῦ καὶ ἐμφύσημα· τὸ δὲ σῶμα ὄργανόν ἐστιν αὐτῆς καὶ συνεργὸν πρὸς τὰ κάλλιστα»· Μ. Φωτίου, Κατὰ Μανιχαίων 3.13, PG 102, 156C: «τουτέστιν ἡ μὲν ψυχὴ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γεγενημένη, καὶ τῷ διαπλασθέντι παρὰ τῆς αὐτῆς χειρὸς σώματι συναφθεῖσα πρὸς τὸ ἀρχέτυπον πόθον ἔχει ἀναφέρεσθαι»· Γρηγορίου Νύσσης, Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ ὁμοίωσιν, Gregorii Nysseni Opera (GNO), ed. W. Jaeger, Sermones de Creatione Hominis Sermo de Paradiso (Supplementum), τομ. IX/1, ἐκδ. E. J. Brill, Leiden 1972, σ. 10, 7-11 (PG 44, 261C): «Πῶς οὖν ἡ Γραφὴ εἶπεν ἡμᾶς κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ γεγενῆσθαι; Τὰ περὶ Θεοῦ διδαχθῶμεν, τὰ περὶ ἡμῶν αὐτῶν νοήσωμεν, ὅτι οὐκ ἔχομεν τὸ κατ᾽ εἰκόνα ἐν μορφῇ σώματος· φθειρομένου γὰρ τοῦ σώματος ἡ μορφὴ ἀπόλλυται. Οὐκ ἐν φθαρτῷ δὲ τὸ ἄφθαρτον σχηματίζεται, οὐ φθαρτόν ἐστι τοῦ ἀφθάρτου εἰκών».
30. «Διττὴν γὰρ εἶναι τῆς ψυχῆς ἔγωγε οἶμαι τὴν δύναμιν, μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ὑπαρχούσης. τὴν μὲν τὴν τοῦ σώματος ζωτικήν, τὴν δὲ ἑτέραν τῶν ὄντων θεωρητικήν, ἣν δὴ καὶ λογιστικὴν ὀνομάζομεν.»· Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία 3, 7, PG 31, 213C. Στὸ χωρίο αὐτὸ ὁ Μ. Βασίλειος ἀντιλαμβάνεται τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς ἀπὸ δύο διαφορετικὲς ὁπτικὲς γωνίες. Ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς ὑλικῆς κτίσεως ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς γίνεται κατανοητὴ ὡς ζωτικὴ δύναμη, ὡς ἐνέργεια ποὺ ἐκδηλώνει τὸ φαινόμενο τῆς βιολογικῆς ζωῆς στὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὴ μεριὰ ὅμως τῆς ἄυλης κτίσεως ἡ ἴδια αὐτὴ δύναμη γίνεται κατανοητὴ ὡς λογιστικὴ δύναμη, ὡς ἐνέργεια θεώρησης τῶν ὄντων, ὡς μία αἴσθηση, σύμφωνα μὲ τὸν Συμεών, μὲ τὴν ὁποία ζεῖ καὶ κινεῖται στὸν νοερὸ κόσμο.
31. Ἐκκλησ. ιβ΄, 7: «καὶ ἐπιστρέψῃ ὁ χοῦς ἐπὶ τὴν γῆν, ὡς ἦν, καὶ τὸ πνεῦμα ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν Θεόν, ὃς ἔδωκεν αὐτό».
32. Σεβ. Μητροπολίτης Μπρανιτσέβου κ. Ἰγνάτιος (Μίντιτς), «Ἱστορία καὶ ἔσχατα: Ἐσχατολογία καὶ ὕπαρξις», Θεολογία, τ. 87, 2 (2016), σσ. 63-101, ἰδίως σ. 71.
33. Βλ. Ἰουστίνου, Ἀποκρίσεις πρὸς τοὺς ὀρθοδόξους περὶ ἀναγκαίων ζητημάτων, 61, PG 6, 1304A· Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομένων ἐν Ἀριμίνῳ, 16 PG 26.708D· Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ ὄντος, PG 3, 821B: «μόνος ἔχων τὴν ἀθανασίαν λέγεται ὁ Θεός, οὐκ ἐκ θελήματος ἄλλου ταύτην ἔχει, καθάπερ οἱ λοιποὶ πάντες ἀθάνατοι, ἀλλ’ ἐκ τῆς οἰκείας οὐσίας.»· Ὠριγένους, Τῶν εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην ἐξηγητικῶν, 2, 17, PG 14, 145B: «οὐδενὸς τῶν παρὰ τὸν Θεὸν ζώντων ἔχοντος τὴν ἄτρεπτον πάντη καὶ ἀναλλοίωτον ζωήν. καὶ τί διστάζομεν περὶ τῶν λοιπῶν, ὅτε οὐδὲ ὁ Χριστὸς ἔσχε τὴν τοῦ πατρὸς ἀθανασίαν; ἐγεύσατο γὰρ ὑπὲρ παντὸς θανάτου».
34. Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου 2, PG 45, 480C: «ἡμεῖς δὲ κἂν ἀκούσωμεν ὅτι μόνος ὁ Θεὸς ἔχει τὴν ἀθανασίαν τὸν υἱὸν διὰ τῆς ἀθανασίας νοοῦμεν. ἀθανασία γάρ ἐστιν ἡ ζωή, ἥτις ἐστὶν ὁ κύριος ὁ εἰπὼν ὅτι ‘ἐγώ εἰμι ἡ ζωή’».
35. Σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, «ἡ ψυχὴ εἶναι μὲν κτιστή, “ἀλλὰ θείᾳ χάριτι” ἀθάνατη “ζωτικὴ δύναμη” (ἐνέργεια), ὅπως τά “ζωικὰ πνεύματα”· βλ. Σπ. Τσιτσίγκος, Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ὅ.π., σ. 45.
36. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ὕμνος 53, 102-109, SC 196, σ. 220.
37. Μεθοδίου, Περὶ ἁγνείας, 6.I, PG 18, 113B: «καθὼς οὖν εἴρηται, τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ γενέσθαι τὸν ἄνθρωπον ... δηλοῖ μὴ μόνον νοερὰν καὶ λογικήν, ἀλλὰ καὶ ἀθάνατην ψυχὴν δημιουργηθῆναι»· Αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ, Βίβλος κατὰ Ὠριγένους, PG 86, 953B. Πρβλ. Διδύμου Ἀλεξανδρείας, ὅ.π., ὑποσημ. 6, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δίνει ὕπαρξη σὲ κάθε ὂν καὶ ἰδιαιτέρως στὰ λογικὰ ὄντα παρέχει οὐσίωση καὶ ἀθανασία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Δίδυμος Ἀλεξανδρείας συνδέει τὴν ἀιδιότητα καὶ αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ τόσο μὲ τὴν οὐσίωση τῶν πάντων ὅσο καὶ μὲ τὴν παροχὴ τῆς ἀθανασίας. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος που μπορεῖ νὰ οὐσιώσει ἐξ οὐκ ὄντων ἀλλὰ καὶ νὰ δώσει, νὰ παραχωρήσει στὰ λογικὰ ὄντα τὴν ἀθανασία.
38. Ὁ Συμεὼν προτάσσει τὴν ὁμοίωση τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Θεό, δείχνοντας ὅτι κατανοεῖ τὴν κατ’ εἰκόνα δημιουργία τῆς ψυχῆς ὡς μεταφορὰ ὁμοιοτήτων ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν ψυχή· βλ. Ἠθικὸς 10, 67-68, SC 129, σ. 264. Πρβλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Κατὰ ἀνθρωπομορφιτῶν, 5, PG 76, 1085C: «Τὴν δέ γε πρὸς Θεὸν ὁμοίωσιν ἐλάχομεν ἐν πρώτῃ κατασκευῇ, καὶ ἐσμὲν εἰκονισμὸς Θεοῦ. Δεκτικὴ γάρ, ὡς ἔφην, ἡ τοῦ ἀνθρώπου κατασκευή, μᾶλλον δὲ φύσις, καὶ ἀγαθότητος καὶ δικαιοσύνης καὶ ἁγιασμοῦ, καὶ τὴν ἐν τούτοις ἔφεσιν ἐγκαταβεβλημένην ἔχει παρὰ Θεοῦ».
39. Μεθοδίου, Περὶ ἀναστάσεως, I, 34, PG 18, 277C: «ὁ ἄνθρωπος ... τῆς ἐξ ἀρχῆς διακοσμήσεως ἀθάνατος ὤν».
40. «Διττὴν γὰρ εἶναι τῆς ψυχῆς ἔγωγε οἶμαι τὴν δύναμιν, μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ὑπαρχούσης. τὴν μὲν τὴν τοῦ σώματος ζωτικήν, τὴν δὲ ἑτέραν τῶν ὄντων θεωρητικήν, ἣν δὴ καὶ λογιστικὴν ὀνομάζομεν». Μεγάλου Βασιλείου, Εἰς τὸ Πρόσεχε σαυτῷ, 3, 7, PG 31, 213C.
41. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ἠθικὸς 2, ζ΄, 125-126, SC 122, σ. 374.
42. Γιὰ τὸν Συμεὼν ἡ κίνηση μιᾶς ὕπαρξης ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ θέλησή της· βλ. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Κεφάλαια 3, κεφ. 74, SC 51b, σ. 166: «ἀθέλητον δὲ τῶν ὄντων καὶ ζώντων καὶ κινουμένων οὐδέν, εἰ μὴ μόνα τις εἴποι τὰ ἀναίσθητα καὶ ἀκίνητα· … πᾶν δὲ ἔμψυχον καὶ φυσικὸν ἔχει θέλημα».
43. Βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τὰ τοῦ ἁγίου Διονυσίου, Εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων 5, 5, Δρόμοι τῆς Πίστης-Ψηφιακὴ Πατρολογία, Ἐργαστήριο ∆ιαχείρισης Πολιτισµικῆς Κληρονοµιᾶς, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab, Πανεπιστήµιο Αἰγαίου, Τµῆµα Πολιτισµικῆς Τεχνολογίας καὶ Ἐπικοινωνίας, 2006: «Τὸ οὖν ἁπλῶς εἶναι, οὐ τὸ πῶς εἶναι ἐδήλωσεν, εἰπὼν καθ’ αὑτὸ τὸ εἶναι, ὥσπερ ἑξῆς τὴν αὐτοζωήν, τὴν αὐτοομοιότητα, καὶ τὰ σὺν αὐτοῖς εἰπών, τὸ ὅλως εἶναι ζωήν, καὶ ἁπλῶς τὸ ζῆν, οὐχὶ δὲ τὴν τοιάνδε ζωὴν εἰσηγήσατο, καὶ τὰ ἄλλα δὲ ὁμοίως, τοῦτο πρῶτον κατηγοροῦνται τὸ εἶναι».
44. Βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τὰ τοῦ ἁγίου Διονυσίου..., ὅ.π., 8, 2: «Ἀσθένειαν δυναμουμένην ἐν τούτοις τὰ ἀσθενέστατα τῶν ζώων φησί, ταύτην ἔχοντα τοῦ ὄντως εἶναι τὴν δύναμιν, ἢ ἀσθένειαν οἰητέον τὴν ἄψυχον καὶ πάντῃ ἀκίνητον φύσιν, ἥτις τὴν οὐσιώδη, τουτέστι τὴν τοῦ ὅλως εἶναι δύναμιν, εἴληφεν ἐκ Θεοῦ».
45. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Κατήχησις 13, 65-72, SC 104, σσ. 194-196: «Ἀνάστασις δὲ ψυχῆς ἡ ἕνωσίς ἐστι τῆς ζωῆς· ὥσπερ γὰρ τὸ νεκρὸν σῶμα, εἰ μὴ δέξεται ἐν ἑαυτῷ τὴν ζῶσαν ψυχὴν καὶ ἀμίκτως ταύτῃ μιγῇ, ζῆν οὐ λέγεται οὐδὲ δύναται, οὕτως οὐδὲ ψυχὴ μόνη ζῆν αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν δύναται, εἰ μὴ ἀῤῥρήτως καὶ ἀσυγχύτως ἑνωθῇ Θεῷ, τῇ ὄντως αἰωνίᾳ ζωῇ. Πρὸ γὰρ τῆς ἐν γνώσει καὶ ὁράσει καὶ αἰσθήσει ἑνώσεως νεκρά ἐστιν, εἰ καὶ νοερὰ ὑπάρχει καὶ τῇ φύσει ἀθάνατος».
46. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λυῶνος ἐπίσης χαρακτηρίζει τὸν θάνατο ὡς χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό: «Ὅσοι ἀφίστανται κατὰ τὴν γνώμην αὐτῶν τοῦ Θεοῦ, τούτοις τὸν ἀπ’ αὐτοῦ χωρισμὸν ἐπάγει. Χωρισμὸς δὲ τοῦ Θεοῦ, θάνατος. Καὶ χωρισμὸς φωτός, σκότος. Καὶ χωρισμὸς Θεοῦ, ἀποβολὴ πάντων τῶν παρ’ αὐτοῦ ἀγαθῶν» (ΒΕΠ 5, σ. 167).
47. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ὕμνος 53, 90-101, SC 196, σ. 218. Τὴ φράση αὐτὴ οἰκειοποιεῖται ὁ Συμεὼν ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Θεολόγο, Λόγος εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα, PG 36, 632ΑB.
48. «Ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο εἶναι “ζῷον θνητὸν καὶ ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ ἀόρατον, αἰσθητὸν καὶ νοούμενον, ἐποπτικὸν τῆς ὁρωμένης κτίσεως, γνωστικὸν τῆς νοουμένης”. Ὁ Συμεών ὁρίζει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ἐντάσσοντάς τον στὸ πλαίσιο τῆς δημιουργίας τῆς κτίσης. Ὁ Θεὸς δημιούργησε δύο κόσμους, τὸν ὁρατὸ καὶ τὸν ἀόρατο καὶ ὁ ἄνθρωπος φέρει τοὺς χαρακτῆρες καὶ τῶν δύο αὐτῶν κόσμων, τοῦ ὁρατοῦ καὶ τοῦ νοούμενου», βλ. στό: Ἀν. Καρατζᾶς, Ἡ σχέση ψυχῆς καὶ σώματος ..., ὅ.π., σ. 33. Ἐπίσης, ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας περὶ τὸ 180 μ.Χ. ἀναφέρει: «οὔτε οὖν φύσει θνητὸς ἐγένετο οὖτε ἀθάνατος ... οὔτε οὖν ἀθάνατον αὐτὸν ἐποίησεν οὔτε μὴ θνητόν, ἀλλά, ... δεκτικὸν ἀμφοτέρων» (Πρὸς Αὐτόλυκον, 2, 27, PG 6, 1093B).
49. Βλ. Προκοπίου Γαζαίου, Εἰς τὴν Γένεσιν ἑρμηνεία, 3, 18, PG 87, 217A· Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ ᾌσματα τῶν ᾈσμάτων εἰς ὁμιλίας ΙΕ΄, 2, PG 44, 800C· Ἐπιφανίου Κύπρου, Πανάριον, I, 47, PG 41, 1117C: «οὔτε οἱ ἄγγελοι οὔτε αἱ ψυχαὶ ἀπόλλυνται ἀθάνατα γὰρ ταῦτα»· Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ θείων ὀνομάτων, 6, I, PG 3, 856A· 8, 4 (892B)· «ἀθάνατοι λέγονται (οἱ ἄγγελοι), καὶ οὐκ ἀθάνατοι πάλιν, ὅτι μὴ παρ’ ἑαυτῶν ἔχουσι τὸ ἀθάνατον εἶναι, ... ἀλλ’ ἐκ τῆς πάσης ζωῆς ... αἰτίας», 856B.
