Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (2)

 Συνέχεια από: Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Giovanni Reale 

ΠΛΑΤΩΝ

I

Ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις 

Μια επανάσταση κοσμοϊστορικής σημασίας για τον ελληνικό πολιτισμό

Ο Πλάτων στην τελική στιγμή της σύγκρουσης του νέου πολιτισμού της γραφής με τον παραδοσιακό πολιτισμό της προφορικότητας

Η κυριαρχία της προφορικότητας στον ελληνικό πολιτισμό μέχρι τον πέμπτο αιώνα και η αποφασιστική αλλαγή στην τεχνική της επικοινωνίας στο πρώτο μισό του τέταρτου αιώνα

Ο ελληνικός πολιτισμός, όπως είναι γνωστό, στις διάφορες εκφάνσεις του, με επικεφαλής την ποίηση, από την ομηρική εποχή έως τον πέμπτο αιώνα π.Χ., στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην προφορικότητα, τόσο όσον αφορά την παρουσίαση του μηνύματος στο κοινό, όσο και τη μετάδοσή του και συνεπώς τη διατήρησή του.

Η εισαγωγή της αλφαβητικής γραφής και η χρήση της από τους Έλληνες χρονολογείται από τον 8ο αιώνα π.Χ. Η γραφή όμως χρησιμοποιήθηκε αρχικά σχεδόν αποκλειστικά για πρακτικούς σκοπούς, για κείμενα νόμων και διαταγμάτων, για καταγραφή/καταλογογράφηση, για ταφικές σημάνσεις και στοιχεία που χαράχτηκαν σε τάφους, καθώς και για διαθήκες. Μόνο αργότερα υλοποιήθηκε σε μορφή βιβλίου.

Από μια αναλφάβητη (αγράμματη) κουλτούρα, δεν υπήρξε μετάβαση σε μια εγγράμματη (αλφαβητική) κουλτούρα παρά μόνο με αργό και πολύ περίπλοκο τρόπο: αρχικά, μόνο λίγοι άνθρωποι έμαθαν να γράφουν και να διαβάζουν για επαγγελματικούς λόγους, και έτσι υπήρξε αυτό που μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως μια μορφή γραμματισμού των συντεχνιών (αλφαβητισμού των επαγγελμάτων). Στη συνέχεια κάποιοι από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους άρχισαν να μαθαίνουν να γράφουν και να διαβάζουν, και έτσι δημιουργήθηκε μια θέση ημι-γραμματισμού. Τελικά, κατά το τελευταίο τρίτο του πέμπτου αιώνα, και κυρίως κατά το πρώτο μισό του τέταρτου αιώνα π.Χ., ο ελληνικός πολιτισμός μπορεί να ειπωθεί ότι έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό εγγράμματος.

Τα πρώτα γραπτά κείμενα ήταν ποιητικά, ξεκινώντας από αυτά του Ομήρου, ίσως μεταξύ του 700 και του 650 π.Χ. Αλλά αυτά τα γραπτά κείμενα ήταν, στην αρχή, στηρίγματα προφορικότητας, δηλαδή όργανα που χρησιμοποιούσαν οι ραψωδοί για να τα μάθουν απ' έξω και στη συνέχεια να τα απαγγείλουν, και έτσι απείχαν πολύ από το να έχουν αναγνωστικό κοινό.

Οι μελετητές είναι κάπως διχασμένοι τόσο για το πότε όσο και για το πώς ο πολιτισμός της γραφής πέτυχε τις αποφασιστικές του νίκες. Στην πραγματικότητα, όπως σωστά έχει επισημανθεί, οι σημερινοί μελετητές δυσκολεύονται να εκτιμήσουν τη συνέπεια και το εύρος ορισμένων εγγράφων και μαρτυριών, καθώς τα κρίνουν με μια νοοτροπία που γεννήθηκε και ανατράφηκε στον πολιτισμό της γραφής, και ως εκ τούτου τείνουν να αποδίδουν στις ανακαλύψεις γραπτών εγγράφων ή εργαλείων γραφής όχι τη βαρύτητα που θα μπορούσαν να έχουν μόνο σε έναν πολιτισμό στον οποίο κυριαρχούσε ακόμη η προφορικότητα, αλλά μάλλον τη βαρύτητα και τη σημασία που θα μπορούσαν να έχουν σε έναν ήδη κεκτημένο και εδραιωμένο πολιτισμό της γραφής. Σωστά, ο Havelock επεσήμανε: «Το κλειδί του όλου προβλήματος δεν βρίσκεται στη χρήση γραπτών χαρακτήρων και εργαλείων γραφής, στην οποία έχουν εστιάσει την προσοχή τους οι μελετητές, αλλά στον διαθέσιμο αριθμό αναγνωστών, ο οποίος εξαρτιόταν από την εξάπλωση του αλφαβητισμού. Το τραύμα της ανάγνωσης, για να χρησιμοποιήσουμε έναν σύγχρονο όρο, έπρεπε να προκληθεί στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και όχι στη δευτεροβάθμια. Κατά τη γνώμη μας, ακόμη και στο πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα, τα στοιχεία τείνουν να δείχνουν ότι οι Αθηναίοι μάθαιναν να διαβάζουν, όταν μάθαιναν, στην εφηβεία. Η γνώση της ανάγνωσης και της γραφής αλληλεπικαλύπτονταν με μια προγενέστερη προφορική εκπαίδευση, και ίσως αυτό που μάθαινε κανείς να γράφει δεν ήταν κάτι περισσότερο από την υπογραφή του -η οποία είναι το πρώτο πράγμα που φυσικά θέλει να μάθει κανείς- και ακόμη και τότε η ορθογραφία και η διαίρεση των λέξεων ήταν αυθαίρετες. Ένα απόσπασμα από τις Νεφέλες, που χρονολογείται από το 423 π.Χ. ή αργότερα, περιγράφει το σχολείο των παιδιών, στο οποίο προΐστατο ο κιθαρωδός. Δεν υπάρχει καμία νύξη στη γραφή και τονίζεται η σημασία της προφορικής απαγγελίας. Πρόκειται για ένα απόσπασμα γραμμένο με νοσταλγικό ύφος, και σε σύγκριση με τη δήλωση στον Πρωταγόρα ότι τα παιδιά έμαθαν να γράφουν στο σχολείο, προσδίδει αξιοπιστία στο συμπέρασμα ότι στα σχολεία της Αττικής η εισαγωγή της γραφής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση άρχισε ως καθολική πρακτική στις αρχές του τελευταίου τρίτου του πέμπτου αιώνα. Το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί με τη γενική εξάπλωση του γραμματισμού μέχρι το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, κατάσταση που αποκαλύπτεται στους Βατράχους, το 405. Πράγματι, αυτή η τελευταία μαρτυρία θα πρέπει να μας προειδοποιήσει για το γεγονός ότι όχι σπάνια η Αρχαία Κωμωδία, αν εισάγει τη χρήση γραπτών εγγράφων σε κάποια σκηνική κατάσταση, τείνει να τα αντιμετωπίζει ως κάτι καινούργιο και κωμικό ή ύποπτο, και στην Τραγωδία υπάρχουν αποσπάσματα που υπαινίσσονται τις ίδιες αποχρώσεις».

Θα πρέπει να επιστρέψουμε σε αρκετά από αυτά τα κείμενα αργότερα, καθώς ο Πλάτων, όπως θα δούμε, κάνει ακριβείς αναφορές σε αυτά. Θα θέλαμε να τονίσουμε ιδιαίτερα, ως προκαταρκτικό σημείο, τη θέση που ήδη αναφέραμε και την οποία θα επαναλάβουμε σταδιακά, ότι δηλαδή ακριβώς στην εποχή του Πλάτωνα ολοκληρωνόταν ο πολιτισμικός μετασχηματισμός που άλλαξε την ιστορία της Δύσης και τον οποίο πρέπει να κατανοήσουμε καλά, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τον ίδιο τον Πλάτωνα.

Δεν είναι λίγοι οι μελετητές που θα έτειναν, τουλάχιστον από μια άποψη, να αναχρονολογήσουν αυτή την επανάσταση· αλλά, όπως ανέφερα παραπάνω, αξιολογούν ορισμένα στοιχεία από μια λανθασμένη οπτική γωνία, και ειδικότερα δεν λαμβάνουν υπόψη το πολύ σημαντικό γεγονός ότι, για μια ορισμένη χρονική περίοδο, οι δύο πολιτισμοί ήταν αλληλένδετοι με διάφορους τρόπους και ότι η προφορική νοοτροπία συνέχισε να επιβιώνει και να επικαλύπτεται με τον πολιτισμό της γραφής για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Oddone Longo επισημαίνει ορθά τα εξής: "Ακόμη και αν παραδεχτούμε, όπως κάνουν ορισμένοι, ένα μάλλον υψηλό επίπεδο αλφαβητισμού, ιδίως σε ορισμένες αστικές περιοχές, εξακολουθεί να ισχύει ότι κάθε γραπτή επικοινωνία απαιτεί, αφενός, έναν αποστολέα εξοπλισμένο με επαρκείς δεξιότητες γραφής και, αφετέρου, έναν παραλήπτη ικανό να διαβάζει χωρίς υπερβολική δυσκολία: μια σύμπτωση που δεν θα έχει συμβεί καθόλου στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να παραδεχτούμε, παράλληλα με ένα περιορισμένο κύκλωμα γραπτής επικοινωνίας, που λειτουργεί μόνο σε περιορισμένες κοινωνικές και γεωγραφικές περιοχές, την επιβίωση και αναπαραγωγή τεχνικών μετάδοσης που χαρακτηρίζουν την προφορικότητα, με αποτέλεσμα μια πραγματική διαστρωμάτωση και, ταυτόχρονα, μια παραγωγή ιδεολογίας που, με την εσωτερική προβληματική και αντιφατικότητά της, αποτελεί εμφανές σύμπτωμα μιας άνισης συνολικής κοινωνικής και πολιτισμικής ανάπτυξης. Ο μέσος Αθηναίος, μη εξοικειωμένος με τη χρήση της γραφής, θα συνεχίσει για μεγάλο χρονικό διάστημα να αναγνωρίζει την προφορική μνήμη ως μέσο γνώσης και επικοινωνίας· αυτό φαίνεται, αρκετά αποτελεσματικά, από ένα απόσπασμα του Κρατίνου (122 Κ.): «"Όχι, μα το Δία, δεν ξέρω γράμματα, και δεν ξέρω να γράφω· θα σου πω το πράγμα με τη φωνή (προφορικά), γιατί το έχω καλά στη μνήμη μου". Η συνθήκη που πραγματώνεται σε ένα πολιτισμικό σύμπλεγμα όπως το ελληνικό, είναι επομένως η συνύπαρξη των δύο τεχνικών, οι οποίες άλλοτε ανταγωνίζονται και άλλοτε συνεργάζονται. Η μετάδοση των ειδήσεων μέσω γραπτών μηνυμάτων μπορεί να υποκαταστήσει την προφορική μετάδοση, αλλά μπορεί και να λειτουργήσει παράλληλα· δεν είναι σπάνιο να συμβαίνει, για μεγαλύτερη ασφάλεια, η μετάδοση να γίνεται ταυτόχρονα και στα δύο κανάλια. Η συνύπαρξη ή η συνεργασία των δύο τεχνολογιών είναι ένα από τα πιθανά αποτελέσματα της αντιπαράθεσης που εγκαθιδρύεται μεταξύ τους· στην περίπτωση αυτή, υπάρχει μια σχέση επικουρικότητας της μιας τεχνικής σε σχέση με την άλλη (και μπορούμε να έχουμε τόσο μια γραφή επικουρική της προφορικότητας, όσο και μια προφορικότητα συμπληρωματική της γραφής)». 

Ας θυμηθούμε ότι μόλις στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. εισήχθη στην Αθήνα το επιστημονικό-φιλοσοφικό βιβλίο σε πεζό λόγο από τον Αναξαγόρα και ότι ήταν ακριβώς αυτό το βιβλίο που άνοιξε την ιστορία της αγοράς βιβλίων για τα φιλοσοφικά κείμενα: Ο Πλάτων μαρτυρεί ότι ήταν μάλιστα αγοράσιμο σε πολύ μέτρια τιμή στην αγορά.

Ήταν κυρίως οι σοφιστές και οι ρήτορες που διέδωσαν την πρακτική της έκδοσης των γραπτών τους, με τον Πρωταγόρα και κυρίως οριστικά με τον Ισοκράτη. Ο Turner γράφει: «Πιθανότατα ο Ισοκράτης ακολούθησε το παράδειγμα του Πρωταγόρα και έκανε χρήση της φωνής ενός μαθητή, αφού, όπως επαναλαμβάνει επανειλημμένα, του έλειπαν βασικές προϋποθέσεις, όπως η ικανότητα του λόγου και η ενέργεια. Αλλά και αυτοί οι λόγιοι τίθενται σε κυκλοφορία σε διάφορα αντίτυπα σύμφωνα με έναν κατάλογο διανομής: διαδιδόναι είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο Ισοκράτης. Για τον λόγο του Κατά των Σοφιστών, τον οποίο παραθέτει στους Περί Αντιδόσεως λόγους του, λέει: "αφού γράφτηκε, τον έβαλα σε διανομή". Η πληρέστερη διατύπωση εμφανίζεται περισσότερες από μία φορές αλλού: "διανέμω μεταξύ των ενδιαφερομένων". Η διαδικασία έχει κάποια ομοιότητα με εκείνη ενός σύγχρονου μελετητή που στέλνει αντίγραφα των αποσπασμάτων του, και το κίνητρο δεν είναι επίσης διαφορετικό. Ο Ισοκράτης, σχετικά με την αρχική έκδοση των έργων του, λέει: "όταν τα έργα αυτά γράφτηκαν και τέθηκαν σε κυκλοφορία, απέκτησα μεγάλη φήμη και προσέλκυσα πολλούς μαθητές". Αλλού αναφέρεται ότι ορισμένα από τα έργα του διαβάστηκαν στη Σπάρτη».

Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη ότι ο προφορικός πολιτισμός με τη συναφή τεχνική που βασιζόταν κυρίως στη μνήμη ξεπεράστηκε μόνο αργά- πολλοί πατέρες, μάλιστα, συνέχιζαν να επιβάλλουν στα παιδιά τους την υποχρέωση να μαθαίνουν τα ποιήματα του Ομήρου απ' έξω, όπως καθιστά σαφές αυτό το απόσπασμα από τον Ξενοφώντα:

"Κι εσύ, Νικέρατε, για ποια επιστήμη αισθάνεσαι υπερήφανος;"

"Ο πατέρας μου", απάντησε, "που ενδιαφέρεται να με κάνει ενάρετο άνθρωπο, με υποχρέωσε να μάθω όλους τους στίχους του Ομήρου απ' έξω· και ακόμη και τώρα θα μπορούσα να απαγγείλω την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ολόκληρη απ' έξω".

"Ίσως ξεχνάς", είπε ο Αντισθένης, "ότι όλοι οι ραψωδοί ξέρουν επίσης αυτούς τους στίχους απ' έξω".

"Και πώς θα μπορούσα να μην τους θυμάμαι, αφού πηγαίνω κάθε μέρα να τους ακούω;"

"Και γνωρίζεις πιο κενή ιδιοφυΐα από εκείνη του ραψωδού;" 

"Ακριβώς όχι", απάντησε ο Νικηράτος, "δεν νομίζω ότι γνωρίζω".

"Ο λόγος είναι προφανής", παρατήρησε ο Σωκράτης. "Δεν καταλαβαίνουν το νόημα των πραγμάτων που απαγγέλλουν. Από την άλλη πλευρά, έδωσες πολλά χρήματα στον Στεσίμπερτο, στον Αναξίμανδρο και σε πολλούς άλλους, ώστε να μη σου διαφύγει κάτι σημαντικό από αυτά τα ποιήματα".

Μόνο με αυτό κατά νου μπορεί κανείς να κατανοήσει διαλόγους όπως ο Ιων, και ιδίως πολλά μέρη της Δημοκρατίας, καθώς και τη σφικτή πολεμική του Πλάτωνα κατά του Ομήρου και τους τρόπους με τους οποίους επικοινωνήθηκε η ποίησή του. Πρόκειται, μάλιστα, για θέσεις που προκαλούν αμηχανία στον σημερινό άνθρωπο, όπως θα δούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: