Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ - Jean Pépin (2)

Συνέχεια από: Τρίτη 2 Μαΐου 2023

ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ

Jean Pépin

Ο Παύλος κηρύττει την Ανάσταση

Προς Κορινθίους

Ορίστε το θεμελιώδες χωρίο της Πρώτης προς Κορινθίους Επιστολής ΙΕ, 12-20, κατά παραγράφους, που θα καταλάβουμε σε λίγο το πλεονέκτημά τους: 

[12] «Εἰ δὲ Χριστὸς κηρύσσεται ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πῶς λέγουσι τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν;
Εάν δε από όλους μας κηρύσσεται ότι ο Χριστός έχει αναστηθή, πως μερικοί, αντιλέγοντες στο ομόφωνον κήρυγμα των Αποστόλων, ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών;
[13] εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται·
Εάν όμως δεν υπάρχη ανάστασις νεκρών, τότε ούτε ο Χριστός έχει αναστηθή.
[14] εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν. 
Εάν δε ο Χριστός δεν ανεστήθηκε, τότε είναι αδειανό και χωρίς περιεχόμενο το κήρυγμα μας, κούφια και ανωφελής η πίστις σας.
[15-16] εὑρισκόμεθα δὲ καὶ ψευδομάρτυρες τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐ-μαρτυρήσαμεν κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἤγειρε τὸν Χριστόν, ὃν οὐκ ἦγειρεν, εἴπερ ἄρα νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται· εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται.
Επί πλέον δε παρουσιαζόμεθα έτσι και αποκαλυπτόμεθα ημείς οι Απόστολοι και ψευδομάρτυρες κατά του Θεού, διότι έδώσαμεν ψευδή μαρτυρίαν δια τον Θεόν, ότι δηλαδή ανέστησε τον Χριστόν, τον οποίον όμως δεν ανέστησε. Και βέβαια δεν θα τον έχη αναστήσει, εάν υποτεθή ότι οι νεκροί δεν ανασταίνονται. Διότι εάν οι νεκροί δεν ανασταίνωνατι,  ούτε ο Χριστός αναστήθηκε.
[17-19] εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν· ἔτι ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν. ἄρα καὶ οἱ κοιμηθέντες ἐν Χρι στῷ ἀπώλοντο. εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν.
Εάν δε ο Χριστός δεν έχη αναστηθή, όπως λέγουν μερικοί πλανεμένοι, τότε είναι χωρίς περιεχόμενον και εντελώς ανωφελής η πίστις σας. Είσθε άκομα βυθισμένοι εις τας αμαρτίας σας. Επομένως και εκείνοι που έχουν πεθάνει με την πίστιν στον Χριστόν εχάθηκαν. Εάν δε εις αυτήν την ζωήν έχωμεν ελπίσει δια την σωτηρίαν μας αποκλειστικά και μόνον στον Χριστόν, τότε είμεθα οι περισσότερον από όλους τους ανθρώπους ταλαίπωροι και αξιοδάκρυτοι.
[20] Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κε κοιμημένων ἐγένετο.
Αλλά δεν είμεθα, διότι ο Χριστός όντως έχει αναστηθή εκ των νεκρών. Αναστήθηκε πρώτος από όλους και έγινε η αρχή της αναστάσεως όλων των κοιμηθέντων.

Το απόσπασμα αυτό έχει τη φιλολογική του ενότητα με μιαν εισαγωγή (εδάφιο 12: η γνώμη ενός μέρους της Εκκλησίας της Κορίνθου) και ένα συμπέρασμα. Ανάμεσα σ' αυτά τα δυο υπάρχει μια σύνθετη επιχειρηματολογία, φαινομενικά αρκετά μπερδεμένη. Καταρχάς, δυο λόγια για την ελληνική ορολογία της ανάστασης. Το γαλλικό ρήμα «ressusciter» έχει δύο χρήσεις, μια μεταβατική (παράδειγμα: ο Χριστός ressuscite [ανασταίνει] τον Λάζαρο), και μιαν αμετάβατη (ο Λάζαρος ressuscite [ανασταίνεται]). Στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο η λέξη που χρησιμοποιείται για την ανάσταση είναι το ρήμα ἐγείρειν, που και αυτό έχει μιαν ανάλογη δισημία, με λίγο διαφορετικό τρόπο (το παιχνίδι της ενεργητικής και της μέσης φωνής). Αλλά το ελληνικό ουσιαστικό για την resurrection [ανάσταση] ανήκει σε τελείως άλλη οικογένεια: είναι η λέξη ἀνάστασις (12 και 13).

Όσο για το περιεχόμενο, βλέπουμε αμέσως πως η ουσία του βρίσκεται στην αλληλεγγύη ανάμεσα στην ανάσταση του Χριστού και σ' εκείνην όλων των νεκρών. Η θέση αυτή βρίσκει τη θεμελίωσή της σε δύο επίπεδα. Καταρχάς στο ανώτερο, της θεολογίας, που συλλαμβάνει τον Χριστό ως τέλειο άνθρωπο, πλήρη άνθρωπο, στον οποίο συγκεφαλαιώνεται όλη η ανθρωπότητα: μια ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης του πρέπει να ανήκει σε κάθε άνθρωπο, και αντίστροφα. Όμως η ανάπτυξη της παύλειας έκθεσης πρέπει να εκτιμηθεί ταυτόχρονα κάτω από την καθαρά τυπική οπτική γωνία της σχέσης μεταξύ του ατόμου και του γένους που το περικλείει: αν ένας νεκρός, ο Χριστός, αναστήθηκε, είναι λάθος να λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση των νεκρών (12 και 20) αντίστροφα, αν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, ο Χριστός, αφού πέθανε, δεν αναστήθηκε (13, 15-16)· αντίστροφα πάλι, αν ο Χριστός, αφού πέθανε, δεν αναστήθηκε, είναι λάθος να λέμε πως υπάρχει ανάσταση όλων των νεκρών (14, 17-19). Μπορούμε να παρουσιάσουμε το ίδιο σύνολο συλλογισμών με πιο αυστηρό τρόπο:

– πρόταση Α: όλοι οι νεκροί ανασταίνονται· 
– πρόταση Ε: κανένας νεκρός δεν ανασταίνεται·  
– πρόταση I: κάποιος νεκρός ανασταίνεται·
– πρόταση Ο: κάποιος νεκρός δεν ανασταίνεται·

Η Α είναι καθολική καταφατική, η Ε καθολική αποφατική, η I μερική καταφατική, η Ο μερική αποφατική. Μπορούμε να συμπληρώσουμε την καθεμιά απ' αυτές τις προτάσεις με τους όρους του λόγου του Παύλου:
– Α: υπάρχει ανάσταση νεκρών·
– Ε: δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών· 
– I: ο Χριστός αναστήθηκε·
– Ο: ο Χριστός δεν αναστήθηκε, 

και να διαπιστώσουμε πως διατυπώνει τις ακόλουθες συνεπαγωγές: αν η I είναι αληθής, η Ε είναι ψευδής (12 και 20)· αν η Ε είναι αληθής, η I είναι ψευδής (13, 15-16)· αν η Ο είναι αληθής, η Α είναι ψευδής (14, 17-19)· η τέταρτη δυνατή συνεπαγωγή, δηλαδή: αν η Α είναι αληθής, η Ο είναι ψευδής, δεν χρησιμοποιήθηκε σ' αυτό το κείμενο· ο λόγος είναι θεολογικός και ευνόητος, αφού η ανάσταση του Χριστού είναι εκείνη που θεμελιώνει την ανάσταση των νεκρών (η I συνεπάγεται τη μη Ε) και όχι το αντίστροφο (που θα ήταν: η Α συνεπάγεται τη μη Ο).

Αν έχουμε την υπομονή να επαληθεύσουμε την ακρίβεια της ανάλυσης που μόλις παρουσιάστηκε, θα πειστούμε σίγουρα πως ο Παύλος εφάρμοσε μια σειρά από λογικά βήματα, που κωδικοποιήθηκαν από τον Αριστοτέλη με βάση τη θεωρία του των «εναντίων» προτάσεων· η αριστοτελική εναντιότητα εννοείται και ως «αντίφαση» και ως «αντιθετικότητα»· να πώς ο συγγραφέας του Οργάνου πραγματεύεται την πρώτη εναντιότητα:
«Η εναντιότητα που ονομάζω αντιφατική είναι επομένως η εναντιότητα της κατάφασης που εκφράζει ένα υποκείμενο παρμένo στην καθολικότητά του, προς μιαν άρνηση που εκφράζει το ί-διο υποκείμενο μη παρμένο στην καθολικότητά του.

Για παράδειγμα:
Κάθε άνθρωπος είναι λευκός. - Κάποιος άνθρωπος δεν είναι λευκός. 
Κανένας άνθρωπος δεν είναι λευκός. - Κάποιος άνθρωπος είναι λευκός.

 Δεν χωράει αμφιβολία πως ο Παύλος, για να θεμελιώσει ένα δογματικό ζήτημα τόσο εξαιρετικής σημασίας όσο η ανάσταση, και για να μεταδώσει την πεποίθησή του, εφάρμοσε το κοινότατο αριστοτέλειο μοτίβο σε πολλές του εκφάνσεις, είτε απευθείας και γνωρίζοντάς το καθαυτό, είτε με κάποιους ενδιάμεσους, που ίσως του έκρυβαν την προέλευσή του. Τίποτα δεν ήταν πιο θεμιτό από το να επιστρατευθεί έτσι η θύραθεν λογική στην υπηρεσία του χριστιανικού δόγματος.

Η ίδια παρατήρηση επιβάλλεται για μιαν άλλη όψη του ίδιου κειμένου. Πράγματι, διαπιστώνουμε πως ο Παύλος συγκολλά δύο συντομευμένους συλλογισμούς, έτσι ώστε το συμπέρασμα του πρώτου (13: «οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται») να γίνεται η ελάσσων προκείμενη του δεύτερου (14: «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερ ται...»). Κι ακόμη περισσότερο, η ίδια μέθοδος επαναλαμβάνεται λίγο πιο κάτω, όπου είναι λιγότερο ορατή, επειδή υπεισέρχονται και άλλες σκέψεις, όχι όμως λιγότερο παρούσα (το συμπέρασμα του 15-16: «οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται», κάνει το συλλογισμό να ξαναξεκινήσει στο 17: «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται...»).

Αυτή η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται με επισώρευση συνεπαγωγών θα φανεί λιγότερο ασυνήθιστη, αν παρατηρήσουμε πως είχε καταγραφεί στην ελληνική λογική με την ονομασία σωρείτης, από την ελληνική λέξη σωρός. Ιδού άλλωστε πως περιγράφει μ' ένα παράδειγμα τον σωρείτη ο σκεπτικός φιλόσοφος και δοξογράφος Σέξτος Εμπειρικός (τέλη του Β΄ μ.Χ. αιώνα):

«Αν η Δήμητρα είναι θεά, τότε και η Γη είναι θεά· διότι η Δήμητρα, όπως λένε [οι δογματικοί θεολόγοι], δεν είναι άλλο από Γή-μήτηρ. Αν η Γη είναι θεά, και τα βουνά και τα ακρωτήρια και όλες οι πέτρες θα είναι θεοί. Όμως αυτό σίγουρα δεν ισχύει· άρα δεν ισχύει ούτε και το σημείο εκκίνησης. Και άλλοι σωρείτες αυτού του είδους διατυπώνονται ερωτηματικά από τον Καρνεάδη, για να συμπεράνει πως δεν υπάρχουν θεοί· το είδος τους είναι αρκετά σαφές, με βάση τα παραδείγματα που προηγήθηκαν».

Είναι ανώφελο να επιμείνουμε στην τυπική ομοιότητα με την επιχειρηματολογία του Παύλου, που, και εδώ, έχει χρησιμοποιήσει έκδηλα μια τεχνική του συλλογισμού, επεξεργασμένη από τους Έλληνες. Δεν θα μας αφήσει αδιάφορους το ότι κι αυτοί τη χρησιμοποιούσαν στο θεολογικό πεδίο, όπως δείχνει το κείμενο του Σέξτου, ακόμη κι αν το έκαναν με σκεπτικούς σκοπούς, χρησιμοποιώντας την εις άτοπον απαγωγή. Έτσι λοιπόν οι χριστιανοί θα συνεχίσουν στους επόμενους αιώνες να χρησιμοποιούν τον σωρείτη στη θεολογική επιχειρηματολογία· ίσως όχι με εποικοδομητικό τρόπο, όπως έκανε ο Παύλος, αλλά πάντως μέσα στο πλαίσιο μιας πολεμικής, απολύτως μέσα στην παράδοση του Καρνεάδη. Αυτό θα κάνει λόγου χάρη ο Αυγουστίνος, στην προσπάθειά του να γελοιοποιήσει το πλήθος και την άπειρη εξειδίκευση των θεών και θεαινών της Ρώμης: αν η τάδε οντότητα είναι θεά, ρωτούσε, γιατί η δείνα δεν είναι, ή η άλλη, ή η άλλη...;

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Eytyxos o Ellinikos laos oudepote sta ekatontades xronia plirous sklavias pistepse ayton ton titlo. Tha imastan an to pistevame enas akomi mousoulmanikos laos. AM Ysterografo. Opoios exei diavasei gia ta gegonota tis Naousas to 1822 katalavainei gia to ti pragma milao. Kanenas den dexetai na teleiosei tin zoi tou se ena sakki me oxies an prokeitai gia ena Aristoteliko systima.