50. Εἰδικώτερα γιὰ τὴ διδασκαλία του Συμεὼν γιὰ τὸ καθ’ ὁμοίωσιν βλ. Ἀν. Καρατζᾶς, Ἡ σχέση ψυχῆς καὶ σώματος στὴν περὶ σωτηρίας διδασκαλία Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ὅ.π.
51. Ὅ.π., κεφ. 6, «Ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν ὄγδοη ἡμέρα», σσ. 315-340.
52. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς 2, 19, PG 8, 1048B: «τῷ γὰρ ‘κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν’ ... οὐ τὸ κατὰ τὸ σῶμα μηνύεται, οὐ γὰρ θέμις θνητὸν ἀθάνατον ἐξομοιοῦσθαι, ἀλλ’ ἢ κατὰ νοῦν καὶ λογισμόν»· Ὠριγένους, Τῶν εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην ἐξηγητικῶν 13, 34, PG 14, 460B: «ἀθάνατος ἂν ἔμεινεν ὁ ἄνθρωπος, εἰ ... ἀπὸ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν μὴ ἤσθιεν».
53. Πρβλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, PG 150, 1148: «Τὸ καθ’ ὁμοίωσιν εἶναι θείαν ἀποβαλόντες, τὸ κατ’ εἰκόνα οὐκ ἀπωλέσαμεν».
54. Βλ. Νεμεσίου Ἐμέσης, Περὶ φύσεως ἀνθρώπου εἰς κεφάλαια μδ΄, α΄, PG 40, 513B: «ἂν δὲ τὰ τῆς ψυχῆς προτιμήσῃ καλά, τῆς ἀθανασίας ἀξιωθῇ» καί «ἐκπεσὼν οὖν τῆς τελειώσεως, ἐξέπεσεν ὁμοίως καὶ τῆς ἀθανασίας, ἣν ὕστερον ἀναλήψεται χάριτι τοῦ ποιήσαντος αὐτόν», 516B.
19. Γεν. 1, 20-21 καὶ 24
20. Γεν. 1, 20-21 καὶ 24.
21. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Κεφάλαια 3, κεφ. 74, SC 51b, σ. 166: «τὰ γὰρ φυτά, εἰ καὶ κινεῖται καὶ αὔξει ἀλλ᾿ οὐ λέγομεν φυσικῷ θελήματι τὴν κίνησιν ποιεῖσθαι καὶ τὴν αὔξησιν, ἄψυχα γάρ· πᾶν δὲ ἔμψυχον καὶ φυσικὸν ἔχει θέλημα». Ὁ Συμεὼν θεωρεῖ τὴν κίνηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ φυσικὸ θέλημα χαρακτηριστικὸ τῆς ζωῆς. Ἔτσι κάθε κτιστὸ πνεῦμα (ψυχή) εἶναι φορέας ζωῆς καὶ ἔχει φυσικὸ θέλημα, θέλημα ποὺ παράγει ἡ φύση τοῦ ὄντος. Τέτοιο θέλημα ἔχουν μόνο τὰ ἔμψυχα καὶ φυσικὰ ὄντα, στὰ ὁποῖα δὲν συγκαταλέγει τὰ φυτά.
22. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ὕμνος 35, 107-123, SC 174, σ. 448.
23. Ὕμνος 30, 190-193, SC 174, σ. 354. Βλ. καὶ Ὕμνος 44, 55-60, SC 196, σ. 74. Ὁ Συμεὼν φαίνεται νὰ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας. Σύμφωνα μὲ τὸν Μ. Βασίλειο ἡ «ψυχή» τῶν ζώων ἔχει ὑλικὴ προέλευση· βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς τὴν ἑξαήμερον, SC 26bis, VIII.2.1- 8: «Ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν. Διὰ τί ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν ἐξάγει; Ἵνα μάθῃς διαφορὰν ψυχῆς κτήνους καὶ ψυχῆς ἀνθρώπου. Μικρὸν ὕστερον γνώσῃ, πῶς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου συνέστη• νῦν δὲ ἄκουε περὶ τῆς τῶν ἀλόγων ψυχῆς. Ἐπειδὴ κατὰ τὸ γεγραμμένον, παντὸς ζῴου ἡ ψυχὴ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐστιν· αἷμα δὲ παγὲν εἰς σάρκα πέφυκε μεταβάλλειν· ἡ δὲ σὰρξ φθαρεῖσα εἰς γῆν ἀναλύεται· γεηρά τίς ἐστιν εἰκότως ἡ ψυχὴ τῶν κτηνῶν». Ἐπίσης, ὁ Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, κάνοντας διάκριση τῆς ἄλογης ψυχῆς τῶν ζώων καὶ τῆς λογικῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων, δηλώνει ὅτι ἡ ἄλογη ψυχὴ δημιουργεῖται μὲ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ γῆ· βλ. Περὶ ὅρων, Περὶ ψυχῆς καὶ νοός, PG 28, σ. 545: «δισσὼς λέγεται ἡ ψυχή, μία μὲν ἡ ἄλογος, ἥτις ἐστὶ τὸ τῶν κτηνῶν· ἑτέρα δὲ ἡ λογική, ἥτις ἐστὶ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἡ μὲν τῶν κτηνῶν (ψυχή) ἐκ τῆς γῆς ἔλαβε τὴν δημιουργίαν κατὰ Θεοῦ πρόσταξιν, ὡς ἡ θεία λέγει Γραφή».
24. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Κατήχησις 25, 70-72, SC 113, σ. 54-56: «εἰ μή τι πάντως τὴν τούτου ῥεῦσιν καὶ τὸ χωροῦν εἰς φθορὰν κίνησίν τις εἴπῃ τῆς αὐτοῦ ὑποστάσεως φυσικήν». Ὁ Συμεὼν τονίζει ὅτι ἡ κίνηση σὲ φθορὰ δὲν εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς οὐσίας τοῦ ὄντος, ἀλλὰ τῆς φυσικῆς ὑπόστασής του.
25. Ὁ θάνατος ὡς βιολογικὸ φαινόμενο δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιστρέψει τὴ δημιουργικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ ποὺ δημιούργησε καὶ συντηρεῖ τὶς οὐσίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες συντίθενται τὰ κτιστὰ ὄντα.
26. Γεν. 2, 7.
27. Πρβλ. Σπ. Τσιτσίγκος, Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 2000, σ. 44: «Λόγῳ τῆς εἰδικῆς ἐνέργειας (ἐμφυσήματος) τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ δημιουργία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς διαφοροποιεῖται ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο ἔμψυχο ἢ ἀπὸ ὁποιοδήποτε γενικὰ εἶδος τῆς δημιουργίας».
28. Ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας σχολιάζει: «Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσυσεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν. Ὅθεν καὶ ἀθάνατος ἡ ψυχὴ ὠνόμασται παρὰ τοῖς πλείοσι» (Πρὸς Αὐτόλυκον Β΄, ΒΕΠ 5, 34).
29. Βλ. Ὠριγένους, Κατὰ Κέλσου, 6, 63, PG 11, 1393B: «Εἰκὼν μὲν τοῦ Θεοῦ ὁ πρωτότοκος πάσης κτίσεως· κατ’ εἰκόνα δὲ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος πεποίηται»· Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, 10, PG 8, 212C-213A: «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ ὁ λόγος αὐτοῦ … εἰκὼν δὲ τοῦ λόγου ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός, ὁ νοῦς ὁ ἐν ἀνθρώπῳ, ὁ κατ’ εἰκόνα τοῦ θεοῦ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν διὰ τοῦτο γεγένησθαι λεγόμενος»· Μ. Βασιλείου, Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς, Λόγος Α΄, PG 30, 13D: «Πῶς δὲ τὸ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ νοητέον; Οὐδέν τι σωματικὸν καὶ γήϊνον ἐννοήσασθαι χρή»· Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἐπιστολὴ Δ΄, Περὶ τῆς κατὰ Θεὸν λύπης, PG 91, 429B: «Ποῦ δὲ λοιπὸν κατ’ αὐτοὺς πάλιν εἰ δοθείη τὴν ψυχὴν εἶναι σῶμα, ὁ τοῦ κατ’ εἰκόνα ἡμῖν διασωθήσεται λόγος, εἰ μὴ διὰ πάντων ἔχειν φαμὲν τὴν ψυχήν, τὴν πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ὁμοιότητα; Ὥσπερ γὰρ τοῦ νοεροῦ νοερὰν καὶ τοῦ ἀθανάτου, ἀφθάρτου τε καὶ ἀοράτου τῶν ἐν τούτοις γνωριζομένων εἰκόνα ὀνομάζομεν»· Κυρίλλου Ἀλεξανδρέως, Ὑπομνήματα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, PG 72, 384B: «Ἡ ψυχὴ τῆς τοῦ σώματος οὐσίας τιμιωτέρα ἐστίν, ὡς εἰκὼν Θεοῦ καὶ ἐμφύσημα· τὸ δὲ σῶμα ὄργανόν ἐστιν αὐτῆς καὶ συνεργὸν πρὸς τὰ κάλλιστα»· Μ. Φωτίου, Κατὰ Μανιχαίων 3.13, PG 102, 156C: «τουτέστιν ἡ μὲν ψυχὴ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γεγενημένη, καὶ τῷ διαπλασθέντι παρὰ τῆς αὐτῆς χειρὸς σώματι συναφθεῖσα πρὸς τὸ ἀρχέτυπον πόθον ἔχει ἀναφέρεσθαι»· Γρηγορίου Νύσσης, Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ ὁμοίωσιν, Gregorii Nysseni Opera (GNO), ed. W. Jaeger, Sermones de Creatione Hominis Sermo de Paradiso (Supplementum), τομ. IX/1, ἐκδ. E. J. Brill, Leiden 1972, σ. 10, 7-11 (PG 44, 261C): «Πῶς οὖν ἡ Γραφὴ εἶπεν ἡμᾶς κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ γεγενῆσθαι; Τὰ περὶ Θεοῦ διδαχθῶμεν, τὰ περὶ ἡμῶν αὐτῶν νοήσωμεν, ὅτι οὐκ ἔχομεν τὸ κατ᾽ εἰκόνα ἐν μορφῇ σώματος· φθειρομένου γὰρ τοῦ σώματος ἡ μορφὴ ἀπόλλυται. Οὐκ ἐν φθαρτῷ δὲ τὸ ἄφθαρτον σχηματίζεται, οὐ φθαρτόν ἐστι τοῦ ἀφθάρτου εἰκών».
30. «Διττὴν γὰρ εἶναι τῆς ψυχῆς ἔγωγε οἶμαι τὴν δύναμιν, μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ὑπαρχούσης. τὴν μὲν τὴν τοῦ σώματος ζωτικήν, τὴν δὲ ἑτέραν τῶν ὄντων θεωρητικήν, ἣν δὴ καὶ λογιστικὴν ὀνομάζομεν.»· Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία 3, 7, PG 31, 213C. Στὸ χωρίο αὐτὸ ὁ Μ. Βασίλειος ἀντιλαμβάνεται τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς ἀπὸ δύο διαφορετικὲς ὁπτικὲς γωνίες. Ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς ὑλικῆς κτίσεως ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς γίνεται κατανοητὴ ὡς ζωτικὴ δύναμη, ὡς ἐνέργεια ποὺ ἐκδηλώνει τὸ φαινόμενο τῆς βιολογικῆς ζωῆς στὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὴ μεριὰ ὅμως τῆς ἄυλης κτίσεως ἡ ἴδια αὐτὴ δύναμη γίνεται κατανοητὴ ὡς λογιστικὴ δύναμη, ὡς ἐνέργεια θεώρησης τῶν ὄντων, ὡς μία αἴσθηση, σύμφωνα μὲ τὸν Συμεών, μὲ τὴν ὁποία ζεῖ καὶ κινεῖται στὸν νοερὸ κόσμο.
31. Ἐκκλησ. ιβ΄, 7: «καὶ ἐπιστρέψῃ ὁ χοῦς ἐπὶ τὴν γῆν, ὡς ἦν, καὶ τὸ πνεῦμα ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν Θεόν, ὃς ἔδωκεν αὐτό».
32. Σεβ. Μητροπολίτης Μπρανιτσέβου κ. Ἰγνάτιος (Μίντιτς), «Ἱστορία καὶ ἔσχατα: Ἐσχατολογία καὶ ὕπαρξις», Θεολογία, τ. 87, 2 (2016), σσ. 63-101, ἰδίως σ. 71.
33. Βλ. Ἰουστίνου, Ἀποκρίσεις πρὸς τοὺς ὀρθοδόξους περὶ ἀναγκαίων ζητημάτων, 61, PG 6, 1304A· Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομένων ἐν Ἀριμίνῳ, 16 PG 26.708D· Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ ὄντος, PG 3, 821B: «μόνος ἔχων τὴν ἀθανασίαν λέγεται ὁ Θεός, οὐκ ἐκ θελήματος ἄλλου ταύτην ἔχει, καθάπερ οἱ λοιποὶ πάντες ἀθάνατοι, ἀλλ’ ἐκ τῆς οἰκείας οὐσίας.»· Ὠριγένους, Τῶν εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην ἐξηγητικῶν, 2, 17, PG 14, 145B: «οὐδενὸς τῶν παρὰ τὸν Θεὸν ζώντων ἔχοντος τὴν ἄτρεπτον πάντη καὶ ἀναλλοίωτον ζωήν. καὶ τί διστάζομεν περὶ τῶν λοιπῶν, ὅτε οὐδὲ ὁ Χριστὸς ἔσχε τὴν τοῦ πατρὸς ἀθανασίαν; ἐγεύσατο γὰρ ὑπὲρ παντὸς θανάτου».
34. Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου 2, PG 45, 480C: «ἡμεῖς δὲ κἂν ἀκούσωμεν ὅτι μόνος ὁ Θεὸς ἔχει τὴν ἀθανασίαν τὸν υἱὸν διὰ τῆς ἀθανασίας νοοῦμεν. ἀθανασία γάρ ἐστιν ἡ ζωή, ἥτις ἐστὶν ὁ κύριος ὁ εἰπὼν ὅτι ‘ἐγώ εἰμι ἡ ζωή’».
35. Σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, «ἡ ψυχὴ εἶναι μὲν κτιστή, “ἀλλὰ θείᾳ χάριτι” ἀθάνατη “ζωτικὴ δύναμη” (ἐνέργεια), ὅπως τά “ζωικὰ πνεύματα”· βλ. Σπ. Τσιτσίγκος, Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ὅ.π., σ. 45.
36. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ὕμνος 53, 102-109, SC 196, σ. 220.
37. Μεθοδίου, Περὶ ἁγνείας, 6.I, PG 18, 113B: «καθὼς οὖν εἴρηται, τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ γενέσθαι τὸν ἄνθρωπον ... δηλοῖ μὴ μόνον νοερὰν καὶ λογικήν, ἀλλὰ καὶ ἀθάνατην ψυχὴν δημιουργηθῆναι»· Αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ, Βίβλος κατὰ Ὠριγένους, PG 86, 953B. Πρβλ. Διδύμου Ἀλεξανδρείας, ὅ.π., ὑποσημ. 6, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δίνει ὕπαρξη σὲ κάθε ὂν καὶ ἰδιαιτέρως στὰ λογικὰ ὄντα παρέχει οὐσίωση καὶ ἀθανασία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Δίδυμος Ἀλεξανδρείας συνδέει τὴν ἀιδιότητα καὶ αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ τόσο μὲ τὴν οὐσίωση τῶν πάντων ὅσο καὶ μὲ τὴν παροχὴ τῆς ἀθανασίας. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος που μπορεῖ νὰ οὐσιώσει ἐξ οὐκ ὄντων ἀλλὰ καὶ νὰ δώσει, νὰ παραχωρήσει στὰ λογικὰ ὄντα τὴν ἀθανασία.
38. Ὁ Συμεὼν προτάσσει τὴν ὁμοίωση τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Θεό, δείχνοντας ὅτι κατανοεῖ τὴν κατ’ εἰκόνα δημιουργία τῆς ψυχῆς ὡς μεταφορὰ ὁμοιοτήτων ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν ψυχή· βλ. Ἠθικὸς 10, 67-68, SC 129, σ. 264. Πρβλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Κατὰ ἀνθρωπομορφιτῶν, 5, PG 76, 1085C: «Τὴν δέ γε πρὸς Θεὸν ὁμοίωσιν ἐλάχομεν ἐν πρώτῃ κατασκευῇ, καὶ ἐσμὲν εἰκονισμὸς Θεοῦ. Δεκτικὴ γάρ, ὡς ἔφην, ἡ τοῦ ἀνθρώπου κατασκευή, μᾶλλον δὲ φύσις, καὶ ἀγαθότητος καὶ δικαιοσύνης καὶ ἁγιασμοῦ, καὶ τὴν ἐν τούτοις ἔφεσιν ἐγκαταβεβλημένην ἔχει παρὰ Θεοῦ».
39. Μεθοδίου, Περὶ ἀναστάσεως, I, 34, PG 18, 277C: «ὁ ἄνθρωπος ... τῆς ἐξ ἀρχῆς διακοσμήσεως ἀθάνατος ὤν».
40. «Διττὴν γὰρ εἶναι τῆς ψυχῆς ἔγωγε οἶμαι τὴν δύναμιν, μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ὑπαρχούσης. τὴν μὲν τὴν τοῦ σώματος ζωτικήν, τὴν δὲ ἑτέραν τῶν ὄντων θεωρητικήν, ἣν δὴ καὶ λογιστικὴν ὀνομάζομεν». Μεγάλου Βασιλείου, Εἰς τὸ Πρόσεχε σαυτῷ, 3, 7, PG 31, 213C.
41. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ἠθικὸς 2, ζ΄, 125-126, SC 122, σ. 374.
42. Γιὰ τὸν Συμεὼν ἡ κίνηση μιᾶς ὕπαρξης ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ θέλησή της· βλ. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Κεφάλαια 3, κεφ. 74, SC 51b, σ. 166: «ἀθέλητον δὲ τῶν ὄντων καὶ ζώντων καὶ κινουμένων οὐδέν, εἰ μὴ μόνα τις εἴποι τὰ ἀναίσθητα καὶ ἀκίνητα· … πᾶν δὲ ἔμψυχον καὶ φυσικὸν ἔχει θέλημα».
43. Βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τὰ τοῦ ἁγίου Διονυσίου, Εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων 5, 5, Δρόμοι τῆς Πίστης-Ψηφιακὴ Πατρολογία, Ἐργαστήριο ∆ιαχείρισης Πολιτισµικῆς Κληρονοµιᾶς, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab, Πανεπιστήµιο Αἰγαίου, Τµῆµα Πολιτισµικῆς Τεχνολογίας καὶ Ἐπικοινωνίας, 2006: «Τὸ οὖν ἁπλῶς εἶναι, οὐ τὸ πῶς εἶναι ἐδήλωσεν, εἰπὼν καθ’ αὑτὸ τὸ εἶναι, ὥσπερ ἑξῆς τὴν αὐτοζωήν, τὴν αὐτοομοιότητα, καὶ τὰ σὺν αὐτοῖς εἰπών, τὸ ὅλως εἶναι ζωήν, καὶ ἁπλῶς τὸ ζῆν, οὐχὶ δὲ τὴν τοιάνδε ζωὴν εἰσηγήσατο, καὶ τὰ ἄλλα δὲ ὁμοίως, τοῦτο πρῶτον κατηγοροῦνται τὸ εἶναι».
44. Βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τὰ τοῦ ἁγίου Διονυσίου..., ὅ.π., 8, 2: «Ἀσθένειαν δυναμουμένην ἐν τούτοις τὰ ἀσθενέστατα τῶν ζώων φησί, ταύτην ἔχοντα τοῦ ὄντως εἶναι τὴν δύναμιν, ἢ ἀσθένειαν οἰητέον τὴν ἄψυχον καὶ πάντῃ ἀκίνητον φύσιν, ἥτις τὴν οὐσιώδη, τουτέστι τὴν τοῦ ὅλως εἶναι δύναμιν, εἴληφεν ἐκ Θεοῦ».
45. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Κατήχησις 13, 65-72, SC 104, σσ. 194-196: «Ἀνάστασις δὲ ψυχῆς ἡ ἕνωσίς ἐστι τῆς ζωῆς· ὥσπερ γὰρ τὸ νεκρὸν σῶμα, εἰ μὴ δέξεται ἐν ἑαυτῷ τὴν ζῶσαν ψυχὴν καὶ ἀμίκτως ταύτῃ μιγῇ, ζῆν οὐ λέγεται οὐδὲ δύναται, οὕτως οὐδὲ ψυχὴ μόνη ζῆν αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν δύναται, εἰ μὴ ἀῤῥρήτως καὶ ἀσυγχύτως ἑνωθῇ Θεῷ, τῇ ὄντως αἰωνίᾳ ζωῇ. Πρὸ γὰρ τῆς ἐν γνώσει καὶ ὁράσει καὶ αἰσθήσει ἑνώσεως νεκρά ἐστιν, εἰ καὶ νοερὰ ὑπάρχει καὶ τῇ φύσει ἀθάνατος».
46. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λυῶνος ἐπίσης χαρακτηρίζει τὸν θάνατο ὡς χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό: «Ὅσοι ἀφίστανται κατὰ τὴν γνώμην αὐτῶν τοῦ Θεοῦ, τούτοις τὸν ἀπ’ αὐτοῦ χωρισμὸν ἐπάγει. Χωρισμὸς δὲ τοῦ Θεοῦ, θάνατος. Καὶ χωρισμὸς φωτός, σκότος. Καὶ χωρισμὸς Θεοῦ, ἀποβολὴ πάντων τῶν παρ’ αὐτοῦ ἀγαθῶν» (ΒΕΠ 5, σ. 167).
47. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ὕμνος 53, 90-101, SC 196, σ. 218. Τὴ φράση αὐτὴ οἰκειοποιεῖται ὁ Συμεὼν ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Θεολόγο, Λόγος εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα, PG 36, 632ΑB.
48. «Ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο εἶναι “ζῷον θνητὸν καὶ ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ ἀόρατον, αἰσθητὸν καὶ νοούμενον, ἐποπτικὸν τῆς ὁρωμένης κτίσεως, γνωστικὸν τῆς νοουμένης”. Ὁ Συμεών ὁρίζει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ἐντάσσοντάς τον στὸ πλαίσιο τῆς δημιουργίας τῆς κτίσης. Ὁ Θεὸς δημιούργησε δύο κόσμους, τὸν ὁρατὸ καὶ τὸν ἀόρατο καὶ ὁ ἄνθρωπος φέρει τοὺς χαρακτῆρες καὶ τῶν δύο αὐτῶν κόσμων, τοῦ ὁρατοῦ καὶ τοῦ νοούμενου», βλ. στό: Ἀν. Καρατζᾶς, Ἡ σχέση ψυχῆς καὶ σώματος ..., ὅ.π., σ. 33. Ἐπίσης, ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας περὶ τὸ 180 μ.Χ. ἀναφέρει: «οὔτε οὖν φύσει θνητὸς ἐγένετο οὖτε ἀθάνατος ... οὔτε οὖν ἀθάνατον αὐτὸν ἐποίησεν οὔτε μὴ θνητόν, ἀλλά, ... δεκτικὸν ἀμφοτέρων» (Πρὸς Αὐτόλυκον, 2, 27, PG 6, 1093B).
49. Βλ. Προκοπίου Γαζαίου, Εἰς τὴν Γένεσιν ἑρμηνεία, 3, 18, PG 87, 217A· Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ ᾌσματα τῶν ᾈσμάτων εἰς ὁμιλίας ΙΕ΄, 2, PG 44, 800C· Ἐπιφανίου Κύπρου, Πανάριον, I, 47, PG 41, 1117C: «οὔτε οἱ ἄγγελοι οὔτε αἱ ψυχαὶ ἀπόλλυνται ἀθάνατα γὰρ ταῦτα»· Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ θείων ὀνομάτων, 6, I, PG 3, 856A· 8, 4 (892B)· «ἀθάνατοι λέγονται (οἱ ἄγγελοι), καὶ οὐκ ἀθάνατοι πάλιν, ὅτι μὴ παρ’ ἑαυτῶν ἔχουσι τὸ ἀθάνατον εἶναι, ... ἀλλ’ ἐκ τῆς πάσης ζωῆς ... αἰτίας», 856B.
50. Εἰδικώτερα γιὰ τὴ διδασκαλία του Συμεὼν γιὰ τὸ καθ’ ὁμοίωσιν βλ. Ἀν. Καρατζᾶς, Ἡ σχέση ψυχῆς καὶ σώματος στὴν περὶ σωτηρίας διδασκαλία Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ὅ.π.
51. Ὅ.π., κεφ. 6, «Ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν ὄγδοη ἡμέρα», σσ. 315-340.
52. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς 2, 19, PG 8, 1048B: «τῷ γὰρ ‘κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν’ ... οὐ τὸ κατὰ τὸ σῶμα μηνύεται, οὐ γὰρ θέμις θνητὸν ἀθάνατον ἐξομοιοῦσθαι, ἀλλ’ ἢ κατὰ νοῦν καὶ λογισμόν»· Ὠριγένους, Τῶν εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην ἐξηγητικῶν 13, 34, PG 14, 460B: «ἀθάνατος ἂν ἔμεινεν ὁ ἄνθρωπος, εἰ ... ἀπὸ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν μὴ ἤσθιεν».
53. Πρβλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, PG 150, 1148: «Τὸ καθ’ ὁμοίωσιν εἶναι θείαν ἀποβαλόντες, τὸ κατ’ εἰκόνα οὐκ ἀπωλέσαμεν».
54. Βλ. Νεμεσίου Ἐμέσης, Περὶ φύσεως ἀνθρώπου εἰς κεφάλαια μδ΄, α΄, PG 40, 513B: «ἂν δὲ τὰ τῆς ψυχῆς προτιμήσῃ καλά, τῆς ἀθανασίας ἀξιωθῇ» καί «ἐκπεσὼν οὖν τῆς τελειώσεως, ἐξέπεσεν ὁμοίως καὶ τῆς ἀθανασίας, ἣν ὕστερον ἀναλήψεται χάριτι τοῦ ποιήσαντος αὐτόν», 516B.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου